Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Καλή χρονιά!

Νέο Έτος, Jahreswechsel, Χριστούγεννα
2019!! Καλή χρονιά, χαρούμενη δημιουργική με υγεία, αγάπη και συντροφικότητα! Χρόνια Πολλά!

Το αθλητικό 2018 σε δευτερόλεπτα...


Και όλα πάντα καταλήγουν σε μερικά δευτερόλεπτα. Αυτά που κρίνουν τους τίτλους, αυτά που φέρνουν τα ρεκόρ, αυτά που μας κόβουν την ανάσα, αυτά που κρατάμε από μια αθλητική χρονιά. Αυτά είναι μερικά από τα ιστορικά δευτερόλεπτα του 2018.

Όποιος πει πως είναι εύκολο να είσαι επαγγελματίας αθλητής, πως είναι παιχνίδι ο πρωταθλητισμός, δεν έχει ιδέα για τι πράγμα μιλάει. Μια ζωή γεμάτη πόνο, στερήσεις. Ένας ωκεανός χρόνου, για να έρθουν μερικές σταγόνες να κάνουν τη διαφορά, να γράψουν την ιστορία. Οι σταγόνες είναι τα δευτερόλεπτα, αυτά που κρίνουν τις μάχες, αυτά που τελικά μένουν στη μνήμη από τις αμέτρητες ώρες αγώνων μέσα σε μια χρονιά.
Το Sport24.gr διάλεξε και σας παρουσιάζει μερικά από τα δευτερόλεπτα που έγραψαν για εμάς την αθλητική ιστορία του 2018.

ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ ΚΑΙ ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΕΚΑΤΟΣΤΑ

Το διάστημα απ'τη στιγμή που ο Λευτέρης Πετρούνιας άφησε τους κρίκους μέχρι την προσγείωση στο έδαφος. Για εμάς τους απαίδευτους, αυτή είναι η κρίσιμη στιγμή: δεν μπορούμε να κρίνουμε την αρτιότητα της εκτέλεσης, τη δυσκολία του προγράμματος.

Περιμένουμε την έξοδο, την προσγείωση. Ο Πετρούνιας καρφώθηκε στο έδαφος, τα πόδια του δεν μετακινήθηκαν ούτε στο ελάχιστο. Οι γροθιές του υψώθηκαν σφιγμένες προς τον ουρανό, το χαμόγελο γέμισε το πρόσωπό του. Το ήξερε εκείνος, οπότε το μάθαμε κι εμείς. Το χρυσό θα γινόταν ξανά δικό του.
Παγκόσμιος Πρωταθλητής, τέταρτη συνεχόμενη φορά, σε μια διοργάνωση που "κανονικά" θα έπρεπε να χάσει, για να μπει στο χειρουργείο. Αλλά ποιος είπε πως ο Πετρούνιας είναι "κανονικός" αθλητής;

ΤΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΕΚΑΤΟΣΤΑ

Από την ώρα που ακούστηκε το σφύριγμα της λήξης μέχρι την ώρα που η μπάλα βρήκε τα δίχτυα της Μίλαν. Ο Κώστας Φορτούνης δεν έκανε λάθος, αυτή η ευκαιρία δεν θα μπορούσε να χαθεί. Ο Ολυμπιακός έπρεπε να πάρει αυτήν την πρόκριση και την πήρε, γιατί την άξιζε. Παρότι ήθελε μόνο νίκη με δύο γκολ διαφορά, παρότι το σκορ ήταν 0-0 στο 60', παρότι η Μίλαν μείωσε στο 72'.

Ο Ολυμπιακός το 2018 έζησε μια σπάνια χρονιά. Όχι μόνο δεν πήρε πρωτάθλημα ή Κύπελλο, αλλά δεν έκανε ούτε μία νίκη στα εγχώρια ντέρμπι. Κάπου θα ξεσπούσε, κάπου θα έβρισκε μια μεγάλη βραδιά. Η νίκη-πρόκριση επί της Μίλαν όχι μόνο θα μείνει ορόσημο στην ιστορία του Ολυμπιακού, αλλά μπορεί και να αποτελέσει το εφαλτήριο του νέου ξεκινήματος που επιχειρεί από το καλοκαίρι.

ΤΕΣΣΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ

Τόσο κράτησε ο τελευταίος πόντος. Ο Στέφανος Τσιτσιπάς τον πήρε και μαζί με αυτόν και τη νίκη επί του Νόβακ Τζόκοβιτς στο Τορόντο, μετά από σχεδόν τέλειο παιχνίδι απέναντι σε έναν εμβληματικό αντίπαλο όπως είναι ο Σέρβος τενίστας.

Το κερασάκι, το highlight μιας ονειρικής χρονιάς. Ο Τσιτσιπάς έφτασε μέχρι το Νο15 της Παγκόσμιας κατάταξης, κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο σε τουρνουά ATP (Στοκχόλμης), πήρε αήττητος το Next Gen Finals και βραβεύτηκε ως ο πιο βελτιωμένος αθλητής.
Κλισέ, αλλά και ταιριαστό: ο ουρανός είναι το ταβάνι αυτού του παιδιού, που στα 20 του χρόνια μας έχει κάνει να ονειρευόμαστε μια δεκαετία με αυτόν πρωταγωνιστή στα μεγάλα τουρνουά.

ΤΕΣΣΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΚΑΙ ΕΠΤΑ ΕΚΑΤΟΣΤΑ

Τόσα είχαν στη διάθεσή τους οι Καβαλίερς, για το σουτ που θα έσπαγε το πλεονέκτημα έδρας των Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς στους Τελικούς του ΝΒΑ. Πρώτο ματς στην Oracle Arena, ο Τζωρτζ Χιλ είχε την ευκαιρία να σκοράρει τη βολή που θα έβαζε τους Καβς στον ρόλο του οδηγού, βρήκε σίδερο και ακολούθησε το χάος.

Ο Τζέι Αρ Σμιθ πήρε το επιθετικό ριμπάουντ και αντί να απειλήσει, προσπάθησε να αδειάσει το χρονόμετρο. Δεν προσπάθησε να σουτάρει, δεν πάσαρε στον ΛεΜπρόν Τζέιμς που του ζητούσε επίμονα τη μπάλα, έτρεχε χωρίς να έχει ιδέα ποιο είναι το σκορ, πόσος χρόνος μένει, ήταν εκτός τόπου και χρόνου, ενώ ο προπονητής των Καβαλίερς, Τάιρον Λου, δεν ζήτησε το timeout που του είχε μείνει. Κι όταν ο ΛεΜπρόν προσπαθούσε να ηρεμήσει από το σοκ που κατέκλυσε το κορμί του εξαιτίας του Τζέι Αρ Σμιθ, έμαθε πως ο προπονητής του δεν είχε ιδέα πως μπορούσε να σχεδιάσει μια τελευταία επίθεση στον πάγκο.
Κάπως έτσι, χάρη στις δύο γκάφες Σμιθ και Λου, ουδείς θυμάται πως ο ΛεΜπρόν σκόραρε 51 πόντους σε εκτός έδρας παιχνίδι με 16/25 δίποντα, 3/7 τρίποντα και 10/11 βολές, ενώ γέμισε τη στατιστική του με 8 ριμπάουντ, 8 ασίστ, ένα κλέψιμο και ένα κόψιμο παίζοντας και στα 48 λεπτά της αναμέτρησης. Στη συνέχεια οι Γουόριορς πήραν τρεις καθαρές νίκες με +19, +8 και +23 για να κατακτήσουν τον τίτλο και να στείλουν τον κορυφαίο εν ενεργεία μπασκετμπολίστα στους Λος Άντζελες Λέικερς.

ΕΞΙ ΜΕ ΕΠΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ

Τόσο κράτησε η κούρσα του Κιλιάν Εμπαπέ στον αγώνα της Γαλλίας με την Αργεντινή στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Από το δικό του μισό του γηπέδου στην αντίπαλη περιοχή, στο πέναλτι που άνοιξε το σκορ.
Ο Εμπαπέ έβαλε δύο γκολ σ’εκείνο τον αγώνα και “τελείωσε” την Αργεντινή, όμως στο ποδοσφαιρική συνείδηση η φάση του ήταν αυτή, η κούρσα που τον είδαμε να πιάνει ταχύτητα πάνω από 38 χιλιόμετρα την ώρα.

Καθόλου τυχαία, εκείνο το Σάββατο που η Γαλλία απέκλεισε την Αργεντινή, η Ουρουγουάη έκανε το ίδιο και με την Πορτογαλία: την ημέρα που όλος ο πλανήτης μιλούσε για τον Εμπαπέ, Μέσι και Ρονάλντο πήγαν σπίτι τους. Η σκηνή ήταν πλέον δική του.
Η Γαλλία έφτασε μέχρι τον τελικό, ο Εμπαπέ σκόραρε άλλη μια φορά, όταν έβαλε και το τέταρτο γκολ των Παγκόσμιων Πρωταθλητών απέναντι στην Κροατία. Η ομάδα του Ντεσάμπ είχε πολλούς πρωταγωνιστές, αλλά το Μουντιάλ της Ρωσίας ήταν η διοργάνωση που καλωσόρισε τον Εμπαπέ στο world class status.

ΕΝΤΕΚΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΚΑΙ ΕΞΙ ΕΚΑΤΟΣΤΑ

Η ΑΕΚ είχε προβάδισμα τριών πόντων, αλλά η Μονακό είχε την κατοχή. Στην επαναφορά όμως έγινε διπλό λάθος και ο Τζέιμς έκλεψε την μπάλα πριν του γίνει φάουλ. Έμεναν 11.6 δευτερόλεπτα πριν το τέλος και ο Τζέιμς ευστόχησε και στις δύο βολές με τον κόσμο στις κερκίδες να τραγουδάει για "Κύπελλο, Ευρωπαϊκό". Η ΑΕΚ πια δεν γινόταν να το χάσει.

Χρειάστηκε να περάσουν 50 από το έπος του Παναθηναϊκού Σταδίου για να πανηγυρίσει η ΑΕΚ ευρωπαϊκό τίτλο στην καρδιά της Αθήνας. Από τις 4 Απριλίου του 1968 και το ματς με τη Σλάβια Πράγας που έβγαλε μια ολόκληρη πόλη στους δρόμους, μέχρι τις 6 Μαΐου του 2018, οι κιτρινόμαυροι ζούσαν με τις μνήμες εκείνης της ιστορικής βραδιάς στο Καλλιμάρμαρο. Ο Μάκης Αγγελόπουλος πρώτα δημιούργησε την αριστουργηματική ταινία "1968", στη συνέχεια πλήρωσε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για να διοργανώσει το Final Four του Basketball Champions League στο ΟΑΚΑ και εκεί η ομάδα του πρώτα νίκησε την ισπανική Μούρθια στον ημιτελικό και στη συνέχεια έριξε στο καναβάτσο τη Μονακό για να ανέβει στην πρώτη θέση της διοργάνωσης.
Με τον Βασίλη Γεωργίου να συνδέει αυτούς τους δύο ιστορικούς τελικούς με τη Σλάβια Πράγας και τη Μονακό, με υπερήλικες να σπεύδουν στην Καλογρέζα για να ζήσουν ξανά στιγμές του 1968, με τους φίλους της ΑΕΚ "μεθυσμένους" από την επιτυχία του ποδοσφαιρικού τμήματος που είχε προηγηθεί, αλλά και με τις μνήμες από την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας στον τελικό του Ηρακλείου Κρήτης με τον Ολυμπιακό, θα μπορούσε να πει κάποιος πως το 2018 ήταν η χρονιά του μέσου ΑΕΚτζή. Μια χρονιά που δεν θα ξεχαστεί, πολύ απλά γιατί οι φίλοι της ΑΕΚ έχουν μάθει να "κλειδώνουν" στις καρδιές τους επιτυχίες στις οποίες συγκινήθηκαν, δάκρυσαν και έκλαψαν.

ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ

Όταν ο Ελιούντ Κιπσόγκε τερμάτισε στο Βερολίνο, το χρονόμετρο έδειχε δύο ώρες, ένα λεπτό και 39 δευτερόλεπτα. Νέο παγκόσμιο ρεκόρ, ένα ακόμα βήμα προς το θαύμα.

Μαραθώνιος σε κάτω από δύο ώρες είναι το θαύμα των θαυμάτων στον αθλητισμό. Συζητιέται εδώ και χρόνια ως ο ορισμός του αδύνατου. Για τον 34χρονο δρομέα είναι πιο κοντά από ποτέ. Το 01.39 μοιάζει λίγο όταν μπροστά του βάλεις τις δύο ώρες που έχουν προηγηθεί. Στην πραγματικότητα είμαστε ακόμα μακριά από μια τέτοια συγκλονιστική επίδοση.
Ο Κιπσόγκε κατέρριψε το προηγούμενο ρεκόρ κατά ένα λεπτό και 18 δευτερόλεπτα. Ακόμα κι αν επαναλάβει μια τέτοια βελτίωση, πάλι θα είναι πάνω από τις δύο ώρες.

ΕΚΑΤΟΝ ΕΞΗΝΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ

Τόσα μεσολάβησαν από τη στιγμή που ο Κομίνης έδειξε προς τη σέντρα μέχρι τη στιγμή που σήκωσε το χέρι του ψηλά για να υποδείξει οφσάιντ. Το γκολ του Βαρέλα μέτρησε και μετά ακυρώθηκε, άσχετα αν ο Κομίνης στο φύλλο αγώνα έζησε στο Μάτριξ και τα έγραψε ανάποδα.

Ο,τι ακολούθησε το θυμάστε. Χαμός στον αγωνιστικό χώρο, μπούκα του Σαββίδη, οι φωτογραφίες που “αποκάλυψαν” το όπλο και μέσω του ίντερνετ διαδόθηκαν παντού. Η ΑΕΚ πήγε στα αποδυτήρια, δεν επέστρεψε απ’αυτά και ο αγώνας δεν τελείωσε ποτέ.
Το πρωτάθλημα έφτασε να κριθεί στο 90’, σ’αυτά τα εκατόν εξήντα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν από το γκολ στο οφσάιντ. Ο καθένας έχει την άποψή του για τη φάση, άσχετα αν οι περισσότεροι τη διαμορφώνουν ανάλογα με τα οπαδικά τους αισθήματα.
Σε κάθε περίπτωση, το γκολ του Βαρέλα, η στάση του Κομίνη και η είσοδος του Σαββίδη ήταν το περσινό πρωτάθλημα: σ’αυτά τελικά κρίθηκε και αυτά θα μείνουν στην ιστορία απ'τη σεζόν 2017-18 περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

ΕΚΑΤΟΝ ΟΓΔΟΝΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ

Περίπου τόσο πήρε στον Μπέιλ. Ο Ουαλός ήταν στον πάγκο στον τελικό του Champions League. Όταν μπήκε σ’αυτόν στο 61’, το σκορ ήταν 1-1, η Λίβερπουλ είχε ισοφαρίσει με τον Μανέ το γκολ του Μπενζεμά.
Τρία λεπτά αργότερα, ο Μαρσέλο σέντραρε, ο Μπέιλ σηκώθηκε στον αέρα, το ψαλίδι του έστειλε την μπάλα στα δίχτυα του Κάριους. Η Ρεάλ είχε ξανά το προβάδισμα και αυτήν τη φορά δεν πρόκειται να το έχανε. Ο τελικός σημαδεύτηκε από τον τραυματισμό του Σαλάχ και τις γκάφες του Κάριους, αλλά θα ήταν αμαρτία να θυμόμαστε μόνο αυτά.

Αξίζει να θυμόμαστε πως με το σκορ στο 1-1, η Ρεάλ Μαδρίτης ήταν η ομάδα που μπορούσε να έχει στον πάγκο ένα παίκτη σαν τον Μπέιλ κι αυτός μπορούσε να μπει στο ματς και να κάνει μια τέτοια ενέργεια, παγκόσμιας κλάσης.
Ένα γκολ, ένα ψαλίδι, η Ρεάλ Μαδρίτης των τριών συνεχόμενων Champions League συμπυκνωμένη σε μια στιγμή. Παίκτες παγκόσμιας κλάσης σε κάθε θέση, ακόμα και στον πάγκο, ικανοί να κάνουν τη διαφορά σε όποια ευκαιρία τους δοθεί.

ΕΚΑΤΟΝ ΟΓΔΟΝΤΑ ΤΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ

Ο τέταρος γύρος ήταν σε εξέλιξη όταν τρία λεπτά και τρία δευτερόλεπτα μετά την έναρξή του ο Konor McGregor παραδόθηε. O Khabib Nurmagomedov ήταν ο νικητής,  ο κόσμος του άνηκε. Δευτερόλεπτα όμως μετά τα διέλυσε όλα! Κατευθύνθηκε προς το δίχτυ του κλουβιού και πέταξε τη μασέλα του προς τους Ιρλανδούς.

Βέβαια, στο μάτι του Khabib είχε μπει ένας, ο Dillon Danis (προπονητής μάχης εδάφους του Conor) και δύο λεπτά μετά τη μεγαλειώδη νίκη, πήδηξε πάνω από το κλουβί κι άρχισε να χτυπιέται με τον Danis κι άλλους πατρεχόμενους του team McGregor.
Την ίδια στιγμή μέσα στο κλουβί είχαν εισβάλει Τσετσένοι και Νταγκεστανοί MMAer, συναθλητές του Nurmagomedov οι οποίοι άρχισαν να δέρνονται με τον "Notorious". Χάος, η μάχη μετά τη μάχη έγινε ο πιο διάσημος αγώνας του 2018.

ΟΚΤΑΚΟΣΙΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ

Για να μην δυσκολεύεστε με τα μαθηματικά, 14 λεπτά. Τόσο έμεινε στο χορτάρι κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου ο Νεϊμάρ. Ο Βραζιλιάνος πέτυχε κάτι πραγματικά πολύ δύσκολο στα γήπεδα της Ρωσίας.

Κατάφερε να είναι ένας από τους καλύτερους παίκτες του Παγκοσμίου Κυπέλλου και ταυτόχρονα πέτυχε να στο να πείσει τον κόσμο πως όχι μόνο ήταν τσαρλατάνος, αλλά ήταν και κακός. Ελάχιστοι παίκτες έπαιξαν καλύτερα στο Μουντιάλ από τον Νεϊμάρ. Όμως, τα θεατρικά και οι πτώσεις καταδίκασαν τον Βραζιλιάνο στη συνείδηση του κόσμου.
Την εικόνα του δεν την πλήγωσε ο αποκλεισμός της Βραζιλίας σε εκείνο το "καταραμένο" παιχνίδι με το Βέλγιο, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός. Κατάφερε μετά τη λήξη των αγώνων να συζητάμε για τι πτώσεις και όχι για τις ντρίμπλες, για το γεγονός πως στην ουσία οι αντίπαλοι δεν είχαν απάντηση στο παιχνίδι του...Και του χρόνου! Καλή Χρονιά!

                                                                                            Πηγή: Θέμης Καίσαρης/sport24.gr

Κυριακάτικο σινεμά: "Χριστουγεννιάτικη Ιστορία (A Christmas Carol) (1970)


 Αποτέλεσμα εικόνας για χριστουγεννιάτικη ιστορία

Λίγο πριν το τέλος του 2018 στο "Κυριακάτικο σινεμά" προβάλλεται  η κλασική ιστορία του Καρόλου Ντίκενς στην γλαφυρή ταινία του 1970 με τον Άλμπερτ Φίνει με ελληνικούς υπότιτλους. Ίσως η πιο χαρακτηριστική ιστορία για την περίοδο με δεκάδες δραματοποιήσεις σε μορφή ταινιών, καρτούν, θεατρικών. Μια κλασική ταινία για τα μύρια κακά που φέρνει η απληστία, η προσήλωση στο χρήμα και στα υλικά αγαθά, και ο ατομισμός. 
ΚΑΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ!  ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ! 

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Λίνος Πολίτης, ο μελετητής της νέας μας λογοτεχνίας...

politis

Ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σολωμιστής φιλόλογος, παλαιογράφος, αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Λίνος Πολίτης, γεννήθηκε το 1906 στην Αθήνα και πέθανε τέτοιες μέρες, στις 21 Δεκεμβρίου 1982 στην Αθήνα.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου το 1931 αναγορεύτηκε διδάκτορας. Συνέχισε με σπουδές κλασικής και βυζαντινής φιλολογίας στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Επιμελητής στο τμήμα χαρτογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το 1929 έως το 1948 και έφορος αρχαιοτήτων στην Πάτρα από το 1943 έως το 1945.
Το 1948 αναλαμβάνει την έδρα Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έως και την παραίτησή του το 1969.

Ιδρυτής και πρόεδρος της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη» (1951-1976), συνδιευθυντής με τον Κυριακίδη του περιοδικού Ελληνικά.
Το 1980 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ιδρυτικό μέλος του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (1966) και εμπνευστής του Παλαιογραφικού Αρχείου του ιδρύματος.
Άρθρα και μελέτες του δημοσιεύθηκαν σε πρακτικά, επετηρίδες και περιοδικά (Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, ΕΕΦΣΠΘ, Ελληνικά, Κρητικά Χρονικά, Νέα Εστία, Παρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, Φιλόλογος κ.ά.). Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Α.Ε., Ερασιτέχνης αρχαιολόγος, Απλός Αναγνώστης, Δάσκαλος, Ο Αθηναίος.
Το ιστολόγιο παρουσιάζει το μνημειώδες έργο του "Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", σε έκδοση του Μ.Ι.Ε.Τ. το 1985

"Πόσο χρόνο έχεις ακόμα με τους αγαπημένους σου;" Μια συγκινητική διαφήμιση...



Πόσο χρόνο έχεις ακόμα με τα αγαπημένα σου πρόσωπα; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει μία ισπανική διαφήμιση που κάνει τον γύρο του διαδικτύου και υπενθυμίζει σε όλους πόσο σύντομη είναι η ζωή και πού πραγματικά πρέπει να δίνουμε σημασία.

Το διαφημιστικό πρακτορείο Leo Burnett Madrid και το brand Ruavieja στο οποίο ανήκει το λικέρ Pernod Ricard συνεργάστηκαν για μια διαφημιστική καμπάνια με τίτλο «Tenemos Que Vernos Más» ή στα ελληνικά «Πρέπει να βλέπουμε περισσότερα ο ένας τον άλλο».

Μέσα σε 4,5 λεπτά το βίντεο προσπαθεί να υπενθυμίσει πόσο αξία έχουν οι ανθρώπινες επαφές σε έναν κόσμο που γεμάτο τεχνολογία, social media, τηλεόραση και σειρές.

Φίλοι, συγγενείς, μητέρα και γιος μιλούν για το πόσο σημαντικός είναι ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα τους. Όταν όμως ο ερευνητής χρησιμοποιεί έναν αλγόριθμο (που βασίζεται στον χρόνο που οι άνθρωποι ξοδεύουν μαζί και παράγοντες όπως η ηλικία και το προσδόκιμο ζωής) για να τους αποκαλύψει πόσο χρόνο θα περάσουν ακόμα μαζί, τότε όλοι «παγώνουν» με το αποτέλεσμα.

Από την ημέρα που κυκλοφόρησε στο ίντερνετ, τον Νοέμβριο 2018, το βίντεο έχει προβληθεί περισσότερες από 12 εκατομμύρια φορές στο YouTube και έχει καταφέρει να συγκεντρώσει χιλιάδες σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

"Χριστούγεννα στον ύπνον μου" (διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη)


Αποτέλεσμα εικόνας για αλέξανδρος μωραϊτίδης  Στις γιορτάδες μέρες που διανύουμε, το ιστολόγιο παρουσιάζει δυο διηγήματα - πετράδια στο κόσμημα της ελληνικής λογοτεχνίας Αρχικά, ένα διήγημα του Μωραϊτίδη, που έχει μιαν ιδιομορφία: ότι ανάμεσα στα πρόσωπα εμφανίζεται και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης. Η πρώτη δημοσίευση έγινε στην Ακρόπολι στις 25 Δεκεμβρίου 1898 -πριν από 120 χρόνια! 

Το διήγημα ξεκινάει ως αθηναϊκό, αφού οι δυο εξάδελφοι, ο Μωραϊτίδης που αφηγείται και ο Παπαδιαμάντης, γιορτάζουν τα Χριστούγεννα παρέα με τον φίλο τους τον ιεροψάλτη του Νεκροταφείου, αλλά στο τέλος μετατρέπεται σε σκιαθίτικο, αφού ο αφηγητής περιγράφει ένα όνειρο που είδε.

Χριστούγεννα στον ύπνον μου

Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος. — Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον;
Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν’ ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδες —ένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα. Ενεδύθην, ητοιμάσθην, και ανέμενα. Και ήμουν όλος χαρά, αναλογιζόμενος την ιεράν, την θείαν, την ανεκλάλητον απόλαυσιν: «Όρθρου βαθέος». Οι πολυέλαιοι κατάφωτοι. — Το φως αναδίδει ιδιαιτέραν λάμψιν καιόμενον την νύκτα. Ο ναός απαστράπτων. Οι πιστοί συνηγμένοι πανηγυρικώς  — Χριστός Γεννάται! — Οι ψάλται υπό ιδιαιτέρου ενθουσιασμού κατεχόμενοι. — Δεύτε ίδωμεν πιστοί. — Ο αχώρητος παντί — Ήχοι καθ’ εκάστην αδόμενοι εν ταις μοναίς, και σπανιώτατα ακουόμενοι εν τω κόσμω. — Παν σπάνιον επιθυμητόν. — Και να συρίζη ίσως ο βορράς. — Και να είνε σκοτία έξω. Και να πίπτη χιών. — Δόξα εν υψίστοις θεώ. — Ανατολή Ανατολών. — Επί γης ειρήνη. — Οποία ουράνιος απόλαυσις!
Και όμως η ώρα παρήρχετο χωρίς ν’ ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού, ένα γλυκύλαλον, ένα αργυρόηχον κώδωνα. Είδον από του παραθύρου. Το άστρον της Ανατολής, έκλαμπρον, μέγα, ο Αστέρας, έφεγγε, καταυγάζων τον ουρανόν. Εχάραζε πλέον — μου εφάνη. — Εγεννήθη ο Χριστός! Ηκροαζόμην. Ούτε κώδων, ούτε ήχος. Η πόλις εκοιμάτο ως να μη εξημέρωνε χαράς ημέρα. Είχε χιονίσει προ δύο ημερών και ήδη προμηνύεται ημέρα ευήλιος. Αίθρία εν ουρανώ. Πώς λάμπει ο Αστέρας, το άστρον της Ανατολής! Προς στιγμήν μου εφάνη ότι είδον και τους τρεις μάγους, τρεις εφίππους Χαλδαίους με τα βασιλικά στέμματα, με τα σκήπτρα και τα δώρα, ελαύνοντας δρόμω εξ Ανατολών. Από την Ακρόπολιν τάχα. Είποντο του αστέρος. Ήσαν τρία μεγάλα νέφη, άτινα κατεδίωκεν ο απηλιώτης.
Είχον ακόμη ελπίδας. Ανεμέτρουν ακόμη τα επίλοιπα της χαράς. Μετά την θείαν λειτουργίαν θα είνε νύκτα ακόμα, έλεγα. Τότε θα χαράζη. Οι φούρνοι θα είνε ανοικτοί, θα έχουν έτοιμον την λιπαράν και γλυκείαν μπογάτσαν. Θα έχουν λουκουμάδες. Πρόγευμα εωθινόν εν τω οίκω. Ανάπαυσις κατόπιν ψυχική και σωματική. Οποία τρυφή!
Απαυδήσας τέλος εκ της μακράς ελπίδος, — πόσον κουράζει η ελπίς! — εβυθίσθην εντός της θερμής κλίνης μου ανάπλεως οργής.
Η σελήνη ήτο εις το τέλος της και εξαπατά, τον χειμώνα. Μου ήλθεν ύπνος. Πρέπει να εκοιμήθην αρκετά. Διότι είδον και όνειρα· Όνειρα τερπνά και όνειρα φοβερά. Όνειρα ευώδη και όνειρα βρωμερά. Είδον την όρθριον ακολουθίαν υπέρλαμπρον, πανευφρόσυνον. Και είδον πάλιν τους ναούς κλειστούς, σκοτεινούς. Είδον ιερείς λαμπροφορεμένους ως αγγέλους, και είδον ιερείς μαύρους ως κόρακας.
Και τότε μόλις ηκούσθη ο κώδων του γειτονικού μου ναού, εκεί επάνω εις τους Αέρηδες, με φωνήν όμως βραχνήν, ως σπασμένην. Εσήμαινεν ώραν πολλήν πένθιμα και άνοστα· και μου εφαίνετο ως να έλεγε:
— Τώρα πλια Χριστούγεννα! Τώρα πλια Χριστούγεννα!
Το Άστρον της Ανατολής έσβυσε πλέον. Οι μάγοι με τα δώρα — τα τρία σύννεφα — εγύρισαν οπίσω σαν να έχασαν τον δρόμον.
Είχεν εξημερώσει.
Διαταγή του νέου Μητροπολίτου είχε καταργηθή η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων διά παντός.
Ήλθαν και μου είπαν:
— Όχι μέσα εις τα σκότη! Με τον ήλιο! Αι κατακόμβαι δεν υπάρχουν πλέον! . .
Απεφάσισεν ο νέος Μητροπολίτης, Θεός σχωρέσ’ τονε — ένας ωχρός δεσπότης ως νεκρός, μ’ εσβεσμένην όψιν ως όψιν νεκρού, και με πλέον εσβεσμένην φωνήν, ως φωνήν νεκρού. Βεβαίως και με νεκράν την καρδίαν.
Ο κώδων εσήμαινεν ακόμη τρέμων ως σπασμένος.
— Τώρα πλια Χριστούγεννα! Τώρα πλια Χριστούγεννα!
Η ημέρα έλαμπε πλέον επί των παραθύρων μου.
— Πάνε λοιπόν και τα Χριστούγεννα! Τα ‘φαγαν και αυτά! Να ιδούμε τι άλλο έμεινε να φάγουν οι φαγάδες!
Έχανε το μεγαλείον της η έκλαμπρος εορτή. Μετεβάλλετο εις συνήθη Κυριακής λειτουργίαν. Το υψηλόν εκείνο της Ε’. ωδής, το εκ του μεγαλοφωνοτάτου Ησαΐου· «Εκ νυκτός ορθρίζοντες δοξολογούμεν σε» το έπαιρνεν από μπρος η ημέρα κι έχανεν ούτως όλην του όρθρου την μυστικήν ευωδίαν.
— Και εις την Πόλιν, οπού είναι Τουρκιά, νύκτα — όρθρου βαθέος — σημαίνουν αι εκκλησίαι! είπον με πικρόν παράπονον, το οποίον εκτύπησεν εις τον ψυχρόν τοίχον του δωματίου μου ως σάπιο λεμόνι.
***
Και ήμην όλην την ημέραν εκείνην κατηφής και λυπημένος.
Μου εφάνη πώς δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος.
Ότε περί την εσπέραν έρχεται ο αχώριστος φίλος μου, ο Αλεξανδρής [Εννοεί τον Αλ. Παπαδιαμάντη] και μου λέγει:
— Τον καταφέραμε! Απόψε ο κυρ Στρατής μας έχει το γουρνόπουλο.
Ο φίλος μου εξασκεί πάντοτε ιδιάζουσαν επιρροήν επ’ εμού. Όσον μεγάλην θλίψιν και αν έχω, μόλις τον ίδω, πραΰνομαι. Είναι συντροφιά καλή τέλος πάντων, και η συντροφιά η καλή ιλαρύνει το πνεύμα, εν ώ η μοναξία το εξαγριώνει. Έπειτα ήλθε κομίζων είδησιν καλήν. Δείπνον Χριστουγεννιάτικον. Αφού εχάσαμεν την Χριστουγεννιάτικην νυκτερινήν Ακολουθίαν τουλάχιστον ας κερδήσωμεν ένα καλόν Χριστουγεννιάτικον δείπνον.
Έπειτα ο φίλος μου συνήθιζε μετά το φαγητόν να ψάλλη πάσαν την τυχούσαν Ακολουθίαν, παρηγορούμενος, διότι ως διανυκτερεύων δημοσιογράφος δεν είχε καιρόν διά την Εκκλησίαν — αυτή η δημοσιογραφία κοντεύει να κάμη όλους τους εργάτας της αθέους. Εγνώριζεν ευτυχώς από στήθους όλας τας πανηγυρικάς του ενιαυτού ακολουθίας. Και έτσι, έλεγα, θα ψάλωμεν τα ωραία των Χριστουγέννων άσματα. Έπειτα ο κυρ Στρατής ήτο αξιόλογος άνθρωπος και αξιολογώτερος φίλος. Θα δυσηρεστείτο, αν ηρνούμην. Το είχε τάξει. Και ημείς εδώσαμε τον λόγον μας. Εγνωρίσθημεν εις την Εκκλησίαν. Και όσοι γνωρίζονται εν τη εκκλησία και διά της εκκλησίας είναι οι καλύτεροι φίλοι. Ούτω λοιπόν με αυτά και με εκείνα επραΰνθην.
— Θα είναι και άλλοι; ηρώτησα.
Εφοβούμην μη κληθώσι και άλλοι· και τότε ο φίλος μου θα ηρνείτο να ψάλη.
— Όχι· μοι απήντησεν. Ο κυρ Στρατής, εγώ και συ.
Και μετ’ ολίγον επανέλαβεν:
— Όχι. Εξέχασα. Θα είναι και αι δύο γειτόνισσές του, αι δύο . . . πώς τις λένε; πες τες ντε . . . αι δύο . . . χιλιάρικες!
Συνήθιζεν ο φίλος μου τοιαύτα αστεία, εις τα οποία πολύ επετύγχανε με το λεπτόν εκείνο σαρκαστικόν του πνεύμα, πατρικήν του κληρονομίαν.
— Το ‘μαθες; μου λέγει κατόπιν. Η πρώτη λειτουργία ετελείωσεν εις τας 8 1/2, η δευτέρα εις τας 10 1/2 . . Νομίζω, κάπου, κάμανε και τρίτην. Μη χειρότερα! Ήκουσα ότι εις τον άγιον Γεώργιον, θαρρώ, ήθελαν και τετάρτην. Γιατί μερικοί, λέει, ήσαν χθες — παραμονή — στο θέατρο, και άργησαν, λέει, ξεύρω ‘γώ.
Και προσέθηκε γελών:
— Και του χρόνου, Δεσπότη μου!
— Δεν βλέπουν τους συμπολίτας μας τους Δυτικούς; είπον εγώ. Εις παροικίαν είναι και όμως φυλάττουν την διάταξιν της Εκκλησίας και το έθιμον της πατρίδος των. Αυτοί οι Γάλλοι Weihnachten αποκαλούσι την εορτήν ταύτην. Να το ξεύραμε να πάμε προχθές εις την φράγκικην!
— Όχι, καημένε, να πηγαίναμεν εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα Ελαιοτριβεία.
— Πώς; είπον έκθαμβος.
— Ναι. Εις τον άγιον Δανιήλ. Ο παπα-Στουπής, φίλε μου, μόλις του πάνε την διαταγήν του Μητροπολίτου «Τι έκαμε λέει;» εφώναξε με την άγρια, βραγχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία, και άρχισε από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τι έκαμε λέει;» επανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα, με θυμόν. Σήμερον τα ‘μαθα. Και εώρτασαν λαμπρά τα Χριστούγεννα εκεί έξω σαν καλοί χριστιανοί.
— Να μη το μάθωμεν! είπον μετά λύπης.
— Δεν είμεθα άξιοι, φαίνεται. Είπε και ο φίλος μου εν θλίψει.
Και εξηκολούθησεν:
— Εώρτασαν ωραία. Έξω-έξω, εις την άκρη της πόλεως. Είναι μια ήσυχη γειτονιά, σαν χωριαδάκι. Και η εκκλησία μικρούτσικη. Ο κυρ-Χριστόφιλος, πού το μυρίσθη; Λες και είνε γάτος εις μερικά πράγματα. Τους έβαλε ανάγνωσιν από τον «θησαυρόν» του Δαμασκηνού, οπού υπάρχει περίληψις λαμπρά, εις απλήν γλώσσαν, από τον περίφημον λόγον του Γρηγορίου του Θεολόγου «Χριστός γεννάται δοξάσατε!» Και ευχαριστήθησαν όλοι, ιδίως «οι ταλιαγρήται», οι εργάται των ελαιοτριβείων. Τους έψαλε και τον πολυέλαιον κατόπιν καλογερικά, φίλε μου. Και εις το τέλος οι ταλιαγρήται είχον τηγανίτες με το καλύτερο λάδι, και τσίπουρο ντόπιο, και μη ρωτάς. Μόνον ένα λάθος έκαμε, κουρασθείς πλέον. Εις το «Χριστός γεννάται» κατά το έθος, έπρεπε να κινήση σταυροειδώς τον πολυέλαιον, εις ένδειξιν χαράς, αλλ’ ελησμόνησαν να τον ανάψουν εγκαίρως, ο δε κυρ-Χριστόφιλος, νομίζων ότι είνε αναμμένος, τον εκίνησε σβησμένον. Δεν πειράζει όμως. Παν ό,τι γίνεται με καλήν καρδιά, είναι καλόν.
Και είπον πάλιν μετά θλίψεως.
— Να μη το μάθουμε και ημείς!
— Ε! το βράδυ, θα ψάλωμεν όλον τον «Κανόνα», με παρηγόρησεν ο φίλος μου. Θα έλθω να σε πάρω.
***
Ο κυρ-Στρατής, ένας κοντός και χονδρός ανθρωπάκος, με μίαν κεφαλήν φαλακράν και στρογγύλην ως κολοκύνθην, και με πρόσωπον κατακόκκινον ως κόκκινην κολοκύνθην, με δύο μάτια μεγάλα ως κάστανα, ήτο ιεροψάλτης του Νεκροταφείου, αρχαίος φίλος μας. Ουδείς εγνώριζε να ψάλη τόσον κανονικά και τόσον κατανυκτικά το «Μετά των αγίων ανάπαυσον.» Ουδείς όσον αυτός, συνεκίνει τους χριστιανούς, όταν έψαλλε το «Θρηνώ και οδύρομαι». Έκλαιεν όλος, από κεφαλής μέχρι ποδών. Πρώτον άρχιζε να κλαίη η φωνή του, με ένα τρόμον ιδιαίτερον, σαν φυσικόν· φωνή στερεά και ακλόνητος άλλως. Κατόπιν εγέμιζαν δάκρυα τα δύο μεγάλα ως κάστανα μάτια του. Έπειτα εβρέχοντο υαλίζουσαι, ως δροσισμένα μήλα, αι δύο κατακόκκιναι παρειαί του, και τέλος ήρχιζε να συγκινήται το μακρύ-μακρύ παλτό του, τρέμον, ως αεριζόμενον υπό ελαφρού πνεύματος, με μίαν λαδιάν, μεγάλην-μεγάλην δεξιά, και μίαν άλλην ομοίαν αριστερά, οπού κατεστάλαζον, θαρρείς, τα δάκρυά του. Και τότε οι τελούντες το μνημόσυνον χριστιανοί μετά πολλής χαράς έδιδον δύο ρεγκίνες εις τον «πονετικόν ψάλτην» — αυτά τα νομίσματα ήσαν τότε — διά τον κόπον του».
— Ο καημένος!
Δηλαδή ήτο να κλαίη άνθρωπος, όταν έψαλλεν ο κυρ Στρατής. Τόσον, οπού ο παπα-Γιάννης, ο εφημέριος του Νεκροταφείου, ένας με πράσινα γυαλιά, το είχε βαθύ παράπονον:
— Να μη μπορώ κι εγώ να τα καταφέρω έτσι!
Ένας ευλογιοκομμένος και αυστηρός εφημέριος, με το πρόσωπον φοβερόν. Όστις, ένεκα ουλής τινος περί τα δεξιά του χείλους, εφαίνετο ως γελών πάντοτε.
Μόλις ήρχιζε να ειπή «Μετά πνευμάτων δικαίων» και η ουλή του χείλους του ήρχιζε τα γέλια, ακράτητος.
Ήτο να γελά άνθρωπος όταν έψαλλεν ο παππά-Γιάννης.
Τι είναι και τα σωματικά ελαττώματα. Γελοιογραφούν και την μάλλον συμπαθή ψυχήν.
— Κοίτα τον, κοίτα τον πώς γελά! έλεγον οι τελούντες το μνημόσυνον· και του έκοπτον το ήμισυ της αμοιβής.
***
— Έχω ένα χοιρίδιον ώς τρεις οκάδες.
Είπεν ο κυρ Στρατής εις τον φίλον μου· και έγλειφε τα δάκτυλά του, ως να το έτρωγεν ήδη — ήτο κοιλιόδουλος, ο μακάριος. — Να μου εύρης και εκείνον τον άλλον, — ούτω με απεκάλει προς τον φίλον μου· τον δε φίλον μου πάλιν προς εμέ απεκάλει εκείνος ο άλλος, ώστε και εις τους δύο έδωσε το αυτό όνομα· ίσως διά να δείξη ότι αμφοτέρους επίσης ηγάπα.
Και έγινεν άφαντος ο κυρ Στρατής, καταγινόμενος όλην την ημέραν εις την παρασκευήν του Χριστουγεννιάτικου δείπνου.
Το έπλυνε μόνος του — ήτο άγαμος ο δυστυχής — το εσπόγγισε καλά, το έθεσεν εν τω μέσω καλώς γανωμένου ταψίου. Εσταύρωσε τα ποδαράκια του, και το εποίκιλε με παντοία καρυκεύματα της οψοποιίας, το λευκόν, το παχουλόν, το τρυφερόν, ως εκ γάλακτος, χοιρίδιον.
— Εσύ μονάχα, κυρ Στρατή, ξεύρεις να γιορτάζης τα Χριστούγεννα.
Του είπεν ο φούρναρης.
Και ο κυρ Στρατής εκαμάρωνεν, ως γαμβρός, έχων δίπλα την ωραίαν νύμφην.
Μετά τούτο επανήλθεν εις τον οίκον του· και ψήσας τα τρυφερά εντόσθια του ζώου, εκουτσόπινεν, αναμένων την εσπέραν. Παν ό,τι άλλο εχρειάζετο, είχε προμηθευθή εν αφθονία.
***
Ήμην τόσον λυπημένος, είπον, ώστε δεν είχον διόλου όρεξιν δι’ επισκέψεις, πολύ περισσότερον διά γεύμα. Τα έθιμα ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εις την καρδίαν των ανθρώπων. Και όταν καταργώντας νεύρον ευαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως από μέσα από την καρδίαν, ήτις πονεί και οδυνάται, μεταδίδουσα τον πόνον εις όλον το σώμα. Ο άνθρωπος, όστις δεν έχει το νεύρον τούτο, δεν ανήκει εις έθνος. Είναι αλλότριος αυτού. Ανήκει εις όλα τα έθνη, και εις ουδέν. Νομίζει πώς είναι εις τον κόσμον όλον και δεν είναι πουθενά. Είναι εις τον αέρα όμως. Αεροβατεί. Είναι πολίτης της «Νεφελοκοκκυγίας» του Αριστοφάνους. Εάν οι τοιούτοι άνθρωποι είναι άχρηστοι διά παν έθνος, είναι πολύ περισσότερον διά το Ελληνικόν. Είναι βλαβεροί. Το Ελληνικόν Έθνος βλέπομεν ότι φευ ολονέν εκλείπει και χάνεται, διότι εκλείπουσι και χάνονται οι έχοντες το πονετικόν νεύρον εν τη καρδία των πολίται, πληθύνονται δε οι άλλοι, οι περιφρονούντες τα πάντα, οι λέγοντες: τι είναι τούτο και τι είναι εκείνο, και τι θα πη νύκτα, και τι θα πη ημέρα· και άλλα, τα οποία συνοψίζονται εις το κατάψυχρον, ως μπάλα χιόνος, «δεν βαριέσαι!» . .
Ενύκτωσε πλέον και ο φίλος μου ήλθε να με παραλάβη.
Εξήλθομεν. Υγρά η ατμόσφαιρα. Προ δύο ημερών είχε χιονίσει και ήδη η πόλις εκόλλησεν εν βορβόρω, ως αγριόπαπια. Αι οδοί πλήρεις λάσπης. Τα πεζοδρόμια ρυπαρά, ως πλάκες ελαιοτριβείου γλιτσασμέναι. Ένας φανοκόρος, ανάπτων την ώραν εκείνην τους φανούς, κατέπεσεν εν τη σπουδή του και έθραυσε τον κάλαμον τον φωτοφόρον. Τα παντοπωλεία ήσαν κλειστά και τα άλλα μαγαζεία. Ολίγος κόσμος εφαίνετο έξω. Μόλις ήρχιζαν την ώραν εκείνην, κρυφά-κρυφά, ν’ ανοίγουν μερικά υπόγεια, τα οποία εν Αθήναις είναι επτάψυχα, σαν την επτάψυχη γυναίκα, που πότε πεθαίνει και πότε ανασταίνεται.
Δύο-τρεις παράγκαι μανάβηδων ημιάνοιξαν μίαν σανίδα, διά να ψωνίσουν οι αμελείς τα σαλατικά των και τας οπώρας των· και έλαμπε κλεισμένη μέσα η διακόσμησίς των η εντελής, ως νύμφη κρυμμένη. Οπώραι βαρακωμέναι, όρνιθες παχείαι με ταινιοστόλιστα ράμφη, ορμαθοί μπεκατσών, μέσα εις εικόνας και σημαίας και μύρτα και δάφνας, ξηροί καρποί, πορτοκάλια, αχλάδια της Κυνουρίας, δροσερά σαλατικά, όλα ευωδιάζοντα πανήγυριν και χαράν!
Ένας παχύς, καταστρόγγυλος παντοπώλης, ήνοιξε παρακάτω, προς στιγμήν, το παντοπωλείον του, έμβασε μέσα μίαν παρέαν φίλων, ων είς εκράτει εις χείρας κυδώνιον, και πάλιν έκλεισε.
Παρακάτω ένας γέρων, βαστάζων μίαν χιλιάρικην, εκτύπα την θύραν οινοπωλείου να τω ανοίξουν, και τους οδόντας του κρυώνων, με ένα κοντό του Ρετσίνα σακκάκι.
Παρέκει άλλη παρέα διεσκέδαζεν, εξαγριώνουσα προς λυσσώδη πάλην δύο χασάπικους κύνας, περί ους συνεκεντρώθησαν και παίδες —λούστροι — και απέφραττον την διάβασιν, ενώ δύο αστυφύλακες, με τα κράνη των, άνοιγαν έν καφενείον διά να χαρτοπαίξουν.
Σημαίαι τινές βρεγμέναι αερίζοντο βαρείαι εδώ κι εκεί· και ένας λοταρτζής εφώναζεν ακόμη κατάμονος εις μίαν γωνίαν: πέντε δίνετε, πέντε παίρνετε, δέκα δίνετε, δέκα παίρνετε. Ενώ το αληθές είναι ότι οι άνθρωποι έδιδον και ο λοταρτζής έπαιρνε.
Και δεν γνωρίζω, πώς ένας λουκουματζής κατώρθωσε, παραβαίνων την αστυνομικήν διάταξιν, να φωνάζη έως την ώραν εκείνην: ζεστοί-ζεστοί, χωρίς ανασασμόν, παγωμένος εκεί εις την θύραν του μαγαζείου του, εντός του οποίου εχόρευον οι τέσσαρες άνεμοι, ως να είχε παγίδα να συλλάβη κανένα νεοσύλλεκτον μεταβαίνοντα εις τον στρατώνα του.
Εις τα βάθη υπογείου τινός της οδού Καλαμιώτου, οπού τα κρεοπωλεία και οπωροπωλεία ήσαν πλουσιώτατα και θαυμασίως εστολισμένα, ηκούοντο άσματα μεθυόντων, οίτινες εις μάτην εδοκίμαζον να ψάλλουν και το «Η γέννησίς σου» καταλήγοντες πάντοτε εις το «Χριστός ανέστη». Ενώ δύο άλλοι γέροντες απόμαχοι, παρακάτω, κύπτοντες εις έν παράθυρον, ανεζήτουν τον φίλον των οινοπώλην, να τους ανοίξη· και μη βλέποντες αυτόν, ηρίθμουν από του παραθύρου, τα εν τω υπογείω βαρέλια, υπό τι φως λυχναρίου, φαινόμενα, εκεί κάτω, ως εν τω βυθώ της θαλάσσης κήτη, βόσκοντα κατά σειράν, με τας μεγάλας κοιλίας των.
Κατωτέρω κατάκλειστος, με τας μεγάλας υψηλάς πόρτας της, σιωπηλή ως έρημος, εφαίνετο η μεγάλη Σαντορινιά ταβέρνα του Καλαμιώτη, το προσφιλές εντευκτήριον υπαλλήλων, δικηγόρων και εμπόρων, και ημών των δύο άλλων, εις της οποίας τα υπόγεια υπάρχουν δεκαπέντε ειδών κρασιά. Πόσες φορές εκεί ο Αλεξανδρής κουτσοπίνων υπέψαλε τα ωραιότερα τροπάρια εν μέσω εκλεκτής παρέας λογίων και συγγραφέων οπού τον εκαμάρωναν έκθαμβοι. Ενώ παρέκει ο μάστρο Θάνος ο σουβατζής εξετέλει ένα δυσκολώτατον στοίχημά του ενώπιον της παρέας του, κατεβάζων τον ρητινίτην εις τον λάρυγγα χωρίς να βρέξη το στόμα του.
— Τι κρύα Χριστούγεννα!
— Ημπορούσαν να γίνουν και καλύτερα!
Διήλθομεν εις την οδόν Αθηνάς. Δύο-τρεις πιστολιές, ακουσθείσαι, συνετάραξαν την συνοικίαν. Παρακάτω ηκούομεν. «Δυο στον τόπο και ένας λαβωμένος».
Πέντ’ εξ μπακαλάκια με τα Χριστουγεννιάτικά των, σαπουνισμένα και κτενισμένα, με καπέλλα, επέστρεφον από τα Πατήσια, βουτηγμένα εις την λάσπην και εις την χαράν, καμαρώνοντα το καπέλλο των και το σακκάκι των, την ύπαρξίν των αυτήν, την οποίαν δις ή τρις του έτους αισθάνονται ως ζώσαν, εκπληττόμενα και αυτά διά το θαύμα, τα έξυπνα τσακωνόπουλα.
Η μεγάλη αγορά η πολυτάραχος, η βρίθουσα κόσμου και όψων, η τρέφουσα πτωχούς και πλουσίους, εγκρατείς και λαιμάργους, η ζωή της πόλεως, η αενάως κενουμένη και πάντοτε πλήρης, οπού κατασταλάζουν όλαι αι θάλασσαι της Ελλάδος, τα βουνά και αι λίμναι της, ήτο σχεδόν έρημος. Ο κόσμος επρομηθεύθη από της παραμονής το φαγητόν του. Μόνον δύο-τρεις φραγκορράπται εξήρχοντο με γεμάτα μανδήλια, την ώραν εκείνην, πάντοτε οι τελευταίοι των άλλων πανηγυρίζοντες, παρερχομένης της εορτής, έως ου οικονομήσουν το πεντάρικο. Μόνον δύο κρεοπώλαι ητοίμαζον νωπά σφακτά, προ μικρού λαβόντες διά του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου κόφας με αρνάκια της Ηλείας. Δύο τρεις άμαξαι μεθυόντων διέσχιζον την μεγάλην οδόν εν καλπασμώ ίππων και φωναίς αγρίαις, ενώ παρά το Μοναστηράκι ο κόσμος εκόλλησεν εις τον πολύν σχηματισθέντα βόρβορον.
— Πολύ κρύα Χριστούγεννα! επανέλαβεν ο φίλος μου εκείνος ο άλλος.
— Ημπορούσαν να γίνουν και καλύτερα!
Είπον πάλιν κι εγώ εκείνος ο άλλος.
Εισήλθομεν εις του Ψυρή.
Ο Μπάρμπα-Γιώργης ο σμυρναίος, ο καλοκάγαθος εκείνος μαγειράκος οπού δεν του έλειπον ποτέ τα λαδερά, διευκολύνων ο καλός γέρων τους νηστεύοντας, μέσα εις μίαν πόλιν οπού άρχισεν από τότε να μεταβάλλεται εις Βαβυλώνα, ήτο κατάκλειστος. Από την πόρτα του ξενοδοχείου του δεν εκρέματο πλέον ο παχύς τράγος, πάντοτε τας άλλας ημέρας εις την αυτήν θέσιν, σαν πίναξ παριστάνων τράγον εσφαγμένον. Γνωστοποίησις δε χειρόγραφος κολλημένη έλεγε: «Σήμερον Χριστούγεννα, δεν έχει φαγί».
Ώστε ένας ιεροδιάκονος εκ των πελατών, ελθών πεινασμένος και αναγνώσας την γνωστοποίησιν, είπε με αγανάκτησιν:
— Νά η ώρα να κάμω σήμερα μεγάλη Παρασκευή!
Εφθάσαμεν.
Ο κυρ-Στρατής μας υπεδέχθη, σηκώσας την λάμπαν και προβάς μέχρι της θύρας.
***
Ήτο τρισευγενέστατος ο κυρ-Στρατής. Στολισμένος, ξυρισμένος, μοσχομυρισμένος. Με άσπρο-κάτασπρο υποκάμισον. Με σακκάκι καινουργές, σκούρο, γελαστός, Χριστουγεννιάτικος.
— Άιντε ντε! Και περιμένω τόση ώρα. Πού χαζεύετε;
Και προπορευόμενος έλεγε προς τον φίλον μου,
— Πού είναι εκείνος ο άλλος;
— Εδώ είναι. Έρχεται, απήντησεν ο φίλος μου δι’ εμέ. Μα είναι λυπημένος, επανέλαβε, γιατί κατηργήθη, λέει, η νυκτερινή ακολουθία των Χριστουγέννων.
— Και δεν μ’ ερωτάς εμένα, βρε άλλε, να σου πω; είπε στραφείς προς εμέ. Η εκκλησία, επήρε και αυτή τον κατήφορο της μόδας. Πάει πλέον. Έγινε και αυτή καπέλλο. Την έκαμαν δηλαδή. Δεν ακούς οπού σήμερα, χρονιάρα μέρα, θέλανε να κάμουνε μνημόσυνο στο Νεκροταφείον;
Ετοποθέτησε την λάμπαν· ημείς εκαθίσαμεν, και ο κυρ-Στρατής ιστάμενος ενώπιόν μου, εξηκολούθει:
— Μία οικογένεια, που λες, επέμεινε σήμερα έξω να κάμη μνημόσυνον. Σπολλαέτη όμως, που ο παπάς εστάθη παλληκάρι· αν και η οικογένεια έλεγεν ότι είχεν έγγραφον από την Μητρόπολιν.
— Για να σου πω, κυρά μου, είπεν ο παπάς. Σήμερα έχομε λειτουργία για κείνους που γεννιούνται, και όχι για κείνους που πεθαίνουν. Καταλαβίγκος; Σήμερον είναι ημέρα για τους ζωντανούς. Ξεροκαταλαβίγκος; Και αμέσως, οπού λες, άλλε μου καλέ, «Χριστός Γεννάται» και παίρνει καιρό. Κι εφαίνετο το γέλιο του από δω και πέρα· ώστε γελούσε και το σημάδι του προσώπου του.
Δεν εδιάβασα τις προάλλες, — εξηκολούθησεν ο κυρ-Στρατής — πως θα μας τα κόψουν, λέει, τα πολλά ψαλσίματα; — Αμ δεν θα μας τα κόψουν;

***
Εν τω μέσω της αιθούσης ήτο η τράπεζα έτοιμος. Επί νεοσιδηρωμένης λευκής οθόνης, έκειντο απαστράπτοντα εκ καθαριότητος πάντα τα επιτραπέζια σκεύη, εν τάξει οικοκυρική, γυναικείας μάλλον δεξιότητος — οι άγαμοι, με τον καιρόν, αποκτούν καμμιά φορά, έξεις οικοκυράς. Οι δε τοιούτοι, μένουσι πλέον άγαμοι, έως θανάτου. — Εν μέσω ήστραπτε το ταψίον, το επιμελώς γανωμένον, με το χοιρίδιον, το εψητόν, διαχέον πανταχού ορεκτικήν ευωδίαν, ελαφρώς ροδισμένον, προκλητικώτατον. Κατελάβομεν τας θέσεις μας. Ο κυρ-Στρατής, καθίσας εν μέσω των δύο χιλιάρικων, ωμοίαζε δικαστικόν, την νύκτα δικάζοντα μεταξύ δύο αρχαίων κηροπηγίων.
— Έλα! είπεν. Αυτά τα Χριστούγεννα κανένας δεσπότης δεν θα μας τα καταργήση!
Και ήρχισε με τα χονδρά, καθαρά, δάκτυλά του, να κόπτη το χοιρίδιον, ώσπερ δαιτρός ομηρικός, «κρειών πίνακας παρτιθείς».
— Τις δαις; είπε και ο φίλος μου, μαντεύσας τας σκέψεις μου και την παρομοίωσίν μου την Ομηρικήν. «Τις δαις; τις δ’ όμιλος οδ’ έπλετο; Ειλαπίνη ηέ γάμος; Επεί ουκ έρανος τάδε γ’ εστίν».
Και ηρξάμεθα του δείπνου, τα μάλα φαιδροί, αναμένοντες εν τέλει και μολπήν. Μόνον αμφίπολοι έλειπον και δμωαί καλαί, ίνα το δείπνον μας μεταβληθή εις ομηρικόν τέλειον.
— Αυτά τα Χριστούγεννα, κανένας δεσπότης δεν θα μας τα κόψη, επανέλαβεν ο κυρ-Στρατής, πληρών τα ποτήρια εκ της δεξιάς χιλιάρικης πρώτον, διά το καλόν.
Αλλ’ αίφνης παλαιός τρόμος ηγέρθη εν τη καρδία μου. Πρέπει να εκιτρίνισε και η όψις μου. Οι συνδαιτυμόνες μου, αφιερωμένοι εις το χοιρίδιον, δεν με είδον αμέσως· διό προσεπάθουν να κρυφθώ, να χωνεύσω τον παλαιόν αυτόν τρόμον, όστις, ως κακοκλεισμένη πληγή, ήνοιξε τώρα δα, τόσον αιφνιδίως.
Μολονότι ήτο φίλος μου στενός ο κυρ-Στρατής, πρώτην φοράν εισηρχόμην εις την κατοικίαν του. Εν Αθήναις είναι πολλοί τοιούτοι φίλοι. Φίλοι των οδών και της αγοράς. Ως υπάρχουσι και πολλοί άνδρες, ούς εκλαμβάνει τις ως αγάμους, διότι ουδέποτε δρώνται δημοσία μετά των συζύγων των. — Εκεί οπού εσήκωνα το ποτήρι μου να πιω εις υγείαν του κυρ-Στρατή, ανακαλύπτω επί τινος ραφίου, υψηλά ολίγον, πέραν επί του τοίχου, πινάκιον με κόλλυβα. Επειδή δε ο κυρ-Στρατής ήτο ψάλτης του νεκροταφείου:
— Θα είναι πεθαμένα! είπον.
Εταράχθην. Διέκοψα την πρόποσιν, υποκριθείς βήχοντα·
— Χριστός και Παναγία! βρε άλλε!
Είπεν ο κυρ-Στρατής, ως άλλη μήτηρ προστάτις.
Αλλ’ ήτο αδύνατον πλέον να ησυχάσω. Όμως προσεπάθουν να κρύπτωμαι όσον το δυνατόν. Οι άλλοι έτρωγον κι έπινον.
Θέλων κατόπιν να δοκιμάσω την διάθεσίν μου, ηγέρθην να λάβω δήθεν κάποιον μανδήλιον, ότε οι οφθαλμοί μου προσκρούουν φοβερώς επί τινος νεκρικού στεφάνου, όστις, ως στόλισμα του δωματίου, εκρέματο υψηλά, από καρφιού. Νεκρικός στέφανος, μέγας, ωραίος, εκ τεχνικών λευκανθένων, με δύο λευκάς ταινίας, με χρυσά γράμματα.
Μοι εφάνη ότι ήτο αδύνατον πλέον να κρυφθώ.
— Είναι πεθαμένος! είπα.
Οι άλλοι έτρωγον κι έπινον. Αλλ’ η καρδία μου έτρεμεν ήδη ως πουλάκι εις το κλουβί.
Ίνα αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από του ενός τοίχου, οπού έκειτο το πινάκιον με τα κόλλυβα και από του άλλου, οπού εκρέματο ο νεκρικός στέφανος, απεφάσισα να κοιτάζω προς την οροφήν. Πλην φευ! διακρίνω τότε ότι ο άνωθεν της τραπέζης μας, μικρός αναμμένος πολυέλαιος, είχε λαμπάδας του νεκροταφείου, λείψανα κηδειών και μνημοσύνων, οκτώ λαμπάδας ανομοίας, αφ’ ων φυλάττουσι πολλάς οι ψάλται· μία μάλιστα λαμπάδα είχε περιδεδεμένην μαύρην κορδέλλαν.
— Πεθαμένα κεριά! εφώναξα τρέμων. Και με ήκουσαν.
— Όχι, θα σου εύρωμε ζωντανά τώρα, του λόγου σου!
Είπεν ο κυρ-Στρατής, πειραχθείς ολίγον.
Και αμέσως, συγκρούων το ποτήριον μετά του φίλου μου, έκραξε φαιδρώς.
— Εις υγείαν των πεθαμένων!
Είχε κενωθή η μία χιλιάρικη, επλησίαζε δε και η άλλη.
Εγώ μη δυνάμενος πλέον να βλέπω μήτε εις τον ένα τοίχον μήτε εις τον άλλον, μήτε εις την οροφήν, μήτε εις το εκλείπον πλέον χοιρίδιον — μ’ εφαίνετο και αυτό ως νεκρόν — δεν έβλεπον πουθενά.
***
Δεν γνωρίζω διατί παιδιόθεν ησθανόμην άγνωστόν τινα φόβον, οσάκις έβλεπον πράγματα, υπενθυμίζοντα νεκρόν. Κατελαμβανόμην υπό μελαγχολίας και αορίστου φόβου. Ωχρίαζον οσάκις έβλεπον τους μεγάλους δίσκους των νεκρικών κολλύβων, οίτινες κατά Παρασκευήν παρετάσσοντο προ της εικόνος του Χριστού, εν τω ναώ του χωρίου μου. Ενώ δε οι λοιποί παίδες ανέμενον με αρπακτικάς διαθέσεις περί αυτούς, πότε να τα διαβάση ο εφημέριος τα κόλλυβα να διανεμηθώσι, πολλάκις δε καυγάς συνήπτετο μεταξύ εκείνων και της νεωκόρου —μιας χωλής γραίας ήτις, ως ασπίδα κρατούσα μέγιστον ζεμπίλι, τα επροστάτευε, μη διαρπαγώσιν αδιάβαστα, εγώ, μετά δέους έβλεπον τους στολισμούς των τους κομψούς, τα άνθη των τα βαρακωμένα και τα σταυρούς και κυπαρίσσους παριστώντα επ’ αυτών τρωγάλια. Πού να φάγω εξ αυτών!
— Είναι πεθαμένα! έλεγον.
Οι άλλοι πάλιν δίσκοι οι περιέχοντες τα πουλάκια, πλακούντια δι’ αγάμους και εφήβους νεκρούς, μικρά, της πρωτογενούς γλυπτικής απομιμήματα ανθρωπίσκων και πτηνών, φερόντων εις τα ράμφη των πολυχρώμους ταινίας, με απεμάκρυναν εις απόστασιν βημάτων πολλών, κάτω, προς τας πύλας του ναού.
– Είναι πεθαμένα! έλεγον.
Όταν δε έβλεπον κανέν παιδίον να τρώγη τεμάχιον από την ζεστήν και αφράτην πίτταν, εις ανάμνησιν γέροντος νεκρού διανεμομένην, μετά ιδιαζούσης θλίψεως το εθεώρουν.
Ενώ τουναντίον τα εις μνήμας Μαρτύρων παρατιθέμενα κόλλυβα έτρωγον μετ’ ιδιαιτέρας αγάπης, ως και τας εξ εορτών προσφοράς οπού μου εχάριζαν η μάμμη μου η Παπαλεξανδρίνα.
Ο προς την ζωήν ακράτητος έρως μού ενεφύσησεν εν τη ψυχή περίεργον τούτο συναίσθημα; Το βέβαιον είναι ότι μετά τα θεάματα αυτά έβλεπον τρομακτικά όνειρα τας νύκτας. Φαντασθήτε τώρα την θέσιν μου εν τη τραπεζαρία του κυρ-Στρατή. Ενόμιζα πλέον ότι ήμουν εντός νεκρών κρύπτης, φοβεράς κατακόμβης, και ήρχισα ευθύς να βλέπω περί εμέ οστά και κρανία. Οι δύο φίλοι μου παρίσταντο ενώπιον μου ως σκελετοί κινούμενοι, σκελετοί ζώντες, σκελετοί τρώγοντες και πίνοντες. Αποτρόπαιον θέαμα!
Προ ώρας ήρξατο η μελωδία της πανηγύρεως. Αλλ’ εγώ δεν ήκουον πλέον. Τα ώτα μου επλήρου αλλόγλωσσος και αλλόθρους βόμβος ως από μελισσώνος «μελισσάων αδινάων», βόμβος του κάτω κόσμου, οπού οι κευθμώνες των νεκρών και των κολασμένων, τα πένθιμα «λαγούμια», κατά την ζωηράν εικόνα ενός φίλου μου.
Γινώσκων καλώς το ελάττωμά μου ο Αλεξανδρής κατώρθωσεν, αν και ανεπιτήδειος εις τας τοιαύτας εργασίας εν άλλαις στιγμαίς, να εκβάλη έξω το πινάκιον των κολλύβων, και ν’ αποκρεμάση και κατακαλύψη τον νεκρικόν στέφανον. Ο κυρ-Στρατής — επιβοηθών — αφήρεσεν εν τω άμα τα νεκρώσιμα κηρία από του μικρού πολυελαίου, τοποθετήσας επ’ αυτού εκ στέατος λαμπαδίσκους. Εξήλθε και επλήρωσεν εκλεκτού οίνου μικράν φιάλην, και εξηκολούθησεν η ψαλμωδία των μελωδικών ασμάτων του Δαμασκηνού.
— Νά που σου ηύρα ζωντανά κεριά! Λέγει προς εμέ ο κυρ-Στρατής. Δεν θα ψάλης το «Μάγοι Περσών βασιλείς;»
Και ενθαρρύνων με:
— Εις υγείαν και των ζωντανών! κράζει, συγκρούων το ποτήριόν μου με το ιδικόν του.
Ανεθάρρησα αιδούμενος μάλλον.
Έψαλα λοιπόν το λυρικώτατον τροπάριον καλά οπωσδήποτε, υπηχούντος του Αλεξανδρή, και μετά τούτο εφθάσαμεν ψάλλοντες εις τον «Κανόνα», οπού ήτο έξοχον θέαμα να βλέπη τις τον φίλον μου Αλεξανδρήν ψάλλοντα. «Όλος εξιστάμενος, έκδημος όλος, ιερωμένος Θεώ», ως το Σκεύος της εκλογής εν τη Μεταστάσει της Θεομήτορος, διέπρεπεν, ενθουσιών, γοητεύων, ηδύνων· έσειε τους πόδας του σείων μετ’ αυτών και την τράπεζαν, έσειε τας χείρας του ρυθμικώς, μεταδίδων την χαράν εις πάντα ακροατήν και θεατήν. Ώστε ο νους μου ο περιδεής συνήλθε πλέον τέλεον.
Επείσθην ότι ευρισκόμην εν τη ζωή, εν ώρα μάλιστα μεγάλης πανηγύρεως.
Αλλ’ ο κυρ-Στρατής, εύρων καιρόν, οπού ημείς αφηρέθημεν πλέον εν τη θεία ωδή, εξηκολούθει να πίνη, το έν κατόπιν του άλλου κενών τα ποτήρια. Του άνοιξε και η όρεξις.
Και θεωρών αυτόν ο φίλος μου όλον έκδοτον εις τον πότον τον επείραξε:
— Δεν είσαι — αλήθεια — κολοκυθοκέφαλος, κυρ-Στρατή;
— Είμαι κολοκυθοκορφάς! Μάλιστα! απήντησε. Και προσέθηκε:
— Ας πιούμε ακόμα μια για τους ζωντανούς. Και πίνων έλεγε·
— Του χρόνου διπλοί, βρε παιδιά!
— Ε, τώρα αράδα σου, κυρ-Στρατή. Θα μας ψάλης το «Δοξαστικόν!» Ετελείωσαν «οι Αίνοι».
Τα μάτια του κυρ-Στρατή, τα ως κάστανα μεγάλα, εμίκρυναν από του οίνου, αλλά διά την υπακουήν, ίνα μας ευχαριστήση, ήρχισεν. Πλην αντί να είπη πλ. β’ ήχον «Ότε καιρός» το περίφημον δόξα των Αίνων της εορτής, άρχεται αίφνης πλ. δ’ ήχον «Θρηνώ και οδύρομαι» το νεκρώσιμον γνωστόν τροπάριον. Και συγχρόνως αρχίζει να κλαίη όλος από κεφαλής μέχρι ποδών. Ευρίσκετο εις το στοιχείον του. Ο φίλος μου, ο Αλεξανδρής τον αποτρέπει, τον διορθώνει, τον ανακαλεί — να είπουμεν — εις την τάξιν, πλην αυτός κωφεύει και προχωρεί. Ετούτο όμως με επανέφερε πάλιν εις τας φοβεράς σκέψεις μου. Μου εφάνη ότι επανήλθον εις τας θέσεις των τα πένθιμα, εκείνα αντικείμενα. Κοιτάζω εις τον ένα τοίχον, και βλέπω — μου εφάνη — επί του ραφίου το πινάκιον με τα κόλλυβα. Κοιτάζω εις τον άλλον τοίχον, και βλέπω — μου εφάνη — τον νεκρικόν στέφανον με τις ωραίες γαλάζιες κορδέλλες του. Κοιτάζω και εις την οροφήν, και βλέπω — μου εφάνη— τα νεκρώσιμα πρώτα κηρία, φέγγοντα με φως αμυδρόν, μικρόν, γαλάζιον φως, φως νεκρόν. Ο κυρ-Στρατής εξηκολούθει θρηνητικώτατα το τροπάριον το πένθιμον. Ευρίσκετο ήδη εις το «πώς παρεδόθημεν τη φθορά». Ο δε φίλος μου απελπισθείς πλέον ότι ηδύνατο να τον επαναφέρη εις την τάξιν, εβοήθει και αυτός συμψάλλων. Έκλαιον και οι δύο.
Τα ώτα μου εβόμβουν χειρότερον ήδη.
— Είμαι πεθαμένος, είπα τότε τρέμων.
Και έκλεισα τους οφθαλμούς μου. Ούτε να βλέπω, ούτε ν’ ακούω, από τα σύγχρονα παράδοξα. Ανέμενον δε, ως πάντοτε μετά τοιαύτα θεάματα, φοβερόν όνειρον με νεκροκράββατα και νεκρούς και δαίμονας.
***
Και είδον όνειρον τωόντι μετ’ ολίγον.
Νεκρωθείς από της συγχρόνου γενεάς, ανέζησα εις άλλους, παλαιούς χρόνους, χρόνους ποθεινούς, χρόνους γλυκείς, αλησμονήτους χρόνους, της παιδικής μου ηλικίας τους χρυσούς καιρούς.
Και ήμην παιδίον. Εκεί επάνω εις ένα μικρό-μικρό νησάκι. Νησάκι κατάφυτον, σκιερόν νησάκι, νησάκι εύμορφον. Και τώρα ακόμη, θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλο ευμορφότερον. Μακρόθεν, φαίνεται σαν ψεύτικο. Σαν θαλασσογραφία. Από κοντά, φαίνεται σαν αληθινό. Σαν ζωντανό. Νησάκι με ψυχήν, με πνοήν, με μάτια, με στόμα νησάκι. Όποιος είναι επάνω, θαρρεί πώς είναι εις τον Παράδεισον. Με τα άλση του, με τα ποταμάκια του, με τας λίμνας του, με της βρυσίτσες του, με τα λιμανάκια του, με τις αμμουδιές του. Και καταμεσής, μέσα εις μίαν γραφικήν, εύμορφον φάραγγα, το δένδρον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν. Ένα ωραίο Μοναστηράκι. Ούτε εφημερίδας εδιάβαζα. Ούτε ψήφον είχα. Ούτε από μεταρρυθμίσεις εννοούσα τίποτε, ούτε από ανακαινίσεις. Ήμουν παιδίον.
Παραμονή των Χριστουγέννων τάχα. Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον. Η καλύβη, η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον, είχε καταληφθή υπό τινος ναυπηγού, όστις υπ’ αυτήν εσκάρωσε πλοιάριον. Την παραμονήν το έρριψεν εις την θάλασσαν μ’ ευχάς κι ευλογίας, και ο κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς, όλα προς σφαγήν διά τα Χριστούγεννα.
Οι εύμορφες νησιώτισσες και οι νησωτοπούλες πλύνουν, ασπρίζουν, τακτοποιούν, σαρώνουν του χωριδίου τους οικίσκους. Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά της Ευβοίας τ’ αντικρυνά. Οι ψαροπούλες έρχονται η μια κοντά στην άλλην. Αράζουν. Ησυχάζουν. Θ’ αναπαυθούν. Θα κοιμηθούν. Οι χωρικοί, χαρούμενοι, εμβαίνουν εις την κώμην, να ξεκουρασθούν, να ξυρισθούν, να λουσθούν. Οι ψαράδες άπλωσαν τα δίκτυά των, να στεγνώσουν, και οι γεωργοί έστησαν τα άροτρα προ της αυλείου, ως τρόπαια χαρμόσυνα της εργασίας, της αληθούς εργασίας, ήτις πάντοτε θα ζη, και αιωνίως θα ζη και θα βασιλεύη. Η μόνη υπό Θεού ευλογημένη εργασία. Ο γέρων εκείνος γεωργός, ο τόσον φαιδρός επί του οναρίου του, μαζί με το άροτρόν του, δίπλα του, σαν να προηγήται θριάμβου, τροπαιοφόρος, έχει από την Λαμπρήν να εισέλθη εις την κώμην. Κι εισέρχεται τώρα, επί του οναρίου του φαιδρός, με το άροτρόν του, διά να εορτάση τα Χριστούγεννα, εν τω γενεθλίω του οίκω. Όλοι συνάζοντ’ ενωρίς. Ενωρίς θα κοιμηθούν, διότι ενωρίς — όρθρου βαθέος — θα μεταβώσιν εις τον ναόν, να εκκλησιασθώσι, να εορτάσουν, να μεταλάβουν.
Την νύκτα, με το φαναράκι, ετραγούδησα τα Χριστούγεννα εις του πάππου μου του γέροντος, του ασπρογένη του Παπαλέξανδρου. Μου έδωσε δύο εικοσιπενταράκια.
— Δεν είχε, μάννα, κανένα σφάντζικο; Παρεπονέθην έπειτα.
— Του τα πήρε ο γάτος, παιδί μου! Μου απήντησε η καλή μου μαννούλα.
Και το επίστευσα.
Ω αθωότης, αθώα αθωότης! Τι είσαι λοιπόν και χάνεσαι; Χιών είσαι και λυώνεις, καπνός και διαλύεσαι, αράχνη και σε διασπά ο άνεμος;
Την νύκτα ήλθαν εις τα σπίτι μας δύο ηλικιωμένοι, με τα βιολιά, και ετραγούδησαν τα Χριστούγεννα. Η μητέρα έφερε δύο μεγάλα χριστόψωμα και μίαν προσφοράν διά την λειτουργίαν· και αργά-αργά παρεσκεύαζε παχείαν όρνιθα, διά το εωθινόν πρόγευμα. Ο πατέρας μου έφερε καινούργιο φορεματάκι, εύμορφον, κι εκοιμήθην μαζί μ’ αυτό στην αγκαλιά μου. Ο καημένος ο πατέρας μου!
Εις τον πρώτον ακουσθέντα του κώδωνος της εκκλησίας ήχον επετάχθην. Όλοι οι κάτοικοι καθαροί, ειρηνικοί, φαιδροί συνήχθησαν εις την εκκλησίαν. Τι τάξις! τι ευπρέπεια! τι κοσμιότης!
Ο ένας εφημέριος, υψηλός, στερεός, με τα χρυσά του άμφια και την χρυσήν του στόφαν, ο γερο-Παπανικόλας ο θείος μου, οπού εις τας μεγάλας εορτάς άλλαζεν όχι μόνον τα ράσα του, αλλά και την φωνήν του και όλην την παράστασίν του εν γένει, ωμοίαζε με τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ. Ο άλλος, κοντότερος, σεμνότερος, με το αρχαίον μωραΐτικον φαιλόνιον, του Γενάρχου μας κληρονομίαν ευσεβή, ο φιλοπαίγμων και γλυκύτατος γέρο-Παπαδιαμάντης ο αλησμόνητος και πολυσέβαστός μου ιερεύς εκείνος οπού τόσον με αγαπούσε, και τόσον τον εσεβόμην, με τον οποίον έκαμνα κατόπιν όλας τας θρησκευτικάς μου εκδρομάς, ωμοίαζε τον αρχάγγελον Γαβριήλ. Πώς να μη υπάρξη σεμνότης και ευπρέπεια, εις εκείνον τον ναΐσκον, αφού η θρησκευτική πομπή διευθύνετο από δύο τοιούτους αρχαγγέλους!
Αι γυναίκες επάνω εις τον γυναικωνίτην, χρυσοστόλιστοι, λάμπουσαι, όπισθεν από τα δρύφακτα, ως χρυσές τρέμουζες, αναδίδουσαι διακεκομμένας λαμπηδόνας, εν γραμμή μακρά, ως χρυσολάμπει, την νύκτα με την πανσέληνον, το διασχιζόμενον υπό ταχείας λέμβου κύμα, εν ηρεμαίω πόντω. Οι άνδρες με τα καλύτερά των ενδύματα, τιμώντες την ημέραν· ζώναι χρυσαί, ζώναι μεταξωταί, κεντητά γελέκια, κατάλευκοι χιτώνες μεταξωτά μανδήλια, τσόχινα επανωφόρια, πολύτιμοι ρωσσικαί γούναι, υποδήματα υψηλά του Ταϊγανίου. Τα παιδιά στολισμένα, σεμνά, αθώα, ησύχια, διά της σιωπής των δεικνύοντα το έν προς το άλλο το νέον του φόρεμα, εν υπερηφανεία. Τα φώτα τα εκλάμποντα εν μαρμαρυγαίς θαμβωτικαίς, ο καπνός του θυμιάματος, η ευωδία η άρρητος, η γλυκύτης της τελετής, η μεγαλειότης των ιερέων, αι κατάφορτοι εκ των αφιερωμάτων πανάρχαιοι εικόνες, εκείνος ο Παντοκράτωρ του Πανσελήνου ο υπερθαύμαστος, προσέδιδον εις την εορτήν μυστηριώδη γοητείαν.
Το σπίτι μας είναι εις την ακροθαλασσιάν. Ένα αρχαίον, των ιδρυτών του χωρίου, σπίτι. Και όταν εγύρισα από την εκκλησίαν έως ου ετοιμασθή ο εωθινός των Χριστουγέννων ζωμός, έβλεπον από του εξώστου τους Υδραίους σπογγαλιείς, οίτινες παρά τας μιλτοπαρείους αλιάδας των, ανειλκυσμένας έξω, ανάψαντες πυράς, ητοίμαζον το πρόγευμα το Χριστουγεννιάτικον, υπό τον έναστρον ουρανόν, όστις ηπλούτο άνω γαλήνιος και γλυκύς, ως παγκοσμίου όροφος θεάτρου, κεντητός, χρυσοκέντητος, αργυροκέντητος, αστροκέντητος, ασπροκέντητος, ενώ από του χθαμαλού λόφου, πέραν εχάραζε πλέον η Ανατολή και ηπλούτο υπό μαλακών χειρών νυμφών αοράτων, ρόδινον, πορφυρόχρουν παραπέτασμα, η εωθινή εύμορφος σημαία της εξημερωνούσης πλέον πανηγύρεως.
— Ο Καλλικάντζαρος!
Φωνάζει αίφνης ο γέρων πατήρ, όταν με χαράν επηγαίναμεν να καθίσωμεν εις την τράπεζαν, παρά την λάμπουσαν, την θερμαίνουσαν, την ασπρισμένην εστίαν μας, το ιερόν και γλυκύ του χειμώνος ενδιαίτημα.
Η φωνή αύτη μ’ εξήγειρε του ύπνου. Το όνειρόν μου έπαυσε.
***
Διότι συγχρόνως εισήρχετο εις του κυρ-Στρατή την τραπεζαρίαν ο εφημέριος του νεκροταφείου, κρατών φανάριον εις την μίαν χείρα και χιλιάρικην εις την άλλην.
— Σας ανεκάλυψα τέλος πάντων! Έτσι κρυφά λοιπόν;
Έτριβα επί ώραν τους οφθαλμούς μου. Πρώτην φοράν μετά τας πενθίμους συγκινήσεις έβλεπον τόσον φαιδρόν, τόσον γλυκύ, τόσον επιθυμητόν όνειρον, το οποίον μου έφερε γαλήνην και θάρρος εις την καρδίαν. Ήτο τόσον θερμόν το όνειρόν μου το αλησμόνητον, ώστε μου εθέρμανε, ψυχήν και σώμα. Δεν ήμουν πλέον εγώ ο ανεόρταστος, ο αλειτούργητος, ο αφωρισμένος. Εώρτασα τα τρυφερώτατα Χριστούγεννα με τόσα πρόσωπα, τα οποία δεν υπάρχουν πλέον. Χωρίς άλλο ήτο όνειρον εξ ουρανών διά την εις τα έθιμα της πατρίδος μου πίστιν ατίμητος αμοιβή. Συμμετέσχον τότε, χαίρων της χαράς του φιλικού δείπνου.
Ο Παπά-Γιάννης ο εφημέριος του Νεκροταφείου με το θάρρος οπού είχε της γνωριμίας, έλαβε πάραυτα θέσιν παρά την τράπεζαν, και ανέζησε πάραυτα πότος εκπνέων.
— Χριστός γεννάται, εκραύγασεν ο ιερεύς όλος χαρά· και εγέλα όλος. Τα μάτια του, αι παρειαί του, το στόμα του· και ιδίως η ουλή του δεξιού του χείλους.
Και επειδή νέα διάθεσις ψαλμωδίας ανεφάνη ζωηροτέρα της πρώτης, είπεν ο φίλος μου ο Αλεξανδρής με το πατροπαράδοτον σατυρικόν πνεύμα, λεπτόν ως αεράκι πεύκου γηραιού, ίνα προλάβη πάσαν του κυρ Στρατή θρηνωδίαν.
— Να σου πω, κυρ Στρατή. Εσύ να ψάλης τα πανηγυρικά μέλη, και ο παπα-Γιάννης — να ‘χωμεν την ευχίτσα του — τα νεκρώσιμα. Δεν λέω καλά, παπά μου;
Όλοι εγελάσαμεν.

"Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη" (διήγημα του Κώστα Βάρναλη)


Αποτέλεσμα εικόνας για αλέξανδρος παπαδιαμάντης

Tο διήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 23.12.1950 στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος, κεντροαριστερή εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν με καθημερινό χρονογράφημα ο Κώστας Βάρναλης από τον Απρίλιο του 1950 έως το καλοκαίρι του 1953. 
 Ο Βάρναλης έχει γράψει κι άλλα διηγήματα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», αλλά τούτο εδώ έχει το μοναδικό γνώρισμα ότι παρουσιάζει ως ήρωα και τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο. Εκτός αυτού, ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει μέσα στο κείμενο ξεσηκωμένες αυτούσιες φράσεις από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και θα ευφρανθεί με λέξεις παπαδιαμαντικές. Τα δύο διηγήματα τα δανειστήκαμε από το πάντα θαυμαστό ιστολόγιο sarantakos.wordpress.com










                                             Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη

Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους…
Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν ακόμη φέξει!
Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, ήκουε τας ωρυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω.
Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει:
– Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι).
Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται.
Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού.
Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν’ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους.
Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, «άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν», η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον κύμα….
Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα δια ν’ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων.
Αλλ’ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον Παρθένην.
Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού.
Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας.
– Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ’ η αφεντιά σου, του είπεν η θεια η Αμέρσα.
Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ’ ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!).
Ιδού κι ο Μπάρμπ’ Αλέξης ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας.
– Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου!
Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν:
– Όρσε, κουβέρνο!
Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!
Αλλ’ ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ’ς του Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του.
– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε.
Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση.
Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!…
Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και … εξύπνησεν.
Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! – ζωήν να έχει!

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Τα μεγαλύτερα επιστημονικά επιτεύγματα του 2018...


Το κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό “Science” ανακήρυξε ως το σημαντικότερο επιστημονικό επίτευγμα του 2018 μια «τριπλέτα» νέων μεθόδων, που επιτρέπουν στους επιστήμονες να παρακολουθούν για πρώτη φορά διαχρονικά και με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από κάθε άλλη φορά τη γονιδιακή δραστηριότητα και την ανάπτυξη μεμονωμένων κυττάρων ενός εμβρύου. Αλλά και οι υψηλού επιπέδου αναγνώστες του περιοδικού, σε ηλεκτρονική ψηφοφορία με τη συμμετοχή άνω των 12.000 ατόμων, επέλεξαν την ίδια επιστημονική «τριπλέτα» ως τη σημαντικότερη επιστημονική εξέλιξη για φέτος. Από την εποχή του Ιπποκράτη οι επιστήμονες έχουν μαγευτεί από το μυστήριο της μεταμόρφωσης ενός μόνο κυττάρου σε ένα ζώο με δισεκατομμύρια κύτταρα και πολλά όργανα. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το νέο επίτευγμα θα μεταμορφώσει τη βασική βιοϊατρική έρευνα μέσα στην επόμενη δεκαετία, ανοίγοντας το δρόμο για τη δημιουργία υψηλής ανάλυσης «ταινιών» σε κυτταρικό επίπεδο, τόσο της εμβρυϊκής ανάπτυξης όσο και διαφόρων ασθενειών. Χάρη στη νέα τριπλή τεχνική «αλληλούχισης RNA μεμονωμένου κυττάρου» (single-cell RNA-seq) οι ερευνητές είναι σε θέση αρχικά να απομονώνουν χιλιάδες κύτταρα έμβιων οργανισμών, στη συνέχεια να τα αναλύουν ώστε να γνωρίζουν σε επίπεδο ενός και μόνο κυττάρου ποιά γονίδια ενεργοποιούνται και ποιά «σωπαίνουν», και τελικά να βλέπουν σαν σε ταινία στην πορεία του χρόνου πώς συνδέονται και εξελίσσονται αυτά τα κύτταρα, καθώς το έμβρυο αναπτύσσεται. Η νέα μέθοδος απομονώνει κύτταρα από ένα οργανισμό και μετά προχωρά σε αλληλούχιση («ανάγνωση») του γενετικού περιεχομένου κάθε κυττάρου, παρακολουθώντας στην πορεία του χρόνου και της αναπτυξιακής διαδικασίας πώς το κάθε κύτταρο διαιρείται σε άλλα είδη κυττάρων. «Αυτές οι τεχνολογίες δημιουργούν μερικές από τις πιο εντυπωσιακές ταινίες που έχουν γίνει ποτέ», δήλωσε ο αρχισυντάκτης του «Science» Τιμ Απενζέλερ. «Η ικανότητα να απομονώνονται χιλιάδες μεμονωμένα κύτταρα και να αλληλουχίζεται το γενετικό υλικό καθενός από αυτά, παρέχει ένα «φωτογραφικό στιγμιότυπο» του RNA που παράγεται μέσα σε κάθε κύτταρο την κάθε στιγμή. Επειδή οι αλληλουχίες του RNA είναι εξειδικευμένες για κάθε γονίδιο που τις παράγει, οι ερευνητές μπορούν αμέσως να δουν ποιά γονίδια είναι ενεργά. Και αυτά τα ενεργά γονίδια καθορίζουν τι κάνει ένα κύτταρο», εξήγησε η επιστημονική συντάκτρια Ελίζαμπεθ Πενίζι/a>
Ερευνητικές ομάδες διεθνώς ήδη εφαρμόζουν τη νέα τεχνική για να μελετήσουν πώς ωριμάζουν τα ανθρώπινα κύτταρα στην πορεία του χρόνου, πώς αναγεννιούνται οι ιστοί και πώς τα κύτταρα αλλάζουν σε ασθένειες όπως ο καρκίνος.
Άλλες σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις
Στις αξιοσημείωτες εξελίξεις το 2018, σύμφωνα με το “Science”, περιλαμβάνονται:
-Η ανακάλυψη το Νοέμβριο με εναέριο ραντάρ κάτω από πάγους πάχους ενός χιλιομέτρου στη Γροιλανδία ενός τεράστιου κρατήρα πρόσκρουσης αστεροειδούς, διαμέτρου 31 χιλιομέτρων, ενός από τους 25 μεγαλύτερους κρατήρες που έχουν βρεθεί στη Γη, ο οποίος είναι αρκετά πρόσφατος, καθώς χρονολογείται προ 13.000 έως 100.000 ετών.
-Η γενετική ανάλυση του οστού μιας γυναίκας (η οποία ζούσε πριν 50.000 χρόνια), που έχει βρεθεί στη Σιβηρία και αποκαλύπτει ότι η μητέρα της ήταν Νεάντερταλ και ο πατέρας της Ντενίσοβαν, άρα αποδεικνύεται ότι υπήρχαν επιμειξίες ανάμεσα στις δύο ομάδες που προϋπήρξαν του «έμφρονος» ανθρώπου (Homo sapiens).
-H εγκαινίαση του νέου επιστημονικού πεδίου της «εγκληματολογικής γενεαλογίας», με τον εντοπισμό από την αστυνομία των ΗΠΑ τον Απρίλιο ενός κατά συρροή δολοφόνου και βιαστή, ο οποίος είχε τελέσει τα εγκλήματά του στην Καλιφόρνια στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αλλά πιάστηκε μόλις τώρα χάρη στη συσχέτιση παλιού DNA με μια δημόσια online βάση γενεαλογικών δεδομένων.
-Η χορήγηση της έγκρισης κυκλοφορίας για το πρώτο φάρμακο «παρεμβολής RNA» (RNAi), που χρησιμοποιεί μια νέα μέθοδο «σίγασης» (απενεργοποίησης) γονιδίων.
-Η διεύρυνση της λεγόμενης «αστρονομίας πολλαπλών μηνυμάτων» με την προσθήκη των νετρίνων στα φωτόνια, στα σωματίδια της κοσμικής ακτινοβολίας και στα βαρυτικά κύματα, καθώς για πρώτη φορά φέτος το τηλεσκόπιο Fermi της NASA εντόπισε μια φωτεινή πηγή (μαύρη τρύπα στο κέντρο ενός άλλου γαλαξία) ως την προέλευση ενός νετρίνου που είχε προηγουμένως ανιχνεύσει ο ανιχνευτής Ice Cube κάτω από τους πάγους του Νοτίου Πόλου.
..και τα άσχημα του 2018
Ως τις πιο αρνητικές εξελίξεις στον κόσμο της επιστήμης διεθνώς το 2018, το “Science” χαρακτηρίζει:
-Τις απανωτές πυρκαγιές, πλημμύρες και άλλες φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, ενώ την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις (ιδίως οι ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ) δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
-Την πυρκαγιά που στις αρχές Σεπτεμβρίου κατέστρεψε το ιστορικό Εθνικό Μουσείο της Βραζιλίας στο Ρίο ντε Τζανέιρο, κάνοντας στάχτες πλήθος επιστημονικών εκθεμάτων.
-Την ανακοίνωση το Νοέμβριο του Κινέζου γενετιστή Χε Τζιανκούι ότι δημιούργησε τα πρώτα γενετικά τροποποιημένα μωρά, τα οποία -υποτίθεται ότι- είναι πιο ανθεκτικά στον ιό HIV (κάτι που μένει να αποδειχθεί), ανοίγοντας έτσι το «κουτί της Πανδώρας».
Σχετικό βίντεο για το σημαντικότερο επιστημονικό επίτευγμα:
_______________________                                                                 Πηγή: reporter.com.cy

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Κυριακάτικο σινεμά: "Το κοριτσάκι με τα σπίρτα"

Αποτέλεσμα εικόνας για το κοριτσακι με τα σπίρτα

Ξεκινά η προβολή γιορτινών ταινιών αυτή την περίοδο που τα παιδιά έχουν την τιμητική τους με την ταινία κινουμένων σχεδίων "Το κοριτσάκι με τα σπίρτα", βασισμένη στο ομώνυμο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν...
Μία κρύα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι μιας χιονισμένης πόλης - χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι, φορτωμένοι με ψώνια και δώρα - βάδιζαν βιαστικοί προς τα γιορτινά τους σπίτια, αγνοώντας μία μικρή ορφανή πλανόδια πωλήτρια. Με σβησμένη φωνή, ψιθύριζε αχνά πως δεν ζητιάνευε αλλά πως πουλούσε σπίρτα για να ζήσει. Τότε μια άμαξα πέρασε γρήγορα και η μικρή μόλις που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου. Το ένα της τσόκαρο τινάχτηκε μακριά - ένα αγόρι κουκουλωμένο ζεστά το πήρε και έφυγε τρέχοντας - ενώ τα σπίρτα έπεσαν από την ποδιά της και σκορπίστηκαν στον υγρό δρόμο. Το κοριτσάκι γονάτισε στο χιόνι και άρχισε να μαζεύει ένα-ένα τα μουσκεμένα σπίρτα. Αυτά ήταν όλο το βιος και όλος ο κόσμος της, αφού γονείς, σπίτι, οικογένεια ήταν μία μακρινή ανάμνηση γι' αυτή….
ΚΑΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ!

Μια μέρα σαν σήμερα, μιά δίκαιη φωνή έσβησε...Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

Αποτέλεσμα εικόνας για κώστας βάρναλης
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στο Πύργο της Ανατολικής Ρωμαλίας δηλαδή το σημερινό Μπουρκάς της Βουλγαρίας το 1884. Εκεί βίωσε το κλίμα ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1898 τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο και έπειτα πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία. Εκεί πήρε μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής των Ηγησώ. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο Αθηνών. Έπειτα το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Τότε εκεί, προχώρησε στον Μαρξισμό και αναθεώρησε της προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση τόσο σε θεωρητικό, όσο κι σε πρακτικό επίπεδο. Εφόσον προσχώρησε στον Μαρξισμό έγραψε το ποίημα «Προσκυνητής».
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στην Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτηλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Υπήρξε Κομμουνιστής και στην κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ. Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Ελεύθερος Κόσμος».
Ο Κώστας Βάρναλης απεβίωσε στην ηλικία των 90 ετών στις 16 Δεκεμβρίου 1974 αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο ποιητικό έργο με τις αλήθειες και τους αγώνες της εργατικής τάξης.
Ποιητικές συνθέσεις
  • Ο Προσκυνητής(1919)
  • Το Φως που καίει(Αλεξάνδρεια 1922, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
  • Σκλάβοι Πολιορκημένοι(1927)
Πεζά και κριτικά έργα:
  • Ο λαός των μουνούχων(Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
  • Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική(1925)
  • Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη(1931)
  • Αληθινοί άνθρωποι(1938)
  • Το ημερολόγιο της Πηνελόπης(1947)
  • Πεζός λόγος(1957)
  • Σολωμικά(1957)
  • Αισθητικά Κριτικά Α και Β(1958)
  • Άνθρωποι. Ζωντανοί – Αληθινοί(1958)
  • Οι δικτάτορες(1965)
  • Φιλολογικά Απομνημονεύματα(1980) 
Από το φωτισμένο του έργο, να μερικά διαμαντάκια:

από «Το φως που καίει»:
Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές.
Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.
Λεφτεριά θα πει δύναμη.
Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους.
ΜΩΜΟΣ: Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: Ποια;
ΜΩΜΟΣ: Η Ανισότητα.
από «ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Δε φταίνε οι λαοί όταν μισούνται
Ο Κώστας Βάρναλης περιγράφει τις διώξεις των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους Βουλγάρους:
Τέλη Ιουνίου οι ταραχές ξέσπασαν στην Φιλιππούπολη. Οι εκκλησίες, τα σκολειά -τα ωραιότατα Ζαρίφεια χτισμένα πριν λίγα χρόνια από το Ζαρίφη- αλλάξανε σε μια μέρα αφέντη. Στις 15 Ιουλίου ήρθε η σειρά του Πύργου.
Θυμούμαι πως ανακατεύτηκα μέσα στο πλήθος και είδα με φριχτό σπαραγμό να μπαίνει το μανιασμένο πλήθος μέσα στο σκολειό και να πετάει έξω στο δρόμο από τα παράθυρα θρανία, χάρτες, και βιβλία. Είδα να μπαίνουνε στην εκκλησία και να βάφουνε με κόκκινη μπογιά όλες τις ελληνικές επιγραφές. Είδα τα ελληνικά μαγαζιά μέσα σε μια ώρα να γίνονται θρύψαλα. Κι οι αρχές… φυλάγανε την τάξη.
Στις 30 Ιουλίου σήμανε η ώρα της Αγχιάλου. Αλλ’ εκεί τα πράγματα ήτανε λιγάκι σκούρα. Η Αγχίαλος χτισμένη σ’ ένα ακρωτήριο ανάμεσα σε δυο θάλασσες κι έχοντας προς το μέρος της στεριάς τη λίμνη των αλυκών ήτανε από φυσικό της δύσκολο να κυριευθεί «από έξω». Έπειτα ο πληθυσμός ήτανε ολάκερος σχεδόν ελληνικός κι ο δεσπότης είχε ετοιμάσει την άμυνα.
Όσοι είχανε υπηρετήσει στο στρατό, οπλιστήκανε και φυλάγανε βάρδια κάθε νύχτα στο στενό έμπασμα της πόλης. Και τηλεγραφούσε ο δεσπότης στην κυβέρνηση πως θα αναγκαστεί να «υπερασπίσει την τάξη…».
Γι’ αυτό οι Βουλγαρομακεδόνες επιχειρήσανε να μπούνε νύχτα και ξαφνικά στην πόλη. Μα οι φρουροί αγρυπνούσανε και άρχισε το τουφεκίδι. Τότες επιχειρήσανε να στείλουν ένα απόσπασμα από το βορεινό στενό της Μεσέβριας και να βάλουνε τους Έλληνες «μεταξύ δύο πυρών’.  Κατά το μεσημέρι η μάχη φούντωσε μέσα στην πόλη. Τότες έφτασε από τον Πύργο έφιππη χωροφυλακή να «θέσει τέρμα εις την συμπλοκήν», ήγουν να εκτοπίσει τους Ρωμιούς και να παραδώσει την πόλη στους κομιτατζήδες. Κι η πόλη ολόκληρη, από παλιά ξύλινα σπίτια με στενούς δρόμους, παραδόθηκε στις φλόγες και κάηκε σε λίγην ώρα. (…)
Κι άκουσα δίπλα μου τη Μπάμπο Ζωίτσα -και ποιος δεν την ήξερε!… Γριά Βουργάρα εξελληνισμένη υπηρετούσε αμέτρητα χρόνια εκκλησάρισσα στην ελληνική εκκλησία. (…) Άκουσα λοιπόν τη Μπάμπο Ζωίτσα να μονολογεί ρωμέικα με τρόπο, που να πάρει τ’ αυτί μου την κουβέντα της:
-Καλά της κάνανε! Έτσι κι «αυτοί» καίνε στη Μακεδονία τα βουργάρικα χωριά. Αμ πώς!…
Είχε ξυπνήσει μέσα της η κοιμισμένη από χρόνια ράτσα της.
Τώρα φυσικά δε με ξαφνιάζουν τέτοια πράγματα. Γιατί ξέρω, πως δεν φταίνε οι λαοί όταν μισούνται και σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Φταίνε εκείνοι, που καλλιεργούν μέσα τους το μίσος και το έγκλημα και τους «διορίζουνε» κάθε τόσο και τον «προαιώνιο» εχθρό για να ξεθυμάνουνε. Για συμφέρο τάχα των λαών; Όχι βέβαια. Για το συμφέρο των ληστών.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
  
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
από τα «Ποιητικά» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
  Από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ο Κώστας Βάρναλης διαβάζει τους Μοιραίους
 
Αχ, πού σαι νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
“ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ”
 
Και πάλι στον αγώνα σκοτωμένοι, αλλ’ όχι νικημένοι.
“ΓΙΑ ΛΕΦΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΙΟ”
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ


  
1911: Ο Κ. Βάρναλης δάσκαλος της Γ΄ Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα
από το http://varnaliskostas.blogspot.com/

 

Εις απολογίαν!
Ο Κώστας Βάρναλης θυμάται τον καιρό (1911) που δούλευε καθηγητής στα Μέγαρα:
Γραμματική της αττικής διαλέκτου (ευκτική, τα εις -μι ρήματα, κατηγορηματική μετοχή, τα μνήμης και λήθης σημαντικά και όλη η ρέστη κόλαση του αρχαίου τυπικού και συνταχτικού). Και μαζί λατινικά -Sicilia est insula, Graecia habet poetas!!… Όλην αυτήν την πτωμαϊνη την προσφέρναμε πρωί πρωί στα πιο φυσικά, στα πιο ατόφια, στα πιο γνήσια τέκνα της μάνας γης. Ο οδοστρωτήρας της κλασικής παιδείας (που είναι… αριστοκρατική) ήθελε να περάσει πάνου απ’ αυτές τις λαϊκές ψυχές, που ήτανε από σιδερόπετρα. Ενώ τους χρειαζότανε γεωργική και πραχτική μόρφωση. Σήμερα τα Μέγαρα έχουνε και… γυμνάσιο!
Ο Σπυράκης κι εγώ προσπαθούσαμε ν’ ανοίγουμε κανένα παράθυρο σ’ αυτό το ντουβάρι της κλασικής μόρφωσης. Να μπαίνει ήλιος! Εκείνος σα φυσικομαθηματικός και καλός παιδαγωγός έδινε στα μεγαριτάκια μπόλικες και χρήσιμες πραχτικές γνώσεις. Εγώ προσπαθούσα να τους… ξαναθυμίσω τη «νεοελληνική τους πραγματικότητα», να τους γνωρίσω τα δημοτικά κείμενα και να τους κάνω να μην περιφρονούνε τη γλώσσα τους. Πάντα με προσοχή, γιατί ήξερα πως κείνη την εποχή το μεγαλύτερο εθνικό έγκλημα ήτανε ο… μαλλιαρισμός! Κι εγώ ήμουνα… σεσημασμένος μαλλιαρός!
Κάποια χρονιά που είχα συγκεντρωμένα στην Γ΄ ελληνικού πολλά καλά παιδιά, τους δίδαξα ολάκερο τον “Εθνικό Ύμνο” του Σολωμού, που δεν τον είχε το πρόγραμμα. Βρέθηκε αμέσως ο “επιστήμονας” του χωριού να με καταγγείλει στο υπουργείο ότι υπονομεύω την αθάνατον ημών γλώσσαν άτε διδάσκων εις τους παίδας τον “Εθνικόν Ύμνον!”. Πού να το φανταζότανε ο Σολωμός ότι ο ύμνος του θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το υπουργείο με κάλεσε “εις απολογίαν!”.
“ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
από την «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου»
αντιγραφή από το
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

 
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!
από το «Οι πόνοι της Παναγιάς»
αντιγραφή από το
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

 
Οι λαοί… δεν είναι αδερφοί
Ο Κώστας Βάρναλης υπήρξε μάρτυρας της μεταφοράς Τούρκων αιχμαλώτων με τρένα κατά τη διάρκεια του Β΄ βαλκανικού πολέμου.
Σε μερικές βδομάδες αρχίσανε να περνάνε από τα Μέγαρα  τραίνα γεμάτα Τούρκους αιχμαλώτους, που πηγαίνανε να τους μαντρώσουνε στην Κόρινθο.
Στοιβαγμένοι οι κακομοίρηδες μέσα στα βαγόνια των «κτηνών» (8 ίπποι, 40 άνδρες!) μόλις σταματούσε το τραίνο κολλάγανε το αξούριστο μουσούδι τους στα σίδερα των μικρών παραθυριών και τα μάτια τους αστράφτανε από καλοσύνη και παρακαλετό. Βγάζανε τα μπράτσα τους μέσα από τα σίδερα, φωνάζανε στο συναγμένο από κάτω πλήθος των φανατισμένων πατριωτών:
-Τουτούν!… Τουτούν!… (=Καπνό! Καπνό!)
Οι φανατισμένοι πατριώτες δεν καταλαβαίνανε. Αυτοί βλέπανε μπροστά τους μονάχα τους προαιώνιους εχτρούς. Αυτούς που μας πήρανε την Πόλη, που κρεμάσανε τον πατριάρχη, που σουβλίσανε το Διάκο κλπ. κλπ. Αυτό βλέπανε.
Γι’ αυτό αντίς να τους δίνουνε καπνό, τους βλαστημούσανε, τους μουτζώνανε, τους φτύνανε.
Το τραίνο έφευγε και τα χέρια των αθώων θυμάτων του πολέμου εξακολουθούσανε να κρέμονται απελπισμένα από το παράθυρο και να ζητάνε στο κενό…
Οι λαοί… δεν είναι αδερφοί.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.
από το «Η Μάνα του Χριστού»
αντιγραφή από το  
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm 
 
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!
από το «Η Μάνα του Χριστού»
αντιγραφή από το  
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm
 
Τσιμέντο να γίνετε!
Το 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, ο Κ. Βάρναλης ανακλήθηκε από το Παρίσι, όπου σπούδαζε με υποτροφία, και διορίστηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Πειραιά.
-Κύριε τμηματάρχα! Είμαι ο τάδε. Έρχομαι από το Παρίσι.
(Αίσθηση στο «λαό!…»)
Ο κ. τμηματάρχης μειλίχιος και πατρικός γύρισε, με είδε και είπε:
-Καλώς ορίσατε, κύριε Τάδε.
-Θεώρησα καθήκον μου να παρουσιασθώ ενώπιόν σας και να σας αναφέρω, ότι συνεμορφώθην με την διαταγήν της ανακλήσεώς μου.
-Καλώς επράξατε, κύριε Τάδε. Σας γνωρίζω πολύ καλά από την μέχρι τούδε υπηρεσίαν σας. Είσθε εκ των καλών λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως. Αλλά δημοτικίζετε λιγάκι. Αυτό το «δημοτικίζετε λιγάκι» το είπε με επιτιμητικό και θωπευτικό μαζί ύφος.
-Πολύ μάλιστα, του απάντησα σταθερά και ντόμπρα. Άλλωστε το ήξερε κι ο ίδιος, πως δημοτικίζω πολύ. Όλος ο «λαός» τινάχτηκε άμα άκουσε αυτή μου την απάντηση. Ποιος είναι, μπρε, αυτός ο θρασύς! Θα έχει, φαίνεται, μέσο δυνατό.
Ο κ. τμηματάρχης πάλι δεν έχασε την αυτοκυριαρχία του. Και με το ίδιο γαλήνιο ύφος, λιγάκι πιο αυστηρό και τεντώνοντας τη ραχοκοκκαλιά του μου είπε:
-Ημπορείτε εις την ιδιωτικήν σας ζωήν να φρονήτε και να γράφετε, όπως σας αρέσει. Όμως εάν εις την δημοσίαν σας υπηρεσίαν μοι καταγγελθή και η παραμικροτέρα παράβασις του καθήκοντος, θα είμαι αμείλικτος.
Ο «λαός» πάλι κατέβασε το κεφάλι. Συμφωνούσε. Μα συμφωνούσα κι εγώ. Και είπα:
-Μείνατε ήσυχος, κύριε Γεωργαντά.
Τον αποχαιρέτισα κι έφυγα.
Κατεβαίνοντας τις μαρμαρένιες σκάλες, ένιωθα μια πικρίλα στο στόμα. Σημάδι, πως ήμουν συγχισμένος.
-Τσιμέντο να γίνετε όλοι σας, μουρμούριζα. Με στείλατε να σπουδάσω νεοελληνική λογοτεχνία· μεσαιωνική, Κρητική, σύγχρονη. Δημοτικά τραγούδια, Διγενή Ακρίτα, Ερωτόκριτο, Σολωμό. Και τώρα μου λέτε: αν κάνεις πως ανοίγεις το στόμα σου ν’ αναφέρεις αυτά τα άθλια ονόματα και πράματα, θα σου τρίψουμε τη μούρη. Τσιμέντο να γίνετε!
ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,
η λεφτεριά η δικιά του θα ναι λεφτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα χεις κανενός Θεού.
“ΣΤΥΛΙΤΗΣ”
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 

 
Ο Τίμος Μαλάνος γράφει για το ποίημα του Κ. Βάρναλη «Σκλάβοι Πολιορκημένοι»:
Το τρίτο μέρος των «Σκλάβων Πολιορκημένων» αποτελείται, όπως και το προηγούμενο, από δυο ποιήματα με θέμα τον πόλεμο. Στο πρώτο ποίημα ένας πληγωμένος οραματίζεται τη Δεύτερη Παρουσία, ενώ, στο δεύτερο, ο Θεός μιλάει και λέει τα λόγια που ευνοούν τους ισχυρούς της γης:
– δεν έχει ο πόνος τελειωμό, δεν έχ’ η άβυσσο, βυθό!
Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου Θάπαυε, δε θάχα εγώ, πού να σταθώ.
Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ»
από άρθρο του Τ. Μαλάνου στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.163, Χριστούγεννα 1975

 
«Μετά από τη ζωή»
(χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη από τα χρόνια της κατοχής)

Είπες: «Τώρα θα κοιμηθώ εν ειρήνη» κι οι άλλοι μουρμουρίσανε λυπητερά: «Πάει, γλύτωσε από τα βάσανα»· ο παπάς σού έψαλε: «Αιωνία η μνήμη»· και κάποιος φύτεψε απάνω στο κεφάλι σου ένα σταυρό με τ’ όνομά σου και με τη χρονολογία του ιστορικού συμβάντος: «Γιάννης Μαγκούφης. 1884-1943».
Κι όμως ούτε να κοιμηθείς σε αφήνουν, ούτε τη μνήμη σου να διαιωνισθεί, ούτε τ’ όνομά σου να αντιμετωπίζει το χρόνο και τη φθορά, όπως η κορυφή του Ολύμπου, μα ούτε την προσωπικότητά σου να διασώσεις στον απάνου και στον κάτου κόσμο! Νύχτα με βροχή ή με άστρα ένας ίσκιος, ένα κομμάτι σκοτάδι, ξεκόβει από τη μάζα της πίσσας και γλιστράει μέσα στο κοιμητήρι. Είναι ο… συλλέκτης.
Πατάει απάνου στο σώμα σου. Ανοίγεις τα μάτια σου και πατάς τις φωνές κι οι φωνές του κάτου κόσμου δε βλέπουν και δεν ακούνε στον απάνου. Ο συλλέκτης είναι λωποδύτης. Ξεριζώνει έναν-έναν τους σταυρούς από τους τάφους, όσους μπορεί να κουβαλήσει σε μια διαδρομή, και φεύγει. Αύριο θα τους κάψει στο τζάκι να βράσει τα φασόλια του ή θα τους πουλήσει για καυσόξυλα.
Αυτό έγινε πολλές φορές, ως φαίνεται, σε κάποιο συνοικιακό νεκροταφείο. Θα πείτε «ιεροσυλία». Ίσως. Δεν είναι όμως και τυμβωρυχία. Μάλλον απλή λωποδυσία ψιλικατζήδων της δουλειάς. Όμως, αφού έλειψε ο σεβασμός για τους ζωντανούς, δεν είναι και τόσο ακατανόητο να λείψει και για τους πεθαμένους. Απλούστατα, ο λωποδύτης εφάρμοσε κυριολεχτικά το δόγμα που εφαρμόζουν οι άλλοι μεταφορικά: «Ο θάνατός σου ζωή μου».
Σημείο των καιρών. Αφού κόψανε τα πεύκα από τα δάση κι ερημώσανε την Αττική· αφού ξεσηκώσανε τους φράχτες των κήπων και τους πάγκους· αφού ξεκολλήσανε από τα γιαπιά τις ξυλωσιές, ήρθε και η σειρά των τάφων.
Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Όπου υπήρχε σε δημόσιο μέρος σιδερένιο κάγκελο ή συρματόπλεγμα έκανε φτερά. Ακόμα και τα ξύλινα γεφυράκια στην περιφερειακή τάφρο του Λυκαβηττού τα πήρανε στον ώμο και «παν, παν…»
Όλ’ αυτά θα ξαναγίνουνε μια μέρα. Ό,τι δεν ξαναβρίσκεται είναι η προσωπικότητα που χάνεται. Γιατί το όνομα του ανθρώπου είναι όλη του η προσωπικότητα. Κι όποιος χάνει τ’ όνομά του, δεν ξέρει ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι ποιος είναι. Αυτό πάθανε οι πεθαμένοι που τους πήρανε το όνομα μαζί με το σταυρό.
Φαντάζεστε τι μπέρδεμα θα γίνεται στον άλλο κόσμο μεταξύ των κατοίκων του:
-Αυτό το σπίτι είναι δικό μου.
-Όχι. Είναι δικό μου.
-Και ποιος είσαι εσύ;
Μιλιά. Δεν ξέρει.
-Εσύ ποιος είσαι;
Μιλιά κι ο άλλος. Δεν ξέρει κι αυτός. Ψάχνουνε να βρούνε την «ταυτότητά» τους. Μα η ταυτότητα (ο σταυρός)  δεν υπάρχει. Η αιωνία μνήμη έγινε αιωνία αμνησία.
Αλλά και στους ζωντανούς συγγενείς και φίλους δε θα υπάρχει λιγότερο μπέρδεμα. Θα πηγαίνει η Μαρία και θα τραβάει τα μαλλιά της στον τάφο του Πίπη, αντίς του Κώστα· θα πηγαίνει κι ο Τάκης να κλαίει στον τάφο της Ευτέρπης αντί της Λόλας.
Να τι κακό κάνουνε οι λωποδύτες των σταυρών. Αυτοί θα καίνε τα καυσόξυλά τους, θα μαγειρεύουν και θα ζεσταίνονται με τα «ονόματα» των άλλων· κι οι πεθαμένοι θα γυρίζουν ανάμεσα στους ίσκιους του αιωνίου ερέβους ινκόγκνιτο, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς να είναι «αυτοί».
Έτσι μονολογούσε άνθρωπος πεισιθάνατος, που περιμένει ώρα την ώρα το τελευταίο προσκλητήριο για να ησυχάσει. Και τώρα φοβάται… Φοβάται μην του κλέψουν το «εγώ» του.
Χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΪΑ στις 8/12/1943
από το βιβλίο «ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ»
Επιμέλεια – Έκδοση Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 
Τη λεφτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τήνε παίρνουν,
με τα δικά τους χέρια, μοναχοί.
Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και μέσα στην ψυχή σου
έργο δικό της θα την βρεις.
Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ’ τη να τήνε δώσεις σ’ όλους
μ’ όλους μαζί να τη χαρείς.
Όπου κι αν πας, θα κουβαλείς τα σίδερα που σου τα βάλαν
οι όμοιοι σου κι όχ’ οι ουρανοί.
Όσο μαζέβεις την ψυχή σου, την παρθενιά της για να σώσεις,
τόσο την κάνεις πιο στενή.
από το ποίημα “ΛΕΦΤΕΡΙΑ”
από το βιβλίο «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 
«Παράγραψέ τα επιτέλους!»
Ο Γ. Αθάνας διηγείται ένα αστείο στιγμιότυπο από τη συντροφιά του με τον Κ. Βάρναλη και τον Μ. Αυγέρη στο καφενείο της Δεξαμενής, όπου σύχναζαν.
Τότε είχε διοριστεί στα Αρχεία και ο Σωτήρης Παπαδόπουλος. Αργότερα έγινε καπνέμπορος. Την εποχή εκείνη όμως είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες και έγραφε στίχους. Έτρωγε κι αυτός εκεί μαζί μας στου Μπάρμπα-Κώστα ένα διάστημα. Και στα επιδόρπια ξιφουλκούσε, έβγαζε τα χειρόγραφα από την τσέπη και μας επιτροφοδοτούσε με τους στίχους του.
Ο Βάρναλης τους υφίστατο με ανεκτική σοβαρότητα. Ο Αυγέρης, που ήταν είρων και τσουχτερός, του έλεγε κάθε φορά: «Βρε Σωτήρη, όλα αυτά είναι άθλια κατασκευάσματα! Γιατί μας βασανίζεις;» Πολλές φορές ο Βάρναλης ξεσπούσε σ’ εκείνο το χαρακτηριστικό βοερό γέλιο του, που έμοιαζε σαν να ανάβλυζε από βαθιά, σκοτεινή σπηλιά. Μια μέρα ο Αυγέρης, ξεχειλισμένος από δυσφορία, είπε στο μουσόπληκτο σύντροφό μας:
-Σωτήρη μου, υποπτεύομαι ότι κι αυτά τα άθλια κατασκευάσματα που μας σερβίρεις δεν τα γράφεις μόνος σου. Κάποιος άλλος σού τα γράφει και μας τα πασάρεις για την κακοχώνεψη.
Ο Σωτήρης εξαγριώθηκε που του αμφισβήτησαν την ποιητική έμπνευση και ξεφώνισε:
-Ο ίδιος τα γράφω και τα παραγράφω!.
-Παράγραψέ τα επιτέλους! του είπε ο Βάρναλης.
Γ. ΑΘΑΝΑΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 1163 Χριστούγεννα 1975
 
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα κ’ η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκ’, η Ζηνοβία
(ω! τι χαρούμενη ζωή!
χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!)
τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει αργά, ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
Άξαφνα πέφταν στο νερό
η καθεμιά γδυτή γοργόνα
κι όλο γινόταν πιο μικρό
τ’ Αντρέα το μάτι, ίσα βελόνα.
Είναι μεγάλος ο Θεός!
τ’ αχείλι το πικρό του λέει.
Πόσο μεγάλος κι αγαθός
και πλούσια τα χρυσά του ελέη!
Μα ρθε χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα…
Κ’ εσένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμου, μπαρμπ’ Αντρέα.
Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό,
περνάει μπροστά σου η Ζηνοβία
(ένα τραγούδι σιγαλό
στον καφενέ παίζ’ η ρομβία):
-Πώς τα περνάς, σ’ αναρωτά,
τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγ’ αφτά λεφτά
να γιάνεις και να ξαναζήσεις…
Κ’ η βάρκα, μάνα γελαστή,
από τη μια στην άλλη μπάντα
σ’ αργοκουνάει στην κουμπαστή
-Καλό ταξίδι σου για πάντα!
Πόσο μεγάλος ο Θεός
Πατήρ και Πνεύμα και Υιός!
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 
Όλ’ η ανθρωπότη κλαίει με βογγηχτά!
-«Σωτηρία για σένα και ξεχωριστή
δεν υπάρχει (για Ένα!) πριν σωθούν αυτοί!»
από το ποίημα «ΕΝΑΣ-ΟΛΟΙ»
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Μια συνέντευξη του Κώστα Βάρναλη:
Στις 17/12/1974 -την επομένη του θανάτου του Κ. Βάρναλη- ο Φάνης Κλεάνθης δημοσίευσε στα ΝΕΑ μια συνέντευξη που είχε πάρει από τον Βάρναλη στα χρόνια της κατοχής:
Ο γράφων θυμάται μια συνέντευξη που του είχε πάρει τον καιρό της γερμανοϊταλικής κατοχής. Μου είχε μιλήσει για τη ζωή του που ήταν μια διαρκής βιοπάλη: Από τότε που τον απέλυσε ο Πάγκαλος, 15 χρόνια είχε ζήσει χωρίς σταθερή δουλειά. Είχε μιλήσει για τους παλιούς λογοτέχνες, για τον Παπαδιαμάντη, που τον θαύμαζε, για τον Μαλακάση, που δεν τον χώνευε γιατί φορούσε μονόκλ. Ύστερα περάσαμε στη σκληρή ζωή της Κατοχής, την πείνα, τις στερήσεις.
-Αλήθεια, ποιο υλικό αγαθό λαχταράτε πιο πολύ;
Την ίδια ερώτηση είχα κάμει και σ’ άλλους λογοτέχνες. Ένας μου είχε απαντήσει πως τον στενοχωρούσε το ότι δεν είχε αυτοκίνητο. Άλλος, το ότι δεν έβρισκε γνήσιο καφέ. Ένας τρίτος μου είπε πως αποζητούσε… τηγανητά μπακαλιαράκια. Ο Βάρναλης αποκρίθηκε:
-Εκείνο που λαχταρώ είναι η ελευθερία.
-Με συγχωρείτε, του παρατήρησα, η ελευθερία είναι ηθικό αγαθό. Εγώ σας ρώτησα για υλικό αγαθό… Κρέας, ψωμί, τυρί…
-Κάνεις λάθος, νέε μου! μου αποκρίθηκε αυστηρά. Η ελευθερία είναι το πιο υλικό, το πιο χειροπιαστό απ’ όλα τα αγαθά. Τι να το κάνω εγώ το ψωμί, το κρασί, το μεζέ, όταν δεν έχω ελευθερία;
-Μα… υπάρχει λογοκρισία… Πώς μπορώ να γράψω ότι μας λείπει η ελευθερία. Θα το σβήσουν.
-Α, αυτό είναι δική σου δουλειά! Με ρώτησες, σου απάντησα.
Ύστερα του ζήτησα να μου γράψει ένα αυτόγραφο με έναν στίχο του, που να τον αντιπροσωπεύει πιο πολύ. Κι ο Βάρναλης πήρε την πέννα κι έγραψε:
«Αχ, πούσαι νειότη πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος».
Στον τάφο του Βάρναλη θα πρέπει να χαραχτεί το ακόλουθο επιτύμβιο -γραμμένο απ’ τον ίδιο:
Τα παιδιάτικά μου άχαρα
τα νιάτα στερημένα
πικρή μπουκιά, ξένος παντού
κι οχτρός σ’ όλα τα ξένα.
Να φύγω στον αγύριστο
ολοζωής δε μπόρεσα
Δε με χωρούσε όλ’ η γη
και σε δυο πήχες χώρεσα.
ΦΑΝΗΣ ΚΛΕΑΝΘΗΣ
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17/12/1974
από το Ιστορικό Αρχείο του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη

 
Στην εξορία
Στην εξορία (Οχτώβρης 1935)
Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!
Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.
Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα…
Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.
Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,
κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.
Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.
Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,
και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,
μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!
Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.
Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα,
να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη  μια μεριά να πολεμάει την άλλη.
(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 119-120, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1964, σελ. 533)
αντιγραφή από το
http://www.sarantakos.com/kibwtos/et/barnalhs_eksoria.html
 
Αυτός ο λαός είναι μεγάλος
Ο Γ. Βαλέτας θυμάται μια εκδρομή με τον Κ. Βάρναλη:
Στα 1973, το καλοκαίρι, πήγαμε μια παρέα με αυτοκίνητο και τον πήραμε απ’ το καφενείο «Νέα Ελλάς» της πλατείας Κολωνακίου και πήγαμε, κατά δική του προτίμηση, σε γνωστό του παραθαλάσσιο κέντρο στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας. Ένας άνθρωπος που σήκωνε επάνω του 90 χρόνια, είχε μια μοναδική ευρωστία και διάθεση κατά τη διαδρομή, μιλούσε για τη λογοτεχνική του σύνταξη, που αν την έπαιρνε (αν πρόφταινε) θα καλλιτέρευε λίγο τα δύσκολα οικονομικά του. (…) Όταν φτάσαμε στη θάλασσα, θυμήθηκε πως δεν είχε πάρει το μαγιό του. Τον είδαμε να φεύγει μακριά μας και να πέφτει στη θάλασσα τσίτσιδος. Απομακρύνθηκε, τον βλέπαμε να κολυμπά στα βαθιά σαν δελφίνι. Ύστερα πήγαμε στο κέντρο, παράγγειλε για τον εαυτό του ενάμισι κιλό λιθρίνια (ναι! ενάμισι) και τα έφαγε όλα πεσμένος αμίλητος επάνω στο πιάτο. Ήπιε κρασί, έφαγε φρούτα, μίλησε με πόνο για την κατάσταση, για το Βουτυρά, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, είπε διάφορα ανέκδοτα. Σε μια στιγμή, από μια παρέα στο βάθος, ακούστηκαν χειροκροτήματα. “Ο  Βάρναλης, ο Βάρναλης! Γεια σου”. Και άλλα απ’ την άλλη πλευρά, και άλλα από πέρα. Σηκώθηκαν μερικοί νέοι και του φίλησαν το χέρι. Μια παλιά του θαυμάστρια τον φίλησε, την αγκάλιασε. Απάγγειλέ μας κάτι, του λέει μετά στ’ αυτί. Δεν απαγγέλω, δεν έχω φωνή, της λέει. Άρχισε εκείνη και απάγγειλε τους “Μοιραίους”. Σώπα, της λέει, θα μας πάρουν είδηση. Όταν έφυγαν από το τραπέζι μας και καταλάγιασε ο ενθουσιασμός, “να, είδες”, είπε συγκινημένος, “κάτι τέτοια με κρατούν στη ζωή κι ας είμαι πεταγμένος στο περιθώριο… αυτός ο λαός είναι μεγάλος, είναι σαν τη θάλασσα, ποτέ δεν ησυχάζει, ούτε λυγά, ούτε πέφτει. Κάτι μου λέει πως θ’ αξιωθώ να ζήσω και να χαρώ το θρίαμβό του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ “Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ”
άρθρο στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 1163 Χριστούγεννα 1975
 
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού: 26 παραθέματα από το έργο του Κ. Βάρναλη


Ο Κώστας Βάρναλης διηγείται το παρακάτω ανέκδοτο για τον Λορέντζο Μαβίλη που στα 1912 σκοτώθηκε υπηρετώντας ως εθελοντής (διοικητής λόχου στους γαριβαλδινούς του Αλ. Ρώμα):
Μια φορά ο λόχος του είχε μπει σ’ ένα μικρό χωριουδάκι πριν απ’ αυτόν. Γιατί δεν πήγαινε ποτές καβάλλα (όπως οι άλλοι λοχαγοί) μα με τα πόδια, για να υποφέρει τις ίδιες ταλαιπωρίες με τους στρατιώτες του. Οι στρατιώτες πέσαν αμέσως στο πλιάτσικο. Αλλά από ένα τόσο φτωχό χωριουδάκι τι να πάρουνε; Καμιά κότα, λίγη μπομπότα, λίγο ξεροτύρι. Όταν το έμαθε ο Μαβίλης, στενοχωρέθηκε πολύ και ντράπηκε. Δεν ήθελε ο δικός του λόχος να κάνει τέτοιες απρέπειες. Ας ήταν ο λόχος κανενός άλλου! Ή τουλάχιστον, μια κι ήταν ο δικός του, να μην το μάθαινε! Μα οι στρατιώτες του είχαν την ευγένεια να προσφέρουν και στο λοχαγό τους λίγη κότα ψητή. Ο Μαβίλης αρνήθηκε θυμωμένος. Και τότε ο Ρώμας γύρισε και του είπε γελώντας: «Μα μήπως η χτεσινή κότα που έφαγες, ήταν αγορασμένη;»
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΑΝΘΡΩΠΟΙ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
.
Ο Κώστας Βάρναλης γράφει για ένα «αδίκημα» του Παπαδιαμάντη: 
Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να, όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε… Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε! Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα.
Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλά ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κι είδε την κοπέλα να… γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του.  Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πήγε επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ “ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ, ΚΡΙΤΙΚΑ, ΣΟΛΩΜΙΚΑ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Στο παρακάτω βίντεο, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης διαβάζει έργα του:
 1- Από ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ: Πρόλογος, Το αηδόνι, Ο χορός των Ωκεανίδων, Η μάνα του Χριστού, Ο οδηγητής 
2- Από τους ΣΚΛΑΒΟΥΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ: Πρόλογος, Η έφοδο, Κένταυροι (από τα Ποιήματα) 
3- Ποιήματα: Οι μοιραίοι, Το πέρασμά σου, Ένας όλοι, Ζούγκλα, Στυλίτης, Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου, Ήταν αργά, Ο εχτρός, Επιτάφιος, Χινόπωρος, Το τραγούδι της φυγής.