Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

"Χριστούγεννα διαρκείας" χριστουγεννιάτικο διήγημα του Κώστα Βάρναλη...

https://sarantakos.files.wordpress.com/2017/12/xristodiark.jpg
Tο σκίτσο που συνοδεύει το διήγημα (και την πρώτη δημοσίευση) είναι του γνωστού ζωγράφου Μίνου Αργυράκη (1920-1998) ο οποίος επί πολλά χρόνια συνεργαζόταν με την εφημερίδα.


Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή τέτοια μέρα πριν από 64 χρόνια, στις 25.12.1953. Το βρήκα χθες, ψάχνοντας για χριστουγεννιάτικα καλούδια, στο θαυμάσιο                                       sarantakos.wordpress.com. 
Ο Βάρναλης διηγείται ένα επεισόδιο από τους βαλκανικούς πολέμους, από τα μετόπισθεν όμως, από ένα φυλάκιο στη Λήμνο.
Το διήγημα θα μπορούσε να είναι αυτοβιογραφικό. Πράγματι, ο Βάρναλης είχε υπηρετήσει στη Λήμνο στους βαλκανικούς πολέμους, όπου επιστρατεύτηκε αργά, το καλοκαίρι του 1913 μέχρι να απολυθεί τον Μάρτιο του 1914 οπότε ξαναγύρισε στη θέση του σχολάρχη στα Μέγαρα. Επιστρατεύτηκε ξανά τον Σεπτέμβριο του 1915 έως τον Ιούνιο του 1916, νομίζω και πάλι στη Λήμνο -αλλά τα περιστατικά του διηγήματος μάς οδηγουν να τοποθετήσουμε το γεγονός στα Χριστούγεννα του 1913, όταν η απελευθέρωση του νησιού ήταν νωπή και οι εκκλήσεις του λοχία προς τους κτηνοτρόφους του χωριού θα είχαν περισσότερη ισχύ.



 ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ

– Γρήγορα Λιβάνιε, φώναξε ο λοχίας του αποσπάσματος με τη βαριά του φωνή και με ύφος Ναπολέοντος.
Ο λοχίας μας ήτανε καλή καρδιά μα το ‘χε φυσικό του να μιλάει πάντα θυμωμένα και να τρελαίνεται για ελληνικούρες.
Λιβάνιος ήτανε ο υποδεκανέας του αποσπάσματος – ενός φυλακίου δηλαδή από 30 άνδρες, που είχε σταλεί να φυλάει την είσοδο του κόρφου του Μούδρου στον πόλεμο του 1912-13.
– Και συ δάσκαλε!
Δάσκαλος ήταν η άλλη προσωπικότητα του αποσπάσματος, γενικός γραμματεύς του λοχία.
– Και συ, Ψαλτίδη, και συ, Πρέκα, και συ, Βλάχο – και συ Βαγγέλη… Όλοι… Πάρτε και τα όπλα σας.
– Και τις ψείρες μας; μουρμούρισε ο Βαγγέλης.
– Σιωπή! Βρυχήθηκε ο λοχίας… Εμπρός, μαρς.
***

Πηγαίναμε στο χωριό. Ήτανε παραμονές των Χριστουγέννων κι έπρεπε να βρεθεί το αρνί. Και τα ρέστα. Κι ο λοχίας είχε καλέσει  όλους τους νοικοκυραίους και τους κεχαγιάδες (κτηνοτρόφους) του χωριού στο καφενείο. Και δεν έλειψε κανείς τους. Γιατί ο λοχίας συνήθιζε να τρομοκρατεί τους χωριάτες.
– Είμαι ο στρατιωτικός διοικητής εδώ! Κι έχω το δικαίωμα να κρεμάω όποιον επιβουλεύεται την ασφάλεια του στρατεύματος!…
Όταν οι στρατιώτες μπήκανε στο καφενείο ο λοχίας τούς διάταξε να καθίσουν γύρω γύρω στους τέσσερις τοίχους με τα «μαλιχέρια» σφιγμένα στα γόνατα.
– Κύριοι, άρχισε ο λοχίας. Σας κάλεσα να σας ρωτήσω κάτι. Τους βλέπετε αυτουνούς (κι έδειξε τους στρατιώτες). Αφήσανε τα σπίτια τους, διότι τους εκάλεσε η πατρίς να σας ελευθερώσουν. Και αφού σας ελευθέρωσαν, τώρα φρουρούν εδώ τη ζωή σας, την τιμή σας και την περιουσία σας. Και ξέρετε τι τους δίν’ η πτωχή πατρίς για διατροφή τους την ημέρα; Σαράντα λεφτά. Σαράντα λεπτά! Και τώρα σας ερωτώ: Ποιος από σας μπορεί να ζήσει με σαράντα λεπτά την ημέρα;
Η ερώτησή του ήτανε βρυχηθμός.
Οι χωριάτες τούς κόπηκε η μιλιά από το φόβο.
– Εμπρός! ξεφώνισε δυνατότερα ο λοχίας. Μιλήστε… άφοβα!
– Έχετε δίκιο, καπετάνιε, απάντησε ο δήμαρχος.
– Κι όχι μόνο πρέπει να ζήσουν με 40 λεπτά, παρά και να πεθάνουν υπέρ των «αλυτρώτων αδελφών»!… Γι’ αυτό θα μας βοηθήσετε κι εσείς, όπως σας βοηθούμε κι εμείς. Μεθαύριο είναι τα Χριστούγεννα. Πρέπει ν’ αρτυθούνε κρέας κι οι στρατιώτες. Σεις οι κεχαγιάδες έχετε κοπάδια τ’ αρνιά. Κι είναι προτιμότερο να μας δίνετε κάθε τόσο από ένα αρνί παρά να ξανάρθουν οι Τούρκοι και να σας τα πάρουν όλα…
Οι χωριάτες κοιταχτήκανε γύρω γύρω και σκύψανε τα κεφάλια.
– Μάλιστα.
– Και φυσικά σκέτα τ’ αρνιά δεν τρώγονται. Θέλουνε και βούτυρο… Και κρασί.
– Κι αβγά, και τυρί, και καρύδια και… καπνό! διέκοψε ο δήμαρχος. Θα τα ‘χετε όλα…
– Μπράβο! απάντησε σοβαρός ο λοχίας. Η Πατρίς θα σας ευγνωμονεί και η Ιστορία θ’ αναγράψει τα ονόματά σας εις τας χρυσάς της δέλτους παχέσι γραμμάσιν (Ώρα ήτανε για ελληνικούρες!).
*
Πραγματικά την άλλη μέρα το πρωί, προπαραμονή των Χριστουγέννων, το αρνί βρέθηκε δεμένο στην είσοδο του φυλακίου. Και δίπλα του μια καλάθα γεμάτη με νταμιτζάνες, τυριά, βούτυρα, καπνό…
– Ο Θεός μάς αγαπάει, είπε ο λοχίας.
– Ο λοχίας μάς αγαπάει, διόρθωσε ο Βαγγέλης.
Αυτός ο Βαγγέλης ήτανε χασάπης στην Αθήνα. Κι αυτός ανάλαβε να «περιποιηθεί» το αρνί. Και να το ετοιμάσει για την σούβλα την άλλη μέρα…
Η χαρά του αποσπάσματος ήτανε ακράτητη. Αλλά κατά το μεσημέρι ήρθε από το Τάγμα ένας στρατιώτης κι έφερε κάποιο φάκελο στο λοχία. Ο λοχίας το άνοιξε ασυγκίνητος μπροστά σε όλα τα απρόοπτα (όπως αρμόζει σ’ ένα στρατιωτικό διοικητή)  κι άρχισε να διαβάζει. Αλλ’ όσο διάβαζε, η όψη του σκοτείνιαζε.
– Ελα πάνου, Δάσκαλε, είπε… θυμωμένος
Ο δάσκαλος τον ακολούθησε.
– Διάβασε, του λέει ο «ανώτερος». Ήτανε διαταγή του τάγματος. Να σταλεί αμέσως εκεί «ο στρατιώτης ο επονομαζόμενος δάσκαλος, διά ν’ αναλάβει υπηρεσία εις τα γραφεία του τάγματος».
– Ωχ! μάνα μου! Με φάγανε οι ελληνικούρες των εγγράφων, που στέλναμε, κι η καλλιγραφία μου!… Τι θα κάνουμε τώρα;… Το αρνί…
– Σιωπή! Πάρε και γράφε: «Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω, ότι ο στρατιώτης Τάδε, ο επονομαζόμενος δάσκαλος, είναι ασθενής, αλλά μόλις αναρρώσει θέλω εφοδιάσει αυτόν με φύλλον πορείας προς την Σεβαστήν Διοίκησιν κλπ.».
Έδωσε ο λοχίας την απάντηση στον αγγελιοφόρο του τάγματος. Και γυρίζοντας προς το δάσκαλο:
– Δεν θα σε ξαναθυμηθούνε άλλο. Αυτό ήτανε.
*
Την άλλη μέρα το πρωί, χαράματα, πήρε ο δάσκαλος δύο μουλάρια και πήγε, όπως πήγαινε κάθε δεύτερη μέρα, στην «πρωτεύουσα» για να πάρει τις κουραμάνες του αποσπάσματος. Ήτανε παραμονή. Μια από τις ωραιότερες χειμωνιάτικες ημέρες. Παντού ο κάμπος πράσινος κι ο αέρας ακίνητος παντού, όπως ακίνητος ο κόρφος κι η ρόδινη άχνα απάνου στα νερά…
Μέσα στα ρηχά του κόρφου πολλές γυναίκες και κοπέλες μ’ ανασηκωμένα τα φουστάνια μαζεύανε χάβαρα… Όπως τις τύλιγε η άχνα μοιάζανε σαν πλάσματα του ονείρου… Τα μουλάρια από στραβοτιμονιά του δασκάλου μπήκανε μέσα στα νερά. Οι γυναίκες, σαν τρομαγμένο κοπάδι χήνες, πατήσανε τις φωνές:
– Από κει΄ναι ου δρόμους!
– Ποιος δρόμος;
– Του… Θεού!
Ο δάσκαλος είχε λαθέψει κι είχε πάρει το δρόμο του… διαβόλου.
*
Όταν φόρτωσε τις κουραμάνες ο δάσκαλος, ανέβηκε στα Γραφεία να υπογράψει την απόδειξη παραλαβής.
Ο υπολοχαγός μόλις διάβασε ποιανού φυλακίου ήτανε το ψωμί πάτησε τις φωνές.
– Αυτόν τον Οικονομάκη (το λοχία) θα τον στείλω στο στρατοδικείο. Γιατί δε μου ‘στειλε το… Δάσκαλο;
– Δεν ξέρω, κ. υπολοχαγέ!
– Θα έρθουν μαζί σου δύο στρατιώτες για να μου φέρουν δεμένο το δάσκαλο… Σουτ! Δεν επιτρέπεται! Μεταβολή!…
Ο δάσκαλος πήρε τους δύο «συναδέλφους» του απάνου στα μουλάρια και τραβήξανε για το χωριό. Ο ζάβαλης καθότανε στα κάρβουνα. Πώς θα τα ξεμπλέξει… Αρχισε να κάμνει τον άρρωστο…
– Σιγά ρε παιδιά, κι έχω πυρετό. Προσπαθούσε να προετοιμάσει τη λύση… Όταν φτάσανε στο χωριό και φέρανε τη διαταγή της… βιαίας απαγωγής του δασκάλου, ο λοχίας ξεροκατάπιε κι είπε:
– Πάρτε τον. Αυτός είναι!
– Ρε κέρατο, του είπαν οι άλλοι. Τι μας το ‘κρυβες και κάναμε τόσο δρόμο να έρθουμε κι άλλον τόσο να γυρίσουμε;…
– Δε βλέπετε που είμαι άρρωστος;
– Θα σε κάνουμε καλά στο τάγμα.
***
Ο δάσκαλος πέρασε τις μέρες των Χριστουγέννων στο πειθαρχείο με μια κουβέρτα κι ένα ξεροκόμματο. Και κοιμισμένος και ξύπνιος, οσμιζότανε το αρνί, που τρώγαν οι σύντροφοί του, του φυλακίου, κι άκουγε τα τραγούδια τους… Και ν’ άκουγε και οσμιζότανε μόνο αυτά! Κάθε στρατιώτης που ερχόταν από το φυλάκιο για να πάρει το ψωμί, του έλεγε:
– Και σήμερα είχαμε κρέας! Κάθε Πέμπτη και Κυριακή μας φέρνουν από ένα αρνί οι κεχαγιάδες. Και τρώμε κρέας κάθε μέρα και πίνουμε κρασί κάθε μέρα κι έχουμε Χριστούγεννα κάθε μέρα.
– Χριστούγεννα… διαρκείας!

Μαλιχέρια είναι το όπλο Μάνλιχερ, πολύ διαδεδομένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ο Βάρναλης χρησιμοποιεί τη λέξη και στο ποίημα του «Στην εξορία«.
Τα χάβαρα είναι είδος φαγώσιμου στρειδιού. Ο ζάβαλης είναι ο κακομοίρης, ο καημένος.
Ο κεχαγιάς ήταν αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους, είδος διαχειριστή, και έχει διατηρηθεί στη νέα ελληνική με τη μεταφορική σημασία του ανθρώπου που θέλει να ελέγχει τα πάντα -λέμε, ας πούμε, «δεν σ’ εβαλα κεχαγιά στο κεφάλιι μου». Ωστόσο, στη Λήμνο κεχαγιάδες λέγονταν οι παλιοί παραδοσιακοί κτηνοτρόφοι με τα μεγάλα κοπάδια, και ο Βάρναλης εξηγεί την πρώτη φορά που αναφέρει τη λέξη αυτήν την ειδική σημασία της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου