Η άποψη πως η εφαρμογή εκπαιδευτικών πολιτικών είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να αξιολογηθεί έγκαιρα, φαίνεται να είναι διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία. Μιλώντας μάλιστα για ριζικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, πολλοί θα πουν ότι απαιτείται μια ολόκληρη γενιά για να αποδώσουν καρπούς. Εάν αυτό ισχύει, πώς εξηγείται το περίφημο φινλανδικό εκπαιδευτικό θαύμα; Και πώς κατάφερε σε λιγότερο από 10 χρόνια η Εσθονία να σκαρφαλώσει στις πρώτες θέσεις στον διεθνή διαγωνισμό PISA;
Είναι κατανοητό ότι τα αποτελέσματα όποιων πολιτικών βελτίωσης εφαρμοσθούν, δεν θα φανούν εν μία νυκτί. Το θέμα, όμως, στην περίπτωση της Ελλάδος, δεν είναι αυτό αλλά η αποσπασματικότητα με την οποία ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού συστήματος έχει αντιμετωπίσει την σχολική εκπαίδευση. Το επιχείρημα της χρονικής υστέρησης είναι απλά ένα παραπέτασμα καπνού, το οποίο μάλιστα αρχίζει και χάνει την «αγοραστική» του αξία ειδικά στην Γενιά Z, η οποία αναζητάει εναλλακτικούς πόρους, χώρους και τρόπους μάθησης, καθιστώντας το σχολείο μη ελκυστικό αφού παύει να ανταποκρίνεται στην «ατζέντα» τους, στα προβλήματα και στις φιλοδοξίες τους. Μπορεί, λοιπόν, να συγχρονιστεί το σχολείο με τις προτιμήσεις, ανάγκες και συνήθειες των λεγόμενων zoomers; Και εάν ναι, ποιοι μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστοι πλοηγοί στην προσπάθεια των κεντρικών δημόσιων φορέων εκπαίδευσης προς αυτή την κατεύθυνση;
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Καινοτομίας (CERI) του ΟΟΣΑ θέτει με συμπεριληπτικό και προοδευτικό τρόπο την παγκόσμια ατζέντα της εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης μέσω ολοκληρωμένων προτάσεων-σεναρίων για το
μέλλον της σχολικής εκπαίδευσης. Απώτερος σκοπός αυτών των βασισμένων σε έρευνα σεναρίων είναι να αποτελέσουν συμβουλευτικές πυξίδες για τα μέλη-κράτη του οργανισμού, ώστε να κατανοήσουν τη θέση τους στο διεθνές περιβάλλον και να διερευνήσουν πιθανά μονοπάτια με βάση τα οποία να αναπτύξουν εθνικά πλάνα δράσης προσαρμοσμένα στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες των κοινωνιών τους. Για την εικοσαετία 2020-2040, ο ΟΟΣΑ έχει προτείνει τέσσερα σενάρια, τα οποία στην ουσία αποτελούν επικαιροποιημένες εκδόσεις έξι σεναρίων που είχαν προταθεί πριν περίπου 20 χρόνια.
Στο μεσοδιάστημα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου πακέτου σεναρίων του ΟΟΣΑ, η ομάδα του Τμήματος Έρευνας & Ανάπτυξης (Ε&Α) της Ελληνογερμανικής Αγωγής (ΕΑ) έχει εργαστεί συστηματικά στους προτεινόμενους άξονες μέσα από την εμπλοκή της σε ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες μικρής, μεσαίας και ευρείας κλίμακας, εφαρμόζοντας και αξιολογώντας σε συνεργασία με τοπικούς εταίρους, εθνικούς και διεθνείς θεσμικούς φορείς πιλοτικές δράσεις, με απώτερο στόχο να συμβάλει με τεκμηριωμένο τρόπο στην συνδιαμόρφωση οδικών χαρτών για το μέλλον της σχολικής εκπαίδευσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των τεσσάρων σεναρίων για την ερχόμενη εικοσαετία, αξίζει ίσως να αναφερθούν κάποιες μεγάλης κλίμακας δράσεις του Τμήματος Ε&Α της ΕΑ που εμπίπτουν σε κάποια από αυτά τα σενάρια. Για παράδειγμα, το έργο Schools as Living Labs αποτελεί εφαρμογή του 3ου σεναρίου. Ένα παράδειγμα του σχολείου ως «ζωντανού εργαστηρίου» αφορά τους «Μυδοερευνητές», μία πρωτότυπη δράση μαθητών του 6θέσιου δημοτικού σχολείου στον Μακρύγιαλο Πιερίας που αναδείχθηκε από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος ως ένα από τα καλύτερα πρότζεκτ πανευρωπαϊκά. Από την άλλη μεριά, το έργο Surrounded by Science διερευνά τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών για την παρακολούθηση και ενίσχυση εξατομικευμένων άτυπων μαθησιακών διαδρομών στον τομέα του STEM και την αλληλεπίδρασή τους με την σχολική εκπαίδευση, εστιάζοντας στην καλύτερη κατανόηση τις ευκαιριών και των προκλήσεων του 4ου σεναρίου.
Ας δούμε, όμως, τώρα τα τέσσερα σενάρια του ΟΟΣΑ πιο αναλυτικά:
Σενάριο 1: Διεύρυνση
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, o υπάρχον χαρακτήρας των μαζικών και γραφειοκρατικών συστημάτων σχολικής εκπαίδευσης διευρύνεται, με προσαρμογές βέβαια, για τα επόμενα χρόνια. Οι περισσότερες χώρες εστιάζουν στην εφαρμογή ομοιόμορφων προγραμμάτων σπουδών και εργαλείων αξιολόγησης. Η πίεση προς την κατεύθυνση της ομοιομορφίας και της επιβολής προτύπων παραμένει, αν και παρέχεται μεγαλύτερη ελευθερία στους μαθητές όσον αφορά την επιλογή του εκπαιδευτικού περιεχομένου, εφόσον επιτυγχάνονται καθορισμένες δεξιότητες, όπως για παράδειγμα η επιχειρηματικότητα και οι ήπιες δεξιότητες, με βάση τις σύγχρονες απαιτήσεις της οικονομίας και της κοινωνίας. Η σχολική τάξη συνεχίζει να αποτελεί το επίκεντρο της μαθησιακής διαδικασίας αλλά ταυτόχρονα υβριδικά μοντέλα διδασκαλίας – με βάση την εμπειρία του COVID-19 – αρχίζουν και υιοθετούνται σε πιο ευρεία κλίμακα. Τα άκαμπτα όρια μεταξύ των παραδοσιακών ακαδημαϊκών κατευθύνσεων αμβλύνονται και η αξία της διαθεματικότητας αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο. Η υιοθέτηση ψηφιακών εργαλείων αποτελεί κύριο κομμάτι της σχολικής καθημερινότητας, επιτρέποντας στους εκπαιδευτικούς να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στην υποστήριξη των ψυχοσυναισθηματικών αναγκών των μαθητών και των κινήτρων τους για μάθηση σε ένα πιο αυτόνομο πλαίσιο. Νέες τεχνολογίες, όπως learning analytics και τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπου, καθιστούν εφικτή την αξιολόγηση της επίδοσης αλλά και της πειθαρχίας των μαθητών, δίνοντας την ευκαιρία για ανατροφοδότηση προς εκπαιδευτικούς και γονείς σε πραγματικό χρόνο. Η ψηφιοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ανοίγει, επίσης, ευκαιρίες για συμπράξεις μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων με στόχο την δημιουργία και παροχή ανοιχτών μαθησιακών πόρων. Οι σχολικές κοινότητες ωφελούνται από οικονομίες κλίμακας, αξιοποιώντας πιο αποτελεσματικά την διάχυση μαθησιακών πόρων μέσω της χρήσης πληροφοριακών συστημάτων και ανάλυσης μεγάλων δεδομένων. Οι κεντρικοί δημόσιοι φορείς (π.χ., Υπουργεία Παιδείας) εξακολουθούν να είναι πρωταγωνιστές αλλά ταυτόχρονα αναζητούν στρατηγικούς εταίρους μέσω διεθνών συνεργασιών και δικτύωσης. Η μεγάλη πρόκληση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι, όμως, αφορά την λεπτή ισορροπία που απαιτείται μεταξύ της ικανοποιητικής κάλυψης πολυποίκιλων αναγκών των τοπικών κοινωνιών και της εφαρμογής ενός κοινού πλαισίου διασφάλισης ποιότητας σε οριζόντια βάση.
Σενάριο 2: Εξατομίκευση
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, τα παραδοσιακά συστήματα σχολικής εκπαίδευσης συρρικνώνονται, δίνοντας χώρο σε αποκεντρωμένες και αυτονομημένες από την κεντρική διοίκηση πρωτοβουλίες που ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά σε εξατομικευμένα μοντέλα μάθησης τα οποία εμπλέκουν εντονότερα τους γονείς στην επιλογή του εκπαιδευτικού περιεχομένου και της μαθησιακής διαδικασίας. Η ατομική επιλογή ως αξία είναι κυρίαρχη εδώ. Οι προσφερόμενες εκπαιδευτικές υπηρεσίες, συνεπώς, επεκτείνονται και διαφοροποιούνται ως προς την διάρκεια, τους στόχους και το κόστος τους, ώστε να προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις και τις ανάγκες μαθητών και γονιών. Η υιοθέτηση εξατομικευμένων προγραμμάτων σπουδών παρέχει στους μαθητές μεγαλύτερη ευελιξία και περισσότερες ευκαιρίες που βελτιστοποιούν τα οφέλη του συνδυασμού τυπικής και άτυπης μάθησης. Η σχολική καθημερινότητα ενισχύεται με ένα μείγμα κατ’ οίκον διδασκαλίας, φροντιστηρίου και διαδικτυακής μάθησης. Μία ολοκληρωμένη μαθησιακή εμπειρία περιλαμβάνει την σύνδεσή της με τη δια βίου μάθηση, ενώ η οικονομική και κοινωνική αξία τους καθορίζονται με όρους προσφοράς και ζήτησης. Σε κάποιες χώρες παρατηρείται ανταγωνισμός μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών παρόχων για την βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Σε άλλες χώρες, η δημόσια εκπαίδευση αποτελεί την ελάχιστη υποχρέωση του κράτους, παρέχοντας μηδενικού ή χαμηλού κόστους πρόσβαση σε ένα βασικό «πακέτο» υπηρεσιών εκπαίδευσης. Καθώς οι μαθητές μεγαλώνουν και γίνονται πιο αυτόνομοι, εξειδικευμένες πλατφόρμες μάθησης και συμβουλευτικές υπηρεσίες (ψηφιακές και προσωπικές, δημόσιες και ιδιωτικές) διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο. Οι επιχειρηματικές κοινότητες εμπλέκονται εντονότερα στην εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων εταιρειών αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το επαγγελματικό προφίλ των εκπαιδευτικών καθώς και η εργασιακή τους σχέση με τους παρόχους εκπαίδευσης αλλάζει. Το εκπαιδευτικό δυναμικό των σχολείων περιλαμβάνει όχι μόνο δασκάλους και καθηγητές αλλά σε αυξανόμενο ποσοστό φροντιστές, συμβούλους σταδιοδρομίας, αναλυτές της αγοράς δεξιοτήτων, ειδικούς παιδαγωγούς και εξωτερικούς συνεργάτες με φυσική ή ψηφιακή παρουσία. Η μεγάλη πρόκληση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι κεντρικοί δημόσιοι φορείς αφορά την εγκαθίδρυση ενός κοινωνικά αποδεκτού κανονιστικού πλαισίου που θα διασφαλίζει την ευκαιρίες πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης που να αντισταθμίζουν πιθανές στρεβλώσεις της ελεύθερης αγοράς.
Σενάριο 3: Ανοικτότητα
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, τα σχολεία διατηρούν τα περισσότερα από τα λειτουργικά χαρακτηριστικά τους αλλά η ποικιλομορφία και ο πειραματισμός αποτελούν πλέον τον κανόνα. Τα σχολεία «ανοίγουν» προς τα έξω, συνδέονται με τις τοπικές κοινωνίες, υποστηρίζουν, πειραματίζονται, ενσωματώνουν διαρκώς μεταβαλλόμενες μορφές μάθησης και εμπλέκουν ενεργά την κοινωνία των πολιτών, προτείνουν πρωτότυπες λύσεις σε πραγματικά προβλήματα, προωθώντας την κοινωνική καινοτομία και αλλαγή. Η «ανοικτότητα» ως αξία είναι κυρίαρχη εδώ. Οι μαθησιακές διαδρομές γίνονται πιο ευέλικτες και εξατομικευμένες. Ο ρόλος και συνεισφορά των εκπαιδευτικών ορίζονται σε ένα πλαίσιο συνεργατικότητας, αυτοαξιολόγησης και λογοδοσίας κυρίως στην τοπική κοινότητα. Η παρακολούθηση της επίδοσης με παραδοσιακά εργαλεία αποτίμησης εγκαταλείπεται. Η πρόσβαση σε ένα ευρύ και διαρκώς ανανεωμένο φάσμα μαθησιακών πόρων προσαρμοσμένων στις τοπικές ανάγκες και εξελίξεις αποτελεί τη νόρμα, καθιστώντας τον διαχωρισμό μεταξύ τυπικής και άτυπης μάθησης παρωχημένο. Τα σχολεία αποτελούν το επίκεντρο δυναμικά εξελισσόμενων τοπικών εκπαιδευτικών δικτύων, χαρτογραφώντας τις ευκαιρίες μάθησης σε ένα διασυνδεδεμένο οικοσύστημα υβριδικών εκπαιδευτικών χώρων. Με αυτόν τον τρόπο, διαφορετικοί ατομικοί και θεσμικοί φορείς προσφέρουν μια ποικιλία δεξιοτήτων και τεχνογνωσίας που μπορούν να αξιοποιηθούν για την υποστήριξη της μάθησης, της σταδιοδρομίας και της συνολικής ευημερίας των μαθητών. Τα σχολεία αυτονομούνται αλλά δεν αποδεσμεύονται από ρυθμιστικά και στρατηγικά πλαίσια σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αντιθέτως, τα πλαίσια αυτά λειτουργούν υποστηρικτικά σε κοινότητες με ασθενέστερες κοινωνικές υποδομές, οικονομικές υστερήσεις, δημογραφικές ή γεωγραφικές ιδιαιτερότητες. Τα σχολεία αποτελούν με αυτή την έννοια τα νέα κοινωνικά κέντρα ευρύτερων και δυναμικά εξελισσόμενων οικοσυστημάτων παραγωγής και διαμοιρασμού γνώσης που βασίζονται και εμπιστεύονται εκπαιδευτικούς με γερό παιδαγωγικό υπόβαθρο και ικανότητες δικτύωσης με φορείς άτυπης μάθησης, όπως πανεπιστήμια, ερευνητικά ινστιτούτα, μουσεία, βιβλιοθήκες, κέντρα τεχνολογίας κτλ. Στο σενάριο αυτό, οι μεγάλες προκλήσεις για τους δημόσιους φορείς αφορούν την προτεραιοποίηση τοπικών και κεντρικών στόχων καθώς και την διαχείριση των ανισοτήτων μεταξύ τοπικών κοινοτήτων, καθιστώντας δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο τον καθολικό μετασχηματισμό των σχολείων σε ανοιχτούς και βιώσιμους κόμβους υβριδικής μάθησης.
Σενάριο 4: Υβριδοποίηση
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η εκπαίδευση λαμβάνει χώρα παντού και ανά πάσα στιγμή. Οι διακρίσεις μεταξύ τυπικής και άτυπης μάθησης παύουν να ισχύουν, καθώς οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις (τεχνητή νοημοσύνη, επαυξημένη και εικονική πραγματικότητα, διαδίκτυο των πραγμάτων, αφθονία δεδομένων) έχουν αφομοιωθεί από την κοινωνία, αλλάζοντας εντελώς την αντίληψή μας για την μάθηση, η οποία πλέον αποτελεί μία δραστηριότητα άρρηκτα συνυφασμένη με την εργασία και την αναψυχή. Εξατομικευμένα μονοπάτια μάθησης είναι ελεύθερα διαθέσιμα σε όλους, απαξιώνοντας καθιερωμένες σχολικές δομές και προσχεδιασμένα ομοιόμορφα προγράμματα σπουδών, οδηγώντας στην εξαφάνιση του παραδοσιακού σχολείου. Προσωπικοί βοηθοί τεχνητής νοημοσύνης συνδέονται με το περιβάλλον και μεταξύ τους για να τροφοδοτήσουν τα πληροφοριακά τους συστήματα και να προτείνουν εξατομικευμένες λύσεις δια βίου μάθησης, βασιζόμενοι στην περιέργεια και τις ανάγκες των ατόμων, βοηθώντας στον εντοπισμό γνωστικών κενών και αναγκών για νέες δεξιότητες, ενθαρρύνοντας τη δημιουργικότητα και την αυτοέκφραση των μαθητών. Οι εκπαιδευτικοί συνδέονται μεταξύ τους σε κοινότητες κοινού σκοπού και ενδιαφέροντος χωρίς γλωσσικά εμπόδια στην ανταλλαγή γνώσης και στην συνεργασία. Σε έναν κόσμο που όλες οι μορφές μάθησης είναι αποδεκτές, νέες τεχνολογίες, όπως για παράδειγμα το blockchain, καθιστούν εφικτή την καταγραφή γνώσεων και δεξιοτήτων σε αδιάβλητα και διαφανή ψηφιακά διαβατήρια δια βίου μάθησης, χωρίς να είναι απαραίτητη η σφραγίδα δημόσιων ή ιδιωτικών παρόχων πιστοποίησης. Ο επαγγελματίας εκπαιδευτικός μετασχηματίζεται σε διαμεσολαβητή σε μία κοινωνία όπου εξατομικευμένες μαθησιακές εμπειρίες είναι διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή και παντού. Οι μαθητές είναι πλέον εκπαιδευμένοι καταναλωτές και διαμορφωτές των δικών τους μονοπατιών δια βίου μάθησης. Οι διάφορες μορφές διδασκαλίας είναι κοινός τόπος τόσο εκτός όσο και εντός του διαδικτύου. Κάποιες παρέχονται από ανθρώπους, άλλες δημιουργούνται από αλγορίθμους. Οι παγκόσμιες ψηφιακές εταιρείες σε διάλογο με μη κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην τροφοδοσία συστημάτων μάθησης μέσω καινοτόμων διεπαφών ανθρώπου-μηχανής. Η συνεχής ανάπτυξη υβριδικών συστημάτων μάθησης βασιζόμενα στην τεχνητή νοημοσύνη και τα μεγάλα δεδομένα έρχεται αντιμέτωπη με τα όρια της ισχύος τους, θέτοντας στην ατζέντα ερωτήματα για την διαφάνεια των αλγορίθμων, την ιδιοκτησία των δεδομένων και τον εποπτικό ρόλο που καλούνται να παίξουν κρατικές και διακυβερνητικές αρχές. Μία μεγάλη πρόκληση για τους δημόσιους φορείς σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο αποτελεί η διασφάλιση του δημοκρατικού χαρακτήρα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και ευρύτερα η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.
Tα σχολεία του μέλλοντος είναι εδώ
Σκοπός της παρουσίασης των τεσσάρων σεναρίων του ΟΟΣΑ δεν αποτελεί η κατάταξή τους από το χειρότερο στο καλύτερο. Αυτό δεν θα ήταν ρεαλιστικό αφού και οι τέσσερις εκδοχές δεν είναι και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως αλληλοαποκλειόμενες. Καθένα από αυτά παρουσιάζει μοναδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα αλλά και ξεχωριστές προκλήσεις. Το μόνο σίγουρο είναι πως εκφάνσεις και των τεσσάρων σεναρίων ήδη διαφαίνονται διεθνώς αλλά και στο ετερόκλητο κολλάζ που ονομάζουμε ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η ετερογένεια αποτελεί πλεονέκτημα των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Το ζητούμενο, στην περίπτωση της χώρας μας και όλων όσων συμμετέχουν στην διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, είναι η βαθιά κατανόηση εναλλακτικών σεναρίων, όπως αυτά που προτείνει ο ΟΟΣΑ, ο πειραματισμός με καλές πρακτικές και η υψηλού επιπέδου έρευνα για την εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων που θα ανατροφοδοτήσουν την κατάρτιση μίας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής για την σχολική εκπαίδευση. Εδώ, όπως έχει αναφέρει ο Αρίστος Δοξιάδης σε πρόσφατο άρθρό του στην Καθημερινή, καταλύτες για την επιτάχυνση των αλλαγών στην σχολική εκπαίδευση αποτελούν και οι λεγόμενες «επιστημικές κοινότητες». Αυτές οι συνεκτικές ομάδες ειδικών θα μπορούσαν εθελοντικά να καλύψουν τα όποια κενά τεχνογνωσίας έχουν οι κεντρικοί δημόσιοι φορείς. Αρκεί, φυσικά, η πολιτική ηγεσία να το ζητήσει και να είναι διατεθειμένη να εμπιστευτεί τις προτάσεις τους.
*Ο Δρ. Άγγελος Αλεξόπουλος είναι Ερευνητής στο Τμήμα Έρευνας & Ανάπτυξης της Ελληνογερμανικής Αγωγής και Πρόεδρος του Τομεακού Επιστημονικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού και Αναβάθμισης Δεξιοτήτων στο Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας.
Πηγή: www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου