Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

Εισβολή στην Ουκρανία: Ο πόλεμος που άλλαξε για πάντα την Ευρώπη...

 

 

Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, στις 23 Φεβρουαρίου 2022, ο κόσμος ήταν εξαιρετικά διαφορετικός, κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που θα ακολουθούσε. Κι αν στα μάτια περισσοτέρων έμοιαζε με αδιανόητη και αιφνίδια εξέλιξη, στο μυαλό του Βλαντίμιρ Πούτιν η απόφαση να διαμορφώσει το μέλλον ώστε να μοιάζει με την εκδοχή του για το παρελθόν ήταν ειλημμένη.

Με μια σύντομη δήλωσή του το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου έθεσε σε εφαρμογή την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία ή -όπως ο υπόλοιπος κόσμος το αντιλαμβάνεται- κήρυξε τον πόλεμο εισβάλλοντας στη γειτονική του χώρα. Απόφαση που δεν οφείλεται τόσο στην απειλή που αισθάνθηκε από την επέκταση του ΝΑΤΟ, όσο στην πεποίθηση πως είναι θεϊκό δικαίωμα της Ρωσίας να κυβερνά την Ουκρανία, να εξαλείψει την εθνική ταυτότητα της χώρας και να ενσωματώσει τον λαό της σε μια Μεγάλη Ρωσία.
Σε μια πραγματεία 5.000 λέξεων που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2021 με τίτλο "Σχετικά με την ιστορική ενότητα Ρώσων και Ουκρανών", ο Πούτιν επέμεινε ότι οι Λευκορώσοι, οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί είναι όλοι απόγονοι των Ρώσων, ενός αρχαίου λαού που εποίκησε τα εδάφη μεταξύ της Μαύρης και της Βαλτικής Θάλασσας. Υποστήριξε ότι συνδέονται μεταξύ τους με κοινό έδαφος και γλώσσα και την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Στην εκδοχή της ιστορίας του, μάλιστα, η Ουκρανία δεν υπήρξε ποτέ κυρίαρχη, εκτός από μερικά ιστορικά διαλείμματα όταν προσπάθησε -και απέτυχε- να γίνει ανεξάρτητο κράτος.

Το δοκίμιο, το οποίο υποτίθεται ότι φέρει κάθε στρατιώτης που στέλνεται στην Ουκρανία, τελείωνε με τον ισχυρισμό ότι η Ουκρανία μπορεί να είναι κυρίαρχη μόνο σε συνεργασία με τη Ρωσία. "Είμαστε ένας λαός" έγραφε ο Πούτιν και, σε αντίθεση με τη βιβλική αφήγηση που ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο σε επτά ημέρες, η ιστορική αφήγηση απέδειξε πως ο άνθρωπος μπορεί να τον αλλάξει σε μία.
Η 24η Φεβρουαρίου είναι η επέτειος της πιο σκοτεινής ώρας στην πρόσφατη ιστορία της Ουκρανίας. Η ρωσική εισβολή, όμως, σηματοδοτεί κι ένα σημείο καμπής της παγκόσμιας ιστορίας.
Κλείνει το κεφάλαιο που ξεκίνησε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι δυτικές χώρες προσπάθησαν να ενσωματώσουν την Ρωσία εντός μιας διεθνούς τάξης που ήταν βασισμένη σε κανόνες.



Γυναίκα κλαίει μπροστά σε βομβαρδισμένες πολυκατοικίες/ AP
Δώδεκα μήνες μετά, οι αλλαγές που έχουν επέλθει είναι σαρωτικές. Ο πόλεμος ήρθε να μας υπενθυμίσει την αξία της σκληρής ισχύος και της αποτροπής και να βάλει τέλος σε ευρωπαϊκές αντιλήψεις ότι οι εμπορικοί δεσμοί αρκούν για να αλλάξουν τα δεδομένα στις διακρατικές σχέσεις, αποτρέποντας το ενδεχόμενο ενός πολέμου. Έφερε, δε, στην επιφάνεια τις αδυναμίες της Δύσης, αλλά και τα αντανακλαστικά της. Τα ελαττώματα και τις αρχές της. Η Ευρώπη βρέθηκε -και συνεχίζει να βρίσκεται- αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα που συνδυάζει οικονομικές δυσκολίες με ανησυχία περί γενικευμένων πολεμικών συγκρούσεων σε εδάφη της. 
Στις αρχές του περασμένου Φλεβάρη, τη στιγμή που ο Τζο Μπάιντεν ενέκρινε την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στην Ανατολική Ευρώπη, θεωρώντας κάθε άλλο παρά απίθανο το ενδεχόμενο να εισβάλει τελικά στην ουκρανική επικράτεια η Ρωσία, οι Ευρωπαίοι έδειχναν να μην το πολυπιστεύουν.

"Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι ο Πούτιν θα διεξάγει έναν ολικό πόλεμοΟι Ευρωπαίοι έχουν τη γνώμη ότι μπλοφάρει", δήλωνε τότε ανώτερος γερμανός διπλωμάτης. Η εν λόγω άποψη ήταν απόλυτα εύλογη, δικαιολογημένη και αναμενόμενη για τους Ευρωπαίους, καθώς στην αντίληψή τους ένας ολικός πόλεμος θεωρούνταν αδιανόητος τόσο όσο και "μία εισβολή εξωγήινων". Επιπρόσθετα, λόγω της πολυετούς ειρήνης που απολάμβαναν αλλά και της μεγάλης εξάρτησής τους από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας, οι Δυτικοευρωπαίοι έτειναν σχεδόν αυτομάτως να πιστεύουν πως οι όποιες επιθετικές ενέργειες του Κρεμλίνου αποτελούσαν τεχνάσματα.



Πιτσιρίκι από την Ουκρανία με ξύλινο όπλο στο χέρι/ AP
Το σκηνικό αλλάζει άρδην, όμως, το πρωινό της 24ης Φλεβάρη, όταν και έχουμε το ξέσπασμα μιας αιματηρής σύρραξης στην καρδιά της Γηραιάς ηπείρου. Το "No more wars in Europe", ένα ταμπού που γεννήθηκε μετά από αιώνες σφαγών, μετά τα 50 εκατομμύρια νεκρούς του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, έχει παραβιαστεί και η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τα σφάλματά της.

"Στο πλαίσιο της πολιτικής για την ενεργειακή ασφάλεια της Ενωσης, θα μπορούσε στο παρελθόν να είχε μικρότερο βαθμό εξάρτησης από τη Ρωσία ή να το κρατήσει όλο αυτό με μια ισχυρή όμως αποτρεπτική ισχύ εξαιτίας της οποίας δεν θα φτάναμε στην 24η Φεβρουαρίου. Αντ' αυτών, επέλεξε να ακολουθήσει ένα διαφορετικό μονοπάτι" εξηγεί στο Magazine ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Σωτήρης Σέρμπος.
Με την ελπίδα ότι η οικονομία θα αναπλήρωνε την πολιτική, και έχοντας ξεχάσει ότι οι πόλεμοι γίνονται και για λόγους ασφάλειας και κύρους, καλείται να αλλάξει πρόσωπο και μορφή και να συνειδητοποιήσει ότι η ασφάλειά της κάθε άλλο παρά ήταν δεδομένη.



Από την επίσκεψη του Ζελένσκι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, Σπουδών Ασφάλειας και Ανάλυσης Εξωτερικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παναγιώτη Τσάκωνα, την αντίδραση της Ευρώπης αξίζει να τη μελετήσουμε σε δύο σημεία: Το "σημείο μηδέν" και το «σημείο ένα χρόνο μετά».
"Το σημείο μηδέν με τη ρωσική εισβολή σηματοδοτεί μια δραματική αλλαγή στη στάση της απέναντι στη Ρωσία. Δηλαδή, για μια Ευρώπη που ο πόλεμος φαντάζει αδιανόητος, αυτό που δίνεται ως εισβολή σημαίνει το τέλος των ψευδαισθήσεων, οδηγεί στη νεκρανάσταση του ΝΑΤΟ και, ειδικά σε σχέση με κεντρικής σημασίας χώρες, όπως η Γερμανία, παρατηρούμε πλήρη στροφή στη στάση της, εγκαταλείποντας μια πολιτική πολλών χρόνων. Η Γερμανία μετατρέπεται σε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που ήταν, ξεκινώντας από την απόφασή της να απεξαρτηθεί από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο" εξηγεί στο Magazine.

Επίσης, όταν έρχεται η στιγμή της αλήθειας, ξεκινούν διαδικασίες που συνδέονται με την προσπάθεια της Ένωσης να αναπτύξει την άμυνα και την ασφάλειά της. Βεβαίως, υπάρχει ένα ζήτημα κατά πόσο σε αυτή την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια θα πρέπει να βάλουμε μπροστά τον επιθετικό προσδιορισμό "αυτόνομη". Σύμφωνα με τον κ. Τσάκωνα, βρισκόμαστε ακόμη μακριά από μια τέτοιου είδους εξέλιξη, άρα η όποια ανάπτυξη της Ευρώπης μετά το τέλος των ψευδαισθήσεων θα είναι ενταγμένη στο ευρύτερο διατλαντικό πλαίσιο που λέγεται ΝΑΤΟ. "Το ΝΑΤΟ είναι ο βασικός διατλαντικός πυλώνας ασφάλειας. Υπό αυτόν θα αναπτυχθεί, όσο και όπως αναπτυχθεί, η ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια".

Ουσιαστικά "η ρωσική εισβολή ήταν πολύ σημαντική για την ενηλικίωση της Ευρώπης. Η Ευρώπη ενηλικιώνεται με αυτό τον τρόπο διότι ήταν υπό την αμερικανική προστασία, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τα πράγματα δεν άλλαξαν".

Σχεδόν αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή, συμβαίνουν πράγματα πρωτόγνωρα για συγκεκριμένα ευρωπαϊκά κράτη και την ΕΕ γενικότερα. Σήμερα, ένα χρόνο μετά, εξακολουθούμε και βρισκόμαστε, από πλευράς στάσης και επιλογών της ΕΕ -λίγο έως πολύ- στην ίδια θέση σε ό,τι αφορά τη Ρωσία και πώς τη διαχειριζόμαστε. Υπάρχουν, βεβαίως, και διαφοροποιήσεις εντός της Ενωσης που αφορούν την αποστολή εξοπλισμού.

Την ίδια στιγμή, η συνέχιση του πολέμου εντείνει τις πιέσεις στις ευρωπαϊκές κοινωνίες επειδή δεν αντέχουν να πληρώνουν το μάρμαρο, ούσες αλληλέγγυες στην Ουκρανία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν συμβαίνει αυτό, όταν δηλαδή πιέζονται τα κράτη πάρα πολύ, στο τέλος κινούνται με βάση το ατομικό συμφέρον και όχι με το συλλογικό. Αρα, σύμφωνα με τον κ. Τσάκωνα, η εξέλιξη της σύγκρουσης σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξουν σημαντικά ρήγματα στο μέτωπο που ενδέχεται να εξελιχθούν σε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις και να λειτουργήσουν υπέρ του Πούτιν.
Οι αντιλήψεις των κοινωνιών
Σε συνέχεια των παραπάνω, ένα ιδιαίτερα σημαντικό "μέτωπο" αφορά τις τάσεις και τις αντιλήψεις που διαμορφώνονται μεταξύ των πολιτών μετά τον πόλεμο.

Σε έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί από την έναρξη της εισβολής, η πλειονότητα των ευρωπαίων πολιτών τάσσεται υπέρ της ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Ουκρανία και υπέρ της επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία και σε γενικές γραμμές τα ποσοστά φιλοευρωπαϊκών στάσεων στο σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ είναι αυξημένα. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα εντοπίζονται τάσεις δυσαρέσκειας αναφορικά με τους χειρισμούς των ευρωπαϊκών οργάνων ως προς το θέμα της ενέργειας και ενεργειακής ασφάλειας.

Αυτές πηγάζουν, σύμφωνα με τον κ. Σέρμπο, από τη σοβαρή ανατροπή που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ευρώπη, η οποία με έκπληξη συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι η ασφάλειά της κάθε άλλο παρά ήταν δεδομένη και ότι η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία δεν ήταν χωρίς συνέπειες, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει δικλίδα ασφαλείας από μια ευρωπαϊκή συλλογική άμυνα που θα λειτουργούσε αποτρεπτικά.

Σήμερα, σε πολλές χώρες παραμένουν έντονες οι τάσεις ευρωσκεπτικιστικών θέσεων ανάμεσα στους πολίτες, συνδυαστικά με μια ανησυχία και ανασφάλεια επί οικονομικών θεμάτων, όπως η κατακόρυφη αύξηση των τιμών και η ενεργειακή κρίση. Ο φόβος νέας οικονομικής ύφεσης ενισχύει πολιτικά κόμματα που διαφωνούν με την στήριξη προς την Ουκρανία, και ως φορείς κυρίως με έντονα στοιχεία λαϊκισμού καταφέρνουν να δημιουργήσουν πυρήνες αμφισβήτησης ακόμα και του ίδιου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.



Σαμποτάζ στη γέφυρα που ενώνει την Κριμαία με την Ρωσία/ AP

Πάντως, όπως εκτιμά ο κ. Σέρμπος, τα χειρότερα τα έχουμε αφήσει πίσω μας και, το κυριότερο, αφήσαμε πίσω μας αυτόν τον μονόπλευρο προσανατολισμό που είχαμε, αποσυνδέοντας θέματα οικονομίας από εκείνα της ασφάλειας".

"Αυτό που θα δοκιμάζεται συνεχώς είναι η ανθεκτικότητα της Ευρώπης απέναντι στα νέα δεδομένα, απέναντι σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον πολύ περισσότερο ανταγωνιστικό που, αν δεν αναχαιτιστεί αποτελεσματικά, έρχεται να απειλήσει το σκληρό πυρήνα της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, όπως σφυρηλατήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με πρώτες τις ίδιες ανεπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες. Αν μπορεί να βγει κάτι θετικό από μια τέτοια καταστροφή, θα ήταν εάν και κατά πόσο θα μπορούσε να εκληφθεί μια νέα πορεία επαναπροσέγγισης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με θετικό πρόσημο αυτή τη φορά, προκειμένου να προχωρήσουμε".

Σύμφωνα με τον ίδιο, περάσαμε το πρώτο σοκ και τα νέα δεδομένα ευνοούν μια ενιαία ευρωπαϊκή στρατηγική που ανατρέπει το έλλειμμα ηγεσίας που, μεταξύ άλλων, ενθάρρυνε την ενεργειακή εξάρτηση και τις ρωσικές βλέψεις. "Αρα νομίζω, ενώ σε πρώτο χρόνο φαίνονται τα ρήγματα και οι αβεβαιότητες, σε δεύτερο χρόνο θα δούμε την Ευρώπη εκ νέου να εκκινεί μια διαδικασία επιστροφής στη βάση της ολοκλήρωσης".
Οι αλλαγές στον ενεργειακό χάρτη

Η εισβολή της Ρωσίας είχε σημαντική επίδραση στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας. Η αστάθεια των τιμών, οι ελλείψεις εφοδιασμού, τα ζητήματα ασφάλειας και η οικονομική αβεβαιότητα συνέβαλαν σε αυτό που ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) αποκαλεί "την πρώτη πραγματικά παγκόσμια ενεργειακή κρίση, με επιπτώσεις που θα γίνονται αισθητές για αρκετά ακόμη χρόνια".

Όπως πάντα, οι φτωχότερες χώρες -πολλές από τις οποίες ακόμα ανακάμπτουν από τις επιπτώσεις της πανδημίας- θα φέρουν το κύριο βάρος των αρνητικών συνεπειών της ενεργειακής κρίσης, με τους ειδικούς να κάνουν λόγο για παγκόσμια ενεργειακή επανεκκίνηση.

Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, "πολλά από τα περιγράμματα της νέας πραγματικότητας δεν έχουν ακόμη καθοριστεί πλήρως. Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει επιστροφή στην κατάσταση που ήταν προηγουμένως τα πράγματα".



Από την καταστροφή του κομματιού του Nord Stream που περνάει από τη Βαλτική / AP
Πρόσφατα, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ παρουσίασε κάποιες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον ενεργειακό τομέα μετά την εισβολή.

1. Υψηλότερες τιμές ενέργειας
Ίσως η πιο αισθητή αλλαγή για τους περισσότερους είναι ότι οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται. Σύμφωνα με τον  Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας,  το υψηλό κόστος των καυσίμων ευθύνεται για το 90% της αύξησης του μέσου κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως.

Σε συνδυασμό με τον αντίκτυπο της πανδημίας, η ενεργειακή κρίση σημαίνει ότι 70 εκατ. άνθρωποι που απέκτησαν πρόσφατα πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια δεν μπορούν πλέον να την αντέξουν οικονομικά. Και 100 εκατ. άνθρωποι μπορεί να μην είναι πλέον σε θέση να παράγουν τρόφιμα με καθαρά καύσιμα, επιστρέφοντας στη βιομάζα.

Μια δυνητικά θετική πτυχή των υψηλότερων τιμών των ορυκτών καυσίμων είναι ότι παρέχουν ισχυρούς λόγους για την επιτάχυνση προς βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις.

2. Αλλαγές στη ροή των προμηθειών ενέργειας, και σε κάποιες περιοχές ελλείψεις
Η Ρωσία μείωσε τις ροές φυσικού αερίου προς την ΕΕ κατά περίπου 80% μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου 2022, αφήνοντας την περιοχή με σημαντικό έλλειμμα στο ενεργειακό του μείγμα και επιτακτική ανάγκη να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις ενέργειας από άλλα μέρη.

Ενώ πολλοί από τους πρώην διεθνείς εταίρους της Ρωσίας μείωσαν ή διέκοψαν τους δεσμούς τους με τη χώρα, η Ρωσία έχει διατηρήσει σε γενικές γραμμές την παραγωγή και τις εξαγωγές πετρελαίου της κοντά στα επίπεδα πριν από την εισβολή αυξάνοντας τις εξαγωγές αλλού, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Ινδίας και της Τουρκίας.

3. Αλλαγές στην ενεργειακή πολιτική
Η αλλαγή στις παραδοσιακές οδούς εμπορίου ενέργειας σημαίνει ότι οι επηρεαζόμενες χώρες έπρεπε να συσπειρωθούν γρήγορα για να δημιουργήσουν νέες ενεργειακές πολιτικές που όχι μόνο δίνουν προτεραιότητα στη μακροπρόθεσμη ενεργειακή ασφάλεια, αλλά και επιτρέπουν την κάλυψη της υπάρχουσας ενεργειακής ζήτησης βραχυπρόθεσμα.

Οι κυβερνήσεις αναπτύσσουν, επίσης, οδούς για καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050, επομένως τα ζητήματα που προκύπτουν από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση πρέπει να αντιμετωπιστούν έχοντας αυτό κατά νου.

4. Oικονομικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης
Το υψηλότερο ενεργειακό κόστος οδηγεί σε αύξηση των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών. Τα υψηλότερα επιτόκια -που χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για τον έλεγχο των τιμών- σε συνδυασμό με την πτώση των εισοδημάτων σε πραγματικούς όρους ωθούν τις οικονομίες προς την ύφεση και ο αριθμός των ανθρώπων που πέφτουν ξανά στην ακραία φτώχεια αυξάνεται.

Καθώς πολλές χώρες επιδιώκουν να αυξήσουν το κόστος δανεισμού χρημάτων για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, τα έργα καθαρής ενέργειας που απαιτούν χρηματοδότηση θα μπορούσαν να παγιδευτούν στις οικονομικές επιπτώσεις.

5. Ώθηση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας με πολλούς πελάτες της διακόπηκαν μετά την εισβολή, και έχουν οδηγήσει σε ταχεία εστίαση στη διατήρηση της ενεργειακής ασφάλειας. Η ύπαρξη ενός ισχυρού και διαφορετικού ενεργειακού μείγματος βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών ενεργειακής ασφάλειας και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι είναι πιθανό η κρίση να επιταχύνει τη μετάβαση σε πιο βιώσιμα καύσιμα.



O Βλάντιμιρ Πούτιν βάζει την υπογραφή του σ' έναν αγωγό. Από παλαιότερη εκδήλωση / AP


Αλλά αυτό δεν είναι ακόμη γνωστό και οι αρνητικές οικονομικές προοπτικές και οι βραχυπρόθεσμες πολιτικές επιλογές για τη διασφάλιση της ενέργειας για τις σημερινές ανάγκες θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ώθηση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί πως τα παγκόσμια ενεργειακά προβλήματα δεν ξεκίνησαν με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά η επακόλουθη ενεργειακή κρίση δημιούργησε μια σειρά από "σεισμικές" αλλαγές στον ενεργειακό τομέα. Κάποιες θα είναι προσωρινές, κάποιες θα είναι μόνιμες, αλλά οι αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα 
αναδιαμορφώνουν τον τομέα της ενέργειας για πάντα.

Η απογείωση των αμυντικών δαπανών

Η ρωσική εισβολή πυροδότησε την ισχυρότερη ανάπτυξη στο παγκόσμιο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της τελευταίας 20ετίας. Οι Σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ έχουν δεσμευτεί να δαπανήσουν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα των χωρών τους έως το 2024, με την αναθεώρηση προς τα πάνω του εν λόγω ποσοστού να αποτελεί ευαίσθητο θέμα που διχάζει τους κόλπους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν δύο διαφορετικά στρατόπεδα εντός του ΝΑΤΟ: Από τη μία πλευρά, οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία, που πιέζουν προς πιο φιλόδοξους στόχους, επιθυμώντας το 2,5% του ΑΕΠ των χωρών να αφιερώνεται στην άμυνα. Από την άλλη, χώρες όπως ο Καναδάς, η Ισπανία, το Λουξεμβούργο και σε έναν βαθμό η Ιταλία, που εκτιμούν ότι οι στόχοι αυτοί δεν είναι προσαρμοσμένοι στις ανάγκες τους.

Σύμφωνα με έκθεση του ΝΑΤΟ, οι χώρες που βρίσκονται πρώτες στην κατάταξη ανάλογα με το ποσοστό του ΑΕΠ που "θυσιάζουν" για αμυντικές δαπάνες είναι η Ελλάδα (3,76 του ΑΕΠ), οι ΗΠΑ (3,47%) και η Πολωνία (2,4%), ποσοστό πάντως που αναμένεται να εκτοξευτεί στο 4%, όπως έχει προαναγγείλει ο πρωθυπουργός της χώρας, Ματέους Μοραβιέτσκι.
Επικαλούμενος το παράδειγμα της Φινλανδίας τη δεκαετία του 1930, όπου η εξοικονόμηση πόρων με τη μείωση δαπανών για την ασφάλειας της χώρας αποδείχτηκε εσφαλμένη πολιτική όταν η ΕΣΣΔ άρχισε να την απειλεί, ο πρέσβης της Πολωνίας στην Ελλάδα, Artur Lompart, επισημαίνει στο Magazine ότι "μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ αποφασίσαμε πως κανένας πόλεμος δεν απειλεί πια την Ευρώπη και πως θα ζήσουμε ειρηνικά καταναλώνοντας τους καρπούς των κόπων των προγόνων μας και των δικών μας".
"Ζώντας για αρκετά χρόνια με την πεποίθηση της αιώνιας ειρήνης, βλέπουμε ότι για να διατηρήσουμε τον δικό μας τρόπο ζωής και τις αξίες μας, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να αντισταθούμε σε κάθε απειλή που μπορεί να προκύψει" λέει, υπερασπιζόμενος την αύξηση του ποσοστού που προορίζεται για τις αμυντικές δαπάνες. Αναγνωρίζει, πάντως, ότι αυτή η πολιτική ενδέχεται να επιφέρει περικοπές σε άλλα κρατικά προγράμματα.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός του πλανήτη αναμένεται να φτάσει σε ιστορικό υψηλό το 2023, με τις δαπάνες να ανέρχονται σε 2 τρισεκατομμύρια δολάρια - έξι φορές περισσότερα από όσα δαπανούν οι κυβερνήσεις για την αντιμετώπισή του.
Το μεγαλύτερο κύμα προσφύγων στην Ευρώπη

Ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησε στο μεγαλύτερο μεγαλύτερο κύμα προσφύγων στην Ευρώπη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ένα χρόνο μετά εκατομμύρια εκτοπισμένοι βρίσκονται αντιμέτωποι με το μεγάλο δίλημμα της επιστροφής.

Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), ο συνολικός αριθμός όσων εγκατέλειψαν την Ουκρανία από την αρχή του πολέμου ξεπερνά πλέον τα 8 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 2,8 εκατομμύρια κατευθύνθηκαν στη Ρωσία και τη Λευκορωσία.

Μέχρι σήμερα 4,8 εκατομμύρια -αριθμός υπερδιπλάσιος από αυτόν των προσφύγων και μεταναστών που αναζήτησαν καταφύγιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην κρίση μεταξύ 2015 και 2016- έχουν εγγραφεί στο μηχανισμό προσωρινής προστασίας που ενεργοποίησε πρώτη φορά η ΕΕ από τον περασμένο Μάρτιο, με ισχύ τουλάχιστον ενός έτους. Μέσω αυτής, οι Ουκρανοί πρόσφυγες μπορούν να ζουν, να εργάζονται, να έχουν πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο σε όποια χώρα-μέλος των «27» επιθυμούν να εγκατασταθούν.
Με τη συντριπτική πλειοψηφία να είναι γυναίκες και παιδιά -καθώς οι ουκρανικές αρχές δεν επιτρέπουν σε άνδρες σε ηλικία που μπορούν να φέρουν όπλα να εγκαταλείψουν τη χώρα- οι περισσότεροι είχαν προορισμό τις γειτονικές χώρες (Πολωνία, Μολδαβία, Ρουμανία, Τσεχία), ενώ πολλοί κατευθύνθηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη.

"Είμαι περήφανος που η πολωνική κυβέρνηση και η κοινωνία βοήθησαν τόσο αποτελεσματικά τους Ουκρανούς πρόσφυγες από τις πρώτες μέρες της ρωσικής εισβολής. Πολλοί από εμάς οργανώσαμε σημεία βοήθειας, δεχτήκαμε Ουκρανούς στα σπίτια μας. Όλοι οι Ευρωπαίοι βοηθήσαμε, συγκλονισμένοι από την κλίμακα της ρωσικής κτηνωδίας" λέει ο πρέσβης της Πολωνίας στην Ελλάδα. Και η αλήθεια είναι πως οι Πολωνοί παραμέρισαν μια σχετική εχθρότητα που είχαν για τους Ουκρανούς λόγω γεγονότων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και, κόντρα σε όσα είχαν πράξει το 2015-2016, έσπευσαν να καλωσορίσουν τους πρόσφυγες, φιλοξενώντας σήμερα πάνω από 1.5 εκατομμύρια.



Εγκαταλελλειμένα πράγματα στα σύνορα με την Πολωνία / AP

Σε πολλές περιπτώσεις, πάντως, αποδεικνύεται πως ο δρόμος από τη θεωρία στην πράξη είναι μακρύς και η ζεστή αγκαλιά των πρώτων ημερών μετατρέπεται σταδιακά σε αδιαφορία και περιθωριοποίηση, ενώ αρκετά ζητήματα προκύπτουν από την αδυναμία κρατών να ενσωματώσουν τους πληθυσμούς αυτούς, με αποτέλεσμα το μέλλον να φαντάζει άδηλο.
Ο φόβος ενός πυρηνικού πολέμου

Για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια, η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει το φάσμα του πυρηνικού πολέμου. Ηταν τον Οκτώβριο του 1962 στην κρίση της Κούβας όταν ο κόσμος έφθασε στο χείλος της πυρηνικής καταστροφής. Αλλά οι τότε ηγέτες, Τζον Κένεντι στις ΗΠΑ και Νικίτα Χρουστσόφ στη Σοβιετική Ενωση (ΕΣΣΔ), μετά από δεκατρείς ημέρες κλιμάκωσης, έκαναν τις αμοιβαίες υποχωρήσεις και τελικά ο πυρηνικός όλεθρος απεφεύχθη.

Σήμερα, ο Βλαντίμιρ Πούτιν κρίνεται από τη Δύση ως "απρόβλεπτος" -κάτι που αποδείχτηκε άλλωστε και με την αναστολή της συμμετοχής της Ρωσίας από τη συμφωνία New START- και δεν φαίνεται να ελέγχεται από καμία απολύτως συλλογική δομή, με αποτέλεσμα η απειλή του ότι θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει «για να προστατεύσει τη Ρωσία», όποτε το κρίνει επιβεβλημένο, να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψιν σε Ευρώπη και και ΗΠΑ.

Οι προ ολίγων μηνών δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν ήταν ο πιο πρόσφατος -και σίγουρα όχι ο τελευταίος- κρίκος στην αλυσίδα των προειδοποιήσεων σε ανώτατο επίπεδο ότι πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά τον Βλαντιμίρ Πούτιν και την απειλή του για χρήση πυρηνικών όπλων. "Δεν έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με την απειλή του Αρμαγεδδώνα από την εποχή του Κένεντι και της Κρίσης των Πυραύλων στην Κούβα" είπε ο πρόεδρος των ΗΠΑ. "Για πρώτη φορά (από τότε) έχουμε μια ευθεία απειλή για χρήση πυρηνικών όπλων, εάν τα πράγματα συνεχίσουν να εκτυλίσσονται με τον ίδιο τρόπο" πρόσθεσε.

Η αλήθεια είναι ότι ποτέ άλλοτε ο κόσμος δεν άκουσε και δεν διάβασε τόσα πολλά για το συγκεκριμένο σενάριο. Πρακτικά, δηλαδή, για το ενδεχόμενο ανά πάσα στιγμή να σταματήσει να υπάρχει με τον τρόπο που τον γνωρίζουμε, μιας και αυτό θα είναι το αποτέλεσμα ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.

Αναμφίβολα, η χρήση ενός πυρηνικού όπλου δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή του Πούτιν, ωστόσο σύμφωνα με δυτικούς αναλυτές μπορεί κάλλιστα να είναι η τελευταία του ζαριά - εάν η εναλλακτική βρίσκεται στην ταπείνωση και την ήττα. Σε αυτή την περίπτωση, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν προειδοποιήσει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι η χρήση πυρηνικών όπλων θα οδηγήσει σε "καταλυτική αντίδραση" με ολέθριες συνέπειες για τη Ρωσία. 

Από την πλευρά της η Ευρώπη βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, καθώς δεν διαθέτει υπολογίσιμο πυρηνικό οπλοστάσιο -μόνο η Βρετανία και η Γαλλία είναι πυρηνικές δυνάμεις- ενώ η φιλοδοξία της για στρατηγική αυτονομία κατέρρευσε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και πλέον επανέρχεται στη στενή στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ, με το ΝΑΤΟ να αποκτά την πρωτοκαθεδρία για την ασφάλειά της.

Οι εγχώριες συνέπειες

Όπως προαναφέρθηκε, η εισβολή και οι κυρώσεις της Δύσης στη Ρωσία έχουν οδηγήσει σε μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των λιπασμάτων, του σίτου, των μετάλλων και της ενέργειας, τροφοδοτώντας την επισιτιστική κρίση και το πληθωριστικό κύμα που σαρώνει τους τελευταίους δώδεκα μήνες την παγκόσμια οικονομία.

Πέραν αυτών σε εγχώριο επίπεδο, αντιμέτωπη με τις... παράπλευρες από τον πόλεμο απώλειες βρέθηκε και η βαριά βιομηχανία της χώρας, ο τουριστικός δηλαδή τομέας, μέσω τριών καναλιών:

Πρώτον, μέσω της απουσίας των Ρώσων τουριστών. Την περίοδο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου 2022, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση από Ρωσία διαμορφώθηκε σε 35.300 ταξιδιώτες, όταν το 2019 -προ πανδημίας δηλαδή- ανήλθε σε 552.000 και το 2013 σε 1.343.000. Προτού ξεσπάσει ο πόλεμος, παράγοντες του τουριστικού τομέα ανέμεναν στην Ελλάδα περί τις 600.000 Ρώσους τουρίστες για το 2022.

Δεύτερον, μέσω της αναμενόμενης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών στις χώρες προέλευσης (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ρουμανία, ΗΠΑ κ.λπ.) λόγω των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας. Αυτό αποτυπώνεται και στον οδικό τουρισμό, όπου την περίοδο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου 2022 καταγράφηκαν 7,6 εκατ. διεθνείς αφίξεις, έναντι 11,8 εκατ. της περιόδου Ιανουαρίου - Νοεμβρίου 2019, παρουσιάζοντας μείωση κατά -35,7% / -4,2 εκατ. οδικές αφίξεις.

Τρίτον, μέσω του υψηλότερου κόστους λειτουργίας, εξαιτίας των απότομων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας, που μειώνουν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων του τουριστικού κλάδου.
Σε διπλωματικό επίπεδο, ο πόλεμος -εκτός του ότι επηρέασε την τουρκική εξωτερική πολιτική- είχε και μια παράπλευρη επίπτωση που συνδέεται εμμέσως αλλά πολύ ουσιαστικά με τα ελληνοτουρκικά. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε προκειμένου να επιτευχθούν δύο αντικειμενικοί σκοποί: Πρώτον, να επέλθει πολιτική αλλαγή με την άνωθεν επιβολή ελεγχόμενης από το Κρεμλίνο κυβέρνησης στο Κίεβο. Και, δεύτερον, να επισημοποιήσει με αυτό τον τρόπο την προσάρτηση της Κριμαίας αλλά και την αναγνώριση των αποκαλούμενων «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ.

Η αμφισβήτηση αλλά και η αλλαγή συνόρων στην Ευρώπη και η χρήση βίας για την επιβολή τετελεσμένων ευλόγως προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην Αθήνα, καθώς η διά της πλαγίας οδού αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου και των ακρογωνιαίων λίθων του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας αποτελεί έναν από τους στόχους του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και της κυβέρνησής του.

Με αυτά τα δεδομένα "μετά την εισβολή, η Ελλάδα δεν άφησε περιθώριο για γκρίζες ζώνες ουδετερότητας" σε ό,τι αφορούσε τη στήριξή της στην Ουκρανία αναλογιζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι γειτονεύει με την Τουρκία, η οποία "με ανανεωμένη την αυτοπεποίθηση εξαιτίας της αναβάθμισης σε μέγεθος και ισχύ εκτελεί σε διαπεριφερειακό επίπεδο μια γεωπολιτικά αναθεωρητική και ιδεολογικά μετασχηματισμένη πολιτική" παρατηρεί ο κ. Σέρμπος και προσθέτει:

"Αρα, η Ελλάδα είχε και επιπλέον λόγους ξεκάθαρης στάσης -πέρα από τους αυτονόητους και πέρα από την ενεργητική της ευθύνη ως κράτους - μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ- εξαιτίας του μείζονος ζητήματος εθνικής ασφαλείας που αφορά την ίδια την Τουρκία".
Επίσης, μετά την 24η Φεβρουαρίου, ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει με την Τουρκία, η Ελλάδα για τη Δύση έχει αναβαθμιστεί γεωπολιτικά και πρόκειται για την πλέον ουσιαστική της αναβάθμιση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Σε ό,τι αφορά δε τις σχέσεις Ελλάδας - Ρωσίας, ο κ. Σέρμπος κάνει λόγο για ένα νέο κεφάλαιο μετά τη ρωσική εισβολή. "Μπορούμε να πούμε πολλά για πριν αλλά από εκεί και πέρα έχουμε τελείως διαφορετικά δεδομένα που αφορούν και τον πυρήνα του ίδιου του σκληρού μας εθνικού συμφέροντος".

Όπως εκτιμά, πάντως, οι διμερείς σχέσεις δεν πρόκειται να χειροτερεύσουν εξαιτίας της μεταφοράς και συνδρομής που προσφέραμε σε αμυντικό υλικό στην Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι η Μόσχα έχει ενοχληθεί από τον κομβικό ρόλο της Αλεξανδρούπολης. "Από εκεί και πέρα, σε μια μεταγενέστερη εποχή που θα περιλαμβάνει πολύ μεγάλες στροφές πολιτικής εκ μέρους της Ρωσίας, ασφαλώς και η Ελλάδα εκ νέου θα έβλεπε τα νέα δεδομένα. Αλλά απέχουμε πολύ από μια τέτοια εξέλιξη".
Η επόμενη ημέρα

Όταν παραμονές της εισβολής στην Ουκρανία στρατεύματα της Ρωσίας είχαν συγκεντρωθεί κοντά στα σύνορα των δύο χωρών, λίγοι έβλεπαν ως πιθανό το σενάριο του πολέμου. Και από αυτούς τους λίγους που έπεσαν μέσα, είναι εντυπωσιακό ότι οι περισσότεροι εκτιμούσαν ότι θα δούμε έναν πόλεμο - αστραπή. Επομένως, η διάρκειας ενός έτους σύγκρουση που βλέπουμε ήταν ένα ακραίο σενάριο στο οποίο λίγοι θα στοιχημάτιζαν.

Πλέον, τα ζητήματα που απασχολούν τη Δύση είναι αν ο πόλεμος θα τελειώσει εντός του 2023 ή θα απλωθεί κι άλλο χρονικά και αν πρέπει να επέλθει η ειρήνη με αμοιβαίες υποχωρήσεις ή να συνεχιστεί η σύγκρουση μέχρι την οριστική ήττα των ρωσικών δυνάμεων. Πάντα, βέβαια, με τον προβληματισμό και το φόβο μήπως δεν κερδίσει η Ουκρανία να παραμένει.
Μέσα σε αυτό το πλέγμα των συζητήσεων, στην Ευρώπη μπορεί να εντοπιστούν τρία διαφορετικά στρατόπεδα σχετικά το πώς πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος: α) οι "ρεαλιστές" που πιστεύουν ότι στόχος της Ευρώπης πρέπει να είναι να μην κερδίσει η Ρωσία, να μην χάσει η Ουκρανία και να μην διευρυνθεί ο πόλεμος, β) οι "αισιόδοξοι" που ταυτίζουν το τέλος του πολέμου όχι μόνο με μια νίκη της Ουκρανίας αλλά και με το πολιτικό τέλος του ιδίου του Βλαντιμίρ Πούτιν και γ) οι "αναθεωρητές" για τους οποίους ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι πόλεμος του Πούτιν αλλά πόλεμος της Ρωσίας. Για αυτούς, μόνη εγγύηση για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ευρώπη μετά το τέλος αυτού του πολέμου θα ήταν η μη αναστρέψιμη αποδυνάμωση της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της διάλυσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Μήπως, λοιπόν, ο πραγματικός κίνδυνος για την ευρωπαϊκή ενότητα είναι αυτές οι αποκλίνουσες απόψεις και όχι οι απειλές του Πούτιν; "Εδώ έχουμε ένα πραγματικό ζήτημα διαφωνιών που μπορεί να εξελιχθούν σε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις" παρατηρεί ο κ. Τσάκωνας, επισημαίνοντας πως, όταν δεν υπάρχει κάποια εφικτή λύση στον ορίζοντα -όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση- ενισχύονται οι φυγόκεντρες τάσεις και αυξάνονται οι πιθανότητες κάποια κράτη να λειτουργήσουν με βάση το ατομικό τους συμφέρον.