Η διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο
Βασίλειο για την παραμονή ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το τελικό
αποτέλεσμα αυτού, έχει ανακινήσει απόψεις και θεωρήσεις που είναι
ιδιαίτερα κρίσιμες, όχι μόνο από την οπτική μιας στενής πολιτικής
αντίληψης, αλλά και υπό την έποψη της πολιτικής φιλοσοφικής θεώρησης.
Παρότι είναι αναμενόμενο τέτοιες σοβαρές
πολιτικές αποφάσεις να χωρίζουν τους πολίτες σε στρατόπεδα, διαγράφηκε
μια γενικότερη στάση από αυτούς που δεν συμφώνησαν με την απόφαση του
περίφημου Brexit που, τουλάχιστον, για οποιονδήποτε ασχολείται με την
πολιτική φιλοσοφία και επιστήμη, συνιστά ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, όσο
και χρήσιμο, case study (Μελέτη Περίπτωσης στα ελληνικά).
Ποια ήταν αυτή η στάση; Ότι κακώς
διενεργήθηκε το δημοψήφισμα, καθώς ο απλός λαός δεν είναι δυνατό να
καταλάβει τη συνθετότητα και τη σπουδαιότητα τέτοιων ζητημάτων, ότι δεν
μπορείς να παραπέμπεις και, εν γένει για τέτοια σπουδαία πολιτικά
ζητήματα, να παραχωρείς τη δυνατότητα τελικής απόφασης στο λαό, ότι οι
υπόλοιποι Βρετανοί που ψήφισαν την αντίθετη πλευρά θα πληρώσουν, χωρίς
μάλιστα να φταίνε, πολύ ακριβά αυτή την απόφαση. Είναι, δε ενδεικτικό
ότι ακούστηκε πως συγκεντρώνονταν, μέρες μετά, υπογραφές από κατοίκους
της Μ. Βρετανίας για επανάληψη του δημοψηφίσματος, ακόμα και για
απόσχιση της Σκωτίας και της Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, για
ανακήρυξη του Λονδίνου ως ανεξάρτητου κρατιδίου και άλλα τέτοια – ενίοτε
φαιδρά και τραγελαφικά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο «χορό» των
απόψεων τέτοιου τύπου εισήλθαν και σπουδαίοι οικονομικοί αναλυτές, όπως ο
Kenneth Rogoff (βλ. άρθρο του με τίτλο «Πόσο δημοκρατικά είναι τα
δημοψηφίσματα). Η στάση του ακολουθεί αυτή που περιγράφω παραπάνω.
Θεωρεί ότι η αρχή της πλειοψηφίας δεν είναι πάντα δημοκρατική, ότι
συνιστά παραλογισμό να αποφασίζουν οι Βρετανοί πολίτες για το αν θα
φύγουν από την ΕΕ με μια απλή ψήφο, θεωρεί την όλη ιδέα των
δημοψηφισμάτων μια ρώσικη ρουλέτα και προτείνει την επανεξέταση των
κανόνων του παιχνιδιού (προφανώς εννοώντας τη δημοκρατική διαδικασία).
Οπωσδήποτε, βέβαια ένας οικονομικός αναλυτής διέπεται, συνήθως από
συγκεκριμένες θεωρήσεις και μια πολύ ιδιαίτερη οπτική γωνία την οποία
εγώ συνηθίζω να αποκαλώ «ματιά του φιλάργυρου». Όπως, δηλαδή ο
φιλάργυρος υπολογίζει κάθε κίνηση και κάθε ανθρώπινη σχέση με το πόσο θα
του αποφέρει σε χρήμα και χαρακτηρίζεται από ένα μόνιμο φόβο για την
ασφάλεια των χρημάτων του που ήδη κατέχει, έτσι και οι περισσότεροι
οικονομικοί αναλυτές κρίνουν την πολιτική με βάση το πόσο οι αποφάσεις
της επηρεάζουν την οικονομία (και όχι το αντίθετο).
Η πολιτική αυτή στάση εμφανίστηκε και σε
άλλα κράτη, μηδέ της Ελλάδας εξαιρουμένης. Διακρίνεται, υποστηρίζω, από
την ίδια πολιτική νοοτροπία: αυτή του αντιδημοκρατικού πνεύματος και
μιας νεοεμφανιζόμενης ολοκληρωτικού τύπου αντίληψης που προσομοιάζει
τόσο στο φασισμό, όσο και στο σταλινισμό (ανάλογα το πολιτικό φάσμα, στο
οποίο κινείται ο καθένας…). Μπορεί να ακούγεται ως υπερβολή αυτό, στην
πραγματικότητα όμως στηρίζεται σε διαπιστωμένες πολιτικές θέσεις και όχι
απλώς σε μια θεωρητική προσέγγιση.
Αποτελεί, θεωρώ αξιοσημείωτη ιστορική
ειρωνεία ότι ως αφορμή (και όχι αιτία) για την αναπαραγωγή αυτής της
πολιτικής στάσης αποτέλεσε η χώρα που, κατ’ ουσίαν γέννησε τον
κοινοβουλευτισμό. Είναι, επίσης σίγουρο ότι θα διαμορφώσει, ίσως για
πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία, συνθήκες για σοβαρό διάλογο πάνω σε
ζητήματα, τα οποία ως σήμερα θεωρούνταν αυτονόητα: τη σχέση δημοκρατίας
και κοινοβουλευτισμού, τη γενικότερη πολιτική αντίληψη που διαπερνά την
Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα, τον τρόπο που οι πολίτες, τελικά, αναπτύσσουν τη
σκέψη τους μέσα σ’ ένα ταραχώδες παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, τη
σοβαρή διάσταση μεταξύ της προσπάθειας διατήρησης εθνικής ταυτότητας των
λαών και της άναρχης επιβολής πολυπολιτισμικών μορφών κοινωνιών (που
δεν ταυτίζονται με τις πολυεθνικές κοινωνίες).
Ο κοινοβουλευτικός χαρακτήρας των
σύγχρονων Δυτικών δημοκρατικών κρατών θεωρήθηκε, επί μακρόν, ως η μόνη
εναλλακτική πολιτική πρόταση, τόσο απέναντι σε αντίπαλες ιδεολογικές
πολιτικές «φόρμουλες» (Κομμουνιστικά και δικτατορικά πολιτικά
συστήματα), όσο και απέναντι στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία. Η
τελευταία, θυμίζω, παραχωρούσε στο δήμο (δηλαδή στο λαό) όλες τις
εξουσίες και τα αξιώματα. Οι Αθηναίοι, για παράδειγμα, αποφάσιζαν ακόμα
και για το πόσα κιλά σιτάρι θα εισήγαγαν στην πόλη τους, ενώ τα αξιώματα
τα αποκτούσαν με κλήρωση και όχι με ψήφο. Το μοναδικό αξίωμα που
καταλαμβανόταν με τη διαδικασία ψηφοφορίας ήταν αυτό του στρατηγού (το
οποίο, βεβαίως διέθετε και πολιτική βαρύτητα), αλλά επρόκειτο για αξίωμα
με ετήσια μόνο θητεία, υπόκειτο σε συνεχή έλεγχο και οι ανταμοιβές
σπανίως ήταν εξαιρετικές, τουλάχιστον εκείνες που διέθεταν αμιγώς
οικονομικό χαρακτήρα. Μη ξεχνάμε, επίσης ότι ο κοινοβουλευτισμός
θεωρήθηκε ως η καλύτερη λύση – απόγονος της Αθηναϊκής δημοκρατίας που
εφαρμόστηκε σε κλίμακα πολυπληθών κρατών και όχι μικρών πληθυσμιακών
ομάδων των αρχαίων πόλεων – κρατών. Μια κατ’ αναλογία δημοκρατία για
«μεγάλες», σε όγκο, πολιτικές κοινωνίες.
Οπωσδήποτε, η αρχή της αντιπροσώπευσης
(και όχι αυτή της άμεσης συμμετοχής) καθόρισε, λίγο ή πολύ, το πολιτικό
σύστημα του κοινοβουλευτισμού. Από μόνη της αυτή η αρχή δεν υποκαθιστά,
όπως ίσως θεωρήθηκε, την αρχή της πλειοψηφίας. Κατέστησε, έτσι τον
κοινοβουλευτισμό μια κατ’ ανάγκη ιδιότυπη ολιγαρχία με ορισμένα
δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, η ποιότητα του κοινοβουλευτισμού,
νομίζω ότι είναι σαφές, καθορίζεται κυρίως από την ποιότητα αυτών που
ασκούν την εξουσία, όχι από την ποιότητα των αρχομένων. Πράγματι, η
περίπτωση της Ελλάδας είναι πολύ χαρακτηριστική σ' αυτό. Διότι ακόμα κι
αν κατηγορήσουμε τους πολίτες που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ για βλακώδες σκεπτικό,
το ζήτημα παραμένει: έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ έστω ένα από όσα προανήγγειλε
προεκλογικά στην οικονομία;
Είναι τα δημοψηφίσματα λύση στο έλλειμμα
της δημοκρατίας που παρατηρείται στον κοινοβουλευτισμό; Αμφιβάλλω.
Είναι, όμως ενδεικτικά ακριβώς αυτής της διαφοροποίησης που υπάρχει
ανάμεσα στο "παρέχω δια ψήφου και μια φορά στα τόσα λευκή επιταγή" και
στο "ψηφίζω άμεσα και πολύ συχνά αυτό που θεωρώ σωστό να γίνει" (όχι
αυτούς που ελπίζω να κάνουν το σωστό - ουσιώδης διαφορά).
Παρά, λοιπόν τις σημαντικές αυτές
διαφοροποιήσεις μεταξύ της Δημοκρατίας της Αρχαίας εποχής και του
κοινοβουλευτισμού, η σύμπλευση και, εν πολλοίς, η διακηρυχθείσα ταύτιση
μεταξύ των δύο «λειτούργησε» άψογα έως πρόσφατα. Ώσπου, ήρθαν τα
δημοψηφίσματα. Αυτά «χάλασαν», τινί τρόπω, τη «σούπα». Διότι διαμόρφωσαν
ένα γεγονός που ξεπερνούσε την ιδιάζουσα ολιγαρχική δομή του
κοινοβουλευτικού συστήματος. Το γεγονός της μη εύκολα ελεγχόμενης ψήφου.
Της αδιευκρίνιστης πολιτικής στάσης. Της μη προβλεπόμενης λαϊκής
βούλησης.
Ο προβληματισμός, όμως δεν τελειώνει στο
γεγονός αυτό της διαπίστωσης της πιθανότητας εμφάνισης μη αναμενόμενης
εκλογικής συμπεριφοράς. Συνεχίζεται στη στάση ικανής μερίδας πολιτικών
και πολιτών απέναντι σ’ αυτή. Οι οποίοι, ούτε λίγο ούτε πολύ, απαξιώνουν
τη λογική της παραχώρησης, δια δημοψηφισμάτων, περισσότερου χώρου
αποφάσεων. Αντιδρούν στο γεγονός της μεταβίβασης μεγαλύτερου μεριδίου
ευθύνης γι' αυτές τις αποφάσεις στον ίδιο το λαό. Ευτελίζουν, επιπλέον
την ίδια την αρχή της πλειοψηφίας, η οποία συνίσταται ακριβώς στο
σεβασμό των αποφάσεων των πολλών (βασική αρχή της δημοκρατίας, θυμίζω,
όπως εξάλλου και του κοινοβουλευτισμού, άσχετα αν ο κ. Rogoff
διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, επιχειρώντας να την υποβιβάσει).
Αναλύοντας το ζήτημα, όπως προείπα, από
την πλευρά της πολιτικής φιλοσοφίας, θεωρώ ότι αυτό σηματοδοτεί μια
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εξέλιξη στη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Δεν έχει
να κάνει με την υποκριτική στάση των πολιτών και πολιτικών που αποκαλούν
τους εαυτούς τους «δημοκράτες», ούτε με το γεγονός ότι η ίδια η
Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε ό, τι μπορούσε για να οδηγήσει τους λαούς σε μια
αναπόφευκτη αντίδραση, και μάλιστα με τρόπο οργίλο, απέναντι στις
πολιτικές και πρακτικές που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια. Έχει να κάνει
με το ίδιο το γεγονός της, πραγματικά ρηξικέλευθης, ανατροπής του
υπάρχοντος συστήματος πολιτικής συμπεριφοράς.
Ίσως να βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους
όχι απλώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά του ίδιου του κοινοβουλευτικού
τρόπου πολιτεύεσθαι ή, τουλάχιστον στην αρχή μιας διαδικασίας σοβαρής
τροποποίησης πολλών από τους όρους που τον χαρακτηρίζουν. Ό, τι κι αν
τελικά δρομολογηθεί, το σίγουρο είναι ότι η πολιτική αλλάζει. Το ίδιο
σίγουρο είναι ότι, μαζί της, αλλάζει και ο κόσμος μας. Το γεγονός, δε
ότι ζούμε σε ένα οικουμενικό χωριό, πυροδοτεί εξελίξεις που θα
επηρεάσουν όχι μόνο τη Βρετανική ή την Ευρωπαϊκή πολιτική Ιστορία, αλλά
και την Παγκόσμια. Γι' αυτό και οφείλει να απασχολεί όλους μας.
~ Δημήτρης Ε. Γκίκας,Φιλόλογος,
Μ.Α., Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας & Φιλοσοφίας της Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης περιοδικού "Ιστορικά Θέματα"
Πηγή: geopolitics.com.gr