Ο Μάνος Χατζιδάκις, γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη, γεννήθηκε στην Ξάνθη σαν σήμερα πριν 92 χρόνια. Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα, εξασκείται στο βιολί και το ακορντεόν.
Ο Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, με τη μητέρα του, το 1932, έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδακις εργάζεται για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο.
Παράλληλα επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο, την περίοδο 1940 – 1943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει ποτέ. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία
Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική, και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι.
Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης την διάσημη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και «Ερημιά» (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρους» (1950) από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Μάνου Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες, για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η «Μήδεια» (1956), ο «Κύκλωπας» (1959), οι «Βάκχες» (1962), οι «Εκκλησιάζουσες» (1956), η «Λυσιστράτη» (1957) και οι «Όρνιθες» (1959). Το (1950) εξάλλου, ο Χατζιδάκις συνεργάζεται και με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία του τραγωδία «Ο Θάνατος του Διγενή».
Η μεγάλη δημοσιότητα
Από το 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα.
Το 1960 ήταν μία χρονιά με διακρίσεις και βραβεία. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στο Β’ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία» με τη Νάνα Μούσχουρη, απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο «Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα «Τα Παιδιά του Πειραιά» για το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν, που έκαναν το γύρο του κόσμου «αποδίδοντας» στον συνθέτη και το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά, και ακόμα συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά «Ευρυδίκη» του Ζαν Ανούιγ, «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, «Ο θάνατος του Διγενή» του Άγγελου Σικελιανού, «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημήτριου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: «Μανταλένα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία δήμαρχος», «Το κλωτσοσκούφι», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», κ.ά.
Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά». Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. «Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας, αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα», ήταν η απάντηση-δήλωση του συνθέτη. Σημειωτέον ότι το πρώτο ΄Οσκαρ (Δεύτερου Γυναικείου Ρόλου) είχε φέρει στην Ελλάδα το 1943 η Κατίνα Παξινού για την ερμηνεία της στην ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» του Σαμ Γουντ. Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, για το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν, που έκανε το γύρο του κόσμου, επικράτησε των άλλων υποψηφιοτήτων, προσφέροντας στον έλληνα δημιουργό διεθνή διάκριση· βράβευση την οποία ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ξεχωριστή στιγμή στην μουσική του σταδιοδρομία. «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», έλεγε. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Χατζιδάκις απέσπασε το Β’ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του «Κουρασμένο παλληκάρι». Το Α’ δόθηκε στο Μίκη Θεοδωράκη για την «Απαγωγή».
Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί τον «Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις» στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε είκοσι συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι «Όρνιθες» ανεβαίνουν με τα Μπαλέτα του Εικοστού Αιώνα στις Βρυξέλλες.
Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για τη «Μήδεια» του Ευριπίδη (1958), το «Παραμύθι χωρίς όνομα», του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1959) το «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, η «Οδός ονείρων» (1962), αλλά και «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» – δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για την Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).
Ο Μάνος Χατζιδάκις στο εξωτερικό
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών «Reflections» σε συνεργασία με το συγκρότημα «New York Rock and Roll Ensemble», ενώ ηχογραφεί και «Το Χαμόγελο της Τζοκόντας», στην -πασίγνωστη πλέον- συμφωνική του μορφή. Παράλληλα συνεχίζει την συνεργασία με τα μπαλέτα του Εικοστού Αιώνα στις Βρυξέλλες, όπου διευθύνει έργα δικά του ή άλλων συνθετών. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία «Blue» (1958) του Silvio Narizzano, η «Ρυθμολογία» (έργο για πιάνο) και η «Αμοργός» (1970), έργο το οποίο ο συνθέτης άφησε ημιτελές.
Επιστροφή στην Ελλάδα – Μεταπολίτευση
Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», με το οποίο επιδιώκει, σύμφωνα με τον ίδιο, «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία». Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του «Μεγάλου Ερωτικού».
Η πολυεπίπεδη δραστηριοποίηση του Χατζιδάκι στον χώρο της τέχνης και οι παρεμβάσεις του στα κοινά κορυφώνονται την περίοδο αυτή. Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 – 1977 ενώ την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα, σημείο αναφοράς, ποιότητας και ιδεών στην ελληνική ραδιοφωνία, και σηματοδοτεί -σίγουρα – την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού.
Η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο
Η στροφή των ελλήνων συνθετών στην παράδοση είχε ήδη ξεκινήσει από την γενιά του μεσοπολέμου. Συνθέτες όπως ο Νίκος Σκαλκώτας και ο Μανώλης Καλομοίρης, που εντάσσονται χρονολογικά στην λεγόμενη γενιά του ’30, επηρεάστηκαν από το πνεύμα της εποχής και αντιμετώπισαν το ζήτημα της ελληνικότητας στον χώρο της μουσικής.
Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο πρώτος που αντιμετωπίζει την παράδοση έξω από το ηθογραφικό πλαίσιο, και σε όλη της την έκταση, προσλαμβάνοντας και τα πλέον απορριπτέα -για την κοινωνία της εποχής του- λαϊκά στοιχεία, και εντάσσοντάς τα σε ένα νέο μουσικό κράμα. Από αυτή τη σκοπιά ο Χατζιδάκις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνεχιστής της γενιάς του ’30 στον χώρο της μουσικής[12]. Εξάλλου, ο Χατζιδάκις γαλουχήθηκε με τις ιδέες της γενιάς του ’30 και διατηρούσε ισχυρή φιλία με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της.
Στην πορεία αυτή, θα ενταχθούν πολύ νωρίς -ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940- και άλλοι συνθέτες, όπως ο Αργύρης Κουνάδης και ο Μίκης Θεοδωράκης, μετατρέποντας την ιδέα της σύνδεσης της λόγιας μουσικής με την λαϊκή παράδοση σε κίνημα. Αποτέλεσμα υπήρξε η δημιουργία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, όρος που επινόησε ο Μίκης Θεοδωράκης για να περιγράψει το νέο αυτό μουσικό κράμα. Το δίπολο Χατζιδάκις – Θεοδωράκης, με το τεράστιο συνθετικό και θεωρητικό τους έργο, καθώς και με την σιγουριά της ποιότητας, θα αποτελέσει έκτοτε τον βασικό πυλώνα που θα καθορίσει τις εξελίξεις στην ελληνική μουσική.
Η στάση του απέναντι στο λαϊκό
Στον νέο χώρο που δημιουργεί η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο, ο Χατζιδάκις διατηρεί μίαν θεωρητική, αλλά και αισθητική απόσταση που τον διαφοροποιεί σαφώς από τον Θεοδωράκη: Διατηρεί πάντα την συναίσθηση ότι ο ίδιος είναι μη λαϊκός, ένας αστός παρατηρητής. Παράλληλα προσεγγίζει τον όρο «λαϊκό» αυστηρά, αποδίδοντάς του μία σαφή και αφαιρετική έννοια, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες:
«… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες, είναι η συνήθεια του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς την βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς την φθορά της Τάξης του…»
Η τοποθέτηση αυτή του Χατζιδάκι τον οδηγεί να αναζητά για την μουσική του ένα περιεχόμενο ουσιαστικό και μία γνήσια σχέση με τον κόσμο. Αδιαφορεί για το ελαφρό τραγούδι, αυτό που δεν εκφράζει μίαν βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ενώ αποκήρυξε μεγάλο μέρος του «λαικότροπου» έργου του -γραμμένου κατά βάση για τον ελληνικό κινηματογράφο- για τον ίδιο λόγο. Αναφέρει χαρακτηριστικά για την μεγάλη επιτυχία του «Ποτέ την Κυριακή»:
«Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα»
Το τραγούδι
Ο Χατζιδάκις επιδιώκει μια μουσική ζωντανή, που να εκφράζει τους ανθρώπους και τον καιρό τους, και να μην είναι απλώς μια έκφραση τέχνης. Για τον λόγο αυτό απέρριψε το οικοδόμημα της κλασσικής μουσικής, και επέλεξε απ’ την αρχή την ενασχόλησή του με το τραγούδι ως «ερωτική πράξη και όχι μια έκφραση τέχνης» . «Πιστεύω» -γράφει ο Χατζιδάκις- «στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.».
Το τραγούδι κατά τον Χατζιδάκι πρέπει να βασίζεται σε υψηλό ποιητικό λόγο, αλλά και να περιέχει έναν ισχυρό μύθο. Τον στόχο αυτό θεωρεί ότι τον επιτυγχάνει για πρώτη φορά με τον κύκλο τραγουδιών «Μυθολογία» (1965).
Λόγω της τοποθέτησης αυτής πάνω στο τραγούδι, το έργο του Χατζιδάκι είναι συνυφασμένο με την γενικότερη στάση του στα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου.
Συγγραφικό έργο
Ο Μάνος Χατζιδάκις εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, με τους τίτλους «Μυθολογία» και «Μυθολογία δεύτερη». Ακόμη, εξέδωσε μία επιλογή από τα σχόλιά του στο Τρίτο Πρόγραμμα με τίτλο «Τα σχόλια του Τρίτου», καθώς και μία συλλογή από συνεντεύξεις και άρθρα, με τίτλο «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι». Ο Χατζιδάκις –σε αντίθεση με τον Μίκη Θεοδωράκη– δεν συνέγραψε αμιγώς θεωρητικά έργα. Η θεωρητική του τοποθέτηση, τόσο σε θέματα μουσικής όσο και σε ευρύτερα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου, αποτυπώνεται σε ένα πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων, διαλέξεων και σχολίων, καθώς και στο συνθετικό του έργο.
Οι παρεμβάσεις του στον δημόσιο βίο
Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέπτυξε, ήδη από την εποχή της απελευθέρωσης, βαθιά πολιτική σκέψη, κεντρικός άξονας της οποίας ήταν η αμφισβήτηση και η αναθεώρηση. Για την πολιτική του ταυτότητα, γράφει ο ίδιος: «Είμαι δημοκράτης αστός ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς […] Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής […] Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει.». Η πολιτική σκέψη του Χατζιδάκι επεκτείνεται στην ουσία των κοινωνικών ζητημάτων, πέρα και έξω από τον χώρο που ορίζουν οι ιδεολογίες, και βρίσκεται πανταχού παρούσα στο έργο του, που ωστόσο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί στρατευμένο.
Από την μεταπολίτευση, και μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Μάνος Χατζιδάκις παρεμβαίνει συστηματικά και με έντονο τρόπο στον δημόσιο βίο. Αρχικά με το τρίτο πρόγραμμα, κι αργότερα με το περιοδικό «το τέταρτο», επιχειρεί συνειδητά και μεθοδικά να αντιδράσει σε κατεστημένες αντιλήψεις. Αλλά και με πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων και δηλώσεων, πάλεψε ενάντια σε αυτά που ο ίδιος θεωρούσε ως μεθοδεύσεις, λαϊκισμό, συντηρητισμό και αμετροέπεια της εξουσίας. Οι παρεμβάσεις του Χατζιδάκι στα δημόσια πράγματα της χώρας δεν γίνονται χωρίς κόστος για τον ίδιο, και κορυφώνονται με την δριμεία κριτική που του ασκεί η εφημερίδα Αυριανή.
Η στάση του Χατζιδάκι στα θέματα του δημόσιου βίου καθορίζεται από την αισθητική του και χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος του έργου του αυτής της περιόδου. Ορισμένα έργα στα οποία αποτυπώνεται η πολιτική σκέψη του συνθέτη είναι «Τα παράλογα» (1976), «Η εποχή της Μελισσάνθης» (1980), «Πορνογραφία» (1982), «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1983).
Εργογραφία
Η εργογραφία του Μάνου Χατζιδάκι έχει καταγραφεί κατ’ αρχάς από τον ίδιο τον συνθέτη, και ανασυνταχθεί από τον Β. Αγγελικόπουλο και την Ρ. Δαλιανούδη . Στην εκδοχή της τελευταίας περιλαμβάνει 61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλους τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες. Κάποια από τα έργα αυτά είναι ανέκδοτα ή ανολοκλήρωτα. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις έχει επιλέξει και αριθμήσει 51 από τα έργα του, που θεωρούσε ως τα πλέον σημαντικά.
Η πλήρης εργογραφία και δισκογραφία του συνθέτη, με τα δικά του εισαγωγικά σημειώματα, καθώς και πρόσθετο αρχειακό υλικό, είναι προσβάσιμη στον επίσημο ιστότοπό του.
Ο Χατζιδάκις στο έργο άλλων δημιουργών
Το έργο του Χατζιδάκι «Ο μεγάλος ερωτικός» αποτέλεσε το αντικείμενο της ομώνυμης ταινίας του σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, όταν ήταν εξόριστος στην Ζάτουνα, χρησιμοποίησε ως ρεφραίν στο τραγούδι «Είμαι Ευρωπαίος» μέρος από το τραγούδι του Χατζιδάκι «Εκεί ψηλά στον Υμηττό» φοβούμενος ότι αν τον άκουγαν οι φρουροί να παίζει ένα δικό του τραγούδι θα έκαναν εφαρμογή του διατάγματος Αγγελή.
Το τραγούδι «Τώρα που πας στην ξενιτιά» επιλέχτηκε για την τελετή έναρξης των Μεσογειακών Αγώνων του 1991 στην Αθήνα.
Μουσικές και τραγούδια επιλέχθηκαν για τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Στην Τελετή Έναρξης ακούγονται τα: «Νυχτερινός Περίπατος» από το έργο «Ποτέ την Κυριακή», «Το ατέρι του βοριά» από το έργο «Αμέρικα, Αμέρικα». Το τραγούδι «Μητέρα κι αδελφή» από το έργο «Η Εποχή της Μελισσάνθης» επιλέχτηκε για την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
Το 2003 ο μουσικός Κωνσταντίνος Βήτα κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τίτλο «Transformations». Ο δίσκος περιλαμβάνει συνθέσεις και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι διασκευασμένα (σε μορφή ηλεκτρονικής μουσικής) από τον Κ. Βήτα. Η κυκλοφορία του δίσκου έγινε από τον Σείριο.
Το 1995 ο τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς αφιέρωσε το τραγούδι «Ταχυδρόμος» απο τον δίσκο του «Η ζωή μόνο έτσι είναι ωραία» στον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις αναφέρεται στους στίχους του τραγουδιού.
Ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι έχουν μελοποιήσει οι συνθέτες Σταύρος Ξαρχάκος, Νότης Μαυρουδής και Γιώργος Ρωμανός. Το ποίημα «Κρίση» μελοποιήθηκε τόσο από τον Ξαρχάκο, όσο και από τον Μαυρουδή.
«Η μουσική χρειάζεται τρία πράγματα: τέχνη, τεχνική και βιώματα. Χωρίς αυτά δε γίνεται να γράψεις μουσική».
Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.
Πηγή: ngradio.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου