Έτσι, τα παιδιά έχουν εξοικειωθεί με το χειρισμό ψηφιακής κάμερας, σχεδιασμό κινουμένων σχεδίων, φωτισμούς, ηχητική επεξεργασία και μοντάζ, μέχρι συγγραφή σεναρίου, επιλογή ηθοποιών και σκηνοθεσία. Τα παιδιά ξεχύνονται καθημερινά στους δρόμους με κάμερες, κινηματογραφούν τις δικές τους εικόνες και σκετσάκια, που στη συνέχεια μοντάρουν, ώστε μέχρι το βράδυ, πριν την τελευταία προβολή του Διαγωνιστικού, στην κεντρική αίθουσα, να προβάλουν τα περίφημα «daily news», δηλαδή τα καθημερινά νέα του φεστιβάλ, μέσα από τη φρέσκια και ανατρεπτική ματιά τους, σε μια επεισοδιακή προβολή, γεμάτη επευφημίες και χειροκροτήματα, από τους ίδιους τους δημιουργούς και τους συμμαθητές τους. Έτσι, η συλλογική διαδικασία που είναι το σινεμά μετουσιώνεται σε μια ουσιαστική επαναστατική διαδικασία, ικανή να αλλάξει ριζικά την πεζή καθημερινότητα, εμπλουτίζοντάς την με ανατρεπτικό χιούμορ και δημιουργική διάθεση. Τα παιδιά ανταποδίδουν την ευγνωμοσύνη τους, καταχειροκροτώντας γεμάτα ενθουσιασμό την εμφάνιση της μορφής του Δημήτρη Σπύρου, Καλλιτεχνικού Διευθυντή και ψυχή του φεστιβάλ, κάθε φορά που προβάλλεται το διαφημιστικό σποτ κινουμένων σχεδίων του φεστιβάλ, πριν από κάθε προβολή.
Με πρωταρχικό όραμα να ανοίξει το βλέμμα των παιδιών στο κινηματογράφο, κόντρα στο κυρίαρχο χολιγουντιανό παιδικό σινεμά, που προάγει μια συγκεκριμένη φτιασιδωμένη άποψη για τη ζωή και τον κόσμο, το φεστιβάλ Ολυμπίας καταφέρνει να συλλέξει μια ευρεία γκάμα ταινιών απ’ όλο τον κόσμο –Ινδία, Τυνησία, Βολιβία, Αργεντινή, Γαλλία, Καμπότζη και Ιράν– ανοίγοντας παράθυρο σε διαφορετικά τοπία, εικόνες, καταστάσεις και κουλτούρες, με σκοπό να προτείνει μια διαφορετική αντίληψη του κόσμου μέσα από το σινεμά, δίνοντας στα παιδιά τη δυνατότητα να συγκρίνουν και να συνειδητοποιήσουν διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης παιδιών, ώστε να ενεργοποιηθεί η σκέψη τους γύρω από δύσκολα ζητήματα, όπως για παράδειγμα η παράνομη μεταμόσχευση παιδικών οργάνων.
Αυτό το θέμα πραγματεύεται η ταινία του Διεθνούς Διαγωνιστικού «Μια δεύτερη ζωή», του Τυνήσιου Ανίς Λασουέντ. Ο 10χρονος πρωταγωνιστής, που κατέληξε σε νοσοκομείο μετά από ένα απρόσμενο ατύχημα, συνειδητοποιεί πως η απελπισμένη από την ανέχεια μητέρα του αποφάσισε εν αγνοία του να πουλήσει το ένα νεφρό του σε έναν εύπορο άντρα, με άρρωστο παιδί στη δική του ηλικία, προκείμενου να πληρώσει την αξονική του. Η δραματική κορύφωση της ταινίας εξελίσσεται στα πλαίσια του μελοδράματος, αγαπητό είδος της αραβικής παράδοσης, με ερμηνευτές αποκλειστικά ερασιτέχνες ηθοποιούς. Ο σκηνοθέτης, που παρευρέθηκε στον Πύργο, ανέφερε μετά την προβολή της ταινίας πως επέλεξε τους συγκεκριμένους ήρωες γιατί έχουν βιώσει παρόμοιες πραγματικές καταστάσεις, ενώ αναφέρθηκε στην κοινωνική ανισότητα στην Τυνησία, όπου ισχυροί πλούσιοι εκμεταλλεύονται εξαθλιωμένους φτωχούς, καταλήγοντας στο γεγονός ότι για κάθε δέκα ανθρώπους που μεταναστεύουν από τη χώρα, οι τέσσερις είναι παιδιά κάτω των 18 ετών, ώστε να ζητήσουν άσυλο ως ανήλικα, για να μπορέσουν να παραμείνουν στις Ευρωπαϊκές χώρες.
Δείγμα εξαιρετικού νεορεαλισμού με έντονες κοινωνικές διαστάσεις στο Διαγωνιστικό, αποτελεί η ιρανική δραματική ταινία με τον ποιητικό τίτλο «Ο άνεμος χορεύει τα ζαχαροκάλαμα» του Εμπραχίμ Ασραφπούρ. Σε κάποιο χωριό της ιρανικής επαρχίας, με χωράφια ζαχαροκάλαμου, ο μικρός Γιούνες, φαβορί στο τρέξιμο και στο ποδόσφαιρο, ονειρεύεται καριέρα διάσημου ποδοσφαιριστή. Η αναστάτωση, όμως, που φέρνει η διαμαρτυρία των απλήρωτων για μήνες εργατών στο εργοστάσιο επεξεργασίας ζαχαροκάλαμων, μάλιστα σε εποχή συγκομιδής, αλλάζει δραματικά τις προσδοκίες του. Μετά από μια μυστήρια πυρκαγιά, προβοκάτσια της διοίκησης για να αμαυρώσει τον αγώνα των εργατών, φυλακίζεται ο πατέρας τού Γιούνες, κατηγορούμενος για εμπρησμό. Ο Γιούνες μαθαίνει πως αν βρεθούν δυο μάρτυρες να δηλώσουν πως δεν είναι εμπρηστής ο πατέρας του, θα τον ελευθερώσουν. Έτσι, ψάχνει να βρει δυο συναδέλφους ή συγγενείς, όμως οι απεργοί ζορίζονται οικονομικά και αρκετοί αμφιταλαντεύονται να υποκύψουν, διστάζοντας να δηλώσουν γραπτώς την αντίθεσή τους στη φυλάκιση του συνδικαλιστή. Ο Γιούνες γίνεται αυτόπτης μάρτυρας άδικων καταστάσεων που εξαθλιώνουν τους εργάτες. Μέσα από κοντινά στο βλέμμα του, διακρίνεται η σταδιακή του ωρίμανση, με την ανεπιστρεπτί απώλεια της παιδικής αθωότητας. Από την ανέμελη παιδική ηλικία, τότε που χάνονταν με τους φίλους του μέσα στα ζαχαροκάλαμα, ο Γιούνες βλέπει γύρω του τα πάντα να καταρρέουν. Εμφανίζεται πλέον σκεπτικός και αγχωμένος, ενώ απεικονίζεται να τρέχει συνεχώς, αρχικά για να γλιτώσει από την τιμωρία για σκανταλιές, ενώ σταδιακά τρέχει να διορθώσει αδικίες, όπως την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας -παιδιά που μαζεύουν σκορπιούς κάτω από πέτρες, με αντίτιμο πενταροδεκάρες- ενώ τα ανήλικα κορίτσια πουλιούνται συχνά από απελπισμένους από ανέχεια πατεράδες σε ξένους, ως υπηρέτριες και ό,τι άλλο προκύψει.
Η ιστορία διεξάγεται στην ιρανική επαρχία, με φόντο πλίνθινα σπίτια, ανάμεσα στα χωράφια και τον ποταμό, ένα ασυνήθιστο για τα παιδιά των δυτικών μεγαλουπόλεων περιβάλλον, γεμάτο κινδύνους, ενώ η πλοκή που αναπτύσσεται μέσα από την αναζήτηση μαρτύρων, με το αγόρι να τρέχει από τον έναν στον άλλον, δημιουργεί απαράμιλλη ένταση και αγωνία, σήμα κατατεθέν των ιρανικών ταινιών, με τη δραματική κορύφωση να συμβαίνει την κρίσιμη μέρα διεξαγωγής της προπόνησης του ποδοσφαίρου, όπου κρίνεται το μέλλον της ζωής του πρωταγωνιστή.
Στα πλαίσια των παράλληλων εκδηλώσεων του Φεστιβάλ στην Αμαλιάδα, παρακολουθήσαμε την εξαιρετική ομιλία της Πουλχερίας Γεωργοπούλου, ερευνήτριας της τοπικής ιστορίας, με θέμα «Γυναικείο Κίνημα και παιδικός κινηματογράφος, επιρροές και ανάπτυξη του φαινομένου στην Αμαλιάδα του μεσοπολέμου. Η περίπτωση της Μαρίκας Μπότση-Τσαπαλίρα και του Νίκου Μπελογιάννη», που έγινε σε συνεργασία με το Σύλλογο Μόνιμης Έκθεσης Νίκος Μπελογιάννης.
Βασισμένη αρχικά στο βιβλίο του Νίκου Θεοδοσίου που έχει εκδώσει το Φεστιβάλ Ολυμπίας «Όταν ο κινηματογράφος πήγε στο ελληνικό σχολείο και γύρισε με κλάματα, το χρονικό της ταραγμένης σχέσης του κινηματογράφου με τη δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα, από το 1900 μέχρι το 1997», η Γεωργοπούλου τόνισε πως χρειάστηκε σχεδόν ένας ολόκληρος αιώνας περιπετειών και αντιδράσεων, ώστε να υπάρξει κινηματογράφος για παιδιά. Ξετυλίγοντας το νήμα μιας συναρπαστικής αφήγησης, η Γεωργοπούλου εξήγησε πως το ριζοσπαστικό κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος της εποχής του μεσοπολέμου υποστήριξε τη θεσμοθέτηση του παιδικού κινηματογράφου. Ενενήντα χρόνια πριν, ο Προοδευτικός Σύνδεσμος Γυναικών Αμαλιάδας δημιούργησε στην πόλη κινηματογράφο αποκλειστικά για παιδιά. Την πρωτοβουλία είχε η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα (1904-2006), Φαρμακοποιός, αδερφή των εκδοτών των εφημερίδων «Ακρόπολις» και «Απογευματινή», Νάσου και Διονύση Μπότση, ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων και μάχιμο πρωτοκλασάτο στέλεχος του Σοσιαλιστικού Όμιλου Γυναικών. Το 1929 παντρεύτηκε τον Παναγιώτη Τσαπαλίρα και μετακομίζουν στη γενέτειρά του, στην Αμαλιάδα, όπου ανοίγει φαρμακείο, ενώ το 1932 ιδρύει τον Προοδευτικό Σύνδεσμο Γυναικών Αμαλιάδας. Αρθρογραφεί για την πρόοδο του φεμινιστικού κινήματος στον τοπικό τύπο, καθώς και στην εβδομαδιαία εφημερίδα πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων «Νέοι καιροί της Αμαλιάδας», με αρχισυντάκτη τον μαθητή ακόμα τότε Νίκο Μπελογιάννη, γέννημα θρέμμα της Αμαλιάδας και δραστήριο μέλος της προοδευτικής νεολαίας της πόλης, με έντονη πολιτική παρουσία και συμμετοχή και στις πολιτιστικές δραστηριότητες, ως μέλος ερασιτεχνικών θιάσων, σε μια εποχή όμως που απαγορευόταν στους μαθητές γυμνασίου να πηγαίνουν σινεμά. Εκείνη την εποχή, φωτισμένες προσωπικότητες τονίζουν στην Αθήνα την εκπαιδευτική σημασία του κινηματογράφου. Το 1933, η Μπότση οργανώνει στην Αμαλιάδα προβολές παιδικού κινηματογράφου, μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά, όπου αναστέλλονται όλες οι δράσεις του Προοδευτικού Συνδέσμου Γυναικών. Ο Μπελογιάννης τότε, φοιτητής στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1933, κυνηγημένος για τις έντονες πολιτικές του δράσεις, διαγράφεται από το πανεπιστήμιο, ακολουθώντας μια μαρτυρική πορεία φυλακίσεων, εκτοπίσεων και εξορίας. Κατά την παραμονή του στις λαϊκές δημοκρατίες, ως πολιτικός πρόσφυγας, είχε την ευκαιρία να δει μερικά αριστουργήματα της 7ης τέχνης, που είχαν κυκλοφορήσει στις ευρωπαϊκές αίθουσες το 1948, ανάμεσά τους και ταινίες με πρωταγωνιστές παιδιά. Αρχές του ’50, όταν ο Μπελογιάννης επιστρέφει παράνομα στην Ελλάδα, επισημαίνει σε ένα φίλο του πως δυο ταινίες για τα παιδιά, που πρέπει κανείς οπωσδήποτε να δει, είναι η ιταλική «Ο κλέφτης ποδηλάτων» (Ντε Σίκα/1948) και η ουγγρική «Κάποτε στην Ευρώπη» (Ραντβανίι Γκέζα/1948). Κατά την παραμονή του στη φυλακή, ο Μπελογιάννης μελέτησε τα προβλήματα της νεοελληνικής κοινωνίας σε μια εποχή όπου οι διανοούμενοι συναγωνιστές του που οραματίζονταν στις μελέτες τους το νέο εκπαιδευτικό σύστημα της μετακατοχικής Ελλάδας, είχαν πλέον συμπεριλάβει τον κινηματογράφο, ως απαραίτητο εργαλείο στο σχέδιο για μια λαϊκή παιδεία, που εισηγήθηκε το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ στη Γραμματεία Παιδείας της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, με εμπνευστή τον Δημήτρη Γληνό.
Αρχές του ’50, σε μια Αθήνα συγκλονισμένη από την παγκόσμια κινητοποίηση για τη διάσωση του Μπελογιάννη, τις δίκες και την εκτέλεσή του, η φωτισμένη παιδαγωγός Ειρήνη Παϊδούση είναι η πρώτη που αναφέρεται με σαφήνεια πρώτη φορά, σε ένα ποιοτικό κινηματογράφο για παιδιά και νέους, στο άρθρο της «Ο κινηματογράφος ως παιδαγωγικό μέσο», στο περιοδικό «Παιδεία και Ζωή», όπου ανάμεσα στις προτεινόμενες ταινίες συμπεριλαμβάνει και την ουγγρική δραματική αντιπολεμική ταινία «Κάποτε στην Ευρώπη», που είχε συγκλονίσει τον Μπελογιάννη.
Το φεστιβάλ κινηματογράφου Ολυμπίας αναζήτησε το φιλμ στην Ουγγαρία, το υποτίτλισε και το πρόβαλε μετά την ομιλία, τιμώντας 72 χρόνια μετά, την επιθυμία του πρωτοπόρου αγωνιστή Νίκου Μπελογιάννη, ενώ αφιέρωσε την προβολή στη μνήμη της μαχόμενης φεμινίστριας Μαρίκας Μπότση-Τσαπαλίρα.
Η ασπρόμαυρη αυτή ταινία «Κάποτε στην Ευρώπη» αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας ορφανών εγκαταλελειμμένων ρακένδυτων και πεινασμένων παιδιών, που παλεύουν να επιβιώσουν στη ρημαγμένη μεταπολεμική Ουγγαρία. Κατατρεγμένα από την κοινωνία, καταλήγουν σε ένα εγκαταλελειμμένο κάστρο στην κορφή ενός λόφου, όπου είχε καταφύγει ένας ηλικιωμένος, διακεκριμένος άλλοτε, διευθυντής ορχήστρας, επειδή «δεν ταιριάζει πια με τους ανθρώπους, γιατί κάνουν τόση φασαρία που δεν ακούγεται η μουσική». Μετά την επεισοδιακή τους γνωριμία και ένα τρικούβερτο γλέντι, όπου τα πεινασμένα παιδιά τρώνε και πίνουν ό,τι βρίσκουν, ο ηλικιωμένος μουσικός επιχειρεί να τους οργανώσει, για να επισκευάσουν όλοι μαζί το μέρος στο οποίο πρόκειται να διαμείνουν. Στα διαλείμματα παίζει γνωστές μελωδίες του Μπετόβεν στο πιάνο, καταφέρνοντας να κάμψει την αρχικά βίαιη αμυντική διάθεση των παιδιών, ενώ μέσα από την μελωδία της «Μασσαλιώτιδας», τους μιλάει για το σοσιαλιστικό ιδεώδες της ελευθερίας, για την οποία αξίζει να αγωνιστούν, αλλάζοντάς τους την άποψη για τον κόσμο, μέσα από τη μουσική.
Με διάθεση να αποδώσει μέσα από την κινηματογραφική εικόνα μερικά ιδεολογικά σχήματα, η ταινία αυτή μεταφέρει εύστοχα την έννοια της ρήσης «η ισχύς εν τη ενώσει», ειδικά στην αρχή που τα δυο παιδιά, που αλληλοβοηθιούνται, γίνονται τέσσερα και μετά οκτώ, σε μια προοδευτική αυξητική δυναμική, καθώς ολοένα και πληθαίνει το μπουλούκι των ορφανών, αναδεικνύοντας την αλληλεγγύη στο περιθώριο.
Αναπτύσσοντας εικαστική γλώσσα, η ταινία αυτή περιέχει αρκετά χαμηλά πλάνα, μόνο στα γυμνά πόδια των παιδιών, ενώ δείχνει μέσα από εικόνες, πώς το μπουλούκι γίνεται αδίστακτη συμμορία που, προσπαθώντας να επιβιώσει, κλέβει οτιδήποτε απ’ οποιονδήποτε, καρβέλια, κότες, γουρούνια, ακόμα και μπότες από τους κρεμασμένους που συναντούν στο διάβα τους. Τα μικρά ρακένδυτα χαμίνια, μεταξύ εξιδανικευμένου λυρισμού -με επιρροές από Κουροσάβα- και κοινωνικού ρεαλισμού, με την ταινία να περιέχει επιρροές γερμανικού εξπρεσιονισμού, με σκιάσεις σε ένα φλασμπάκ, αλλά και πειραματικές τάσεις της σχολής Βερτόφ, με κοφτά γρήγορα πλάνα, καθώς και χρήση του ιδεολογικού μοντάζ του Αϊζενστάιν. Με κωμικές επιρροές του αντιεξουσιαστικού «Διαγωγή μηδέν» (Ζαν Βιγκό/1933), οι σκληροτράχηλοι αντισυμβατικοί περιθωριακοί μπόμπιρες της ταινίας, ανάμεσά τους και ο αξιολάτρευτος μικρούλης Κούκσι, που καπνίζει, αλλά παίζει και φυσαρμόνικα, μοιάζει να αποτελέσαν κύρια έμπνευση για την ταινία «Το ξυπόλυτο τάγμα» (Γκρέγκ Τάλλας/1954), καθώς και την επίσης μεταγενέστερη «Ο Πόλεμος των κουμπιών» (Ύβ Ρομπέρ/1962). Ωστόσο το κυρίαρχο μουσικό μοτίβο της ταινίας, η επαναστατική «Μασσαλιώτιδα», ως η βασική μελωδία που σύσσωμη η παρέα των ορφανών σφυρίζει ως το δικό τους αναγνωριστικό σήμα, ίσως να αποτελεί έμπνευση από την «Καζαμπλάνκα» (1942/Μάικλ Κούρτιζ), όπου είχε προηγουμένως χρησιμοποιηθεί ως αντιναζιστικός ύμνος, σε μια ταινία ενός Ούγγρου σκηνοθέτη, πριν πολιτογραφεί ως καταξιωμένος Αμερικάνος σκηνοθέτης, μεταναστεύοντας από τη δεκαετία του ’20 στο Χόλιγουντ.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
ifigenia.kalantzi@gmail.com
Πηγή: edromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου