Όπως όλοι οι Ουρουγουανοί, μικρός ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής. Έπαιζα πολύ καλά, ήμουν χάρμα οφθαλμών, αλλά στον ύπνο μου. Ξύπνιος, ήμουν ο χειρότερος στραβοκλότσης που είχε περάσει από τις αλάνες της χώρας μου.
Ούτε ως οπαδός έλεγα και πολλά πράγματα. Ο Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο και ο Χούλιο Σέσαρ Αμπάντιε έπαιζαν
στην Πενιαρόλ, δηλαδή στο εχθρικό στρατόπεδο. Ως καλός οπαδός της Νασιονάλ, έκανα ό,τι μπορούσα για να τους μισήσω. Αλλά ο Πέπε Σκιαφίνο, με τις αριστουργηματικές του πάσες, οργάνωνε το παιχνίδι της ομάδας
του θαρρείς και έβλεπε το γήπεδο από το ψηλότερο σημείο του πύργου του σταδίου, και ο μαύρος Αμπάντιε γλιστρούσε την μπάλα κατά μήκος της γραμμής του πλαγίου, τρέχοντας με εξαιρετική ταχύτητα, λικνιζόμενος χωρίς να αγγίζει την μπάλα ή να σκοντάφτει πάνω σε αντιπάλους. Κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω αλλιώτικα από το να τους θαυμάζω, ακόμα και να τους χειροκροτήσω αισθανόμουν την ανάγκη.
Πέρασαν τα χρόνια και κατέληξα να αποδεχτώ την ταυτότητά μου: δεν είμαι τίποτα παραπάνω παρά ένας ζητιάνος του καλού ποδοσφαίρου. Περιφέρομαι στον κόσμο με το καπέλο στο χέρι και παρακαλάω στα γήπεδα:
«ο θεός να σας έχει καλά, ένα καλό παιχνίδι«. Και όταν παίζεται καλό ποδόσφαιρο, είμαι πανευτυχής για το θαύμα, χωρίς να νοιάζομαι ποια είναι η ομάδα ή η χώρα που το παίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου