Το
ότι η εργατικότητα αποτελεί προσόν δε χρειάζεται συζήτηση. Με τη δουλειά
προκόβει κανείς. Ο εργατικός άνθρωπος πάει μπροστά. Προσφέρει. Είναι
χρήσιμος. Παραγωγικός. Κι ως εκ τούτου ευυπόληπτος. Άξιος σεβασμού.
Αντιθέτως ο τεμπέλης είναι άχρηστος. Παρασιτικός. Δε χαίρει εκτιμήσεως.
Αλίμονο στην οικογένεια που φέρει έναν τεμπέλη στους κόλπους της. Θα
φέρει βάρος για μια ζωή. Ο τεμπέλης είναι μόνο λόγια. Θα κάνει το ένα.
Θα κάνει το άλλο… Τελικώς δεν κάνει τίποτε. Κι έτσι αρχίζουν οι θεωρίες.
Έφταιγε αυτό. Έφταιγε εκείνο. Ο τεμπέλης δεν πρόκειται να παραδεχτεί
την τεμπελιά του. Ο τεμπέλης είναι ικανός να επικαλεστεί οτιδήποτε
προκειμένου να ρίξει τις ευθύνες αλλού. Ο εργατικός είναι ο άνθρωπος που
δέχεται με προθυμία να ανταλλάξει το χρόνο του με χρήμα. Ο τεμπέλης
όχι. Προτιμά το χρόνο του. Προτιμά να ασχολείται μόνο με τα πράγματα που
τον ευχαριστούν.
Ο
τεμπέλης οικογενειάρχης που αφήνει τα παιδιά του στο έλεος της μοίρας
προκειμένου να μη δουλέψει είναι πρωτίστως ανεύθυνος. Η κοινωνική
κατακραυγή έχει σαφώς λογική βάση. Γιατί αυτού του είδους η τεμπελιά δεν
είναι τίποτε άλλο από τον εγωισμό που τα θέλει όλα δικά του. Και
οικογένεια και σπιτικό και καμία υποχρέωση. Η μομφή εδώ είναι ξεκάθαρη.
Και έχει ξεκάθαρο ηθικό βάρος.
Αλλά,
ακόμη κι αν υποθέσουμε την περίπτωση του συνειδητοποιημένου τεμπέλη,
που δεν κάνει οικογένεια και που ψευτοζεί από ένα μπαχτσέ που
κληρονόμησε, τα σχόλια δε θα είναι λιγότερα. Πώς είναι έτσι το σπίτι….
πως το αφήνει να ρημάζει….. πού είναι ο πατέρας του να δει τη ντροπή…..
με τα ίδια τριμμένα ρούχα σαν το ρεμάλι… κτλ. Ακόμη κι αυτοί που μπορούν
να δεχτούν την τεμπελιά ως επιλογή – θεωρητικά πάντα – θα δυσφορήσουν
μπροστά στο μέγεθος της κακομοιριάς. Το ότι η τεμπελιά αυτής της
περίπτωσης δεν επιβαρύνει κανένα δε φαίνεται να αλλάζει πολύ την
κατάσταση. Λίγοι θα εκτιμήσουν την τιμιότητα της αποφυγής των
οικογενειακών υποχρεώσεων. (Όμως ούτε κι αυτοί θα το αποδεχτούν). Οι
περισσότεροι θα χρησιμοποιήσουν την έλλειψη οικογένειας ως επιπλέον
αφορμή επικρίσεων, αφού, ποια θα γύριζε να δει αυτό το ρεμάλι…. κτλ. Η
μομφή εδώ, μπορεί να μην έχει το ηθικό βάρος της πρώτης περίπτωσης, αλλά
δε στερείται σφοδρότητας, εστιαζόμενη στη συνεπαγόμενη φτώχεια, που
φτάνει στα όρια της αναξιοπρέπειας. Δεν είναι δυνατόν να ανέχεται
κάποιος να ζει υπό αυτούς τους όρους προκειμένου να μη δουλέψει. Στο
κάτω – κάτω, τι είναι…… ανάπηρος;
Όμως,
ακόμη κι αν υποθέσουμε την περίπτωση του τεμπέλη που κληρονομεί πολλά
λεφτά και τα κατασπαταλά χωρίς ποτέ να δουλέψει ή να αναλάβει την
ελάχιστη υποχρέωση (ακριβώς για να υπηρετήσει την τεμπελιά του), και
πάλι θα βρεθούμε μπροστά σε χαρακτηρισμούς. Ο τεμπέλης αυτού του είδους
είναι επίσης αχαΐρευτος, αφού ξεπούλησε όλη την πατρική του περιουσία
για να ζήσει πολυτελώς χωρίς να προσφέρει τίποτε. (Η διαφορά εδώ είναι
ότι πολλοί θα τον ζηλέψουν). Ο άνθρωπος που εξαφανίζει την περιουσία που
έχτισαν γενιές πίσω του δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτός. Κατά
κανόνα είναι αυτός που καταστρέφει και την επιχειρηματική δραστηριότητα
που έφερνε πλούτο στην οικογένεια. Είναι ο αποτυχημένος. Είναι αυτός που
δεν μπόρεσε να συνεχίσει το λαμπρό όνομα. Ο ανίκανος. Και γιατί όχι; Ο
ανεύθυνος. Το μαύρο πρόβατο. Και στο κάτω – κάτω, τι κατάλαβε; Τα έφαγε
όλα και ησύχασε. Θα τρίζουν τα κόκκαλα του πατέρα του….
Η
τεμπελιά είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή κάτω από όλες τις συνθήκες. Ο
τεμπέλης δεν πρόκειται ποτέ να γίνει πρότυπο. Γιατί ο τεμπέλης
συμπεριφέρεται αυθορμήτως, κάνοντας ακριβώς αυτό που επιθυμεί, πράγμα
που αντιβαίνει στην έννοια του καθήκοντος. Το καθήκον είναι το αντίθετο
της καλοπέρασης. Το καθήκον είναι η συνείδηση ότι δεν μπορεί κανείς να
κάνει ό,τι θέλει. Είναι η παραδοχή του μόχθου ως αναγκαία συνθήκη που
δεν έχει μόνο βιοποριστικές, αλλά και ξεκάθαρα κοινωνικές διαστάσεις.
Όποιος δε δουλεύει δεν τρώει…. επομένως δε δικαιούται και σεβασμό. Ο
εργατικός εξοικονομεί χρήμα. Ο τεμπέλης εξοικονομεί χρόνο. Η κοινή γνώμη
καταδικάζει τον τεμπέλη. Η κοινή γνώμη τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ του
χρήματος.
Κι
αν η έννοια του τεμπέλη προκαλεί δυσφορία ως ακραία μορφή απραξίας, η
εικόνα του ανθρώπου που εργάζεται και βιοπορίζεται αξιοπρεπώς, αλλά δεν
έχει καμία διάθεση να κάνει τίποτε περισσότερο για επιπλέον χρήματα,
επίσης δε χαίρει ιδιαίτερης εκτιμήσεως. Ο άνθρωπος που του προσφέρουν
διευθυντικό πόστο στη δουλειά του με αυξημένες απολαβές, αλλά
περισσότερη εργασία, και αρνείται, είναι μάλλον γραφικός. Πιθανότατα θα
χαρακτηριστεί επίσης τεμπέλης. Δε δείχνει την πρέπουσα επαγγελματική
φιλοδοξία. Προφανώς δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ευθυνόφοβος. Αν
βέβαια είναι επιχειρηματίας και του προσφέρουν νέο πεδίο στην αγορά,
που υπόσχεται κέρδη, και αρνηθεί για να μη δουλέψει περισσότερο, είναι
σίγουρα τρελός. Η επιχείρησή του θα φαλιρίσει. Οι κανόνες της αγοράς δεν
τα συγχωρούν αυτά.
Στο
δίλημμα χρόνος ή χρήμα βρισκόμαστε μπροστά στην απόλυτη προτεραιότητα
του χρήματος. Ο μέσος άνθρωπος είναι διατεθειμένος να δουλέψει μέχρι
εξαντλήσεως αρκεί να τον διαβεβαιώσουν ότι θα πληρωθεί ικανοποιητικά. Οι
διαθέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού που θέλουν την εξαντλητική εργασία
χωρίς τις αντίστοιχες απολαβές, μπορεί να αλλάζουν τα δεδομένα, αφού
πλέον η υπερεργασία αφορά την επιβίωση, αλλά δεν αλλάζουν την ουσία της
επικρατούσας αντίληψης, καθώς κανείς (ή τουλάχιστον ελάχιστοι) δεν
πρόκειται να πει όχι στην αύξηση των εισοδημάτων του, όσα λεφτά κι αν
βγάζει. Η διάθεση του χρόνου στο βωμό του χρήματος λειτουργεί ως κάτι
αυτονόητο, σαν να μην είναι ο χρόνος της ζωής περιορισμένος ή σαν να
πρόκειται για κάτι ξένο, κάτι έξω από τις τρέχουσες καθημερινές
προτεραιότητες. Μπροστά στο επιπλέον εισόδημα, που στρεβλά θεωρείται
κέρδος, εκμηδενίζονται ακόμη και τα όρια των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Ο
Άνταμ Σμιθ γράφει: «Οι στρατιώτες μας δε θεωρούνται ως η πιο επιμελής
ομάδα μεταξύ όλων των άλλων. Ωστόσο, όταν χρησιμοποιούνται σε κάποια
χαρακτηριστικά είδη εργασίας και αμείβονται γενναιόδωρα με το κομμάτι,
οι αξιωματικοί τους συχνά αναγκάζονται να συμφωνήσουν ρητώς με τον
εργολάβο ότι δε θα πρέπει να τους επιτρέπεται να κερδίζουν πάνω από ένα
συγκεκριμένο ποσό την ημέρα, ανάλογα με το ύψος της αμοιβής με την οποία
πληρώνονται. Μέχρις ότου συναφθούν αυτές οι συμφωνίες, η αμοιβαία
άμιλλα και η επιθυμία του μεγαλύτερου κέρδους συχνά τους ωθούσαν στο να
εργάζονται οι ίδιοι περα από τις δυνάμεις τους και να βλάπτουν την υγεία
τους λόγω υπερβολικής εργασίας». (σελ. 113).
Η
υπόσχεση του επιπλέον μισθού που λειτουργεί ως κίνητρο της επιπλέον
εργασίας μετατρέπει τον άνθρωπο σε κατοικίδιο που αν του γεμίσουν το
πιάτο δεν ξέρει πότε να σταματήσει να τρώει. Η διαρκής αναζήτηση της
ευκαιρίας, που μεταφράζεται μόνο ως χρηματική απολαβή, καθιστά αδύνατη
οποιαδήποτε ισορροπία. Αν ο άνθρωπος μπει για τα καλά στο χώρο του
χρήματος μπορεί να δουλεύει απ’ το πρωί ως το βράδυ για όλη του τη ζωή.
Το χρήμα μετατρέπεται από μέσο σε αυτοσκοπός, γίνεται δηλαδή νόημα
ύπαρξης. Βρισκόμαστε μπροστά στον ορισμό της ανελευθερίας που γίνεται
εθελοντικά στο πλαίσιο της εξασφάλισης. Κι αν δεχτούμε ότι η ασφάλεια
που παρέχει το χρήμα δεν αφορά μόνο τις δύσκολες στιγμές που μπορεί να
έρθουν, αλλά και την αξιοπρέπεια της διαβίωσης, αντιλαμβανόμαστε ότι
βρισκόμαστε μπροστά στο καθημερινό ανελεύθερο που γίνεται στο όνομα της
ελευθερίας. Γιατί το χρήμα, ως εγγυητής στην πρόσβαση όλων των αγαθών,
εξασφαλίζει την ελευθερία. Γιατί ελεύθερος είναι αυτός που μπορεί να
έχει ό,τι θέλει. Γιατί η ελευθερία μετριέται μόνο σε σχέση με την
προσβασιμότητα σε αγαθά. Γιατί αυτός που μπορεί να έχει τα καλύτερα
είναι ο πετυχημένος.
Αν
αναλογιστούμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι είναι
διατεθειμένοι να δουλέψουν σκληρά με σκοπό να κάθονται στο μέλλον
(μέλλον που κατά κανόνα δεν έρχεται ποτέ), βρισκόμαστε μπροστά στο πιο
αντιφατικό αδιέξοδο, που θέλει την αναγνώριση του χρόνου ως υπέρτατο
αγαθό, το οποίο όμως είναι πάντα μελλοντική συνθήκη. Κι όσο πιο πολλά
λεφτά βγάζει κάποιος τόσο περισσότερο πρέπει να παρατείνει το εργασιακό
παρόν για χάρη του καλύτερου μέλλοντος. Γιατί οι ανάγκες και οι όροι που
εξασφαλίζουν την αξιοπρεπή ζωή είναι ελαστικές έννοιες. Για την
ακρίβεια όσα λεφτά βγάζει κάποιος τόσες ανάγκες έχει. Και δεν υπάρχει
μεγαλύτερος φόβος από την πτώση του βιοτικού επιπέδου. Από το χάσιμο των
καθημερινών συνηθειών που διαμορφώθηκαν κατά σύμβαση. Από αυτή την
άποψη ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να παραμείνει στο ανελεύθερο.
Γιατί την έννοια του χρόνου την κατανοεί μονάχα θεωρητικά. Γιατί δε
συνειδητοποιεί ότι η ελευθερία μετριέται με το μέγεθος του ελεύθερου
χρόνου. Ότι πραγματικά ελεύθερος είναι αυτός που διαχειρίζεται το χρόνο
του όπως ο ίδιος θέλει. Ότι η ποιότητα της ζωής αφορά την καθημερινότητα
κι όχι τις ελάχιστες αργίες ή τις διακοπές. Ο άνθρωπος, αν και έχει
πλήρη επίγνωση της θνησιμότητάς του, στο βάθος θεωρεί ότι ο χρόνος θα
είναι άπειρος. Κι αυτό είναι ο πυρήνας της ανθρώπινης δυστυχίας.
Η
απληστία, η αντικατάσταση των πάντων με το χρήμα, οι πόλεμοι, τα
αδυσώπητα συμφέροντα που τσαλαπατούν τους ανθρώπους, η μόλυνση της γης
για το κέρδος κλπ, λένε πολλοί ότι κρύβουν τη συνείδηση του εφήμερου,
που νομιμοποιεί όλα τα μέσα προκειμένου να επιτευχθεί στη γη ο ατομικός
παράδεισος του καθενός – άσχετα αν προϋποθέτει την κόλαση των άλλων.
Στην ουσία όλα αυτά δεν τα προκαλεί το εφήμερο, αλλά το αιώνιο. Η
συσσώρευση του πλούτου έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα, που μόνο η
αθανασία θα μπορούσε να δικαιολογήσει. Η επίγνωση του εφήμερου, δεν
είναι παρά η επίγνωση του μηδαμινού απέναντι στο άπειρο του χρόνου. Και η
επίγνωση του μηδαμινού δεν έχει άλλη επιλογή από την απλότητα. Ο
άνθρωπος δε νιώθει μηδαμινός. Ο άνθρωπος νιώθει το κέντρο του σύμπαντος.
Κι εδώ βρισκόμαστε πλέον στην καρδιά της ανθρώπινης ηλιθιότητας, που
είναι και η πηγή κάθε δυστυχίας. Η έπαρση, η διαρκής αναζήτηση της
εξουσίας, η αίσθηση της υπεροχής που δικαιωματικά μας ανήκει, δεν είναι
τίποτε άλλο από την πιο άγρια όψη της ηλιθιότητας, που καταδεικνύει το
απύθμενο της υπαρξιακής κενότητας. Η ανθρώπινη ιστορία είναι ανίκανη να
διδάξει. Το παρόν είναι καταδικασμένο να φαντάζει αιώνιο. Η συνείδηση
του εφήμερου ανήκει μόνο στους σοφούς.
Από
αυτή την άποψη, ο τεμπέλης – με τη γραφική και ακίνδυνη έννοια που
προαναφέρθηκε, όχι με την έννοια του αρπακτικού που προσπαθεί να
αναρριχηθεί έρποντας και διατυμπανίζοντας το τίποτα που προσπάθησε –
είναι ο άνθρωπος που, έστω αντανακλαστικά, παραιτείται προς όφελος της
προσωπικής του ελευθερίας – αναλαμβάνοντας βέβαια και το κόστος. Γι’
αυτό και δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτός. Γιατί ανατρέπει όλα τα
καλούπια. Γιατί είναι ακατανόητος. Η απλή λογική επιβάλλει ότι ο καθείς
οφείλει να σκεφτεί, τουλάχιστον στοιχειωδώς, το συμφέρον του. Και δεν
υπάρχει πιο στοιχειώδες συμφέρον από το χρήμα. Ο Σμιθ προκειμένου να
διακωμωδήσει τον αφελή τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος παραδίνεται στην
πίστη ότι μπορεί να βγάλει χρήμα επικαλείται το μηχανισμό των λαχείων:
«Τα δελτία των κρατικών λαχνών στην πραγματικότητα δεν αξίζουν την τιμή
που πληρώνεται γι’ αυτά από τους αρχικά εγγεγραμμένους, ωστόσο πωλούνται
συνήθως στην αγορά σε τιμές αυξημένες κατά 20%, 30%, μερικές φορές
ακόμα και 40%. Μοναδική αιτία αυτής της ζήτησης είναι η απατηλή ελπίδα
της απόκτησης κάποιου από τα μεγάλα βραβεία. Ακόμα και οι πιο νηφάλιοι
άνθρωποι σπανίως αντιμετωπίζουν ως παραλογισμό την ιδέα του να πληρώνει
κάποιος ένα μικρό ποσό για την πιθανότητα να κερδίσει δέκα ή είκοσι
χιλιάδες λίρες, παρότι γνωρίζουν ότι ακόμη και αυτό το μικρό ποσό είναι
ίσως 20% ή 30% μεγαλύτερο από το μέγεθος αυτής της πιθανότητας». (σελ.
143).
Αποδεχόμενοι
ότι κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει ούτε δεκάρα παραπάνω για
κάθε προϊόν που αγοράζει, ακριβώς γιατί αυτό αντιβαίνει κάθε έννοια
συμφέροντος, γίνεται κατανοητό ότι το μόνο που μπορεί να πληρωθεί (με
πλήρη επίγνωση) πάνω από την αξία του είναι η ελπίδα για μελλοντικά
κέρδη. Ο άνθρωπος είναι παντελώς ανίσχυρος μπροστά στην προοπτική του
κέρδους. Μπορεί να κινηθεί από την τίμια εκδοχή της κατάθεσης ολόκληρου
του χρόνου του – δηλαδή της ζωής του – δουλεύοντας από το πρωί ως το
βράδυ, μέχρι τη διάπραξη όλων των εγκλημάτων. Κι ας μην προτρέξει κανείς
να πει ότι ο Σμιθ ήταν εκείνος που υπερασπίστηκε την ηθική νομιμοποίηση
του κέρδους θεμελιώνοντας τις καπιταλιστικές αρχές, γιατί το κέρδος
ήταν έννοια πολύ γνωστή από τις πολύ πριν τον καπιταλισμό εποχές. Κι
ούτε ήταν αυτός που ύμνησε την υπερεργασία. (Αντιθέτως κάνει ειδική
μνεία στην αναγκαιότητα της χαλάρωσης, υπογραμμίζοντας ότι αυτός που
δουλεύει μεθοδικά και σταθερά σε λογικά ωράρια, είναι και πιο αποδοτικός
και ικανός να δουλέψει πολλά χρόνια, σε αντίθεση μ’ εκείνον που
εργάζεται υπερβολικά, ο οποίος πολύ γρήγορα θα καταρρεύσει). Ο Σμιθ
αντέταξε το δικαίωμα στο κέρδος απέναντι στο φαρισαϊσμό των γαιοκτημόνων
που μεμφόταν ηθικά την αστική τάξη για να μην ορθώσει ανάστημα (σάμπως
οι ίδιοι να αποσκοπούσαν σε κάτι άλλο) κι από την πλευρά του, ως προς
αυτό – και πάντα στο πλαίσιο της εποχής – είχε δίκιο. Από κει και πέρα, η
διαχείριση του χρόνου και τα όρια στην επιθυμία του κέρδους είναι
υπόθεση των ανθρώπων. Και χρειάζεται πολύ προσοχή, γιατί, όπως φαίνεται,
ο άνθρωπος είναι ιδιαιτέρως ευάλωτος σ’ αυτού του είδους τα παιχνίδια:
«….. στα μαθηματικά δεν υπάρχει τίποτα πιο βέβαιο από το ότι όσο
περισσότερα δελτία παίζει κανείς, τόσο πιθανότερο είναι να βγει χαμένος.
Αποτολμήστε να αγοράσετε όλα τα δελτία ενός λαχνού και θα είστε σίγουρα
χαμένος. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των δελτίων σας, τόσο
περισσότερο προσεγγίζετε αυτή τη βεβαιότητα». (σελ. 143).
Άνταμ
Σμιθ: «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών»,
εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα για λογαριασμό του Δημοσιογραφικού Ομίλου
Λαμπράκη Α. Ε. Αθήνα 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου