Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Κούλουμα και καθαρή Δευτέρα, μερικά έθιμα και παραδόσεις...


Βασιλείου Σπύρος-Καρναβάλι στην Αθήνα
Η Καθαρά Δευτέρα είναι η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της νηστείας
του Πάσχα. Από τους λαογράφους θεωρείται ο επίλογος των βακχικών εορτών της Αποκριάς, οι οποίες ουσιαστικά αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα.

Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος την Καθαρά Δευτέρα «καθαρίζουν» ό,τι απόμεινε από τα μη νηστίσιμα φαγητά της αποκριάς, Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως π.χ. στην Ήπειρο, οι νοικοκυρές καθαρίζουν τις κατσαρόλες και όλα τα χάλκινα σκεύη από τα λίπη της αποκριάς με ζεστό σταχτόνερο μέχρι ν’ αστράψουν και βάφουν άσπρα τα πεζοδρόμια.

Το πιάτο της ημέρας περιλαμβάνει νηστίσιμα, ως αποτοξίνωση από το πλούσιο φαγοπότι της Αποκριάς. Χαλβάς, ταραμάς, ελιές, πίκλες, θαλασσινά, φασολάδα, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Τα νηστίσιμα συνοδεύονται από τη λαγάνα, ένα είδος άρτου χωρίς προζύμι, με ελλειπτικό σχήμα και πεπλατυσμένος για να ψήνεται εύκολα. Σχετικός και ο δημοτικός σατυρικός θρήνος:

Τ' ακούτε τι παράγγειλε η Καθαρή Δευτέρα;
Πεθαίν ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος
σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένεια
Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια

και στον τρανό τον πλάτανο, να μάσουμε στεκούλια.

Ο εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας στις εξοχές λέγεται Κούλουμα. Η ετυμολογία της λέξης έχει λατινική (κολούμνα=κολώνα ή κούμουλους=σωρός, κορυφή) ή αλβανική προέλευση (κόλουμ=καθαρός). Στον Δήμο Αθηναίων τα Κούλουμα γιορτάζονται στον Λόφο του Φιλοππάπου, όπως και σε πολλούς Δήμους της χώρας, με προσφορά φασολάδας και νηστίσιμων στους δημότες.


Απαραίτητο συμπλήρωμα της Καθαράς Δευτέρας αποτελεί το πέταγμα του χαρταετού, με τα ποικίλα χρώματα και σχέδια, από μικρούς και μεγάλους, πιθανόν για να πετάξουν μακριά κάθε έγνοια του χειμώνα, μια και μπαίνει η άνοιξη και όλα, τουλάχιστον στη φύση, είναι πιο χαρούμενα λόγω της ανθοφορίας και της βελτίωσης του καιρού.

Η έντονη αθυροστομία και η καυστική σάτιρα είναι από τα χαρακτηριστικά της Καθαράς Δευτέρας σε πολλούς εορτασμούς της ανά την επικράτεια:

Ο Αλευροπόλεμος στο Γαλαξίδι, είναι ένα έθιμο που διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρόλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Αποκριές για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άντρες. Φορούσαν μάσκες ή απλώς έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στη συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και η ώχρα.

Βλάχικος Γάμος στη Θήβα. Είναι ένα έθιμο που φθάνει στις μέρες μας περίπου από το 1830, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, δηλαδή οι τσοπάνηδες από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα. Το θέαμα είναι έξοχο, η γαμήλια πομπή πολύχρωμη, η μουσική που τη συνοδεύει (πίπιζες, νταούλια κ.ά.) εξαιρετικά ζωντανή.

Του Κουτρούλη ο Γάμος στη Μεθώνη Μεσσηνίας. Καρναβαλίστικος γάμος, που κρατάει από τον 14ο αιώνα. Στις μέρες μας, το ζευγάρι των νεονύμφων είναι δύο άντρες, που μαζί με τους συγγενείς πηγαίνουν στην πλατεία, όπου γίνεται ο γάμος με παπά και με κουμπάρο. Διαβάζεται το προικοσύμφωνο και ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι.

Βασιλείου Σπύρος-Καθαρή Δευτέρα

Στη Μεσσήνη Μεσσηνίας γίνεται η αναπαράσταση της εκτέλεσης μιας γερόντισσας, της γριάς Συκούς, που κατά την παράδοση, κρεμάστηκε στη θέση Κρεμάλα της πόλης, με εντολή του Ιμπραήμ Πασά, επειδή είχε το θάρρος, εξηγώντας του ένα όνειρο που είχε δει, να του πει ότι η εκστρατεία του και ο ίδιος θα είχαν οικτρό τέλος από την αντίδραση και το σθένος των επαναστατημένων Ελλήνων. Μετά την αναπαράσταση, μπορεί κάθε επισκέπτης να "κρεμαστεί" από τους ψευτοδήμιους της κρεμάλας. Το απόγευμα της Καθαράς Δευτέρας γίνεται η παρέλαση με μαζορέτες, άρματα, μεταμφιεσμένους μικρούς και μεγάλους και χορευτικά συγκροτήματα.

Μπουρανί στον Τύρναβο. Μπουρανί είναι μία χορτόσουπα δίχως λάδι, γύρω από την προετοιμασία της οποίας στήνεται ολόκληρο το σκηνικό του παιχνιδιού με φαλλικά σύμβολα και τολμηρά πειράγματα από τους μπουρανίδες.

Στην Κάρπαθο λειτουργεί το Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων. Κάποιοι κάνουν άσχημες χειρονομίες σε κάποιους άλλους και συλλαμβάνονται από τους Τζαφιέδες (χωροφύλακες) για να οδηγηθούν στο Δικαστήριο, που το αποτελούν οι σεβάσμιοι του νησιού. Τα αυτοσχέδια αστεία και τα γέλια ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι.

Στις κοινότητες Ποταμιά, Καλόξιδο και Λιβάδια της Νάξου οι κάτοικοι ντύνονται Κορδελάτοι ή Λεβέντες. Οι Κορδελάτοι είναι φουστανελοφόροι και η δεύτερη ονομασία τους Λεβέντες αποδίδεται στους πειρατές. Από κοντά τους ακολουθούν και οι ληστές, οι Σπαραρατόροι, που αρπάζουν τις κοπέλες για να τις βάλουν με το ζόρι στο χορό και στο γλέντι, που κρατάει ως το πρωί.

Στα χωριά Μέρωνα και Μελιδόνια του Ρεθύμνου αναβιώνουν έθιμα όπως το κλέψιμο της νύφης, ο Καντής, το μουντζούρωμα, τα οποία, σε συνδυασμό με το καλό κρασί και τους ήχους της λύρας, αποτελούν μια μοναδική εμπειρία.

Χατζηκυριάκος-Γκίκας Νίκος-Γλέντι στο ακρογιάλι, 1931 

Στη Σκύρο, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι με παραδοσιακές ενδυμασίες κατεβαίνουν στην πλατεία του νησιού, όπου χορεύουν και τραγουδούν τοπικούς σκοπούς.

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Οι Απόκριες στη λαογραφία και στη ζωγραφική...

 Αποτέλεσμα εικόνας για απόκριες
Στις 5 Φεβρουαρίου άνοιξε το Τριώδιο. Όταν λέμε "ανοίγει το τριώδιο", εννοούμε ότι αρχίζουν οι αποκριές.
Αυτή η περίοδος κράτησε χρονικά  3 εβδομάδες και προηγείται της Μεγάλης Σαρανταήμερης Σαρακοστής που ακολουθεί.
Αποκριά ετυμολογικά σημαίνει μακριά από το κρέας. (εκκλησιαστικά) Είναι η περίοδος προετοιμασίας του ανθρώπου, ψυχικής και σωματικής, για να βιώσει το Θείο Πάθος και την ανάσταση του Χριστού..
Η πρώτη εβδομάδα που προσδιορίζεται από την Κυριακή του «Τελώνου και Φαρισαίου», λέγεται προφωνή ή προφωνέσιμη, επειδή, σε παλιότερα χρόνια κάποιος από ένα μέρος ψηλό προφωνούσε, δηλαδή διαλαλούσε ότι αρχίζουν οι Απόκριες.
Η δεύτερη εβδομάδα με την Κυριακή του «Ασώτου», λέγεται κρεατινή ή ολόκριγια, επειδή τότε δεν κάνουν νηστεία και τρώνε κρέας.
Τέλος, η τρίτη εβδομάδα με την Κυριακή της «Τυρινής», που ολοκληρώνεται αύριο, λέγεται έτσι επειδή  το κύριο καρύκευμα του φαγητού είναι το τυρί.
Η περίοδος των τριών εβδομάδων συνδυάζεται με το έθιμο του «Καρνάβαλου» που είναι η θεότητα της Αποκριάς.
Είναι έθιμο του γλεντιού, της ψυχαγωγίας, του «μασκαρέματος». Ένα έθιμο διαχρονικό, που συναντάται σε όλες τις κουλτούρες και δεν θα μπορούσε μα μην αποτελέσει πηγή έμπνευσης και στη ζωγραφική...


Elin Bogomolnik
Gian Domenico Tiepolo

Alexis Bafcop

Jean Jansem - Les florentines

Jean Jansem

Jean Jansem

Miro 


Roussimoff

Roussimoff
Elena Podkorytova
ΑΠΟ http://rus-art.com/painters/podkorytova/



Elena Podkorytova 
ΑΠΟ http://rus-art.com/painters/podkorytova/

Judi Babcock

Judi Babcock

David Ter-Avanesyan

Joan Zylkin - Bar Mitzvah Painting with Carnival Theme

Pieter Bruegel the Elder -Ο αγώνας μεταξύ Αποκριάς και Σαρακοστής

James Ensor - Καρναβάλι στη Φλάνδρα 1931

Jose Gutierrez Solana -Καρναβάλι σ ένα χωριό 

Fyodor Bronnikov - Καρναβάλι στη Ρώμη 1860 

Εμμανουήλ Ζαϊρης - Καρναβάλι στην Αθήνα 1930 

Νικόλαος Γύζης - Καρναβάλι στην Αθήνα 1892

Paul Signac - Καρναβάλι στη Νίκαια 

Felix Labisse -  Μεγάλο καρναβάλι Οστάνδη 1934 
 Diego Rivera - καρναβάλι στη μεξικάνικη ζωή. Δικτατορία 1936
Georges Lemmen - καρναβάλι, το Carousel 

Francis Picabia - Καρναβάλι 



Και

Σπύρος Βασιλείου – Το τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας

Lorna Millar, Kite Flyers

Adam Emory Albright

Γιάννης Μαγγανάρης -Ο Χαρταετός. Λάδι σε καμβά

Σπύρος Βασιλείου 

Αλέκος Φασιανός

Τους πίνακες στους οποίους αναγράφονται και οι τίτλοι τους  πήραμε από  http://www.alexiptoto.com/

Η μάσκα στο ρεμπέτικο τραγούδι: Σύμβολο υποκρισίας και διπροσωπίας για τη γυναίκα...



Αποτέλεσμα εικόνας για αποκριάτικες μάσκες εικόνες 
 Η μάσκα στα ρεμπέτικα τραγούδια αναφέρεται, κυρίως, σαν σύμβολο υποκρισίας και διπροσωπίας. Κι αφού, η μάσκα, η υποκρισία, η διπροσωπία είναι όλα γένους θηλυκού, ενώ οι συντελεστές των τραγουδιών είναι γένους αρσενικού, όπως ήταν αναμενόμενο, στο εδώλιο του κατηγορουμένου, στα περισσότερα από τα τραγούδια αυτά βρίσκεται η «άπιστη και διπρόσωπη Εύα, η δίγνωμη, η ψεύτρα, η πονηρή, η τρελή, η αχάριστη, η μπαμπέσα» γυναίκα, που παρελαύνει στην στιχουργία των ρεμπέτηδων.




Επειδή η κοινωνία μας δεν είναι αταξική και δεδομένου ότι η πάλη των τάξεων συνεχίζεται, οι κοινωνικές διαφορές ΚΑΙ στον έρωτα, είναι πάντα διαχρονικές, που στον Ελληνικό κινηματογράφο έχουν γυριστεί αναρίθμητα έργα (βλέπε Ξανθόπουλο και Τασώ Καββαδία). Λοιπόν, έχουμε και λέμε:


1. Τραγιάσκα (Μη μου μιλάς με μάσκα)

Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης (Τσάντας)
Μουσική: Απόστολος Χατζηχρήστος

Εγώ την μοίρα μου την ξέρω
είναι γραφτό μου να υποφέρω
μην μου μιλάς με μάσκα
το βλέπω πως δεν μ' αγαπάς

γιατί φορώ τραγιάσκα



Γιατί μ' αφήνεις να ελπίζω

αφού το τέλος το γνωρίζω

μην μου μιλάς με μάσκα

το βλέπω πως δεν μ' αγαπάς

γιατί φορώ τραγιάσκα



Θα 'ρθει καιρός που θα μ' αφήσεις

κι αλλού αγάπη θα ζητήσεις

μην μου μιλάς με μάσκα
το βλέπω πως δεν μ' αγαπάς
γιατί φορώ τραγιάσκα
******************************** ********************************
Απόστολος Χατζηχρήστος
Ήταν κυρίως συνθέτης και τραγουδιστής, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικός μπουζουξής και στιχουργός. Εκτός όμως απ' το καλλιτεχνικό μέρος, επρόκειτο για έναν γλυκύτατο άνθρωπο, έναν τρυφερό και δίκαιο πατέρα-οικογενειάρχη, έναν πιστό φίλο και ...ακραία γενναιόδωρο χαρακτήρα, ακόμα και μέσα στην περίοδο της Κατοχής, αλλά και στα κατοπινά χρόνια της φτώχειας. Γεννήθηκε το 1904 στο Κοκαριαλί, ένα όμορφο προάστιο της Σμύρνης. Η οικογένειά του ήταν πλούσια και γι' αυτό τού δόθηκε από παιδί η δυνατότητα να ασχοληθεί με τη μουσική, μαθαίνοντας πιάνο, κιθάρα και ακορντεόν.

2. Μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη
Στίχοι: Γιάννης Λελάκης
Μουσική: Απόστολος Χατζηχρήστος

Μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη
μη μου μιλάς με μάσκα
γιατί έχω κι εγώ καρδιά, 
τι κι αν φορώ τραγιάσκα.

Μη σε θαμπώνουν τα λεφτά, 
μη σε γελούνε φως μου, 
μες στο καλύβι μου θα βρεις
τις εμορφιές του κόσμου.

Κι αν είμαι μάτια μου φτωχός, 
έχω καρδιά με μπέσα, 
μαζί με μένα σαν θα `ρθείς
θα ζεις σαν πριγκιπέσσα.

Ελαφρώς μελαγχολικό τραγούδι του 1940, στίχοι που αποπνέουν ευγένεια, όπως η ξεχωριστή μελωδική, τενόρικη φωνή του δημιουργού του, του Απόστολου Χατζηχρήστου.
******************************************************
3. Βγάλε τη μάσκα
Στίχοι & Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης

Για μένα πάντα θα μείνεις ξένη, 
ψεύτρα γυναίκα, ψεύτρα καρδιά, 
βγάλε τη μάσκα σου να σε γνωρίσω 
κι ας καθαρίσουμε τούτη τη βραδιά, 
βγάλε τη μάσκα σου να σε γνωρίσω 
κι ας καθαρίσουμε τούτη τη βραδιά.

Την πονηριά σου κανείς δε φτάνει, 
άλλα πιστεύεις κι άλλα μου λες, 
βγάλε τη μάσκα σου να ξηγηθούμε, 
γιατί αργότερα άδικα θα κλαις, 
βγάλε τη μάσκα σου να ξηγηθούμε, 
γιατί αργότερα άδικα θα κλαις.

Πες μου ποια είσαι, πες μου τι θέλεις 
κι άκου και μένα τι θα σου πω, 
βγάλε τη μάσκα σου να μ’αγαπήσεις, 
πέτα τη μάσκα σου για να σ’αγαπώ, 
βγάλε τη μάσκα σου να μ’αγαπήσεις,
πέτα τη μάσκα σου για να σ’αγαπώ.
**************************************************
4. Δεν πρόσεξα τη μάσκα που φορούσες
Στίχοι & Μουσική: Πάνος Πετσάς

Ένα σφάλμα έχω κάνει στη ζωή μου,
που επίστεψα τη ψεύτρα σου καρδιά
και ενόμισα πως θα 'σουνα δική μου,
μες στη ψεύτικη ζωή παντοτινά.

Δεν επρόσεξα την μάσκα που φορούσες
και επίστεψα αλήθεις πως μου λες,
δεν κατάλαβα και συ πως με γελούσες
και πως ήσουν μια γυναίκα απ' τις πολλές.

Ένα σφάλμα έχω κάνει ορισμένως,
πως σε πέρασα γυναίκα με καρδιά
και εβγήκα, δεν τ'αρνιέμαι γελασμένος
και την έπαθα για πρώτη μου φορά.

**********************************************************
Και για να κλείσω, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΜΑΣΚΕΣ τις Απόκριες, όταν θα μπουκάρει και ο μασκοφόρος Ζορό. "Μάσκες πουλάνε στο παζάρι", που λέει και ο Βαγγέλης Γερμανός.

5. Μάσκες
Στίχοι & Μουσική: Βαγγέλης Γερμανός

Σίδερα, κοτρόνια, βρέχει ο ουρανός, 
βρόντα το ταμπούρλο σου αρκουδιάρη, 
προκοπή δεν έχω κι είμαι μοναχός
σ’ αυτό τον κόσμο τον ζηλιάρη.

Είχα ένα φίλο, φίλο καρδιακό, 
ξενύχτι, γλέντι και σεργιάνι, 
πελώριο κι αχόρταγο θεριό, 
τον ρούφηξε της πόλης το ποτάμι.

Κίτρινα μάτια, στόματα φαρδιά
τίποτα δεν πήρατε χαμπάρι, 
το δρόμο αφήνω, χάνομαι στα στενά
παρέα μ’ ένα σκουπιδιάρη.

Φύσηξε αγέρι, φύσηξε βροχή
κι εγώ γυρίζω σαν τσακάλι, 
άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή
μες στο κενό και μες στη ζάλη.

Φουρτουνιασμένη, στείρα μου πηγή
αόρατε, μαύρε καβαλάρη, 
το καρναβάλι τέλειωσε κι αυτοί
μάσκες πουλάνε στο παζάρι.

Λαβύρινθο και πόρτα μυστική
σκάβω στο χώμα σαν σκαθάρι, 
άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή

μάσκες πουλάνε στο παζάρι.
********************************************************

                                                                Πηγή:goodmusicandphotography.blogspot.gr

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Σαν χθες, 10 Φεβρουαρίου 1898, γεννήθηκε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898 - 1956)...





Αποτέλεσμα εικόνας για μπέρτολτ μπρεχτ


Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht, 10 Φεβρουαρίου 1898 – 14 Αυγούστου 1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του «επικού θεάτρου»  στη Γερμανία.
 Θα δημοσιεύσουμε τις «πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια», όπως μίλησε για αυτές ο Μπρεχτ, το 1935, στο Παρίσι, στο Συνέδριο για την υπεράσπιση της κουλτούρας.
   Παράλληλα θα παραθέσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα του Μπρεχτ για το ρεαλισμό στην τέχνη, εκτιμώντας ότι οι απόψεις του αυτές αφορούν και την ίδια την πραγματικότητα, την ίδια τη ζωή.
«Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια»
   Έγραφε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ: 
«Όποιος θέλει να πολεμήσει την ψευτιά και την αμάθεια και να γράψει την αλήθεια έχει να ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες.
Πρέπει να έχει το θάρρος να γράψει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν, την εξυπνάδα να την αναγνωρίσει παρόλο που την σκεπάζουν παντού, την τέχνη να την κάνει ευκολομεταχείριστη σαν όπλο, την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποκτήσει δύναμη,  την πονηριά να τη διαδώσει ανάμεσα τους.
Αυτές οι δυσκολίες είναι μεγάλες για εκείνους που γράφουν κάτω από το φασισμό, υπάρχουν όμως και γι’ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν ακόμα και για όσους γράφουν σε χώρες της αστικής ελευθερίας»1.
   Ο Μπρεχτ περιέγραφε αναλυτικά τι εννοούσε με αυτές τις πέντε δυσκολίες και ανακεφαλαιώνοντας σημείωνε:
«Κι όλες αυτές τις πέντε δυσκολίες πρέπει να τις ξεπερνάμε ταυτόχρονα, γιατί δεν μπορούμε να ερευνάμε την αλήθεια για τις βάρβαρες συνθήκες χωρίς να σκεφτόμαστε εκείνους που υποφέρουν κάτω απ’ αυτές, και καθώς, διώχνοντας κάθε πειρασμό δειλίας, γυρεύουμε τις αληθινές αιτίες με τη σκέψη μας στραμμένη σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους, πρέπει ταυτόχρονα να σκεφτόμαστε και πώς θα τους δώσουμε την αλήθεια με τρόπο που να ‘ναι στα χέρια τους όπλο και με τόση πονηριά, που η μετάδοση αυτή να μην μπορεί ν’ ανακαλυφθεί και να εμποδιστεί απ’ τον εχθρό. Τέτοιες, λοιπόν, είναι οι απαιτήσεις μας, όταν ζητάμε από τους συγγραφείς να γράψουν την αλήθεια»2.
Ο ρεαλισμός και ο Μπρεχτ
   Ο Μπρεχτ «διείδε την αναγκαιότητα για τη δημιουργία νέων προοδευτικών «περιεχομένων» στη λογοτεχνία σε αξεδιάλυτη συνάρτηση με τη δημιουργία νέων, προοδευτικών, λογοτεχνικών μορφών»3.
   Αυτό υποστήριξε και αυτό έπραξε.
   

Το 1938 έγραφε, απαντώντας σε εκείνους που τον κατηγορούσαν για φορμαλισμό:
«Επειδή στον τομέα μου είμαι καινούργιος φωνάζουν μερικοί διαρκώς ότι είμαι φορμαλιστής. Στα έργα δε βρίσκουν τις παλιές φόρμες χειρότερες, βρίσκουν πως έχω νέες φόρμες και έχουν τη γνώμη ότι είναι οι φόρμες που με ενδιαφέρουν. Όμως εγώ διαπίστωσα ότι μάλλον περιφρονώ τις φόρμες. Σε διαφορετικές χρονικές περιόδους μελέτησα τις παλιές φόρμες της ποίησης, του διηγήματος, της δραματουργίας και του θεάτρου και τις απέρριψα μόνο όσες φορές στάθηκαν εμπόδιο σε αυτό που ήθελα να πω. Σχεδόν σε κάθε τομέα άρχισα συμβατικά»4….
   Ο Μπρεχτ τόνιζε πως
«μόνο τα καινούργια περιεχόμενα αντέχουν σε καινούργιες φόρμες. Και μάλιστα τις απαιτούν. Συγκεκριμένα, αν βίαζε κανείς τα νέα περιεχόμενα και τα έβαζε στις παλιές φόρμες, αμέσως θα επερχόταν πάλι ο ολέθριος διαχωρισμός του περιεχομένου με τη φόρμα, γιατί η φόρμα  -που τώρα θα ήταν παλιά – θ’ απομακρυνόταν από το περιεχόμενο , που θα ήταν καινούργιο. Η ζωή που διαδραματίζεται στη χώρα μας , όπου τα θεμέλια αλλάζουν ριζικά, δεν μπορεί ν’ απεικονιστεί από μια λογοτεχνία στην παλιά μορφή, ούτε να επηρεαστεί από μια τέτοια λογοτεχνία»5.
   Παράλληλα, επεσήμανε ότι
«ο ρεαλισμός στην τέχνη αντιμετωπίζεται πάρα πολύ συχνά σαν καθαρά καλλιτεχνική υπόθεση», προσθέτοντας με νόημα ότι «ο καλλιτέχνης μπορεί να πάρει απέναντι ακόμα και στη δική του τέχνη τόσο μια μη ρεαλιστική, όσο και μια ρεαλιστική θέση» 6.
   
Και σημείωνε:
   «….ο ρεαλιστής συγγραφέας συμπεριφέρεται ρεαλιστικά απέναντι στα πάντα: απέναντι στους αναγνώστες του, στον τρόπο γραφής του (δηλαδή απέναντι στον εαυτό του), απέναντι στο υλικό του. Παίρνει υπόψη του την κοινωνική θέση των αναγνωστών του, σε ποια τάξη ανήκουν, ποια είναι η τοποθέτησή τους απέναντι στην τέχνη και ποιοι οι επίκαιροι στόχοι τους. Εξετάζει σε ποια τάξη ανήκει ο ίδιος. Φροντίζει προσεχτικά το υλικό του και το κρίνει με προσοχή.
    Δεν απαγάγει τους αναγνώστες του από την πραγματικότητά τους για να τους μεταφέρει στη δική του, δεν κάνει τον εαυτό του μέτρο όλων των πραγμάτων, δεν προμηθεύεται τελικά μερικά εντυπωσιακά πλαίσια, λίγο χρωματισμό, μερικά σαφή κίνητρα και δεν αντλεί τη γνώση του για την πραγματικότητα απλά και μόνο από αισθησιακές εντυπώσεις, αλλά αφαιρεί από τη φύση της κατεργαριές της, με τη βοήθεια όλων των μέσων της πράξης και της γνώσης και παρουσιάζει τις νομοτέλειες της με έναν τρόπο ώστε να μπορούν να πάρουν  μέρος μέσα στην ίδια τη ζωή, τη ζωή της ταξικής πάλης, της παραγωγής, των ιδιαίτερων πνευματικών και σωματικών αναγκών της εποχής μας. (…) Αντιλαμβάνεται και χειρίζεται την τέχνη σαν ανθρώπινη πρακτική, με ειδικές ιδιαιτερότητες, δική της ιστορία, αλλά βασικά σαν πρακτική ανάμεσα σε άλλες και σε σχέση με άλλες»7.
   Με λίγα λόγια:
«Αντί να είστε καλοί μονάχα, προσπαθείστε/ Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που κάνει/Δυνατή την καλοσύνη, η καλύτερα/ Περιττή! Αντί να είστε λεύτεροι μονάχα, προσπαθείστε / Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να λευτερώνει όλους. Που να κάνει την αγάπη για λευτεριά/ Περιττή! Αντί να είστε λογικοί μονάχα, προσπαθείστε / Να δημιουργήσετε μια κατάσταση/ Που να μεταβάλλει το παράλογο στον άνθρωπο/ Σε μια επιχείρηση κακή!»8
***
1.Μπέρτολτ Μπρεχτ, Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια (1935), Αθήνα, Στοχαστής, 2010. σ. 15- 2.Ό.π, σ. 36 –3. Γιώργος Βελουδής,Γραμματολογία – Θεωρία Λογοτεχνίας, Αθήνα, Πατάκη, 2001,σ.82 –4. Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Το ζήτημα της φόρμας μάλλον περιφρονείται» (1938), περ. Πολιτιστική, τ. 39-41, Αθήνα, Ιανουάριος – Μάρτιος 1987, σ. 162 –5. Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Φορμαλισμός και νέες φόρμες» (1950), περ. Πολιτιστική, τ. 39-41, Αθήνα, Ιανουάριος – Μάρτιος 1987, σ. 166-167 – 6.Βertolt Brecht, Sur le réalisme ,«Notes sur l’ écriture réaliste» (1940), Paris, L’ Arche, 1970, p.159 – 7.Ό.π, p.164 – 8. Μπέρτολτ Μπρεχτ, 76 Ποιήματα, μετφρ: Πέτρος Μάρκαρης, Αθήνα, Θεμέλιο, 2000, σ. 36.


Μερικά από αποσπάσματα από βιβλία του:
Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι, είσαστε χαμένοι. Φίλος σας είναι η αλλαγή, η αντίφαση σύμμαχός σας. Από το τίποτα πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί πρέπει να γίνουν τίποτε. Αυτό που έχετε απαρνηθείτε το, και πάρτε αυτό που σας αρνιούνται.

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαΐ. Ο λόγος: έχουνε κιόλας φάει.
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δεν μπορούν χωρίς εσένα να πεθάνουν, πες μου, τι σημασία έχει το ότι δεν υπάρχεις;

Εσύ, που είσαι αρχηγός, μην ξεχνάς πως έγινες ό,τι είσαι επειδή είχες αμφιβάλει για άλλους αρχηγούς. Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς να αμφιβάλλουνε κι εκείνοι.

Ένας ξένος ταξιδιώτης που γύριζε από το Τρίτο Ράιχ και τον ρωτήσανε ποιος κυβερνάει στ’ αλήθεια εκεί κάτω, αποκρίθηκε: Ο τρόμος.

Κάλλιο, αλήθεια, πεινασμένος να ‘σαι παρά τους πεινασμένους να φοβάσαι!

Απόσπασμα από το «κουραστηκες»:
“Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.
Γονάτισες, δε μπορείς άλλο να τρέχεις.
Κουράστηκες, δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούργια.
Ξόφλησες: Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.
Μάθε λοιπόν: εμείς το ζητάμε.
Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει:
σήκω το φαΐ είναι έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαΐ;
Σαν δεν μπορείς άλλο να τρέχεις,θα μείνεις ξαπλωμένος.
Κανείς δε θα σε ψάξει για να πει: “έγινε επανάσταση, τα εργοστάσια σε περιμένουν”.
Γιατί να ’χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν,είτε φταις που πέθανες, είτε όχι.
Λες: πολύν καιρό αγωνίστηκες. δε μπορείς άλλο πια ν’ αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν: είτε φταις, είτε όχι σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις θα πεθάνεις.
Λες: πολύν καιρό ήλπιζες,δεν μπορείς άλλο πια να ελπίσεις.Ήλπιζες τι;
Πώς ο αγώνας θαν’ εύκολος;
Δεν είν’ έτσι.Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.
Είναι τέτοια που αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει θα χαθούμε.
Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.
Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του, οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη”.

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Νίκος Ξυλούρης, ο Αρχάγγελος της Κρήτης (1937-1980)

Αποτέλεσμα εικόνας για νίκος ξυλούρης
Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού,
σβήνω κυλώντας στα νερά.
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές
του λιβανιού,
πήρα το δρόμο της σποράς.

Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι

του σπαθιού,
είχα τον ύπνο του λαγού.
Αγνάντευα την πυρκαγιά
της θεμωνιάς
αμίλητος την ώρα της συγκομιδής,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.

Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς,

το άλογο στ' αλώνι να ψυχομαχεί,
πήρα ταγάρι ζητιανιάς.

 Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου του 1980, σε ηλικία μόλις 44 ετών ο Αρχάγγελος της Κρήτης όπως τον "βάφτισε" η Τζένη Καρέζη "φεύγει" απ' τη ζωή μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο...η ψυχή του και η φωνή του όμως παραμένει ζωντανή στις ψυχές των Κρητών σε ολόκληρο τον κόσμο που τον σιγοτραγουδούν ακόμη και σήμερα, κρατώντας άσβηστη την φλόγα της κρητικής λεβεντιάς.!!!

Το Ιστολόγιο, τιμώντας τον μέγιστο των λαϊκών βάρδων, ξεφυλλίζει το λεύκωμα της σύντομης αλλά τόσο μεστής ζωής του...

Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στα Ανώγεια Ηρακλείου στις 7 Ιουλίου κάπου στο τέλος της δεκαετίας του '30. Η ημερομηνία γέννησης του δεν είναι ακριβής γιατί το φθινόπωρο του 1941 το χωριό Ανώγεια καταστράφηκε και μαζί του καταστράφηκαν και τα χαρτιά όλων των κατοίκων του χωριού. Ετσι χάθηκαν και χαρτιά του Νίκου Ξυλούρη με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η ημερομηνία γέννησης του.
Η οικογένεια του Ξυλούρη ήταν φτωχή και γενικά τα χρόνια εκείνα του 1930 ήταν δύσκολα για τους Ανωγιανούς. Λίγο το λάδι, λίγο το ψωμί, ο τόπος ξερός για να φυτέψεις, να ποτίσεις και το χωριό εντελώς κατεστραμμένο. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης ο Νίκος Ξυλούρης κάνει τα πρώτα του βήματα.
Σε νεαρή ηλικία , στην τρίτη μόλις τάξη, παρακαλεί τους γονείς του να του πάρουν μια λύρα και να τον αφήσουν να συνεχίσει την δουλειά του παππού του. Αλλά ο πατέρας του, Γιώργος Ξυλούρης, είναι ανένδοτος, θέλει ο γιος του να μάθει γράμματα και να σπουδάσει. Τελικά όμως ο Νίκος, με τη βοήθεια του δασκάλου του, ο οποίος πίστεψε στο ταλέντο του, καταφέρνει να πείσει τον πατέρα του. Ετσι ένα πρωινό αγοράζει από το Ηράκλειο την πιο όμορφη λύρα. Τα όνειρα του Νίκου παίρνουν σάρκα και οστά. Το τραγούδι γίνεται από εκείνη τη στιγμή ο σκοπός της ζωής του. Κανείς πια δεν μπορεί να τον εμποδίσει. Αλλά ούτε και ο ίδιος θα μπορούσε να φανταστεί πως με το τραγούδι του θα έφερνε μια μέρα μηνύματα αγάπης και λευτεριάς και θα ξεσήκωνε ολόκληρη την Ελλάδα.


Όπως ο ίδιος αφηγούνταν, στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.

« ... Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και ‘μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά - σιγά ν΄ αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική».

Τέλη του 1958 έρχεται η πρώτη ηχογράφηση. Είναι το τραγούδι "Κρητικοπούλα μου" ("μια μαυροφόρα όταν περνά"). Λίγο νωρίτερα είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο και το 1960 έρχεται στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος και έξι χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ.


Φωνή αντίστασηςH φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της χούντας γίνεται σημαία αντίστασης.
Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια», του Γ. Μαρκόπουλου σε στίχους K. X. Μύρη.
Συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μ. Ελευθερίου, Γ. Σκούρτη, Ερ. Θαλασσινού και του συνθέτη, ενώ συνεργάζεται με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας».


Το καλοκαίρι του 1973, κι ενώ η αμερικανοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών ήταν και έδειχνε ακόμα πανίσχυρη , η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν στο θέατρο “Αθήναιον” το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη “το μεγάλο μας τσίρκο”. Στο έργο αυτό, μέσα από σατιρικά και δραματικά νούμερα και τραγούδια γινόταν μια αναδρομή στην ιστορία της Ελλάδας από την Τουρκοκρατία, τον Όθωνα και τους υπόλοιπους κυβερνήτες της ανεξάρτητης Ελλάδας ως την Μικρασιατική καταστροφή, τον πόλεμο του ’40 και το – τότε – σήμερα… Η μουσική του έργου ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου και τα τραγούδια της παράστασης απέδιδαν ο Νίκος Ξυλούρης και τα μέλη του θιάσου. Τα σκηνικά της παράστασης ήταν του Ευγένιου Σπαθάρη και στο θίασο πρωταγωνιστικούς ρόλους είχαν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Στέλιος Κωνσταντόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος. “Το Μεγάλο μας Τσίρκο” είχε μεγάλη απήχηση στο αθηναϊκό κοινό, και λόγω της μεγάλης προσέλευσης των θεατών οι παραστάσεις στο “Αθήναιον” χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων ως οι ” μαζικότερες – μέχρι το Πολυτεχνείο – πολιτικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας”. Σύντομα οι λογοκριτές της χούντας κατάλαβαν ότι το έργο δεν ήταν μια απλή κωμωδία αλλά περνούσε στον κόσμο αντιδικτατορικά μηνύματα και -αποφασίζωμεν και διατάσσωμεν - σταμάτησαν τις παραστάσεις. Οι πρωταγωνιστές του έργου συνελήφθησαν και η Τζένη Καρέζη κλείστηκε στη φυλακή για τρεις μήνες.. Το έργο ανεβαίνει ξανά από τον ίδιο θίασο μετά την πτώση της χούντας σε Αθήνα και επαρχία και γνωρίζει και πάλι τεράστια επιτυχία.
Τα τραγούδια μαζί με κάποια από τα συνοδευτικά νούμερα της παράστασης κυκλοφόρησαν σε βινύλιο το 1974, ενώ το 2003 έγινε επανέκδοση του δίσκου σε CD.Εντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα χαρακτηρίζει τον Ν. Ξυλούρη και κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Τραγουδά το σπουδαίο έργο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή - μελοποίηση ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, γραμμένα κατά την εξορία του στη Λήμνο. Είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: «Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, γύρω σε κάθε βήμα το συρματόπλεγμα, γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα, γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα... πολύ κρύο εφέτος...». «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα»...

Το 1975 παρουσιάζει ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα που θυμάμαι τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, κυκλοφορεί ο «Ερωτόκριτος», ενώ, παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου. Ακολουθούν τα «Ερωτικά», οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Γ. Μαρκόπουλου, τα «Αντιπολεμικά» των Λ. Κόκκοτου - Δ. Χριστοδούλου, τα «Ξυλουρέικα». Μετά το θάνατό του, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, κυκλοφόρησε το «Σάλπισμα», σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη, κ.ά. H «Μπαλάντα του κυρ Μένιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.

(Ο Κώστας Βάρναλης, που αποσύρθηκε στο βασίλειο της σιωπής το Δεκεμβριο του 1974, σε ηλικία 91 χρονών, ήταν ο τελευταίος της ανεπανάληπτης λογοτεχνικής τετράδας (Καζαντζάκης, Σικελιανός, Αυγέρης, Βάρναλης) και υπήρξε μιά ρωμαλέα και ισχυρή προσωπικότητα από τις πιό σεβάσμιες των γραμμάτων μας. Γεννήθηκε το 1883 στον Πύργο της Βουλγαρίας - Μπουργκάς - και σπούδασε στή φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας ανακηρύχτηκε διδάκτορας. Αργότερα μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, όπου παρακο λούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας, και υπηρέτησε σε διάφορα Γυμνάσια και στο Διδασκαλείο Μεσης Εκπαιδεύσεως. Οι γνώσεις του και η σοφία του θα του άνοιγαν το δρόμο του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά οι ιδεολογικές του πεποιθήσεις στάθηκαν αφορμή γιά την αντίδραση και τη στενοκεφαλιά της δικτατορίας του Παγκάλου, η οποία ύστερα από συκοφαντίες γιά δήθεν αντεθνικότητα και άλλες ανοησίες, τον έδιωξε το 1926 από την υπηρεσία του, κι έκτοτε έζησε εργαζόμε νος ως δημοσιογράφος και χρονογράφος.)
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου


Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.


...ο Nίκος Ξυλούρης δεν σπούδασε σχεδόν τίποτε, ούτε καν τις εγκύκλιες σπουδές ολοκλήρωσε. Εντούτοις, η τραγουδιστική φωνή του δασκάλεψε χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια Έλληνες, και όχι γιατί η δύναμη της τέχνης που υπηρέτησε ήταν μεταδοτική.

Στο συμπλήρωμα του χρόνου, μετά τη νομοτελειακή σχεδόν επικράτεια της ευτέλειας και της επιπολαιότητας, η φωνή του παραδίδει ξανά μαθήματα ήθους και ειλικρίνειας, επαναφέρει στο προσκήνιο την Ελλάδα, που ψάχνει, στα τυφλά αλλά μανιωδώς, να δασκαλέψει τα παιδιά της στους χαλεπούς καιρούς που την τυραννούν. Και τούτο, γιατί δεν είδε το τραγούδι σαν επάγγελμα, το έβλεπε, έλεγε, ως γιακιλίκι και ερμήνευε ευθύς τη λέξη: έρωτας και πάθος, γιατί το κρητικό τραγούδι, συνήθιζε να λέει, είναι ταυτόχρονα κοινωνικό κι ερωτικό.
"Εφυγε" τον Φεβρουάριο του ’80, ανάμεσα σε φίλους.
Πώς αλλιώς, ε; (!)
«έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά»...

Ήρθε κι έφυγε, σαν φλόγα σπινθήρισε, φούντωσε, έλαμψε, έσβησε. Έτσι, λίγο διαρκούν οι δυνατές φλόγες. Ήταν, χωρίς ίσως να το θέλει η συνείδηση της Κρήτης...

...είχα την τιμή, την τύχη και το προνόμιο σε μικρή ηλικία όταν ερχόμασταν διακοπές στην Ελλάδα να γνωρίσω προσωπικά το Νίκο Ξυλούρη, το Νικόλα για μας...θυμάμαι έναν άντρα αγέρωχο, λεβέντη, σεμνό, ταπεινό στις εκδηλώσεις λατρείας και θαυμασμού...μ' ένα βλέμμα καθάριο, το πιο καθαρό βλέμμα που έχω δει ποτέ σε άνθρωπο...όλα αυτά τότε δεν τα πολυκαταλάβαινα κι αν θέλετε με ξένιζαν κιόλας, ίσως να τα θεωρούσα και υπερβολικά γιατί για μένα ο Νικόλας δεν ήταν το είδωλο, ο αγωνιστής, ο ιδεολόγος ήταν απλά ο Νικόλας, ο φίλος της οικογένειας...αργότερα μεγαλώνοντας κι εντρυφώντας στη ζωή και το έργο του, μπόρεσα να καταλάβω και να δικαιολογήσω όλα όσα συνέβαιναν τότε και να μακαρίζω την τύχη μου γιατί το μόνο που αξίζει τελικά στη ζωή όσο ψηλά κι αν βρίσκεται κανείς
είναι να παραμένει...ΑΝΘΡΩΠΟΣ.!