Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Κάτι σάπιο στο βασίλειο του καπιταλισμού...



του  Ricardo Hausmann
Κάτι σάπιο υπάρχει σίγουρα στο βασίλειο του καπιταλισμού*. Παρά τα άνευ προηγουμένου χαμηλά επιτόκια, οι επενδύσεις στις περισσότερες προηγμένες χώρες είναι σημαντικά μειωμένες έναντι των επιπέδων τους τον καιρό πριν από την κρίση του 2008, ενώ τα ποσοστά απασχόλησης παραμένουν πεισματικά χαμηλό. Και ακόμα και οι επενδύσεις κατά την προ κρίσης περίοδο δεν ήταν εντυπωσιακές, δεδομένων των χαμηλών επιτοκίων που επικρατούσαν.
Για κάποιο λόγο, η επίτευξη επενδύσεων τέτοιου επιπέδου που θα δημιουργούσε πλήρη απασχόληση μοιάζει να απαιτεί αρνητικά πραγματικά (προσαρμοσμένα βάσει πληθωρισμού) επιτόκια, πράγμα που είναι σαν να λέμε πως οι άνθρωποι πρέπει να πληρώνονται για να επενδύουν. Αλλά σε έναν κόσμο χαμηλού πληθωρισμού και μηδενικών ονομαστικών επιτοκίων, ο δρόμος μέχρι το απαιτούμενο αρνητικό πραγματικό επιτόκιο μπορεί να αποτελεί πρόκληση. Αυτή είναι η πάθηση την οποία ο Λάρι Σάμερς, μνημονεύοντας ένα κείμενο του Άλβιν Χάνσεν από το 1938, αποκάλεσε «κοσμική στασιμότητα».
Οι πολιτικές συνέπειες αυτής της κατάστασης παραμένουν ανοικτές προς συζήτηση (τα ζητήματα συνοψίζονται πολύ καλά σε ένα ηλεκτρονικό βιβλίο που εξέδωσαν οι Κοέν Τιούλινγκς και Ρίτσαρντ Μπόλντγουιν. Για τους Κεϋνσιανούς, η απάντηση είναι αντισυμβατική νομισματική πολιτική (για παράδειγμα, ποσοτική χαλάρωση), δημοσιονομική τόνωση, και ένα υψηλότερο ποσοστό-στόχος πληθωρισμού. Αλλά, όπως επισημαίνουν ο Σάμερς και άλλοι, οι χαλαρές νομισματικές πολιτικές μπορούν να προκαλέσουν φούσκες, και η παρατεταμένη δημοσιονομική τόνωσηξ μπορεί να καταλήξει σε μια κρίση χρέους.
Επιπλέον, οι προτιμώμενες πολιτικές των Κεϋνσιανών καλύπτουν μόνο τις συνέπειες της κοσμικής στασιμότητας, όχι τις αιτίες της – για τις οποίες υπάρχει ακόμα λιγότερη συμφωνία. Για κάποιους, το πρόβλημα είναι το πλεόνασμα αποταμιεύσεων σε συνάρτηση με την αργή δημογραφική ανάπτυξη, το αυξανόμενο προσδόκιμο ζωής, και τα στατικά όρια συνταξιοδότησης – συνδυασμός που αναγκάζει τους ανθρώπους να αποταμιεύουν περισσότερα για τα γηρατειά τους. Αλλά, όπως επισημαίνει ο Μπάρι Άιχενγκριν, η αύξηση των αποταμιεύσεων μοιάζει πολύ μικρή για να εξηγήσει το πράγμα.
Για άλλους, το πρόβλημα είναι η μειωμένη ζήτηση για επενδύσεις, που οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα μηχανήματα είναι πλέον πολύ φθηνότερα και ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει επιβραδυνθεί από το 1970. Οικονομολόγοι όπως ο Ρόμπερτ Γκόρντον και ο Τάιλερ Κάουεν υποστηρίζουν πως τα τεχνολογικά επιτεύγματα του παρελθόντος, μεταξύ των οποίων το νερό βρύσης, ο κλιματισμός, και το εμπορικό αεροπορικό ταξίδι, είχαν μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκτυπο – γεννώντας τον προαστιακό τρόπο ζωής με τα αυτοκίνητα και τα εμπορικά κέντρα, για παράδειγμα – από ό,τι πολλές από τις σημερινές προόδους.
Η εκτίμηση αυτή ενοχλεί τους αισιόδοξους όπως ο Τζόελ Μόκυρ ή ο Έρικ Μπρύνγιολφσον και ο Άντριου ΜακΑφί, οι οποίοι δεν πιστεύουν πως η τεχνολογική πρόοδος έχει επιβραδυνθεί. Αντ΄ αυτού, υποστηρίζουν πως η παραδοσιακή έννοια που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της οικονομικής παραγωγής και ανάπτυξης, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, υποτιμά αυτή την πρόοδο. Στο κάτω-κάτω, οι ζωές μας έχουν γίνει δραματικά πιο παραγωγικές χάρη στην Google, τη Wikipedia, τη Skype, την Twitter, τη Facebook, τη YouTube, τη Waze, τη Yelp, τη Hipmunk, την Pandora, και πολλές άλλες εταιρείες. Αλλά όλες παρέχουν τις υπηρεσίες τους δωρεάν, πράγμα που σημαίνει πως τα οφέλη που παρέχουν δεν υπολογίζονται στο ΑΕΠ.
Όπως έχει υποστηρίξει ο Έντουαρντ Γκλέσερ, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η μέση οικογένεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία υποτίθεται ότι είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι το 1970, θα ήταν πρόθυμη να εγκαταλείψει τα κινητά της τηλέφωνα, την πρόσβασή της στο Internet, καθώς και τις νέες της τεχνολογίες υγείας, προκειμένου να επιστρέψουν σε εκείνη την αλκυονίδα εποχή. Συνεπώς, οι αριθμοί του ΑΕΠ μάλλον εξαιρούν πολλή πρόοδο.
Το γεγονός ότι τόση καινοτομία προσφέρεται δωρεάν δεν δημιουργεί μόνο πρόβλημα μέτρησης για τους οικονομολόγους· είναι επίσης πραγματικό πρόβλημα για εκείνους που προσπαθούν να βρουν επενδυτικές ευκαιρίες. Στις παλιές καλές μέρες της μεταπολεμικής άνθησης, αν ήθελες ένα κλιματιστικό, ένα αυτοκίνητο, ή μία εφημερίδα, έπρεπε να τα αγοράσεις, δίνοντας στους παραγωγούς τη δυνατότητα να βγάλουν λεφτά παρέχοντάς τα.
Τα προϊόντα υψηλής έντασης πληροφοριών – χαρακτηριστικά των σημερινών τεχνολογικά προηγμένων οικονομιών – είναι διαφορετικά. Επειδή το κόστος παροχής ενός επιπλέον αντίγραφου είναι σχεδόν μηδενικό, είναι δύσκολο να τα χρεώσει κανείς.
Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση ήταν οι πρώτοι που αντιμετώπισαν αυτό το πρόβλημα, γιατί δεν μπορούσαν να εμποδίσουν όσους διέθεταν ένα δέκτη να λάβουν το σήμα. Χρειάστηκε να αναπτύξουν ένα μοντέλο βασισμένο στη διαφήμιση, καθιστώντας το δυνατό να πληρώνουν άλλη για τα οφέλη που απολάμβανε ο καταναλωτής. Αυτό υποτίθεται πως κάνει την Google τόσο επικερδή, αν και δυσκολεύομαι να πιστέψω πως τα τεράστια οφέλη που απολαμβάνω ως επιμελής και ευτυχισμένος χρήστης πληρώνονται από τις μάλλον σπάνιες διαδικτυακές αγορές μου.
Ζούμε λοιπόν σε έναν κόσμο όπου μεγάλο μέρος της προόδου που επιτρέπει η νέα τεχνολογία ενσωματώνεται σε προϊόντα τα οποία πρέπει να προσφερθούν δωρεάν. Ένα κάπως τυχαίο υποσύνολο δυνητικών προϊόντων μπορεί, με το σωστό επιχειρηματικό μοντέλο, να καταστεί επικερδές – ας πούμε, μέσω της διαφήμισης ή της πώλησης των πληροφοριών τις οποίες τα προϊόντα συλλέγουν παθητικά από τους χρήστες.
Αλλά πολλοί άλλοι, όπως η Wikipedia και το δημόσιο ραδιόφωνο, δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Τα δωρεάν προϊόντα καταστέλλουν επίσης την αξία κοντινών υποκατάστατων. Ενώ μπορεί να χρειάζεται χρέωση 100 δολαρίων ανά εισιτήριο για να ανακτηθεί το κόστος μίας θεατρικής παράστασης 1 εκατομμυρίου δολαρίων, κάποιοι σκηνοθέτες μπορούν να βγάλουν λεφτά από μία ταινία 200 εκατ. δολαρίων, πουλώντας εισιτήρια των 10 δολαρίων στους καταναλωτές που δεν είναι διατεθειμένοι να περιμένουν λίγες εβδομάδες έως ότου ο πάροχός τους καλωδιακής τηλεόρασης τους προσφέρει .
Το ηλεκτρονικό βιβλίο που αναφέρθηκε παραπάνω, το οποίο στάθηκε αφορμή για το παρόν άρθρο, διατίθεται σε σένα, τον αναγνώστη, δωρεάν (όπως κι αυτό το άρθρο). Δεν είναι ν΄ απορεί κανείς που τόσοι άνθρωποι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Αλλά το Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής, που δημοσίευσε το e-book, και το Project Syndicate, που φιλοξενεί αυτήν τη στήλη, χρηματοδοτούνται αμφότερα (τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό) από χορηγούς.
Αυτό μπορεί και να μην είναι σύμπτωση. Προκειμένου να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες της νέας τεχνολογίας, μπορεί να χρειαστούμε μη-αγοραστικές μορφές πληρωμής για πολύτιμες συνεισφορές. Το παραδοσιακό καπιταλιστικό μοντέλο μπορεί να έκανε πλούσιο τον Μπιλ Γκέτις, αλλά το ίδρυμά του χρηματοδοτεί πλέον πολύτιμες τεχνολογικές καινοτομίες με μη κερδοφόρους τρόπους. Όπως και με τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια, αν και μ΄ έναν πιο στοχευμένο και αποτελεσματικό τρόπο, μπορεί να χρειαστεί να πληρώσουμε για να πραγματοποιηθούν οι πολύτιμες επενδύσεις.
Παράφραση του γνωστού στίχου από τον Άμλετ του Σέξπιρ: «Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας».
——-——-
Ο Ricardo Hausmann, πρώην υπουργός Σχεδιασμού της Βενεζουέλας και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Διαμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης, είναι καθηγητής της Πρακτικής Οικονομικής Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όπου είναι επίσης διευθυντής του Κέντρου Διεθνούς Ανάπτυξης.
                                                                                     Πηγή: analitis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου