Μέσα στη φωτιά και το αίμα της Επανάστασης τον 1821 άνθησε ένα ειδύλλιο μεταξύ της Μαντώς Μαυρογένους και τον Δημητρίου Υψηλάντη. Οι δύο νέοι αγαπήθηκαν με πάθος. Ο έρωτάς τους, όμως, μετά από πολλές δραματικές φάσεις, είχε τραγική κατάληξη.
Η καταγωγή της Μαντώς
Τον Μάιο του 1827 συνεδρίαζε στην Τροιζήνα η πιο δραματική συνέλευση του Αγώνα, η «Τρίτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις».
Μόλις τον προηγούμενο μήνα το έθνος είχε θρηνήσει τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Ακολούθησε η συντριπτική ήττα του ελληνικού επαναστατικού στρατού στον Ανάλατο, η παράδοση της Ακρόπολης στον Μεχμέτ Ρεσήτ πασά (Κιουταχή) και η υποταγή σ’ αυτόν της ανατολικής Στερεός Ελλάδας.
Αλλά και στην Πελοπόννησο η κατάσταση δεν διαγραφόταν καλύτερη, καθώς η περιοχή υφίστατο λεηλασίες από το αιγυπτιακό εκστρατευτικό σώμα του Ιμπραήμ. Μέσα σε εκείνη τη χαώδη κατάσταση το προεδρείο της Γ’ Εθνοσυνέλευσης «βομβαρδιζόταν» καθημερινά από αναφορές επιτροπών ή ιδιωτών που ζητούσαν χορήγηση εφοδίων, οικονομική ενίσχυση, αποζημιώσεις κ.ά. Κάθε φορά που ένα μέλος του προεδρείου ολοκλήρωνε την ανάγνωση μιας αναφοράς, μια νεαρή γυναίκα πεταγόταν όρθια και με έξαλλες χειρονομίες απαιτούσε από τον πρόεδρο να διαβασθεί η αναφορά της. Η γυναίκα αυτή ήταν η Μαντώ Μαυρογένους η οποία ζητούσε, μέσω της αναφοράς της, από το προεδρείο να υποχρεώσει τον Δημήτριο Υψηλαντη να τη νυμφευθεί! Αυτό ήταν το ουσιαστικό τέλος της πιο ωραίας ερωτικής ιστορίας των φλογισμένων χρόνων της Επανάστασης.
Η Μαντώ καταγόταν από το γένος των Μαυρογένηδων, μιας από τις πιο σημαντικές οικογένειες του νεώτερου ελληνισμού που αντλούσε την καταγωγή της από το Βυζάντιο. Ο πατέρας της, Νικόλαος Μαυρογένης, είχε χρηματίσει σπαθάρης στην Αυλή της Μολδαβίας. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Εκεί πλούτισε και έδειξε τη φιλοπατρία του ενισχύοντας οικονομικά τον Λάμπρο Κατσώνη, όταν αυτός αναζητούσε πόρους για να ξεκινήσει τις ναυτικές του επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων.
Η πρώτη γνωριμία της Μαντώς με τον πρίγκιπα Δημήτριο Υψηλαντη ενδεχομένως πραγματοποιήθηκε στην Τεργέστη, στο σπίτι του πατέρα της, όταν ο πρίγκιπας ετοιμαζόταν να κατέλθει στην Ελλάδα ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να εξακριβωθεί από καμία υ- πάρχουσα πηγή. Ο Νικόλαος Κασομούλης βεβαιώνει ότι, όταν ο ίδιος και ο υπασπιστής του Δημητρίου Υψηλαντη, Γρηγόριος Σάλας, μετέβησαν στα νησιά του Αιγαίου αναζητώντας οικονομικούς πόρους για την ενίσχυση του Αγώνα στη βόρεια Ελλάδα, τους φιλοξένησε στη Μύκονο η οικογένεια της Μαντώς, που είχε επιστρέφει από την Τεργέστη στην ιδιαίτερη πατρίδα της, ώστε να προσφέρει ό,τι μπορούσε στην Επανάσταση.
Η οικογένεια Μαυρογένη παρέδωσε στους απεσταλμένους του πρίγκιπα 3.000 γρόσια. Από την ημέρα εκείνη η νεαρή γόνος των Μαυρογένηδων, ωθούμενη από σπάνιο πατριωτισμό και ασυγκράτητο ενθουσιασμό, δεν σταμάτησε να προσφέρει στον απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων. Ξόδεψε όλη της την περιουσία για τον εξοπλισμό πλοίων και τη συγκρότηση ένοπλου σώματος συμπατριωτών της που συμμετείχε σε πολλές μάχες της Επανάστασης. Παρά το ότι είχε ανατραφεί μέσα στον πλούτο και τις ανέσεις και ενώ μπορούσε να λάμψει με την ομορφιά και το καλλιεργημένο πνεύμα της στα σαλόνια της Βιέννης και του Παρισιού, αυτή «λαχταρά», όπως έγραφε στην περίφημη έκκλησή της προς τις Γαλλίδες γυναίκες υπέρ του ελληνικού Αγώνα, «για μια ημέρα μάχης όπως αυτές ποθούν μια νύχτα χορού».
Από τους Ελληνες ιστορικούς και απομνημονευματογράφους δεν αναφέρεται συγκεκριμένη αυτοπρόσωπη πολεμική δράση της Μαντώς. Γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης έλαβε τον βαθμό του αντιστρατήγου, αλλά πιθανώς για τιμητικούς λόγους, επειδή διέθεσε τεράστια χρηματικά ποσά για την ενίσχυση των αγωνιστών. Μόνο ο Νικόλαος Δραγούμης, στο έργο του με τίτλο «Ιστορικές αναμνήσεις», αναφέρει πως «η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον του αγώνος». Ο Γάλλος περιηγητής και ιστορικός Φραγκίσκος Πουκεβίλ αναφέρει συμμετοχή της Μαντώς στο ένοπλο σώμα που συγκρότησε ο δεσπότης Καρύστου Νεόφυτος. Ομως, ο συγκεκριμένος συγγραφέας δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα αξιόπιστος, καθώς ελέγχεται για εξωραϊσμένη και ρομαντική θεώρηση των γεγονότων.
Υπάρχει, βέβαια, και η υποψία ότι η δυσαρέσκεια που προκάλεσε σε ορισμένους ισχυρούς κύκλους ο ερωτικός της δεσμός με τον Υψηλάντη ήταν η αιτία να αποσιωπηθούν τα τυχόν πολεμικά της κατορθώματα, αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί.
Ισως οι Ελληνες ιστορικοί του Αγώνα να μην έκριναν άξια ιδιαίτερης μνείας τη Μαντώ, η οποία δεν διέθετε την αυστηρή προσωπικότητα της Μπουμπουλίνας. Η αριστοκράτισσα καλλονή και ερωμένη ενός από τους ηγέτες της Επανάστασης μάλλον προκαλούσε τα συντηρητικά ήθη της εποχής. Σίγουρο είναι πως και μόνη η παρουσία της όμορφης γόνου των Μαυρογένηδων μεταξύ των σκληροτράχηλων αγωνιστών αποτέλεσε σημαντική προσφορά στην εθνική υπόθεση, καθώς η πατριωτική της δράση έφθανε στη ρομαντική Ευρώπη εκείνης της εποχής εξωραϊσμένη και μετατρεπόταν σε ζωγραφικούς πίνακες, λιθογραφίες, ποιήματα και τραγούδια. Στα μάτια των Ευρωπαίων η Μαντώ πρόβαλλε ως η νέα Ζαν ντ’ Αρκ, με άμεση συνέπεια την ενδυνάμωση του φιλελληνικού ρεύματος.
Τον Οκτώβριο του 1821 μια αλγερινή φρεγάτα επιχείρησε να αποβιβάσει ένα ναυτικό άγημα στη Μύκονο, με αποστολή να επαναφέρει το επαναστάτημένο νησί υπό την κυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Οι ντόπιοι επαναστάτες επιτέθηκαν εναντίον των Αλγερινών και τους αποδεκάτισαν. Ο θρύλος (ή η ιστορική αλήθεία;) θέλει τη Μαντώ επικεφαλής της ελληνικής επίθεσης.
Αμέσως μετά την απόκρουση των Αλγερινών, σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, η Μαντώ συγκρότησε και εξόπλισε 16 λόχους από Κυκλαδίτες επαναστάτες και αποβιβάσθηκε στην Εύβοια. Εκεί πολιόρκησε μαζί με ντόπιους οπλαρχηγούς την Κάρυστο, φέρνοντας σε δυσχερή θέση τον ικανότατο διοικητή της πόλης, Ομέρ μπέη. Κατόπιν μετέβη στη Μαγνησία, όπου μαζί με τους οπλαρχηγούς Καρατάσο και Διαμαντή κατέλαβε τις στενωπούς του Πηλίου, επιχειρώντας να εμποδίσει την κάθοδο του πασά Ισμαήλ Πότα. Και εδώ, σύμφωνα πάλι με τον Γάλλο περιηγητή, η Μαντώ με τους άνδρες της διέλυσε την τουρκική εμπροσθοφυλακή που επιχείρησε να διασχίσει τα στενά.
Ο έρωτας των δύο ηρώων
Τον Ιούλιο του 1822 ο Μαχμούτ πασάς, ο επονομαζόμενος Δράμαλης, εισέβαλε στην Πελοπόννησο, επικεφαλής 30.000 εμπειροπόλεμων ανδρών, με αποστολή να καταστείλει την Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος κλήθηκε να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή, συνέλαβε ένα ευφυές σχέδιο συνεχούς παρενόχλησης και φθοράς του αντιπάλου, που, σε συνδυασμό με την καταστροφή όλων των πηγών διατροφής και ύδρευσης στην Αργολική πεδιάδα, θα προκαλούσε την υποχώρησή του στην Κόρινθο. Ενα από τα βασικά σημεία του σχεδίου του ήταν να προκαλέσει καθυστέρηση στην προσπάθεια των Τούρκων να καταλάβουν το φρούριο του Αργους, ώστε να προλάβει ο ίδιος να προετοιμασθεί για την αντιμετώπισή τους. Ηγετική μορφή της άμυνας του Αργους αναδείχθηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης. Η λαϊκή παράδοση και η ρομαντική φαντασία των ξένων ιστοριογράφων της εποχής θέλουν και τη Μαντώ μεταξύ των υπερασπιστών του φρουρίου, όπου και τοποθετούν την αρχή του πολύκροτου ειδυλλίου της με τον Υψηλάντη. Πάντως, σε καμία πηγή δεν αναφέρεται ότι η Μαντώ βρισκόταν μέσα στο κάστρο, χωρίς βέβαια να θεωρείται και απίθανο η διψασμένη για δράση επαναστάτισσα να έσπευσε να λάβει μέρος στη δύσκολη προσπάθεια της απόκρουσης του Δράμαλη.
Μετά από δωδεκαήμερη αντίσταση οι πολιορκημένοι κατάφεραν να διαφύγουν από το φρούριο, έχοντας φθείρει και καθυστερήσει σημαντικά τις τουρκικές δυνάμεις. Η Μαντώ, ακολουθώντας ίσως συμβουλή του Υψηλάντη, επέστρεψε στη Μύκονο. Από εκεί συνέταξε τις περίφημες επιστολές της στις γυναίκες της Αγγλίας και της Γαλλίας, επιδιώκοντας να προκαλέσει τη συμπάθειά τους για το αγωνιζόμενο έθνος. Την εποχή εκείνη πολλοί φιλέλληνες την επισκέφθηκαν στη Μύκονο. Μεταξύ αυτών ήταν οι Μάξιμος Ραιμπώ και Πουκεβίλ. Ολοι υπέκυψαν στη γοητεία της, εκδήλωσαν τον ενθουσιασμό τους και έπλεξαν πραγματικούς διθυράμβους για τη φυσική της ομορφιά, την πνευματική της καλλιέργεια, αλλά, κυρίως, για την πατριωτική της θέρμη.
Μετά τη συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια και την απελευθέρωση του Ναυπλίου, η Μαντώ μετέβη στην Τήνο. Εκεί συγκέντρωσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον Αγώνα και στη συνέχεια πήγε στο Ναύπλιο και εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχικό οίκημα απέναντι από το σπίτι που είχε παραχωρηθεί στον Υψηλάντη. Η καλύτερη περίοδος για τον έρωτα των δύο νέων μόλις είχε ξεκινήσει.
Την άνοιξη του 1825 προέβαλε ένας νέος σοβαρός κίνδυνος για την ελληνική Επανάσταση. Ο Ιμπραήμ πασάς, θετός γιος του πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλη, αποβιβάσθηκε στην Πελοπόννησο, επικεφαλής στρατού οργανωμένου κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο Υψηλάντης έσπευσε να οχυρωθεί στους Μύλους της Λέρνας. αποφασισμένος να αναχαιτίσει την πορεία των Αιγυπτίων προς το Ναύπλιο. Μαζί του ήλθε και η Μαντώ, διότι δεν ήθελε να αφήσει μόνο του τον αγαπημένο της, αλλά πιθανώς και για να μη φανεί κατώτερή του σε αγωνιστικότητα. Εκεί αναφέρεται και μια συνάντησή τους με τον Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ, ο οποίος έσπευσε να συμβουλεύσει τον Υψηλάντη να αποσυρθεί από εκείνη την ευάλωτη θέση, καθώς θεωρούσε την αιγυπτιακή νίκη προδιαγεγραμμένη. Αλλά ο Υψηλάντης δεν τον άκουσε και κατάφερε, μαζί με τον Μακρυγιάννη και τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, να επιτύχει μια ανέλπιστη νίκη, η οποία όχι μόνο έκρινε την τύχη του Ναυπλίου, αλλά κλόνισε και την πεποίθηση για το αήττητο των Αιγυπτίων. Ο δεσμός των δύο νέων συνεχιζόταν ισχυρός, παρά τις δύσκολες στιγμές που διερχόταν η Επανάσταση (πτώση του Μεσολογγίου) και προσωπικά ο Υψηλάντης (στέρηση των πολιτικών και στρατιωτικών του αξιωμάτων, λόγω της άρνησής του να υπογράψει το Ψήφισμα της Υποτέλειας). Τότε, όμως, εισήλθε ανάμεσά τους ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο δαιμόνιος πολιτικός υπέθεσε πως ο έρωτας της Μαντώς υπέκρυπτε κάποια ιδιοτέλεια. Πιθανώς ήθελε να παντρευτεί τον πρίγκιπα, να ενωθεί με το γένος των Υψηλάντηδων, ώστε να επηρεάσει τον λαό, και να ανέλθει μαζί με τον σύζυγό της ως τα ανώτατα αξιώματα. Ισως να επιδίωκε ακόμη και την ηγεμονία της χώρας. Ενα τέτοιο, όμως, ενδεχόμενο πιθανότατα θα έφραζε τον δικό του δρόμο προς την εξουσία. Αποφάσισε, λοιπόν, να διαλύσει πάση θυσία αυτόν τον δεσμό. Στην απόφασή του τον βοήθησαν ιδιαίτερα δύο γεγονότα. Το ένα ήταν η διαρκής επιδείνωση της υγείας του Υψηλάντη (ο οποίος υπέφερε από χρόνια πάθηση των πνευμόνων) και το άλλο η λαϊκή κατακραυγή που προκαλούσε το γεγονός ότι οι δύο νέοι δεν είχαν επισημοποιήσει τη σχέση τους. Η Μαντώ, η οποία αντιμετώπιζε εντονότερες επικρίσεις, ζήτησε από τον Υψηλάντη να τη νυμφευθεί. Εκείνος προσπάθησε να της εξηγήσει πως οι στιγμές ήταν κρίσιμες και δεν μπορούσε να τη νυμφευθεί τη στιγμή που η πατρίδα χανόταν. Επειδή, όμως, αντιμετώπισε την οργή της, της έδωσε έγγραφη υπόσχεση για γάμο, όταν οι συνθήκες θα το επέτρεπαν. Την ίδια περίοδο ο Κωλέττης προσέγγισε τους πιστούς σωματοφύλακες του Υψηλάντη και με ψεύτικη λύπη τούς ανέφερε ότι κινδύνευε η υγεία του αρχηγού τους, λόγω αυτού του δεσμού και ότι το όνομά του είχε εξευτελισθεί στον λαό του Ναυπλίου, ο οποίος τον έβλεπε να κυνηγά τη «φραγκοντυμένη» Μυκονιάτισ σα. Τα επιχειρήματά του δεν άργησαν να τους πείσουν, και μια νύκτα κατά την οποία ο πρίγκιπας έλειπε σε περιπολία στους Μύλους, μερικοί άνδρες του εισέβαλαν στο σπίτι της Μαντώς, τη μετέφεραν στο λιμάνι και την επιβίβασαν βίαια σε ένα πλοίο που απέπλεε για τη Μύκονο, απειλώντας τη με θάνατο, αν επέστρεφε στο Ναύπλιο. Οταν ο πρίγκιπας επέστρεψε στην πόλη και πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, εξοργίσθηκε. Εμαθε ποιοι ήταν οι ένοχοι, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει τον πρωταίτιο. Αμέσως έστειλε επιστολή στην ερωμένη του, με την οποία την καλούσε κοντά του και την παρακαλούσε να συγχωρήσει την απερισκεψία των ανδρών του. Πράγματι, η Μαντώ επέστρεψε στο Ναύπλιο, αναγκάζοντας τον Κωλέττη να εφαρμόσει ένα δεύτερο σχέδιο. Μια ημέρα τής έστειλε τους δύο προσωπικούς γιατρούς του Υψηλάντη, τον Χορτάκη και τον Ολύμπιο, για να της παρουσιάσουν με τραγικό τρόπο την κατάσταση της υγείας του πρίγκιπα και να της δηλώσουν πως, αν δεν τον αποχωριζόταν, εκείνος θα πέθαινε και η πατρίδα θα έχανε έναν από τους πιο άξιους υπερασπιστές της. Τα λόγια τους ήταν αρκετά για να θίξουν τη φιλοπατρία της Μαντώς. Συγκέντρωσε βιαστικά τα πράγματά της και, χωρίς να αποχαιρετήσει κανέναν, εγκατέλειψε το Ναύπλιο.
Το τέλος του ειδυλλίου
Ο Υψηλάντης, όταν πληροφορήθηκε τη φυγή της Μαντώς, της έστειλε επανειλημμένα επιστολές καλώντας τη να επιστρέψει, όμως τα φλογερά εκείνα γράμματα έπεσαν στο κενό. Η Μαντώ πίστεψε πως η επίσκεψη των γιατρών είχε σκηνοθετηθεί από τον ίδιον. Θεώρησε ότι ο Υψηλάντης επιδίωκε να αθετήσει, με αυτόν τον τρόπο, την υπόσχεση περί γάμου που της είχε δώσει. Πολύ γρήγορα η αγάπη της μετατράπηκε σε οργή και μνησικακία. Χωρίς να υπολογίσει την προσωπική της αξιοπρέπεια, επέστρεψε στην Πελοπόννησο και κατέφθασε στην Τροιζήνα την περίοδο της έναρξης των εργασιών της Γ’ Εθνοσυνέλευσης. Εκεί συνέταξε μια αναφορά, στην οποία επισύναψε τη γραπτή υπόσχεση γάμου του πρίγκιπα, ζητώντας επίμονα δικαίωση, περισσότερο, ίσως, για να εξευτελίσει τον πρώην αγαπημένο της. Το προεδρείο της Εθνοσυνέλευσης, για να μην προκληθεί σκάνδαλο, αρνήθηκε να ικανοποιήσει την απαίτησή της, ακόμη και να την αναγνώσει. Δέχθηκε, όμως, το αίτημά της να της παραχωρηθεί το σπίτι όπου διέμενε στο Ναύπλιο κατά την περίοδο της σχέσης της με τον Υψηλάντη και το οποίο της θύμιζε μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της. Μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, η Μαντώ Μαυρογένους έστειλε δύο νέες αναφορές (το 1828 και το 1830), ζητώντας και πάλι δικαίωση.
Ούτε, όμως, η πρώτη αναφορά (την οποία ο Καποδίστριας υπέβαλε στην κρίση του υπουργού Δικαιοσύνης Ιωάννη Γεννατά), ούτε η δεύτερη είχαν αποτέλεσμα. Ο Γεννατάς, μάλιστα, δήλωσε πως δεν προέκυπταν στοιχεία, για να διωχθεί ποινικά ο Υψηλάντης, και παρέπεμψε το θέμα στο υπουργείο Εκκλησιαστικών που ήταν αρμόδιο για ζητήματα αθέτησης υπόσχεσης γάμου. Εκεί, όμως, η αναφορά τέθηκε στο αρχείο. Ακολούθησαν τραγικά γεγονότα για τη χώρα: η συνεχώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια κατά της πολιτικής του Καποδίστρια, η ανταρσία της Μάνης και του Πόρου και, τέλος, η δολοφονία του κυβερνήτη, την οποία η Μαντώ δεν κατάφερε να αποτρέψει (είχε προειδοποιήσει τον Καποδίστρια μόλις το προηγούμενο βράδυ ότι κινδύνευε η ζωή του). Τον Αύγουστο του 1832 ο Υψηλάντης πέθανε. Μετά την ανακήρυξή του από τον Καποδίστρια σε στρατάρχη της ανατολικής Ελλάδας, έλειπε τον περισσότερο καιρό από το Ναύπλιο, με συνέπεια η στρατιωτική ζωή να επιδεινώνει την εύθραυστη υγεία του. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του η Μαντώ, παρότι είχε πληροφορηθεί τα άσχημα νέα, δεν πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του. Οταν, όμως, ο πρίγκιπας πέθανε, η Μαντώ ξεκίνησε αποφασισμένη να τον νεκροστολίσει και να τον μοιρολογήσει, χωρίς κανένας να τολμήσει να την εμποδίσει. Ακολούθησε μαυ- ροφορεμένη την κηδεία του, μια τραγική ανύπανδρη χήρα. Αμέσως μετά έφυγε για πάντα από το Ναύπλιο. Πέθανε τον Ιούλιο του 1848 στην Πάρο, πάμφτωχη και λησμονημένη από όλους, έχοντας θυσιάσει για την πατρίδα, την οποία τελικά αγαπούσε περισσότερο από το καθετί, την περιουσία, τα νιάτα και τον ίδιο τον έρωτά της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΒ’, Εκδοτική ΑΕ, Αθήνα 1979.
(2) Χρ. Α. Στασινόπουλος: ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ 1821,εκδ. Δεδεμάδη, 1979.
(3) Διονύσιος Κόκκινος: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1957.
(4) Ν. Κασομούλης: ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, 1821-33, εκδ. I. Βλαχογιάννης, Αθήνα 1939-42.
(5) Κ. Κιουπκιολής: «Δημήτριος Υψηλάντης και Μαντώ Μαυρογένους», περ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ, τχ. 9 (Μάρτιος 1969).
(6) Φ. Πουκεβίλ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, ΗΤΟΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, τ. 4 (μηρρ. Ξ. Ζυγούρας), Αθήνα 1890-91.
Πηγή: antikleidi.com