Η
σχέση του ποδοσφαίρου με την λογοτεχνία έχει βαθιές ρίζες. Αν
ανατρέξουμε στα Ομηρικά έπη θα βρούμε τις πρώτες πληροφορίες για
παιχνίδι με μπάλα στη λεκάνη της Μεσογείου.
Η
Ναυσικά και οι φίλες της, αφού λούστηκαν στην όχθη του ποταμού, πέταξαν
τις μαντίλες τους και άρχισαν να παίζουν με τη σφαίρα: «Και σα χαρήκανε
θροφή, κι αυτή κι οι παρακόρες, βγάλαν τις μπόλιες κι έπαιξαν τη σφαίρα
ανάμεσό τους» (Οδύσ. Ζ, 99-100), μτφρ. Αργ. Εφταλιώτης.
Αλλά και στο Θ΄ της Οδύσσειας ο
Οδυσσέας και οι Φαίακες έπαιζαν την πορφυρή σφαίρα, που την είχε
φτιάξει ο Πόλυβος, με τα χέρια τους πετώντας την ψηλά ίσαμε τα σύννεφα,
καθώς οι άλλοι ολόγυρα χτυπούσαν παλαμάκια. (Οδύσ. Θ΄, 372-4).
Στα
μετέπειτα χρόνια ο Σαίξπηρ σαφώς αντιπαθούσε ένα είδος ποδοσφαίρου που
είχε εισαχθεί στην Αγγλία από τη Νορμανδία (το σουλ) και έβαζε στο στόμα
ηρώων του λόγια απέχθειας γι’ αυτό.
Γενικά, όμως, μετά την Αναγέννηση, η υπόληψη της «στρογγυλής θεάς» μάλλον βρίσκεται σε καλό επίπεδο στη λογοτεχνική συνείδηση.
Κάνοντας μια περιήγηση στους σύγχρονους συγγραφείς θα σταθούμε στις απόψεις ορισμένων. Ο βρετανός ποιητής Κίπλινγκ το 1902 στο Λονδίνο δεν έπαιρνε στα σοβαρά αυτούς που αγωνίζονταν οι ψυχές τους με «βορβορώδεις βλάκες για τα γκολ». Ο Τζορτζ Οργουελ, επίσης ήταν φανατικά πολέμιος του είδους. Δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει την περιφρόνησή του, σαν τον Σαίξπηρ, στη «στρογγυλή θεά», γιατί τη θεωρούσε μια υπόθεση που υποβάθμιζε το κύρος της βρετανικής ηθικής.
Κάνοντας μια περιήγηση στους σύγχρονους συγγραφείς θα σταθούμε στις απόψεις ορισμένων. Ο βρετανός ποιητής Κίπλινγκ το 1902 στο Λονδίνο δεν έπαιρνε στα σοβαρά αυτούς που αγωνίζονταν οι ψυχές τους με «βορβορώδεις βλάκες για τα γκολ». Ο Τζορτζ Οργουελ, επίσης ήταν φανατικά πολέμιος του είδους. Δεν έχανε ευκαιρία να δείχνει την περιφρόνησή του, σαν τον Σαίξπηρ, στη «στρογγυλή θεά», γιατί τη θεωρούσε μια υπόθεση που υποβάθμιζε το κύρος της βρετανικής ηθικής.
Στην
Ιταλία ο ο Ουμπέρτο Εκο σε κείμενό του στο «Εσπρέσο» το 1978, με τίτλο
«Το Μουντιάλ και η χλιδή του»(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το δέντρο,
τχ.135-136 φθινόπωρο 2004), εκδηλώνει μια αμφιθυμία για το κοινωνικό
πλαίσιο που φιλοξενεί το σπορ ή ακόμα και γι’ αυτό το τελευταίο ως
γενικότερο «σημείο».
«Το ποδόσφαιρο είναι δημοφιλές γιατί η ηλιθιότητα είναι δημοφιλής» φέρεται να έχει πει ο μεγάλος αργεντινός ποιητής Χόρχε Λούις Μπόρχες. Το 1978 όμως έδωσε μια διάλεξη για την αθανασία την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα που η Αργεντινή έπαιζε τον πρώτο της αγώνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978.
Ο Αλμπέρ Καμύ υποστήριζε ότι : «Έχοντας δοκιμάσει αμέτρητες εμπειρίες, μπορώ να πω με σιγουριά ότι όσα ξέρω σχετικά με την ανθρώπινη ηθική το οφείλω στο ποδόσφαιρο».
«Το ποδόσφαιρο είναι δημοφιλές γιατί η ηλιθιότητα είναι δημοφιλής» φέρεται να έχει πει ο μεγάλος αργεντινός ποιητής Χόρχε Λούις Μπόρχες. Το 1978 όμως έδωσε μια διάλεξη για την αθανασία την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα που η Αργεντινή έπαιζε τον πρώτο της αγώνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978.
Ο Αλμπέρ Καμύ υποστήριζε ότι : «Έχοντας δοκιμάσει αμέτρητες εμπειρίες, μπορώ να πω με σιγουριά ότι όσα ξέρω σχετικά με την ανθρώπινη ηθική το οφείλω στο ποδόσφαιρο».
Το
ποδόσφαιρο είναι μια μεταφορά της ζωής αποφάνθηκε ο Ζαν -Πωλ Σαρτρ. Η
ζωή είναι μια μεταφορά του ποδοσφαίρου διορθώνει ο φιλόσοφος Σέρτζιο
Τζιβόνε. Σίγουρα το ποδόσφαιρο και η λογοτεχνία πάνε μαζί , σε μια
συμβίωση τώρα πια παγιωμένη.
Σε ένα δοκίμιο του δημοσιευμένο στην εφημερίδα “Liberazione” με τον τίτλο Η πολιτική φιλοσοφία της μπάλας, ο Darwin
Pastorin (ιταλο-βραζιλιάνος δημοσιογράφος- συγγραφέας) γράφει μεταξύ
άλλων: «[...] Για τον Τόμας Στερνς Έλιοτ “το ποδόσφαιρο είναι ένα βασικό
στοιχείο του σύγχρονου πολιτισμού “. Για μένα που έρχομαι από τη Νότια
Αμερική , από τη Βραζιλία, η μπάλα αντιπροσωπεύει μια ουτοπία, μια
λύτρωση, μια αντίσταση στην εξουσία. Αρκεί να διαβάσει κανείς τον
Εντουάρντο Γκαλεάνο: “Οσο κι αν οι τεχνοκράτες προσπαθήσουν να το
προγραμματίσουν μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια , όσο κι αν οι ισχυροί
προσπαθήσουν να το ελέγξουν, το ποδόσφαιρο θα συνεχίσει να είναι η τέχνη
του απρόβλεπτου “. Και προσθέτει ο Darwin
Pastorin: «Από παιδί, υπερήφανος γιος βερονέζων μεταναστών, στην
συνοικία Καμπούτσι του Σαο Πάολο της Βραζιλίας, έπαιζα ποδόσφαιρο με
τους συνομηλίκους μου, εβραίους, γιαπωνέζους και πολωνούς μιγάδες. Και
εκείνη η μπάλα από κουρέλια και ελπίδα, αντιπροσώπευε την δική μας κοινή
γλώσσα. Τον δικό μας τρόπο να είμαστε μαζί, για να ονειρευόμαστε. Το
ποδόσφαιρο μπορεί να μεταφέρει τον άνθρωπο στο κέντρο του ποδοσφαίρου,
αποφεύγοντας σχεδιαγράμματα, στρατηγικές, μάρκετινγκ. Το ποδόσφαιρο των
ακροβατών , των εξτρεμ ποιητών του πράσινου χορταριού. Το ποδόσφαιρο
της ντρίμπλας, της μπάλας.
Ο Αντριάνο Σόφρι ( συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ηγέτης της ακροαριστερής οργάνωσης Lotta Continua
μέχρι τη διάλυσή της , το 1976) είπε ότι : “Εάν είχα το κατάλληλο υλικό
θα δοκίμαζα να γράψω μια ιστορία του κόσμου με την μορφή της μπάλας ”.
Νομίζω ότι αυτή η ιδέα της μπάλας είναι η πιο πολλά υποσχόμενη
μεταμοντέρνα ιδέα , για όλες τις στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένης και
της πολιτικής στρατηγικής. [...] Το ποδόσφαιρο, λοιπόν, ως λογοτεχνικό
και πολιτικό κίνημα, ως στιγμή άρνησης της κανονικότητας, της
συμβατικότητας.
Στο βιβλίο του Ποδόσφαιρο. Μια θρησκεία σε αναζήτηση θεού (εκδόσεις
Μεταίχμιο) ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν , λέει για τη σχέση ανάμεσα στο
ποδόσφαιρο και τη λογοτεχνία : « οι λατινοαμερικάνοι συγγραφείς ήταν
κυρίως αυτοί που προσπάθησαν να μετατρέψουν το ποδόσφαιρο σε μια
σύγχρονη επική μορφή. Και με τον ίδιο τρόπο που χώρες όπως η Βραζιλία
και η Αργεντινή εξάγουν ποδοσφαιριστές σε όλον τον κόσμο, εξάγεται και
το ποδοσφαιρικό έπος συγγραφέων όπως ο Εντουάρντο Γκαλεάνο και ο Οσβάντο
Σοριάνο. Αυτοί οι συγγραφείς ήξεραν να παρουσιάζουν το ποδόσφαιρο γι
αυτό που στ΄ αλήθεια είναι, δηλαδή μια μορφή λαϊκής τέχνης . Σ΄ αυτούς
τους συγγραφείς υπάρχει μια φυσικότητα, μια απλότητα που λείπει εντελώς
από τους ευρωπαίους συγγραφείς, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους γύρισαν
την πλάτη τους στο ποδόσφαιρο ή το δαιμονοποίησαν με συνοπτικές
διαδικασίες σαν ένα σύγχρονο όπιο των λαών».
Υποστηρίζει
ακόμη ο Μονταλμπάν: «Το ποδόσφαιρο μεταμορφώνεται σε μια λαϊκή θρησκεία
, με ένα δικό της τελετουργικό, τα δικά της σύμβολα, τις δικές της
εκκλησίες, τις δικές της αιρέσεις. Μέχρι τώρα το Παγκόσμιο κύπελλο στη
Γαλλία το 1998 ήταν το πιο σημαντικό γεγονός σ΄ αυτή τη διαδικασία της
παγκοσμιοποίησης του ποδοσφαίρου, ένα άθλημα που μετασχηματίζεται σε
πρόταση συλλογικής αλλοτρίωσης σε παγκόσμια κλίμακα , η οποία βασίζεται
πάνω στην αντίθεση Βορρά-Νότου, ανάμεσα σε χώρες που εξάγουν
ποδοσφαιριστές και σε άλλες που τους εισάγουν. Αν και αυτό, ευτυχώς,
έχει ένα πολύ θετικό αντιστάθμισμα στον πολυφυλετικό χαρακτήρα του
σύγχρονου ποδοσφαίρου. Το Παγκόσμιο κύπελλο στη Γαλλία σήμανε τη λήξη
της εποχής που το ποδόσφαιρο ήταν θέαμα και την αρχή της εποχής που το
ποδόσφαιρο αποτελεί θρησκεία για ένα μεγάλο μέρος του πολυεθνικού
καπιταλισμού » [Από συνέντευξη του Μονταλμπάν στην ιταλική εφημερίδα
“Avvenire”, στις 2 Αυγούστου 1998].
Μια
άλλη, καλλιτεχνικά πολύπλευρη, προσωπικότητα, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, θα
μπορούσαμε να πούμε ότι είχε αποθεώσει τον «παραβατικό» χαρακτήρα του
ποδοσφαίρου γράφοντας ότι το άθλημα αυτό ήταν «ένας τρόπος να ξεφεύγει
από τη νόρμα, να υπερβαίνει τους κανόνες και να αφήνεται στην απόλαυση».
Παίκτης της Καζάρσα, της ομώνυμης ομάδας του χωριού της μητέρας του,
αλλά και συμπαίκτης χαμινιών στα περίχωρα του Τορίνου και της Μπολόνιας,
όπου έζησε πολλά χρόνια, σε κείμενά του περιγράφει με ζωντανά χρώματα
αυτό το λαϊκό παιχνίδι.
H
δαιμονοποίηση του ποδοσφαίρου ή η αντιμετώπισή του ως «όπιου των λαών»
υπάρχει και στην αντίληψη πολλών ελλήνων διανοουμένων οι οποίοι
υποστηρίζουν ότι το ποδόσφαιρο δεν έχει καμία σχέση με την λογοτεχνία. H
προοδευτική διανόηση εξακολουθεί να παθαίνει σύγχυση απέναντι στο
φαινόμενο του ποδοσφαίρου, όπως καταδείχθηκε μέσα από ορισμένα άρθρα και
σχόλια τις ημέρες του Euro
2004. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα το αντιμετωπίζουν περιφρονητικά
προβάλλοντας το χαμηλό πνευματικό επίπεδο των παικτών ή την γλωσσική
τους ανεπάρκεια.
Ο Τάσος Γουδέλης στο κείμενό του με τίτλο «Λογοτεχνία και ποδόσφαιρο: ένα διαχρονικό φλερτ» ( Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας-09/06/2006) υποστηρίζει ότι: «Το
ποδόσφαιρο, όπως και άλλα “μαζικά” ήθη, άργησε να βρει μια θέση στην
ελληνική λογοτεχνική θεματολογία. Οι συγγραφείς, πριν από την ποιητική
«γενιά του ’70» και τους σύγχρονους πεζογράφους, ελάχιστα αναφέρονται
στο συγκεκριμένο σπορ, αν και αυτό έχει τις πιο βαθιές συνάψεις με το
νεοελληνικό ήθος. Όμως, επειδή τα πολιτισμικά μας αντανακλαστικά
καθυστερούν γενικά να συλλάβουν, και να αποτυπώσουν δημιουργικά,
βαθύτερα φαινόμενα ζωής, το ποδόσφαιρο, ως ανάλογη έκφραση και εκδήλωση,
έμεινε, παλαιότερα, περίπου στο περιθώριο».
Ο διανοούμενος με την πιο στενή σχέση με το ποδόσφαιρο ήταν ο Μανώλης Αναγνωστάκης ο οποίος σε μια συνέντευξή του το 1993, στην εκπομπή του Πέτρου Κουναλάκη στο «Seven Χ θα εξομολογηθεί τις τρεις αδυναμίες του, που συν τω χρόνω δεν αλλοιώθηκαν: « Αγάπη για το ποδόσφαιρο, αγάπη για τα παλιά περιοδικά, αγάπη για το τσιγάρο ».
Στη Θεσσαλονίκη, νέος σπουδαστής, ήταν βέβαια ΠΑΟΚτσής. Ερχόταν, όμως,
στην Αθήνα για να επισκεφτεί τη μέλλουσα σύζυγό του. Περιμένοντάς την,
παρακολουθούσε συχνά τα ματς του Απόλλωνα στη Ριζούπολη, αρχές της
δεκαετίας του 1950.»
Ο
μόνος έλληνας διαννούμενος που είχε ενεργητική συμμετοχή στο άθλημα,
ήταν ο ποιητής και καθηγητής Νάσος Βαγενάς ο οποίος έπαιξε στον Εθνικό
Πειραιώς, και σε ηλικία 17 ετών κλήθηκε, ως «χρυσή ελπίδα του ελληνικού
ποδοσφαίρου», στην Εθνική Νέων. Ο Βαγενάς έγραψε επίσης ποιήματα για το
ποδόσφαιρο με πιο γνωστό αυτό με τον τίτλο «Οι πρόλογοι τέλος» από το
οποίο παραθέτω ένα απόσπασμα: ο χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα
μου/όπως η Άρσεναλ σε βρεγμένο γήπεδο/σκοράροντας ασταμάτητα. Και το
στήθος μου/γεμίζει χώμα συνεχώς.
Ποιήματα
με θέμα το ποδόσφαιρο έχουν γράψει επίσης, μεταξύ άλλων, οι: Νίκος
Εγγονόπουλος, Νίκος Καρούζος, Άρης Δικταίος, από τους παλιότερους και
οι
Γιώργος Μαρκόπουλος, Βασίλης Στεριάδης, Γιώργος Βέης, Χριστόφορος Λιοντάκης , Λευτέρης Πούλιος, Γιάννης Πατίλης, Ηλίας Γκρής κα. από τους νεότερους.
Γιώργος Μαρκόπουλος, Βασίλης Στεριάδης, Γιώργος Βέης, Χριστόφορος Λιοντάκης , Λευτέρης Πούλιος, Γιάννης Πατίλης, Ηλίας Γκρής κα. από τους νεότερους.
Στην πεζογραφία το πρώτο μυθιστόρημα με θέμα το ποδόσφαιρο το έγραψε ο Κώστας Χατζηαργύρης το 1957 ( Ο δρόμος προς την δόξα) και ακολούθησαν οι: Μένης Κουμανταρέας, (Η φανέλα με το 9) το 1986 , Διονύσης Χαριτόπουλος (Θρύλος. Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι) το 1989, ο Δημήτρης Μίγγας, ( Στα ψέματα παίζαμε)
το 2005. Πέρα από τα μυθιστορήματα αυτά στο ποδόσφαιρο αναφέρονται
πολλά διηγήματα συγγραφέων όπως ο Τόλης Καζαντζής , ο Βασίλης
Γκουρογιάννης, ο Νίκος Χουλιαράς, ο Κώστας Ακρίβος , ο Κώστας Λογαράς, ο
Γεράσιμος Δενδρινός, ο Δημήτρης Πετσετίδης, ο Γιώργος Ρωμανός κ.ά.
Το
ποδόσφαιρο όσο κι αν κατηγορείται για τη βία και την εμπορευματοποίησή
του, αναπληρώνει την χαμένη κοινωνικότητα και συλλογικότητα, την
αλλοτρίωση και την μοναξιά του σύγχρονου κόσμου. Είναι όπως λέει και ο
ισπανός συγγραφέας Χαβιέρ Μαρίας ”Η εβδομαδιαία αναβίωση της
παιδικότητας”.
Αγκαλιάζοντας
όμως οι λαοί το ποδόσφαιρο, στο βάθος αγκαλιάζουν την ανατρεπτική,
δημιουργική του πλευρά, και όχι την ίδια τη βία. Πίσω από τις
«συγκρούσεις» του ποδοσφαίρου υπάρχει η ομορφιά της συλλογικής
προσπάθειας, η αληθινή επικοινωνία των λαών. Κι όπως έλεγε ο Τσε Γκεβάρα
«Το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα ακόμη άθλημα, αλλά ένα όπλο της επανάστασης».
Του Γιάννη Παππά /www.oanagnostis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου