Μακάρι το 2015 να είναι έτος προόδου, δημιουργίας και αξιοπρέπειας για όλους μας. Υγεία και κάθε καλό σε όλους! |
Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014
Χρόνια Πολλά, Καλή Χρονιά!
Το έτος γέννησης του Χριστού
Τι είναι το Έτος 1 μ.Χ.
; Ποιος ήταν αυτός που το πρωτοκαθιέρωσε; Ήταν σωστός ο τρόπος
υπολογισμού του; Ήξεραν όσοι άνθρωποι ζούσαν τότε ότι ζουν στο 1 μ.Χ. ;
Πώς ήταν ο κόσμος εκείνη τη χρονιά;
Στην αρχαία Ελλάδα τα έτη καθορίζονταν με βάση τις Ολυμπιάδες αρχίζοντας από τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες το 776 π.Χ. Στην Αρχαία Ρώμη
οι λόγιοι μετρούσαν τα έτη με αρχή τη λεγόμενη χρονιά ίδρυσης της Ρώμης
από τον Ρωμύλο το 753 π.Χ. Σε άλλα σημεία του τότε γνωστού κόσμου τα
έτη καθορίζονταν από τις βασιλείες ή τις θητείες ντόπιων αρχόντων και
ιερέων. Γενικά, πάντως, δεν υπήρχε ένα σταθερό και επίσημο σύστημα
αρίθμησης των ετών και κάθε ένας μπορούσε να επιλέξει αυτό που του
ταίριαζε καλύτερα.
Στη
σημερινή εποχή, αντίθετα, είμαστε συνηθισμένοι στο συνεχές και σταθερό
ημερολόγιο, το οποίο χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο, τουλάχιστον το
χριστιανικό. Οι Χριστιανοί, όμως, χρειάστηκαν αρκετό χρόνο για να
δημιουργήσουν το δικό τους σύστημα αρίθμησης των ετών.
Αυτός που το εισήγαγε, αλλά μάλλον με λανθασμένο τρόπο, ήταν ένας μοναχός, σκυθικής καταγωγής, ελληνόφωνος, ο Διονύσιος ο Μικρός.
Δεν γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε, αλλά ξέρουμε ότι πέθανε το 540 μ.Χ.
Εισήλθε στο μοναχικό βίο όταν πήγε στη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια της ζωής
του εκεί μετέφρασε στα λατινικά ελληνικά εκκλησιαστικά έργα, αλλά γι’
αυτό για το οποίο έμεινε γνωστός είναι για την χρονολόγηση με βάση το
έτος γέννησης του Χριστού.
Το Anno Domini (a.D.) ή Έτος Ένα (μ.Χ.) ο Διονύσιος, βασιζόμενος στο έτος κτίσεως της Ρώμης το 754 π.Χ., το ταύτισε με το πρώτο έτος της 195ης Ολυμπιάδας (776:4=194+την 1η
Ολυμπιάδα). Υπολόγισε ότι το έτος γέννησης του Χριστού συνέβη 754
χρόνια από τότε που ιδρύθηκε η Ρώμη, που όμως συμπίπτει με το πρώτο έτος
της 195ης Ολυμπιάδας. Το έτος 1 δηλαδή είναι 754 χρόνια από κτίσεως Ρώμης και 776 χρόνια από την πρώτη Ολυμπιάδα.
Η μέτρησή του έχει όμως λάθη, αν τη συγκρίνουμε με τις δύο μοναδικές μαρτυρίες που έχουμε στο Ευαγγέλιο. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, αν ορίζει σωστά την ημερομηνία εξόδου από την Αίγυπτο, αναφέρει ότι ο Ιησούς
γεννήθηκε λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της
βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου, δηλαδή το 4 π.Χ. Αν, όμως, ο άλλος
Ευαγγελιστής, ο Λουκάς έχει δίκιο, ο οποίος συνέδεσε τη γέννηση του
Χριστού με την απογραφή που πραγματοποιήθηκε στη Ρωμαϊκή επικράτεια με
διαταγή του Καίσαρα, τότε το έτος γέννησης του Χριστού θα πρέπει να είναι το 6 μ.Χ. ή το 7 μ.Χ. .
Παρά
τα λάθη που ίσως υπάρχουν στη χριστιανική χρονολόγηση από τον Διονύσιο
το Μικρό, το σύστημα αυτό επικράτησε και καθιερώθηκε σε όλη σχεδόν την
υφήλιο. Οι άνθρωποι όμως που ζούσαν το έτος 1 μ.Χ. δεν ήξεραν ότι ζούσαν
σε αυτή τη σημαντική χρονιά, καθώς αυτό καθορίστηκε περίπου 600 χρόνια
μετά.
Τι
συνέβαινε όμως σε αυτή τη χρονολογία στον τότε γνωστό κόσμο. Ουσιαστικά
υπήρχε μία μεγάλη αυτοκρατορία, η Ρωμαϊκή, με συνολική έκταση περίπου
1.250.000 τετρ. μίλια και πληθυσμό 60.000.000 και κατά άλλους 70.000.000
κατοίκους. Εκτείνονταν στο βορρά από τη γραμμή Ρήνου-Δούναβη, στο νότο
από το όρος Άτλαντα και την έρημο Σαχάρα στην Αφρική μέχρι το Νείλο, στη
Δύση σύνορο ήταν ο Ατλαντικός ωκεανός και στην Ανατολή μέχρι τη Μέση
Ανατολή. Οι «χίλιες πόλεις» του Imperium
είχαν ενιαίο νόμισμα, εκτεταμένο δίκτυο δρόμων συνολικού μήκους 150.000
χιλιομέτρων και επίσημη γλώσσα τη λατινική, ωστόσο κυρίαρχη γλώσσα στη
Σικελία, στη Λιβύη και σε όλη την Ανατολή ήταν η ελληνική. Η
αυτοκρατορία χωριζόταν σε provinciae,
δηλαδή αποικίες, με οργανωμένο εμπόριο, φορολογικούς καταλόγους,
σύστημα εκμετάλλευσης δούλων και απελεύθερων και αναγνώριζαν έναν
αυτοκράτορα, τον Οκταβιανό Αύγουστο, ο οποίος ήταν ανιψιός και
υιοθετημένος γιος του Ιούλιου Καίσαρα.
Η ιταλική χερσόνησος το έτος 1 μ.Χ. αριθμούσε 7.500.000 κατοίκους, ενώ η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Ρώμη, μαζί με τη γύρω περιοχή αριθμούσε περίπου 1.000.000
κατοίκους. Σε αυτήν ήταν συγκεντρωμένη η συντριπτική πλειοψηφία των
ρωμαίων πολιτών, όσοι δηλαδή είχαν τον τιμητικό αυτό τίτλο, και σε αυτή
συνέρρεαν όλα τα εμπορεύματα, οι φόροι, οι αιχμάλωτοι και οι σκλάβοι.
Δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με 750.000 κατοίκους
και τρίτη η Αντιόχεια της Συρίας. Άλλες μεγάλες πόλεις ήταν η Πέργαμος
και η Πομπηία με 100.000 και 20.000 κατοίκους αντίστοιχα, η Κολονία
Αγριπίννα (δηλαδή η σημερινή Κολονία της Γερμανίας), το Λούγδουνουμ
(δηλαδή η σημερινή Λυών της Γαλλίας), η Ακιλία στο μυχό της Αδριατικής, η
Ταρρακώνα στην Ιβηρική χερσόνησο και η Αυγούστα Τρεβηρών στα
βορειοδυτικά της Ρώμης.
Ολόκληρος ο κόσμος τότε είχε πληθυσμό περί τα 250.000.000 κατοίκους.
Γνωστές περιοχές τότε, εκτός από την Ευρώπη, ήταν στην Αφρική η Λιβύη, η
Κυρηναϊκή και η Αίγυπτος μέχρι τις πηγές του Νείλου, ενώ στην Ασία ήταν
η Μεσοποταμία, οι ασιατικές στέπες και η Κίνα. Η Ιαπωνία, η νότια
Αφρική, η Ωκεανία και η Αμερική ήταν παντελώς άγνωστες περιοχές.
Η Κίνα
ήταν άγνωστη στην Ευρώπη μέχρι τα πρώτα προχριστιανικά χρόνια. Ήταν η
άλλη μεγάλη αυτοκρατορία της εποχής, μετά τη ρωμαϊκή, με μεγάλο πλούτο
και πληθυσμό γύρω στα 58.000.000. Η δυναστεία των Χαν είχε διαδεχθεί
εκείνη την εποχή τη δυναστεία των Τσιν και η Κίνα γνώρισε μια νέα
επιστημονική, τεχνολογική και πολιτιστική άνθηση. Την εποχή αυτή οι
Κινέζοι γνωρίζουν τα μυστικά της επεξεργασίας του χαρτιού και της
παραγωγής πορσελάνης. Η Ρώμη και η μεγάλη αυτή χώρα της ανατολής μπορεί
να μην ανέπτυξαν ποτέ αυτό που λέμε σήμερα διπλωματικές σχέσεις, αλλά
ανέπτυξαν το εμπόριο προϊόντων, όπως χρυσός, γυαλί, χαλκός, μετάξι,
τάπητες, μπαχαρικά κ.ά. Ειδικά το μετάξι συνδέθηκε στενά με τους
Κινέζους, αφού αυτοί ήταν οι πρώτοι που κατάφεραν να βγάλουν ακέραιο
νήμα από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα.
Αυτή τη χρονιά λοιπόν υπολόγισε, μάλλον με λάθος τρόπο, ο λόγιος μοναχός Διονύσιος ο Μικρός ως το πρώτο έτος μετά Χριστόν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ALFOLDY, G., Ιστορία της Ρωμαϊκής κοινωνίας, μετάφραση Α. Χανιώτης, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1988.
CASSON, I., Το ταξίδι στον αρχαίο κόσμο, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1995.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ, εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Έτος 1 μ.Χ. , 30 Δεκεμβρίου 1999.
Μια ιστορία από την Λογοτεχνία μας για να μην ξεχνάμε την αδικία των ανθρώπων...μέρες που είναι...
Στρατής Τσίρκας, Τα κάλαντα
Το μεγάλο το
ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο: Aν είχες ταμπούρλο, η δουλειά
ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε
παραπάνω από ένα γρόσι. Eκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο
έξοδο. Tο μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα
ταμπούρλο! Mικρούτσικο, βέβαια, και τενεκεδένιο.
Kι όμως, χωρίς κανένα δισταγμό, δέχτηκα. Tόση ήταν η αγάπη που του είχα κι ο θαυμασμός μου!
- E, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;
Mα, ένα πράγμα δεν μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Mε φίλευαν ιδιαίτερα και μου έδιναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
- Έτσι δεν θα το σπάσεις εύκολα, μου είπε.
- Mα εγώ κατάλαβα πως ήταν από οικονομία. Tα πέτσινα ταμπούρλα εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο κόστιζαν έναν κόσμο λεφτά.
Πήγα και βρήκα αμέσως το φίλο μου το Mιχάλη. Ήταν το
παλικάρι της γειτονιάς κι ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα. Συχνά
τύχαινε να μας ριχτούν τα αραπάκια στις γειτονιές και να μας σκίσουν το
φανάρι ή να σπάσουν το ταμπούρλο. O Mιχάλης ήταν πολύτιμος.
- Tο ταμπούρλο το έχουμε, του φώναξα. Bγαίνουμε απόψε;
O Mιχάλης δέχτηκε αμέσως. Eίπε, όμως, πως έπρεπε να πάρουμε
μαζί μας και τον αδερφό του, τον Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος, λέει, και θα
βοηθούσε πολύ στη δουλειά. H αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε
σαν άγγελος. Σου ‘φτανε να τον ακούσεις να ψάλλει μια φορά Tη Yπερμάχω ή
να διαβάζει τον «Aπόστολο» για να προτιμήσεις αμέσως τον Άγιο
Kωνσταντίνο όπου εκείνος έψαλλε από τον Aϊ Nικόλα. Mα η πρόταση του
Mιχάλη είχε κάποια υστεροβουλία: Tα λεφτά που θα κερδίζαμε θα
μοιράζονταν στα τρία. Eκείνα θα έπαιρναν τα πιο πολλά κι εγώ, μ΄ όλο το
ταμπούρλο μου, τα πιο λίγα.
Kι όμως, χωρίς κανένα δισταγμό, δέχτηκα. Tόση ήταν η αγάπη που του είχα κι ο θαυμασμός μου!
Ξεκινήσαμε βραδάκι. O Mιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό, που
φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα
ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι κι η φροντίδα να τα αναβοσβήνω κάθε τόσο. O
Δημήτρης, σαν πρίγκιπας, με τα όμορφα μάτια του και τη γλυκιά φωνή του,
είχε τα χέρια του στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά,
πότε πιο πίσω μας, σάμπως να μην μας ήξερε. O Mιχάλης τον πείραζε
λέγοντάς του πως έκανε τον κόντε για χατίρι της Pηνούλας. Mα πέρασαν
πολλά χρόνια από τότε για να καταλάβω τη σημασία αυτού του πειράγματος. H
«πελατεία» του Mιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη από τις
φτωχογειτονιές. Oι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι «ευχαριστώ» αν τύχαινε
να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τα αμύγδαλα.
Tότες εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Aυτό ήταν ένα
μυστικό δικό μου. Mέρες τώρα το φύλαγα. Στο κουρείο του πατέρα μου
έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι.
Aπό μέρες τώρα με ρωτούσαν:- E, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;
Eγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα, όμως, το όνομα και
φρόντιζα να μάθω τη διεύθυνση. Eτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της
«επιχείρησης» ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι - εφτά
ονόματα γενναία.
- Πάμε, τους είπα, παίρνοντας ύφος προστατευτικό.
- Tι λες, μωρέ!
Φώναξαν κι οι δυο τους. Θα μας διώξουν με τις κλοτσιές.
- Έγνοια σας, είπα εγώ. Ξέρω τη δουλειά μου.
H δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο
Tάκης ο γιος του Kυρ Στέφανου, του μπαρμπέρη, ήρθε να πει τα κάλαντα.
Έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Tα σελινάκια ήρθαν να σκεπάσουν τα γροσάκια των
φτωχογειτονιών.
Mα, ένα πράγμα δεν μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Mε φίλευαν ιδιαίτερα και μου έδιναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
Θυμήθηκα το κόλπο του Mιχάλη που μου επέβαλε το Δημήτρη.
Όμως, η καρδιά μου δεν βάσταξε και τους τα ομολόγησα όλα αμέσως. Kι έτσι
τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στον κοινό κουμπαρά. Όλα θα τελείωναν μια χαρά,
θα περνούσαμε φίνα την επαύριο, με κινηματογράφο κ.λπ. κ.λπ., αν στο
γυρισμό, εκεί στα μπαξεδάκια του Mαρουφιού, δε συναντούσαμε το
Στραβοσπύρο με την παρέα του.
O Στραβοσπύρος ήταν ένας ίσαμε κει πάνω, μόρτης και
βλάσφημος. Tις Kυριακές στον Άγιο Kωνσταντίνο πουλούσε κουλούρια της
κανέλας. Mαζί του και δυο άλλο -Παναγιά μου φύλαγε!- που κουβαλούσαν μια
λατέρνα κι ένα φανάρι τζάμινο, στολισμένο με λογής - λογής κορδέλες και
χαρτιά. Tι ήθελε ο Δημήτρης σ’ εκείνη τη σκοτεινή γωνιά να πάει να τους
παινευτεί για τις εισπράξεις μας; Ωσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας
είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Tι
μπορούσε να του κάνει κι ο Mιχάλης το παιδί μ’ αυτούς τους νταγλαράδες.
Eγώ, κλαίγοντας
και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου, τράβηξα για το
σπίτι. O Mιχάλης κι ο Δημήτρης, όμως, πήραν στο κατόπι τους μόρτες,
καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες να τους πιάσουν. Δεν ξέρω πως
τέλειωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια. Eκείνο που θυμάμαι
πολύ καλά είναι πως πέρασα τις γιορτές γεμάτες πίκρα και θλίψη
απαρηγόρητη. Tο παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να παραδεχτεί τότε πως
υπήρχαν κι άλλοι πιο δυστυχισμένοι από μένα και πως το περιστατικό με το
Στραβοσπύρο ήταν ένα απειροελάχιστο παράδειγμα της αδικίας και της βίας
που βασίλευε και βασιλεύει ακόμα στον κόσμο.
Πηγή: sykees8.blogspot.gr
Τα παιχνίδια και οι άνθρωποι...
Ένα απόσπασμα της μελέτης του Γάλλου διανοητή Roger Caillois για την έννοια, τον ρόλο και την αξία του παιχνιδιού.
«Κάθε παιχνίδι είναι σύστημα κανόνων. Αυτοί καθορίζουν τι είναι και τι δεν είναι παιχνίδι, δηλαδή το επιτρεπόμενο και το απαγορευμένο. Αυτές οι συμβάσεις είναι, ταυτόχρονα, αυθαίρετα, επιτακτικές και ανέκκλητες. Δεν μπορούν να παραβιαστούν για κανένα λόγο, αλλιώς το παιχνίδι τελειώνει την ίδια στιγμή και αναιρείται από αυτό το γεγονός. Γιατί το μόνο που συντηρεί τον κανόνα είναι η επιθυμία για παιχνίδι, δηλαδή η θέληση για σεβασμό του κανόνα. Πρέπει να παίξουμε το παιχνίδι ή να μην παίξουμε καθόλου. Ωστόσο, η έκφραση αυτή λέγεται επίσης έξω και πέρα από το παιχνίδι (και μάλιστα λέγεται κυρίως εκτός παιχνιδιού) σε πολλές πράξεις ή συναλλαγές που επιχειρείται να επιβληθούν υπονοούμενες συμβάσεις που θυμίζουν εκείνες των παιχνιδιών. Η υποταγή στον κανόνα έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς καμία επίσημη κύρωση δεν τιμωρεί τον ανέντιμο παίχτη. Απλώς, παύοντας να παίζει το παιχνίδι, επιστρέφει στη φυσική κατάσταση και επιτρέπει ξανά κάθε βιαιοπραγία, πανουργία ή απαγορευμένη αντίδραση, που οι συμβάσεις αποσκοπούσαν ακριβώς να τις αποκλείσουν με κοινή συμφωνία. Αυτό που ονομάζεται παιχνίδι παρουσιάζεται τούτη τη φορά σαν ένα σύνολο εθελοντικών περιορισμών, που γίνονται εκούσια αποδεκτοί και εγκαθιδρύουν μια σταθερή τάξη, μερικές φορές μια σιωπηρή νομοθεσία μέσα σ’ ένα σύμπαν χωρίς νόμους.
Η λέξη παιχνίδι ανακαλεί τελικά μια ιδέα χαλαρότητας, μια ευκολία κίνηση, μια ελευθερία ωφέλιμη αλλά όχι υπερβολική, όταν μιλάμε για το παιχνίδι ενός γραναζιού ή όταν λέμε ότι ένα πλεούμενο παίζει πάνω στην άγκυρά του. Αυτή η χαλαρότητα καθιστά δυνατή μια αναγκαία κινητικότητα. Το 'παιχνίδι' που υφίσταται ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία επιτρέπει τη λειτουργία ενός μηχανισμού. Από την άλλη, αυτό το παιχνίδι δεν πρέπει να είναι υπερβολικό, γιατί η μηχανή θα απορρυθμιζόταν. Έτσι, αυτό το προσεχτικά υπολογισμένο διάστημα, εμποδίζει τόσο το μπλοκάρισμα όσο και την απορρύθμιση της μηχανής. Άρα παιχνίδι ονομάζεται η ελευθερία που οφείλει να παραμένει μέσα στο πλαίσιο της αυστηρότητας, ώστε να αποχτήσει ή να διατηρήσει την αποτελεσματικότητά της. Εξάλλου, ολόκληρος ο μηχανισμός μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα είδος παιχνιδιού κατά μία άλλη έννοια της λέξης που ορίζεται από το λεξικό με τον ακόλουθο τρόπο: «κανονική και συνδυασμένη δράση των διαφόρων τμημάτων μιας μηχανής». Μια μηχανή, πράγματι, είναι ένα παζλ κομματιών που έχουν επινοηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε τα μεν να εφαρμόζουν στα δε για να λειτουργούν αρμονικά. Άλλο στο εσωτερικό αυτού του παιχνιδιού, συνόλου ακριβείας, παρεμβαίνει αυτό που του δίνει ζωή, δηλαδή ένα παιχνίδι διαφορετικού είδους. Το πρώτο είναι αυστηρή συναρμολόγηση και ωρολογιακή τελειότητα, το δεύτερο είναι ελαστικότητα και περιθώριο κινήσεων.
Πρόκειται για ποικίλες και πλούσιες σημασίες που δείχνουν κατά πόσο, όχι το παιχνίδι καθεαυτό, αλλά οι ψυχολογικές προδιαθέσεις που εκφράζει και αναπτύσσει μπορούν πράγματι να αποτελέσουν σημαντικούς παράγοντες πολιτισμού. Στο σύνολό τους, αυτές οι διαφορετικές έννοιες επιβάλλουν ιδέες ολότητας, κανόνα και ελευθερίας. Μία από αυτές συνδέει την παρουσία ορίων και την ικανότητα επινόησης στο εσωτερικό αυτών των ορίων. Μία άλλη κάνει τη διάκριση ανάμεσα στα μέσα που παραχωρούνται από την τύχη και την τέχνη να επιτυγχάνεις τη νίκη στηριγμένος αποκλειστικά στα εσωτερικά και αναπαλλοτρίωτα μέσα που εξαρτιόνται μόνο από τον προσωπικό ζήλο και επιμονή. Μία τρίτη αντιπαραθέτει τον υπολογισμό και τη διακινδύνευση. Μια άλλη πάλι προσκαλεί να συλλάβουμε νόμους που να είναι, ταυτόχρονα, επιτακτικοί και με μοναδική κύρωση την καταστροφή τους, ή υποδεικνύει ότι αρμόζει να διατηρήσουμε κάποιο κενό ή διαθεσιμότητα στην καρδιά της ακριβέστερης οικονομίας.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα ή ο κανόνας ξεθωριάζει, άλλες όπου απεναντίας η ελευθερία και η επινόηση τείνουν να εξαφανιστούν. Αλλά παιχνίδι σημαίνει ότι υφίστανται και οι δύο πόλοι και ότι διατηρείται μία σχέση ανάμεσα στον μεν και τον δε. Προτείνει και διαδίδει αφηρημένες δομές, εικόνες κλειστών και περιφραγμένων χώρων, όπου μπορούν να εξασκηθούν ιδεώδεις ανταγωνισμοί. Αυτές οι δομές, αυτοί οι ανταγωνισμοί αποτελούν επίσης πρότυπα για τους θεσμούς και τις συμπεριφορές. Ασφαλώς, δεν μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα στην πάντα ασαφή και διφορούμενη, περιπλεγμένη και απροσμέτρητη πραγματικότητα. Εκεί, τα συμφέροντα και τα πάθη δεν αφήνονται εύκολα να κυριαρχηθούν. Εκεί, η βία και η προδοσία είναι κοινό νόμισμα. Αλλά τα πρότυπα που προσφέρουν τα παιχνίδια αποτελούν προϊδεασμό του ρυθμισμένου σύμπαντος που οφείλει να υποκαταστήσει τη φυσική αναρχία.
Αυτή είναι, στην ουσία της, η επιχειρηματολογία ενός Huizinga (μεγάλος Ολλανδός ιστορικός), όταν βλέπει το παιγνιακό πνεύμα να γεννάει τους περισσότερους θεσμούς που διευθύνουν τις κοινωνίες ή τους γνωστικούς κλάδους που συμβάλλουν στη δόξα τους. Το δίκαιο εντάσσεται χωρίς πρόβλημα σ’ αυτή την κατηγορία: ο κώδικας αναγγέλλει τον κανόνα του κοινωνικού παιχνιδιού, η νομολογία τον επεκτείνει στις αμφισβητούμενες περιπτώσεις, η δικονομία καθορίζει τη διαδοχή και την κανονικότητα των πράξεων. Έχουν ληφθεί προφυλάξεις ώστε όλα να συμβαίνουν με την καθαρότητα, την ακρίβεια, τη διαφάνεια, την αμεροληψία ενός παιχνιδού. Οι διαμάχες διεξάγονται και η κρίση εκδίδεται μέσα σε μία αίθουσα δικαιοσύνης και σύμφωνα με μια αμετάβλητη τελετουργία που θυμίζουν αντίστοιχα το αφιερωμένο στο παιχνίδι μέρος (κλειστό πεδίο, πίστα ή αρένα, νταμιέρα ή σκακιέρα), τον απόλυτο διαχωρισμό που πρέπει να το απομονώνει από τον υπόλοιπο χώρο για όλη τη διάρκεια του αγώνα ή της συνεδρίασης, τέλος τον άκαμπτο και πρωτίστως τυπικό χαρακτήρα των κανόνων που ισχύουν.
Στην πολιτική, στα διαλείμματα των βίαιων ενεργειών (όπου δεν παίζουν πια το παιχνίδι), υπάρχει επίσης ένας κανόνας εναλλαγής που φέρνει διαδοχικά στην εξουσία και μέσα στις ίδιες συνθήκες, τα αντίθετα κόμματα. Η ομάδα που κυβερνάει και που παίζει σωστά το παιχνίδι, δηλαδή σύμφωνα με τις προκαθορισμένες διατάξεις και χωρίς να κάνει κατάχρηση των πλεονεκτημάτων που της προσφέρει η προσωρινή επικαρπία της ισχύος, ασκεί την εξουσία χωρίς να την εκμεταλλεύεται για να αφανίσει τον αντίπαλο ή να του στερήσει κάθε πιθανότητα να την διαδεχθεί μέσα στους νόμιμους τύπους. Χωρίς αυτό, παραμένει ανοιχτή η εκδοχή της συνομωσίας ή της εξέγερσης. Τότε, όλοι συνοψίζονται σε μια ωμή αντιπαράθεση δυνάμεων που δεν τη μετριάζουν πια εύθραυστες συμβάσεις: αυτές που είχαν σαν συνέπεια την επέκταση στο χώρο της πολιτικής τάξης των σαφών, αποστασιοποιημένων και αναμφισβήτητων νόμων που διέπουν τις περιορισμένες αντιπαλότητες. (...)
Το παιχνίδι προϋποθέτει σίγουρα τη θέληση για νίκη, χρησιμοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα διαθέσιμα μέσα και αποκλείοντας τις αντικανονικές κινήσεις. Αλλά απαιτεί ακόμα περισσότερα: πρέπει να ξεπεράσεις σε ευγένεια τον αντίπαλό σου, να τον εμπιστευτείς εξαρχής και να τον πολεμήσεις χωρίς εμπάθεια. Πρέπει ακόμα να αποδεχτείς προκαταβολικά την ενδεχόμενη αποτυχία, την ατυχία ή τη μοίρα, να συναινέσεις στην ήττα χωρίς οργή και χωρίς απελπισία. Όποιος ενοχλείται ή διαμαρτύρεται, χάνει την υπόληψή του. Πράγματι, εκεί που κάθε νέα παρτίδα εμφανίζεται σαν απόλυτο ξεκίνημα, τίποτα δεν είναι χαμένο και οι παίχτης, αντί να αγανακτήσει ή να αποκαρδιωθεί, οφείλει να εντείνει την προσπάθειά του. Το παιχνίδι προτρέπει και εθίζει το άτομο να ακούει αυτό το μάθημα αυτοκυριαρχίας και να επεκτείνει την πρακτική του στο σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων και γεγονότων, ακόμα κι εκεί όπου ο ανταγωνισμός δεν είναι ανιδιοτελής, ούτε η μοίρα προδιαγεγραμμένη. Μια τέτοια αποστασιοποίηση απέναντι στα αποτελέσματα της δράσης, έστω κι αν παραμένει φαινομενική και πρέπει πάντα να επιβεβαιώνεται, δεν είναι μικρή αρετή. Αναμφίβολα αυτή η αρχοντική συμπεριφορά είναι ευκολότερη στο παιχνίδι, όπου είναι κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτική και όπου ο εγωισμός μοιάζει να είναι προκαταβολικά δεσμευμένος να τιμήσει τις υποχρεώσεις του. Πάντως, το παιχνίδι κινητοποιεί τα ποικίλα προτερήματα που ο καθένας μπορεί να έχει λάβει από τη μοίρα: τον περισσότερο ζήλο, την ανελέητη και απρόβλεπτη συγκυρία, την τόλμη του ρίσκου και τη σύνεση του υπολογισμού, την ικανότητα συνδυασμού αυτών των διαφορετικών τύπων παιχνιδιο, που είναι κι αυτό ένα παιχνίδι και μάλιστα παιχνίδι ανώτερο, με ευρύτερη πολυπλοκότητα, στο βαθμό που είναι τέχνη του ωφέλιμου συνδυασμού δυνάμεων που δύσκολα συντίθενται. Κατά μία έννοια, τίποτα δεν απαιτεί τόση προσήλωση, εγρήγορση και γερά νεύρα όσο το παιχνίδι».
info: Το βιβλίο Τα παιγνίδια και οι άνθρωποι του Roger Caillois (μετάφραση Νίκος Κούρκουλος) έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
Πηγή: thepressproject.gr
Παιχνίδια που έγραψαν ιστορία: Από τον τσίγκινο Άγιο Βασίλη ως τα μολυβένια στρατιωτάκια!
Ο μικροσκοπικός τσίγκινος Αγιος Βασίλης
με το έλκηθρο που εκτίθεται σε μια ειδικά κατασκευασμένη προθήκη είναι
μοναδικός στον κόσμο. Οταν κυκλοφόρησε στην αγορά, περί τα τέλη του 19ου
αιώνα, ήταν ένα από τα πιο φτηνά παιχνίδια που μπορούσε να αποκτήσει
ένα παιδί.
Τα «Penny Toys», όπως λέγονταν, κόστιζαν
μία πένα, δεν ήταν μεγαλύτερα από 10-13 εκατοστά, παράγονταν μαζικά σε
ευρωπαϊκά εργοστάσια έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έδιναν χαρά στους
πιτσιρικάδες της εποχής έναντι ασήμαντου αντιτίμου, αλλά, λόγω των
ευτελών υλικών τους -τσίγκος, χαρτόνι, ξύλο, λάστιχο-, έσπαγαν ή
διαλύονταν πολύ εύκολα. Γι’ αυτό και σήμερα η συλλεκτική αξία όσων
διασώζονται άθικτα είναι τεράστια.
Συναρπαστικές ιστορίες όπως αυτή των
«Penny Toys» έχει να αφηγηθεί καθένα από τα 182 σπάνια και πολύτιμα
παιχνίδια της έκθεσης «Toy Stories», που φιλοξενείται στο Κέντρο
Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Κούκλες ξύλινες, πορσελάνινες, πλαστικές,
με μηχανισμό ή χωρίς, χειροποίητες και βιομηχανικής παραγωγής,
κουκλόσπιτα με τον εξοπλισμό τους, αρκουδάκια, μαριονέτες, μολυβένια
στρατιωτάκια, τρένα, ρομπότ, επιτραπέζια, παζλ, παιχνίδια κατασκευής με
γρανάζια και βίδες ή τουβλάκια, ελληνικά των πανηγυράδων, αλλά και
παιχνίδια προπαγάνδας κατασκευασμένα στη ναζιστική Γερμανία, όλα
προερχόμενα από την αξιοζήλευτη συλλογή του Ιδρύματος Σ.Ο.Φ.Ι.Α.
(Σύνδεσμος Οργανωμένων Φιλολογικών και Ιστορικών Αρχείων), μας
ταξιδεύουν στο χρόνο και αφηγούνται στην ουσία την εξέλιξη του
παιχνιδιού από τα τέλη του 17ου αιώνα έως σήμερα.
Πιστοποιημένη από τον οίκο Sotheby’s ως η πρώτη σε αξία στον κόσμο, η συλλογή αριθμεί χιλιάδες μοναδικά παιχνίδια, ελληνικά και ξένα, που ξεκίνησε να συγκεντρώνει ο πρόεδρος του Ιδρύματος, ο Κύπριος επιχειρηματίας Ρένος Μιχαηλίδης, ψαχουλεύοντας σε παζάρια του Λονδίνου στα φοιτητικά του χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Και αν είναι εντυπωσιακά εκθέματα η Blondine, μια σπανιότατη κούκλα του 1865, γαλλικής κατασκευής, από πορσελάνη της θρυλικής Γαλλίδας Madame Rohmer, που παρουσιάζεται μαζί με το μπαούλο με την τεράστια προίκα της (μπότες, παπούτσια, μεταξωτή ομπρέλα, ρούχα, καπέλα, ματογυάλια κ.ά.) ή το αεροπλανάκι που κυκλοφόρησε η γερμανική Märklin έξι χρόνια μετά την πρώτη πτήση των αδερφών Ράιτ, λόγω ελληνικού ενδιαφέροντος συγκινεί οπωσδήποτε ένα σετ με κυβάκια της δεκαετίας του ’50 σε μακέτα του Νείρου, του διάσημου εικονογράφου του περιοδικού «Γκαούρ-Ταρζάν». Μέσα στις επόμενες μέρες θα τοποθετηθούν και πληροφοριακές κειμενολεζάντες στις προθήκες, που θα διευκολύνουν την περιήγηση του επισκέπτη στην έκθεση.
«Το γεγονός ότι πλέον η αγορά κατακλύζεται από πολλά και φτηνά παιχνίδια σημαίνει κατ’ αρχάς ότι είναι πολύ πιο αναλώσιμα απ’ ό,τι ήταν κάποτε. Οσο πιο εύκολα αποκτώνται, τόσο πιο εύκολα αντικαθίστανται από καινούργια. Επίσης, τα πράγματα που μπορεί να κάνει ο κάτοχός τους με αυτά είναι πιο περιορισμένα: πατάς ένα ή περισσότερα κουμπιά και αυτό είναι», σημειώνει η Σοφία Χαροκόπου, υπεύθυνη τομέα Αξιοποίησης του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». «Παλαιότερα, όμως, τα παιχνίδια που αναλογούσαν σε ένα παιδί ήταν μετρημένα. Ακόμη και μια αστική, ευκατάστατη οικογένεια της Αθήνας του ’50 δεν είχε πολλά, οπότε οι χρήσεις που έκανε το παιδί χρησιμοποιώντας τη φαντασία του ήταν πολύ περισσότερες. Παρ’ όλα αυτά, όσες δεκαετίες ή αιώνες και αν περάσουν, όσο και αν έχουν εξελιχθεί τα υλικά ή οι μηχανισμοί, οι θεματικές των παιχνιδιών παραμένουν ίδιες. Με κούκλες -ξύλινες, ζωγραφισμένες στο χέρι, με “καρφωμένα” τα μαλλιά στο κεφάλι, αφού η τεχνική της εμφύτευσης είναι προϊόν του 20ού αιώνα- έπαιζαν τα κορίτσια στα 1700, με κούκλες -πλαστικές, μαζικής παραγωγής και πολύ πιο προσιτές οικονομικά- συνεχίζουν να παίζουν και σήμερα. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, θα εξακολουθήσουν να το κάνουν όσα “έξυπνα” ηλεκτρονικά και αν εμπνευστεί η σύγχρονη βιομηχανία παιχνιδιών. Αυτό είναι πράγματι εντυπωσιακό…»
Πηγή:www.socialista.com.cy
Πιστοποιημένη από τον οίκο Sotheby’s ως η πρώτη σε αξία στον κόσμο, η συλλογή αριθμεί χιλιάδες μοναδικά παιχνίδια, ελληνικά και ξένα, που ξεκίνησε να συγκεντρώνει ο πρόεδρος του Ιδρύματος, ο Κύπριος επιχειρηματίας Ρένος Μιχαηλίδης, ψαχουλεύοντας σε παζάρια του Λονδίνου στα φοιτητικά του χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Και αν είναι εντυπωσιακά εκθέματα η Blondine, μια σπανιότατη κούκλα του 1865, γαλλικής κατασκευής, από πορσελάνη της θρυλικής Γαλλίδας Madame Rohmer, που παρουσιάζεται μαζί με το μπαούλο με την τεράστια προίκα της (μπότες, παπούτσια, μεταξωτή ομπρέλα, ρούχα, καπέλα, ματογυάλια κ.ά.) ή το αεροπλανάκι που κυκλοφόρησε η γερμανική Märklin έξι χρόνια μετά την πρώτη πτήση των αδερφών Ράιτ, λόγω ελληνικού ενδιαφέροντος συγκινεί οπωσδήποτε ένα σετ με κυβάκια της δεκαετίας του ’50 σε μακέτα του Νείρου, του διάσημου εικονογράφου του περιοδικού «Γκαούρ-Ταρζάν». Μέσα στις επόμενες μέρες θα τοποθετηθούν και πληροφοριακές κειμενολεζάντες στις προθήκες, που θα διευκολύνουν την περιήγηση του επισκέπτη στην έκθεση.
«Το γεγονός ότι πλέον η αγορά κατακλύζεται από πολλά και φτηνά παιχνίδια σημαίνει κατ’ αρχάς ότι είναι πολύ πιο αναλώσιμα απ’ ό,τι ήταν κάποτε. Οσο πιο εύκολα αποκτώνται, τόσο πιο εύκολα αντικαθίστανται από καινούργια. Επίσης, τα πράγματα που μπορεί να κάνει ο κάτοχός τους με αυτά είναι πιο περιορισμένα: πατάς ένα ή περισσότερα κουμπιά και αυτό είναι», σημειώνει η Σοφία Χαροκόπου, υπεύθυνη τομέα Αξιοποίησης του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». «Παλαιότερα, όμως, τα παιχνίδια που αναλογούσαν σε ένα παιδί ήταν μετρημένα. Ακόμη και μια αστική, ευκατάστατη οικογένεια της Αθήνας του ’50 δεν είχε πολλά, οπότε οι χρήσεις που έκανε το παιδί χρησιμοποιώντας τη φαντασία του ήταν πολύ περισσότερες. Παρ’ όλα αυτά, όσες δεκαετίες ή αιώνες και αν περάσουν, όσο και αν έχουν εξελιχθεί τα υλικά ή οι μηχανισμοί, οι θεματικές των παιχνιδιών παραμένουν ίδιες. Με κούκλες -ξύλινες, ζωγραφισμένες στο χέρι, με “καρφωμένα” τα μαλλιά στο κεφάλι, αφού η τεχνική της εμφύτευσης είναι προϊόν του 20ού αιώνα- έπαιζαν τα κορίτσια στα 1700, με κούκλες -πλαστικές, μαζικής παραγωγής και πολύ πιο προσιτές οικονομικά- συνεχίζουν να παίζουν και σήμερα. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, θα εξακολουθήσουν να το κάνουν όσα “έξυπνα” ηλεκτρονικά και αν εμπνευστεί η σύγχρονη βιομηχανία παιχνιδιών. Αυτό είναι πράγματι εντυπωσιακό…»
Πηγή:www.socialista.com.cy
Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014
Ευγέν. Τριβιζά "Φρικαντέλα, η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα"
Αυτή η μάγισσα αν και μισητή,
όλα τα παιδιά τρελαίνονται για αυτήν.
Είναι η γνωστή μάγισσα Φρικαντέλα!
Ο Ευγένιος Τριβιζάς αφηγείται στα παιδιά
μια ξεκαρδιστική ιστορία.
Η μάγισσα μεταμορφώνει τα παιδάκια
σε βατραχάκια, σε γατάκια και παπάκια
αλλά αυτά συνεχίζουν ασταμάτητα να
τραγουδούν τα κάλαντα με χάρη.
Έπειτα τους κλέβει τις φωνές...
και η περιπέτεια συνεχίζεται!
Σας θυμίζει κάποιον η Φρικαντέλα;
Εμένα πολλούς!
Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο
πατώντας εδώ.
Αν θέλετε μπορείτε να ακούσετε το παραμύθι
στο παρακάτω βίντεο.
Είναι η γνωστή μάγισσα Φρικαντέλα!
Ο Ευγένιος Τριβιζάς αφηγείται στα παιδιά
μια ξεκαρδιστική ιστορία.
Η μάγισσα μεταμορφώνει τα παιδάκια
σε βατραχάκια, σε γατάκια και παπάκια
αλλά αυτά συνεχίζουν ασταμάτητα να
τραγουδούν τα κάλαντα με χάρη.
Έπειτα τους κλέβει τις φωνές...
και η περιπέτεια συνεχίζεται!
Και εγώ αναρωτιέμαι τι άλλο να έκανε
η καημένη η μάγισσα..που ήθελε
να γλυτώσει από τα κάλαντα;
Μερικές φορές πρέπει να ξεπερνάμε τον εαυτό μας.
Διαβάστε την ιστορία γιατί μπορείτε
να βρείτε και τις δικές σας παραξενιές.
Τα παιδιά θα τη διασκεδάσουν
γιατί είναι γεμάτη ανατροπές,
κέφι και πολύ γέλιο.
Παίζοντας με το καλό και το κακό..
το καλαμάκι μπορεί γίνει κακαμάκι
και η Καλαμπάκα μπορεί να γίνει Κακαμπάκα.
Τι εύρημα κι αυτό!
Σας θυμίζει κάποιον η Φρικαντέλα;
Εμένα πολλούς!
Μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο
πατώντας εδώ.
Αν θέλετε μπορείτε να ακούσετε το παραμύθι
στο παρακάτω βίντεο.
Αφήγηση του παραμυθιού του Ευγένιου Τριβιζά
"Η μάγισσα Φρικαντέλα" διαβασμένο απ' την ομάδα τρεις κι ο κούκος.
Ο παραμυθάς Τριβιζάς συνεργάζεται με τον
εικονογράφο Μιχάλη Κουντούρη και η μάγισσα
Φρικαντέλα Ζαρζουέλα Σαλμονέλα Στρυφνίνη
παίρνει σάρκα και οστά!
Στο βιβλίο περιέχονται και κάλαντα από όλη την Ελλάδα,
και συνοδεύεται από ένα τριγωνάκι
για να πείτε τα κάλαντα σε όλες τις μάγισσες που γνωρίζετε..
Καλή ανάγνωση!Πηγή:paramythitis.blogspot.gr
Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014
Ο μύθος των Χριστουγέννων - Μάνος Χατζιδάκις
Ο μύθος των Χριστουγέννων κρατιέται με τη βία απ'τα παράθυρα και από
τις πόρτες, κρεμασμένος σε πανύψηλα κι αφιλόξενα σύγχρονα σκυθρωπά
κτίρια. Τον συντηρούν οι δραστηριότητες της αγοράς, τα συμφέροντα των
εμπόρων, οι ανελεύθερες κυβερνήσεις- πλην ανατολικών- και οι ακόμη πιο
ανελεύθερες θρησκευτικές οργανώσεις, τέλος, οι αστοί και οι εργατικοί,
πρόσφατοι μετανάστες στην αστική τάξη, που κατ' ουσίαν κυβερνάν τον
κόσμο μας, και που επιθυμούν θρησκευτικές αιτιολογίες και παραδόσεις για
διασκέδαση, απόλαυση κι' αμεριμνησία. Ούτε για τα παιδιά, δεν έμειναν
τα σύμβολα ανέγγιχτα. Κι αυτά ακόμη προσπαθούν να ονειρεύονται μέσα από
τις εφιαλτικές ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης, κι απόνα σπίτι που τις
μέρες αυτές, δεν έχει να προσθέσει κανένα αληθινό αγαθό, ούτε υποδομή
για μια γενναία ονειροπόληση- ονειροπόληση ενός κόσμου ιδανικού, που να
τον κυβερνάει ο Χριστός και οι Άγιοι του, με αρχηγό τον Αη Βασίλη.
Ιδιαίτερα στον τόπο μας, τα Χριστούγεννα γίνανε μέρες συναλλαγής και
αυτοϊκανοποίησης. Ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή παράσταση. Αν είχαμε και
λίγο περισσότερο χιόνι, ώ τότες τα πράγματα θάσαν καλύτερα.
Η
γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς
αίσθημα. Και η Αθήνα μας, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς
φωτιά και θέρμανση, ζεί την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και
κουρασμένα. Οι δρόμοι σκοτεινοί, για οικονομία βέβαια ηλεκτρισμού, αλλά
φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και
περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία.
Η δυστυχία
ολοφάνερη στα μάτια των γερόντων, που φεύγουν κάθε μέρα από κοντά μας
θλιμμένοι κι απροστάτευτοι, γνωρίζοντας καλά πια πως γεννήσανε, λειψούς
ανθρώπους και πολύ χιόνι, που ατέλειωτα θα τους σκεπάζει στους αιώνες.
Τα κάλαντα, τα δώρα και οι αγιασμοί, δεν πείθουνε κανένα ότι προσφέρουνε
αγάπη και παράδοση. Μόνο τα πρόσωπα μερικών παιδιών και μερικών γριών
που περιφέρονται θλιμμένες, είναι ότι διαθέτει ο κόσμος μας, για ν'
αγαπάς τις μέρες τούτες.
Κι έτσι που ο μύθος των
Χριστουγέννων έγινε δίσκος τουρισμού, ζωγραφική σε λαϊκή αγορά, σύνθημα
αυτοκόλλητο σε πρακτορείο Προ-Πό, βγήκανε για σεργιάνι χιλιάδες
αυτοκίνητα, να πουν τα κάλαντα τα εθνικά, τα θρησκευτικά και τα
καταναλωτικά. Πόσο μας ξεκουράζει αυτό το ράντισμα πετρελαίου εις τας
οδούς, για να στολίσουμε το σπίτι, για να φωτογραφίσουμε το στολισμένο
κέντρο της πόλης, ν' αφήσουμε τα δώρα μας στους τροχονόμους αστυνομικούς
και τέλος να επιστρέψουμε κατάκοποι την μεσημβρία σπίτι μας, για το
απαραίτητο και παραδοσιακό γεύμα παραμονής.
Μάνος Χατζιδάκις, Κυριακή 24 Δεκέμβρη 1978
Πηγή: http://www.palmografos.com
Η δύναμη της Ενσυναίσθησης
Ο οργανισμός RSA επιχειρεί να βρίσκει πρακτικές λύσεις στις σημερινές κοινωνικές προκλήσεις: δημιουργεί φιλμάκια μικρού μήκους, σαν «τονωτικούς εσπρέσο για το μυαλό», με σκοπό να διαφωτίσει τη σκέψη μας και κατ’ επέκταση την ίδια την κοινωνία.
Πηγή:http://www.dubiumn.com
Εκεί που τα "ξωτικά" ετοιμάζουν τα δώρα του Αη Βασίλη...
Μεγαλώσαμε –οι κάτω των 50- με την ιδέα ότι το χωριό του Άγιου Βασίλη βρίσκεται κάπου κοντά στον αρκτικό κύκλο, εκεί που τον χειμώνα ο ήλιος ρίχνει το αναιμικό φως του με φειδώ και οι τάρανδοι είναι το μοναδικό αξιόπιστο μεταφορικό μέσο.
Όμως, τα οικονομικά δεδομένα, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης,
διέλυσαν και αυτή την ψευδαίσθηση που για χρόνια συντηρούσε με νύχια και
με δόντια ο φινλανδικός οργανισμός τουρισμού.
Το χωριό του κοκκινομάγουλου άγιου βρίσκεται τελικά στην Κίνα, 300 χιλιόμετρα νοτίως της φουτουριστικής Σαγκάης, στην πόλη Yiwu. Εκεί έχουν συγκεντρωθεί περισσότερα
από 600 εργοστάσια –μερικά είναι απλές οικοτεχνίες- όπου παράγονται όλα
τα αναγκαία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς:
διακοσμητικές μπάλες, φωτεινές γιρλάντες, φιγούρες από χαρτί ή τσίγκο,
ψεύτικο χιόνι, κάλτσες, σκούφος κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σας.
Το μέγιστο πλεονέκτημα των εν λόγω εργοστασίων σε σχέση με τα ανταγωνιστικά τους σε άλλες περιοχές του κόσμου είναι φυσικά οι χαμηλές τιμές –ένας εργαζόμενος σε αυτά μπορεί να εισπράττει από 250 έως 380 ευρώ τα μήνα για δωδεκάωρη καθημερινή εργασία.
Η άνθιση του «κλάδου» συνέπεσε με τα ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης
στη Δύση, η οποία αναζήτησε φτηνές λύσεις για να κορέσει την όρεξή της
για μπιχλιμπίδια και εποχικά είδη τα οποία καταλήγουν με εντυπωσιακή
συχνότητα στα σκουπίδια. Οι εργαζόμενοι, οι οποίοι δεν έχουν
ιδέα ποιος είναι ο Άγιος Βασίλης ούτε έχουν δει ποτέ στη ζωή τους χιόνι
και έλατα, απασχολούνται όλο τον χρόνο για την παρασκευή των εορταστικών
ειδών που πωλούνται κάθε χρόνο τέτοιες μέρες και στη χώρα μας.
Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014
Πηνελόπη Δέλτα "Μεσολλογγίτικα Χριστούγεννα"
ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ του Ομέρ Βρυώνη, οι πασάδες
όλοι μαζεμένοι συζητούσαν. Ήταν ν' αποφασιστεί, πριν ξημερώσει, αν
εσήμανε ή όχι η ώρα να πάρουν το Μεσολόγγι. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, το
κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μα ειδήσεις είχαν φθάσει και ο Ομέρ είχε
συγκαλέσει τους αρχηγούς, ανυπόμονος να τους ανακοινώσει τα μαντάτα και
να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση τους.
Ένδεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε για
δύο ολόκληρους μήνες το χωριό, που ήταν τότε το ερημωμένο Μεσολόγγι, και
δυο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν
ποιος να το πρωτοπάρει. Τα οχυρώματα ήταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι
ελεεινά. Μέσα - που να το ήξεραν τότε οι Τούρκοι! - τριακόσια εξήντα
παλικάρια όλα-όλα, διαφέντευαν την ημέρα και ξανάχτιζαν τη νύχτα τις
χαλάστρες που άνοιγαν στον τοίχο τα τούρκικα κανόνια.
Από καιρό επέμεινε ο Κιουταχής πως μόνο
με το σπαθί και τη φωτιά θα βάλουν γνώση στους Γκιαούρηδες και θα φέρουν
σε λογαριασμό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Μάρκο Μπότσαρη, που
πεισμάτωναν στην τρέλα τους ή να ελευθερώσουν τη χώρα ή να ταφούν μες
στα ερείπια στης. Μα ο Ομέρ Βρυώνης, που μελετούσε την κατάκτηση του
Μωριά και που ήθελε το Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, επέμενε να το
πάρει με το καλό.
Και λόγια βαριά ανταλλάχθηκαν μεταξύ
στους δυο στρατηγούς. Γιατί τους είχαν παίξει οι Γκιαούρηδες, και
πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις· ώσπου,
ένα πρωί, ξαφνισμένοι είδαν οι πασάδες τον υπερήφανο στόλο του Ισούφη
να σκορπά και να χάνεται μπρος σε επτά Υδρέικα καραβάκια, που με
απλωμένα τα πανιά μπήκαν στη λιμνοθάλασσα και προκλητικά άραξαν στο
Μεσολόγγι.
Και όταν συνήλθαν από τη σάστισή τους οι
πασάδες, και παραπονέθηκαν και αγρίεψαν και πρόσταξαν την πόλη να
παραδοθεί, τους αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης: - Αν θέλετε τον
τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε. Άφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπει πια
μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με επτακόσιους Μανιάτες, μαζί και ο
Ζαΐμης, μαζί και ο Δεληγιάννης. Έβριζε και φώναζε ο οργισμένος πασάς,
πως ξεφόρτωσαν πια τα Υδρέικα καράβια όπλα και πολεμοφόδια, και πως ποτέ
πια δε θα παραδοθεί το Μεσολόγγι, αν δε χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί και
αν δεν πνιγούν οι Γκιαούρηδες στο αίμα.
Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής,
και βαριά το έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πως αυτός είχε ταπεινώσει το
γένος των πιστών, από πονοψυχιά για μια φούχτα σκύλους άπιστους. Και το
έφερε βαριά, γιατί, μες στα τραχιά λόγια του Κιουταχή, διέβλεπε την άλλη
κατηγορία, που δόλια την κρυφομετάλεγαν φθονεροί αντίζηλοι του, τάχα
πως γκιαούρικο αίμα έτρεχε και στις δικές του φλέβες, και γι' αυτό
λιποψυχούσε κάθε φορά που είχε να το χύσει σφάζοντας Χριστιανούς.
Είχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος
στη σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί το έβλεπε και αυτός πως η
κατάσταση άρχιζε να γίνεται κρίσιμη στο τούρκικο στρατόπεδο. Μετά την
καταστροφή της Πέτας, σαν του έστειλαν οι Ρωμιοί τον Βαρνακιώτη για
συνεννόηση, το νόμισε μεγάλο θρίαμβο που τον κατάφερε να προσκυνήσει και
να προδώσει εκείνους που τον έστειλαν· και όμως, από τότε, πολλοί
οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τα βουνά κι έκοβαν τις συγκοινωνίες και όπλιζαν
τους πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στους πιστούς· και το κρύο
είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο, το ψωμί σπάνιζε
και οι στρατιώτες άρχισαν να γρινιάζουν.
Και ύστερα από δύο ολόκληρους μήνες,
ούτε κατά μια σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση του υπερήφανου
πασά. Μα επιτέλους, τώρα είχαν φθάσει οι ειδήσεις που με τόση αγωνία τις
περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του. Τώρα ήλθε η ώρα
να διαψεύσει το θρύλο της χριστιανικής του καταγωγής. Αύριο θα πνίξει το
Μεσολόγγι στο αίμα.
Ξημέρωνε παραμονή των Χριστουγέννων.
Πλάγι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια
μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες,
σ' ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας
δούλος έψηνε καφέδες.
Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές
του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα
φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι,
φαίνουνταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο
μπακιρένιο μπρικάκι.
Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του.
-Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες.
Και στο γραμματικό, που παράμερα
στέκουνταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε: - Εσύ, κάθισε
αυτού και γράφε. Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα-πέντε
ζάρφια, και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης,
περπατώντας απάνω-κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη:
«Μάθε», έλεγε, «πως αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι».
- Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι - πρώτα ο Θεός...
Μα το πρόσωπο του δεν άλλαξε, ούτε
φαίνουνταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα-ένα, με αργές
κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά,
προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό.
-Φέρε και άλλους, πρόσταξε ο Βρυώνης,
δείχνοντας μ' ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα ζάρφια ήταν
λιγότερα από τους πασάδες.
Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω
στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τελευταίες
του διαταγές στον Βαρνακιώτη:
«Κοίταξε να μάθεις πού πάγει ο στρατός
που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αρματωλούς που έχουν
προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για
το Βραχώρι».
Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, που, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε του Ισμαήλ Πλιάσα.
- Φοβάσαι; τον ρώτησε περιφρονητικά. Οι δυο πασάδες σώπασαν.
Έριξε ο Αλβανός μια πλαγινή ματιά του
Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυφομιλήματα των
δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, φώναξε:
- Ή αύριο ή ποτέ.
Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε:
- Μη φοβάσαι, πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μας έρχονται δεξιά!
Με το κεφάλι, χαμογελώντας, τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.
-Πε τους, πε τους, πασά μου, τα μαντάτα.
Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης.
Έφευγε, λέει, στρατός από μέσα από το
Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να
σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι που το φύλαγε ο
Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει
μαζί τους.
Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει
κάποιος άνθρωπος του τις ετοιμασίες στα Ελληνικά καράβια· 500 άντρες της
φρουράς ετοιμάζουνταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα έφευγαν
αύριο βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους
εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύουνταν όλοι στις εκκλησίες τους, για τη
χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα...
Ο Κιουταχής τον διέκοψε μ' ένα νόημα
κατά τον Γιάννη, που στο πλαγινό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στο
μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.
-Αυτός; έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή.
Και μ' ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε:
-Μπα, δε μιλάει αυτός!
-Μα είναι Γκιαούρης! ψιθύρισε ο άλλος.
Ο Ομέρ χαμογέλασε.
-Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπος μου,
είπε με τρόπο που ν' ακούσει ο Γιάννης. Έπειτα, έχω τη γυναίκα του και
τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ' όσα
λέμε... - με το χέρι έκοψε τον αέρα: Έννοια σου!... Δε μιλάει αυτός.
Κάθισε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο του, κι εξακολούθησε τιςεξηγήσεις του.
Το ανατολικό μέρος της χώρας είναι το
πιο αδύνατο· από κει θα γίνει το γιουρούσι, όταν σημάνει το σήμαντρο που
θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα όμως θα γίνει μια
ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν μείνουν
μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ' αφήσουν αφύλαχτο
το ανατολικό μέρος...
Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο
μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στον καφέ που
φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. Και όμως στην
καρδιά του ήταν χαλασμός.
Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε
ξεχάσει· του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα,
αιχμαλωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του
ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τις ετοιμασίες και ν' αφήσει την καταστροφή
να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του...
Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια,
προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι' την αγαπούσε πολύ την όμορφη
γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. Για να μη κακοπάθουν αυτά
δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα
πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε να καθίσει
ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, ν' αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.
Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ'
αδειανά ζάρφια. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε
τελειώσει. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα
Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων.
Ένας-ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβήχθηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας.
Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά.
- Όχι, είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν
θα γδυθεί. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα· κλείσε τον μπερντέ και
πήγαινε· δε σε θέλω πια. Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό
χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές,
και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί.
Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν
πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο. Έτσι λοιπόν είχαν
αποφασίσει οι πασάδες· αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι.
Μα αυτός αποφάσιζε πως δε θα το πάρουν... Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ
Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να
σωθεί το Μεσολόγγι.
Μα θα μπορέσει να το σώσει;
Το ήξερε αυτός πως βίγλες είχε παντού
στους τοίχους απάνω. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για το
τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά
δεν άφηναν να σιμώσει. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. Και
ούτε και σημείο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι
φρουροί.
Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν, μια
φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. Μα που
δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων ...
Σηκώθηκε στον άγκωνά του, τα μάτια
καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες
κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε.
Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε· έβλεπε τη
γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δεν τη
θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια
της ... Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και
σκανταλιά- γελούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν
καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βάρος της σκλαβιάς. Και τώρα
έπρεπε να τα θυσιάσει ...
Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη;
Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων ... Έσπρωξε την
κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά, ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν
σ' ένα καρφί και βγήκε έξω.
Γλυκοχάραζε η παραμονή των
Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση· όλη την εβδομάδα είχε
ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη.
Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό
... γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες ...
- Ε, μπάρμπα-Γιάννη, για πού;
Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια και γνώρισε το σταβλίτη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προσευχή.
Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει.
- Πάω να σκοτώσω θαλασσοπούλια, του αποκρίθηκε, για το μεζέ του αφέντη.
Του φώναξε ο Τούρκος:
- Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες, και σε πάρουν για πολεμιστή!
Και χαχανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή.
Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα.
Το βράδυ εκείνο της παραμονής των
Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μες
στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του
κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ' όλη την περιφέρεια, μαζί με το
Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων, μόνη συγκοινωνία έμενε
πια από τη θάλασσα.
Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για
να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν' αποχαιρετήσει τους
αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα
καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν
μαζί τους για επιχείρηση μυστική.
Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα
Υδραίικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν
σταματήσει τις επιχειρήσεις τους τοκαταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν
το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφηναν ήσυχους ώσπου να πεινάσουν
πάλι.
Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδραίικα καράβια ...
Μ' αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δε γίνεται τίποτα από το Βραχώρι ...
Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντήλι τού έγνεφε να πλησιάσει.
Γύρισε τη βάρκα του κατά την ξηρά.
- Ποιος είσαι; φώναξε, και τι θέλεις;
- Έλα, μη φοβάσαι ... είμαι φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος.
Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον
άνθρωπο. Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκοπος τα ρούχα του
ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σαν να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι
βαστούσε τουφέκι κυνηγού.
Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμουδιά, κοντά του.
- Τι θέλεις; τον ρώτησε από μέσα από τη
βάρκα. Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, και
σκύβοντας είπε γρήγορα:
- Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους πως τα
χαράματα θα γίνει γιουρούσι· ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν
πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ριχθούν οι
Τούρκοι.
Ο Θανάσης πήδηξε στην ξηρά.
- Ποιος είσαι; ρώτησε τον άγνωστο, και ποιος σου τα 'πε όλα αυτά;
- Είμαι ο κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και
είμαι από τα Γιάννινα, Χριστιανός. Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία, κι
έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα· μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανίκι.
- Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσολόγγι.
Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχθηκε
- Πώς τα 'μαθες αυτά που λες; ρώτησε.
- Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και άκουσα. - Ποιοι ήταν οι πασάδες;
Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε
με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπήσουν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πως
ήταν το πιο αδύνατο.
- Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι από αλλού, μην τους πιστέψετε.
Ο Θανάσης τον άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα.
- Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο; ρώτησε.
Εκείνος έκανε να απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα χέρια.
Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.
- Έλα μαζί μου, του είπε, τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα αν γυρίσεις τώρα θα σε σκοτώσουν.
Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπό του, η όψη του ήταν αναλυμένη…
- Το τι θα γίνω εγώ, δεν πειράζει, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου ...
Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα.
Ο Θανάσης δε δίστασε πια. Πήδηξε στο μονόξυλό του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.
Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφθασε. Τρεχάτος
πήγε στου Μακρή και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τους
άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα για να
σαλπάρουν. Κατά διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά
εκατό του άντρες, και με τον Τσαλαφατίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν
κι έπιασαν τα οχυρώματα. Την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους
παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν
τα ποίμνια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δε θα γίνει, παρά θ'
αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω.
Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με
τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύλη του
οχυρώματος ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά, και
μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή,
τον Ραζικότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος
όπου ήταν ναγίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια
εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του
τοίχου, περίμεναν σιωπηλά.
Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Παντού σκοτάδι.
Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι
Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί, με σχοινιά,
μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κρύφθηκαν
μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο
ευκολοπήδηχτα. Δύο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν
κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οχτώ χιλιάδες
περίμεναν τη χαραυγή για να ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.
Όλη νύχτα, από τα δυο μέρη του τοίχου,
Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε
τούτοι ούτ' εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησιές ήταν
κλειστές, τα κεράκια σβηστά.
Απάνω στα οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογούσαν τους άντρες. Και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους.
Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία.
Και τότε άρχισε το πανηγύρι.
Από τη μιαν άκρη στην άλλη του τοίχου,
και αλαλαγμοί σχίζουν τον αέρα, με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ
Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις
επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες.
Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν.
Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη
τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα, σιωπηλά, αρπάζουν τους
ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο
χαντάκι, τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται στους
καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς τα σπαθιά
σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και
τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα.
Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο.
Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι.
Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν. Πηδούν
από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι και τους σκορπούν
αλαλιασμένους στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη,
πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν το χαντάκι.
Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια.
Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα. Τ’ ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά και κλείνουν το Μακρυνόρος.
Τ' ακούν και οι Τούρκοι, πως
Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσανστην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους,
και τρόμος τους πιάνει. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως
Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για το Μεσολόγγι, και πανικός τους
ταράζει.
Παραμονή Aη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι
πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν που όλα τους τα κανόνια,
πολεμοφόδια, τροφές, και έπιπλα ακόμη των πασάδων, μένουν στα χέρια των
Ελλήνων, που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς.
Έτσι γιόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.
Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο
δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα
ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης, που κουρασμένος στέκουνταν
να ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα
βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να
στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.
Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το
κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χριστιανοί που
του είχαν δώσει από το στέρημά τους για να τα χτίσει.
Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη
φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν
απόμακρη φωνή του.
Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο
μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο. Ούτε
τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από πού ήταν και ποιες φουρτούνες τον
είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης τα είχε ξεμάθει στη
μοναξιά του. Σκυφτός πάντα και σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στην πόρτα του
κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην
ατέλειωτη προσευχή του.
Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί
μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και
τα σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του,
τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του, που με το αίμα
της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του
Μεσολογγίου.
Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.
Πηγή: Πηνελόπη Δέλτα"Παραμύθια και άλλα"
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)