Η σταύρωση έχει ταυτιστεί με τη μαρτυρική θανάτωση του Ιησού. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στην Εκκλησία και δευτερευόντως –με εξίσου όμως σημαντική επιρροή– στο Χόλιγουντ, από το οποίο εξάλλου το πλατύ κοινό έχει τις βασικές προσλαμβάνουσες για την ύστερη αρχαιότητα και τον πρώιμο χριστιανισμό.
Η σταύρωση υπήρξε από τα πανάρχαια χρόνια παραδοσιακή μέθοδος τιμωρίας. Ο σταυρικός θάνατος του ιδρυτή της χριστιανικής θρησκείας αποτελεί πολύ παλιά τεχνική και εντάσσεται σε μια τεράστια σειρά σταυρώσεων. Άλλωστε, όπως ξέρουμε, δεν ήταν μόνος στον Γολγοθά. Δίπλα του είχαν σταυρωθεί και δύο ληστές.
Ο σταυρός –το ξύλον, όπως το μάθαμε από τη σπαρακτική ευαγγελική περικοπή της Μεγάλης Πέμπτης «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας»– ήταν συνήθως ένα κάθετο κομμάτι ξύλου μπηγμένο στη γη πάνω στο οποίο δενόταν ο κατάδικος, Η ίδια η αρχαία λέξη σταυρός σημαίνει παλούκι, όπως μας πληροφορεί ο λεξικογράφος Ησύχιος, ερμηνεύοντας τη λέξη ως «όλα τα όρθια μπηγμένα στη γη ξύλα».
Με τα χρόνια, τον παραδοσιακό σταυρό αντικατέστησε η φούρκα, μία ξύλινη δοκός γνωστή και ως πατιμπούλουμ (furca or patibulum), την οποία τοποθετούσαν στο σβέρκο του σκλάβου, όπου του έδεναν τα χέρια. Η καταδίκη σε θάνατο με φουρκισμό ήταν ατιμωτική. Σε κάθε περίπτωση όμως είχε πιο ανθρωπιστικό χαρακτήρα, καθώς ο θάνατος ερχόταν γρήγορα. Ο φουρκισμός υιοθετήθηκε από τον Κωνσταντίνο και τους μετέπειτα χριστιανούς αυτοκράτορες.
Η σταύρωση ως μέθοδος θανάτωσης ήταν όχι μόνο εξαιρετικά οδυνηρή αλλά και εξευτελιστική. Γι’ αυτό ήταν μια τιμωρία που επιβάλλονταν σε ανθρώπους των κατώτερων τάξεων ή στους δούλους, καθώς και στους αιχμαλώτους πολέμου, κυρίως στο ρωμαϊκό κόσμο.
Σταύρωση στην αρχαιότητα
Ο σταυρός σε σχήμα «Τ» ή «Χ» ήταν πολύ διαδεδομένος στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για τη σταύρωση ο κατάδικος κάποιες φορές δενόταν πάνω στο σταυρό, όπως οι ληστές εκατέρωθεν του Ιησού. Ο Κρέοντας στη σοφόκλεια Αντιγόνη απειλεί το φύλακα που του φέρνει τα νέα της απόπειρας ταφής του Πολυνείκη. Όπως του λέει χαρακτηριστικά, αν δεν ανακαλύψει τον ένοχο θα τελειώσει τη ζωή του «κρεμασμένος ζωντανός».
Στο αρχαίο μυθιστόρημα του Ξενοφώντα του Εφέσιου Τα κατ’ Ανθίαν και Αβροκόμην ο νεαρός ήρωας καταδικάζεται σε θάνατο αργό, ολομόναχος, δεμένος πάνω σε σταυρό. Άλλοτε πάλι ο καταδικασμένος σε σταυρικό θάνατο καρφωνόταν όπως ο Ιησούς. Η ιστορία του Τιτάνα Προμηθέα μάς δίνει ένα αντίστοιχο παράδειγμα. Ο Αισχύλος περιγράφει λεπτομερέστατα τη σκηνή της σταύρωσής του στον Καύκασο με κρικέλια στα πόδια, χαλκάδες στα χέρια και μια σφήνα από σίδερο μπηγμένη στο στήθος.
Στα ρωμαϊκά χρόνια τα καρφιά μπήγονταν στους καρπούς, τα πόδια λύγιζαν, ένα μεγάλο καρφί ένωνε τα μετατάρσια, ενώ ένα άλλο διατρυπούσε τα σπλάχνα. Με αυτό τον τρόπο σταύρωσης ο θάνατος επέρχονταν ταχύτερα.
Ταύτιση θρησκειών
Η νύχτα της Σταύρωσης (Μεγάλη Πέμπτη), η πένθιμη Μεγάλη Παρασκευή και η περιφορά του Επιταφίου είναι, ειδικά για τους ορθοδόξους, οι πλέον κατανυκτικές ώρες του έτους. Η Ανάσταση που ακολουθεί είναι ένα πανηγύρι χαράς και θορύβου, με φαγοπότι και γλέντι. Να μην προχωρήσουμε σε τετριμμένες και γνωστές παρατηρήσεις για την ομοιότητα με τις αρχαίες θρησκείες και τους θεούς της γονιμότητας, που πεθαίνουν και ανασταίνονται ομοίως κατ’ έτος, όπως ο περίφημος Άδωνις. Οι παλαιότερες δοξασίες είναι πολύ ισχυρές για να εξαλειφθούν. Έτσι, συνήθως ενσωματώνονται δημιουργικά μέσα στις νέες θρησκευτικές μορφές.
Παρόλο που η Ανάσταση του Ιησού είναι κορυφαία στιγμή της χριστιανικής θρησκείας, εντυπωσιάζει η μικρή έκταση που καταλαμβάνει η ευαγγελική αναφορά σε αυτήν: λιγότερες από 100 λέξεις στον Ματθαίο, λίγες παραπάνω από 100 στον Μάρκο και τον Λουκά, κάπως μεγαλύτερη και δραματικότερη στον Ιωάννη. Και οι τέσσερις ευαγγελιστές δεν περιγράφουν το γεγονός αυτό καθεαυτό. Εξάλλου, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό, αφού πρόκειται για ιερό μυστήριο γεμάτο δέος. Το παρουσιάζουν τετελεσμένο, βεβαιωμένο από τη μαρτυρία των αγγέλων που απευθύνονται στις μυροφόρες όταν πηγαίνουν στον τάφο του Ιησού την επομένη της ταφής Του.
Γενικά, καμιά από τις θαυματουργικές αναστάσεις που έκανε ο Ιησούς (κόρη του Ιάειρου, Λάζαρος) δεν παρουσιάζεται ως γεγονός ιδιαίτερης σημασίας. Έχει την ίδια έκταση περιγραφής και το ίδιο ύφος με τις θαυματουργικές ιάσεις ή το βάδισμα πάνω στο νερό. Κι αν εξαιρέσει κανείς κάποια απόκρυφα ευαγγέλια, καταγράφεται χαρακτηριστική έλλειψη ενδιαφέροντος ως προς την πληροφόρηση των πιστών για τους νεκρούς που αναστήθηκαν. Πού πήγαν; Τι είδαν και τι ένιωσαν εκεί πού πήγαν.
Η εικονογραφία διασώζει κάποιες αντιλήψεις που από τον 3ο αιώνα μ.Χ. άρχισαν να εδραιώνονται. Αυτές εκπορεύονται από διηγήσεις που συνετέθησαν σιγά σιγά με το πέρασμα των χρόνων και την απομάκρυνση από την εποχή του ιστορικού Ιησού, προκειμένου να πληρωθούν τα κενά και να απαντηθούν τα ερωτήματα που ανέκυψαν με τον καιρό.
Η έννοια της Ανάστασης
Οι πρώτοι προβληματισμοί γύρω από το αναστημένο σώμα πρέπει να αναζητηθούν στην Προς Κορινθίους Α΄ επιστολή του Παύλου, με την περίφημη «μεταφορά του σπόρου». Τα ερωτήματα τίθονταν άμεσα τους χριστιανούς διανοητές των πρώτων αιώνων. Θα ήταν ένα σώμα άυλο και πνευματικό ή ένα σώμα υλικό, πιθανόν και αυτό το ίδιο που είχαμε στην επίγεια σάρκωσή μας; Θα υπήρχε συνέχεια τους σωματικού εαυτού μας μετά την ανάσταση; Η ταυτότητά μας, που προσδιορίζεται τόσο από το σώμα όσο και από το πνεύμα μας, θα παρέμενε αναλλοίωτη; Και με ποιο σώμα θα επιστρέφαμε; Το αναμάρτητο των παιδικών μας χρόνων, το σφριγηλό της νεότητας ή το πάσχον των γηρατειών;
Η απάντηση του Παύλου είναι ασαφής. Ο δυϊσμός του τον ώθησε περισσότερο προς την κατεύθυνση της διάκρισης σώματος-ψυχής. Στο πλαίσιο αυτό, το σώμα είναι ο φορέας της αμαρτίας και του θανάτου. Επομένως, η περιγραφή της ποιότητας του αναστημένου σώματος δεν βρέθηκε στο κέντρο του ενδιαφέροντός του.
Ο μάρτυς Ιουστίνος, ακολουθώντας τον Παύλο, επισημαίνει ότι το σώμα που λάβαμε θα τελειοποιείται όσο θα πλησιάζουμε τον Θεό και όταν μας επιστραφεί, κατά την τελική Κρίση, θα έχει όλα τα όργανα, δίχως όμως την οδύνη των πόνων και της αναπηρίας.
Εν ολίγοις, αυτό που πεθαίνει κι αυτό που ανασταίνεται δεν διαφέρουν στην ουσία τους. Θέση που μοιάζει να απαντά στην καυστική κριτική των εθνικών, οι οποίοι όταν άκουγαν τους χριστιανούς να μιλούν για ανάσταση τους λοιδορούσαν, θέτοντας το ερώτημα ποιος θα ήθελε αιωνίως ένα σώμα ανάπηρο ή γερασμένο (Κέλσος, Κατά Χριστιανών); Είχαν κατά νου τον αγαπητό στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας μύθο του Τιθωνού: Ερωτευμένη με τον όμορφο Τιθωνό, η Ηώ, ζήτησε από τον Δία να κάνει τον αγαπημένο της αθάνατο, αλλά ξέχασε να του ζητήσει την αιώνια νεότητα. Έτσι ο Τιθωνός γερνούσε ασταμάτητα. Κουρασμένος από την ατέλειωτη ζωή του και τα φοβερά γηρατειά που τον ταλάνιζαν, παρακάλεσε το Δία να τον λυτρώσει. Ο θεός εισάκουσε την προσευχή του και τον μετέτρεψε στο γνωστό έντομο του καλοκαιριού: τον τζίτζικα.
Σύμφωνα με μια πανάρχαια δοξασία, σώματα διαμελισμένα δεν μπορούσαν να φτάσουν στον Άδη και να βρουν ανάπαυση. Ως εκ τούτου, οι μάρτυρες κινδύνευαν να εξαργυρώσουν τη θυσία τους με τη μέγιστη τιμωρία: να μη δουν τον Θεό τους και να μην αναστηθούν. Στο θέμα αυτό απαντούν οι θέσεις του Αθηναγόρα, που θέτει πολύ δυναμικά το θέμα της ταυτότητας. Γι’ αυτόν, δεν μπορούμε καν να μιλάμε για ανθρώπινη ύπαρξη, για ανθρώπινο ον, αν το σώμα καταστρέφεται ολοσχερώς. Η ταυτότητα του ανθρωπίνου όντος πλήττεται ουσιαστικά τότε, έστω κι αν η ψυχή παραμένει αλώβητη. Γι’ αυτό ανάσταση είναι η ανασύνθεση του σώματος που έχει ο άνθρωπος στην προθανάτια ζωή του, του ίδιου ακριβώς σώματος. Κατά την τελική Κρίση, τα μέρη του διαμελισμένου σώματος θα επανενωθούν.
Το κείμενο της Μαρώς Τριανταφύλλου πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science Illustrated
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου