Ο Γιώργος
Μπουζιάνης γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1885 στην Αθήνα. Ήταν το πρώτο από τα
τρία παιδιά του Παναγιώτη Μπουζιάνη, έμπορου κρασιών από την περιοχή της
Τριπόλεως, και της Χρυσάνθης Προκοπίου που καταγόταν από την Αθήνα.
Παρακολούθησε στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση στην Αθήνα. Το 1897, άφησε το
Γυμνάσιο Νεαπόλεως στην Αθήνα, για να φοιτήσει στη «Σχολή Γραφικής» του Εθνικού
Μετσοβείου Πολυτεχνείου. Εκείνη την εποχή καθηγητές της Σχολής ήταν ο Ροϊλός, ο
Νικηφόρος Λύτρας, ο Βολανάκης και ο Γερανιώτης.
Το
«Αποφοιτητήριο» της σχολής, με ημερομηνία 5 Μαΐου 1908, αναφέρει ότι ο
Μπουζιάνης ενεγράφη στο Μητρών της Σχολής Καλών Τεχνών στις 7 Δεκεμβρίου 1897
με αύξοντα αριθμό 98 και μετά τις εξετάσεις του Ιουνίου του 1906 έλαβε το βαθμό
7,68. Από τον τρίτο χρόνο (1900) μέχρι το τέλος της φοίτησής του (1906) είχε
συμφοιτητή τον Τζιόρτζιο ντε Κίρικο.
Η
καλλιτεχνική πορεία του ως αποφοίτου της σχολής αρχίζει το 1906, όταν με την
ιδιωτική υποτροφία του γιατρού Χαραμή μεταβαίνει στο Μόναχο, πόλη που επέλεξε
αντί για το Παρίσι.
Ο ίδιος ο
Μπουζιάνης αναφέρεται ελάχιστα στα χρόνια της καλλιτεχνικής του μαθητείας στην
Αθήνα. Είναι βέβαιο ότι ούτε το κλίμα της σχολής συμπάθησε, ούτε τη ζωγραφική
των δασκάλων του. Ακόμα και μετά από 50 χρόνια οι απόψεις του για το πρώτο καλλιτεχνικό
σχολείο του δε θα αλλάξουν, αφού το 1955 δηλώνει ότι «ύστερα από τον Παρθένη
στη ζωγραφική δεν έχουμε κανέναν αξιόλογο δάσκαλο».
Σε ένα
ιδιόχειρο βιογραφικό σημείωμα (1938) αναφέρονται οι διάφοροι σταθμοί της
δραστηριότητάς του, αρχίζοντας με την ημερομηνία γέννησης και αμέσως μετά με
την αποφοίτηση από τη σχολή της Αθήνας. Εκεί διαφαίνεται η σημασία που αποδίδει
ο ζωγράφος στην παραμονή του στο Μόναχο (απαριθμεί τις καλλιτεχνικές ενώσεις
και τα σωματεία, στα οποία συμμετείχε, τους καθηγητές και τους φίλους του
ζωγράφους στη Γερμανία, τις εκθέσεις του στο Μόναχο, στη Λειψία και στο
Χέμνιτς). Ανήσυχος πάντα ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης, αναζητούσε το κατάδικό
του προσωπικό και καλλιτεχνικό ύφος, γι’ αυτό και η διαδοχή των διαφόρων φάσεων
της ζωής του είναι απόλυτα συνυφασμένη με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες και
αναζητήσεις του.
Προσωπογραφία
του ζωγράφου Waldmuller (1923),
λάδι σε καμβά 75x59 εκ.
|
Τα έργα της περιόδου
1900-1906
Ελάχιστα
είναι τα έργα που γνωρίζουμε από την πρώτη μαθητική του περίοδο. Είναι όμως
ενδεικτικά για την μετέπειτα δραστηριότητά του. Τα κλασικιστικά στοιχεία
κυριαρχούν ήδη από το πρώτο ξεκίνημα. Ο Γέρος (αρ. κατ. 1) Η Αδελφή του
Ζωγράφου (αρ. κατ. 4) η Αυτοπροσωπογραφία του (αρ. κατ. 5) και μερικές Νεκρές
Φύσεις είναι οι πρώτες ελαιογραφίες που μας αποκαλύπτουν αμέσως την εξαιρετική
ωριμότητα του σπουδαστή. Η Αυτοπροσωπογραφία (1903-1905) είναι, μπορούμε να
πούμε, το διαβατήριο του καλλιτέχνη για το Μόναχο. Πρόκειται για έργο
σημαντικό, γιατί φέρει έντονα στοιχεία πρωίμου προσωπικού εξπρεσιονιστικού
ύφους, πάνω στα οποία θα χτίσει την προσωπική του τέχνη μέχρι τέλους.
Προσωπογραφία
κυρίας Κούντσε (1909),
υδατογαρφία
41x31 εκ.
|
ΜΟΝΑΧΟ, 1906-1928
Ο
Μπουζιάνης στο Μόναχο συνεχίζει τις σπουδές του στην εκεί Ακαδημία, κοντά στον
καθηγητή Otto Seitz, και συγχρόνως εκπαιδεύεται κοντά στους εξωακαδημαϊκούς
δασκάλους Walter Thor και Georg Schildknecht. Το Μόναχο θα γίνει για τον
Μπουζιάνη το κέντρο των ενδιαφερόντων του και θα αποτελέσει το ορόσημο των
καλλιτεχνικών του αναζητήσεων. Η παραμονή του εκεί διαρκεί είκοσι τέσσερα
χρόνια. Το 1929 περνώντας από τη Βιέννη, σια δεύτερη φορά, κατευθύνεται στο
Παρίσι, όπου μένει μέχρι το 1932. Επιστρέφει στο Μόναχο. Απ’ όπου φεύγει
οριστικά το 1935 για την Αθήνα.
Γυναίκα με
ομπρέλα (1935),
υδατογραφία
58x36 εκ.
|
Το περιβάλλον υποδοχής
Τη χρονιά
που φτάνει ο Μπουζιάνης στο Μόναχο (1906), τα γεγονότα εξελίσσονται με ταχύτητα
και σηματοδοτούν τις διεργασίες που γέννησαν τη μοντέρνα τέχνη. Διαφορετικές
απόψεις στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις, ρήξη του παλιού με το καινούργιο,
εμφανίσεις Ρώσων καλλιτεχνών στη Δύση, είναι μερικά από τα γεγονότα που
δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να εμφανιστεί η αναγκαιότητα μιας διαφορετικής
πορείας των καλλιτεχνών, που θα συμβαδίζει με την ανάγκη μιας νέας ισορροπίας
στην κοινωνία και στον κόσμο. Πολλοί καλλιτέχνες συγκροτούν μικρές ομάδες και
ενώσεις προκειμένου να συντάξουν κώδικες ιδεολογικής και αισθητικής
αλληλεγγύης. Ο Συμβολισμός, ο Φωβισμός, ο Κυβισμός, ο Φουτουρισμός συναποτελούν
το πολιτιστικό υπόβαθρο, στο οποίο βρήκαν γόνιμο έδαφος (από τα τέλη του 19ου
μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα) οι νεαροί κυρίως καλλιτέχνες. Οι
επιδράσεις του ανατολικού μυστικισμού θα βρουν, επίσης, μια ευνοϊκή περιοχή να
εκφράσουν απόψεις και ιδέες γύρω από τη σχέση Κόσμος – Πνεύμα – Τέχνη.
Πρωτοπόρος αυτής της έξοχης «αισθητικής επαφής» των δύο κόσμων είναι ο
Καντίνσκι –στο Μόναχο όπου προσέλκυσε τους «συγγενείς» καλλιτέχνες, με τους
οποίους θα ιδρύσει αρχικά την ομάδα «Phalanx» το 1901, αργότερα την «Ένωση των
νέων καλλιτεχνών του Μόναχου» και το 1911-12 θα εγκαινιάσει στην γκαλερί
Thannhauser Μονάχου την πρώτη έκθεση του «Γαλάζιου Καβαλάρη» (Der blaue
Reiter») – και ο οποίος εξέφραζε μια διαφορετική άποψη για τα χρώματα που
εισήγαγε στα λοιπά αισθητικά γνωρίσματα του πίνακα την ανθρωποσοφική θεώρηση
του κόσμου.
Την ίδια
περίοδο ας δούμε πως εκφράζεται ο Μπουζιάνης σε μια επιστολή του.
«…Μετά από
αυτό το ταξίδι, περίπου για δύο χρόνια κλείστηκα στο Μόναχο σ’ ένα ατελιέ και
μελετούσα μοναχός μου. Εκείνη την εποχή δεν είχα ξεκαθαρίσει την εικόνα του
εαυτού μου ακόμα, και είχα μεγάλες ανησυχίες. Δεν μπορούσα να θεωρήσω τον εαυτό
μου ευχαριστημένο από τις πρώτες μου προσπάθειες. Έτσι οι ανησυχίες πλήθαιναν.
Δεν ήταν αυτό που ζητούσα. Μόνο γύρω στο 1917 πλησίασα κάπως τον εαυτό μου και
τη δουλειά μου με μια αυτοπροσωπογραφία. Αισθάνθηκα τότε κάπως γεμάτος, ότι
είχα πει αυτό που έπρεπε. Από εκείνη την εποχή και ύστερα, έμπαινα περισσότερο
στον εαυτό μου και αισθανόμουν εξοικειωμένος μαζί του. Μετά, έφυγα από την
Ένωση των Καλλιτεχνών και προσπάθησα να μπω στην Neue Sezession-München, με την
οποία είχα και μεγαλύτερη συγγένεια να εκθέσω μαζί τους. Έμεινα εκεί μέχρι που
έφυγα από τη Γερμανία. Λίγο αργότερα, το 1917, γνώρισα τον Waldmüller και τον
Maly και αργότερα τον Schwemmer και τον Hugo Becker, από τον Waldmüller. Έτσι
σχημάτισα έναν κύκλο γνωριμιών γύρω μου που με εξέφραζε. Ειδικά ο Waldmüller
ήταν αυτός που με πλησίασε περισσότερο. Ναι ο αγαπημένος μου Heinz – ένας
εξαίρετος, βαθυστόχαστος ευαίσθητος άνθρωπος. Έτσι είχα την ατμόσφαιρας που
χρειαζόμουν για να μπορώ να αναπνέω. Αισθανόμουν ευχαριστημένος με τον εαυτό
μου, γιατί από τότε ήξερα πια ποιός είναι ο δρόμος μου.
Παιδί σε
πρόγευμα (1921),
υδατογραφία
48,5x41,5 εκ.
|
Τα πρώτα έργα και οι πρώτες
επιδράσεις
Με βάση τα
πρώτα έργα του Μονάχου μπορούμε να υπολογίσουμε και τις πρώτες επιδράσεις που
δέχεται ο Μπουζιάνης, ευρισκόμενος στο κέντρο μιας πόλης που γνωρίζει
καλλιτεχνική ακμή στο κέντρο της Ευρώπης. Οι απεικονίσεις του Στουκ με τις
μυστηριώδης μορφές και τις ποικίλες μορφές μυθολογικών σκηνών, που προηγουμένως
είχε διδάξει με προσωπικό και εύστοχο τρόπο ο Arnold Böcklin, θα κεντρίσουν το
ενδιαφέρον των αναζητήσεων του νεαρού μεσογειακού ζωγράφου. Στην ίδια ακριβώς
θέση και στο ίδιο χρονικό διάστημα βρίσκεται εκεί ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που
παραμένει στο Μόναχο μόνο δύο χρόνια(1906-1908). Ο ίδιος μας πληροφορεί για την
ατμόσφαιρα της Ακαδημίας: «Στην Ακαδημία των Καλών Τεχνών παρακολούθησα για
μερικούς μήνες σχέδιο και μετά πέρασα σε άλλο εργαστήριο για ζωγραφική. Οι
σπουδαστές ήταν πολύ αδύνατοι, σε αντίθεση με εκείνους του Πολυτεχνείου της
Αθήνας· υπήρχαν πολλοί νέοι εκεί με ταλέντο, ρομαντική διάθεση και πάθος για τη
ζωγραφική. Στην Ακαδημία του Μονάχου δεν βρισκόταν ούτε ένας να ξέρει να
κρατήσει ένα κάρβουνο ή ένα πινέλο στο χέρι. Το ρεύμα που κυριαρχούσε εκείνη
την εποχή ήταν η ζωγραφική της Sezession, το είδος της ζωγραφικής που αργότερα
δημιούργησε στο Παρίσι το «Φθινοπωρινό Σαλόνι» και μετά εξαπλώθηκε σε όλον τον
κόσμο συνθέτοντας την μοντέρνα τέχνη. Όλα αυτά τα ρεύματα που στο Παρίσι έγιναν
μόδα χάριν της διαφήμισης των εμπόρων της τέχνης, πηγάζουν από το Μόναχο». Η
άποψη του ντε Κίρικο είναι σημαντική.
Ο
Μπουζιάνης εκδηλώνει με τον δικό του τρόπο τη συμμετοχή του στα καλλιτεχνικά
δρώμενα της εποχής του. Βρίσκεται στο κέντρο των καλλιτεχνικών ζυμώσεων, αλλά,
ως νεοφερμένος καλλιτέχνης εκεί, παραμένει στο περιθώριο. Δεν είναι μοχλός των
καλλιτεχνικών γεγονότων αλλά απλός παρατηρητής. Οι εκδηλώσεις των πρώτων
εξπρεσιονιστών ξεκινούν ουσιαστικά από το 1905 με την ομάδα «Die Brücke» («Η
Γέφυρα») στη Δρέσδη και συνεχίζονται με το «Γαλάζιο Καβαλάρη» το 1911 στο
Μόναχο. Ο Μπουζιάνης τα πρώτα χρόνια (1907-1912) αναλώνεται στο περιβάλλον της
Ακαδημίας του Μονάχου, παρόλο που οι Walter Thor, Otto Seitz και Georg
Schildknecht δεν του ταιριάζουν ως δάσκαλοι. Και οι ίδιοι έχουν μείνει πίσω και
δεν αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητα του εξπρεσιονιστικού έργου του Liebermmann.
Αντίθετα, ο Μπουζιάνης τον επισκέπτεται στο Βερολίνο το 1909. Την ίδια χρονιά
υπογράφει μια υδατογραφία με τίτλο Προσωπογραφία της Κας Künze, έργο που
αντανακλά έντονα το εξπρεσιονιστικό ύφος της εποχής, αλλά και μια προσωπική
κατάκτηση στο χώρο της αφαίρεσης. Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά υδατογραφιών
από το 1909 μέχρι το 1914.
Προσωπογραφία
γυναίκας (1917),
λάδι σε
καμβά 57x37 εκ.
|
Οι αναζητήσεις από το 1917
και εντεύθεν
Γύρω στο
1914 αρχίζει να τον απασχολεί μια καινούργια αναζήτηση στον κόσμο της
ανθρώπινης μορφής. Σιγά-σιγά καταργεί το ελαφρά στιλιζαρισμένο ύφος της
προσωπογραφίας και δοκιμάζει να απλώσει στην επιφάνεια του πίνακα πιο ελεύθερες
και πιο αδρές πινελιές. Το 1917 κατασταλάζει ως προς αυτές της αναζητήσεις,
καθώς ανακαλύπτει με μια αυτοπροσωπογραφία του και μια σειρά οικογενειακών
προσωπογραφιών το μέτρο της εξπρεσιονιστικής γλώσσας που τον εκφράζει καλύτερα.
Ο ίδιος λέει σχετικά:
«Ήτανε
Οκτώβριος κοίταγα κάτω στο δρόμο που ήτανε φυτεμένος με αγριοκαστανιές, από το
παράθυρο του ατελιέ μου, στο Μόναχο όταν μέσα στα πεσμένα φύλλα πήρε το μάτι
μου ένα κίτρινο πράσινο φύλλο που με συγκίνησε. Μου φάνηκε σαν ένα σύμβολο.
Μπήκα μέσα και έκανα ένα πορτρέτο της γυναίκας μου και βγήκανε κάπου δεκαπέντε
πίνακες σ’ αυτό το πνεύμα που με ικανοποίησαν. Τα έργα αυτά τα εξέθεσα στην
γκαλερί Rithaler του Μονάχου και οι κριτικές δεν ήτανε άσχημες. Εγώ όμως ο
ίδιος δεν ήξερα τότε ότι έκανα εξπρεσιονισμό».
Είναι
προφανής η σημασία αυτής της εξομολόγησης. Δημοσιεύτηκε αρκετές φορές στα
ελληνικά περιοδικά και τις εφημερίδες και αποτέλεσε το μίτο της φιλολογικής
ερμηνείας του μπουζιανικού εξπρεσιονισμού. «Ένα πεσμένο κίτρινο φύλλο που
συγκινεί τον καλλιτέχνη…»
Τοπίο
(1917-20),
λάδι σε
χαρτόνι 24,5x28,5 εκ.
|
Η περίοδος 1920-1929
Σε ένα
ιδιόχειρο σημειωματάριο, ο Μπουζιάνης μας πληροφορεί ότι το 1918 μέχρι το 1921
συνεργάζεται με τη γκαλερί Rithaler του Μονάχου, και από το 1926 μέχρι το 1930
με την γκαλερί Thannhausr. Παράλληλα (από το 1925 περίπου) αρχίζει σταθερή
συνεργασία με την γκαλερί Heinrich Barchfeld της Λειψίας. Οι εκθέσεις του εκεί
θα πυκνώσουν στο διάστημα 1927-1930. Επίσης η έκθεσή του στην Πινακοθήκη του
Χέμνιτς το 1927 και η συμμετοχή του σε έκθεση με τη Neue Sezession του Μονάχου
το 1928 ορίζουν μια από τις γονιμότερες περιόδους της καλλιτεχνικής του πορείας
και την τελευταία της γερμανικής περιόδου. Στη φάση αυτή επιχειρεί την
ολοκλήρωση του εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη, που είχε ξεκινήσει σταθερά μια
δεκαετία νωρίτερα ανιχνεύοντας τα όρια που τον συνδέουν (ή τον χωρίζουν) με την
κοινωνία των μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής του. Πλούσια είναι η παραγωγή έργων
από θεματική, μορφολογική και τεχνική άποψη. Σχέδια, υδατογραφίες και
ελαιογραφίες έχουν παραχθεί στον ίδιο ρυθμό παραγωγικής έκφρασης, ενώ από
θεματογραφική άποψη, οι προσωπογραφίες, τα τοπία και οι ανθρώπινες μορφές
χαρακτηρίζονται από πρωτόγνωρη ποικιλία στην υφολογική τους διατύπωση. Οι
κριτικές είναι ενθουσιώδης. Ποτέ άλλοτε δεν θα γνωρίσει εν ζωή τη θερμή
ανταπόκριση κοινού και κριτικής. Ούτε στο Παρίσι ούτε στην Ελλάδα.
Το
εργοστάσιο γκαζιού στο Μόναχο (1927-28),
υδατογραφία 33x43 εκ.
|
Παρίσι 1929-1932
Ο
Μπουζιάνης πηγαίνει στο Παρίσι με τη γυναίκα του και το γιό του και
εγκαθίσταται εκεί περί τα τέλη του 1929. Η διαμονή στο Παρίσι είναι αποτέλεσμα
της συμφωνίας του καλλιτέχνη με τον γκαλερίστα Χ. Μπάρχφελντ, ο οποίος του
κάλυπτε τα έξοδα με αντάλλαγμα να του δίνει ο Μπουζιάνης έργα.
Η παρισινή
περίοδος είναι ιδιαίτερα γόνιμη, γιατί ο χώρος θα δώσει καινούργιες εμπνεύσεις
και ευκαιρίες στον καλλιτέχνη, χωρίς όμως να επιφέρει αλλαγές στο χαρακτήρα
του. Η υδατογραφία και το σχέδιο είναι οι αποκλειστικές απασχολήσεις του και
γι’ αυτό την περίοδο του Παρισιού την ονόμασε «Υγρή Περίοδο» - ευτυχής συγκυρία
και για τον ίδιο και για το έργο του.
Η
περιήγηση του Μπουζιάνη στο Παρίσι αρχίζει από τα Μουσεία. Υπάρχει πλήθος
κρίσεων και παρατηρήσεων για έργα, καλλιτέχνες, μουσεία, καλλιτεχνικά ρεύματα
και τάσεις της σύγχρονης τέχνης, όπως και αφορισμοί για το «αδιέξοδο της
καινούργιας τέχνης».
Στο
τετράδιο με τους αφορισμούς, αναφέρεται στον Πικάσο, στον Τζόρτζιο ντε Κίρικο
στον Γκωγκέν και ακόμη στους Μπονάρ, Ματίς, Βλαμένκ, Ρουό, Ρενουάρ, Ροντέν,
Μανέ κ.α. Μας πληροφορεί ότι συναντιέται με τον ντε Κίρικο στις 14 Μαΐου 1931
στο Μονπαρνάς, μπροστά από το καφέ Ντομ. Γράφει: «Ύστερα από 23 χρόνια ξαναείδα
το νεανικό μου φίλο Τζόρτζιο ντε Κίρικο (…) ξέρω ότι τα βλέμματά μας
αλληλοαιχμαλωτίσθηκαν. Βαθειά, πολύ βαθειά ήταν αυτή η στιγμή». Αναφέρεται και
στον Αλμπέρτο Σαβίνιο, αδελφό του ντε Κίρικο, με τον οποίο είχε κανονίσει μια
συνάντηση στην πύλη των Βερσαλλιών το απόγευμα της Κυριακής 17 Μαΐου 1931. Έχει
σημειώσει επίσης την έκθεση του Πικάσο στην γκαλερί Ορντάν στις 17 Μαΐου 1930
καθώς και μια έκθεση Ντελακρουά για την οποία σημειώνει: 25 Μαΐου 1930, Παρίσι.
Σήμερα στο Λούβρο. Έκθεση Ευγενίου Ντελακρουά. Σίγουρα γεννήθηκε πολύ
ταλαντούχος, τα κατάφερε μόνο μέχρι τα πρώτα βήματα, γιατί με τον Ρούμπενς του…
Δεν καταλαβαίνω τη τον ενθουσίασε τόσο στον Ρούμπενς. Για μένα ο Ρούμπενς ήταν
πάντα μια αποκρουστική παρουσία». Και πιο κάτω: «Ω, εσύ αγαπητέ Μανέ που
γνωρίζεις τα πράγματα. Για σένα όμως δεν κάνουν μεγάλη φασαρία».
Άποψη από
το Παρίσι (1930-32),
μολύβια
17x22 εκ.
|
Τα έργα του Παρισιού.
Οι
υδατογραφίες του Παρισιού, αν και δεν αποτελούν εντελώς καινούργια εικαστική
αντίληψη, μας υποβάλλουν μια διαφορετική αντίληψη για την τεχνική τους. Τα
χρώματα μοιάζουν να έχουν παραμείνει ρευστά, η σύνθεση είναι πιο ελεύτερη και
κυριαρχεί η τάση να καταλαμβάνεται όλος ο χώρος υποδοχής. Χαρακτηριστική είναι
η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και αυτό είναι εμφανέστερο στα τοπία. Η θεματική αυτή
ενότητα έχει προσεχθεί ιδιαίτερα από τον Μπουζιάνη και δημιουργεί μια σχέση
ποιοτικής και ποσοτικής αντιστοιχίας με τα τοπία του Αιχενάου και με άλλα έργα
σε ελαιογραφίες που έκανε πριν αναχωρήσει για το Παρίσι (1929-1929). Τα
εξαιρετικά τοπία του Μπουζιάνη καταλαμβάνουν δύο πόλους: Μόναχο (Αιχενάου) –
Παρίσι. Αν στο Μόναχο και στο Παρίσι ο Μπουζιάνης ασχολήθηκε με διαφορετικές
θεματικές απεικονίσεις (ανθρώπινη μορφή, τοπίο, εσωτερικά, νεκρές φύσεις) στην
Ελλάδα δεν ασχολείται ιδιαίτερα με αυτή τη θεματογραφική ποικιλία. Αυτό είναι
μια σοβαρή ένδειξη για το ψυχολογικό κλίμα υποδοχής και διαβίωσης που του
επιφυλάχθηκε στην Ελλάδα.
Τα έργα
του Παρισιού μολονότι αποπνέουν μιαν ευχάριστη ατμόσφαιρα, ωστόσο δεν ξεφεύγουν
από το χαρακτηριστικό ύφος του υποκειμενικού εξπρεσιονιστικού πνεύματος του
καλλιτέχνη. Είναι πάντως γεγονός ότι η «παρένθεση» του Παρισιού λειτούργησε
καταλυτικά επάνω στο ζωγράφο και θα μπορούσε, ίσως, να υπάρξει μια διαφορετική
συνέχεια στο έργο του, αν δεν αναγκαζόταν, σε πρώτη φάση, να εγκαταλείψει το
Παρίσι για να επιστρέψει στη Γερμανία (1932), κι αν, σε δεύτερη φάση, δεν
εγκατέλειπε τη Γερμανία, για να επιστρέψει στην Ελλάδα (1935). Η «Υγρή Περίοδος
του Παρισιού δεν θα επαναληφθεί στην Ελλάδα. Θα βρει όμως εδώ, ο καλλιτέχνης,
μια διαφορετική πραγματικότητα που θα τον οδηγήσει στη δημιουργία μιας σειράς
έργων (1950-55), τα οποία θα αποτελέσουν τη τελευταία εκρηκτική και ίσως
σημαντικότερη περίοδό του.
Προσωπογραφία
αγοριού (1931),
υδατογραφία 43,5x62,5 εκ.
|
Μόναχο 1934.
Η
επιστροφή στο Μόναχο συνδέεται με ένα καινούργιο στοιχείο: την υπόσχεση του
ελληνικού κράτους να επιστρέψει στην Ελλάδα ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών
της Αθήνας. Έτσι τα χρόνια 1933-34 θα αναλωθούν σε συνεννοήσεις με το ελληνικό
προξενείο στο Βερολίνο (πρόξενος ο Αλέξανδρος Ρίζος – Ραγκαβής) για να
κανονισθούν οι λεπτομέρειες. Πουλάει το σπίτι και το ατελιέ του στο Αιχενάου·
την περίοδο αυτή δεν δουλεύει πολύ. Ελάχιστα έργα του μας είναι γνωστά. Όμως
υπάρχει ένα σημαντικό ντοκουμέντο, ένα Σημειωματάριο, που συντάσσει ο ζωγράφος
για έργα που «αφήνει πίσω του στη Γερμανία»· χρονολογείται από τον ίδιο το
1934.
Τοπίο με
σπίτια (1934),
λάδι σε
καμβά 31x58 εκ.
|
Αθήνα, 1934-1959
Ύστερα από
27 χρόνια απουσίας ο Μπουζιάνης επιστρέφει στην Ελλάδα. Μια καινούργια ζωή
αρχίζει για το ζωγράφο, όχι τόσο ρόδινη (όπως τα προηγούμενα χρόνια, όταν ήταν
καλλιτέχνης στην Ευρώπη). Εδώ το περιβάλλον είναι στενό και γίνεται συχνά
ασφυκτικό για τις συνήθεις; Του νεοφερμένου από την Ευρώπη. Μα προπαντός ήταν
ένας απλός άγνωστος σε καλλιτέχνες και μη. Η πρώτη του επαφή είναι
χαρακτηριστική: Μια μέρα του 1934 επισκέπτεται τη γκαλερί «Στούντιο» της Σελέστ
Πολυχρονιάδη. Στην πρώτη ερώτηση «Τι θέλετε κύριε;», ο Μπουζιάνης απαντά:
«Είμαι ο ζωγράφος Μπουζιάνης και θέλω να εκθέσω τη δουλειά μου». Η Πολυχρονιάδη
απάντησε: «Δεν σας γνωρίζω». Καθώς όμως κοίταξε το φάκελο με τις υδατογραφίες
–όπως η ίδια αργότερα διηγήθηκε- του είπε: «Όλα σας τα παίρνω, κύριε… (δεν είχα
συγκρατήσει το όνομά του). Πρώτη λοιπόν συμμετοχή του Μπουζιάνη σε ομαδική
έκθεση στην Ελλάδα στην γκαλερί «Στούντιο». Το 1935, ο Μπουζιάνης έχει πια
εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα με τη γυναίκα του και το γιό του.
Στην
Ελλάδα ανεβοκατέβηκε πολλές φορές τα σκαλιά των Υπουργείων· κανείς –όπως
φαίνεται- από τους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας δεν τον υποστήριξε, κι
έτσι ο9 καλλιτέχνης από την Ευρώπη, από το Μόναχο της πρωτοπορίας των Ευρωπαίων
καλλιτεχνών, απομονώθηκε στο Κατσιπόδι, οδός Σουλίου 27. Η οδός ένα μικρό
δρομάκι του Άη-Γιάννη της Δάφνης, μετονομάστηκε το 1960, αφού πέθανε ο
ζωγράφος, σε οδό Γ. Μπουζιάνη.
Ο
Μπουζιάνης επέστρεψε στην Ελλάδα εξαιτίας της ναζιστικής λαίλαπας που μάστιζε
τη Γρερμανία. Η επιστροφή προετοιμάστηκε από τον έλληνα πρόξενο στο Βερολίνο Α.
Ρίζο-Ραγκαβή και συνοδεύτηκε από μια υπόσχεση ότι θα γίνει καθηγητής. Υπόσχεση
που, όπως φάνηκε, δεν ήταν παρά ένα ρητορικό σχήμα από έναν διπλωμάτη προς έναν
καλλιτέχνη.
Από
προφορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι ο Μπουζιάνης είχε μετανιώσει που γύρισε
στην Ελλάδα· έλεγε χαρακτηριστικά ότι έχασε την ευκαιρία να βρίσκεται στην
Αμερική μετά από πρόταση που του είχε γίνει, προτού επιστρέψει στην Ελλάδα.
Οι εκθέσεις στην Ελλάδα
(1934 – 1959)
Μετά την
πρώτη συμμετοχή του σε έκθεση του «Στούντιο» το 1934 ο Μπουζιάνης εκθέτει σε
αραιά χρονικά διαστήματα. Συμμετέχει στις Πανελλήνιες εκθέσεις του 1938 και του
1939 (στην πρώτη με ένα σχέδιο και στην δεύτερη με τέσσερεις υδατογραφίες). Από
το 1938 μέχρι το 1949, δέκα ολόκληρα χρόνια, φαίνεται ότι απομακρύνεται από τις
εκθέσεις και «κλείνεται» στον εαυτό του. Μόλις το Νοέμβριο του 1949 παρουσιάζει
σε ατομική (την πρώτη του ατομική έκθεση στη Ελλάδα) στον «Παρνασσό» 57
ελαιογραφίες, 22 υδατογραφίες και 15 σχέδια. Αυτή είναι και η μοναδική μεγάλη
έκθεσή του στην Ελλάδα μέχρι το θάνατό του (1959).
Το 1950
έλαβε μέρος στην XXVI, Διεθνή Έκθεση της Βενετίας με 10 ελαιογραφίες και 7
υδατογραφίες. Συμμετείχε επίσης σε έκθεση με την ομάδα «Στάθμη» (1951-53). Το
1952 συμμετείχε στην τέταρτη Πανελλήνια Έκθεση , το 1957 εκθέτει στην Στέγη
Γραμμάτων και Τεχνών με την «Ομάδα των Πέντε». Η τελευταία του έκθεση γίνεται
το Μάιο του 1959 στο «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας», όπου παρουσιάζει
τρεις προσωπογραφίες (ελαιογραφίες). Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία,
αναφέρονται ακόμα δύο συμμετοχές του: το 1952 στη Διεθνή Έκθεση Orangerie στο
Erlangen της Γερμανίας και το 1953 στην «Έκθεση Σύγχρονης Ελληνικής
Ζωγραφικής», στην Galeria Nazionale d’ Arte Moderna Ρώμης.
Σε ένα από
τα βιογραφικά του ο Μπουζιάνης αναφέρει ότι διακρήθικε το 1925 (;) ως εκθέτης
«Jury Frei» της ομάδας Neue Oecession του Μονάχου. Το 1095 τιμήθηκε με το Α’
Ελληνικό Βραβείο του διεθνούς διαγωνισμού Guggenheim.
Ξαπλωμένη
γυναίκα (1927),
υδατογραφία
22,5x29,5 εκ.
|
Γερμανική κατοχή και
μετακατοχική περίοδος.
Ο
επαγγελματίας ζωγράφος Μπουζιάνης ανδρώθηκε ουσιαστικά στη Γερμανία. Η επιτυχία
του εκεί ολοκληρώνεται με την ένταξή του στην ομάδα «Neue Sezession» του
Μονάχου, με την οποία εκθέτει το 1928. Με την επιστροφή του από το Παρίσι το
1932 στο Μόναχο ανήκει ήδη στους «εκφυλισμένους» καλλιτέχνες. Η επιστροφή του
στην Ελλάδα συνοδεύεται από υποσχέσεις για ένα ακόμη πιο λαμπρό μέλλον. Η
πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Στην Ελλάδα τον ακολουθεί η ναζιστική
λαίλαπα, μα ο Μπουζιάνης δε θα εκφυλιστεί, αλλά όχι χωρίς συνέπειες.
Τα
τελευταία χρόνια της ζωής του δεν απουσίασε από δραστηριότητες που αφορούσαν το
έργο του. Οι συμμετοχές του σε ομαδικές εκθέσεις είχαν πυκνώσει. Το Α’ Ελληνικό
Βραβείο του διεθνούς διαγωνισμού Guggenheim με το οποίο τιμήθηκε το 1956, ήταν
μια σημαντική διάκριση, αφού η πρόταση της επιτροπής υπογραφόταν από τον Μ.
Καλλιγά (AICA), Μ. Χατζηδάκη (ICOM) και Βρ. Τσούχλο (AIAP), εκπροσώπους τριών
μεγάλων διεθνών οργανισμών.
O
Μπουζιάνης πέθανε τη νύχτα από 22 προς 23 Οκτωβρίου του 1959 από χρόνια
βρογχίτιδα και καρδιακή ανεπάρκεια. Μετά τον θάνατό του, το σπίτι του ζωγράφου
στην Δάφνη Αττικής αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και έχει μετατραπεί σε
μουσείο. Έργα του Μπουζιάνη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε πολλές
άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας. Αναδρομικές
εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το
1985, και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005.
Πηγή:
Αποσπάσματα από τον τόμο: Μπουζιάνης, εκδ. Αδάμ, Αθήνα 1996 του Δημήτρη
Δεληγιάννη
Αυτοπροσωπογραφία
(1926),
υδατογραφία 50x38 εκ.
|
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΥΖΙΑΝΗ
Γεώργιος
Μπουζιανης – εγεννήθη εις Αθήνας 1885 – ετελείωσε την σχολή Καλώ Τεχνώ το 1906.
Αμέσως
μετέβη εις Γερμανίαν εξακολουθήσας τας σπουδάς του εις την εν μονάχο Ακαδημίαν
υπό των καθηγητών Otto Seitz, Thor και Schildknecht.
Από του
1910 ηργάσθη ιδιωτικώς λαμβάνων μέρος αρχικώς εις διαφόρους εκθέσεις και
καλλιτεχνικών σωματείων τοιαύτας και ως μέλος ανήκε εις Kunstverein-München,
Gruppe Fürstenfeld im Glaspalast München, ιδία κατόπιν εις την Münchenen Neue
Oecession – διεθνούς κύρους όπου και εξακολουθεί να εκθέτει υπό τον νέον τίτλον
του σωματείου Münchenen Neue Gruppe, λαβών μέρος και εις την τελευταίαν έκθεσή
του τον Σεπτέμβριον – Νοέμβριον εις Μόναχον 1949 δι’ έργων του – Sitzende Frau,
Mädchen mit Höcker.
Από του
1929 ήρχισε μία σειρά εκθέσεών του διαρκέσασαν επί 14 έτη εις τας Galerie Anton
Rithalen – München – Tannhauser Galerie – München – Berlin και ιδίως κατά τα
τελευταία 11 έτη εις την Galerie Heinrich Barchfield – Leipzig – ετησίων
εκθέσεών του – δι’ Ελαιογραφιών – Ακουαρελλών και Σχεδίων – Από των εκθέσεών
του αυτών – δια της άνω Galerie H. Barchfield μετά της οποίας δια συμβολαίου
συνδεδεμένος (…) ηγοράσθηκαν έργα του υπό τον κάτωθι Μουσείων και Πινακοθηκών.
1ον – Μουσείον Chemmitz – «Frauen Figur» αγοράς 1930.
2ον – Πινακοθήκη της Kunst-Hütte in Chemmitz, ηγόρασεν έργον του τον τίτλον Kinder Kopf – αγοράς 1927.
3ον – Μουσείον Leipzig – έτερα δύο έργα Frau mit Vase και Seine Brücke in Paris – έτος αγοράς 1933. Αρκετά του έργα και εκ των καλιτέρων της εποχής εκείνης κατέχει η Galerie Heinrich Barhfield, επίσης και ιδιωτικαί Συλλογαί εις Γερμανίαν – η Συλλογή Frau Kühn (sic) εκ Leipzig – Συλλογή Surrmann (sic) in Chemmitz – Leipzig επίσης εις Ελβετίαν Συλλογή – Grotmann (sic) και αλλού περιελθόντα δια των άνω Galerien.
Μετά υπήρξε από τα πρώτα από της ιδρύσεως της Reichs Verband Bildender
Künstler Deutschlands.
Υπό του κριτικού Dr. Herbert Griebitzsch εγένετο διάλεξις για το έργο του από του ραδιοφωνικού σταθμού Mittel Deutsche Rundfunk A.G. Leipzig – Kunst Bericht des Miraz –
Dezember, 1932.
Επίσης
εγένετο διάλεξης δια το έργο του εις την Λέσχην Φοιτητών Πανεπιστημίου Λειψείας
υπό του κριτικού Dr. Nachod – ως και άλλοι Γερμανοί κριτικοί ησχολήθηκαν επί
μακρού σειράν ετών με το έργον του – ως οι κ.κ. Dr. Hoffmann, Paul Renovanz,
Dr. Delpi, Dr. Herbert, Griebitzsch και άλλοι.
Εν όσω
έμεινε εις Γερμανίαν 30 έτη με μιαν διακοπή εκ 2,5 ετών δια καλλιτεχνικά
ταξίδια ανά Βιέννην – Paris - εις Αθήνας ευρίσκεται από το 1936 – εξέθεσε εις
το Σωματείον «Ομάς Τέχνη» ως μέλος του και εις τας Πανελληνίους Εκθέσεις ως και
με ατομικήν του έκθεσην εις τον Παρνασσόν – Νοέμβριον 1949, - ως και με το
Σωματείον «Στάθμη» ως μέλος του εις το Ζάππειον – Μάιον 1950 – και εις
Θεσσαλονίκην Μάρτιον 1951 και εις την Διεθνή Έκθεσην της Βενετίας «Biennale»
1950.
Παρά του
Υπουργείου Παιδείας Αθηνών ηγοράσθησαν δύο έργα του «Nature – Morte Άνθη» και
Γυναικεία Κεφαλή – ως και παρά της Πινακοθήκης Δημαρχίας Αθηνών «Φάμπρικες»,
Ακουαρέλλα και «Δύο Γυναίκες» ελαιογραφία – έτος αγοράς τελευταίου Αύγουστον
1951, του πρώτου επί Μεταξά.
Εις Αθήνας
ιδιωτικαί Συλλογαί κατέχουν έργα του ως εφοπλιστών Γράτσου και Βασιλείου
Γουλανδρή – πρώτος περί τα 21 έργα του κατέχει, δεύτερος περί τα 15 – επίσης
αρκετά και εκ των καλλιτέρων του κατέχει η Συλλογή Ανδρέα Αντωνόπουλου Πολ.
Μηχανικού ως και Καθηγητού Κόκκαλη – και άλλων. Επισυνάπτω παρόν μη αρκούντως
του χώρου του Δελτίου Πληροφοριών.
Μετά πάσης
τιμής Γεώργιος Μπουζιάνης 15-9-51
Αγόρι στο
ύπαιθρο (1927),
υδατογραφία 35x23 εκ.
|
Γυμνός
άνδρας (1915),
υδατογραφία
40,5x26,5 εκ.
|
Γυμνή
καθιστή γυναίκα (1919),
υδατογραφία
58x44 εκ.
|
Γυμνό αγόρι
(1928),
υδατογραφία 50x39 εκ. Ιδιωτική συλλογή
|
Ένας έφηβος
(1928),
υδατογραφία
43x34 εκ. Ιδιωτική συλλογή
|
Προσωπογραφία
νέου άνδρα,
(1930),
υδατογραφία 63,2x48 εκ.
|
Κεφάλι
άνδρα (1915),
υδατογραφία 44,5x30 εκ.
|
Εσωτερικό
δωματίου (1930),
υδατογραφία
59x78 εκ.
|
Νεκρή φύση
(1939),
υδατογραφία 30x45 εκ.
|
Σύνθεση
(μακέτα) (1950-58),
υδατογραφία 30x35 εκ. Ιδιωτική συλλογή
|
Τοπίο στο
Αϊχενάου (1925),
υδατογραφία
39x41 εκ.
|
Τοπίο στο
Αϊχενάου (1924),
υδατογραφία
36x50 εκ.
|
Τοπίο στο
Αϊχενάου (1928),
υδατογραφία
50x67 εκ.
|
Νεκρή φύση
(1927-28),
υδατογραφία
44x58 εκ.
|
Αυτοπροσωπογραφία
(1922-23),
υδατογραφία 26x24 εκ.
|
Ξαπλωτή
γυναίκα (1930),
μολύβια
17x22 εκ.
|
Γυμνό
(1920),
λάδι σε
καμβά 55x46 εκ.
|
Κεφάλι της
γυναίκας του ζωγράφου (1917),
λάδι σε
καμβά 26x32,5 εκ.
|
Γυναικεία
μορφή (1937-40),
λάδι σε
καμβά 65x60,3 εκ.
|
Αυτοπροσωπογραφία
(1945-48),
λάδι σε
καμβά 60x50 εκ.
|
Πηγή: www.koinotopia.gr/