Ήδη η αυξανόμενη ζεύξη του «επαγγελματικού» ποδοσφαίρου με επιχειρηματικά συμφέροντα, (με αποκορύφωμα ό,τι εξελίσσεται φέτος στη Βραζιλία) οι νεοπλουτίστικες νοοτροπίες που επενδύουν σε έναν αρχιτεκτονικό ιμπεριαλισμό, οι νέες τιμολογιακές πολιτικές, η αποκοπή των ομάδων από την έννοια της λαϊκής λέσχης και του λαϊκού αθλητισμού, οι ΠΑΕ ως Δούρειοι ίπποι για κατάληψη δημόσιων χώρων και αγαθών (με αποκορύφωμα ό,τι εξελίσσεται στον Πειραιά και στον Βόλο και με ό,τι επιχειρείται στη Νέα Φιλαδέλφεια) τα γεμάτα σεξισμό και λαϊκισμό πρωτοσέλιδα αρθρογράφων που επενδύουν σε περιούσιους λαούς και ομάδες, πριμοδοτώντας τα ανασφαλή εγώ ανθρώπων που αναζητούν στις «υπεράνω» ομάδες τους ψυχικούς τους «φαλλούς», το καθόλου τυχαίο δέσιμο του (κοινωνικά και ψυχολογικά επενδεδυμένου) φανατισμού με μια οπαδική κατανάλωση που νοείται ως ναρκοληψία, δημιουργεί (ή μάλλον αναβαθμίζει) μια παράνοια που ουσιαστικά αποκόβει το λαϊκότερο των παιχνιδιών (και πιο λαϊκίστικο στις στρατηγικές διάχυσής του) από την δημιουργική σχέση του με τις μάζες που το στήριζαν παραδοσιακά.
Όποιος όμως έχει πάει στο γήπεδο μια οποιαδήποτε Κυριακή, γράφαμε πρόσφατα, γνωρίζει ότι το θρησκεύεσθαι είναι ζωτικό στον άνθρωπο. Ότι έχουμε ανάγκη να επενδύουμε την ύπαρξή μας σε κάτι που μας περιλαμβάνει αλλά μας ξεπερνά. Σε κάτι που εμείς εφευρίσκουμε, μεγαλώνουμε, στηρίζουμε. Και με την σειρά του, λαϊκό γέννημα στ αλήθεια, μας επανεφευρίσκει, μας μεγαλώνει, μας στηρίζει κι αυτό. «Ο πολιτισμός», άλλωστε, εκδηλώνεται στη μορφή του παιχνιδιού», όπως σωστά επισήμανε ο Huizinga (Kline,1993,σελ.143).
Η γραφή
Όμως το ποδόσφαιρο στις λογοτεχνικές σελίδες εξακολουθούσε να γοητεύει με τις λαϊκές του καταβολές, λες και η στρογγυλή, αλλόφρων μπαλίτσα, υπήρξε εμπράγματη διαχείριση του ίδιου του ονείρου για μιαν άλλη ζωή. Η χαρά του πλάνητα (κι όχι του έμπορου της νέας εποχής) ήταν άλλωστε να κερδίζει το αουτσάιντερ, αν και παντού, όπως ο Χάρης Μελιτάς επισημαίνει, «κερδίζουνε τα φαβορί και τα στημένα…» Αλλά, διάολε!, το ματς δεν λήγει ποτέ! Πως όχι; «Παιδικά χρόνια χωρίς μπάλα δεν γίνονται! Δεν υπάρχει χαρά, δεν υπάρχει παιχνίδι. Και ξέρετε γιατί οι σημερινοί ποδοσφαιριστές είναι ψυχροί και χωρίς ψυχή; Να σας το πω εγώ. Γιατί ξόδεψαν τα νιάτα τους άσκοπα κι έχασαν ό,τι παιδικό είχαν μέσα τους. Το ποδόσφαιρο δεν το βλέπουν σήμερα σαν παιχνίδι, αλλά σαν επάγγελμα», έχει υποστηριχθεί από ποδοσφαιράνθρωπο. Πάντα στην γωνία θα παραμονεύει το αουτσάιντερ, πάντα θα επιζεί μέσα μας το παιδί ικανό να εξεγείρεται ενάντια στις αλλοτριώσεις της ενήλικης ζωής και στους επονείδιστους συμβιβασμούς μας…
Το αρχέτυπο της σφαίρας, ιεροποιημένο ακόμη από την αρχαιότητα, κατεβαίνει στα μέτρα του ανθρώπου που ταυτίζεται με τα ποδοσφαιρικά είδωλά του, όσο κι αν έχουν μεταβληθεί απ’ την (παρα)«ιατρική» σε υπερανθρώπους τελικά… Δεν είναι τυχαίο που η λογοτεχνία υμνεί «αλέγκρο» φιγούρες, με το ένα πόδι μέσα στις γραμμές του γηπέδου και με τα άλλο έξω από τα όρια να ονειρεύεται ακόμα (κι άντε να το καταλάβουν της FIFA οι χαρτογιακάδες ανέραστοι που τους πανηγυρισμούς πια τιμωρούν αλλά και οι αποκτηνωμένοι οπαδοί που τους νοιάζει μονάχα η επιβολή, δηλαδή η νίκη, έναντι του «άλλου»), σαν τον Γκαρίντσα, τον Μπεστ, τον Κούδα, τον Αρδίζογλου τον Μαραντόνα, τον Χατζηπαναγή, τον Κρόυφ (και ίσως και τον Μέσι που ναι λιγότερο έμπορος κι αρκετά παιδί απ' τις παραγκουπόλεις της Αργεντινής σήμερα) που είχαν το άγγιγμα του «Θείου» (είναι ανεξήγητο και όπου το βρεις να το λες και ταλέντο…).
Παίκτες που ζωγράφιζαν στο χορτάρι ως ένα ζωγραφικό πρότζεκτ εν τη γεννέση του, και όχι τα «ρομπότ» και το σημερινό μηχανικό παιχνίδι... Ίσως γιατί αυτό το αλέγκρο, αυτή η υπερ-πτήση πέρα απ τους κανόνες, (α! όποτε κερδίζει μια ομάδα του 3ου κόσμου! Παρά τις γηγενείς και εισαγόμενες βαρβαρότητες εκεί!) δίνει πάντα ένα πόντο στα αουτσάιντερ. Κι ίσως γι αυτό ο έρωτας (όχι η αρρώστια) για την μπάλα ή την ομάδα, την πρώτη εφηβική «γκόμενα» του «μέσου» αγοριού (και κοριτσιού συχνά), κρατά πάντα τα πιο δυνατά στοιχεία του ερωτισμού. Την ανατροπή και τον κίνδυνο. Περιδιαβαίνοντας σελίδες μέσα στις οποίες περνά η ελληνική και όχι μόνο ιστορία, βλέπουμε το στοίχημα μιας φύσης ανθρώπινης, (απόμακρης από την σοβαροφάνεια όλων των άκρων που ήταν ανίκανα να συμμετέχουν σε όποιο λαϊκό πανηγύρι) που μια μέρα μπορεί να εγερθεί για να πάρει την εκδίκησή της…
Για το ποδόσφαιρο που αγαπούσαμε κάποτε, όπως και για την αριστερά που ελπίσαμε, ισχύει το 2στιχο του Σαββόπουλου: Ήμασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία. Κι όταν η τελευταία μας παρεδόθη, τι τραγωδία!
Λογοτεχνικές Ποδοσφαιρικές Σελίδες
Ο σπουδαίος ποιητής Γοιεφτουσένκο έγραψε σ' ένα ποίημα που μεταμφιέζει σε ποδόσφαιρο την ζωή: «Τα τρία παιδιά τα ένωνε το ποδόσφαιρο Οι τσάντες όμως ήταν διαφορετικές. Άλλες από δερματίνη που σκίζονταν γρήγορα, άλλες από δέρμα γουρουνίσιο τραχύ, ενώ η τσάντα του γιου του τραπεζίτη ήταν από δέρμα κροκόδειλου… κι ήταν φορές που οι ντρίπλες ήταν η περιφρόνηση προς την τσάντα από δέρμα κροκόδειλου… Το γήπεδο ωστόσο ήταν για όλους, κοινό το παιχνίδι, κοινή κι η μπάλα. Οι μεγάλοι δεν έχουν κοινή μπάλα και το γήπεδο… ο καθένας το θέλει για δικό του… Είναι οι κανόνες εκείνοι οι διαφορετικοί που σε κάνουν να φωνάξεις απελπισμένα: «Που είναι ο διαιτητής;» Όλοι είναι διαιτητές και παραβάτες συνάμα».
Αλλά στους πολύφερνους παραβάτες της ζωής υπάρχουν πάντα οι παραβάτες του ονείρου. «Στη δίψα μου ονειρεύομαι τον Ντιέγκο, νεροσυρμή στην εσχατιά του πόνου», έγραψε ο Ηλίας Λάγιος γι’ ακόμη έναν «παραβατικό»:…. Θολωμένο και γύφτικο το μάτι./ Το εναρκτήριο το λάκτισμα δικό του/ σ' όλα της γης τα μήκη και τα πλάτη./ Να κουβαλά τα φτωχικά του Νότου/ στο χρυσοεπιπλωμένο αρχοντικό του./ Ως τέλειωνε της θλίψης τον αγώνα/ τον είδα: είχε κακό το ριζικό του το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Εκεί, στη μακρινότατη Αρτζεντίνα/ η οδύνη του είναι οικεία μας οδύνη/ (κάπου στο Μετς, Μουσούρου στην Αθήνα)/ Μ’ απόκαμε η ψυχούλα και της δίνει/ Παρηγοριά ψυχρή την κοκαϊνη./ Α! Στην οθόνη κλίναμε το γόνα, λέγοντας: ας χαρεί λίγη γαλήνη το περιστέρι, ο Ντιεγκο Μαραντόνα. / Κυρά της μοναξιάς, μάνα του πλήθους/ κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάνα/ σταμάτα του αναθέματος τους λίθους./ Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα/ μέμνησο να ταίζει στην αλάνα/ το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα. (κι όντως μόνο κατά τύχη ο Μαραντόνα σήμερα ζει…) Η χρήση του αρχετυπικού μύθου του διαφορετικού, του διωκόμενου, που στο τέλος μ έναν τρόπο δικαιώνεται, ως άτομο, ως τόπος, ως τρόπος, είναι παρόν:
Για τον Τζορτζ Μπεστ (μας είχε απασχολήσει ειδικά όταν έφυγε) αυτήν την γοητευτικότατη, περήφανη «αλήτρα» των γηπέδων (το πνεύμα του 68 σε μια χαίτη απέναντι σ αυτούς που σήκωναν τις κάλτσες ίσαμε το γόνα) έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Λονδίνο του 69 το «Αιώνιο Πάθος» του: «Εκμηδενίστηκε η ορμή μου/ έγινε χιόνι το κορμί μου/ από μια εικόνα κρεμαστή/ Από ’να ποδοσφαιριστή/ Που σφυροκόπαε τη βροχή/ Θεέ μου με τι ψυχή/ Γινόταν ο ίδιος πάθος… Μες στην τηλεοπτική μου συσκευή… Κι όσο για μένα/ έτσι καθώς θα ’μαι χωμένος στην πατρική μου γη/… θα ’ρχονται κάθε Κυριακή/ …Θα στέκουν μπρος μου προσοχή… Γιορτάζοντας το πάθος μου/ Για μια φωτογραφία χρωματιστή./ γι αυτόν τον Γεώργιο Μπεστ τον ποδοσφαιριστή…»
Ενώ η αγάπη του Πιερ Πάολο Παζολίνι για το ποδόσφαιρο, που το ονόμαζε «την τελευταία ιερή παράσταση των καιρών μας», (αυτό το ποδόσφαιρο της εποχής του Άγιαξ που τόσο αγάπησε ο Μ. Αναγνωστάκης) τον οδήγησε στο να εμπιστευτεί σε έναν σκληροτράχηλο ποδοσφαιριστή, τον Ενρίκε Ιραζοκούι, τον ρόλο του Χριστού, στο αριστουργηματικό του Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, οδηγώντας σε μια σύντομη δικαίωση σχεδόν «μεταφυσική».
Κι ο Κώστας Ακριβός στον Μαραμπού των Γηπέδων, επαναλαμβάνοντας στον χώρο της δικής του τέχνης (της γραφής) μια εξίσου «μεταφυσική συνομιλία», μας μεταφέρει στο φτωχικό δωμάτιο ενός τόσο συμβολικά μισοανάπηρου αγοριού (κάθε απόκληρου παιδιού –αγοριού ή κοριτσιού- που έπαιζε και παίζει δυστυχώς στα ψέματα με τη ζωή και την «επιτυχία» ή «ευτυχία») το οποίο ονειρεύεται ματαίως να τρυπήσει τους τοίχους του φτωχικού του για να δει ουρανό στην μετεμφυλιακή Ελλάδα της αλάνας: «Μια μια οι λέξεις του εκφωνητή… έσταζαν δηλητήριο στην καρδιά του:
«Αγαπητοί ακροαταί… κατά την χθεσινήν ημέρα, 19 Ιουλίου 1966, εσημειώθη μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Η εθνική ομάς της Βραζιλίας ηττήθη με σκορ 3-1 από την αντίστοιχη της Πορτογαλίας και απεκλείσθη από τον προκριματικόν ήδη γύρον….
…Του ήρθε σκοτοδίνη. Μα γίνεται; Είναι δυνατόν;… Θα γίνει μουντιάλ χωρίς τον Γκαρίντσα, τον αγαπημένο του ήρωα, το ίνδαλμά του;…
… Δεν μπορεί, έλεγε μέσα στα αναφιλητά «δεν μπορεί να μην του δώσουν την ευκαιρία!»… Ερείπιο όλα!
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να πάρει την απόφαση να σηκωθεί. Από ένα μονοπάτι άρχισε με βήματα προσεκτικά να κατεβαίνει προς το πλάτωμα που… χρησιμοποιούσαν για γήπεδο. Εκείνη την ώρα δεν βρισκόταν κανείς εκεί. … Έτρεχε και φανταζόταν…. Αυτός ο Στεφανής, ο Στεφανής που ονειρευόταν να γίνει ο έλληνας Γκαρίντσα...
…Όταν σηκώθηκε κόντευε να σουρουπώσει. Ο ήλιος εδώ και ώρα είχε κρυφτεί πίσω από το Αιγάλεω, η θάλασσα κάτω στον Πειραιά είχε πάρει ένα μαβί χρώμα. «Ωραία είναι εδώ πάνω…» και απόρησε που σκεφτόταν τέτοια την ώρα που στην Βραζιλία θα επικρατούσε θρήνος και οδυρμός.
Ωραία ήταν τα Τουρκοβούνια, αλλά μόνο κάτι τέτοιες στιγμές. Αλλιώς… Πάνε δυο χρόνια που ο Παπανδρέου τους είχε παραχωρήσει …την άδεια να χτίσουν ένα μικρό σπίτι. «πατσίζουν τις απλήρωτες υπερωρίες όλης της χρονιάς» είχε ακούσει τον πατέρα του… ένα βράδυ να λέει.
«Στεφανήηη!» ακούστηκε εκείνη την στιγμή η φωνή της μάνας του που τον έψαχνε.
Ξύπνησε από την φωνή του Γαλατά. … «Πες του Στεφανή ότι η ομάδα του δεν αξίζει μία. Ακούς εκεί να χάσει απ' την Πορτογαλία….» …Έγειρε όπως μόνο αυτός ήξερε το κορμί του, κατέβασε με τη συνηθισμένη δυσκολία το αριστερό του πόδι…
… «Άντε βρε Στεφανή! Άργησες!» Με βήματα προσεκτικά κατέβηκε την πλαγιά και μπήκε στο γήπεδο. .. Έφτυσε τις παλάμες του και πήρε θέση κάτω απ τα γκολποστ….
… Η ώρα είχε πάει δύο όταν πήραν να κατηφορίζουν…. Πρόλαβε τον Κώστα, τον φίλο κι αρχηγό της ομάδας.
«Την άλλη φορά να με βάλεις επίθεση. Όχι συνέχεια τέρμα….» Ο Κώστας χαμήλωσε την φωνή. «Βρε Στεφανή αφού ξέρεις… δεν μπορείς να τρέξεις…». Έσκυψαν κι οι δυο το κεφάλι. Ο ένας από στενοχώρια για τον φίλο του, ο άλλος επειδή άκουγε για μία ακόμη φορά την αλήθεια: «Δεν μπορείς να τρέξεις…»… Κάρφωσε τα μάτια στο αριστερό του πόδι…. Έτσι είχε γεννηθεί, με ατροφικό το γόνατο και την αριστερή κνήμη»… Προτού πλαγιάσει πήγε και πήρε μέσα από την βαλίτσα το άλμπουμ. Ήταν η αγαπημένη του ώρα… Στο κέντρο της σελίδας ήταν γραμμένα με κεφαλαία γράμματα από το δικό του χέρι: Ο ΜΑΓΟΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΝΟΣ ΠΟΔΦΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ ΓΚΑΡΙΝΤΣΑ…
… Δυο περιστατικά φανέρωναν τι ξεχωριστή περίπτωση ήταν ο Γκαρίντσα. … ο πρόεδρος της δημοκρατίας δεξιώθηκε τους παίκτες και τους χάρισε από μια βίλα…. Μονάχα ο Γκαρίντσα έδειχνε να βρίσκεται αλλού. Ο πρόεδρος τον ρώτησε. Και τότε ο Γκαρίντσα του είπε. «Θα μπορούσατε να αφήσετε ελεύθερο εκείνο το πουλί;»… Το άλλο ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Στεφανή το εξής: «Ο ποδοσφαιριστής Γκαρίντσα δεν έχει τέλεια πόδια. Το ένα είναι λίγο ατροφικό, γι αυτό κουτσαίνει»…
… Σηκώθηκε σιγά σιγά κι έβαλε το άλμπουμ στον πάτο της βαλίτσας… ήταν το πιο ασφαλές μέρος…
…Εκείνο το βράδυ, αργά μες στη νύχτα, σηκώθηκε στα Τουρκοβούνια ένας δυνατός και παράξενος αέρας, παράξενος κι αλλιώτικος…. Άρχισε να ξηλώνει από τις στέγες τα κεραμίδια. Σήκωνε από τους δρόμους το χώμα και το έκανε άσφαλτο… άρχισε να ξεκολλάει… τα φύλλα από το ημερολόγιο στον τοίχο και να δείχνει 1967, 69, 74, 77, 79… Άνθρωποι έρχονταν κι έφευγαν οριστικά. Βιετνάμ, Μάης του 68, Κύπρος, αλλαγές, πόλεμοι, αίμα, νίκες…
… 1983. Είναι χειμώνας…. Το ορεινό χωριό Καστανιά της Ναυπάκτου κοιμάται κάτω από μια τρομερή ξαστεριά. Ένας άντρας, ο αγροτικός γιατρός, δεν έχει ύπνο. Είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και διαβάζει έχοντας μοναδική παρέα το τρανζιστοράκι. … Είναι οι ειδήσεις των έντεκα: πολιτικά γεγονότα, που ξέσπασε καινούργιος πόλεμος, που πεθαίνουν ακόμη άνθρωποι από την πείνα. Ξαφνικά μισοσηκώνεται. Στήνει καλύτερα το αυτί και προσέχει την τελευταία είδηση: «Χτες, 20 Ιανουαρίου απεβίωσε σε δημόσιο νοσοκομείο, σε ηλικία πενήντα ετών, ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής της εθνικής Βραζιλίας Γκαρίντσα…. Μόνο ένας νοσοκόμος κατάφερε να αναγνωρίσει αυτόν τον θρύλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου…»
Ο Στεφανής άφησε το βιβλίο να πέσει από τα χέρια του. Είχε απομείνει με το στόμα μισάνοιχτο. Περνάνε μερικά λεπτά. Σε λίγο γέρνει στο πλάι, στηρίζεται στον αγκώνα του, βάζει δύναμη και σηκώνεται. Στέκει αμήχανος στη μέση του δωματίου…. Ένας κόμπος του έχει σταθεί στον λαιμό. Τα μάτια του είναι θολά. Προχωρεί σιγά σιγά, ανοίγει, βγαίνει έξω. Μένει με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό. Ύστερα το βλέμμα του πέφτει σε μια πλαστική μπάλα – θα την ξέχασε φαίνεται ο πιτσιρικάς που του έφεραν το απόγευμα με πυώδη αμυγδαλίτιδα. Ένα χαμόγελο σκάει στα χείλη του. Διστακτικά προχωρεί προς το μέρος της…δοκιμάζει να παίξει ποδαράκι… Θεοσκότεινα είναι τα σπίτια, οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι τα αλυχτήματα στο δάσος.
Ο Στεφανής δεν διστάζει: κοντρολάρει την μπάλα, τρέχει στην αλάνα που είναι μπροστά από το αγροτικό ιατρείο… ντριπλάρει φανταστικούς αντιπάλους και ξαφνικά σταματάει. Απέναντι είναι το τέρμα των παιδικών του χρόνων. Σηκώνει αργά το πόδι του…. Η μπάλα φεύγει με τρομερή ταχύτητα. Παίρνει ύψος, χάνεται στο χάος της νύχτας. Γίνεται αστέρι… δίπλα σ ένα άλλο αστέρι. Της γης και των γηπέδων κι αυτό».
Παίζοντας δίτερμα με την Μνήμη
Μα γι’ αυτό το ποδόσφαιρο μέσα από την οδύνη και την παιδιάστικη την ίδια στιγμή χαρά, κυοφορεί την μνήμη. Την μνήμη εντός κι εκτός των γηπέδων του. Την μνήμη εντός κι εκτός του κορμιού μας. Την μνήμη εντός κι εκτός των παιδικάτων μας ή της ιδεολογίας μας. «Κανένας δεν ξεχνά, Πλάτκο, όχι, κανένας, κανένας, ξανθέ αρκούδε της Ουγγαρίας. Ούτε η θάλασσα που λικνιζόταν μπροστά σου δίχως να μπορεί να σε υπερασπιστεί» έγραψε για τον τερματοφύλακα της χρυσής Ουγγαρίας, ο Ραφαέλ Αλμπέρτι. Κι ο Αναγνωστάκης αυτήν την συλλογική μνήμη που γίνεται προσωπική και τ’ ανάπαλιν αναζητάει όταν γράφει: «Γιατί, φίλοι, που ζήσαμε και γεράσαμε στα γήπεδα, ψάχνοντας όχι μόνο τη νίκη, όχι μόνο τους πανηγυρισμούς, πνοή που μεταβάλλει ένα «ομαδικό παιχνίδι» σε έργο τέχνης, ανεπανάληπτο όπως όλα τα γνήσια έργα τέχνης- γιατί φίλοι το βρήκαμε κάποτε αυτό το όνειρο και τώρα μας καταδιώκει και θέλουμε να το ξαναζήσουμε και δε βολεί να το ξαναζήσουμε» γράφει θρηνώντας όχι τον Άγιαξ, μα μια ολόκληρη εποχή «γνησιότητας» και «φαντασίας απέναντι στην εξουσία» την δεκαετία των κινημάτων που χάθηκε ανεπιστρεπτί: «Ό,τι υπήρξε πριν τον Άγιαξ …υπήρξε η προϊστορία του ποδοσφαίρου. Με τον Άγιαξ φάνηκε πως υποχρεωτικά πια άνοιγε η ιστορία.
Δεν άνοιξε. Άνοιξε το αλισβερίσι των συστημάτων της κυριαρχίας του κόουτς-σκηνοθέτη, των αγοροπωλησιών και των λεγεωνάριων…. Το διεθνές δουλεμπόριο μοίρασε το δεμάτι σε χωριστά καλάμια…. Μόνο το δεμάτι ήταν η ποίηση. Και αυτή χάθηκε για πάντα από τα γήπεδα»…
Κι ο Μάρκος Μέσκος (ο σπουδαίος κατά την γνώμη μου ποιητής απ’ την Θεσσαλονίκη κι ας αποδέχονται άλλοι από την πόλη του τα Κρατικά Βραβεία σ’ ένα ιδιότυπο αλισβερίσι άλλου είδους παραγόντων κι εκεί) στο Επαρχιακό Γήπεδο θυμίζει πως χάθηκε (αν υπήρξε ποτέ…) κι η μαγεία, δηλαδή η δυνατότητα ν αγγίξεις το πάντοτε ακριβά αγορασμένο όνειρο με τα ίδια σου τα χέρια, απ’ τη ζωή μας: «Κόπηκε στα δυο η ζητωκραυγή μου όταν θυμήθηκα πως στο ίδιο μέρος του γηπέδου είχαν ξαπλώσει είκοσι εννιά ολόγυμνα πτώματα χωρίς κεφάλια….» Μετεμφυλιακή μνήμη που ματώνει.
Ενώ ο Γιώργος Μαρκόπουλος γράφει για τον Χ. Αρδίζογλου: «θα υμνήσω, γιατί το παιδί αυτό,/ από τις ταπεινές τις γειτονιές του Περισσού προερχόμενο, … ήταν το μόνο από πολλούς άλλους που… εκράτησεν ενός λεπτού στα μυστικά σιγή για τους αποχωρήσαντες βετεράνους που δεν επέτυχαν πολύτιμο γκολ/ σε κρίσιμη στιγμή/ απορρίπτοντας έτσι ακόμη και τον θάνατο»… Έναν θάνατο που ακυρώνεται από την επαναλαμβανόμενη ιεροτελεστία διαρκώς, στην οποία «σοφά» μετέχει του θηλυκού, (όπως κι η μπάλα) η «παρουσία». Έγραψε ο Ανδρέας Εμπειρίκος: «Και κορασίδες με pull-over χειροκροτούν κι όλο φωνάζουνε/ «Goal! Goal! Στα δίκτυα των εχθρών/ όχι ποτέ στα δίκτυα του θανάτου!».
Η ήττα ως βαθύτερη Νίκη ή Ήταν τα Πόδια μας…
Κι όταν η ήττα ακυρώνει ένα «αποτέλεσμα μεγάλο» υπάρχει πάντα η ταύτιση με το χαμένο στην συγκλονιστική στιγμή του πέναλτι, που συμβολίζει το «τρένο», την τύχη, τον έρωτα, την στιγμή που συναντάς λίγες φορές στη ζωή. Συμπύκνωση κάθε ανθρώπινης μάχης. Ο Χούλιο Γιμαθάρες, ο σπουδαίος αυτός τεχνίτης της γραφής, κατέγραψε την αληθινή ιστορία του Γιουγκοσλάβου διεθνή Τζούκιτς που στέρησε τον τίτλο μ ένα χαμένο πέναλτι απ’ την ομάδα του στην Ισπανία, και τον βάζει να γυρνά στη μνήμη του πατέρα, στην Βαλκανική γη, που του χάιδευε το κεφάλι με την φράση «πολύ κακό για το τίποτε!» στο ομώνυμο διήγημά του.
Αλλά κι άλλοι χαμένοι της ζωής, που στερήθηκαν τίτλους, βρήκαν το υποστηρικτικό χέρι του πατέρα μες στο ποδόσφαιρο, σε μεγάλη ηλικία όμοια με τον μικρό «κουτσό» Στεφανή. Μεταφορά πραγμάτων πολύ μεγαλύτερων, της ίδιας της Φροϋδικής μετουσίωσης, όπως ο τραγικά συγκλονιστικός στο προσωπικό αίτημά του Τζίμης του συγγραφέα μα και σημαντικού αθλητικογράφου Χρίστου Χαραλαμπόπουλου στο Ο Τζίμης κυλάει: «Έτσι ξεκίνησαν όλα ρε χαμουτζή, με μια κλεψιά. Όπως ο Πάρης με την Ελένη… Μου λεγε για κείνο το ονειρεμένο γκολ του Κούδα στην εξάρα με τον γαύρο στις Σέρρες, που δεν το ’δειξε η τηλεόραση, και ευτυχώς «…γιατί έτσι αποκλείεται να το ξεχάσω…» μου είπε. «Το φυλάγω στο μυαλό μου ευλαβικά, γιατί ξέρω πως δεν υπάρχει πουθενά αλλού φυλαγμένη εκείνη η ζωγραφιά….» «Και θες να καταλάβεις από Κούδα, σάμπως νιώθεις από ποδόσφαιρο… εσύ δεν είχες στραβομουτσουνιάσει όταν είχε γράψει ο Αναγνωστάκης στο πρωτοσέλιδο της Αυγής για τον Άγιαξ; Δεν ταίριαζε με την κουλτούρα της κομματικής σου ορθοδοξίας, βλέπεις… ακόμη και όταν έβλεπες τον Κούδα στο γήπεδο, κοιτούσες τα ποδάρια του… τόσο ήξερες…»
-«Και πως έπρεπε ρε Τζίμη να τον βλέπω;»
…«Μου περνιέσαι και για διαβασμένος… πως βλέπεις, ρε αγροίκε, ένα έργο γλυπτικής και ψάχνεις τον κάθετο άξονα; … αλλά ποιος θα σου μάθει τη διαφορά του βλέπω από το κοιτάω. Φαντάσου, άμα μπορείς ένα διάγραμμα με τους 22 παίκτες στο γήπεδο και απομόνωσε τις μπαλιές του Γιώργαρου στο χορτάρι… γραψ’τες με κόκκινο μελάνι και την κίνησή του με μαύρο…»
Μιλούσε και ζωγράφιζε με παροξυσμό στο χαρτί τις γραμμές για δεκάδες παιχνίδια, εκατοντάδες φάσεις… ζωγράφιζε πυρετωδώς χιλιάδες επινοήσεις και πάνω στο χαρτί του βγαίνανε σχήματα γεωμετρικά…. Αλλόκοτα, παράξενα… έβγαιναν αστέρια, πουλιά, χαμόγελα, μέχρι και τρεχαντήρια, πράγματα που ποτέ δεν είχα φανταστεί.
«Και θες να καταλάβεις ρε χαμουτζή από Κούδα… δεν τα χωράει τέτοια πράγματα το κουκούτσι σου…»
Ξαφνικά, με μια οργισμένη κίνηση πετάει χαρτιά και στυλό, τεντώνει τα χέρια του, με βουτάει από το γιακά και με τραβάει προς το πρόσωπό του. ‘Λέγε ρε χαμουτζή, το χωράει το κουκούτσι σου; Το χωράει ότι το ποδόσφαιρο είναι τέχνη και γεωμετρία; Ότι ένα γλυπτό σε φυσικό μέγεθος μπορεί να κινείται στο γήπεδο; Ότι στο γήπεδο ο κύκλος τετραγωνίζεται; Το χωράει, ρε; Σε ρωτάω…» Σαν κάποιος να έκλεισε έναν διακόπτη ο Τζιμης ηρεμεί, κατεβάζει τα χέρια από το γιακά μου και παίρνει το τσιγάρο που καιγότανε στο τασάκι. … Σηκώνει τα μάτια και μου λέει αργά, χωρίς περιφρόνηση αλλά με πίκρα: «Έπρεπε στα γήπεδα απ έξω να χουνε την ίδια επιγραφή που είχε και η ακαδημία του Πλάτωνα –μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω- και τότε να δούμε που θα βλέπατε μπάλα. Στραγγίζει ραγισμένος το τελευταίο ούζο, βάζει τα χέρια του πάνω στις ρόδες κι αρχίζει να σμπρώχνει το καροτσάκι προς την έξοδο. Ο καφετζής φέρνει μια μικρή ξύλινη μπάρα και τη βάζει στο σκαλοπάτι της εξόδου. «Πατέντα του Τζίμη σκέφτηκα και λίγο πριν φτάσει στην έξοδο του φώναξα:
«Ρε Τζίμη, δεν μου είπες…. Τι ήτανε, τελικά, για σένανε ο Κούδας;»
Ο Τζίμης σταμάτησε το καροτσάκι, γύρισε, με κοίταξε με κείνα τα λαμπερά πράσινα μάτια που είχαν βουρκώσει και μου είπε με καθαρή φωνή:
«Τα πόδια μου, ρε χαμουτζή, τα πόδια μου…»
Ίσως και να παίζαμε στ’ αλήθεια…
«Η ζωή είναι ένας παίζων παις», έγραψε ο Ηράκλειτος, ο σκοτεινός ποιητής της αρχαιότητας, «που μετακινεί κύκλους σ έναν πίνακα.» Πως μπορείς να ελέγξεις την μοίρα σου αν δεν μπορείς να ελέγξεις το παιχνίδι; Πως, όταν η μηχανή, η απόδειξη της θεϊκής σου Σοφίας, δείχνει ανίκανη να απαντήσει στο πρόβλημα της ανθρώπινης ευτυχίας; Κάθε Κυριακή θα συνωστίζεσαι στο γήπεδο, για να σαι παρόν (ή παρούσα) ώστε «να μην πράττουν για σένα δίχως εσένα», με την ψευδαίσθηση της συμμετοχής απέναντι στου κόσμου την «προαιώνια προσωρινή» αναπηρία. Εσύ, της «δικής μας» ομάδας υποστηρικτής, «απέναντι στα φαβορί και στα στημένα.» Κάθε Κυριακή, αλαλάζοντας, θα νομίζεις ότι ελέγχεις το πιο απτό μέρος της μοίρας, ένα ενενηντάλεπτο, κι ύστερα από κάθε ήττα θα επιστρέφεις, την εξουσία πρόσκαιρα νικώντας της θανής.
«Ήταν τα πόδια μου…» Μπορεί! Αν θυμηθούμε τον στίχο του Ρίτσου στην Τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία (τι φιλόδοξο!) «Θα ξανάρθουμε, και Δίχως πόδια θα ξανάρθουμε! Είπαν», ενδεικτικό της διαρκούς προσπάθειας για μια άλλη καλύτερη ζωή που στοιχειώνει τον άνθρωπο αιώνες κρυμμένο πίσω από διαφορετικά ονόματα (Παράδεισο, Κάμελοτ ή Σοσιαλισμό ή Ευτυχία), κι αν συνειδητοποιήσουμε ότι οι καλοκαιρινές (ελέω μουντιάλ) λαοθάλασσες ανά τον πλανήτη μπροστά σε γιγαντοοθόνες (ενδεικτικό μιας λαϊκής κουλτούρας που «οι εκπρόσωποι» της δεν θα καταλάβουν λέγαμε ποτέ) είναι σαν το ραντεβού που ποτέ δεν έπαψες να χρωστάς στην κοπέλα των εφηβικών σου χρόνων, (κι έτσι και στον «καλύτερο σου εαυτό που άφησες για πάντα πίσω») τότε κ. Μίγγα όλοι «εμείς» (εσείς, αυτοί) που μας ξεροπετούσανε μια μπάλα ή μια φθηνή κούκλα όταν ήμασταν μικρά γιατί δεν είχανε τίποτε άλλο να μας δώσουνε και μάθαμε απ αυτήν τον χαλασμό και τη νίκη, ίσως μέσα στα γήπεδα «να παίζαμε στ' αλήθεια…»
* Ο τίτλος από το ομώνυμο βιβλίο του Δ. Μίγγα. Υλικό αντλήθηκε κυρίως από το Ποδοσφαίρο στην Λογοτεχνία του Γ. Παππά.Ελένη Καρασαββίδου, www.tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου