Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014
Ο Μάνος Χατζιδάκις για ρεμπέτικο τραγούδι...
Ελάχιστο αφιέρωμα του ιστολογίου στον μεγάλο μουσικό, σήμερα, που συμπληρώνονται 89 χρόνια από τη γέννησή του...
Η πρώτη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Η διάλεξη δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης.
Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται ολόκληρη.
EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)
Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.
Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.
Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.
Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;
Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.
Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).
Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.
Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.
Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.
Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.
Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.
Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.
Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.
Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.
Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.
Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.
Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.
Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.
Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»
Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν.
Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.
Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).
Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java.
Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.
Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα.
Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.
Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.
Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.
Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)
Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).
Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).
Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)
Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».
Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.
Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.
Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).
Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.
Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.
Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.
Έτσι κι εμείς.
Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.
Μάνος Χατζιδάκις
(Το κείμενο της διάλεξης βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαίδου)
Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.
Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.
Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.
Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;
Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.
Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).
Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.
Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.
Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.
Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.
Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.
Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.
Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.
Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.
Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.
Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.
Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.
Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.
Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»
Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν.
Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.
Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).
Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java.
Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.
Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα.
Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.
Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.
Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.
Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)
Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).
Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).
Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)
Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».
Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.
Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.
Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).
Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.
Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.
Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.
Έτσι κι εμείς.
Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.
Μάνος Χατζιδάκις
(Το κείμενο της διάλεξης βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαίδου)
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014
E-bolika ψέματα: Μια κρίση αξιοπιστίας του παγκόσμιου συστήματος...
Οι ομφαλοσκόποι που θεωρούν ότι η Ελλάδα είναι το κέντρο των πάντων δεν έχουν κανένα λόγο να είναι παραπονούμενοι: Οι Έλληνες βρίσκονται στο επίκεντρο μιας επίμονης οικονομικής κρίσης. Στο βορρά η ουκρανική κρίση. Στη Μέση Ανατολή η τζιχαντιστική κρίση. Και στην Αφρική η κρίση του Ebola. Όντως, η Ελλάδα βρίσκεται στο κέντρο: στο κέντρο ενός παγκόσμιου συστήματος που μετά από χρόνια εκφυλισμού αντιμετωπίζει πλέον φαινόμενα διάλυσης και αποσύνθεσης.
Επειδή με όλα τα προηγούμενα θέματα έχουμε ασχοληθεί εκτενώς, ήρθε ο καιρός να ασχοληθούμε εκτενέστερα με το θέμα του Ebola.
Η οικονομική διάσταση του Ebola.
Από τους πρώτους παράγοντες που δήλωσαν το παρόν στην κρίση του Ebola ήταν η Παγκόσμια Τράπεζα.
Φυσικά τα κίνητρα της δεν ήταν φιλάνθρωπα, ούτε καν ιατρικά. Άλλωστε είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και οι πολιτικές της εδώ και δεκαετίες που σε συνδυασμό με τις ακόμη ακόμη πιο απάνθρωπες πολιτικές του «αδερφού» Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έχουν καταδικάσει τον τρίτο κόσμο (και όχι μόνο) σε μόνιμη υπανάπτυξη.
Το ενδιαφέρον λοιπόν της Παγκόσμιας Τράπεζας αφορά τις «φιλάνθρωπες επενδύσεις» μεγάλων παικτών του διεθνούς συστήματος στις πληγείσες περιοχές της Σιέρα Λεόνε, της Λιβερίας και της Γουινέας όπως του κερδοσκόπου George Soros και αυτές επιχειρεί να προστατεύσει, όχι τους πληθυσμούς εκεί.
Φυσικά αυτή η πτυχή δεν είναι από μόνη της ικανή να ερμηνεύσει την «κρίση Ebola», ούτε καν σε συνδυασμό με τα γεωπολιτικά συμφέροντα του δυτικού κόσμου στις πληγείσες περιοχές που έχουν να κάνουν με την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών χωρίς τις αξιώσεις των πραγματικών τους δικαιούχων, των ντόπιων πληθυσμών.
Δεν είναι άμεσα υπεύθυνες λοιπόν η Παγκόσμια Τράπεζα ή το ΔΝΤ, πόσο μάλλον ο Σόρος για την «κρίση Ebola». Οι δύο αδερφοί οργανισμοί είναι όμως υπεύθυνοι για μια άλλη κρίση, μια μόνιμη και πολλή πιο εκτεταμένη κρίση: Την κρίση υπανάπτυξης και ανέχειας που προκαλεί η αποικειοκρατικού τύπου εκμετάλλευση της Αφρικής σε συνδυασμό με την αδυναμία των αφρικανών να δομήσουν ευρύτερα οργανωμένα παραδείγματα σε μια ήπειρο με αποικειοκρατικά κατασκευασμένα κράτη των οποίων κατά καιρούς ηγούνταν τα ενίοτε αγαπημένα παιδιά των δυτικών, οι αφρικανοί φύλαρχοι πολέμαρχοι.
Αυτή η κρίση ανέχειας και διαφθοράς είναι η μητέρα όλων των κρίσεων υγείας που μαστίζουν μονίμως ή παροδικά την Αφρική. Ο μόνος τρόπος να λυθούν όλες οι κρίσεις δημόσιας υγείας είναι να λυθεί η κρίση ανέχειας και όχι η παραγωγή νέων εμβολίων και φαρμάκων που μπροστά στις βιοτικές συνθήκες παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. .
Αφρική, η μητέρα των ασθενειών
Που μπορεί να βρει να βρει κάποιος «καινούριες ασθένειες»; Εκεί που μπορεί να βρει και παλιές, σχεδόν εξαφανισμένες στο δυτικό κόσμο ασθένειες όπως η ελονοσία και η φυματίωση να θερίζουν κάθε χρόνο εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου: Στην Αφρική.
Είναι μήπως γονιδιακό το θέμα; Φυσικά και όχι. Όσο ρόλο και αν έχουν οι όποιες γονιδιακές διαφορές, τον πρωτεύοντα ρόλο τον έχουν οι βιοτικές συνθήκες.
Φανταστείτε: Ομάδες πληθυσμού να ζουν χωρίς ύδρευση: Αυτομάτως δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό και είναι υποχρεωμένοι να πίνουν νερό από όπου το βρουν, είτε πίνουν από αυτό άλλοι άνθρωποι είτε άλλα ζώα. Το σπάνιο και συνήθως βρώμικο νερό είναι ένα έξοχο μέσο μετάδοσης ποικίλων ειδών ασθένειας. Συνδυάστε τον παράγοντα αυτό με το γεγονός ότι λόγω έλλειψης προσβασιμότητας στο νερό, η ατομική και ομαδική υγιεινή είναι σε πολλές αφρικανικές περιοχές σχεδόν ανύπαρκτες.
Προσθέστε στο μείγμα αυτό και την έλλειψη αποχετευτικών συστημάτων και παίρνετε μια Αφρική μητέρα νοσημάτων.
Φανταστείτε πόσο περισσότερο εκτίθενται σε παθογόνους παράγοντες άνθρωποι που το περιβάλλον τους (και το νερό τους) είναι άφθονο σε αυτούς, άνθρωποι που δεν μπορούν καν να πλυθούν για να απομακρύνουν έστω μέρος του μικροβιακού φορτίου από το δέρμα τους, άνθρωποι που ζουν μέσα σε εκκρίσεις και περιττώματα ανθρώπων που ήδη έχουν προσβληθεί από παθογόνους οργανισμούς.
Το μόνο εμπόδιο σε τέτοιες συνθήκες σχεδόν απόλυτης έλλειψης υγιεινής είναι το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα. Σε τέτοιες συνθήκες όμως, το βρώμικο νερό και οι προηγηθείσες επίμονες λοιμώξεις σε συνδυασμό με την ελλειμματική πρόσληψη τροφής έχουν εξασθενίσει τις άμυνες του οργανισμού.
Για όσους δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να καταλάβουν ας βάλουν τον εαυτό τους μέσα σε μια εικόνα. Φανταστείτε ότι ζείτε μαζί με άλλα εκατό άτομα δίπλα από μια πισίνα που είναι η μοναδική σας πρόσβαση σε νερό Πλένεστε από εκεί, πίνετε από εκεί και κατουράτε και αφοδεύετε παραδίπλα ενώ την τροφή σας την παίρνετε από γειτονικά δέντρα και τυχόν ζώα που πίνουν από το ίδιο νερό…
Αυτή είναι η αθεράπευτη αρρώστια της Αφρικής: όχι τόσο οι εξωτικές νόσοι, αλλά οι απαράδεκτες βιοτικές συνθήκες.
«Τα εμβολιασμένα παιδιά και οι χαμογελαστές μητέρες είναι σέξι εικόνα» δήλωσε ο σύμβουλος πολιτικών και στρατηγικών υγείας της Παγκόσμιας Τράπεζας Armin Fiddler, καυτηριάζοντας τα λαμπερά ενημερωτικά φυλλάδια των ΜΚΟ και την πολιτική του να συλλέγουν πολλές εκατομμύρια δολάρια για να αντιμετωπίζουν μικρές μόνο πτυχές του συνολικού αφρικανικού προβλήματος.
Δυστυχώς, ο ίδιος ο Fiddler αποκάλυψε μονάχα μικρό μέρος του συνολικού προβλήματος των ΜΚΟ: Γιατί, όπως έχουμε καταγράψει και στην περίπτωση του AIDS, ΜΚΟ, όχι μόνο αντιμετωπίζουν μικρό μέρος του προβλήματος αλλά όχι και τόσο σπάνια καταχρώνται τα φιλανθρωπικά κεφάλαια που έχουν συγκεντρωθεί. Αλλά στην επιδημία της απληστίας και διαφθοράς στη Δύση θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια. Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στον Ebola.
Ο Fiddler αναφερόμενος στην επικινδυνότητα του Ebola στον δυτικό κόσμο τη συνέκρινε με αυτήν άλλων ασθενειών, αφαιρώντας τον πολύ επικίνδυνο παράγοντα του πανικού που τα μήντια καλλιεργούν:
«Είναι μια διαφορετική ιστορία στη Δυτική Αφρική. Δεν υπάρχει νερό, δεν υπάρχει σαπούνι, με τις συνθήκες να είναι τόσο φτωχές που οι λοιμώξεις δεν μπορούν να σταματηθούν. Αποτυγχάνουμε να επενδύσουμε σε υγιή συστήματα υγείας» δήλωσε ο Fiddler συμφωνώντας απόλυτα με τις εκτιμήσεις μου.
Για δεκαετίες η επικινδυνότητα του Ebola είχε υποτιμηθεί ενώ σήμερα διογκώνεται.
H υποτίμηση είχε να κάνει ακριβώς με το ότι ήταν αφρικανικό πρόβλημα καθώς και με την ψευδαίσθηση ότι ο Ebola μεταδίδεται μόνο με άμεση σωματική επαφή και με τα σωματικά υγρά.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι δεν είναι ακριβώς έτσι: Ο «Ebola» μπορεί να μεταδοθεί ακόμη και με την επαφή με «νεκρούς» ιστούς, με σταγονίδια αλλά και μέσω ψυχρών σωμάτων και αντικειμένων, κάνοντας το νοσηλευτικό και ιατρικό χειρισμό του ακόμη πιο δύσκολο, κάτι που άλλωστε αποτυπώθηκε και στα λίγα κρούσματά του στη Δύση όπως θα δούμε παρακάτω.
Οι τρόποι μετάδοσης του Ebola τον καθιστούν πολύ πιο επικίνδυνο σε περιοχές της Αφρικής που δεν υπάρχει καν στοιχειώδης δυνατότητες υγιεινής, όπου το δέρμα και οι επιφάνειες και τα αντικείμενα με τα οποία έρχεται σε επαφή δεν καθαρίζονται τακτικά.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που ο κίνδυνος λοίμωξης Ebola είναι πολλαπλάσιος σε περιοχές της Αφρικής από ότι σε περιοχές της Δύσης. Και αυτό είναι ένα συμπέρασμα με το οποίο η πραγματικότητα συμφωνεί μέχρι σήμερα απόλυτα.
Μια ανεπάρκεια ιατρικών υποδομών και η πανδημία της απληστίας
Σε καμία των περιπτώσεων η Λιβερία, η Γουινέα και η Σιέρρα Λεόνε δεν έχουν τις υποδομές να αντιμετωπίσουν μια επιδημία, οποιαδήποτε επιδημία: Το προσωπικό τους είναι ολιγάριθμο και ανεκπαίδευτο και τα μέσα ολίγιστα.
Ενδεικτικά οι συνολικές νοσοκομειακές κλίνες σε μία από αυτές τις χώρες είναι μόλις… 165!
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα νοσοκομεία αυτών των χωρών όχι μόνο δεν μπορούν να περιορίσουν μια επιδημία αλλά είναι πιθανότερο να αποτελέσουν εστίες αναζωπύρωσης τους (όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα ανθεκτικά στα φάρμακα μικρόβια που λόγω κακών πρακτικών και κατάχρησης έχουν κάνει τα νοσοκομεία εστίες λοίμωξης μετατρέποντας τα και σε πιθανές υποψήφιες επιδημικές εστίες. Για αυτό το θέμα όμως περισσότερα στο βιβλίο μου Θανάσιμες Θεραπείες».
Έχει λοιπόν απόλυτο δίκιο να απεργεί το προσωπικό υγείας σε αυτές τις χώρες: όχι μόνο δεν μπορεί να σταματήσει μια οποιαδήποτε επιδημία εκθέτοντας παράλληλα τους εαυτούς τους σε υψηλούς κινδύνους αλλά και απειλείται να μετατραπεί και το ίδιο σε επιδημική εστία για τον ευρύτερο πληθυσμό.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει στο δυτικό κόσμο όπου δεν έχουμε μια επιδημία άνευ όρων φτώχειας αλλά μια επιδημία άνευ όρου πλουτισμού:
Μέχρι σήμερα, η υπόθεση Ebola στη Δύση αποτελεί ένα τεράστιο φιάσκο και κόλαφο για τα δυτικά συστήματα υγείας: Παρά τις διαβεβαιώσεις των υψηλά ιστάμενων για την ετοιμότητα των συστημάτων υγείας , τα μισά και βάλε από τα ολιγάριθμα κρούσματα Ebola στη Δύση είναι ιατρογενή, προέρχονται δηλαδή από αυτό ακριβώς το προσωπικό υγείας που υποτιθέμενα θα αντιμετώπιζε τέτοιου τύπου επιδημίες. Όπως περιγράφει ο γιατρός που ανέλαβε την ισπανίδα νοσοκόμα που προσβλήθηκε περιποιούμενη εισαγόμενο κρούσμα του Ebola: «Μόνο εγώ και οι νοσοκόμες μπαίνουμε στο δωμάτιο της ασθενούς φορώντας στοιχειώδεις στολές προστασίας: αδιάβροχη ιατρική μπλούζα, διπλά γάντια, κουκούλα και χειρουργική μάσκα. Καθώς οι ώρες περνούν, η κατάσταση της ασθενούς Τερέσα Ρομέρο επιδεινώνεται ραγδαία, έως ότου μαθαίνω από τον Τύπο τα θετικά αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων που αφορούν τη νοσοκόμα. Στις 17.00, μία κάπως πιο επίσημη πηγή μου επιβεβαιώνει την πιθανότητα η ασθενής να έχει προσβληθεί από τον ιό Εμπολα. Τότε μόνο κάνω χρήση καλύτερου εξοπλισμού ασφαλείας που μου δίνει το νοσοκομείο. Αλλά τα μανίκια είναι υπερβολικά κοντά, ενώ η ασθενής παρουσιάζει πλέον ακατάσχετη διάρροια, εμετούς, μυαλγία και πυρετό μέχρι 38. Παρά την κατάστασή της, η ασθενής νοσοκόμα προσπαθεί επίσης να προστατεύει το προσωπικό που την φροντίζει. Από τις 18.00 ζητώ επιμόνως τη μεταφορά της ασθενούς στο νοσοκομείο Λα Πας-Κάρλος ΙΙΙ στη Μαδρίτη, όπου εργάζεται και όπου είχαν νοσηλευθεί οι δύο Iσπανοί ιεραπόστολοι, θύματα του ιού Εμπολα. Το ασθενοφόρο για τη μεταφορά της Τερέσα Ρομέρο δεν φθάνει τελικά παρά τα μεσάνυχτα...»
Παρομοίως τερατώδη λάθη είχαμε και στην περίπτωση των δύο νοσοκόμων που προσβλήθηκαν περιθάλποντας το νεκρό πλέον εισαγόμενο κρούσμα Ebola σε νοσοκομείο του Dallas αλλά σε αυτό το θέμα θα επανέλθουμε παρακάτω.
Από αυτά τα πρώτα στιγμιότυπα καθίσταται προφανές πως η πανδημική ετοιμότητα στη Δύση είναι ένα κακόγουστο αστείο, αστείο «εφάμιλλο» των υποτιθέμενων πανδημικών γριπών των πουλερικών και των χοίρων. Και η αναφορά μας σε αυτές δεν είναι τυχαία: Οι παγκόσμιοι οργανισμοί λειτούργησαν σαν πραματευτές και τελάληδες των συμφερόντων των μεγάλων εταιριών, κατασπαταλώντας δημόσιους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό που θα μπορούσε όντως να χρησιμοποιηθεί για πανδημική ετοιμότητα απέναντι σε πραγματικούς κινδύνους για να μπορέσουν οι εταιρίες να επιβάλλουν την πώληση σχετικά αδοκίμαστων εμβολίων και φαρμάκων σε όλο τον πλανήτη.
Είναι λοιπόν η επιδημία του άνευ όρων πλουτισμού και όχι το πανδημικό δυναμικό του Ebola που τον καθιστά πραγματικό κίνδυνο στο Δυτικό Κόσμο.
Αυτή ακριβώς η πανδημία που υφαρπάζει πόρους και ανθρώπινο δυναμικό για φανταστικές ασθένειες ενώ ταυτόχρονα επιβάλλει περικοπές πόρων και ανθρωπίνου δυναμικού στα δημόσια συστήματα υγείας για να μπορέσει τελικά να τα ιδιωτικοποιήσει.
Αν λοιπόν ξεσπάσει πραγματική επιδημία στον Πρώτο Κόσμο, ξέρετε ακριβώς ποιοι είναι οι υπεύθυνοι: Το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το CDC, τα μεγάλα συμφέροντα και οι ξεπουλημένοι πολιτικοί, ακριβώς οι ίδιοι που είναι άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έμμεσα υπεύθυνοι για το επιδημικό δυναμικό της Αφρικής.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο μεγάλο φιάσκο των σποραδικών κρουσμάτων στη Δύση: στην περίπτωση του ασθενή του Dallas που κόλλησε και τις δύο νοσοκόμες, τα λάθη ήταν ασυγχώρητα και θανάσιμα: Στις 19 Σεπτεμβρίου, ο Λιβεριανός ασθενής φτάνει αεροπορικώς στις ΗΠΑ. Στις 24 εμφανίζει συμπτώματα και την επόμενη μέρα αναζητά ιατρική βοήθεια στο επίμαχο νοσοκομείο. Εκεί συμβαίνει η μοιραία λανθασμένη διάγνωση: Ο Λιβεριανός στέλνεται σπίτι για να γυρίσει τρεις μέρες μετά και να τοποθετηθεί σε απομόνωση στο νοσοκομείο. 2 μέρες αργότερα έρχεται η εργαστηριακή επιβεβαίωση του Ebola: Λόγω κακής διάγνωσης, επί 9 μέρες ο Λιβεριανός κυκλοφορούσε απροφύλαχτα. Και λόγω κακής ετοιμότητας και υποδομών, δύο νοσοκόμες μολύνθηκαν.
Μια επιδημία κακής επιστήμης
Αν έχει ήδη καταγραφεί και μάλιστα σε εποχή πανδημικού συναγερμού λάθος διάγνωση στο Dallas, μπορείτε να φανταστείτε τι καταγράφεται στις πάμπτωχες υποδομών, μέσων και προσωπικού χώρες της Σιέρα Λεόνε, της Λιβερίας και της Γουινέας;
Πολύ αμφιβάλουμε για την ακρίβεια των αριθμών που μας δίνονται από τα μέτωπα του Ebola, ακριβώς γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα επιτήρησης, επιβεβαίωσης και καταγραφής.
Και τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο γιατί δεν υπάρχουν μόνο τα περιστασιακά λάθη και οι δομικές ανεπάρκειες αλλά η ίδια η διαγνωστική διαδικασία έχει δομικά προβλήματα.
Όσον αφορά την κλινική διάγνωση, ο Ebola δεν έχει ειδικά συμπτώματα: Η κλινική διαφοροδιάγνωση από άλλους, πολύ πιο συνήθεις αιμορραγικούς πυρετούς όπως η ελονοσία και ο τυφοειδής πυρετός είναι εξαιρετικά δύσκολη εώς ανέφικτη.
Για αυτό το λόγο γίνεται χρήση και επιπρόσθετων κριτηρίων, όπως το ταξιδιωτικό ιστορικό του ασθενή. Κοινά συμπτώματα ασθενειών σε ασθενή που έχει επισκεφτεί τις πληγείσες χώρες τον τοποθετούν στους υπόπτους για Ebola. Φυσικά όμως, στις εν λόγω περιοχές οι άλλοι τύπου αιμορραγικοί πυρετοί δίνουν πολλαπλάσια κρούσματα από ότι ο Ebola ακόμη και στο παρόν ξέσπασμα του. Ούτε και σε αυτό το στάδιο η διαφοροδιάγνωση μπορεί να γίνει με βεβαιότητα. Το αντίθετο.
Οπότε καταφεύγουμε στα εργαστηριακά. Εκεί έχουμε άλλη κατηγορία προβλημάτων που η ιατρική κοινότητα αρνείται να αναγνωρίσει. Η χρήση του PCR ως αξιόπιστου διαγνωστικού τεστ έχει επικριθεί από τον άνθρωπο που το τελειοποίησε, τον νομπελίστα Kary Mullis, καθώς αυτό, λειτουργώντας ως «μεγεθυντής γονιδιακών υπογραφών» μπορεί να δώσει απροσδόκητα αποτελέσματα, άλλοτε, εκτός κλίμακας και άλλοτε εκτός στόχευσης.
Για να βοηθήσω στην αντίληψη του παραδείγματος, φανταστείτε ένα τεράστιο δορυφορικό πιάτο που ενισχύει τα σήματα από παντού και μπορεί να παρουσιάσει το θόρυβο αναμεμειγμένο με το σήμα.
Και η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς η επιδημία των περικοπών στα συστήματα υγείας, αναγκάζει εργαστήρια ακόμη και των πιο προηγμένων χωρών να καταφεύγουν σε εμπορικά, φθηνά διαγνωστικά τεστ. Όπως μας ενημέρωσε η κυρία Παπά, υπεύθυνη του επιφορτισμένου με την επιβεβαίωση τυχόν ύποπτων για Ebola κρουσμάτων μικροβιολογικού εργαστηρίου του Αριστοτελείου, διαγνωστικό εργαστήριο στη Γερμανία χρησιμοποιεί για την εργαστηριακή επιβεβαίωση φθηνό εμπορικό τεστ PCR!
Οι περιπλοκές δε σταματούν εκεί. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως τεστ αντισωμάτων μπορεί να δώσουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα μετά από εμβολιασμούς, (προφανώς και μετά από κάθε είδους πρόσφατη ανοσολογική απάντηση απέναντι σε άλλους παθογόνους παράγοντες) ενώ παρτίδες εμβολίων πέραν κάθε αμφισβήτησης έχουν βρεθεί επιμολυσμένα με ιούς.
Σκεφτείτε το: Λάθος κλινική διάγνωση οδηγεί σε καταληκτική λάθος διάγνωση. Λάθος εργαστηριακή επιβεβαίωση οδηγεί πάλι σε συνολικά λάθος διάγνωση. Δύο λάθη δεν κάνουν ποτέ ένα σωστό.
Από μόνη της η εργαστηριακή δεν αρκεί και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί 100% αξιόπιστη. Και τα ποσοστά βεβαιότητας στην κλινική διάγνωση είναι πολύ χαμηλότερα ενώ τα λάθη της κλινικής διάγνωσης επηρεάζουν την εργαστηριακή και τα αντίστροφο.
Το ζήτημα της αξιοπιστίας μας οδηγεί στην υπόθεση πως τα «καταγεγραμμένα» κρούσματα Ebola έχουν διογκωθεί περισσότερο ή λιγότερο από κακές διαγνώσεις συναφών σε συμπτωματολογία ασθενειών που ενδημούν στις πληγείσες περιοχές.
Πως άλλωστε θα μπορούσε η Νιγηρία να περιορίσει τόσο αποτελεσματικά ένα ξέσπασμα εντός των συνόρων της και για ποιο λόγο το ξέσπασμα παραμένει ενθυλακωμένο στις τρεις μικρές χώρες της Δυτικής Αφρικής και δεν έχει επεκταθεί πχ στο γειτονικό Μάλι αν ο ιός είχε τέτοιο επιδημικό δυναμικό όπως τα μήντια αρέσκονται να περιγράφουν;
Είναι ο Ebola βιολογικό όπλο;
Το ζήτημα της μετάδοσης του Ebola έχει εγείρει κάποια ερωτήματα που δεν είναι εύκολο να απαντηθούν: Το στέλεχος Ebola/Zaire που πλήττει τις τρεις μικρές χώρες ταξίδεψε μαζί με το φορέα του 3500 χλμ χωρίς να δώσει κρούσματα στο ενδιάμεσο. Η θεωρία της μετάδοσης από ζώο σε άνθρωπο δεν έχει συγκεντρώσει (ακόμη) αρκετά στοιχεία υπέρ της.
Αυτό το κενό φιλοδόξησε να καλύψει μια θεωρία που θέλει το συγκεκριμένο στέλεχος να έχει «διαφύγει» από αμερικάνικα εργαστήρια βιολογικών εξοπλισμών εγκατεστημένα στις συγκεκριμένες χώρες. Τη θεωρία υπερασπίστηκε ο εξέχων νομικός Francis A Boyle, ένας από τους πιο «ειδικούς» όσον αφορά την μοντέρνα ιστορία των βιολογικών εξοπλισμών των ΗΠΑ, συντάκτης του αντιτρομοκρατικού νομοσχεδίου για τα βιολογικά όπλα που ψηφίστηκε ομοφώνως από όλα τα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ και με πολλές άλλες περγαμηνές σε ποικίλα πεδία.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα δεδομένα:
Α) Η Αφρική έχει αδιαμφισβήτητα χρησιμοποιηθεί ως δοκιμαστικός σωλήνας. Από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα ήταν οι δοκιμές φαρμάκου κατά της μηνιγγίτιδας από τη Pfizer τη δεκαετία του 1990 που οδήγησε στο θάνατο αρκετών παιδιών και σε νομική μάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση της Νιγηρίας και της εταιρίας
Β) Η αμερικανική κυβέρνηση έχει αδιαμφισβήτητα χρησιμοποιήσει πληθυσμούς για παράνομα ιατρικά πειράματα με το ποιο διαβόητο από αυτά τα πειράματα σύφιλης στη Γουατεμάλα τη δεκαετία του 1950.
Γ) Η αμερικανική κυβέρνηση όντως «συλλέγει» παθογόνα στελέχη. Τις περισσότερες φορές το κάνει με πρόσχημα την «βιοασφάλεια» σε σχέση με πιθανά πανδημικά ξεσπάσματα ή/και βιοτρομοκρατικά χτυπήματα ενώ παράλληλα φροντίζει να αναπτύσσει και το βιολογικό της οπλοστάσιο. Κομβική υπηρεσία σε αυτές τις δράσεις είναι το USAMRIID, το Στρατιωτικό, Ιατρικό Ερευνητικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ για τις μολυσματικές ασθένειες.
Δ) Στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου, δεν αναπτύχθηκε μόνο ο αγώνας του διαστήματος ή ο πυρηνικός ανταγωνισμός αλλά και ένας αγώνας για τα βιολογικά όπλα. Μάλιστα Αμερικάνοι και Βρετανοί, κάναν μαζικά αστικά πειράματα διάχυσης σε ανυποψίαστα τμήματα του πληθυσμού τους. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οι αμερικάνοι διαπίστωσαν το πόσο προηγμένο ήταν το σοβιετικό πρόγραμμα βιολογικών εξοπλισμών και χρησιμοποίησαν πρώην σοβιετικούς επιστήμονες για να εξελίξουν το δικό τους, παρά τις διεθνείς συμφωνίες για την απαγόρευση των βιολογικών. Νέα ώθηση στους βιολογικούς εξοπλισμούς έδωσε η κυβέρνηση Bush Jr μετά τις στημένες τρομοκρατικές επιθέσεις με άνθρακα το 2001, λίγο μετά τους διδύμους πύργους. Για τους νεοσυντηριτικούς, η χρήση «έξυπνων» βιολογικών όπλων ήταν στην διακηρυγμένη ατζέντα τους. (Για το θέμα μπορείτε να διαβάσετε στο απόσπασμα βιβλίου μου που σήκωσα ειδικά για τις βιβλιογραφικές ανάγκες του παρόντος άρθρου εδώ)
ΣΤ) Διαρροές υπήρξαν ακόμη και στις πιο προηγμένα βιολογικά εργαστήρια των ΗΠΑ, όπως στο Plum Island, ενώ πρωτόκολλα ασφαλείας φαίνεται να παραβιάστηκαν ακόμη και στις εγκαταστάσεις του CDC. (Για όλα μα όλα τα παραπάνω μπορείτε να διαβάσετε στο μοναδικό στο είδος του βιβλίο μου «Θανάσιμες Θεραπείες», εκδ ETRA 2011)
Ε) Όντως, στο νοσοκομείο Kenema της Σιέρα Λεόνε υπήρχε πλήρως εξοπλισμένο βιολογικό εργαστήριο διασυνδεδεμένο με το USAMRIID.
Δυστυχώς όλα τα παραπάνω δεδομένα, αυθαίρετα συνδέθηκαν μεταξύ τους και δημιούργησαν ένα σενάριο που ήθελε τις ΗΠΑ να έχουν σκόπιμα διαρρεύσει τον Ebola στη Δυτική Αφρική μέσω του εργαστηρίου Kenema για να μπορέσουν να στείλουν στρατεύματα και να εξασφαλίσουν δια της στρατιωτικής βίας και του πανδημικού τρόμου οικονομικά και γεωπολιτικά τους συμφέροντα στην περιοχή.
Φυσικά και υπάρχει η προθυμία της στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή από ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία.
Εικάζουμε όμως ότι αυτή υπάρχει για να αποτρέψει το χειρότερο δυνατό σενάριο, αυτό της δημιουργίας πανικού στην περιοχή και της δημιουργίας μεταναστευτικών ροών προς γειτονικές και άλλες χώρες. Φαντάζομαι ότι η αμερικανική και βρετανική στρατιωτική παρουσία έχει ως πρώτιστο στόχο να φροντίσει οι φορείς και όλοι οι υπόλοιποι να πεθάνουν στον τόπο τους.
Σε καμία περίπτωση δεν το λες ανθρωπιστικό αυτό, δεν το λες ούτε καν έξυπνο καθώς τυχόν δυτικά στρατεύματα στην περιοχή μπορούν να εκτεθούν σε επιδημικούς κινδύνους και να λειτουργήσουν ως οι δούρειοι ίπποι τους στη Δύση, ως δηλαδή επιδημικές εστίες, αλλά από την άλλη δεν το λες και ιμπεριαλιστικό.
Το σενάριο του βιοιμπεριαλισμού, παρότι δεν είναι απίθανο, δεν φαντάζει και ιδιαίτερα ισχυρό. Το εργαστήριο πχ στο νοσοκομείο Kenema είχε ως αντικείμενο του έναν άλλο αιμορραγικό πυρετό που έχει πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στην περιοχή από τον ίδιο τον Ebola και δίνει παρόμοια συμπτώματα με αυτόν, τον πυρετό Lassa και ήταν φυσικά ευτύχημα και όχι ατύχημα που υπήρχε αυτό το εργαστήριο καθώς ήταν αυτό που εντόπισε πρώτο το ξέσπασμα του Ebola.
Μέχρι τώρα έχουμε τονίσει πως ο Ebola μέχρι και σήμερα δεν έχει την επιδημική δυναμική όπως τον θέλουν τα μήντια.
Δυστυχώς, υπάρχει ένα βιολογικό φαινόμενο που μπορεί να τον κάνει εξαιρετικά επικίνδυνο και ακόμη πιο δύσκολα εντοπίσιμο πόσο μάλλον αντιμετωπίσιμο: Και αυτός είναι ο μηχανισμός των μεταλλάξεων. Ο ιός αυτός είναι ιός RNA, ενσωματώνεται δηλαδή στο ανθρώπινο DNA και χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς του για να αναπαραχθεί. Σε αυτή τη διαδικασία συμβαίνουν ενίοτε λάθη. Όσο περισσότερο αντιγράφεται ο ιός, τόσο περισσότερα λάθη (μεταλλάξεις) θα συμβούν, κάτι σαν το «σπασμένο τηλέφωνο».
Ήδη, τα μέχρι σήμερα τέσσερα γνωστά στελέχη Ebola διαφέρουν γονιδιακά κατά 30% μεταξύ τους, ενώ ερευνητική ομάδα από Harvard και ΜΙΤ έχει καταγράφει κατά τη διάρκεια του τωρινού και πιο θανατηφόρου ξεσπάσματος πάνω από 300 καινούριες μεταλλάξεις.
Όσα περισσότερα «λάθη», τόσα περισσότερα στελέχη. Και όσα περισσότερα στελέχη, τόσο πιο άχρηστα θα είναι τα (σήμερα ανύπαρκτα) προηγούμενα εμβόλια αλλά και τα ήδη προβληματικά διαγνωστικά εργαλεία ενώ η δημιουργία οικουμενικού εμβολίου θα αποτελεί ουτοπία.
Καθίσταται προφανής η δημιουργία ενός παγκοσμίου δικτύου επιτήρησης και επιφυλακής.
Αντί αυτού, ενισχύεται η τάση που εμφανίστηκε στον 21ο αιώνα, αυτής της παράκαμψης της σχολαστικότητας για τη fast track ανάπτυξη εμβολίων που μπορεί να οδηγήσει σε καινούριους ιατρογενείς κινδύνους και να ενθαρρύνει την ήδη αποθρασσυμένη ανευθυνότητα των εταιριών
O Ebola και η Ελλάδα
H Ελλάδα έχει μακραίωνη ιστορία αλληλεπίδρασης με άλλους πληθυσμούς. Εικάζουμε λοιπόν (και αυτό αποτελεί εικασία, ούτε καν υπόθεση) ότι μπορεί να είναι καλύτερα ανοσολογικά προσαρμοσμένη σε σχέση με άλλους πληθυσμούς.
Από την άλλη, η Ελλάδα είναι πύλη εισόδου μεταναστευτικών ροών από περισσότερους από μία ηπείρους, μερίδα των οποίων είναι αναπόφευκτα φορείς ασθενειών.
Καθίσταται προφανές και στρατηγικής σημασίας η επιμελής ιατρική παρακολούθηση και μέριμνα για τους μετανάστες.
Στις σημερινές όμως συνθήκες σκόπιμης και πλήρους διάλυσης του δημόσιου συστήματος υγείας που δεν αρκεί πλέον να υποστηρίξει ούτε καν τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες του γηγενούς πληθυσμού, αυτή η προφανής επιταγή ακούγεται ως μακάβριο αστείο.
Από τη στιγμή που ένα σύστημα δεν αρκεί για να να καλύψει ούτε καν τις πάγιες ανάγκες του πληθυσμού του (όπως σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα συμβαίνει σε χώρες τις Αφρικής), σε έκτακτες καταστάσεις μπορούμε να απαντήσουμε μόνο με δύο φράσεις που δεν συνηθίζονται στην επιστημονική γλώσσα:
«Την γαμήσαμε» και «ο Θεός βοηθός»
Συμπεράσματα
Σε ένα διασυνδεδεμένο κόσμο, αν θέλουμε να σταματήσουμε να θεωρούμε την Αφρική ως εστία ενδημικών κινδύνων, η πιο ασφαλής λύση είναι να τη βοηθήσουμε ή έστω να της επιτρέψουμε να έχει ένα ελάχιστο επίπεδο βιοτικού επιπέδου και υγιεινής.
Επιτακτική ανάγκη δημόσιας υγείας παγκοσμίως είναι να σταματήσουν οι μορφές ακραίας εκμετάλλευσης των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών από τα ιδιωτικά συμφέροντα, ακόμη και όταν αυτά αφορούν όχι μόνο σε ιδιώτες εκτός δημοσίου αλλά και κλίκες που παρασιτούν εντός του δημοσίου. Και οι δύο αυτές κατηγορίες ιδιοτέλειας είναι ικανές και πρόθυμες να παρασιτούν εις βάρος της δημόσιας υγείας. Και η ιστορική μαρτυρία βεβαιώνει πως αυτές οι δύο παρασιτικές κατηγορίες δημιουργούν επικρατή και επιβλαβή παραδείγματα. Όπως έχει άλλωστε περιγραφεί, «ο Μπόμπολα (και ο κάθε Μπόμπολα) είναι πιο επικίνδυνος από τον Ebola.
Όχι, δεν είναι ο Ebola η ασθένεια της εποχής μας. Η απληστία των κυρίαρχων είναι αυτή που οπλίζει το χέρι περιστασιακών δολοφόνων και απειλεί την παγκόσμια δημόσια υγεία με τρόμους που δεν έχουν ευτυχώς ακόμη εκδηλωθεί.
Πέτρος Αργυρίου, agriazwa.blogspot.com, 22/10/2014
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)