Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Βρετανία, το δύστροπο παιδί της Ευρώπης Μέρος Α': Η μακροχρόνια δύσκολη συμβίωση,,,



του Γιαν-Βέρνερ Μύλλερ
  
© London Review of Books - Jan-Werner Müller: Europe’s Sullen Child, τόμ. 38, No. 11 · 2 Ιουνίου 2016, σελ. 3-6
    
Θα μπορούσε άραγε, σε μια Ευρώπη πιο ήρεμη, λιγότερο χτυπημένη από την κρίση, η συζήτηση περί Brexit να γίνει με διαφορετικό τρόπο; Σε μια τέτοια υποθετική ήρεμη Ευρώπη, ίσως η απειλή του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ θα είχε προκαλέσει τους πολίτες και τους πολιτικούς σε όλη την Ευρώπη να στοχαστούν για την «ολοένα στενότερη Ένωση» και τι πραγματικά σημαίνει ή θα έπρεπε να σημαίνει γι' αυτούς. Είναι μια ωραία σκέψη, αλλά στην πραγματική ΕΕ που βιώνουμε, σχεδόν κανείς τα τελευταία δέκα χρόνια δεν δείχνει προθυμία να μιλήσει γι' αυτό που άλλοτε είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε finalité, δηλαδή για την υποθετική τελική κατάσταση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. 
Η ευρωπαϊκή ελίτ δεν έχει ξεχάσει ούτε τί φόβους για ένα ευρωπαϊκό υπερ-κράτος είχε προκαλέσει το ατυχές «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» το 2004-5, ούτε την δική της αποτυχία να εμπνεύσει κάποιου είδους πάθος για την Ευρώπη, όπως ήλπιζαν οι ενθουσιώδεις ευρωπαϊστές. Αντί να ωθεί σε σκέψεις για το μέλλον της Ένωσης, το ζήτημα της Brexit αντιμετωπίζεται τώρα ως μια ακόμη «απόσπαση της προσοχής απο τα ουσιώδη», σε μια ΕΕ που βρίσκεται μπροστά σε πολλαπλές απειλές αποσύνθεσης. Κατά τις συνόδους κορυφής του περασμένου φθινοπώρου, που είχαν ως αντικείμενο την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, τα άλλα κράτη-μέλη κατέστησαν σαφή την άποψή τους, ότι το να ασχολούνται με το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν σαν να προσπαθούν να διαχειριστούν ένα ναρκισσιστικό παιδί. Πριν από δέκα χρόνια, ίσως το Λονδίνο να είχε ένα διαφορετικό όραμα για την Ευρώπη και να το λάμβαναν σοβαρά υπόψη οι άλλοι εταίροι, ίσως ακόμη και να συσπείρωνε γύρω από τις απόψεις του και άλλα κράτη-μέλη. Τώρα η Βρετανία δεν θεωρείται μόνο ως εσωστρεφής χώρα, αλλά και ως εγωιστική και δύστροπη. Αυτό το ίδιο το γεγονός, ότι η συζήτηση περί εξόδου μιας χώρας από την ΕΕ αφορά σχεδόν αποκλειστικά και μόνον τη Βρετανία, δείχνει το βαθμό στον οποίο η κυβέρνηση Κάμερον έχει αποσπάσει και απομακρύνει το Ηνωμένο Βασίλειο από το εγχείρημα του καθορισμού του μέλλοντος της Ένωσης ως συνόλου. 
Τζέρεμι Κόρμπιν, επιστροφή στον αριστερό ευρωπαϊσμό; - Ντέιβιντ Κάμερον, άβολη αυτοπαγίδευση ανάμεσα σε «δυό καρέκλες»; - Μπόρις Τζόνσον, απομονωτιστής «βίαιος Τόρυ»;
[«Εξευρωπαΐστηκε» η Βρετανία ή «βρετανοποιήθηκε» η ΕΕ;] 
Είναι ειρωνεία ότι η Βρετανία σκέφτεται να αποχωρήσει τώρα, μετά από το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, στη διάρκεια του οποίου η ΕΕ, με πολλούς τρόπους, έχει αλλάξει τη δική της μορφή καθ' εικόνα και ομοίωση του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει γίνει de facto Βρετανευρώπη [Breurope], παρόλο που αυτή την αλλαγή δεν την προκαλούσε πάντα το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο αυτή η αλλαγή δεν φαίνεται τόσο δραματική σε όσους δεν πέφτουν στην ψευδαίσθηση ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είχε κάποτε ως στόχο την πραγματοποίηση Σοσιαλδημοκρατικών ιδεωδών. Η δουλειά της Ευρώπης ήταν ανέκαθεν business, αν και είναι αλήθεια ότι η ενιαία αγορά είχε ως στόχο όχι μόνον να αυξήσει την οικονομική ευημερία, αλλά και να προωθήσει την ειρήνη και να μεγαλώσει τη δύναμη της Ευρώπης στον κόσμο. Οι μεταπολεμικές ελίτ ποτέ δεν πίστεψαν ότι μια αφηρημένη έκκληση για αλληλεγγύη υπεράνω εθνικών συνόρων θα πετύχαινε πολλά πράγματα. Αντίθετα, στηρίχτηκαν στη σκληρή λογική της αλληλεξάρτησης των κρατών. Ο δεδηλωμένος στόχος της Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, η οποία ιδρύθηκε με τη Συνθήκη των Παρισίων το 1951, ήταν να καταστήσει ανέφικτο έναν πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, με βάση το ότι οι βιομηχανίες τους θα γίνονταν εντελώς αλληλοεξαρτημένες. Υπήρχε επίσης η ιδέα ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις και οι Γάλλοι αγρότες θα αποκτούσαν εύλογο συμφέρον να υποστηρίζουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αυτή η ιδέα έχει παραμείνει σε ισχύ μέχρι και σήμερα. Μόνον στη δεκαετία του 1980, υπό την ηγεσία του Ζακ Ντελόρ (Jacques Delors), εμφανίστηκε για πρώτη φορά σοβαρά το σχεδίασμα της «Κοινωνικής Ευρώπης». Η ομιλία του Ντελόρ στο συνέδριο των Συνδικαλιστικών Ενώσεων του 1988 ενθουσίασε τους ηγέτες των συνδικάτων και τόνωσε το πεσμένο τους ηθικό, με τις ασαφείς αναφορές της στα ευρωπαϊκά κοινωνικά δικαιώματα και στη δια βίου εκπαίδευση για τους εργαζόμενους. Αυτό αποκρυστάλλωσε και συμπύκνωσε τον ευρωσκεπτικισμό εντός των Βρετανών Συντηρητικών, οι οποίοι ποτέ δεν ξέχασαν πώς οι σύνεδροι της βρετανικής Συνδικαλιστικής Ένωσης (TUC) επευφήμησαν πανηγυρικά τον Jacques Delors τραγουδώντας εν χορώ τον «Frère Jacques», μετά από μια ομιλία που έγινε αντιληπτή ως υπόσχεση να αναιρεθούν στις Βρυξέλλες αυτά που οι εργαζόμενοι είχαν υποστεί από την Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως ο Delors ήταν επίσης υπέρμαχος της «ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς», όπως έλεγαν τότε· και σ' αυτό το θέμα είχε την ενθουσιώδη υποστήριξη της Θάτσερ. Στην πράξη, αυτό σήμαινε να πεισθεί το κάθε κράτος-μέλος να αναγνωρίζει τους κανονισμούς των άλλων, ώστε να μπορέσουν να μεγιστοποιηθούν οι εμπορικές ανταλλαγές και ο ανταγωνισμός σε ολόκληρη την ήπειρο· είναι ένας στόχος στον οποίο πάντα υποτάσσονται οι περιβόητες ελευθερίες της ΕΕ: η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων δεν ήταν ένα όνειρο κοσμοπολιτών ιδεαλιστών, αλλά ψυχρά σκεπτόμενων και σκληρόκαρδων νεοφιλελεύθερων. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Ηνωμένο Βασίλειο αρχικά επέλεξε να εξαιρεθεί από ο,τιδήποτε είχε σχέση με την «Κοινωνική Ευρώπη», αλλά στη συνέχεια ο Τόνι Μπλερ (Tony Blair) επέλεξε την «ένταξη». Ο Cameron στην αρχή προσπάθησε να αποχωρήσει και πάλι από το πλαίσιο της «Κοινωνικής Ευρώπης», αλλά έκανε πάλι πίσω, από φόβο μήπως χαθεί η υποστήριξη των Εργατικών στην παραμονή του ΗΒ εντός της ΕΕ. Όμως ούτως ή άλλως, η «Κοινωνική Ευρώπη» έχασε το βηματισμό της μετά την έξοδο του Ντελόρ απο την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής· γι' αυτό το λόγο άλλωστε, κάποιοι Σοσιαλδημοκράτες, όπως ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ (Wolfgang Streeck), είναι τόσο πολύ απογοητευμένοι από την Ένωση.
*
[Μύθος ότι τα εθνικά κράτη-μέλη είναι πιο «κοινωνικά ευαίσθητα» από την Ένωση] 
Εν τω μεταξύ, η ενιαία αγορά «βαθαίνει» αδυσώπητα. Η ΕΕ έχει τις ισχυρότερες αντι-μονοπωλιακές πολιτικές του κόσμου: σε σύγκριση με την ΕΕ, οι ΗΠΑ, όπως ακόμη και ο Economist αποδέχεται πρόθυμα σήμερα, είναι η χώρα των ευτυχισμένων ολιγοπωλίων για τις αεροπορικές εταιρείες και τους παρόχους Διαδικτύου, για να μη αναφέρουμε και άλλους επιχειρηματικούς κλάδους. Η ΕΕ έχει όντως σημαντικές ρυθμίσεις και προστασίες. Αυτά μπορεί να φαίνονται ασήμαντα σε σύγκριση με τα παραδοσιακά ιδεώδη της Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά δεν είναι καθόλου ασήμαντα, όπως σίγουρα θα ανακαλύψουν οι Βρετανοί εργαζόμενοι μετά από ενδεχόμενη Brexit: οι ευρωπαϊκοί νόμοι κατά των διακρίσεων, για παράδειγμα, μπορεί να μην είναι τόσο ισχυροί όσο οι αντίστοιχοι στις ΗΠΑ, ωστόσο είναι πολύ καλύτεροι από των περισσότερων εθνικών νομοθεσιών στην Ευρώπη. Υπάρχουν επίσης - και προκαλούν την οργή των λαϊκίστικων βρετανικών ταμπλόιντ εφημερίδων - πολύτιμοι κανονισμοί για την υγεία και την ασφάλεια, καθώς και σε πολλούς άλλους τομείς· απλά, δεν είναι αλήθεια ότι ο εξευρωπαϊσμός προκαλεί ανταγωνισμό για εξίσωση προς τα κάτω. Το γεγονός ότι συνεχίζει πάντοτε να προέχει η ενιαία αγορά, δεν είναι η μοναδική de facto νίκη του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η άλλη ήταν η διεύρυνση της ΕΕ. Ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ (Helmut Kohl), φοβούμενος πολιτική αστάθεια στην ανατολική «πίσω αυλή» της Γερμανίας και υποκύπτοντας στον πειρασμό να τεθεί στη διάθεση της γερμανικής βιομηχανίας νέο φθηνό εργατικό δυναμικό, επέλεξε την ένταξη στην ΕΕ των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η Γαλλία αντιστάθηκε με κραυγαλέο τρόπο στην αλλαγή αυτή, αλλά η Βρετανία αποδείχθηκε ένας απαραίτητος σύμμαχος του Κολ. Το Λονδίνο θεωρούσε προφανώς ως ψευδαίσθηση την ιδέα ότι η «εμβάθυνση» και η «διεύρυνση» της ΕΕ θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα. Έβλεπε ότι η διεύρυνση θα απέβαινε εις βάρος της περαιτέρω ενοποίησης [και το χρησιμοποίησε ως όπλο]. Το να ενταχθεί στην ΕΕ η Ανατολική Ευρώπη, σήμαινε ότι ακυρώνονταν η δυνατότητα μιας μόνιμης γαλλο-γερμανικής κυριαρχίας μέσα στην Ένωση. 
      
[Οι αλλοτινοί σύμμαχοι της Βρετανίας εντός της ΕΕ είναι τώρα τα «ορφανά» της] 
Σ' αυτά τα χρόνια της «Βρετανοποίησης» στην πράξη της ΕΕ, η Βρετανία απέκτησε συμμάχους σ' ολόκληρη την ήπειρο. Οι Ανατολικοευρώπαίοι ήταν ευγνώμονες για τη σταθερή υποστήριξη της διεύρυνσης εκ μέρους του ΗΒ. Η Σουηδία, η Δανία και η Ολλανδία - όλες τους μικρές, ανοιχτές οικονομίες - υποστήριξαν την επιλογή της Βρετανίας να ενισχύσει την ενιαία αγορά (αυτές παραμένουν και σήμερα οι χώρες που τις περισσότερες φορές ψηφίζουν όμοια με το Ηνωμένο Βασίλειο στο Συμβούλιο των Υπουργών, το κύριο νομοθετικό όργανο της ΕΕ). Πολλές άλλες χώρες-μέλη που ανησυχούν για την κυριαρχία που ασκεί πάνω τους le couple franco-allemand [το γαλλο-γερμανικό ζευγάρι], είδαν επίσης με ευχαρίστηση το Ηνωμένο Βασίλειο να δημιουργεί ένα προηγούμενο με τη διαπραγμάτευση των opt-outs [των εξαιρέσεών του από την υποχρέωση να εφαρμόζει πολλές Κοινοτικές αποφάσεις], δημιουργώντας έτσι στην πράξη μια Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων» (με κάποια μέλη σταθερά προσηλωμένα στο στόχο μη κινηθούν ποτέ και με καμμιά ταχύτητα). Μερικοί πολιτικοί φιλόσοφοι σήμερα επαινούν την ΕΕ ως το ακριβώς αντίθετο ενός ομογενούς υπερ-κράτους: είναι η πρώτη πολιτική οντότητα στον κόσμο που δεν είναι ούτε κράτος, ούτε αυτοκρατορία, αλλά μια ένωση κρατών και λαών, η οποία καταλήγει σε πολιτικές αποφάσεις μέσω της αναζήτησης συναινέσεων και συμβιβασμών. Το 2007 η Angela Merkel δήλωσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι είχε ανακαλύψει την «ψυχή» της Ευρώπης: δεν ήταν το ευρώ, αλλά η «ανοχή». Η «ανοχή» και η «διαφορετικότητα», οι υποτιθέμενες πρωταρχικές Ευρωπαϊκές «αξίες»: έμοιαζαν αρκετά εύλογες σε μια Ευρώπη με «εξαιρέσεις», όπως οι opt-outs της Βρετανίας. 
Μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων θα μπορούσε να αποδειχθεί μόνιμα συμβατή με την κοινή αγορά, αλλά δεν θα μπορούσε να συνυπάρξει εύκολα με αυτό που θεωρητικά έπρεπε να είναι μια νομισματική ένωση one-size-fits-all ούχο που ταιριάζει για όλα τα μεγέθη] και αποδείχθηκε στην πράξη one-size-fits-none [να μη ταιριάζει σε κανέναν]. Τον Δεκέμβριο του 2011 το βέτο του Κάμερον στα σχέδια για τη διάσωση του ευρώ, στην πράξη ανάγκασε τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ να δημιουργήσουν ένα παράλληλο σύμπαν της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όλες οι χώρες εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Τσεχική Δημοκρατία - η οποία γίνεται όλο και πιο ευρωσκεπτικιστική - υπέγραψαν ένα σύμφωνο που δεν είναι τεχνικά μια συνθήκη της ΕΕ, καθορίζοντας σκληρότερους κανόνες και κυρώσεις για την Ευρωζώνη και καθιστώντας υποχρεωτική την εισαγωγή στα Συντάγματα των κρατών-μελών «ορίων» ή «φρένων χρέους», κατά το πρότυπο της Γερμανίας που ήδη είχε. Ο Κάμερον προχώρησε στην «πυρηνική επιλογή» του βέτο, αφού προηγουμένως δεν έγινε δεκτή μια εξαίρεση της Βρετανίας (opt-out)· επέτρεψε όμως στους 25 υπογράφοντες την συνθήκη να χρησιμοποιήσουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για την εφαρμογή των νέων διατάξεων, δίνοντας ταυτόχρονα την υπόσχεση ότι θα παρακολουθεί τις περαιτέρω εξελίξεις «με γερακίσιο μάτι». Αυτό, τα μικρότερα κράτη-μέλη το θεώρησαν ως στρατηγικό σφάλμα: αισθάνθηκαν ότι εξαναγκάστηκαν να κάνουν μια επιλογή· και στο τέλος, έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ ενός Βερολίνου που δεν εξισορροπούνταν πιά από το βάρος του Λονδίνου ή, σ' εκείνο το θέμα, ενός ολοένα πιο αδύναμου Παρισιού και μιας Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει παραγκωνιστεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Επίσης, εκείνο το επεισόδιο άφησε πολλούς με την πικρή αίσθηση ότι το Λονδίνο νοιάζεται περισσότερο για τον δικό του χρηματοπιστωτικό κλάδο, παρά για κάθε τι που έχει σχέση με τα ευρύτερα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Χώρες οι οποίες κάποτε συνήθως αισθάνονταν κοντά στο Ηνωμένο Βασίλειο, τώρα κατατάσσονται ως νέα «ορφανά» της Ευρώπης. 
           
[Οι Βρετανοί ευρωσκεπτικιστές θυσιάζουν το κράτος δικαίου και τη φιλελεύθερη δημοκρατία για χάρη της «εθνικής κυριαρχίας»]
Αυτή η αίσθηση της εγκατάλειψης έχει πάρει μορφές λιγότερο προφανείς. Οι οπαδοί της Brexit παρουσιάζονται συχνά ως υπερασπιστές της «εθνικής κυριαρχίας» και του «κράτους δικαίου» (πολλοί υποθέτουν ότι η ελκυστικότητα του Λονδίνου ως παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κέντρου εξηγείται από το εξαίρετο βρετανικό κράτος δικαίου - ενώ, κατ΄ αυτούς, δεν παίζει ρόλο η εκεί απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή ο ρόλος αυτής της πόλης ως σημαντικού κομβικού σημείου για παράνομες χρηματοοικονομικές συναλλαγές). Τα τελευταία χρόνια, σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, οι κυβερνώντες έχουν αρχίσει να διαλύουν συστηματικά τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου εντός των συνόρων τους. Έχουν αποδυναμώσει το δικαστικό σώμα, κατέλαβαν τα Μέσα Ενημέρωσης και επιτίθενται σε κάθε αντιπολιτευτική δύναμη αποκαλώντας την παράνομη και μη πατριωτική. Η μεγάλη απειλή για το κράτος δικαίου στην Ευρώπη δεν είναι οι Βρυξέλλες· είναι μεμονωμένες κυβερνήσεις όλο και πιο αυταρχικές, που αποτελούν πραγματικό κίνδυνο όχι μόνον για τους πολίτες τους, αλλά και για τον καθένα που κατέχει ευρωπαϊκό διαβατήριο. Απο τη στιγμή που εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι αποφάσεις που λαμβάνονται εκεί επηρεάζουν τους πάντες στην ΕΕ. Υπάρχουν ακόμα και μερικοί Βρετανοί Συντηρητικοί που καταλαβαίνουν πολύ καλά αυτούς τους κινδύνους, αλλά ποτέ δεν μιλούν γι' αυτά, από φόβο ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε «περισσότερες εξουσίες για τις Βρυξέλλες». Αντίθετα, επέλεξαν αδιάντροπα να υποστηρίξουν το βαθύτατα ανελεύθερο Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης της Πολωνίας, όταν δέχτηκε αυστηρή κριτική στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στις αρχές του τρέχοντος έτους (ο Κάμερον έβγαλε τους Συντηρητικούς από την ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος το 2014 και συνέπηξε μια νέα συμμαχία κομμάτων στο Ευρωκοινοβούλιο, μαζί με το κυβερνών κόμμα της Πολωνίας, καθώς και με δεξιούς λαϊκιστές όπως το Δανικό Λαϊκό Κόμμα και το κόμμα των «Αληθινών Φιλανδών»).
Οι Βρυξέλλες έχουν πολύ περιορισμένα νόμιμα μέσα για να παρέμβουν και να διασφαλίσουν τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στα κράτη-μέλη, αν και αυτά είναι «αξίες», οι οποίες, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οφείλουν να σέβονται όλες οι χώρες της ΕΕ. Ακόμη και αυτά τα πολύ περιορισμένα μέσα δεν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή, εάν τα κράτη-μέλη δεν επιδείξουν προθυμία να κατονομάσουν τους παραβάτες. Στην πράξη, το Ηνωμένο Βασίλειο θέτει την «εθνική κυριαρχία» υπαράνω του «κράτους δικαίου». Είναι λογικό να υποθέσουμε, ότι στην πορεία προς το δημοψήφισμα έχει κάνει και κάποια άθλια συμφωνία με την Πολωνία και την Ουγγαρία, στη γραμμή του «εμείς θα προσποιούμαστε ότι είστε ακόμη πραγματικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, εάν δεν μας καταγγείλετε ότι παραβιάζουμε τα νόμιμα δικαιώματα οφέλη των Πολωνών και Ούγγρων που εργάζονται στη Βρετανία». Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν κάποτε ένα λαμπρό φως στην Ευρώπη. Ήταν οι ίδιοι Συντηρητικοί υπό την Θάτσερ, αυτοί που πίεζαν ιδιαίτερα για δημοκρατία στην Ανατολική Ευρώπη. Όχι πια τώρα.
*
      
Μεγάλοι ηθοποιοί του ιαπωνικού χοροδράματος Καμπούκι: 
Oniji Ōtani III (Nakazō Nakamura II) & Bando Zenji - Sawamura Yodogoro (1794)
[Η ΕΕ είναι ήδη ασυνάρτητη και στερείται συνοχής - να γίνει λοιπόν ακόμη πιό ασυνάρτητη;] 
Είναι εντυπωσιακό το πόσο λίγη προσοχή δίνει στη συζήτηση περί Brexit η λοιπή Ευρώπη. Οι ευρωπαίοι ηγέτες ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν στη «Σύνοδο κορυφής kabuki» του Φεβρουαρίου 2016, με την οποία επιτράπηκε στον Cameron να παρουσιαστεί στη χώρα του ως νικητής, έχοντας εξασφαλίσει μερικά κέρδη που έχουν κυρίως συμβολική σημασία. Αλλά για τα θέματα που έχουν πραγματική σημασία - και πάνω απ' όλα για την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων εντός της ενιαίας αγοράς - τα άλλα κράτη-μέλη κράτησαν ασυμβίβαστη στάση απέναντι στη Βρετανία· έτσι στάθηκε αδύνατο να ικανοποιήσει ο Cameron τους ψηφοφόρους του [εθνικιστικού] UKIP και τη δεξιά πτέρυγα του δικού του κόμματος των Συντηρητικών. Και αυτή τη φορά, οι συνήθεις σύμμαχοι του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν είδαν το Λονδίνο να στρώνει μονοπάτια που και αυτοί θα ήθελαν να ακολουθήσουν, όπως π.χ. κάποτε η Σουηδία και η Δανία θεωρούσαν ότι η Βρετανία δημιουργεί δυνατότητες για εξαιρέσεις [opt-outs] του ενός ή του άλλου είδους. Θεωρητικά, θα μπορούσε να χτιστεί μια συμμαχία γύρω από το όραμα μιας Ευρώπης à la carte. Αλλά στην πράξη, ακόμη και οι κυβερνήσεις που ανησυχούν για τη στροφή των δικών τους πολιτών προς όλο και πιο ευρωσκεπτικιστικές στάσεις, συνειδητοποιούν ότι μια Ευρώπη στην οποία κάθε κράτος-μέλος θα μπορεί να επιλέγει ανάμεσα σε δύο τόσο διαφορετικούς δρόμους, θα ήταν εντελώς ασυνάρτητη, χωρίς καμμία συνοχή. 
Η ΕΕ είναι ήδη ασυνάρτητη, χωρίς συνοχή, με πολλούς τρόπους. Προς το παρόν, είναι σε μια κατάσταση, στην οποία πολιτικές που αποτυγχάνουν ούτε αντιστρέφονται, ούτε διορθώνονται με αποτελεσματικό τρόπο. Με την Ευρωζώνη, οι κυβερνήσεις δημιούργησαν ένα ενιαίο νόμισμα. Με το σύμφωνο Σένγκεν, δημιούργησαν ένα εξωτερικό σύνορο. Αλλά κανένας δεν είναι εντελώς πρόθυμος να αποδεχθεί ό,τι πρέπει να επακολουθήσει μετά από αυτές τις μεγάλες μορφές της ολοκλήρωσης: δηλαδή, αφενός μία κοινή δημοσιονομική πολιτική, με κάποια τουλάχιστον μικρή αναδιανεμητική λειτουργία για να αντιμετωπίζονται οι ανισορροπίες εντός της όλης Ευρωζώνης και αφετέρου  μια κοινή πολιτική ασύλου και συνοριακής αστυνόμευσης. Αυτά δεν θα δημιουργούσαν απο μόνα τους ένα ομοσπονδιακό κράτος, αλλά θα μπορούσαν να είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
   
[Δεν είναι η Βρετανία το εμπόδιο για την ΕΕ - Αποξένωση Παρισιού και Βερολίνου: αδύναμος Ολάντ, φθαρμένη Μέρκελ]
Μερικοί έχουν παρουσιάσει το Ηνωμένο Βασίλειο ως το μεγαλύτερο εμπόδιο που δεν αφήνει την Ευρωζώνη και το Σένγκεν να λειτουργήσουν σωστά. Αλλά η Βρετανία είναι έξω και από τα δύο και δεν έχει την εξουσία για να παρεμποδίσει θεμελιώδεις αλλαγές σ' αυτά τα συστήματα. Η Μέρκελ και ο Ολάντ είναι και οι δύο «ονομαστικά» προσηλωμένοι στην πολιτική ένωση. Αλλά και στην πραγματικότητα, κάποια στιγμή η Μέρκελ σκέφτηκε, η μεγάλη κληρονομιά που θα αφήσει πίσω η τρίτη θητεία της να είναι μια πιο συνεκτική ΕΕ. Όμως το Παρίσι και το Βερολίνο, όταν μιλούν για gouvernement économique και για Wirtschaftsregierung, εννοούν πολύ διαφορετικά πράγματα· μία ενδεχόμενη Brexit δεν θα τους βοηθήσει με μαγικό τρόπο να συμβιβάσουν τις διαφορές τους. Τόσο ο Ολάντ όσο και η Μέρκελ βρίσκονται μπροστά σε εκλογές το επόμενο έτος. Ο δύσμοιρος Ολάντ, που είναι τώρα αντιμέτωπος με ανοιχτή εξέγερση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, έχει ελάχιστες πιθανότητες να κερδίσει του χρόνου. σο για το πολιτικό κεφάλαιο της Μέρκελ, και αυτό έχει επίσης μειωθεί δραματικά μετά την προσφυγική κρίση. Δεν είναι πια σε θέση να οδηγήσει τη χώρα της σε ένα ακόμη περιπετειώδες πολιτικό ταξίδι, όπου τα καλύτερα που μπορεί να πει είναι «εμπιστευθείτε με» ή «μπορούμε να το καταφέρουμε», δηλαδή να φερθεί όπως κατάφερε να κάνει, σχεδόν με επιτυχία, κατά τη διάρκεια της μεγάλης εισροής των Σύρων προσφύγων στη Γερμανία. Αλλά ακόμη και αν η Μέρκελ ήταν και τώρα τόσο ισχυρή όσο ήταν πριν από το περσινό καλοκαίρι, είναι απίθανο ότι το Βερολίνο θα θελήσει να ξεκινήσει οποιοδήποτε μεγάλο εγχείρημα μεταρρύθμισης της ΕΕ, για όσο διάστημα η Γαλλία φαίνεται ανίκανη να μεταρρυθμιστεί η ίδια. 
  
[Από τους γαλλόφιλους ηγέτες της «Γερμανίας του Ρήνου» (Αντενάουερ, Κόλ) στον αμήχανο «γερμανικό ημι-ηγεμόνα» της ΕΕ σήμερα]
 
Πριν από είκοσι χρόνια, υπήρχε ακόμη σημαντική υποστήριξη σε διάφορα πολιτικά κόμματα και στις δύο πλευρές του Ρήνου, για κάποιο πράγμα που ονομάζεται «πυρήνας της Ευρώπης». Η ιδέα ήταν ότι η ότε πρωτεύουσα της Δυτικής - ΟΔΓ] Βόννη και το Παρίσι θα 'πρεπε να ήταν έτοιμοι να πιέσουν και να προχωρήσουν την ενοποίηση με τις δικές τους δυνάμεις. Από τότε, το βαθειά φιλο-γαλλικό αποτύπωμα που είχαν αφήσει προσωπικότητες καταγόμενες από τις «παραρρήνειες» [«Rhenish»] ομόσπονδες χώρες της Γερμανίας, όπως ήταν ο Αντενάουερ και ο Κολ, έχει ξεθωριάσει μέσα στο γερμανικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Σήμερα, στις συζητήσεις για χάραξη πολιτικής και στο δημόσιο διάλογο στο Βερολίνο, τη Γαλλία την αναφέρουν μόνον στις δεύτερες σκέψεις - άν την αναφέρουν καθόλου. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι το μόνο μέλος της κυβέρνησης που διατηρεί την αίσθηση ότι πρέπει να έχουν την ευαισθησία να καλούν πρώτο-πρώτο το Παρίσι για κάθε ζήτημα που προκύπτει και για κάθε διαβούλευση. Στη Γαλλία, η Marine Le Pen κάνει ανοιχτά «παιχνίδι» με το αντι-γερμανικό συναίσθημα και αντιμετωπίζει μικρή μόνον αντίκρουση από τα άλλα κόμματα. Η αίσθηση της αποξένωσης μεταξύ των δύο χωρών είναι ολοφάνερη: Ο Ολάντ είναι «σε πόλεμο» με την τρομοκρατία και η Γερμανία δεν βοηθά στην πράξη. Η Μέρκελ ασχολείται με τους πρόσφυγες, ενώ η Γαλλία είναι επιδεικτικά απούσα, τη στιγμή που τίθεται θέμα να δουλέψουν από κοινού οι δύο χώρες για ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος. 
Οι Γερμανοί πολιτικοί ηγέτες και στοχαστές είχαν να αντιμετωπίσουν ένα δίλημμα: Η Γερμανία δεν έχει καταφέρει να εξαγάγει στις άλλες χώρες της ΕΕ την τόσο δοξολογούμενη Stabilitätskultur της [τον «πολιτικό και οικονομικό πολιτισμό της σταθερότητας»]. Στην πραγματικότητα, όπως έχει επισημάνει ο πολιτικός επιστήμονας και αναλυτής Χανς Κούντνανι (Hans Kundnani), το Βερολίνο έχει δημιουργήσει έναν πανευρωπαϊκό «πολιτικό πολιτισμό της αστάθειας» (τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και της καθαυτό πολιτικής - το μαρτυρούν και οι πρόσφατες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν η Ιρλανδία και η Ισπανία για να σχηματίσουν κυβερνήσεις). Ταυτόχρονα, η Γερμανία είναι αρκετά ισχυρή, ώστε η Γαλλία δίπλα της να αισθάνεται εξασθενημένη. Η ΕΕ δημιουργήθηκε για να καταστήσει αδύνατο για οποιοδήποτε κράτος να παίζει το ρόλο του «ηγεμόνα της Ευρώπης» και για να απαλλαγούμε από το «γερμανικό πρόβλημα» μια για πάντα. Όμως αυτή τη στιγμή η Ευρώπη φαίνεται εντελώς ανίκανη να λειτουργήσει, άν η Γερμανία δεν παίξει τουλάχιστον έναν «ημι-ηγεμονικό» ρόλο. Το πρόβλημα των «ημι-ηγεμόνων» είναι ότι δεν έχουν τον τρόπο και τα μέσα για να κάνουν ένα σύστημα κρατών να λειτουργεί ως σύνολο, απλά και μόνον μέσω της υποστήριξης των ασθενέστερων μελών του συνόλου. Ταυτόχρονα όμως, οι «ημι-ηγεμόνες» είναι αρκετά ισχυροί για να προκαλούν σε όλους τους άλλους αισθήματα αγανάκτησης. Είναι μια ιστορία που θυμίζει στους ιστορικούς τη θέση της [νεοδημιουργημένης ως κράτος] Γερμανίας στην Ευρώπη μετά το 1871 [το έτος της ίδρυσής της, με βάση το παλιό βασίλειο της Πρωσίας].
  


Ο Jan-Werner Müller είναι καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Princeton University, ΗΠΑ. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο IWM, Βιέννη. Εκτενές βιογραφικό (Princeton)
Πρόσφατο βιβλίο: Was ist Populismus? (Τι είναι λαϊκισμός, Suhrkamp, 2016), δοκίμιο από τα μαθήματα στο IWM (Lectures in Human Sciences).
Άλλα: Another Country: German Intellectuals, Unification and National Identity (Yale 2000), A Dangerous Mind: Carl Schmitt in Post-War European Thought (Yale 2003), Constitutional Patriotism (Princeton Univ. Press, 2007)
  
Επιλεγμένη αρθρογραφία του Γ. Β. Μύλλερ (Αγγλικά)
 
Blätter für deutsche und internationale Politik (γερμ.): Αρθρογραφία J.-W.Müller
 

                                                                                           Πηγή: aftercrisisblog.blogspot.gr