Λάζαρος Βορεάδης, Σταύρος Δουβής και Ανδρέας Νιγιάννης έζησαν τον προπονητή Γιάννη Ιωαννίδη στις πιο έντονες στιγμές του και σήμερα τις θυμούνται και τον αποχαιρετούν...Πόσο δύσκολο είναι να τιθασεύσεις τον ψυχισμό του Γιάννη Ιωαννίδη και πόσο άλλαζε ως άνθρωπος όταν πάταγε το παρκέ; Ο «Ξανθός» του ελληνικού μπάσκετ έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τετάρτης 4 Οκτωβρίου και σύσσωμος ο αθλητικός -και όχι μόνο- κόσμος της χώρας βυθίστηκε στο πένθος.
Εμείς μιλήσαμε με 3 ανθρώπους που τον έζησαν από κοντά σε μερικές από τις πιο έντονες στιγμές του.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης είχε πάντα ιδιαίτερη σχέση με τους διαιτητές με τις αντιδράσεις του να είναι γνωστές μέχρι σήμερα.
Τι έχουν να πουν οι ίδιοι για τον πολυνίκη προπονητή; Ο Λάζαρος Βορεάδης, ο Σταύρος Δουβής και ο Ανδρέας Νιγιάννης «σφύριξαν» τον Γιάννη Ιωαννίδη σε διάφορες φάσεις της καριέρας του και σήμερα θυμούνται τι άνθρωπος ήταν ο «Ξανθός» μέσα στις 4 γραμμές του γηπέδου.
Για τον Λάζαρο Βορεάδη ο Ιωαννίδης ήταν συμπαίκτης, προπονητής και φίλος...
Ο Λάζαρος Βορεάδης μπορεί να σφύριξε τον Γιάννη Ιωαννίδη δεκάδες φορές, όμως η σχέση του μαζί του ξεκίνησε πολύ – πολύ πριν βάλει τη σφυρίχτρα στο στόμα του. Ήταν συμπαίκτης του για μία χρονιά στον Άρη, παρά τα 15 χρόνια διαφοράς τους και ένας από τους πρώτους του παίκτες.
Μάλιστα ο Γιάννης Ιωαννίδης μετά το πρωτάθλημα του 1979, τον πήρε μαζί του και στον Γυμναστικό Σύλλογο Λάρισας στην Α2.
«Τον είχα ακολουθήσει εγώ και ο Σπηλιώτης από τον Άρη και ήταν εκεί και ο Άρης ο Ζώης που σήμερα είναι στη FIBA. Αήττητοι το είχαμε πάρει. Χαιρόταν ο κόσμος να μας βλέπει» μου λέει, χωρίς να θυμάται ωστόσο τι ακριβώς είχε συμβεί και οι πρωταθλητές έφυγαν και έπαιξαν στην πιο χαμηλή κατηγορία.
Όταν τον ανάγκασε να διακόψει φιλικό λόγω του Ataman
Ποια ιστορία του έμεινε όμως από τον Ιωαννίδη μέσα στο γήπεδο; Ο Λάζαρος Βορεάδης με γυρίζει περίπου 20 χρόνια πίσω.
«Ήταν Χριστούγεννα νομίζω του 2000 και ο Ολυμπιακός έπαιζε ένα φιλικό κεκλεισμένων των θυρών με την Εφές. Με φώναξαν να σφυρίξω τον αγώνα μαζί με τον κ. Γκόντα και όλη την ώρα ο Ιωαννίδης διαμαρτυρόταν. Γκρίνιαζε λοιπόν προς τους παίκτες του και έλεγε όλη την ώρα “άι σιχτίρ”. Για εμάς τους βορειοελλαδίτες, το “άι σιχτίρ” είναι πολύ συνηθισμένο στην έκφρασή μας.
Γυρνά λοιπόν ο Ataman και μου λέει εκείνη την ώρα ότι “ρε συ αυτός μας βρίζει όλη την ώρα και λέει fuck you και fuck you”. Προσπάθησα τότε να του εξηγήσω ότι δεν σημαίνει αυτό, όμως ο Ataman επέμεινε. Πάω λοιπόν στον Ιωαννίδη και του λέω “λοιπόν κοίταξε να δεις, τους βρίζεις που τους βρίζεις, βρίσε τους στα ελληνικά για να μην ακούει ο Τούρκος και μας κάνει και παρατήρηση”.
Βγάζουμε μια χαρά το ημίχρονο και μόλις ξεκινά το δεύτερο, αρχίζει πάλι ο Ιωαννίδης τα “άι σιχτίρ”. Οπότε του λέω και εγώ “Ciao Γιάννη, Ciao”. Και διακόπτω το κεκλεισμένων των θυρών φιλικό και ο Ataman έμεινε άφωνος και μου ζητούσαν όλοι να συνεχίσω.
Όμως όταν εγώ έληγα το παιχνίδι, δε γυρνούσα πίσω ποτέ. Φεύγω λοιπόν από το γήπεδο και αντί να βρίζει εμένα, ο Γιάννης τα έχωνε στη Γιούλα (τη γυναίκα του). Με τον Ξανθό και την οικογένειά του είχαμε αναπτύξει πολύ καλή σχέση όλα αυτά τα χρόνια γιατί τον είχα και συμπαίκτη και προπονητή. Επομένως, τα έβαλε με τη Γιούλα, η οποία είχε έρθει στο φιλικό και της έλεγε ότι “εσύ φταις, δικός σου φίλος είναι”».
Πίστευα ότι η σχέση του Λάζαρου Βορεάδη με τον Γιάννη Ιωαννίδη ξεκίνησε το 1979 στο πρωτάθλημα που κατέκτησαν μαζί με τον Άρη. Ο Ιωαννίδης ως προπονητής και ο Βορεάδης ως παίκτης. Ωστόσο, ο διαιτητής του τελικού των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, με έβαλε στη θέση μου.
«Τον ξέρω σχεδόν 50 χρόνια. Πριν ακόμα από το 1979, είχα κατακτήσει το πρωτάθλημα παίδων με προπονητή τον Γιάννη. Εγώ ήμουν 14-15 και ο Γιάννης 29-30 και εκτός από παίκτης του Άρη, ήταν και προπονητής της ομάδας παίδων. Τότε ξεκίνησε η σχέση μας. Το 1976-77 είχα παίξει μάλιστα και συμπαίκτης του για ένα παιχνίδι. 100% του φαινόταν ότι θα γίνει προπονητής. Είχε κοφτερό μυαλό και ήταν πολύ καλός playmaker. Έκανε φοβερές πάσες, αλλά το σουτ του ήταν με δύο χέρια και όλοι γελάγαμε».
Πώς ήταν όμως σαν προπονητής; «Το αγαπούσε αυτό που έκανε. Ήταν σκληρός, είχε τα νεύρα του και ήθελε πάντα να κερδίζει. Βέβαια όλοι οι προπονητές τότε έτσι ήταν. Έβριζαν και τσακώνονταν, αλλά αυτός ήταν μερικά σκαλιά πιο πάνω ποιοτικά. Παίξαμε σπουδαίο μπάσκετ και πήραμε το πρωτάθλημα, κάτι που ήταν ανήκουστο εκείνη την εποχή. “Πήρε η Θεσσαλονίκη πρωτάθλημα από την Αθήνα” λέγανε όλοι τότε. Και μάλιστα το πήραμε κόντρα σε θηρία πραγματικά. Ήταν απίθανο να κερδίσει τότε κανείς τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό και όμως το πήραμε μετά από 49 χρόνια και ο Γιάννης ήταν πανευτυχής».
Ένα «δικό του» παιδί, διαιτητής στα παιχνίδια του...Η διαιτητική καριέρα του Λάζαρου Βορεάδη όλο και ανέβαινε επίπεδο και πριν ακόμη γίνει διεθνής και ξεκινήσει να σφυρίζει στις μεγάλες διοργανώσεις, πέρασε και από την Α1, παίζοντας πολλές φορές στα παιχνίδια του Γιάννη Ιωαννίδη. Πώς ήταν λοιπόν ο Ξανθός μαζί του;
«Ο Γιάννης μπορεί να έβριζε συχνά, αλλά τους διαιτητές, ποτέ. Ποτέ δεν αποβλήθηκε επειδή έβρισε. Μπορεί να έπαιρνε τεχνικές ποινές επειδή χτύπησε ένα τραπέζι γραμματείας ή επειδή έκανε άλλα διάφορα, αλλά ήταν κύριος στις εκφράσεις του μαζί μας. Δεν έχω ακούσει ποτέ κάποιον διαιτητή να πει ότι του μίλησε άσχημα για παράδειγμα. Άλλο το τι φαινόταν στην κάμερα.
Όταν η κάμερα ήταν μπροστά ο Γιάννης έκανε σόου. Αν ήξερε ότι η κάμερα ήταν πάνω του μπορεί να χτυπιόταν, αλλά στα ίσια δεν έβριζε ποτέ. Ήταν και άλλες οι εποχές τότε και ήταν πιο δύσκολη η δουλειά του προπονητή, οπότε κάποιες εκρήξεις ήταν λογικές. Τώρα για παράδειγμα αν ένας προπονητής θέλει να κάνει ένσταση για κάτι, πάνε οι διαιτητές και βλέπουν αναλυτικά την κάμερα. Τότε, ο προπονητής κοπάναγε τα τραπέζια και πετούσε μπουκάλια στη γραμματεία για να ζητήσει κάτι. Άλλες εποχές. Σήμερα βλέπουμε το μπάσκετ του VAR, τότε παίζαμε δύο διαιτητές όλα τα παιχνίδια».
Μοιραία τον ρωτάω για το πώς θα ήταν ο Ιωαννίδης στο μπάσκετ του VAR. «Θα προσαρμοζόταν πιο γρήγορα από όλους. Πάντα ακολουθούσε την εποχή και πάντα ήταν και πρωτοπόρος. Πάντα διάβαζε και μελετούσε. Ήταν ενημερωμένος όσον αφορά τους κανονισμούς. Τους ήξερε όλους και πάντα έβλεπε τα λάθη των διαιτητών. Στα περισσότερα από όσα διαμαρτυρόταν, είχε δίκιο ο Γιάννης. Ήταν πρωτοπόρος μέχρι και στο σκάουτινγκ. Τότε προσπαθούσε με τις κασέτες να μάθει τα συστήματα της άλλης ομάδας. Έστελναν κάμερες και παρακάμερες προσπαθώντας να βρουν πλάνα για να μάθουν την άλλη ομάδα. Φαντάσου τα ευρωπαϊκά παιχνίδια. Έπρεπε να βρουν κάποιον Έλληνα στην ξένη χώρα, να βγάλει βίντεο από τους αγώνες και να τους το στείλει σε κασέτα».
Τα τελευταία χρόνια και οι αυθόρμητες αναμνήσεις
Σε κάποιο σημείο της συζήτησής μας ο Λάζαρος Βορεάδης κόμπιασε και μου ανέφερε ότι ο Γιάννης έφυγε άδικα. Τον ρώτησα πώς ήταν τα τελευταία χρόνια με το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε.
«Ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Εμείς που ήμασταν κοντά του και τον ζήσαμε τακτικά, τον βλέπαμε ότι ήταν χάλια. Τελευταία φορά τον είδα πριν το καλοκαίρι. Τις τελευταίες του ημέρες δεν μπορούσα να τον δω. Τον είχα στο μυαλό μου, όπως τον έζησα. Ήταν ασταμάτητος. Δε σταμάταγε να λέει ιστορίες. Έλεγε “κάτσε, ένα τσιγάρο ακόμα τελευταίο και φύγαμε”. Όταν έκοψε το τσιγάρο έλεγε “κάτσε να κάνεις ένα τσιγάρο ακόμα και φύγαμε”».
Είχα ξεκινήσει τις συνεντεύξεις με σκοπό να μάθω πώς ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης μέσα στο γήπεδο, όμως όλοι οι διαιτητές αργά ή γρήγορα ξεκίνησαν να μου λένε ιστορίες εκτός αυτού. Το ίδιο και ο Λάζαρος Βορεάδης.
«Το μπάσκετ δεν το άφησε ποτέ. Ακόμα και όταν ασχολήθηκε με την πολιτική έβλεπε πάντα τον Άρη και τον Ολυμπιακό και τη Λίβερπουλ στο ποδόσφαιρο. Γενικότερα, όλοι μιλάνε για τον Γιάννη μέσα στο γήπεδο, αλλά ήταν δύο φορές καλύτερος εκτός γηπέδου. Τον Γιάννη τον ευχαριστιόσουν πραγματικά έξω από το γήπεδο. Δεν υπήρχε περίπτωση να πήγαινες σε μια εκδήλωση με τον Γιάννη και να μην καθόσουν δύο ώρες μετά να ακούσεις ιστορίες. Όλοι περίμεναν να τελειώσει η εκδήλωση, για να ξεκινήσει το γνωστό πηγαδάκι. Και ήταν και εξαιρετικός στην παρέα. Ήταν κιμπάρης, πάντα ήθελε να πληρώσει και όταν άνθρωπος του ζήταγε δανεικά, δεν τα ήθελε πίσω ποτέ. Ήταν πραγματικά απολαυστικός σε όλα του, εκτός γηπέδου».
Ο Σταύρος Δουβής γνώριζε τον Γιάννη Ιωαννίδη για περισσότερα από 45 χρόνια. Είναι ίσως ο σημαντικότερος Έλληνας διαιτητής μπάσκετ και ο πρώτος που διέκοψε ποτέ παιχνίδι, ενώ υπήρξε και κορυφαίος καθηγητής διαιτησίας.
Συνεργάστηκε με τον Γιάννη Ιωαννίδη και εκτός γηπέδων, αφού διετέλεσε Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού όταν εκείνος ήταν Υφυπουργός Αθλητισμού. Τον γνώριζε πριν ακόμα και από τον Λάζαρο Βορεάδη και η φιλία τους ξεπερνούσε τα 60 χρόνια ζωής.
Η πρώτη γνωριμία και ο άνθρωπος Γιάννης Ιωαννίδης
«Τον γνώριζα δεκαετίες ολόκληρες και σήμερα (σ.σ. το Πρωί της Πέμπτης 5 Οκτωβρίου) ήμουν στην επιμνημόσυνη δέηση στη Βούλα. Όλος ο κόσμος του αθηναϊκού μπάσκετ ήταν εκεί και το άξιζε ο φίλος μου πραγματικά» ήταν τα πρώτα του λόγια όταν σήκωσε το τηλέφωνο. Τον ρώτησα για την πρώτη τους γνωριμία.
«Τον γνώρισα όταν ήταν ακόμα παίκτης του Άρη το 1969. Είχα ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να σφυρίξω σε ένα τουρνουά και τότε έπαιζε υπό τις οδηγίες του Ανέστη Πεταλίδη. Ήταν ο άνθρωπος που φώναζε “πατέρα”. Αυτός που του είπε “σταμάτα και ανάλαβε την ομάδα”.
Τι ήταν αυτό που ξεχώρισε στον Γιάννη Ιωαννίδη, πολύ πριν γίνουν όμως συνεργάτες; «Ο Γιάννης όπου πήγαινε δεν ήθελε ποτέ να χάνει. Ήταν τόσο αφοσιωμένος στη δουλειά του και στο μπάσκετ. Στη ζωή μου έχω γνωρίσει πολλούς προπονητές, όμως κανείς δεν ήταν πιο αφοσιωμένος σε αυτό που έκανε. Και αυτό ήταν που τον έκανε τεράστιο».
Ο Γιάννης Ιωαννίδης ποτέ δε ζήτησε τίποτα...Ο Σταύρος Δουβής φυσικά πέρασε αρκετές ώρες μαζί με τον αγαπημένο προπονητή στα γήπεδα. Μάλιστα ήταν ο διαιτητής στο παιχνίδι που έχρισε Πρωταθλητές Ελλάδος τους Ιωαννίδη και Βορεάδη το 1979.
«Ήμουν διαιτητής στον τελικό του πρωταθλήματος του 1979 στη Θεσσαλονίκη, τότε που ήταν πολύ συγκινημένος. Για παραπάνω από μία δεκαετία συνυπήρξαμε στα γήπεδα και δε μου ζήτησε ποτέ τίποτα, αν και εγώ δεν άφηνα κανέναν να σηκώσει κεφάλι. Δεν επέτρεπα το παραμικρό που παραβίαζε τους κανόνες του αθλήματος και αυτό το γνώριζε καλά. Αν καμία φορά μου μιλούσε για κάτι, θυμάμαι του έλεγα “κύριε Γιάννη καθίστε στη γωνία” και μόλις γυρνούσα το κεφάλι μου, ήταν στη θέση του. Εγώ είχα μια τεχνική ως διαιτητής εκείνα τα χρόνια, χωρίς να δίνω πολλές τεχνικές ποινές. Έλεγα σε όποιον μιλούσε να σταματήσει γιατί αλλιώς θα πάρει τον δρόμο για έξω και όλοι το ακολουθούσαν. Το θέμα είναι να μη φοβερίζεις, αν δεν έχεις το κουράγιο να κάνεις αυτό που λες. Αυτό ο Γιάννης το γνώριζε φυσικά.
Αυτό όμως που εκτίμησα ακόμη περισσότερο, ήταν ότι παρόλο που ήμασταν γνωστοί, δεν ζήτησε ποτέ το παραμικρό από εμένα στη συνέχεια, όταν ήμουν επικεφαλής της διαιτησίας και Πρόεδρος της ΚΕΔ. Ποτέ δεν το έκανε. Ακόμα και το πιο μικρό πράγμα.
Η προσφορά του στο ελληνικό μπάσκετ είναι τεράστια. Για εμένα ο Ιωαννίδης μαζί με τον Πρόεδρο του Άρη, Άκη Μιχαηλίδη και τον Πρόεδρο του ΠΑΟΚ, Νίκο Βεζυρτζή ήταν τα τρία σπουδαιότερα πρόσωπα που έφεραν τον κόσμο στο μπάσκετ. Έκανα αναφορά στις δύο ομάδες γιατί πάνω σε αυτές στηρίχθηκε αθλητικά το 1987.
Οι Πρόεδροι αυτοί ξόδεψαν πολλά λεφτά για την υγεία των ομάδων τους και ο Γιάννης Ιωαννίδης με τον χαρακτήρα του έφτιαξε τη μεγάλη ομάδα του Άρη. Ήταν το τέλειο παράδειγμα για το πώς πρέπει να φτιάχνεται ένας σύλλογος και για το πώς ένας προπονητής πρέπει να εμπνέει τους παίκτες. Η προσφορά του ήταν τεράστια στην ανάπτυξη του αθλήματος στην Ελλάδα».
Ο Σταύρος Δουβής συνεργάστηκε στενά μαζί του και στην πολιτική τους καριέρα. «Όταν ήμουν Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού και εκείνος Υφυπουργός, τρία χρόνια βρισκόμασταν στα διπλανά γραφεία. Είχαμε πολλές διαφωνίες, αλλά κάναμε μεγάλα έργα. Όταν καταφέραμε και διοργανώσαμε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ανοιχτού Στίβου στο Καυταντζόγλειο, το 2009 έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Όταν ξεκίνησαν οι αγώνες ήταν παντού “παρών” και έτρεχε για όλα τα θέματα. Γίνονταν και στη Θεσσαλονίκη και η χαρά του ήταν διπλή.
Αργότερα φτιάξαμε και μια ομάδα με τη Βουλή και παίζαμε με παιδιά με ειδικές ανάγκες και θυμάμαι ότι ο Γιάννης δεν ήθελε να χάνει ούτε στα φιλικά για φιλανθρωπικούς σκοπούς (γέλια). Πέρα από την πλάκα όμως ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν ένας πραγματικός φιλάνθρωπος. Δεν το έλεγε σε κανέναν και όταν γινόταν γνωστό, φρόντιζε να μη μαθευτεί. Όπου έβλεπε ότι υπήρχε ανάγκη, πάντα βοηθούσε».
Ο Γιάννης Ιωαννίδης αφαίρεσε με μερικές λέξεις όλο το άγχος από τον Ανδρέα Νιγιάννη
Ο Ανδρέας Νιγιάννης υπήρξε διαιτητής στην Α1 από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και σφύριξε το πρώτο του ντέρμπι με τον Γιάννη Ιωαννίδη στον πάγκο της ΑΕΚ. Σήμερα είναι Διευθυντής σπουδών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας, μέλος της επιτροπής αντιμετώπισης της βίας του Υπουργείο Αθλητισμού, Παρατηρητής για τη Βία και Κομισάριος.
Δουβής και Βορεάδης είχαν δύο από τις πιο γνωστές σφυρίχτρες στο ελληνικό μπάσκετ και ήθελα να μάθω την άποψη του κ. Νιγιάννη, ενός διαιτητή που τον σφύριξε λιγότερες φορές και δεν είχε την εμπειρία των υπολοίπων.
Πρώτα από όλα τον ρώτησα και εκείνον για την πρώτη τους γνωριμία. «Τον ήξερα φυσικά, πολλά χρόνια πριν τον γνωρίσω δια ζώσης. Τον γνώρισα σε αγώνα της Α1, όταν είχα οριστεί να σφυρίξω ένα ντέρμπι ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ το 1996. Ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν τότε προπονητής στην ΑΕΚ. Ήμουν νέος διαιτητής και θυμάμαι ότι πριν από τον αγώνα, έτρεμαν τα πόδια μου, γιατί δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσεις την προσωπικότητα Ιωαννίδη.
Δεν ήταν τόσο φόβος, όσο δέος αυτό που ένιωθα. Δέος για έναν άνθρωπο που ήταν πασίγνωστος σε όλη την Ευρώπη για όσα είχε πετύχει, οπότε είχα αμφιβολία για το πώς θα με αντιμετωπίσει. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό και σε όποιον κι αν θα το έλεγα δεν θα με πίστευε.
Ο Ξανθός ήρθε πριν τον αγώνα και μου έδωσε προσωπικά κουράγιο: “Ξέρω ότι είσαι τίμιος, σφύριξε αυτά που γνωρίζεις, αυτά που βλέπεις και μη σε φοβίζει τίποτα”. Αυτό για εμένα ήταν εκπληκτικό, γιατί πολλοί θα περίμεναν ότι θα έβλεπε έναν νέο διαιτητή και θα προσπαθούσε να τον «εκμεταλλευτεί» με τις φωνές και την πίεση, αλλά έκανε το ακριβώς αντίθετο.
Εκείνη την εποχή οι προπονητές είχαν εικόνα για όλους τους διαιτητές. Ήξεραν τι σφυρίζουν και τι όχι και μας παρακολουθούσαν στο βίντεο. Το μοναδικό που μου είπε στην έναρξη ήταν να προσέχω τις κινήσεις και τα φάουλ του Οικονόμου και να μην παρασυρθώ από τη δύναμη του Alexander και δώσω κάποιο φάουλ που δεν είναι. Ωστόσο ποτέ κατά τη διάρκεια του αγώνα δεν προσπάθησε να εκμαιεύσει κάτι από μένα, παρά την απειρία μου. Δεν ισχύουν αυτά που λένε ότι με τη φωνή του, επηρέαζε τους διαιτητές και σε όσο με αφορά εκτίμησε το γεγονός ότι σφύριζα με τον ίδιο τρόπο σε κάθε παιχνίδι και σε κάθε έδρα. Αισθανόμουν γεμάτος και ανεβασμένος στο τέλος του αγώνα και κάθε φορά που τον σφύριξα στη συνέχεια δεν είχα το παραμικρό πρόβλημα.
Από εκείνον τον αγώνα και μετά, παρόλο που η ομάδα του είχε χάσει, αναπτύξαμε μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης την οποία την έχω ακόμη στο μυαλό μου και στην καρδιά μου. Το μπάσκετ και ο αθλητισμός, με τις στιγμές του, είναι ένας χώρος που δημιουργεί δυνατές σχέσεις, ανεξάρτητα του εάν θα ξεκινήσουν με αντιπαλότητα.
Η σχέση που συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια
Στο Facebook του παλαίμαχου διαιτητή βρήκα μια ανάρτηση από την τελευταία τους συνάντηση και αντιλήφθηκα ότι η σχέση τους συνεχίστηκε όμως και εκτός αγωνιστικών χώρων. Τον ρώτησα λοιπόν για το πώς εξελίχθηκε αυτή η συναναστροφή μόλις ο Γιάννης Ιωαννίδης εγκατέλειψε τους πάγκους.
«Κάθε φορά που συναντιόμασταν είτε σε αγώνες, είτε σε εκδηλώσεις, είτε σε σεμινάρια είχαμε μια πολύ καλή σχέση. Το ίδιο συνεχίστηκε και όταν πήρε τη θέση του Υφυπουργού. Είχε πάντα ανοιχτό το γραφείο του και συζητούσαμε συχνά. Η καλή μας σχέση λοιπόν συνεχίστηκε και τον επισκεπτόμουν και θεσμικά και για προσωπικούς λόγους, γιατί ήταν ιδιαίτερη χαρά το να μιλάω με τον Γιάννη Ιωαννίδη.
Αυτό που θυμάμαι από τις συναντήσεις μας, είναι ότι ο Ιωαννίδης όπου και αν βρισκόταν, αποτελούσε ένα σημείο συσσώρευσης. Άνθρωποι του μπάσκετ μαζεύονταν γύρω του και όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του. Μέσα από τον καυστικό του λόγο και το χιούμορ του μας έκανε όλους να περιμένουμε την επόμενη ατάκα. Αν δείτε σήμερα φωτογραφίες του με άλλον κόσμο θα παρατηρήσετε ότι όσοι είναι γύρω του, έχουν μια ιδιαίτερη έκφραση όταν μιλάνε με τον Ιωαννίδη.
Σαν να περιμένουν να ακούσουν κάτι ακόμα από εκείνον. Ακόμα και υψηλόβαθμοι παράγοντες του αθλητισμού περίμεναν να τον ακούσουν να στηλιτεύει κάτι ή κάποιον και να λάβουν έτσι ένα κομμάτι από το πάθος του. Και ήταν για όλους ο “Γιάννης”.
Ο Ιωαννίδης ήταν βαθιά θρησκευόμενος και άνθρωπος με καλοσύνη και ανθρωπισμό. Μπορεί να έχει βγει μια εικόνα ενός ανθρώπου που φωνάζει, βρίζει και νευριάζει, όμως οι διαιτητές γνωρίζουμε ότι η ακραία του συμπεριφορά, δεν ήταν κυριολεκτικά αντίστοιχη με τον άνθρωπο Γιάννη Ιωαννίδη. Κάθε φορά που έκανε παρατήρηση, είτε σε έναν έμπειρο ή σε έναν άπειρο διαιτητή, ήταν σωστός και για αυτό κάθε φορά που μου μίλαγε, εγώ προβληματιζόμουν.
Τον είχα πάντα στην καρδιά μου και συγκλονίστηκα γιατί ο Γιάννης ήταν ένας άνθρωπος – νικητής. Όμως ακόμα και οι γεννημένοι νικητές, χάνουν την τελική μάχη. Ο θάνατος είναι αδυσώπητος και όταν συμβαίνει σε ανθρώπους εμβληματικούς, όλοι κλονιζόμαστε σαν άνθρωποι».
Αυθόρμητα τον ρωτάω αν αυτό σχετίζεται με εκείνο που αναρωτιούνται όλοι οι άνθρωποι του μπάσκετ αυτές τις μέρες: Είναι δυνατόν να πεθαίνουν άνθρωποι σαν τον Ιωαννίδη; «Όταν όλοι αυτοί που είχαμε για ινδάλματα στους αγωνιστικούς χώρους και εμείς οι διαιτητές είχαμε το προνόμιο να τους γνωρίσουμε, πεθαίνουν, αισθανόμαστε ότι δημιουργείται μέσα μας ένα κενό δυσαναπλήρωτο. Για αυτό ακούς πολλούς σήμερα να λένε “δεν το πιστεύω ότι πέθανε ο Ιωαννίδης”.
Είναι μερικοί άνθρωποι που φαίνεται ότι δεν τους πτοεί τίποτα και τα καταφέρνουν όλα. Είναι σχεδόν το ίδιο που παθαίνουμε με ανθρώπους της οικογένειάς μας. Είναι το ίδιο συναίσθημα που έχουμε με τον πατέρα μας και νομίζουμε ότι θα τα καταφέρει όλα και ότι είναι ατρόμητος και άτρωτος, όμως ο θάνατος στο τέλος πάντα κερδίζει».
Πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, του ζήτησα την τελευταία ανάμνηση που του χάρισε ο «Ξανθός». «Τελευταία φορά τον είδα το 2019, στο κλειστό γυμναστήριο του Χολαργού. Εγώ ήμουν Κομισάριος σε έναν αγώνα που εκείνος τιμήθηκε από το σύλλογο και με αγκάλιασε, σαν να ήταν άνθρωπος της οικογένειάς μου. Όλα αυτά τα χρόνια εισέπραξα μοναδικά συναισθήματα από έναν άνθρωπο που δεν ήταν εύκολο για τον καθένα να τον προσεγγίσει. Ήταν ένας προπονητής που όταν τον συναντούσες, σου άφηνε αυτόματα ανεξίτηλα το σημάδι του και για αυτό δεν είναι εύκολο να τον αποχαιρετήσεις».
Ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν είναι πια εδώ, όμως οι ιστορίες του θα ζουν για πάντα. Όπως επίσης και το ελληνικό μπάσκετ, που του οφείλει πολλά για τη μετάλλαξή του.
Πηγή: oneman.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου