Ως χαρακτήρας ορίζεται το στοιχείο που αποτελεί ιδιαίτερο και ουσιαστικό γνώρισμα ενός ανθρώπου, πράγματος ή αφηρημένου ουσιαστικού και που το κάνει να διακρίνεται από τα όμοιά του. Στην τρέχουσα ψυχολογία, χαρακτήρας λέγεται το σύνολο των έμφυτων ιδιοτήτων και των μορφών συμπεριφοράς με τις οποίες ο άνθρωπος εκφράζει τον τρόπο της ύπαρξής του και αντιδρά στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου· ο χαρακτήρας μπορεί να είναι εξωστρεφής ή εσωστρεφής, ψυχρός, θερμός, ορμητικός, πράος, δυνατός ή αδύνατος και τ.λ. O χαρακτήρας των λαών, όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που τον διαμόρφωσαν έτσι ή αλλιώς, είναι σημαντικός ιστορικός παράγοντας. Κάθε συγγραφέας, είτε το δηλώνει ρητά είτε όχι, εφόσον γράφει για τις πράξεις ατόμων ή λαών (για ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα δηλαδή), είναι σχεδόν αναγκασμένος να έχει μια θεωρία για «τον» άνθρωπο και τα κίνητρα της δράσης του. Αν η δειλία λ.χ. ή το θάρρος είναι προφανή ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μπορούμε άραγε να τεκμηριώσουμε ότι ανάλογα γνωρίσματα παρατηρούνται αυξημένα ή μειωμένα σε κάποιο συγκεκριμένο λαό, σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας του; Ή έχουμε να κάνουμε με ένα σύνολο προκαταλήψεων και κάθε απόπειρα για μια κάπως σοβαρή ιστορική προσέγγιση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία; Αναμφίβολα, το όποιο ήθος των Ελλήνων του 1821 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση του επαναστατικού πολέμου. Ο σπουδαίος Κλαούζεβιτς σημειώνει: «Το στοιχείο μέσα στο οποίο κινούνται οι δραστηριότητες του πολέμου είναι ο κίνδυνος· ποια είναι μέσα στον κίνδυνο η ανώτερη ψυχική δύναμη; είναι το θάρρος [...] η ανδρεία, η πίστη στην επιτυχία, η τόλμη και η ευθαρσία δεν είναι παρά εκδηλώσεις του θάρρους, κι όλες αυτές οι ψυχικές τάσεις αναζητούν το συμπτωματικό, που είναι το στοιχείο τους. Αν λοιπόν ο πόλεμος με την παρεμβολή του τυχαίου μετατρέπεται σε χαρτοπαίγνιο, όποιος γνωρίζει το χαρακτήρα φίλων και εχθρών παίζει με μεγαλύτερες πιθανότητες να νικήσει.»
Στο σημερινό σημείωμα θα αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη τα δύσκολα μεθοδολογικά ερωτήματα και θα δούμε πώς είδαν τους Έλληνες ή αλλιώς τους Ρωμιούς δύο αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους συγγραφείς, ο Άγγλος ιστορικός Γεώργιος Φίνλεϊ και ο ποιητής Αργύρης Εφταλιώτης. Ο πρώτος, ιστορικός σοβαρού διαμετρήματος με πανεπιστημιακές σπουδές, πολέμησε αρχικά ως εθελοντής ναύτης στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα και θεωρείται τουλάχιστον αυστηρός στις κρίσεις του για τους Έλληνες. (Ο Παπαδιαμάντης που τον μετέφρασε νομίζω γενικώς συμφωνεί με τις εκτιμήσεις του, αυτή είναι όμως μια άλλη ωραία ιστορία) Στην εισαγωγή του τόμου για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης διαβάζουμε:
«Eφ’ όσον τα γράμματα και η τέχνη των αρχαίων Ελλήνων εξακολουθούν να τρέφωσι τους λογίους και να εμπνέωσι τους καλλιτέχνας, η Ελλάς οφείλει να είνε αντικείμενον ενδιαφέροντος εις τα καλλιεργημένα πνεύματα. Αλλά και των νεωτέρων Ελλήνων η πολιτική ιστορία δεν είνε αναξία προσοχής. Η σημασία της Ελληνικής φυλής εις την πρόοδον του Ευρωπαϊκοί πολιτισμού δεν πρέπει να μετρήται διά της αριθμητικής δυνάμεώς της, αλλά δια της κοινωνικής και θρησκευτικής επιρροής της εν τη Ανατολή. Αλλά και γεωγραφικώς οι Έλληνες κατέχουσι τόσον ευρείαν έκτασιν παραθαλασσίας, και αι χώραι εν αις οικούσιν είνε τόσον αραιώς κατωκημέναι, ώστε έχουσιν ευρύν χώρον να πολλαπλασιασθώσι και αποτελέσωσι πολυάριθμον έθνος. Το γε νυν η επιρροή των εκτείνεται πολύ πέραν των εδαφών των κατεχομένων υπό της φυλής των διότι Έλληνες ιερείς και Έλληνες διδάσκαλοι μετέδωκαν την γλώσσαν και τας ιδέας των εις το μεγαλείτερον μέρος των ευπαιδεύτων τάξεων μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Κατέστησαν ούτω οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Χριστιανοσύνης, και έταξαν εαυτούς προέχοντας αντιπάλους προς τους κατακτητάς των, τους Οθωμανούς Τούρκους, οίτινες επέδραμον την Ευρώπην ως απόστολοι της θρησκείας του Μωάμεθ.» (Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης).
Ζυγός ξένου έθνους
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Έλληνες πάντοτε έβλεπαν την οθωμανική κυριαρχία ως ζυγόν ξένου έθνους και εχθρικής θρησκείας και η αντίσταση τους – αργά ή γρήγορα – θα οδηγούσε στην ελευθερία ή στο θάνατο:
«Οι Έλληνες, καθ’ όλον τον χρόνον της υποταγής των εις τον ζυγόν ξένου έθνους και εχθρικής θρησκείας, ουδέποτε ελησμόνησαν ότι η γη την οποίαν κατώκουν ήτο γη των πατέρων των και ο ανταγωνισμός των προς τους αλλοφύλους δέσποτας, κατά την ώραν και της ευτελεστάτης δουλείας των, ήτο οιωνός προαναγγέλλων ότι η αντίστασίς των έμελλεν απολήξη εις καταστροφήν ή εις απελευθέρωσιν.»
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Άγγλος φιλλέληνας γνωρίζει όσο ελάχιστοι την πολιτική και οικονομική κατάσταση του νεοσύστατου κράτους. (Ο ενδιαφέρων αυτοβιογραφικός τόμος της Ιστορίας του παραμένει ανέκδοτος και αμετάφραστος στα Ελληνικά). Για την παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας μάλιστα εξέδωσε ειδικό συγγράμμα (1836, Δοκίμιο στις τραπεζικές αρχές, εφαρμοστέες υπό του Ελληνικού κράτους, βλ. και Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο φοίνικας και η νομισματική πολιτική του νεοελληνικού κράτους), ενώ εργάστηκε προσωπικά για τη διάδοση νέων καλλιεργητικών μεθόδων και διατηρούσε ιδιόκτητες εκτάσεις γης στην περιοχή της Αττικής. Σύμφωνα με τον Σκωτσέζικης καταγωγής ιστορικό, το νέο ελληνικό κράτος πληρούσε τις βασικές προϋποθέσεις, ώστε να αναπτυχθεί γρήγορα, να αυξήσει την γεωργική παραγωγή, να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης του αραιοκατοικημένου αλλά ακμαίου αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού και να προσελκύσει χιλιάδες αλύτρωτους Έλληνες που ζούσαν στα όρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, ο Φίνλεϊ τεκμηριώνει αναλυτικά την εκτίμηση ότι ο φόρος της έγγειας ιδιοκτησίας και οι εισφορές επί της αγροτικής παραγωγής – με όποιον τρόπο κι αν εφαρμόστηκαν μέχρι τότε- είχαν καταστροφικά αποτελέσματα για τα ήθη του πληθυσμού και για την οικονομία του νεοσύστατου κράτους. Την περίοδο του Όθωνα, προτείνει ξεκάθαρα να καταργηθεί εντελώς η εισφορά επί των προϊόντων και της ιδιοκτησίας γης και να αφεθούν οι φιλόπονοι αγρότες να καλλιεργήσουν ήσυχοι τα κτήματά τους. Η ριζοσπαστική αυτή κίνηση, θα έφερνε γρήγορη αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής, θα βελτίωνε την ποιότητα των αγαθών, θα απάλλασσε τον αγροτικό κόσμο από το βραχνά των κατά κανόνα διεφθαρμένων φοροεισπρακτόρων και βεβαίως θα εξασφάλιζε σημαντικά έσοδα στο κράτος από την εμπορική κίνηση, την εισαγωγή αποδοτικότερων καλλιεργητικών μεθόδων, τον εκσυγχρονισμό των τεχνικών μέσων και την αύξηση του πραγματικού πλούτου της χώρας. (Είναι δε εκπληκτικό, μετά από σχεδόν δύο αιώνες εθνικής ανεξαρτησίας, η Ελλάδα να αντιμετωπίζει παρόμοια διαρθρωτικά προβλήματα στον αγροτικό τομέα. Τηρουμένων των αναλογιών – αν και η τεχνολογία έχει προχωρήσει σε ασύλληπτα επίπεδα και δυνατότητες – η γη μένει ανεκμετάλλευτη, η χώρα είναι και σήμερα δημογραφικά αδύναμη ενώ σημαντική μερίδα του αγροτικού κόσμου είναι άσχημα μπλεγμένη στα φορολογικά και πιστωτικά δίχτυα του κράτους και των τραπεζών. Η Ελλάδα, το έτος 2013, δεν έχει διατροφική επάρκεια)
Αν λοιπόν ο εθνικός ή τοπικός χαρακτήρας, οι συνήθεις και οι συμπεριφορές ενός λαού καθορίζονται αποφασιστικά από την κοινωνική θέση, τις επαγγελματικές ασχολίες και από όλα αυτά που ονομάζονται με δυο λέξεις ιστορικές συνθήκες, έχει σημασία να εξετάσουμε με ποιους τρόπους εντάχθηκαν οι Έλληνες στο πλαίσιο του οθωμανικού κοινωνικού σχηματισμού. Ποιος είναι λοιπόν ο Ρωμιός; Οι ξένοι περιηγητές δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Ζούσαν οι ραγιάδες με διαρκή φόβο για τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους; απολάμβαναν την περίφημη θρησκευτική ελευθερία που παρείχε ο σουλτάνος και σε ποιο βαθμό; Γράφει ο Φίνλεϊ σχετικά: «Η μαρτυρία των περιηγητών ήτο εκτάκτως ασύμφωνος· οι μεν παρίστων τους Έλληνας ως πάσχοντας αφορήτους καταπιέσεις, ως ζώντας εν διηνεκεί φόβω περί της ζωής των ή περί δημεύσεως της ιδιοκτησίας τους, οι δε εβεβαίουν ότι ουδείς λαός εν Ευρώπη τόσον ελαφρώς εφορολογείτο και εις τόσον ολίγα βάρη υπέκειτο. Ελέγετο ότι απήλαυον βαθμόν θρησκευτικής ελευθερίας, τον όποιον θα ηδύναντο να φθονώσιν οι εν Ιρλανδία Καθολικοί και ότι είχον αμεσωτέραν εξουσίαν εις τα της δημοτικής διοικήσεως ή όσην οι Γάλλοι πολίται εις τους δήμους των.» Η κατάσταση των Ελλήνων, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, παρουσιάζει πολλές ανωμαλίες, είναι δηλαδή εξαιρετικά διαφοροποιημένη, για πολλούς λόγους: «Η Γραικική Εκκλησία ήτο γνωστόν ότι κατείχε μέγαν πλούτον και μεγάλην πολιτικήν επιρροήν ανά την Τουρκίαν· οι Έλληνες εξήσκουν κυριαρχικήν δύναμιν εν Βλαχία και Μολδαβία, και ηρύοντο μεγάλα κέρδη εκ της διαφθοράς της υπαρχούσης εις πάντα κλάδον της Οθωμανικής διοικήσεως εν Κωνσταντινουπόλει. Οι προύχοντες της Ελλάδος συνέλεγον το μεγαλείτερον μέρος των σουλτανικών προσόδων εν Ευρώπη· και αι Ελληνικαί δημογεροντίαι, είχον πολλαχού άδειαν να εξασκώσι σχεδόν απεριόριστον εξουσίαν. Ήτο προφανές ότι η θέσις των Ελλήνων επαρουσίαζε πολλάς ανωμαλίας. Εν Κωνσταντινουπόλει, ο Γραικός ήτο πτήσσων δούλος· εν Βουκουρεστίω και Ιασίω, δεσπότης τύραννος· εν Χίω ευτυχής υπήκοος· εις τα Ψαρά και εις τα χωρία του Πηλίου, ελεύθερος πολίτης.»
Σε αντίθεση με τους αρχαίους, οι νεώτεροι Έλληνες έδιναν μεγαλύτερη σημασία στο θρησκευτικό δόγμα παρά στη φυλή, ενώ οι γάμοι γίνονταν κυρίως μεταξύ ορθοδόξων Χριστιανών: «Σύγχυσις ιδεών επήλθεν εκ της μη σαφούς διακρίσεως μεταξύ Ελληνικής ορθοδοξίας και Ελληνικής εθνότητος. Οι αρχαίοι Έλληνες έδιδον μεγάλην προσοχήν εις την αγνότητα της φυλής· οι νεώτεροι Έλληνες μετέφερον την μέριμνάν των εις την αγνότητα του δόγματος. Οι Μεσσήνιοι διετήρησαν τα ήθη και την διάλεκτον αναλλοίωτα επί αιώνας εξορίας· οι Μοραΐται εφύλαξαν την ορθοδοξίαν των άδολον επί αιώνας ξένης κυριαρχίας. Τανύν οι Έλληνες στέργουσιν επιμιξίαν με Βλάχους, Ρώσσους και Αλβανούς του Ανατολικού δόγματος, άλλ’ όπως καταστή γάμος τις νόμιμος μετά καθολικής Ελληνικωτάτης καταγωγής, θα ήτο αναγκαίον ν’ αναβαπτίσωσι την νύμφην.» Παρά τα όσα λέγονται στις εθνικές επετείους για καθολική συμμετοχή του ελληνικού λαού στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, χιλιάδες ευκατάστατοι Έλληνες συνέχισαν να επιδιώκουν απλώς προσωπικά οφέλη. Η Εκκλησία κοίταζε μάλλον τα συμφέροντα της παρά την εθνική υπόθεση της Επανάστασης, η οποία θα στερούσε εκ των πραγμάτων διακαιώματα, εξουσίες και περιουσίες, κυρίως από τους ανθρώπους της ανώτερης εκκλησιαστικής ιεραρχίας:
«Εν αύτη τη Ελληνική Εκκλησία, το εκκλησιαστικόν συμφέρον ήτο ισχυρότερον του εθνικού αισθήματος. Μέγα μέρος του Ελληνικού έθνους ασθενείς κατέβαλεν προσπάθειας προς βοήθειαν των συμπολιτών των αγωνιζομένων υπέρ της ανεξαρτησίας. Αι φιλολογικαί δυνάμεις των ευπαιδεύτων παρήγαγον μεγάλην ηχώ πατριωτισμού, αλλά χιλιάδες πλουσίων Ελλήνων εξηκολούθησαν επιδιώκοντες τα ίδια αυτών σχέδια του συμφέροντος και του κέρδους υπό την προστασίαν της Σουλτανικής κυβερνήσεως, καθ’ όλην την περίοδον της Ελληνικής Επαναστάσεως.»
Ρωμαϊκόν έθνος
Ο ορθόδοξος Πατριάρχης αναγνωρίζεται ως αρχηγός του συνόλου των Ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι σίγουρα δεν ήταν όλοι Έλληνες. Ενδεχόμενη επιτυχία της Επανάστασης θα συρρίκνωνε επομένως την επιρροή του Πατριαρχείου, το οποίο διακήρυττε εξάλλου την οικουμενικότητα και την υπερεθνικότητά του, ταυτόχρονα με την υποταγή στην εγκόσμια οθωμανική εξουσία, η οποία παρουσιαζόταν περίπου ως δοκιμασία της θρησκευτικής πίστης των ραγιάδων και θέλημα Θεού: «O Σουλτάνος ανεγνώριζε τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως ως τον εκκλησιαστικόν αρχηγόν όλων των ορθοδόξων Χριστιανών εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία, και υπεστήριζε τούτον εις την εξάσκησιν ευρείας αστικής δικαιοδοσίας επί διαφόρων εθνών. Μεταξύ τούτων, οι Έλληνες πράγματι κατείχον την θέσιν κυριευούσης φυλής. Προς τον Βλάχον και τον Βούλγαρον, ο Γραικός ήτο εις βαθμόν τινά ό,τι ο Τούρκος προς εκείνον. Η Ελληνική γλώσσα ήτο η γλώσσα της Εκκλησίας και του νόμου του κυβερνώντος το άθροισμα των εθνών των καλουμένων υπό της Οθωμανικής διοικήσεως Ρουμ μελετί ή Ρωμαϊκόν έθνος.» Η κυβέρνηση του σουλτάνου αντιμετώπιζε τους Ορθόδοξους της αυτοκρατορίας όπως οι Χριστιανοί βασιλιάδες της Ευρώπης τους αιρετικούς. Η σκληρότητα και η αδικία εναντίον Χριστιανών και Μουσουλμάνων δεν πήγαζαν ακριβώς από τη σουλτανική εξουσία (η οποία πολλές φορές τιμωρούσε σκληρά τις αυθαιρεσίες ντόπιων πασάδων και αξιωματούχων) αλλά είχε ως βασική αιτία την ανεξέλεγκτη και βαθιά διαφθορά του οθωμανικού κράτους. Στις ιδιωτικές δικαστικές υποθέσεις, συχνά ήταν πιο πιθανό να βρει το δίκιο του ένας Χριστιανός παρά ένας Τούρκος:
«Τ’ αδικήματα των Χριστιανών υπηκόων της Τουρκίας μεγαλοφώνως εκηρύχθησαν και η τυραννία της Οθωμανικής κυβερνήσεως δικαίως κατεδικάσθη· άλλ’ όμως επί δύο εκατονταετηρίδας μετά την κατάκτησιν της Ελλάδος, οι Χριστιανοί υπήκοοι ετύγχανον τόσον καλής μεταχειρίσεως υπό των Τούρκων Σουλτάνων, όσον και οι αιρετικοί υπήκοοι υπό των Χριστιανών βασιλέων. Μάλιστα η κεντρική κυβέρνησις του Σουλτάνου, η Υψηλή Πύλη, όπως εκαλείτο, μετεχειρίσθη εν γένει τους Μουσουλμάνους υπηκόους της με τόσην σκληρότητα και αδικίαν, με όσην και τους κατακτηθέντας Χριστιανούς. Τα παθήματα των Ελλήνων προήρχοντο από την ύβριν και την καταπίεσιν των κυβερνουσών τάξεων, και από την διαφθοράν την κρατούσαν εν τη Οθωμανική διοικήσει μάλλον παρά από την άμεσον εξάσκησιν της σουλτανικής εξουσίας. Εις τας ιδιαιτέρας υποθέσεις του, Έλλην τις είχε καλλιτέραν πιθανότητα όπως τύχη δικαιοσύνης από τον επίσκοπον και τους δημογέροντας του διαμερίσματος του, ή Τούρκος από τον κατήν ή βοεβόδαν.»
Αυτό που διακρίνει από την αρχή την οθωμανική αυτοκρατορία είναι η απουσία πάγιων θεσμών και νόμων: «Η κυβέρνησις του Σουλτάνου ήτο διοίκησις ενός δεσπότου, του όποιου το ανακτοβούλιον απετελείτο από τους οικιακούς δούλους του. Το τιμαριωτικόν σύστημα, το όποιον επί δύο εκατονταετηρίδας ηλάφρυνε το βάρος της Οθωμανικής εξουσίας επί του Τουρκικού πληθυσμού, ήτο κληρονομιά της αυτοκρατορίας της Σελδουχικής. Το εγγενές ελάττωμα της Οθωμανικής κυβερνήσεως ήτο η απουσία κανονικής διοικήσεως ησφαλισμένης δια παγίων θεσμών και νόμων και ωρισμένης μορφής δικονομίας.»
Η δουλοσύνη διαμόρφωσε σε ένα βαθμό τα ήθη πολλών Ελλήνων, όλων των κοινωνικών τάξεων, ώστε ατομικά γνωρίσματα καταγράφονται από τους ξένους ως εθνικοί χαρακτήρες: «Η δουλοσύνη των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου και η διαφθορά της Οθωμανικής διοικήσεως, καθίστων απατηλήν και την αρίστην κατά της αρπαγής άμυναν. Η αλήθεια και η τιμή ήσαν εμπόδια εις την απόκτησιν πλούτου – και κατ’ ακολουθίαν ο ευκατάστατος Έλλην έμπορος λίαν σπανίως ήτο χρηστότερος και των πτωχότερων συμπολιτών του. Το ψεύδος και η απάτη κατέστησαν συνήθη, κ’ έθεωρούντο υπό των ξένων ως εθνικαί ιδιότητες μάλλον ή ως ατομικοί χαρακτήρες.»
Σωματεία
Οι Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι των πόλεων είναι οργανωμένοι σε χωριστά επαγγελματικά σωματεία, ενώ οι οικονομικές δαπάνες πέφτουν συνήθως στις πλάτες των Ρωμιών. Ο ραγιάς πρέπει να καταφύγει στο ψέμα ή στο φιλοδώρημα, αν θέλει να γλιτώσει από τις αρπακτικές διαθέσεις και τις αγγαρείες: «Ο Χριστιανικός πληθυσμός εις τας πόλεις της Τουρκίας διηρείτο εις διακεκριμένα σωματεία, κατά τα επαγγέλματα τα ασκούμενα υπό των ατόμων, καθ’ ον τρόπον και ο Μουσουλμανικός πληθυσμός· αλλά τα Μουσουλμανικά σωματεία εν γένει κατώρθουν να ρίπτωσι το βάρος πάσης τοπικής δαπάνης εις τους Χριστιανούς. Δια τούτο, μόνον προσποιούμενος πενίαν, ή φιλοδωρών ισχυρόν τινά προστάτην, ο Έλλην ραγιάς ηδύνατο να διαφύγη την απορροφητικήν διαρπαγήν και εκβίασιν και μόνον υποκρινόμενος σωματικήν τινα πήρωσιν ή χρόνιον νόσημα ηδύνατο ν’ απαλλαγή της επί ευτελεί μισθώ αγγαρείας.»
Η εθνική ροπή
Η ελληνική δημοτική γλώσσα, όπως την έγραφαν οι έμποροι και οι χειρώνακτες, παραμορφώνεται τόσο πολύ ώστε φαίνεται σαν καινούρια γλώσσα. Για τρεις ολόκληρους αιώνες, τα φιλολογικά έργα συντάσσονται σε μια σχολαστική απομίμηση της γλώσσας των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά τα δημοτικά τραγούδια και η επιστολική αλληλογραφία της εποχής αποδεικνύουν ότι η λαλούμενη διάλεκτος του λαού έχει στενή συνάφεια με την αρχαία Ελληνική γλώσσα. Πιθανώς, οι Έλληνες όλων των κοινωνικών τάξεων γνώριζαν σε μεγαλύτερο ποσοστό γραφή και ανάγνωση σε σύγκριση με οποιαδήποτε Χριστιανική φυλή στην Ευρώπη της εποχής, και έδιναν πάντοτε ανώτερη σημασία στη γνώση των γραμμάτων: «Επί πλέον, τρεις εκατονταετηρίδας μετά την Οθωμανικήν κατάκτησιν, η φιλολογία των νεωτέρων Ελλήνων σχεδόν αποκλειστικως περιόριζετο εις εκκλησιαστικά αντικείμενα· και η γλωσσά της δεν ήτο η λαλουμένη διάλεκτος του λαού, αλλά μια σχολαστική απομίμησις της γλώσσης των Πατέρων της Εκκλησίας. Η δημώδης γλώσσα, όπως εγράφετο από έμπορους και χειρώνακτας, παρεμορφούτο δι” άγνοιαν της γραμματικής και της ορθογραφίας, εις τοιούτον βαθμόν ώστε να φαίνεται ως νεοφανής γλώσσα· αλλά τα δημώδη άσματα και η επιστολική αλληλογραφία της περιόδου ταυτής, εάν γραφώσι μετ’ άμεμπτου ορθογραφίας, αποδεικνύουσι την στενήν συνάφειάν των με την αρχαίαν Ελληνικήν. Όσον και αν ήτο πολιτικώς εκπεπτωκυΐα η θέσις των Ελλήνων, είνε πιθανόν ότι μεγαλειτέρα αναλογία ηδύνατο ν’ αναγινώσκη και να γράφη ή μεταξύ πάσης άλλης Χριστιανικής φυλής εν Ευρώπη. Οι Έλληνες πασών των τάξεων έδωκαν πάντοτε ανωτέραν σημασίαν εις την γνώσιν των γραμμάτων ή πας άλλος λαός· έχουσιν εθνικήν ροπήν προς την σχολαστικότητα.» (Το νόστιμο και πασίγνωστο είναι ότι η ελληνική παιδεία καλλιεργήθηκε πολύ περισσότερο στα Γιάννενα, στην αυλή του πανούργου Αλβανού πασά, παρά στην πλούσια Πελοπόννησο, όπου οι Έλληνες κοτσαμπάσηδες συστηματικά κρατούσαν τον μικρό λαό αγράμματο.)
Πολλοί Έλληνες που κατοικούσαν στα Άγραφα και τις οροσειρές από το Πήλιο μέχρι τον Όλυμπο και τα Χάσια, είναι κατά παράδοση κλέφτες ή αρματολοί – από την εποχή του Βυζαντίου – οπλοφορούν δηλαδή νομίμως και εκλέγουν τους δημογέροντές τους χωρίς την παρέμβαση της οθωμανικής εξουσίας. Έχουν χαρακτήρα ελευθέρων αντρών, ενώ άλλοι μεταναστεύουν στο εξωτερικό και ασχολούνται με ακμαίες εμπορικές επιχειρήσεις: «Τόσον ανώμαλος ήτο η θέσις των διαφόρων τμημάτων του Ελληνικού πληθυσμού, ώστε οι κάτοικοι ορεινών τινών διαμερισμάτων εις την Ρούμελην έζουν ως ελεύθερος λαός. Όσοι εκατοίκουν εις Άγραφα και εις τας ορεοσειράς τας εκτεινομένας από του Πηλίου και Όλυμπου βορείως έως εκεί οπού ομιλείται η Ελληνική γλώσσα εν Μακεδονία, έχαιρον το δικαίωμα να οπλοφορώσιν ως αρματωλοί. Εξέλεγαν τους ίδιους των προεστώτας ή δημογέροντας, και αι εγχώριοι αρχαί των συνέλεγον τους φόρους όσους ώφειλε το διαμέρισμα. Είχον χαρακτήρα ελευθέρων ανδρών, και διέπρεπον επί γενναιότητι και ανεξαρτησία μη απαντώση αλλαχού της Ελλάδος. Μεγάλα πλήθη ήσαν απησχολημένα εις εμπορικάς επιχειρήσεις, αΐτινες τους εφερον εις διάφορα μέρη του σουλτανικού κράτους και εις πολλούς λιμένας της Μεσογείου και της Μαύρης Θαλάσσης. Πολλοί απεδήμουν μακράν εις Αυστρίαν και Ρωσσίαν. Αι περιπλανήσεις αύται ηύρυνον το πνεύμα των, και όταν αποκαθίσταντο εις τας γενεθλίους πόλεις των, καθίσταντο εγχώριοι άρχοντες, και ανέπτυσσον σημεία τινά του δραστήριου εκείνου πνεύματος, του διαπνέοντος συνήθως τας εμπορικάς πολιτείας.» Τα αρματολίκια θα υποχωρήσουν σταδιακά, ειδικά στις περιοχές που προσάρτησε ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων, ο οποίος εγκατέστησε συστηματικά Αλβανούς μισθοφόρους στη θέση τους. Η αρματολική παράδοση ωστόσο θα δώσει εκατοντάδες μαχητές και εμπειροπόλεμους οπλαρχηγούς στον Αγώνα, παρά τις εσωτερικές εμφύλιες συγκρούσεις που αποδυνάμωσαν σημαντικά την ισχύ του επαναστατικού πολέμου. Όπως και να “χει, οι Έλληνες αποτελούν την οικονομική ραχοκοκαλιά της αυτοκρατορίας (μαζί με τους Εβραίους και τους Αρμένιους) και «πάσα είδησις ήρχετο εν γένει δι’ Ελλήνων, χρωματιζομένη δι’ Ελληνικών ελπίδων και προλήψεων, ή διαστρεφομένη υπό Ελληνικών συμφερόντων.»
Οι Μοραϊτες
Στη συνέχεια, ο Άγγλος ιστορικός αναφέρεται στον χαρακτήρα των κατοίκων της Πελοποννήσου: «Ο χαρακτήρ των Μοραϊτών εθεωρείτο ουχί μετ’ ευνοίας παρά των άλλων Ελλήνων. Οι πρόκριτοι κατηγορούντο ως διασώζοντες το ραδιουργικόν εκείνο, το διπρόσωπον και μνησίκακον πνεύμα, το οποίον μας λέγει ο αυτοκρατορικός ιστοριογράφος Καντακουζηνός ότι τους εχαρακτήριζε κατά τον ΙΔ” αιώνα. Αλλά και οι αστοί και οι αγρόται δεν υποτίθενται περισσότερον εμποτισμένοι από δικαιοσύνην και αλήθειαν. Η φιλοπονία και η νοημοσύνη των ανεγνωρίζοντο· αλλ” η δολερότης των, το άνανδρον και το ανειλικρινές ήσαν σχεδόν παροιμιώδη. Πας Μοραΐτης υπετίθετο εν γένει ως πλέον ασυνεπής, φθονερός και αγνώμων ή πας άλλος Έλλην.»
Οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες εξαιρούνται:
«Οι Μανιάται και οι Τσάκωνες πρέπει να εξαιρεθούν από την γενικήν περιγραφήν του χαρακτήρος των Μοραϊτών. Οι πρώτοι ήσαν ονομαστοί διά την ροπήν των προς τας βιαιοπραγίας και την ληστείαν, άλλ’ όμως και δια το φιλελεύθερον και την ανεξαρτησίαν των. Οι δεύτεροι διεκρίνοντο δια τας ειρηνικάς έξεις των, την εντιμότητα και την φιλεργίαν των. Αμφότεροι εθεωρούντο γενναίοι. Οι Τσάκωνες διετήρουν εδωδιμοπωλεία εις όλους σχεδόν τους λιμένας προς το Αιγαίον. Οι Μανιάται εξήσκουν πειρατείαν εις όλους τους κόλπους.»
Οι νησιώτες θεωρούνται δραστήριοι, νοήμονες, δειλοί ή ευάγωγοι:
«Οι Έλληνες κάτοικοι των νήσων ανέπτυσσαν μεγάλην ποικιλίαν χαρακτήρος, διότι έζων υπό διαφόρους επιδράσεις κοινωνικάς. Ο ναυτικός πληθυσμός των Ψαρών, της Κάσου, της Καλύμνου και της Πάτμου ήτο δραστήριος, νοήμων και ανδρείος· οι Χιώται ήσαν φιλόπονοι και έντιμοι• οι κάτοικοι της Τήνου και Σύρου, ορθόδοξοι ή λατίνοι, ήσαν δειλοί και ευάγωγοι· πλασμένοι εκ φύσεως και τέχνης όπως διαπρέπωσιν ως τροφοί και μάγειροι. Το χαρακτηριστικόν των νησιωτών του Αιγαίου Πελάγους υπετίθετο ότι ήτο η δειλία. Οι Τούρκοι οίτινες τους επεσκέπτοντο προς συλλογήν των φόρων, τους έβλεπον δε φεύγοντας προς τα όρη όταν έφθανον οι εισπράκτορες, τους επωνόμαζον ταοσάν ή λαγωούς. Που να φαντασθούν ότι αυτοί οι λαγωοί ήσαν εις την ακμήν να στραφώσι κατά των λαγωνικών και τους απελάσωσιν οπίσω εις το σκυλόμανδρόν των!»
Σημάδια του Ρωμαίικου του χαρακτήρα
Ο Αργύρης Εφταλιώτης δεν είναι ιστορικός και καταπιάστηκε με την Ιστορία της Ρωμιωσύσνης για να αποδείξει ότι μπορούν να γραφτούν αξιόλογα ιστορικά έργα στη δημοτική γλώσσα, την περίοδο που οι Αττικιστές ισχυρίζονταν το ακριβώς αντίθετο και θεωρούσαν την αλήστου μνήμης καθαρεύουσα, ως τη μόνη κατάλληλη γλώσσα για τη συγγραφή επιστημονικών έργων. Σκοπός του είναι να δει ο Ρωμιός τα ψεγάδια του και να τα διορθώσει· ο ίδιος αισθάνεται ότι αντικρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη: «Το είχα στο νου μου να καταστρώσω εδώ τα πιο ευκολόπιαστα σημάδια του Ρωμαίικου του χαρακτήρα, κι όχι με σκοπό για να γίνεται ομιλία, μα πάντα με την αρχική την ιδέα πως πρέπει όλο να τα λέμε, όλο να τα ξετάζουμε τα δικά μας, και καλά κι αχαμνά, ως που να μάθουμε το τι να φυλάγουμε και τι να πετούμε, μην τύχη και ξαναφανούμε καμιάν ώρα στον κόσμο και βρεθούμε πάλε σαν πρώτα ανετοίμαστοι. Ξεφύτρωσε όμως άξαφνα ομπρός μου αναπάντεχη δυσκολία: H αμηχανία που πιάνει τον άνθρωπο όταν κοιτώντας μες στον καθρέφτη θέλη να ιστορήση του προσώπου του τα σημάδια! Μάλλους λόγους, σωστός Ρωμιός κι ο ιστορητής, μ’ όλα ίσως τα Ρωμαίικα ψεγάδια, χωρίς τουλάχιστο και μ’ όλα ίσως τα ρωμαίικα παινέδια. Τέτοια ανάλυση, για νάβγη αλάθευτη, πρέπει να την κάνει ή επιστημονικός νους ή βαθιοστόχαστος ξένος και μην όντας μήτε τόνα μήτε τάλλο, αναγκάστηκα να παραιτηθώ και να περιοριστώ σε μερικά γενικά σημειώματα, που σου τα προσφέρνω τώρα κι αυτά με την ελπίδα πως θα ταποδείξει κατόπι κ’ η Ιστορία.»
Στην Ιστορία του Αποστόλου Παύλου, ο Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Ερνέστ Ρενάν έγραψε για τη θρησκευτική ψυχολογία των Ελλήνων και υποστήριξε ότι «η Ρωμιοσύνη δεν είταν ποτέ της χριστιανική στα γερά, μήτε είναι ως τα τώρα»:
«Κι ως τόσο, μέσα στην πλημμύρα φως που χύνει ο μακαρίτης (σ.σ. ο Ρενάν) στη θρησκευτική μας ψυχολογία — το συνήθιο λόγου χάρη που από τα πρώτα μας είχαμε να πανηγυρίζουμε και να αλαλάζουμε, αντίς να κατανυγούμαστε και να ψυχοπονούμε, την όρεξη ναπλώνουμε τα πλουμισμένα φτερούγια μας μέσα στα λιόλουστα μας λημέρια αντίς να πετούμε σε τρίσβαθους αιθέρες λατρευτικής μελέτης, καθώς συνηθίζουν οι Βορεινοί, μου φαίνεται σαν κρίμα που αψήφησε ένα πολύ σημαντικό μας συστατικό, εκεί μάλιστα που λέει πως «η Ρωμιοσύνη δεν είταν ποτέ της χριστιανική στα γερά, μήτε είναι ως τα τώρα».
Αλλιώτικη χρωματιά
Ο Εφταλιώτης θεωρεί ότι η θρησκευτική πίστη ήταν διαφορετική στους Ρωμιούς σε σχέση με τις χώρες του Βορρά επειδή ζυμώθηκε με τον πατριωτισμό ή μάλλον τον αντικατέστησε ως συνεκτική ιδεολογία αντίστασης του ελληνικού έθνους απέναντι σε συνεχείς κινδύνους και προκλήσεις:
«Ίσως θα περίγραφε τη Ρωμιοσύνη πιο τέλεια, αν τόπαιρνε αλλιώς το ζήτημα και μας έλεγε, όχι πως είτανε χαλαρωμένη η χριστιανική μας η πίστη, μόνο πως ζυμώθηκε με τον πατριωτισμό, ή καλλίτερα τον αντικατάστησε τον πατριωτισμό, κ’ έγινε αφορμή για τόσα μεγαλουργήματα στην αρχή, για τόσες θυσίες και ηρωισμούς στα στερνά μας, που δεν είναι να πης μας έλειπε βάθος πίστης, παρά πως πήρε η πίστη μας αλλιώτικη χρωματιά.»
Το βάθος της πίστης των Ελλήνων, η ψυχική δυναμωσύνη τους βρίσκονται στα λόγια του Κολοκοτρώνη:
«Αν και θα με βρης το λοιπό σύφωνο όσο για τη διαφορά. της λατρείας απ’ Ανατολή σε Βοριά, όσο όμως για τη σοβαρότητα αυτής της λατρείας, όσο για το βάθος της, μας σώνει, θαρρώ, να ιστορήσουμε όχι πια Ηράκλειους κι άλλους ηρωικούς διαφεντευτάδες της Χριστιανοσύνης, όχι Γρηγόριους και Γερμανούς και Παπαφλέσηδες, μα του ίδιου του Κολοκοτρώνη τα λόγια, σαν είπε πως «ο Θεός έβαλε την υπογραφή του στη λευτεριά του τόπου, κι ο Θεός δεν παίρνει το λόγο του πίσω». Μπορεί τέτοια ψυχική δυναμωσύνη να μη βρισκότανε μέσα στο ρωμαίικο το αίμα απαρχής (αγκαλά μήτε αυτό δεν το πιστεύω, μια και θυμηθώ τους αριθμητούς μας Μαρτύρους), μπορεί του Κολοκοτρώνη να του τηνέ στάξανε μέσα οι συφορές. Αδιάφορο όμως αυτό· σώνει που την πίστη την είχε, και στα γερά.»
Στο Γεροδήμο, ένα άλλο έργο του, ο Εφταλιώτης σημειώνει τον ρωμαίικο εγωισμό ως καταλυτικό στοιχείο για τη συγκρότηση του χαρακτήρα του:
«’Όσοι μας είπαμε και γράψαμε πως δεν έχει βάθος ο Ρωμαίικος ο χαρακτήρας, πως του λείπει ο αληθινός ενθουσιασμός, το θρησκευτικό εκείνο το χρώμα που ξεχωρίζει του Βορεινού λαού την κάθε ιδέα, την κάθε αγάπη, και πως για δαύτο και Τιμή τι πάει να πη δεν το καλονοιώθουμε, όμως όσοι τα ψυχολογήσαμε όλ’ αυτά δεν τον αναλύσαμε τον Εθνικό χαραχτήρα καθώς του άξιζε, και τον αδικήσαμε. Δεν είναι πως τον λείπει η δύναμη να τα νοιώση και να τα λατρέψη τα ευγενικά αυτά προσόντα ο Ρωμιός. Δεν είναι πως δεν έχει το βάθος για να ριζώσουνε μέσα του· είναι που η ψυχή του καταπονέθηκε από τον παντοδύναμο τον Εγωισμό».
Οι Ρωμιοί πάνω κάτω έχουν τα ίδια ψυχολογικά χαρακτηριστικά με τους Ευρωπαίους, αλλά οι αιώνες που μεσολάβησαν από το ξύπνημα της Ευρώπης άφησαν τους Έλληνες πληγωμένους, κουρασμένους και αποναρκωμένους:
«Τι βγάζεις απ’ όλ’ αυτά; Εγώ βγάζω πως ο Ρωμαίικος ο λαός είναι ψυχικά οργανισμένος απάνω κάτω σαν τους καλλίτερους Ευρωπαϊκούς λαούς. Του λείπει όμως η πράξη. Μ’ άλλους λόγους, τους πέντ’ εξη αιώνες που η Ευρώπη σιγοξυπνούσε και προετοιμαζότανε για τα σημερνά, ας τα πούμε φώτα, εμείς που στους πιο προτερινούς αιώνες ζούσαμε και βασιλεύαμε, τώρα κοιτούμαστε λαβωμένοι, αποσταμένοι, αποναρκωμένοι.»
Ο Ρωμιός δεν αδειάζει, δεν έχει χρόνο δηλαδή, να νιώσει στην καθημερινότητά του το νόμο ως μια συμφωνία με τους συμπολίτες του που πρέπει να τηρείται. Σε ξένο τόπο είναι νομοταγής, στην πατρίδα του κοιτάζει μόνο το συμφέρον:
«Πήρε λοιπόν ένα δρόμο ο εθνικός μας ο χαραχτήρας, που αν και στο βάθος αναλογεί με τον Ευρωπαϊκό, έχει τώρα τα δικά του, και καλά και κακά, κι άσκοπο δεν είναι να σημειωθούνε στα πεταχτά τα πιο σπουδαιότερα. Αρχίζοντας από τα ψεγάδια, ας βάλλουμε πρώτα πρώτα την αψηφησιά μας σε κάθε είδος Νόμο. Βάλε Ρωμιό να συντάξη Νόμο, και θα σου προλάβη κάθε περιστατικό που πρέπει να προστατεύει αυτός ο Νόμος. Στην πράξη όμως απάνω, άλλος λόγος. Πως ο Νόμος είναι ιερό συφωνητικό που ο καθένας ανάλαβε να το φυλάη μ’ όλους τους άλλους, μπορεί κι αυτό να σου το απόδειξη με μια διατριβή ή και μ’ ένα βιβλίο. Να τη ζυμώση όμως αυτή την αρχή μέσα στην καθημερνή του ζωή, όχι πως δεν τόχει στο αίμα του —τόχει, αφού σε ξένους τόπους θέλοντας και μη τονέ σέβεται το Νόμο – στον τόπο του όμως που ο Νόμος δεν πολυδουλεύει (άλλη μελέτη αυτή), δεν το καλόνοιωσε ο Ρωμιός το συφωνητικό του με τους συντοπίτες τον. Δεν άδειασε ακόμα να το καλονοιώση. Έχει άλλες δουλειές. Έχει να φροντίζη για το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είναι δικό του συφέρο. Μας φέρνει μ’ άλλους λόγους το ψεγάδι αυτό στον Εγωισμό, όχι δα στον Εγωισμό που έχει όλος ο κόσμος, μα μια σταλίτσα ακόμα.»
Η απροθυμία να εργαστεί για μια δημόσια υπόθεση, χωρίς να έχει άμεσο προσωπικό κέρδος και η προχειρότητα με την οποία συχνά κάνει τις δουλειές του έχουν την ίδια αιτία: «Άλλο ένα. Δε θέλει να κοπιάζη, εξόν αν είναι για τον παρά. Άφησε την κούραση για ένα κοινό καλό, που την τρέμει σαν δεν προσμένει κι αυτός ωφέλεια, και πάρε τίποτις άλλο. Πάρε τους στίχους, που δε γραφήκανε στον τόπο μας με σκοπό να ζήση ο ποιητής από δαύτους. Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ’ εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ’ όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσους ενενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στέρνο στέρνο λούστρο». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πως δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο. Μας φέρνει λοιπόν κι αυτό στην ίδια την πηγή, στον Εγωισμό.»
Σημάδι αλάθευτο μισοβαβραβαρισμού, κατά τον Εφταλιώτη, είναι η άκριτη προσήλωση προς οτιδήποτε ξένο και ξενόφερτο: «Τέταρτο ψεγάδι, που αγαπάει, σέβεται, φοβάται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, και τέλος μιμάται τα ξένα. Σημάδι αλάθευτο μισοβαρβαρισμού. Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχης δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται. Μας φέρνει λοιπόν αυτό το ψεγάδι ίσια κ’ ίσια στην πηγή της πηγής, δηλαδή στην πηγή που μέσαθέ της κι ο ίδιος ο Εγωισμός αναβρύζει.» Ο Ρωμιός, αφού έζησε για αιώνες υπό ξένη κατοχή, έχει πλέον τη βαρβαρότητα του ξεπεσμένου: «Και να δης που είναι η βαρβαρωσύνη αυτή χερώτερη κι από του άγριου Αφρικανού. Να είσαι από γεννήσιο φτωχός κακό πράμα, μα όχι και τόσο κακό καθώς όταν είσαι πλούσιος και ξαναπέφτης στη φτώχεια. Ηθική φτώχεια η δική μας. Χέρσο χωράφι πού αιώνες δουλευτής δεν το πάτησε.»
Φωνές, ρητορείες και σοφιστείες τις έχει έτοιμες, όπως ο καθένας που νιώθει ότι φταίει: «Είναι λογάς, φωνακλάς, σοφιστής. Θαναλυθούν αυτά κάμποσο στην Ιστορία απάνω, που είναι και προπατορικά ετούτα. Ας αναφερθή όμως ένα πράμα εδώ· πως τις μεγάλες τις φωνές, τα πολλά τα λόγια, και τις ατέλειωτες σοφιστείες τις έχει πρόχειρες ο φταιξιάρης, και πάντα ο φταιξιάρης. Και φωνάζοντας λοιπόν και συζητώντας και λογομαχώντας ο Ρωμιός άλλο δεν έχει στο νου του παρά το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είνε δικό του συφέρο. Κ’ έτσι καταντούμε πάλι στην ίδια πηγή του Εγωισμού.»
«Και τέλος να μην παραλείψουμε την αγάπη της ομορφιάς, την αγάπη της αγάπης, την καλλιτεχνική τη φλέβα που κλαδώνεται κι αυτή αργυρόχρυση μέσα στ’ ασκάλιστο, ταδούλευτο μάρμαρο. Σπάνιο υλικό, και να μη θέλη, λέει, νακούση σμίλι! Να μη θέλη νακούση νόμο, να μάθη κόπο, να σεβαστή αλήθεια κ’ επιστήμη, και το χερώτερο, να μη θέλη να τιμήση και τα δικά του.»
Τα χαρίσματα
Η εξυπνάδα είναι από τα βασικότερα χαρίσματα του Ρωμιού και χάρη σ αυτήν άντεξε τις δεκάδες εισβολές πολεμικών λαών στον Ελλαδικό χώρο, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιστορίας: «Και πρώτο πρώτο, η μοναδική μας ξυπνάδα. Τίποτις, φίλε μου. Εμείς κι όχι άλλοι. Μην πάρης μια και μοναχή αχτίδα της ψυχικής μας φωτοπλημμύρας, πάρε τις όλες μαζί και παράβαλε τις μ’ όλες μαζί ποιανού άλλου λαού θέλεις. Το χώμα τόχει, τι τα θες. Αυτό μας το χάρισμα γέννησε την εφτάψυχη τη δύναμη που μας βάσταζε μέσα σε τόσους και τόσους κατακλυσμούς, αυτό μας ξηγάει με τι τρόπο τα κατάφερε ο Ρωμιός και τα κατάπιε όλα εκείνα τανήμερα θηριά, από Γότθους και κάτω, και τάκαμε θροφή του από φαρμάκι του, τέλος με τι τρόπο ξαναπρόβαλε εκεί που τονέ θάρρευε ο κόσμος χαμένο, και σήμερα ζη πάλε και παραζή μάλιστα, αφού μεγάλο Ανατολικό ζήτημα δε βγαίνει στη μέση δίχως ναντιλαλούν οι φωνές του μέσα στη σαστισμένη Ευρώπη. Χάρισμα φυσικό, και δίχως κόπο αποχτημένο. Μάρμαρο από φυσικό του αξετίμητο.»
Ρωμαίικη αγάπη
Ο Ρωμιός υπήρξε ακόμη νοικοκύρης, άριστος ναυτικός, πετυχημένος έμπορος αλλά το πιο εκπληκτικό χαρακτηριστικό του ήταν η ρωμαίικη η αγάπη, θυμίαμα σπάνιο στις χώρες του Βορρά: «Μπορούσανε κάμποσα να λεχτούν και για τη νοικοκυροσύνη του, τη σπιταρχοντιά του, τα εμπορικά του χαρίσματα, τις θαλασσινές του αγάπες και δόξες. Μα αφίνοντας τα, σαν παραβλάσταρα που είναι άλλων προσόντων του, ας πάμε στ’ άλλο, το πιο γλυκύτερο, το πιο παρηγορητικό, το πιο θεϊκό απ” όλα, τη ρωμαίικη την αγάπη, την ψυχοπονεσιά, την αφοσίωση, μα συγγενική είναι, φιλική, πατριωτική. Πίστη και θρησκεία σωστή. Θρησκεία που δεν το μυρίζουμε και πολύ το θεμιάμα της στα βορεινότερα μέρη.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Γεωργίου Φίνλεϋ: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Φιλολογική επιμέλεια: Άγγελος Μαντάς, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.
Αργύρης Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Αθήνα, 1901, τυπογραφείο της Εστίας, τομ 1. Πηγή:eranistis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου