Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Αποκριές στην παλιά Αθήνα...


Μετά τους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επικρατούσαν μελαγχολία και κατήφεια.  Από το 1920 και για μια δεκαετία δεν γινόταν καρναβάλι στην Αθήνα, παρά μόνο αποκριάτικοι χοροί που συνδύαζαν τη φιλανθρωπία με την ψυχαγωγία. Οι Αθηναίοι του μεσοπολέμου φορώντας φράκα και τουαλέτες το είχαν ρίξει στον χορό πάνω στα παρκέ και κόντευαν να ξεχάσουν τα γλέντια στους δρόμους και στις γειτονιές. Ωσπου το 1931 το Κομιτάτο της Αποκριάς είχε την ιδέα να αναβιώσει την παλιά αθηναϊκή Αποκριά.
Στην παλιά Αθήνα, στις γειτονιές του Ψυρρή και της Πλάκας, ξαναζωντανεύει η Αποκριά του παλιού καιρού με φουστανέλες, σουραύλια, πίπιζες, ζουνάρια και φέσια καπετανέικα, λυχνάρια αθηναίικα με τα πέντε φιτίλια, με στολισμένες ταβέρνες να συναγωνίζονται ποια θα είναι η καλύτερη, με γιορτινά σπίτια αρματωμένα με χράμια, στρωσίδια του αργαλειού κι όλα τα προικιά, με κεράσματα στους μασκαράδες, τους μακαντάσηδες, τους γλεντοκόπους, με το γαϊτανάκι, την γκαμήλα, το αλογάκι, τα ρόπαλα, με θιάσους φασουλήδων, με τον ποιητή του κάρου και τις μουσικές του δήμου και της φρουράς.
Το Κομιτάτο της Αποκριάς που διοργανώνει τη μεγάλη γιορτή είναι μια μεικτή επιτροπή από τον Οργανισμό Τουρισμού, με διευθυντή τον Κοκό Μελά και τμηματάρχη τον Στέλιο Χιλιαδάκη, τον Δήμο Αθηναίων –δήμαρχος τότε ο Σπύρος Μερκούρης–, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και κατοίκους της Πλάκας και του Ψυρρή. Για να δώσει κίνητρο προκηρύσσει χρηματικά βραβεία και επαίνους. Συναγερμός στην Πλάκα και στου Ψυρρή, που για δυο μέρες ξαναζωντανεύουν τα παλιά μεγαλεία, τα παλιά ζέφκια, οι παλιοί καημοί, οι παλιοί τύποι και τα παλιά αθηναϊκά τραγούδια.
Ταβέρνες, καφενεία και μαγειριά στολίζονται με κιλίμια, φλοκάτες και παλιά αθηναίικα ταγάρια, τσότρες, τσίτσες και φλασκιά, γλόμπους, σημαιούλες και πολύχρωμα χαρτιά. Στα τραπέζια λαδολύχναρα και τα μεγάλα αθηναϊκά λυχνάρια με τα πέντε φιτίλια και στους τοίχους κρεμιούνται φοινικόκλαδα, καριοφίλια, κουμπούρια, σπαθιά, γιαταγάνια και μαυρομάνικα μαχαίρια σταυρωτά, φέσια κόκκινα με μακριά φούντα και οι εικόνες των ηρώων του Ψυρρή και των τύπων της Πλάκας.
Η εμφάνιση των σμόκιν και των μονόκλ
Οι ταβερνόβιοι της Πλάκας και του Ψυρρή θα ανεχτούν σιωπηλά τη βεβήλωση. Μπόρα είναι, θα περάσει. Γιατί και σμόκιν θα κάνουν την εμφάνισή τους και μονόκλ και γαλλικά θ’ ακουστούν «Ον μπουά ντι ρεζινέ, μα σερ» από τους σαχλέ ολέ που πίνουν τη ρεζινέ κομμένη με σόδα. Εκεί που ίσαμε χτες έπινε ένας μονάχος του, σήμερα στριμώχνονται πενήντα. Από το αποκριάτικο γλέντι θα λείπει ο μερακλωμένος που περιφρονεί την πλάση όλη και τα έγκατα της γης, που μπορεί πάνω στο ντέρτι του «να τραβήξει τον χαλκά της γης ν’ αναποδογυρίσει το σύμπαν», ο ασίκης με το ζωνάρι, το παλικάρι κι ο γεροντόμαγκας. Αυτοί θα εμφανιστούν σε σαράντα οχτώ ώρες που θα ’χει περάσει η φουρτούνα.
Οι μεζέδες είναι ελιές θρούμπες, που οι παλιοί τις λέγανε βελάνια, στουμπιστές μπεκάτσες (δηλαδή στουμπιστά κρεμμύδια που ήταν έδεσμα των φτωχών κρασοπατέρων), μαρίδες του Φαλήρου και μπακαλιαράκια στο τηγάνι, σπιτικό ψωμί σταρένιο, σουβλιστό αρνί, κοκορέτσι και λουκάνικα. Μαζί με την κνίσα από τη σούβλα και το τηγάνι ανακατεύονται στον αέρα ήχοι από σουραύλια, νταούλια, πίπιζες, ζουρνάδες, κλαρίνα, φλογέρες, τουμπελέκια, λατέρνες, μπουζούκια, κιθάρες, μαντολίνα και κουδούνια κομπλέ, δηλαδή χορωδίες πρίμο, τενόρο, σεκόντο, βαρύτονο και μπάσο που λένε παλιά αθηναίικα τραγούδια.
Αχ για θυμήσου και για πες
πόσες με γέλασες βραδιές
και μες στα ξημερώματα
φωνές και μαχαιρώματα.
Το κρασί ρέει άφθονο, ρετσίνα και κοκκινέλι, όπως τον παλιό καιρό που οι κρασοπατέρες σταμάταγαν το πιόμα το χάραμα, όταν εμφανιζόταν ο σαλεπιτζής.
Από το γιοματάρι
φέρνε, παιδί, και κέρνα.
Βαράτε τη λατέρνα,
κάθε καημός και πόνος
ας τυλιχτεί κι ας σβήσει,
με τους καημούς αντάμα
και της ψυχής το κλάμα
μες στο ποτήρι ας σβήσει.
Οι αυλές των σπιτιών καθαρές, στολισμένες και φωτισμένες δέχονται παρέες μασκαρεμένων, γνωστών και άγνωστων, γανωμένων όπως γινόταν παλιά, και οι νοικοκυρές τους κερνάνε. Στα μπαλκόνια, τα χαγιάτια και στις αυλές απλώνονται κιλίμια, χράμια, κεντημένα στρωσίδια, μπατανίες, κουβέρτες, λαχούρια, κοντογούνια, σημαίες, σημαιούλες, βεντάλιες και επιγραφές που χαιρετούν τους διαβάτες. Στα καλάθια λουλούδια, χαρτοπόλεμος και σερπαντίνες. Οι νοικοκυραίοι ντύνονται τα καλά τους και οι γυναίκες του σπιτιού παραδοσιακές φορεσιές.
Το αδιαχώρητο σε Πλάκα και Ψυρρή
Στους δρόμους και στις ταβέρνες του Ψυρρή και της Πλάκας επικρατεί το αδιαχώρητο. Γέλια, φωνές, σκουντήματα, πειράγματα, τραγούδια, σερπαντίνες, πανζουρλισμός. Κι ανάμεσα στους γλεντοκόπους ο Πορφύρας, ο Καμπούρογλου, ο Τίμος Μωραϊτίνης, η Ελένη Παπαδάκη, ο Αιμίλιος Βεάκης κι άλλοι γνωστοί άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης.
Μέσα στην ανθρωποπλημμύρα ξεχωρίζουν οι μασκαράδες. Γενοβέφες, ιππότες, πιερότοι, κολομπίνες… Ενας Πλακιώτης έχει ντυθεί κακούργα πεθερά. Είναι πρόσφατο το άγριο φονικό του Αθανασόπουλου από την πεθερά του Αρτεμη Κάστρου. Ο Πλακιώτης ανακηρύσσεται Αρτε-Μις Πεθερά 1931.
Ο ποιητής του κάρου, μια φιγούρα με πολλά γένια, πολλά μαλλιά και μεγάλη γραβάτα, απαγγέλλει τους σατιρικούς στίχους του κι κόσμος στριμώχνεται γύρω από το κάρο για ν’ ακούσει:
Κι η παλιά εφημερίδα
που ’χε χίλιες δυο ειδήσεις,
μα και δεκαέξι φύλλα
που μπορούσες να σαστίσεις.
Με μια μόνη πενταρίτσα
είχες τέλειο ραβαΐσι.
Διάβαζες όλη τη μέρα
κι έκανες και άλλη χρήση.
Ο ποιητής του κάρου είναι φόρος τιμής στον Παναγιώτη Θεοδοσίου, έναν αμίμητο τύπο της παλιάς Αθήνας, που όταν πέρναγε με τον αραμπά και την κωμική συνοδεία του, οι νοικοκυρές, οι καταστηματάρχες, οι υπηρέτριες και τα παραπαίδια, όλοι παρατούσαν τις δουλειές τους για ν’ απολαύσουν το θέαμα. Και πίσω από τον αραμπά έτρεχαν οι γαβριάδες. Ο Θεοδοσίου δεν ήταν άνθρωπος. Ηταν κέφι.
Οι καρδιές των νοσταλγών χτυπάνε πιο γρήγορα μόλις εμφανίζεται ο Αράπης με την άσπρη σκούφια και την άσπρη ποδιά –μαύρος γνήσιος, καλός, γελαστός, με τον ίδιο ήχο φωνής και τα ίδια αστεία του– και η Γκαμήλα. Η Γκαμήλα υπήρξε το έμβλημα της αθηναϊκής αποκριάς.
Φτιαχνόταν από σαγόνι αλόγου, ξύλα, προβιές και χαλιά. Ηταν η χαρά των πιτσιρικάδων που χώνονταν από κάτω και τη ζωντάνευαν κάνοντάς τη να χορεύει, να τρέχει, ν’ αρπάζει τα καπέλα των περαστικών. Ο γκαμηλιέρης τραγουδούσε:
Πορτοκάλι ψάρεψε,
βρε κυρα-νταρντάνα.
Το γλέντι δίνει και παίρνει στα ταβερνάκια της Πλάκας και του Ψυρρή. Είναι ξημερώματα και αντί να λιγοστεύει, δυναμώνει. Στον Μωραΐτη, την υπόγεια ταβέρνα του Κοντοβαζενίτη στην οδό Αριστοφάνους, σατιρίζουν τα καλλιστεία που έγιναν πρόσφατα και που η εκλογή των διάφορων «μις Κοκκινιά», «μις Παγκράτι» κ.λπ. μέχρι βγει η «μις Ελλάς», απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα. Βραβεύουν τη ρετσίνα του Κοντοβαζενίτη «μις Ρετσίνα» και ύστερα τη βγάζουν «μις Σταφύλιος» γιατί είναι η πιο αγνή απ’ όλες.
Μα κι η ταβέρνα του Κοντοβαζενίτη ήταν η καλύτερη απ’ όλες τις ταβέρνες του Ψυρρή. Πήρε μάλιστα και βραβείο για την ομορφιά της. Εκτός από την παλιά τοιχογραφία του Διογένη με το πιθάρι του, ο Κοντοβαζενίτης στόλισε την ταβέρνα του με οπλοθήκες ολόκληρες με καριοφίλια, γιαταγάνια, τσότρες, λυχνάρια, κατέβασε τις φωτογραφίες των διάφορων «μις» και κρέμασε εικόνες πολιτικών, έβαλε χωμάτινα πιάτα και για μεζέ είχε γουρουνίσια πηχτή.
Τις τελευταίες ώρες της τελευταίας Κυριακής της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς ακουγόταν το δίστιχο:
Μασκαράδες και πολίται,
στις Κολώνες να βρεθείτε!
που προσκαλούσε τους γλεντζέδες να βρεθούν την Καθαρή Δευτέρα στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Και τότε μασκαράδες και πολίτες εύχονταν:
Και του χρόνου καλύτερα!
Οι εφημερίδες γράφουν
Είχε επιτυχία η αναβίωση της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς; Δεν είχε; Οι εφημερίδες έγραψαν πολλά. Οι περισσότερες δηλαδή, γιατί υπήρξαν κι άλλες που απαξίωσαν το πανηγύρι με τηλεγραφικά κείμενα. Την καλύτερη αποτίμηση έκανε στη στήλη του ο ανεπανάληπτος Τζογές της «Βραδυνής».
Το μνημόσυνο!
Λοιπόν. Ξέρετε τι κάνανε χτες και προχτές οι Αθηναίοι στην Πλάκα και στου Ψυρρή; Δεν γιορτάσανε, κύριοι, τις απόκριες, δεν γιορτάσανε τα κάλλη της Πλάκας και του αλησμόνητου Ψυρρή, δεν ξανάζησε η Αθήνα μέσα στης Πλάκας τα στενά και κάτω από τα χαγιάτια. Δεν έγινε τίποτα το χαρμόσυνο. Ο,τι έγινε, έγινε με κλάμα, με πόνο, με παράπονο και πίκρα. Εγινε ένα μνημόσυνο της τεθνεούσης προ χρόνια Παλιάς Αθήνας. Οι καντάδες ήτανε μοιρολόγια και το κρασί που χύθηκε στα στόματά μας ήταν η «παρηγοριά». Το στόλισμα των χαγιατιών και οι χοροί, οι παλιοί οι ελληνικοί, ήτανε τα κόλλυβα. Η επιτροπή του Τουρισμού μας κάλεσε με τις μνημόσυνους προσκλήσεις της να παραστούμε ευαρεστούμενοι στο μνημόσυνο της αείμνηστης Παλιάς Αθήνας μας, την οποία τόσο προώρως επήρε ο χάρος του μοντερνισμού και ο Σπάθης ανέλαβε να μας τονίσει την επιμνημόσυνο δέηση, το «Τραγούδι της Αποκριάς», το οποίο κατασπάραξε την καρδιά μας χάρη στη μελωδία της μουσικής και μας έκανε κι αρρωστήσαμε χάρη στην αρλούμπα των στίχων της, οφειλομένων εις τον εμπνευσμένον μετα-ποιητήν κ. Χιλιαδάκην (!)
Επιμνημοσύνους ψαλμούς έψαλον πολλοί άλλοι Αθηναίοι, μεταξύ των οποίων και ο Ψυρριώτης Φλέτα κ. Πέτρος Επιτροπάκης:
Που ’σαι, μικρή Παλιά μου Αθήνα,
που ’χες θεό σου τη ρετσίνα
κι έκρυβε η γλάστρα δυο ματάκια
σαν άστρα
που πέταγαν φωτιές.
Που ’ν’ τα παλιά της Πλάκας κοριτσάκια
που σαν αφήναν το σκολειό,
τα ’βλεπες πίσω από τα κουρτινάκια
να κάθονται στον αργαλειό
και τα φαιδρά τους κι ασημένια γέλια
με μιαν ελπίδα τους γλυκιά
κι αυτά να πλέκουν εις τα κοπανέλια
στα φτωχικά τους τα προικιά.
Κι ύστερα ο άλλος σπαραχτικός επιμνημόσυνος ψαλμός της Πλάκας:
Χτίζουνε στα μπαλκόνια της
φωλιές τα χελιδόνια της
και πάνω από το Κάστρο της
τον Παρθενώνα έχει γι’ άστρο της.
Κι όταν σιγοψιχαλίζει
τα βασιλικά ποτίζει.
Ο Τζογές
Δημοσιεύτηκε στη «Στήλη του Τζογέ» τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 1931.
Σημειώσεις
• Ο Στέλιος Χιλιαδάκης ήταν τμηματάρχης του Οργανισμού Τουρισμού, ο οποίος Οργανισμός μαζί με τον Δήμο Αθηναίων, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, Ψυρριώτες και Πλακιώτες αποτελούσαν το Κομιτάτο της Αποκριάς. Ο Χιλιαδάκης έγραψε τους στίχους του Τραγουδιού της Αποκριάς και μάνι μάνι τσίμπησε το βραβείο που ήταν 1.500 δραχμές. Καθόλου λίγα!
Οπως λέει ο Τζογές, εκείνο που άξιζε από το Τραγούδι της Αποκριάς ήταν η μελοποίηση που έκανε ο Θ. Σπάθης (καθώς και η εκτέλεση που έκανε η χορωδία υπό τη διεύθυνσή του). Αλλά σώζονται μόνο οι αρλούμπες των στίχων με τους άπραγους νιους και τις βαριές κληματαριές, που βέβαια χειμωνιάτικα δεν ήταν βαριές γιατί δεν είχαν ούτε φύλλα ούτε τσαμπιά.
• Ο Φλέτα ήταν Ισπανός τενόρος που είχε έρθει στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1931 και έδωσε ρεσιτάλ.
• Ο Πέτρος Επιτροπάκης ήταν τενόρος, γέννημα θρέμμα του Ψυρρή.



Ο ποιητής του κάρου


Της Πλάκας οι κρασοπατέρες


Η περίφημη ταβέρνα του Φάντη στην Πλάκα


                                                                   Πηγή: tetysolou.wordpress.com

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Κυριακάτικο σινεμά:"Όλιβερ Τουίστ" (1948)



Το σημερινό "Κυριακάτικο σινεμά" είναι αφιερωμένο στον μεγάλο Βρετανό συγγραφέα Κάρολο Ντίκενς που σαν τέτοιες μέρες, στις 7 Φλεβάρη 1812, γεννήθηκε.  
Αποτέλεσμα εικόνας για όλιβερ τουίστΗ ταινία Oliver Twist, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, είναι δράμα παραγωγής 1948 σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λιν. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κάρολου Ντίκενς, το οποίο διασκεύασαν για τη μεγάλη οθόνη ο ίδιος ο Λιν σε συνεργασία με το Στάνλεϊ Χέινς. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Άλεκ Γκίνες στο ρόλο του Φέιγκιν, Ρόμπερτ Νιούτον στο ρόλο του Μπιλ Σάικς, Κέι Γουολς στο ρόλο της Νανσι, Άντονι Νιούλι στο ρόλο του Ντοντζ και ο Τζον Χάουαρντ Ντέιβις στο ρόλο του Όλιβερ. 
                                     ΚΑΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ!

Σαν σήμερα φεύγει ο Κεφαλονίτης ποιητής των οριζόντων, Νίκος Καββαδίας...

Σαν σήμερα φεύγει ο ποιητής των οριζόντων, Νίκος Καββαδίας
Από το να φοβάμαι και να καρτερώ, κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα... 

Ο λογοτέχνης Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας και πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 1975 Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλλονίτικης καταγωγής. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο.
Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να δουλέψει. Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ' αυτών Αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα "Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη". Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρo Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία". Η ασφάλεια του έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής.Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Μαραμπού και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού Ο Κύκλος, με έξοδα του ίδιου.
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα. Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ’ όλο τον κόσμο.
Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του Πούσι κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο Μαραμπού από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη Βάρδια, το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.
Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο Τραβέρσο, κάτι που δεν έγινε...

Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
  Η ποίηση του είναι καθαρά βιωματική. Η θάλασσα αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης. Τα ποιήματα του χαρακτηρίζονται από ιδιωματισμούς ξεφεύγοντας από την παραδοσιακή νεοελληνική ποίηση: Εξωτισμός, κοσμοπολιτισμός, υπερεαλισμός, στοιχεία οδηγούν τον αναγνώστη να δραπετεύσει από τα όρια της πραγματικότητας. Περιγραφές από καυγάδες, πληρωμένους έρωτες, ιθαγενείς… Τυχοδιώκτης, σαν ένας άλλος Δον Κιχώτης, να κυνηγά θαλάσσιους ανεμόμυλους.
Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο Σταυρός του Νότου. Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.

 Μουσώνας 

Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δεν μπορώ.

Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν’ ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.

Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μού 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.

Ακόμα ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μήνυσε πως κάποιος άλλος στα 'πε
κάποιος, που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με

Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θα ‘δινα –«Πάψε, Σεβάχ» για να `μουνα παιδί!

Αυγή, ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και ‘μείς, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρωμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.

  
Kuro Siwo

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, 
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα, 
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου `πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει, 
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, 
κι ο λόγος της μες’ το μυαλό σου να σφυρίζει, 
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζωνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι, 
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Οι τόποι του Νίκου Καββαδία: Διαδραστικός χάρτης με όλα τα μέρη που αναφέρει στο έργο του
Πόσοι και ποιοι ήταν τελικά οι Τόποι του Νίκου Καββαδία; Πού ταξίδεψε εκείνος αλλά και πού ταξίδεψε εμάς;

Οι απαντήσεις στον παρακάτω διαδραστικό χάρτη πάνω στον οποίο μπορείτε να πατήσετε στις "καρφίτσες" που έχει και να δείτε τα μέρη που αναφέρει ο ποιητής στο έργο του. Σε πολλά από αυτά τα μέρη ταξίδεψε και ο ίδιος. Σε άλλα δεν πήγε ποτέ..

           
                                                                                   Με πληροφορίες από το sansimera.gr

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Μάρκος Βαμβακάρης: Ο πατριάρχης του Ρεμπέτικου...

Αποτέλεσμα εικόνας για μάρκος βαμβακάρης
«Λίγο πριν πάω στρατιώτης, το 1924 ή αρχή το 25, άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι του, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα, που σπάνε τα κόκκαλα στο μαγαζί. Λογάριασα τον όρκο μου ιερό και απαράγραπτο» (Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία, επιμέλεια: Αγγελική Βέλλου – Καϊλ, εκδόσεις Παπαζήση, σ. 105-106 ). 

Ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972) έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, 8 Φεβρουαρίου 1972 κι άφησε μεγάλη ιστορία στο λαϊκό τραγούδι. Ο Μάρκος, ο ρεμπέτης, γεννήθηκε στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου. Ο Μάρκος δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, γαιανθρακεργάτης. Ο Μάρκος της Σύρου και του Πειραιά, που δούλεψε ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία και τα βράδια πήγαινε στους τεκέδες. Ο Μάρκος που απογείωσε το μπουζούκι κι έγραψε τραγούδια αξέχαστα. Ο Μάρκος που, μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά, έγιναν γνωστοι ως «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος που σταμάτησε να παίζει και ξαναγύρισε, μετά το 1960, για να αναγνωριστεί ακόμα περισσότερο.
 Ρεμπέτης, από τους ακρογωνιαίους λίθους της λαϊκής μουσικής. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.
Πριν καλά – καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.
Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).
Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ’ ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.
Η περίοδος λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαιωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.
Με την έναρξη του πολέμου, ο Βοτανικός έκλεισε και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών. Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.
Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους. Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας...
Ακολουθούν δυο από τα λαμπρότερα διαμάντια της ανθολογίας του Μάρκου...

"Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια", μια δημιουργία του 1936...

Την ίδια χρονιά, το 1936, γράφτηκε και το "Αντιλαλούν οι φυλακές". Πάλι σε στίχους και μουσική του Βαμβακάρη. Όπως και όλα τα έργα του έχουν δικούς του στίχους...
                                                                                                                Πηγή:imerodromos.gr

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

"Όλα είναι έρωτας. Και η Παιδεία ακόμη πιο πολύ"...

Αναδημοσιεύουμε από tovima.gr τη συνέντευξη της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρίας Ευθυμίου...
Αποτέλεσμα εικόνας για Μ. Καρασαρίνη εκπα φιλοσοφική σχολή


Κατά κανόνα, οι έλληνες πανεπιστημιακοί προτιμούν να εμμένουν στην πληροφορία παρά να κεντρίζουν το ενδιαφέρον του φοιτητικού κοινού με γοητευτικές λεπτομέρειες που μπορεί να γίνουν έναυσμα πρόσθετης έλξης για το αντικείμενο.
Ωστόσο, σε έναν χώρο που η στεγνή γνώση ήταν ο κανόνας, οι παραδόσεις της Μαρίας Ευθυμίου στο μάθημα της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού διακρίνονταν πάντα για τη σπιρτάδα και την επινοητικότητά τους. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι ελεύθερες διαλέξεις της για κοινό ενηλίκων, εκτός πανεπιστημίου, μετρούν δεκάδες χιλιάδες ακροατές από το 2006, όταν και ξεκίνησαν, αλλά και πλήθος θεατών στο Διαδίκτυο.
Για την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών η σημερινή συγκυρία της εκπαίδευσης κάθε άλλο παρά ευτυχής είναι – και η καθοδική πορεία της ακολουθεί αυτήν της κοινωνίας. Ακόμη όμως και αν η Παιδεία βρίσκεται κοντά στο σημείο μηδέν, η Μαρία Ευθυμίου αρνείται να συνταχθεί με την πλευρά της πλήρους απαισιοδοξίας: γιατί η εκπαίδευση δεν έχει τόσο ανάγκη από νόμους και μεταρρυθμίσεις όσο από «εκπαιδευτικούς που να αγαπούν αυτό που κάνουν».

Aλλος ένας διάλογος για την Παιδεία ολοκληρώθηκε. Η Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου έχει δώσει στη δημοσιότητα τα πορίσματά της, ένα πρώτο νομοσχέδιο με εκπαιδευτικές ρυθμίσεις ψηφίστηκε από τη Βουλή στο τέλος Αυγούστου. Οι κατευθύνσεις που μοιάζει να θέλει να ακολουθήσει η κυβέρνηση συμβαδίζουν με τις διεθνείς αναζητήσεις; 
«Στην Ελλάδα αλλάζουμε, υποτίθεται, το εκπαιδευτικό σύστημα πολύ συχνά. Κάτι που προφανώς δεν έχει νόημα. Πρόκειται για εθνική κωμωδία, γιατί όλοι γνωρίζουν πως κάθε «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» είναι τραγικά εφήμερη. Και, εξ αυτού, άνευ ουσίας. Η χώρα μας βρίσκεται σε κακό σημείο. Η Παιδεία της φθίνει εδώ και δεκαετίες. Σήμερα πια είναι σε ελεύθερη πτώση. Οσον αφορά τις διεθνείς αναζητήσεις, υπάρχουν πολλά και διαφορετικά εκπαιδευτικά πρότυπα – και όχι ένα. Μπορεί κανείς, για τη συζήτηση, να επιλέξει διάφορα παραδείγματα γενικών κατευθύνσεων: εκείνα των αγγλοσαξονικών χωρών, για παράδειγμα, που κι αυτά δεν είναι ενιαία· ή της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Φινλανδίας, ή χωρών – δυτικών, κατά κανόνα – που έχουν δώσει κάποιο, θεωρούμενο ως επιτυχημένο, στίγμα. Και στο εξωτερικό, πάντως,  τα εκπαιδευτικά δεδομένα επανεξετάζονται – κατά καιρούς. Σε εμάς, βέβαια, όλα είναι δραματικά εφήμερα. Το μόνο σταθερό είναι η διαρκής πτώση. Και αν κρίνω από κάποιες αποφάσεις που πάρθηκαν για τα Αρχαία Ελληνικά ή τα Συμβούλια των Πανεπιστημίων, τα οποία η παρούσα κυβέρνηση καταργεί, τότε μόνο ζοφερό μπορώ να φανταστώ το μέλλον. Αλλά έχουμε, πλέον, συνηθίσει ως κοινωνία να ωθούμαστε προς όλο και μεγαλύτερο χάος και καταστροφή. Και είμαστε, μάλιστα, ήρεμοι μπροστά στο κακό αυτό. Σαν έτοιμοι από καιρό…».
Υπήρχε στο παρελθόν η αίσθηση ότι θα ήταν ενδεχομένως καλύτερο η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας να περάσει από τους επαγγελματίες πολιτικούς στα χέρια πανεπιστημιακών που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τα προβλήματα του χώρου. Και τα τελευταία χρόνια γνωστοί πανεπιστημιακοί έγιναν όντως υπουργοί Παιδείας. «Το πρόβλημα δεν είναι στα ονόματα. Γιατί σε όλους τους χώρους υπάρχουν άνθρωποι με γνώση, με ευαισθησία και με υψηλή αίσθηση ευθύνης ως προς την κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία, όμως, σε όλα τα επίπεδα, πάσχει από το απόλυτο «δήθεν» – κατάσταση που διογκώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, οπότε ζήσαμε τη φούσκα των ιδεοληψιών και των μεγάλων λόγων. Μέσα σε αυτή τη φούσκα δημιουργήθηκε και ένα μεγάλο κομμάτι του λεγόμενου «πνευματικού κόσμου». Το ζήτημα, άρα, δεν είναι αν είναι κανείς πανεπιστημιακός ή όχι, «διανοούμενος» ή όχι. Δεν είναι καν αν είναι κανείς ειδικευμένος σε θέματα εκπαίδευσης. Και το λέω αυτό γιατί έχει δοθεί μεγάλη έμφαση και από την Ευρωπαϊκή Ενωση, με σημαντικές χρηματοδοτήσεις, που εδώ και δεκαετίες διοχετεύθηκαν σε παιδαγωγικές «μελέτες», «αναζητήσεις» και σε Παιδαγωγικά Τμήματα. Τελικά, όμως, είχαμε ένα σαθρό αποτέλεσμα. Τα Παιδαγωγικά Τμήματα στην Ελλάδα έχουν, συχνά, φοιτητές χαμηλού επιπέδου – φέτος αξιοθρήνητα χαμηλού, αν κρίνει κανείς από τις εισαγωγικές εξετάσεις – και η εκπαίδευση που τους παρέχεται είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, συζητήσιμη. Ενώ εδώ θα έπρεπε να έχουμε τους άριστους των αρίστων, οι οποίοι και να λαμβάνουν την πιο απαρέγκλιτα απαιτητική και συστηματική εκπαίδευση, από, επίσης, τους άριστους των αρίστων. Βέβαια, όπως σε όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως και σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, δίπλα στους «εκπαιδευτικούς» και τους «μαθητές» που απλώς διεκπεραιώνουν και αδιαφορούν για τη δουλειά τους, γίνονται και πράγματα καταπληκτικά από μεμονωμένους, αφιερωμένους, φωτισμένους ανθρώπους. Τους οποίους λίγοι τιμούν, λίγοι επαινούν και πολλοί περιγελούν. Ενώ αυτοί, αταλάντευτα, συνεχίζουν το φωτεινό έργο τους».
Εξαντλούμαστε στην πολιτική χρήση και στα διαδικαστικά της Παιδείας αγνοώντας το ίδιο το αντικείμενο τελικά; «Η εκπαίδευση, όπως όλα στη ζωή, είναι θέμα έρωτα. Δεν είναι θέμα κανενός νόμου και καμιάς μεταρρύθμισης. Αν δεν είναι ο δάσκαλος ερωτευμένος με αυτό που κάνει, το αποτέλεσμα είναι, σε κάθε περίπτωση, μηδενικό έως αρνητικό. Με τη λέξη «έρωτας» εννοώ αυτό που κάνεις να σε αφορά. Με πάθος. Με πόνο. Να κοιτάς τον μαθητή στα μάτια και να σε αφορά αν θα μάθει αυτό που του διδάσκεις. Ο δάσκαλος, εξάλλου, δεν μεταφέρει μόνον εγκύκλια γνώση στον διδασκόμενο. Μεταφέρει έναν ολόκληρο κόσμο, μια και η εκπαίδευση είναι άφατη μεταφορά χυμών, μεταφορά ήθους, μεταφορά στάσης ζωής. Δεν είναι διανοητική κατασκευή. Συζητούμε, κάθε τρεις και λίγο, για το πυροτέχνημα των εκάστοτε δήθεν «αλλαγών» και «μεταρρυθμίσεων» μόνο και μόνο για να μην επιστρέψουμε στην αρχή των πραγμάτων. Και η αρχή των πραγμάτων είναι να αγαπάς – τον άλλο, την κοινωνία, τη δουλειά σου, τη ζωή. Να νοιάζεσαι. Και να είσαι έτοιμος να δοθείς με όλες σου τις δυνάμεις και τις δεξιότητές σου σε αυτό. Κάτι που πολλοί έχουμε ξεχάσει. Και βολευόμαστε σε αυτό».
Το ανεπαρκές επίπεδο γνώσεων των εισακτέων φοιτητών, για το οποίο κάνατε λόγο παραπάνω, μνημονεύεται πολύ συχνά ως μείζον πρόβλημα για την κατάρτισή τους. «Είμαι στη Φιλοσοφική Σχολή σχεδόν 35 χρόνια. Κάθε χρόνο εισέρχονται στη Σχολή μας φοιτητές που υπήρξαν «αριστούχοι» μαθητές στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση  (εδώ και δεκαετίες, σχεδόν όλοι οι μαθητές στην Ελλάδα παίρνουν Α στο δημοτικό και 19 στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τι να πει κανείς…). Και κάθε χρονιά το επίπεδο είναι χαμηλότερο από εκείνο της προηγούμενης. Να σας πω χαρακτηριστικά ότι στην εκφώνηση των ερωτήσεων στις εξετάσεις, αν χρησιμοποιήσω τον τύπο «αναφερθείτε» ή «τοποθετηθείτε», το «-τε» θα είναι γραμμένο με «αι» από το ένα τέταρτο περίπου των κατά τ’ άλλα «αριστούχων» στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμιά τους εκπαίδευση φοιτητών. Φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι οποίοι, στην ουσία, προορίζονται μετά την αποφοίτησή τους για καθηγητές της ελληνικής γλώσσας».
Αλλά, από ό,τι καταλαβαίνω, δεν θεωρείτε ότι το ζήτημα είναι απλώς τεχνικό, ότι η έλλειψη τέτοιων βασικών γνώσεων αποδίδεται σε εκπαιδευτικά προβλήματα που λύνονται με αλλαγές υλικών, τρόπων ή μεθόδων διδασκαλίας. «Κοιτάξτε, η κεντρικά, κρατικά οργανωμένη υποχρεωτική εκπαίδευση είναι μια ιστορία μόλις δυόμισι, περίπου, αιώνων. Προέρχεται από το γερμανικό υπόδειγμα του 18ου αιώνα και το γαλλικό του 19ου αιώνα, που αποσκοπούσαν στη συγκρότηση ενιαίων κοινωνιών, στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας. Μια κοινή Παιδεία δημιουργεί κοινά αισθήματα, κοινούς κώδικες. Ενιαιοποιεί τις κοινωνίες. Η Παιδεία κάθε χώρας, δηλαδή, όντας εθνικής προτεραιότητας, δεν μπορεί παρά να έχει ως στόχο τον πολίτη, τον άνθρωπο που η κάθε χώρα θέλει να δημιουργήσει. Παλαιότερα, π.χ., μέχρι τη δεκαετία του 1980, το δημόσιο σχολείο της κάθε ελληνικής γειτονιάς ήταν σχολείο σκληρής εργασίας και απαιτητικότητας. Βάζοντας τους πραγματικούς βαθμούς, επαινώντας, προβιβάζοντας, αφήνοντας μετεξεταστέους, περνούσε το μήνυμα στον μαθητή ότι το να εργάζεται και να αποδίδει στο σχολείο είναι η δουλειά του. Και ότι η δουλειά είναι κάτι που τιμούμε και υπηρετούμε με αφοσίωση και στόχο. Για το οποίο, αναλόγως, είτε επαινούμεθα είτε μας ζητείται να ξαναπροσπαθήσουμε. Αντιθέτως, εμείς, τα τελευταία 40, περίπου, χρόνια, καθώς δημιουργήσαμε μια κοινωνία παρασιτική, χωρίς αξίες, χωρίς ηθικές αρχές και απαιτητικότητα, οδηγήσαμε και την Παιδεία μας σε αντίστοιχους δρόμους και πρακτικές. Από εκεί και τα εύκολα Α στο δημοτικό και τα 19 και 20 στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Η δημιουργία πλήθους «αριστούχων» δίνει κακό εφαλτήριο στους μαθητές, ετοιμάζει το έδαφος για κακούς πολίτες. Γιατί επιβραβεύει την έλλειψη προσπάθειας. Eτσι, πολλοί νέοι που βγαίνουν από ένα τέτοιο σύστημα δεν έχουν συναίσθηση των εννοιών της εργατικότητας, της υπευθυνότητας, του ορίου, της συστηματικής δουλειάς για την επίτευξη ενός στόχου. Δημιουργήσαμε δούλους τού τίποτα. Γιατί ελευθερία δεν είναι η ασυδοσία. Είναι η έννοια του μέτρου, της εσωτερικής πειθαρχίας, του ορίου ως προς τον εαυτό σου και τους άλλους. Αντιθέτως, εμείς προτιμήσαμε την αντιστροφή των κοινωνικών προτεραιοτήτων. Στα ελληνικά σχολεία οι καθηγητές, από δεκαετίες, κάνουν τις συνελεύσεις τους την ώρα του ωραρίου τους, εις βάρος της εκπαίδευσης των νέων για την οποία και πληρώνονται από την κοινωνία! Στα ελληνικά σχολεία, από δεκαετίες, δεν υπάρχει έλεγχος, αξιολόγηση. Αυτά, εξάλλου, θεωρούνται «φασιστικά» πράγματα. Στα ελληνικά σχολεία και πανεπιστήμια, από δεκαετίες, αφήσαμε να επικρατήσει ως κανονικότητα το έθιμο των καταλήψεων και ετήσιων καταστροφών της δημόσιας περιουσίας – ένα lifestyle επαναστατικοειδές τού τίποτα, δήθεν ιδεολογικά φορτισμένο. Μετατρέψαμε τα σχολεία σε χώρους βανδαλισμών, αναίδειας, κοινωνικής αδιαφορίας, αμάθειας, βαρβαρότητας – υπό το κάλυμμα, μάλιστα, ιδεολογικών κατασκευών που απλώς υπηρετούν την ευτέλειά μας».   
Η αντιστροφή των κοινωνικών προτεραιοτήτων πόσο έχει να κάνει με αυτό που προηγήθηκε; Θέλω να πω, κατά πόσο η νοοτροπία των τελευταίων δεκαετιών, η νοοτροπία της Μεταπολίτευσης, μπορεί να διαμορφώνεται από την αντίδραση σε αξίες και έννοιες παρούσες σε μια εποχή που απορρίφθηκε πολιτικά και ιδεολογικά; «Πιστεύω ότι αυτό που ζούμε στη Μεταπολίτευση, όλη η κοινωνική και πολιτική ζωή, είναι βαθιά δηλητηριασμένη από τον Εμφύλιο Πόλεμο. O,τι κάνουμε και ό,τι δεν κάνουμε, ως κοινωνία και ως άτομα, είναι δαγκωμένο από το φίδι του Εμφυλίου και των επακόλουθών του. Θυμίζω ότι, στην ουσία, ο Εμφύλιος τελείωσε το 1974. Στρατιωτικά το 1949, πολιτικά όμως το 1974. Ηθικός νικητής, όμως, δεν ήταν ο στρατιωτικά υπερισχύσας. Hταν ο ηττημένος. Πάνω σε αυτό, μετά τη Μεταπολίτευση, πάτησαν διάφοροι – με μια προσχηματική, δήθεν αριστερή, φρασεολογία – για να δικαιώσουν επιτήδεια συμπεριφορές αντικοινωνικές, αντιδημοκρατικές, λεηλατικές, καταστροφικές. Αντί στην εποχή της δημοκρατίας να αξιοποιήσουμε τις δεινές εμπειρίες του παρελθόντος για το καλύτερο, απεμπολήσαμε αρχές σεβασμού της κοινωνίας, της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειας του άλλου. Καταστρέψαμε το κοινό αγαθό. Με άποψη, μάλιστα, και αποφασιστικότητα. Και τούτο φαίνεται πιο βαριά στην Παιδεία».
Ωστόσο, η σημασία της Ιστορίας δεν αντανακλάται στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται στο σχολείο ένα μάθημα που κατεξοχήν προάγει την κριτική ικανότητα. «Δεν ξέρω αν η αποδυνάμωση του μαθήματος της Ιστορίας έγινε συνειδητά ή ασυνείδητα. Γιατί η Ιστορία είναι ένα μάθημα επαναστατικό. Είναι η ζωή των ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια – η δική μας ζωή, μια και σε λίγο για εμάς ως Ιστορία θα μιλούν οι επόμενες γενιές. Μαθαίνοντας για τους ανθρώπους άλλων εποχών, για τον κόσμο που ζούσαν και για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, μαθαίνεις ουσιαστικά τον εαυτό σου. Είναι λοιπόν μάθημα επαναστατικό, γιατί σε ανατοποθετεί στον κόσμο, γιατί σε ωθεί σε στοχασμό, γιατί σε επαναπροσδιορίζει. Με τον τρόπο αυτόν, η Ιστορία σε απελευθερώνει».
Υπάρχει στο ευρύ κοινό μια έντονη επιθυμία για πρόσβαση σε ιστορική γνώση έγκυρη, επιστημονική, απλά δοσμένη; Αφορμή για την ερώτηση είναι η μεγάλη ανταπόκριση που βρίσκουν εδώ και περίπου μία δεκαετία οι ελεύθερες διαλέξεις σας για κοινό ενηλίκων σε όλη την Ελλάδα. «Το γεγονός ότι κάπου 50.000 άνθρωποι, υπολογίζω, έχουν προσέλθει μέχρι σήμερα σε αυτές τις διαλέξεις κάτι σημαίνει. Κοιτάξτε, η εκπαίδευση δεν σταματά σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας – και δεν αφορά μόνο δάσκαλο και μαθητή, καθηγητή και φοιτητή. Oλοι μαθαίνουμε διαρκώς, ο ένας από τον άλλο. Είμαστε όλοι και αδιαλείπτως ταυτοχρόνως και δάσκαλοι και μαθητές. Η ευρύτατη προσέλευση του κοινού σε διαλέξεις Ιστορίας δείχνει, ίσως, ότι επειδή έχουμε πλήθος κενών λόγω αποστήθισης και στρεβλής διδασκαλίας της Ιστορίας, σε καιρούς δύσκολους, μεταβατικούς και ρευστούς όπως αυτοί που διανύουμε, αναζητούμε εργαλεία ερμηνείας που μόνο η Ιστορία μπορεί να μας δώσει. Η Παγκόσμια Ιστορία, ιδιαίτερα, είναι πολύ πρόσφορη ως έναυσμα σκέψης για τον καθένα. Γιατί όταν ακούς τη δική σου Ιστορία, γίνεσαι σαν τον σκαντζόχοιρο. Το θέμα σε αφορά άμεσα, γι’ αυτό και η προσέγγισή του σε πληγώνει. Δεν σε φέρνει στην ηρεμία που θα υποβοηθούσε την εσωτερική σου συζήτηση, καθώς είσαι διαρκώς έτοιμος να αντιδράσεις. Αντιθέτως, το πλεονέκτημα της Παγκόσμιας Ιστορίας είναι ότι μιλά για ανθρώπους σαν εσένα, σε άλλη χρονική στιγμή και σε άλλον τόπο. Eτσι, διαλέγεσαι μαζί τους και με τις καταστάσεις που αυτοί αντιμετώπισαν με μεγαλύτερη άνεση, χωρίς τις πληγές της δικής σου Ιστορίας που αιμάσσουν. Eπειτα, η παγκοσμιοποίηση είναι τόσο ορατή πλέον, ώστε χρειάζεσαι περισσότερα δεδομένα για να ερμηνεύσεις όσα συμβαίνουν γύρω σου. Ακροατές των μαθημάτων Παγκόσμιας Ιστορίας λένε πως ύστερα από αυτά βλέπουν με άλλον τρόπο τις ειδήσεις, διαβάζουν με άλλα μάτια τις εφημερίδες, αντιλαμβάνονται σε άλλη βάση τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, βλέπουν αλλιώς τα κινηματογραφικά έργα, διαβάζουν με άλλο φως την λογοτεχνία».
Είναι η ανταπόκριση αυτή και μια ένδειξη ότι υφίσταται στην ελληνική κοινωνία ετοιμότητα ευρύτερης δημόσιας συζήτησης γύρω από ιστορικά ζητήματα, όπως περίπου έγινε την τελευταία δεκαετία για τον Εμφύλιο Πόλεμο; «Οι Ελληνες έχουμε ενδιαφέρον για την Ιστορία. Iσως γιατί λόγω της σύγχρονης ηθικής και οικονομικής κατάρρευσής μας αντλούμε κουράγιο από το αρχαίο κλέος. Iσως γιατί έχουμε το προνόμιο να μπορούμε να ανιχνεύσουμε το παρελθόν μας με τόσο πολλά γραπτά μνημεία όσο λίγοι λαοί στον κόσμο. Απλώς, αυτό το ενδιαφέρον δεν το έχουμε αξιοποιήσει, κατά τη γνώμη μου, με συστηματικό και υγιή τρόπο. Ως λαός είμαστε σήμερα σε καλύτερη φάση για να συζητήσουμε για την Ιστορία μας. Ο Εμφύλιος, για παράδειγμα, τελείωσε στρατιωτικά πριν από σχεδόν 70 χρόνια, οι βασικοί πρωταγωνιστές του έχουν φύγει από τη ζωή, τα πολωτικά σχήματα «δεξιά» και «αριστερά», «προοδευτικός» και «συντηρητικός» έχουν καταρρεύσει. Είμαστε πλέον πιο ταπεινοί, λιγότερο αλαζόνες. Περνάμε όλοι τη δοκιμασία της κρίσης. Η βαριά εικόνα της Ελλάδας και του Eλληνα στο εξωτερικό μάς πληγώνει, αν και γνωρίζουμε ότι, σε έναν βαθμό, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις. Eχουμε μπει δειλά δειλά στον δρόμο να συνομιλήσουμε με τον εαυτό μας ειλικρινά, αφήνοντας στην άκρη ιδεοληψίες και προκατασκευασμένες, politically correct, θεωρητικές συλλήψεις».
Αυτή η τελευταία φράση θα ίσχυε και ως υπόδειξη διεξόδου από τον λαβύρινθο των προβλημάτων της εκπαίδευσης; «Δεν είμαι τόσο απαισιόδοξη όσο μπορεί να φαίνεται από όλα όσα είπα παραπάνω. Στην εκπαίδευση υπάρχουν ακόμη διάσπαρτοι υπέροχοι άνθρωποι που μπορούν και κάνουν τη διαφορά. Και τα πράγματα είναι, εν τέλει, απλά. Στην πραγματικότητα, ένα πράγμα χρειάζεται η εκπαίδευση: εκπαιδευτικούς που να αγαπούν αυτό που κάνουν. Που να μπαίνουν στην τάξη και να λένε μέσα τους «Αυτά τα παιδιά θέλω να τα κερδίσω. Να τα εμπνεύσω. Να τα ελευθερώσω μέσα από τη χαρά της γνώσης, του σεβασμού, της προσπάθειας, της αξιοπρέπειας, της εργατικότητας, της αυτοεκτίμησης και της αλληλοεκτίμησης, της αξιοποίησης των ταλέντων του καθενός». Γιατί όλα είναι έρωτας. Και η Παιδεία ακόμη πιο πολύ».

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Πόσο θυμόμαστε τους νεκρούς;

"Η εμμονή της μνήμης", πίνακας του Σαλβαδόρ Νταλί

Προσπάθεια προσέγγισης της στάσης αυτών που μένουν πίσω, στη 'μάχη' της μνήμης με τη λήθη... 

 Μαμά, ο μπαμπάς πέθανε". Μάλλον ήταν το πιο δύσκολο τηλεφώνημα της ζωής μου. Ένα ξημέρωμα του Γενάρη, σαν σήμερα, ακριβώς πριν είκοσι χρόνια, στο ΝΙΜΤΣ.
 Λίγο πριν, μετά τις τελευταίες προσπάθειες των γιατρών να τον κρατήσουν στη ζωή με τον εξωτερικό απινιδωτή, αφού είχαν προηγηθεί 23 μέρες στο κρεβάτι του νοσοκομείου ύστερα από ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, ο πατέρας μου είχε ξεψυχήσει μπροστά μου, δίνοντάς μου για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα την εικόνα του θανάτου. Εκείνο που με είχε σοκάρει ακόμα περισσότερο, ήταν ότι ο ίδιος ο θάνατος είχε χωρέσει σαν είδηση σε τέσσερις μόνο λέξεις: "Μαμά, ο μπαμπάς πέθανε"...
Λίγους μήνες αργότερα, πάλι μέσα στο 1999, ήμουν εγώ που σήκωσα το τηλέφωνο για να ακούσω από την άλλη άκρη της γραμμής τις ίδιες τέσσερις λέξεις: "Θανάση, ο Νίκος πέθανε". Ο Νίκος ήταν ο καλύτερος φίλος μου, το alter ego μου, το άλλο μου μισό, ο σύντροφος στα εύκολα και στα δύσκολα, στα αστεία και στα σοβαρά, στα πάντα. Ο δικός του θάνατος είχε βάλει σκληρό τέλος μέσα μου σ' αυτό που ονομάζουμε 'νιάτα', με είχε διαλύσει τόσο βίαια, που για τους επόμενους τρεις μήνες 'δραπέτευσα' από την πραγματικότητα, αναζητώντας ανύπαρκτες απαντήσεις σε αδιέξοδα ερωτήματα, μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η άσκοπη φυγή ούτε θα έφερνε πίσω τον Νίκο, ούτε θα αφαιρούσε το παραμικρό από τον ανεξέλεγκτο πόνο που ένιωθα λόγω της απώλειάς του.
Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα μου είχα φύγει από την Αθήνα και είχα μείνει ένα χρόνο στο χωριό μου, τον Μάραθο. Το κεφάλι μου είχε πάρει ανάποδες, κάθε μέρα πήγαινα στο νεκροταφείο και του μιλούσα, τις νύχτες ανέβαινα στην ταράτσα του σπιτιού και άρχιζα ατελείωτες συζητήσεις μαζί του, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι με κάποιο μεταφυσικό τρόπο οι σκέψεις μου θα έφταναν σε αυτόν. Ήταν η πρώτη φορά που έκανα τη γνωριμία μου τόσο άμεσα με την έννοια της απουσίας, ένιωθα το κενό να μαστιγώνει τα μέσα μου τόσο αλύπητα που δεν μπορούσα να βρω πουθενά παρηγοριά. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα όταν έφυγε και ο Νίκος. Θυμάμαι, τις νύχτες, μέσα στον χειμώνα, έπαιρνα το παπί και πήγαινα στη θάλασσα, όπου κολυμπούσα με τις ώρες, αιμορραγώντας θλίψη. Θλίψη, απελπισία και μοναξιά.
Ήταν τότε, εκείνους τους μήνες, που άρχισα να σκέφτομαι για πρώτη φορά την παγωμένη πραγματικότητα του θανάτου. Μέχρι τότε δεν είχε περάσει ιδιαίτερα από το μυαλό μου, ότι πρόκειται για τη μοναδική βεβαιότητα - πόσο ειρωνικό ακούγεται - της ζωής. Από τη στιγμή που θα γεννηθείς, το μόνο σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή θα πεθάνεις. Οι παράμετροι μπορεί να είναι διαφορετικές για κάθε άνθρωπο, όμως η κατάληξη δεν αλλάζει ποτέ. Τα αίτια διαφέρουν, το ίδιο και η ηλικία, αλλά μέχρι εκεί. Κάτι άλλο που επίσης διαφέρει, είναι η διαχείριση του θανάτου από τους ζωντανούς. Προφανώς και εξαρτάται από το πόσο κοντά μας ήταν ο πεθαμένος, πόσο δικός μας άνθρωπος, πόσο αγαπημένος, αν και αυτό περισσότερο 'αποσαφηνίζεται' από τον χρόνο. Τι εννοώ; Η συγκίνηση μπορεί να έρθει με οποιονδήποτε θάνατο, ακόμα και αν αυτός δε μας 'αφορά', ακόμα και αν αυτός έχει συμβεί στην άλλη άκρη του κόσμου.
Αν περιγράψουμε τους διαφορετικούς θανάτους ως ομόκεντρους κύκλους, όπου στο κέντρο βρίσκονται οι 'δικοί' μας άνθρωποι και όσο μεγαλώνει η διάμετρος και η περιφέρεια απομακρύνεται από αυτό, μεγαλώνει και η δική μας 'απόσταση' από τους εκάστοτε νεκρούς, τότε εκείνο που δημιουργεί την πραγματική διαφορά στον προσωπικό πόνο, είναι η διάρκεια της θλίψης σε συνάρτηση με τον χρόνο που απαιτείται ώστε η μνήμη να δώσει τη θέση της στη λήθη. Δε νομίζω - για να δώσω ένα παράδειγμα - να υπάρχει έστω και ένας από εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο, που δε συγκινήθηκε από την καλοκαιρινή τραγωδία με τις φωτιές και την εκατόμβη των άτυχων θυμάτων. Σχεδόν μισό χρόνο μετά, πόσοι είναι αυτοί που το σκέφτονται ακόμα;

Η δραματική συχνότητα με την οποία συμβαίνουν τραγωδίες είναι τέτοια, που με τον τρόπο της 'επιβάλλει' μια συνεχή αλληλουχία πόνου και λήθης, κατ' επανάληψη και δίχως το παραμικρό περιθώριο 'παραμονής' στο ίδιο γεγονός

Προφανώς υπάρχει ο 'ουδέτερος' πόνος, εκείνος που δε μας αφορά άμεσα, αλλά μας 'παρασύρει' για λίγο, αφού όπως είναι φυσικό, το συναίσθημα δύσκολα ελέγχεται. Αν κάτι ξεχωρίζει αυτόν τον 'ουδέτερο' πόνο, από τον άλλο, εκείνον δηλαδή που για τον καθένα είναι πολύ πιο προσωπικός και δύσκολος, αφού αφορά δικά του πρόσωπα, νομίζω ότι είναι αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στον πόνο και στη λήθη: η μνήμη. Όσο πιο κοντά στο κέντρο των ομόκεντρων κύκλων βρίσκεται ο νεκρός, τόσο πιο δύσκολη είναι η διαχείριση, αφού η μνήμη 'κερδίζει' εύκολα τη λήθη. Από εκεί και μετά, εξαρτάται από την αντίδραση κάθε ανθρώπου, το πόσο θα διαρκέσει η μνήμη και - κυρίως - η συχνότητα και η έντασή της. Η μητέρα μου, ας πούμε, δε σταμάτησε να θρηνεί τον πατέρα μου ούτε στιγμή, σε τέτοιο σημείο που η συνολική της άρνηση για ζωή μετά το θάνατό του, να την οδηγήσει στην άνοια.
Εγώ από τη μεριά μου, ταίριαξα πολύ περισσότερο σε αυτό που λέμε 'ο χρόνος τα γιατρεύει όλα', με την έννοια ότι όσο περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, 'συμφιλιώθηκα' και με το θάνατό του αλλά και με την απουσία του. Η συχνότητα και η ένταση της 'παρουσίας' του σε μένα - όπως και του Νίκου - είναι κάτι που το διαχειρίζεται πλέον από μόνη της η καθημερινότητα. Δεν έχει να κάνει τόσο με τις φωτογραφίες τους που έχω μέσα στο δωμάτιό μου, αλλά πολύ περισσότερο με τις αναμνήσεις και τις εξωτερικές ή εσωτερικές αναφορές που προκύπτουν. Με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι μπορεί να περάσουν πολλές μέρες δίχως να σκεφτώ κανέναν από τους δυο, χωρίς όμως αυτό να με αγχώνει. Πιστεύω απλά ότι είναι φυσιολογικό. Η ζωή προχωράει, οι ζωντανοί είναι οι πραγματικοί 'παρόντες' και τα κενά που δημιουργεί η κάθε απώλεια, μοιάζουν με πληγές που επουλώνονται.
Από την άλλη, για να είμαι ειλικρινής, κάθε φορά που θα θυμηθώ τον μπαμπά, τη μαμά, τον Νίκο ή άλλα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει, η νοσταλγία κάνει την εμφάνισή της, τις περισσότερες φορές - ευτυχώς - με έναν γλυκό τρόπο, που οδηγεί σχεδόν πάντα σε ένα χαμόγελο. Ξέρετε, μια υπέροχη ιδιότητα όσων αγαπημένων έχουν φύγει, είναι ότι δεν πρόκειται να προστεθεί τίποτα το αρνητικό στη σχέση σου μαζί τους. Ό,τι έγινε, έγινε.

Έτσι κι αλλιώς, η συνολική μνήμη είναι κάτι που νομοτελειακά κάποτε θα εξαφανιστεί

Αν θεωρήσουμε ότι κάθε άνθρωπος δημιουργεί χιλιάδες αναμνήσεις στη ζωή του, τότε, αν ενώσουμε όλες τις αναμνήσεις όλων των ανθρώπων που έχουν περάσει από τον πλανήτη, φτιάχνουμε κάτι αντίστοιχο με το σύμπαν και τα ουράνια σώματα. Αυτό το 'σύμπαν' αναμνήσεων, αν και τεράστιο, χάνει συνεχώς παλιό περιεχόμενο και το αναπληρώνει επίσης συνεχώς με καινούργιο.
Αν εξαιρέσουμε από την εξίσωση τόσο τους 'μεγάλους', που έχουν κερδίσει το δικαίωμα της αθανασίας, όσο και τα σημαντικά γεγονότα, που θα μνημονεύονται ακόμα και για αιώνες και χιλιετηρίδες, και ασχοληθούμε με τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, φτάνουμε εύκολα στο συμπέρασμα της προηγούμενης παραγράφου. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Πριν είκοσι χρόνια, όταν πέθανε ο πατέρας μου, τον ήξεραν όλοι στο χωριό. Σήμερα, είκοσι χρόνια αργότερα, δεν τον θυμούνται ούτε οι μισοί. Σε άλλα είκοσι χρόνια, θα είναι ελάχιστοι και σε ακόμα είκοσι, λογικά ούτε ένας. Το ίδιο θα συμβεί και με εμένα και με όλους εσάς. Το ίδιο θα συμβεί και με τις δικές μου αναμνήσεις, αλλά και με τις δικές σας. Κάποιοι θα συντηρήσουν για λίγο καιρό τη θύμησή μας (φαντάζομαι φίλοι και συγγενείς) και στην πορεία θα 'εξαφανιστούμε' τελείως, τόσο εμείς, όσο και οι αναμνήσεις που είτε φτιάξαμε είτε αφήσαμε πίσω μας.
Δεν είναι κακό, δεν είναι τρομακτικό, δεν είναι καν άξιο λόγου. Αν και εδώ θα μου επιτρέψετε να ανοίξω μια μικρή παρένθεση για να σας εκμυστηρευτώ κάτι. Πριν λίγα χρόνια, τελείως τυχαία και χωρίς συγκεκριμένο λόγο, γκουγκλάρισα το όνομά μου. Ήταν η πρώτη φορά που το έκανα και ομολογώ ότι έπαθα ένα μικρό σοκ, συνειδητοποιώντας πως υπήρχαν αρκετές σελίδες στο google με δικά μου κείμενα. Σκέφτηκα ότι κάποια από αυτά, θα συνεχίσουν να εμφανίζονται στο ίντερνετ και μετά το θάνατό μου. Δεν ένιωσα ότι αυτό θα αποτελούσε κάποιου είδους 'μετά θάνατον δικαίωση', γνωρίζοντας μάλιστα ότι όποτε ψάχνουμε κάποιο κείμενο για να βρούμε πληροφορίες για κάτι που πρέπει να γράψουμε, σχεδόν ποτέ δεν κοιτάμε το όνομα του συντάκτη ή του συγγραφέα. Παίρνουμε αυτό που θέλουμε και συνεχίζουμε.
Ε, όσο αστείο και αν σας φανεί, από εκείνη την ημέρα και μετά, κάθε φορά που θα ψάξω κάτι, ρίχνω και μια ματιά στο όνομα του δημιουργού, όχι για να 'εξαγοράσω' αντίστοιχη 'μεταχείριση' στο μέλλον, αλλά για να 'τιμήσω' ανάλογες σκέψεις που μπορεί να είχαν κάνει στο παρελθόν οι συγκεκριμένοι συντάκτες! Κλείνω την παρένθεση και επανέρχομαι στο 'σύμπαν' των αναμνήσεων, οι οποίες χωρίζονται σε αυτές που δημιουργούμε εμείς και σε εκείνες που αφήνουμε στους άλλους. Εκεί πιστεύω ότι 'παίζεται' όλη η 'μάχη' της μνήμης με τη λήθη. Πάντα όμως ανάμεσα στους ζωντανούς, σε αυτούς που μένουν πίσω. Κρίνοντας από την προσωπική μου εμπειρία, ο χρόνος δεν εξαφανίζει την ανάμνηση των νεκρών (μιλώ περισσότερο για τους αγαπημένους εκλιπόντες), απλά την τοποθετεί στη 'σωστή' της διάσταση.
Αυτό νομίζω, εξαρτάται και από τη δύναμη της σχέσης που υπήρχε ανάμεσα σε αυτόν που πέθανε και σε εκείνον (ή εκείνους) που τον 'θυμούνται'. Σκεφτείτε το ως εξής: ο καθένας μας γνωρίζει μερικές χιλιάδες ανθρώπων στη διάρκεια της ζωής του. Η πλειοψηφία δε μας θυμάται καν ενόσω ζούμε ακόμα. Κλείνοντας όλο και περισσότερο τον 'κύκλο', περνάμε από αυτούς που έχουν κάποια κοινή ανάμνηση με εμάς, σε εκείνους που έχουν ζήσει περισσότερα μαζί μας, για να καταλήξουμε κοντά στο κέντρο του και στο ίδιο το κέντρο, όπου υπάρχουν οι 'δικοί' μας άνθρωποι, οι καλοί φίλοι, οι συγγενείς, η οικογένειά μας. Η σχέση είναι - και θα είναι - πάντα αμφίδρομη.

Στον θάνατο, είτε αφορά εμάς, είτε τα πρόσωπα του κέντρου στον δικό μας κύκλο, οι αναμνήσεις - τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά - θα είναι εκείνες που θα καθορίσουν το 'μέγεθος' της λύπης, του πόνου και της απουσίας

Από εκεί και μετά, είναι ο χαρακτήρας του καθενός που θα κληθεί να το διαχειριστεί. Όμως, ό,τι και αν κάνουμε, έχουμε να 'αντιμετωπίσουμε' ένα δέντρο που διακλαδώνεται προς τα επάνω. Όσο και αν απλώνει κλαδιά, κάποια στιγμή θα φτάσουμε στην κορυφή του, άρα στο τέλος του. Όσο δηλαδή και αν θυμάμαι τον πατέρα μου, όσο και αν η ανάμνησή του μείνει ζωντανή ανάμεσα σε κάποιους ακόμα - ελάχιστους - ανθρώπους μετά και τον δικό μου θάνατο, κάποια στιγμή θα 'συναντηθεί' με την κορφή του δέντρου, εκεί που δεν έχει παραπάνω. Νομοτελειακό φίλοι μου. Δεν έχετε παρά να γυρίσετε προς τα πίσω και να 'αναζητήσετε' την ανάμνηση του παππού σας, της γιαγιάς σας ή ακόμα και των προπαππούδων σας. Πόσα θυμάστε από εκείνους; Και το σημαντικότερο, πόσα έχουν να θυμούνται από εκείνους τα δικά σας τα παιδιά ή τα δικά σας εγγόνια; Η απάντηση σε αυτό το τελευταίο είναι σχεδόν σίγουρα "τίποτα".
Και αυτό το τίποτα, είναι που κάνει τόσο μάταιο, αυτό που συχνά είτε λέμε είτε ακούμε, το ότι δηλαδή "πρέπει να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη" ενός αγαπημένου μας. Δεν θα έπρεπε να μας γεμίζει με κάποιου είδους 'ευθύνη', δεν έχει νόημα. Αυτό που μάλλον έχει νόημα, είναι όλα εκείνα που νιώθουμε ότι κουβαλάμε μέσα μας για κάθε έναν δικό μας άνθρωπο που πέθανε. Και οι αναφορές που κάνουμε σε αυτόν μπροστά σε άλλους, όχι επειδή πρέπει ντε και καλά να τις μοιραστούμε, αλλά γιατί βγαίνουν αυθόρμητα από μέσα μας. Πλέον, κάθε φορά που προκύπτουν σε μια συζήτηση ο μπαμπάς, η μαμά, ο Νίκος και διάφοροι άλλοι, ακόμα και αν η ανάμνηση που θα 'κατατεθεί' είναι άσχημη, αυτό γίνεται πάντα με μια εσωτερική 'γλύκα' και με ένα εξωτερικό χαμόγελο. Νιώθω πάντα ότι τους τιμώ όταν αναφέρομαι σε εκείνους, δεν πιέζω όμως ποτέ τον εαυτό μου, ούτε να τους θυμηθώ, ούτε να τους 'παρουσιάσω' σε μια κουβέντα.
Γι' αυτό και δεν αγχώνομαι κάθε φορά που συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει πολλές μέρες χωρίς να τους σκεφτώ καθόλου, όπως έγραψα και στην αρχή του κειμένου. Με νοιάζει ότι είναι πάντα μέσα μου, ο καθένας στη δική του 'θέση', στην άκρη του μυαλού μου και βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Αυτό ακριβώς θα ήθελα κι εγώ για τον εαυτό μου, όταν θα έρθει η ώρα μου. Να χωρέσω ως ανάμνηση μέσα σε εκείνους που θα μείνουν πίσω, για όσο διαρκέσει αυτή. Κι ας μην περάσει ποτέ σε δεύτερο ή τρίτο κλαδί. Κι ας μην ανέβει ποτέ μέχρι την κορυφή του δέντρου. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δε θυμάται ολόκληρη την πορεία του άλλου, παρά μόνο στιγμές. Αυτές φέρνω κι εγώ στην επιφάνεια, κάθε φορά που κάτι σημερινό συνδέεται με κάτι περασμένο: "Θυμάσαι τότε που ο κυρ Μίμης ή η Ροδοπίτσα ή ο Νίκος...".
Ναι, είναι πολύτιμο να κρατάς μέσα σου ένα μικρό κομμάτι, όσο απειροελάχιστο κι αν είναι αυτό, από τις αναμνήσεις του 'σύμπαντος'. Ναι, είναι όμορφο να τις μεταφέρεις στους μικρότερους, όχι απαραίτητα για να εξασφαλίσεις μια συνέχεια συνειδητής μνήμης, αλλά απλά για να τις μοιραστείς, επειδή έτσι το νιώθεις και - προφανώς - επειδή εκείνοι στους οποίους αναφέρεσαι, το αξίζουν. Όλα τα υπόλοιπα είναι μάταια, αφού το 'τέλος' είναι προδιαγεγραμμένο, όσο μεγάλο ή ψηλό και αν είναι το δέντρο. Σίγουρα το πιο σημαντικό είναι να σκεφτόμαστε την πορεία μας μέσα στη ζωή και όχι τη μεταθανάτια 'κληρονομιά' που θα αφήσουμε πίσω μας. Σε μια αέναη σκυταλοδρομία ζωής και θανάτου, εκείνο που μετράει είναι να κρατήσεις γερά στα χέρια σου τη σκυτάλη και να πραγματοποιήσεις όσο πιο όμορφα τη δική σου κούρσα. Δε μετράει η ταχύτητα ούτε το ρεκόρ, αλλά να απολαύσεις το ταξίδι. Έτσι κι αλλιώς, στο τέλος, τη σκυτάλη θα την παραδώσουμε, θέλουμε δε θέλουμε. Οπότε ας φροντίσουμε η διαδρομή μας να αξίζει τον κόπο...

 

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Μηνολόγιο Φεβρουαρίου...


Φεβρουάριος! - 5ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών
Μπήκαμε κιόλας στον δεύτερο μήνα του χρόνου, το μήνα του γλεντιού και του καρναβαλιού, τον Φλεβάρη! Στο παλιό ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο Φλεβάρης ήταν ο τελευταίος μήνας του χρόνου -η χρονιά άρχιζε από τον Μάρτιο. Στο τέλος του χρόνου γίνονταν τελετές εξαγνισμού, και από το februum (= κάθαρση) ο μήνας ονομάστηκε Februarius. Από το Φεβράριος > Φεβράρης > Φεβλάρης προέκυψε η δημώδης ονομασία Φλεβάρης, που παρετυμολογικά συνδέεται με τη φλέβα, δηλ. ο Φλεβάρης ανοίγει τις φλέβες του (φλεβίζει) και βρέχει τον κόσμο -εξού και η παροιμία “Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει”.

Ο Φλεβάρης είναι ο μόνος μήνας που έχει λιγότερες από 30 ημέρες, και γι’ αυτό λέγεται Κουτσοφλέβαρος, ενώ σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας έχει κι άλλα ονόματα που δηλώνουν κάτι ανάλογο: Μικρός, Κουτσός, Γκουζούκης και Κούντουρον (ποντ. κοντή+ουρά). Και εξαιτίας αυτού, μια από τις παροιμιώδεις «ανύπαρκτες ημερομηνίες», είναι και η 30 Φεβρουαρίου, όπως είναι και οι 32 του μηνός, η μέρα του Αγίου Ποτέ (και του άλλου που αρχίζει απ’ το ίδιο γράμμα), ο μήνας που δεν έχει Σάββατο ή ο κόκκινος Μάης.

Υπάρχουν άφθονες λαϊκές παραδόσεις για το πώς έχασε τις μέρες του ο Φλεβάρης. Παραθέτω μία από το Σοποτό Αχαΐας, που περιλαμβάνεται στο κλασικό βιβλίο Παραδόσεις του Ν. Πολίτη: Ήτανε μια φορά μια γριά, κι είχε κάτι κατσικάκια. O Mάρτης τότες είχε είκοσι οχτώ ημέρες κι ο Φλεβάρης τριάντα μία. Ήρθε εκείνη την εποχή ο Mάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα. Kαι η γριά, από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα κατσικάκια της, εγελάστη και είπε: «Στην πομπή σου, γερο-Mάρτη, τ’ αρνοκατσικάκια μου καλά τα πέρασα». Kαθώς τ’ άκουσεν αυτά τα λόγια ο γερο-Mάρτης, εθύμωσε και στη στιγμή δανείζεται τρεις ημέρες από το Φλεβάρη, το γείτονά του, και αρχίζει ένα σορόκο, π’ έκαμε τη γριά να χωθεί από κάτου από ένα κακκάβι και να φωνάζει:«Kάτσι, κάτσι, κάτσι!» γιατί έλεγε ότ’ εχόρευαν τα κατσικάκια απάνου στο κακκάβι. Tα κατσικάκια της γριάς εψόφησαν από το σορόκο. Kι από τότε έχει ο Mάρτης τριάντα μία ημέρα και ο Φλεβάρης είκοσι οχτώ. Ένεκα γι’ αυτό πόπαθε εκείνη η γριά, τις τρεις ύστερες ημέρες του Mάρτη τις λένε «ημέρες των γριών». Kαι ονοματίζουνε καθεμία από δαύτες και με τ’ όνομα μιανής από τις πλιο ηλικιωμένες γριές του χωριού· και αν τύχει καλή η ημέρα, λεν πως και η γριά είναι καλή, και αν γίνει κακοκαιρία, λεν πως από την κακία της έγινε.

Είπαμε πιο πάνω ότι «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει». Πολλοί προσθέτουν κι ένα δεύτερο σκέλος που μετριάζει τη μετεωρολογικήν αισιοδοξία της παροιμίας. Στην αγαπημένη μου Κεφαλονιά λέμε ή λέγανε «μα αν τις φλέβες του ανοίξει, ξεροπήγαδα γεμίζει», ενώ στην Κρήτη «μα κι αν τύχει και θυμώσει μες στα χιόνια θα μας χώσει».
Είναι πάντως γεγονος ότι στα μέρη τα δικά μας ο Φλεβάρης πράγματι μυρίζει καλοκαίρι, και οι λιακάδες του είναι καλοδεχούμενες αφού προαναγγέλλουν την άνοιξη. Γράφει ο Βάρναλης στους Σκλάβους Πολιορκημένους:

Στης αμυγδαλιάς τα χιόνια,
στις λιακάδες του Φλεβάρη,
στου Μαρτιού τα χελιδόνια
και στ’ Αυγούστου το φεγγάρι
είχες μου, καρδιά, σπαρτάρει.

Να και το μηνολόγιο του μήνα, πάντα από το  sarantakos.wordpress.com:
Πα 1 † Ζαχαρίου Παπαντωνίου
Σα 2 Γενέσιον Γεωργίου Σουρή· επίσης Δημητρίου Μενδελέγεφ και του Περιοδικού Συστήματος αυτού
Κυ 3 Προσεδάφισις επί της Σελήνης του πρώτου γηίνου αντικειμένου
Δε 4 † Τελευτή Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Και Δύτου Ανάδυσις
Τρ 5 † Ιωάννου Γαβριήλ Εϋνάρδου
Τε 6 Δυστύχημα του αεροδρομίου του Μονάχου
Πε 7 Καρόλου Ντίκενς και Λουκιανού Κηλαηδόνη του μοναχικού καουμπόη τελευτή
Πα 8 Μάρκου Βαμβακάρη και Νικολάου Ξυλούρη, των γνησίων μελωδών
Σα 9 † Κοίμησις Διονυσίου Σολωμού. Και Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας
Κυ 10 † Νικολάου Καββαδία, βάρδου των ναυτικών
Δε 11 † Καρτεσίου «σκέπτομαι άρα υπάρχω».
Τρ 12 Γενέσιον Καρόλου Δαρβίνου
Τε 13 Εφεύρεσις κινηματογραφίας υπό αδελφών Λυμιέρ και θανή Ιωάννου Καλαϊτζή του δαιμονίου γελοιογράφου
Πε 14 Έρωτος του ανικήτου
Πα 15 Γενέσιον Γαλιλαίου
Σα 16 Ιστολογίου ίδρυσις· και Δημοκρίτου του Αβδηρίτου
Κυ 17 † Θανάτωσις Ιορδάνου Μπρούνο επί της πυράς
Δε 18 Κοίμησις Μιχαήλ Αγγέλου και γενέσιον Νικολάου Καζαντζάκη, Κρητός
Τρ 19 Γενέσιον Κοπερνίκου του ανατροπέως
Τε 20 Εφεύρεσις φωνογράφου υπό Θωμά Έδισων. Και Σπειροειδούς Αρχιτέκτονος γενέθλιον
Πε 21 Παγκόσμια ημέρα μητρικής γλώσσης
Πα 22 † Αμερίκου Βεσπουκίου
Σα 23 † Ιωάννου Γουτεμβεργίου και της τυπογραφίας εν Ευρώπη. Και ίδρυσις της ΕΠΟΝ
Κυ 24 † Τένεση Γουίλιαμς
Δε 25 Γενέσιον Καρόλου Γολδόνη
Τρ 26 Γενέσιον Βίκτωρος Ουγκώ
Τε 27 Ανακάλυψις της δομής του DNA
Πε 28 † Κήδευσις Κωνσταντίνου Παλαμά – «Ηχήστε οι σάλπιγγες!…»

Το τραγούδι που συνοδεύει το νεοφερμένο μήνα, για σήμερα είναι ο Φλεβάρης των φλεβών, του Παντελή Θαλασσινού σε στίχους Ηλία Κατσούλη, που δίνει μιαν άλλη εξήγηση για το πώς έχασε τις μέρες του ο Φλεβάρης...

Καλό μήνα σε όλους μας...

Η λογοτεχνία στο διαδίκτυο...

12η ΔΕΒΘ: Αφιέρωμα στην Ιβηροαμερικάνικη Λογοτεχνία ...
Μία εξαιρετική  βάση δεδομένων στην οποία εγγράφονται ελληνικοί υπερσύνδεσμοι που σχετίζονται με τη λογοτεχνία, την ανάγνωση και τη λογοτεχνική εκπαίδευση. 

Ο ιστοχώρος απευθύνεται σε ερευνητές και αναγνώστες που ενδιαφέρονται για την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή αλλά και σε εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι μπορούν να αξιοποιήσουν εκπαιδευτικά το σχετικό υλικό.

Δημιουργός της η κ. Σωτηρία Καλασαρίδου, διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ.

Κάνε κλικ εδώ για να επισκεφθείτε τον ιστοχώρο.