Η πορεία
του ανθρώπου στη ζωή είναι γεμάτη από απώλειες, πραγματικές και
συμβολικές. Από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του πρέπει να
διαπραγματευτεί την σχέση του με την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα
που του είναι άγνωστη, ακατανόητη και τρομακτική.
Το παιδί,
σύμφωνα με τον Piaget, κατασκευάζει το νόημα που θα το οδηγήσει στη
γνώση, μέσω της αλληλεπίδρασης με τον κόσμο της εμπειρίας. [1] Η
κατασκευή αυτή γίνεται μέσα από την απόκτηση καινούργιων γνωστικών
σχημάτων και την αλλαγή και τον εμπλουτισμό των ήδη υπαρχόντων. Αυτή η
γνωστική και αναπτυξιακή διαδρομή χαρακτηρίζεται από το αίσθημα της
απώλειας. Σε συμβολικό επίπεδο, κάθε καινούργια γνώση προϋποθέτει την
απώλεια της παλιάς, την ανάγκη να αφήσει κανείς τη σιγουριά της
προηγούμενης κατάστασης, έτσι ώστε να αφουγκραστεί την νέα εμπειρία, όσο
τρομακτική κι αν του φαίνεται. Η προσωπική ανάπτυξη του καθενός
βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη νοηματοδότηση αυτής της διαρκώς
μεταβαλλόμενης και ρευστής πραγματικότητας και άρα και με τη διαχείριση
της απώλειας. Η απώλεια σε πραγματικό/φυσικό επίπεδο όμως έρχεται να
κλονίσει ακόμα περισσότερο τη διαμόρφωση της σχέσης με την
πραγματικότητα ιδιαίτερα σε παιδιά κι εφήβους που δεν έχουν ακόμα
σχηματίσει τα γνωστικά εκείνα αναχώματα που θα τους προστατέψουν. Ο
θάνατος, το διαζύγιο, η μετακίνηση σε άλλο περιβάλλον μπορεί να πάρουν
πελώριες διαστάσεις σε γνωσιακό/συμβολικό επίπεδο, που θα ακολουθούν το
παιδί στη ζωή του με τη μορφή του τραύματος, της φοβίας και της
κατάθλιψης.
Για την
αντιμετώπιση της απώλειας η σύγχρονη επιστήμη της ψυχολογίας και της
παιδαγωγικής έρχεται να προτείνει εκτός των άλλων και μια διαδικασία
γνωστή εδώ και χιλιετίες στους ανθρώπους, την εξιστόρηση παραμυθιών κι
ιστοριών.
Είναι
αλήθεια ότι από τις απαρχές του ανθρώπινου λόγου οι ανθρώπινες κοινωνίες
χρησιμοποιούσαν το παραμύθι, για να εξηγήσουν τον κόσμο γύρω τους και
να ξεπεράσουν τους φόβους και τα ερωτηματικά τους. Η καταπραϋντική
επίδραση του παραμυθιού προδίδεται και από την ετυμολογική του σχέση με
το αρχαϊκό ρήμα «παραμυθοῦμαι» που σημαίνει «συμβουλεύω και παρηγορώ».
Μια παρηγοριά λοιπόν, που σου δίνει ο άλλος, είτε αυτός είναι η γιαγιά
στο τζάκι είτε ο συγγραφέας, που σου μιλά μέσα από τις σελίδες ενός
βιβλίου.
Τα
παραμύθια κι οι παιδικές ιστορίες είναι ένα κοινωνικό γεγονός και ως
τέτοιο προσαρμόζονται κι ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας που
τα παράγει. Ιστορικά, όσο πιο περίπλοκη και ζοφερή γίνεται η
πραγματικότητα, τόσο πιο πολύ απομακρύνονται οι αφηγήσεις από τον
διδακτικό τους ρόλο (πως πρέπει να φέρομαι) και μπαίνουν περισσότερο σε
ρόλο κριτικό (γιατί πρέπει να είναι έτσι;) και συναισθηματικό (τι νιώθω
και γιατί;) Από τον 19ο αιώνα και μετά τα παραμύθια και οι παιδικές
ιστορίες έχουν να ανταποκριθούν σε συνθήκες σκληρές για τον πληθυσμό και
ιδιαίτερα τα παιδιά, με την εκβιομηχάνιση, την ραγδαία αστικοποίηση, τη
φτώχεια και την άνοδο της παιδικής εργασίας. Τέτοιες συνθήκες γέννησαν
χαρακτήρες όπως τον Όλιβερ Τουίστ, και τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ στην
Αγγλία. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο Χακ Φιν υφίσταται τη βία κι
εκμετάλλευση του μεθύστακα πατέρα του, μέχρι που αποφασίζει να πάρει τη
μοίρα στα χέρια του, βοηθώντας και τον φίλο του Τζιμ να ξεφύγει από την
άγρια φυλετική δίωξη, στον δρόμο για την ελευθερία.
Οι
παιδικές ιστορίες και τα παραμύθια έχουν πια ενσωματώσει τη βία που ο
σύγχρονος άνθρωπος υφίσταται στην μοντέρνα εποχή προσπαθώντας να την
εξηγήσουν και να δώσουν διέξοδο από αυτή, μέσα από ήρωες που δεν το
βάζουν κάτω αλλά προσπαθούν να επιβιώσουν.
Με τον 20
αιώνα ξεκινά μια νέα εποχή για το παιδικό βιβλίο. Δύο παγκόσμιοι
πόλεμοι, καινούργια όπλα, εναέριες μάχες, βομβαρδισμοί πόλεων, ομαδικές
εκτελέσεις αμάχων δεν αφήνουν πια κανέναν αμέτοχο στη φρίκη του πολέμου.
Και ύστερα έρχεται το Ολοκαύτωμα, η οργανωμένη εξόντωση ολόκληρων
πληθυσμών, μια γενοκτονία με θύματα περίπου 1,5 εκατομμύριο παιδιά. Πώς
να μιλήσει κανείς για κάτι τόσο απάνθρωπο και βάναυσο στα παιδιά; Κι
όμως μίλησε ένα 13χρονο κορίτσι που κλείστηκε και πέθανε σε στρατόπεδο
συγκέντρωσης το 1945, η Άννα Φρανκ. Το ημερολόγιό της γέμισε με σκέψεις
και συναισθήματα, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει αυτό που συνέβαινε γύρω
της και να οριοθετήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτό. Όπως η ίδια έγραψε «το ωραιότερο πράγμα είναι ότι μπορώ να γράψω όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου, αλλιώς θα πνιγώ».
Το
κορίτσι αυτό άνοιξε τον δρόμο για τη λογοτεχνία δύσκολων θεμάτων, για
μια πραγματικότητα όχι απλά τρομακτική αλλά κυριολεκτικά ασύλληπτη από
τον ανθρώπινο νου, τόσο τον παιδικό όσο και τον ενήλικο.
Από την
περιπλάνηση μέσα στο δάσος των Χάνσελ και Γκρέτελ μέχρι τον άδικο θάνατο
του Κοριτσιού με τα Σπίρτα και του Μολυβένιου Στρατιώτη, κι από το
ξυλοκόπημα του Χακ Φιν από τον πατέρα του μέχρι τον εγκλεισμό ενός
13χρονου κοριτσιού σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, μια είναι η κοινή
αναφορά, κι αυτή είναι η απώλεια της αθωότητας, σε μια πραγματικότητα
που γίνεται με το πέρασμα του χρόνου όλο και πιο βίαιη, όλο και πιο
ζοφερή.
Στην
εποχή μας ο πόλεμος έχει πάρει άλλη μορφή κι η απώλεια πια είναι
ολοκληρωτική ειδικά για τα παιδιά. Σε μια εποχή που ο πόλεμος δεν
περιορίζεται στο πεδίο μάχης αλλά προχωρά στους σαρωτικούς βομβαρδισμούς
οικιστικών περιοχών και μάλιστα με «έξυπνες» βόμβες ικανές να
διεισδύουν σε καταφύγια, καταλαβαίνουμε ότι ο στόχος πια είναι
απροκάλυπτα οι άμαχοι. Από τον πρώτο πόλεμο στο Ιράκ, στο όνομα
εξεύρεσης τρομοκρατών κι «επικίνδυνων» στοιχείων, ισοπεδώνονται πόλεις,
εξοντώνονται πληθυσμοί, ξεριζώνονται άνθρωποι. Όσοι δεν πεθάνουν στις
πόλεις και τα χωριά, παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς, μια «Οδύσσεια»
για την επιβίωση , ένας δρόμος επικίνδυνος και εξαντλητικός που
αποβαίνει μοιραίος για πολλούς από αυτούς. Όσοι καταφέρνουν να φτάσουν,
κουβαλάνε μαζί τους εικόνες φρικιαστικές, εμπειρίες τραυματικές,
πράγματα και συναισθήματα που δύσκολα μπορούν να εκφραστούν με λόγια.
Παιδιά που έχουν χάσει κάθε σιγουριά και στήριγμα στη ζωή τους, που
περιπλανώνται μόνα τους χωρίς την οικογένειά τους σε τόπους ξένους και
τρομακτικούς. Πώς να απαλύνεις αυτόν τον πόνο; Πώς να παρηγορήσεις; Τι
παραμύθια να πεις στο 4χρονο παιδί που τα μάτια του έχουν δει πιο πολύ
πόνο από αυτόν που έχεις δει εσύ σε όλη σου τη ζωή;
Κι όμως
ακόμη και τώρα το βιβλίο μπορεί να προσφέρει ένα ασφαλές λιμάνι για
περισυλλογή και σκέψη, για έκφραση συναισθημάτων, για συνειδητοποίηση κι
αντιμετώπιση των φόβων και των επιθυμιών μας. Συγκεκριμένα το βιβλίο
μπορεί να είναι πολύ βοηθητικό στη διαχείριση του τραύματος μέσα από τη
διαδικασία της ταύτισης και της κάθαρσης. Μέσα από την τέχνη της
διήγησης το παιδί εισέρχεται στον χώρο της φαντασίας αφήνοντας για λίγο
την πραγματικότητα που κουβαλά. Έχοντας μπει στην ιστορία βιώνει μέσα
από τους χαρακτήρες τις δυσκολίες, τους φόβους και τα συναισθήματά τους,
αλλά πάντα στο ασφαλές περιβάλλον που έχει δημιουργήσει η σύμβαση της
ανάγνωσης, καθώς είναι ταυτόχρονα θεατής και συμμετέχων στην ιστορία που
εξελίσσεται μπροστά του. [2]
Κατά τον
Dreyer τρεις είναι οι διαδικασίες εκείνες που ενεργοποιούνται με το
διάβασμα και μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά να διαχειριστούν δύσκολες
καταστάσεις. [3]
Η πρώτη
είναι η διαδικασία της καθολίκευσης (universalization) κατά την οποία ο
αναγνώστης συνειδητοποιεί με ανακούφιση ότι δεν είναι ο μόνος που έχει
βιώσει μια τέτοια εμπειρία ή που νιώθει, όπως νιώθει. Η συνειδητοποίηση
αυτή τον φέρνει πιο κοντά στους χαρακτήρες και στην ταύτιση μαζί τους,
πράγμα το οποίο καθιστά δυνατή τελικά την δεύτερη διαδικασία, την
κάθαρση (catharsis). Σε αυτή τη φάση ο αναγνώστης εμπλέκεται με τους
χαρακτήρες μέσω της ενσυναίσθησης και της προσπάθειας εξεύρεσης λύσης
στα προβλήματά τους. Αυτή η διαδικασία τελικά τον οδηγεί στην
ανατροφοδότηση, στη γνώση και στη σκέψη για την κοινωνία και τον εαυτό
του.[4]
Σ’ αυτόν
τον αφηγηματικό χώρο η φαντασία δεν λειτουργεί ως τρόπος διαφυγής από
την πραγματικότητα αλλά μάλλον ως ένας ασφαλής τρόπος
επαναδιαπραγμάτευσης με αυτήν. Μέσω της ταύτισης ο αναγνώστης συνομιλεί
ταυτόχρονα με τον ήρωα και με τον ίδιο του τον εαυτό του και έτσι μπορεί
να επανακτήσει τη διαταραγμένη σχέση του με τον τελευταίο.
Σ’ ένα
δεύτερο επίπεδο, πέρα από την σχέση με την πραγματικότητα και τον εαυτό
του το άτομο μπορεί να επανακτήσει τη σχέση του με τον κοινωνικό του
περίγυρο μέσα από το ξεκλείδωμα των εκφραστικών του μέσων, την ανάπτυξη
της εμπιστοσύνης και της συζήτησης/μοιράσματος εμπειριών.
Πολύ
συχνά τα άτομα που έχουν βιώσει βίαιες καταστάσεις τείνουν να
εσωτερικεύουν ή να εξωτερικεύουν το τραύμα που έχουν υποστεί. Στην
περίπτωση της εσωτερίκευσης το άτομο διακρίνεται από τάσεις απόσυρσης,
μοναχικότητας, κατάθλιψης και φοβίας, ενώ στην περίπτωση της
εξωτερίκευσης το άτομο θα εκδηλώσει θυμό, εξάρσεις, συναισθηματική
αποστασιοποίηση και βίαιη ή αντικοινωνική συμπεριφορά. Και στις δύο
περιπτώσεις έχουν διαρρηχθεί σοβαρά οι σχέσεις του ατόμου με τον
κοινωνικό ιστό, τον οποίο δεν εμπιστεύεται πια. Το άτομο κλείνεται στον
εαυτό του και ο πόνος κι η σύγκρουση μέσα του γιγαντώνονται. Όπως
ακριβώς περιγράφει ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν στο παραμύθι του «μια γοργόνα δεν έχει δάκρυα, γι’ αυτό και υποφέρει περισσότερο».
Η χρήση
του βιβλίου βοηθάει στη δημιουργία μιας γέφυρας επικοινωνίας που θα
βοηθήσει το παιδί και τον έφηβο να ανοίξει και να εκφράσει τα
συναισθήματά του στους άλλους. Αυτή η παραδοχή και το μοίρασμα του πόνου
είναι το πρώτο βήμα της αντιμετώπισής του.
Η
συζήτηση για το βιβλίο, ως ένα θέμα αντικειμενικό και αποστασιοποιημένο,
δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες που θα κάνουν το άτομο να αισθανθεί
ασφαλές για να εκφράσει την άποψη του. Αυτό φυσικά προϋποθέτει ότι έχει
δημιουργηθεί εκ των προτέρων μια ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης ανάμεσα στα
άτομα που μετέχουν σ’ αυτήν την διαδικασία, είτε πρόκειται για
εκπαιδευτικούς και μαθητές, είτε για ψυχολόγους/κοινωνικούς λειτουργούς
και θεραπευτική ομάδα. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα το βιβλίο μπορεί να
λειτουργήσει ως μεσάζοντας, ως αφορμή για σκέψη, επίλυση εσωτερικών
συγκρούσεων, συζήτηση, έκφρασης
συναισθημάτων και δημιουργία. Μπορεί να γίνει η πρώτη, κινητήρια
ιστορία σε μια σειρά από προσωπικές ιστορίες και αφηγήσεις που θα
δημιουργήσουν έναν προστατευτικό ιστό γύρω από τους συμμετέχοντες, οι
οποίοι θα μπορούν πια να δώσουν και να πάρουν μέσα από το μοίρασμα
εμπειριών και συναισθημάτων και να οδηγηθούν στην κατανόηση και
επίγνωση, με στόχο την ενδυνάμωση του ατόμου και την αλλαγή σε προσωπικό
και κοινωνικό επίπεδο.
Όλες οι
παραπάνω εσωτερικές κι εξωτερικές διεργασίες έχουν σαφώς να κάνουν και
με το υλικό του διαβάσματος, το ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου. Η
επιλογή βιβλίου έχει σίγουρα σχέση με την ηλικία του ατόμου, την
εκτίμηση των ενδιαφερόντων του και της συναισθηματικής του κατάστασης.
Προπάντων για τα μικρότερα παιδιά ιδιαίτερο ρόλο παίζει η εικονογράφηση η
οποία πρέπει να αντισταθμίζει τη δυσκολία του θέματος με πιο ήπια και
χαρούμενα χρώματα και μοτίβα. Θα μπορούσε, επίσης, να αναρωτηθεί κανείς
αν πρέπει να απευθυνθεί στο τραύμα του πολέμου μόνο με βιβλία σχετικά με
τον πόλεμο. Η απάντηση είναι σίγουρα όχι. Οι αφηγηματικοί μηχανισμοί
και η ανταπόκριση του αναγνώστη βασίζονται κατά πολύ στον συμβολισμό. Ας
πάρουμε για παράδειγμα ένα βιβλίο φαντασίας, όπως «Το Λιοντάρι, η
Μάγισσα και η Ντουλάπα» από τη λογοτεχνική σειρά «Τα χρονικά της Νάρνια»
του Κ.Σ. Λιούις, όπου περιγράφεται η προσπάθεια τεσσάρων αδελφών να
σώσουν τη μαγική χώρα της Νάρνια με τα μυθικά πλάσματα και τα ζώα, που
μιλούν, από την κακιά Λευκή Μάγισσα που θέλει να επιβάλλει τον αιώνιο
χειμώνα. Στα βιβλία «Τα Χρονικά της Νάρνια», που είναι γραμμένα μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα τέσσερα αδέλφια αναλαμβάνουν μια μεγάλη
αποστολή. Να σώσουν την ομορφιά και την αθωότητα από την κακία και τη
μοχθηρότητα, και παράλληλα να σώσουν τον εαυτό τους από την καταστροφή
και τον τρόμο που τους επιβάλλεται. Κάπως έτσι οι ιστορίες λειτουργούν
συμβολικά, μέσα από πολλά επίπεδα ερμηνείας, τα οποία ο αναγνώστης
φαντάζεται και νιώθει διαισθητικά (στην περίπτωση του παιδιού) ή
ξεδιπλώνει αναλυτικά (στην περίπτωση του εφήβου και ενήλικα), γεμίζοντας
τα κενά με το δικό του προσωπικό νόημα.
Όσο πιο
νεαρή η ηλικία τόσο πιο μεγάλη σημασία έχει το συμβολικό στοιχείο, η
φαντασία και το παραμύθι. Αντιθέτως, τα μεγαλύτερα παιδιά, κι οι έφηβοι
μπορούν πολύ πιο εύκολα να ταυτιστούν με ήρωες και καταστάσεις. Οι δε
έφηβοι δείχνουν ιδιαίτερη εκτίμηση στην ειλικρίνεια και τον ρεαλισμό
ακόμα και σε βιβλία που ανήκουν στον χώρο του φανταστικού, γιατί μόνο
έτσι μπορούν να ταυτιστούν με τον ήρωα και το πρόβλημά του. Ιδιαίτερα
στην περίπτωση του τραύματος που οι αντιστάσεις είναι τόσο έντονες, κάθε
μορφή διδακτισμού και εξωραϊσμού της πραγματικότητας μπορεί να έχει
αντίθετα αποτελέσματα.
Πολλοί ίσως αναρωτηθούν σ’ αυτό το σημείο. Αντιμετωπίζουμε δηλαδή τη βία με βία;
Κι όμως η
εμπλοκή του ήρωα μιας ιστορίας σε βίαιες καταστάσεις μέσα στην
κατασκευασμένη πραγματικότητα ενός βιβλίου δίνει την ικανότητα στον
έφηβο να προσεγγίσει αυτή τη βία από μια απόσταση ασφαλείας κι έτσι να
συγκεκριμενοποιήσει εμπειρίες και συναισθήματα που τον κατακλύζουν. Αυτή
ακριβώς η αντικειμενοποίηση του τραύματος βοηθά στη διαχείρησή του.
Επίσης, η απεικόνιση βίας στη λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει θετικά
ως προς την προβολή και συζήτηση ηθικών ζητημάτων, όπως αυτά της
αδικίας, της εκμετάλλευσης, του ίδιου του πολέμου, αποκαθιστώντας μια
αξιακή βάση και ισορροπία στην προσωπικότητα του ατόμου που αισθάνεται
να συνθλίβεται κάτω από το βάρος μιας απάνθρωπης πραγματικότητας.
Με αυτόν
τον τρόπο «το άτομο που βρίσκεται σε σύγκρουση επαναπροσδιορίζει τη θέση
του στις ασταθείς κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες του πολέμου»
(Miller, 2009).[5]
Ο πόλεμος
και η βία είναι δυστυχώς πια σταθερές αναφορές στη ζωή των παιδιών,
ακόμα κι αυτών που δεν έρχονται από εμπόλεμες ζώνες. Τα παιδιά
εκτίθενται καθημερινά είτε σε πραγματική βία στα πεδία μάχης και σε
πολιορκούμενες πόλεις, είτε σε εικονική βία μέσα από τις ειδήσεις στις
τηλεοράσεις. Ο «μπαμπούλας» δεν είναι πια ένα τέρας κάτω από το κρεβάτι,
αλλά ο άνθρωπος με το όπλο. Κι αυτό το όπλο μπορεί να στραφεί
οπουδήποτε, κάτι που τα παιδιά διαισθητικά το γνωρίζουν.
Υπό αυτήν
την έννοια όλα τα παιδιά είναι εν δυνάμει παιδιά του πολέμου και των
συγκρούσεων, σε μια κοινωνία που ολισθαίνει προς τον ολοκληρωτισμό, τον
αποκλεισμό και την αυτοκαταστροφή.
Σε αυτό το πλαίσιο η λογοτεχνία μπορεί να γίνει ένα καταφύγιο από τη φρίκη, μια γέφυρα επικοινωνίας κι έκφρασης, «ένα μικρό κερί» που θα «αψηφήσει και θα προσδιορίσει το σκοτάδι», όπως θα έλεγε η μικρή Άννα Φρανκ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
- J.A.Appleyard, “Becoming a Reader”, Cambridge University Press, 2005, p.10
- J.A.Appleyard, “Becoming a Reader”, Cambridge University Press, 2005, p.39
- https://files.eric.ed.gov/fulltext/EJ864819.pdf
- Gordon Maria, “Challenges Surrounding the education of Children with Chronic Disease”, IGI Global, Canada, 2016, p.306
5.http://www.luther.edu/oneota-reading-journal/archive/2010/does-violence-have-a -place-in- childrensliterature/ Πηγή: Σοφία Χατζοπούλου/selidodeiktis.edu.gr