Γιατί, παρά την επικράτηση της νεωτερικής επιστήμης και την υποβάθμιση της μεσαιωνικής μαγείας, οι μαγικοί τρόποι σκέψης επιβίωσαν και εξακολούθησαν να γοητεύουν τους περισσότερους ανθρώπους; Η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή, επειδή η γοητεία της μαγικής σκέψης στηρίζεται στη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπινου νου για απόλυτες αλήθειες και βεβαιότητες. Ισως γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν τη μαγική από την επιστημονική πραγματικότητα: επειδή δεν μπορούν να αποδεχτούν την ιδέα της εκ φύσεως αβέβαιης και δυνητικά διαψεύσιμης γνώσης, όπως είναι κάθε επιστημονική γνώση.
Πως εξηγείται η επίμονη παρουσία του μαγικού τρόπου σκέψης
Αν η επιστημονική μέθοδος γνώσης έχει όντως εξαλείψει κάθε κατάλοιπο μεσαιωνικής μαγείας, τότε πώς εξηγείται η επίμονη παρουσία των μαγικών τρόπων σκέψης και η καθημερινή εισβολή του «υπερφυσικού» στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων;
Λέγεται συχνά ότι «εκεί που τελειώνει η μαγεία, αρχίζει η επιστήμη», αλλά μάλλον πρόκειται για ένα υπερβολικά αισιόδοξο συμπέρασμα, αν αναλογιστεί κανείς την τεράστια επιρροή που εξακολουθούν να ασκούν σε πολύ μεγάλα τμήματα του ανθρώπινου πληθυσμού οι σύγχρονοι πνευματικοί τσαρλατάνοι και οι εξόφθαλμα αντιεπιστημονικές «εξηγήσεις».
Κάποτε τα γνωσιολογικά όρια μεταξύ της μαγικής και της επιστημονικής μεθόδου σκέψης ήταν θολά και ασαφή. Σταδιακά, όμως, μετά τη μεγάλη επιστημονική επανάσταση τον 17ο αιώνα, η εντυπωσιακή ανάπτυξη μιας πιο ορθολογικής μεθόδου κατανόησης και εμπειρικής επιβεβαίωσης των θεωριών στις φυσικές επιστήμες κατέστησε περιττή την επίκληση υποχθόνιων ή υπερφυσικών δυνάμεων για την κατανόηση και την εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο· γεγονός που, παράλληλα, οδήγησε και στην προοδευτική απαξίωση των πανάρχαιων μαγικών εξηγήσεων και τελετουργιών.
Αυτά τουλάχιστον υποστηρίζει η επίσημη νεωτερική προπαγάνδα του επιστημονικού διαφωτισμού, παραβλέποντας ότι η πλειονότητα των ανθρώπων εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να πιστεύει σε εξόφθαλμα αντιεπιστημονικές δοξασίες και να υποκύπτει καθημερινά στην ανορθολογική γοητεία μιας σειράς από σκοταδιστικές πρακτικές: από την επιρροή των άστρων στη ζωή μας μέχρι τις πιο αλλόκοτες θεραπευτικές μαγγανείες, που με τρόπο μαγικό μπορούν, υποτίθεται, να βελτιώσουν τη ζωή και τη σκέψη μας. Και η απρόσμενα μεγάλη επιτυχία των πιο σκοταδιστικών αναγνωσμάτων και θεαμάτων, που κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα και καταναλώνονται μαζικά, δεν αποτελεί, άραγε, την καλύτερη απάντηση σε όσους ή όσες παραπονιούνται για το ότι στην εποχή μας έχει χαθεί οριστικά... η μαγεία;
Οι μεσαιωνικές ρίζες της νεωτερικής επιστήμης
Η εικόνα του Μεσαίωνα ως μιας σκοτεινής ιστορικής εποχής, όπου κυριαρχούσε η κοινωνική και η πνευματική βαρβαρότητα, δεν είναι παρά ένα μεταγενέστερο νεωτερικό μύθευμα. Πράγματι, όπως αποδεικνύουν πλήθος ιστορικών ερευνών, πρόκειται για ένα εντελώς ανιστόρητο ιδεολόγημα, επινοημένο επί τούτω από τους πρώτους ουμανιστές και διαφωτιστές για να προβάλουν την αξία της νέας, ιδιαίτερα ανατρεπτικής –αλλά όχι ακόμη επαρκώς νομιμοποιημένης– επιστημονικής επανάστασης στις ανθρώπινες κοσμοαντιλήψεις. «Οι επαναστάσεις έχουν ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό: όχι μόνο στρέφονται προς το μέλλον και δίνουν ζωή σε κάτι πρωτόφαντο, αλλά κατασκευάζουν και ένα φανταστικό παρελθόν», όπως εύστοχα επισημαίνει ο μεγάλος ιστορικός της επιστήμης Paolo Rossi στο σπουδαίο βιβλίο του «Η γένεση της σύγχρονης επιστήμης στην Ευρώπη» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα»).
Πάντως, οι περισσότεροι ιστορικοί της επιστήμης συμφωνούν ότι η πραγματοποίηση της Μεγάλης Επιστημονικής Επανάστασης έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην υπέρβαση από τη νεωτερική σκέψη των μέχρι τότε κυρίαρχων θεολογικών και ερμητικών κοσμοαντιλήψεων. Λιγότερο σύμφωνοι είναι για το πότε, το πώς και από πού ακριβώς ξεκίνησε αυτή η όντως μεγαλειώδης πνευματική μετάλλαξη.
Πράγματι, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πληθύνει οι ιστορικές μελέτες που τοποθετούν τις απαρχές της νεότερης επιστήμης στον ύστερο Μεσαίωνα (μεταξύ 1500 και 1600, ή και νωρίτερα). Στην ταραγμένη αυτή ιστορική περίοδο του Δυτικού πολιτισμού, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς με σαφήνεια τα καινοφανή γνωστικά στοιχεία ή τα αμιγώς επιστημονικά επιτεύγματα των πρωταγωνιστών της Μεγάλης Επιστημονικής Επανάστασης από τις μαγικές-μυθολογικές προκαταλήψεις τους.
Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Κέπλερ, εκτός από θεμελιωτής της νεωτερικής Αστρονομίας, ήταν επίσης κι ένας αμετανόητος αστρολόγος, γιος μιας διάσημης μάγισσας, την οποία προσπάθησε να σώσει από την πυρά όταν αυτή καταδικάστηκε από τους θεοσεβούμενους αλλά φανατικούς συμπατριώτες της. Και ο μεγαλοφυής Νεύτωνας, εκτός από πατέρας της σύγχρονης Φυσικής, ήταν αλχημιστής, θεοσοφιστής και κορυφαίος Βρετανός δάσκαλος της απόκρυφης γνώσης και των πιο ερμητικών πρακτικών, ώστε δικαίως χαρακτηρίστηκε από τον συμπατριώτη του λόρδο Keynes ως «ο τελευταίος των μάγων».
Ωστόσο, θα ήταν σοβαρό λάθος να πιστέψει κανείς ότι αυτά τα δύο διάσημα παραδείγματα κορυφαίων επιστημόνων που ασκούσαν ταυτοχρόνως τη μαγεία αποτελούν την εξαίρεση. Αντίθετα, αποτελούσαν τότε τον κανόνα: στη σκέψη των περισσότερων πρωτεργατών της νεωτερικής επιστήμης συνυπήρχαν, λίγο-πολύ αρμονικά, οι πιο ριζοσπαστικές φυσικές αντιλήψεις με τις πιο σκοτεινές, ερμητικές δοξασίες. Και μεταξύ των ιστορικών θεωρείται κοινό μυστικό το γεγονός ότι η νέα πειραματική και εμπειριοκρατική επιστήμη αναδύθηκε –και άρα οφείλει πολλά– από τις κακόφημες, σήμερα, μαγικές γνώσεις και πρακτικές (μαγεία, αλχημεία, αστρολογία, βοτανολογία).
Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη ότι ο απώτερος και ρητά διακηρυγμένος στόχος των μαγικών τεχνών ήταν να θέσουν τις «δυνάμεις» της φύσης υπό την εξουσία του ανθρώπου, τότε αυτές οι κατά τα άλλα «σκοτεινές» πρακτικές θα πρέπει να θεωρηθούν δικαίως οι προάγγελοι και οι εμπνευστές των σύγχρονων τεχνοεπιστημονικών πρακτικών. Χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι η νεωτερική επιστήμη ήταν υποχρεωμένη να αποδεχτεί και τις υπερφυσικές προϋποθέσεις και τις εξηγήσεις της μαγικής σκέψης. Για παράδειγμα, η βασική θεωρητική προϋπόθεση για την ανάπτυξη των μαγικών πρακτικών του παρελθόντος ήταν ο ανιμισμός ή παμψυχισμός, η πεποίθηση δηλαδή ότι ολόκληρη η Φύση είναι έμψυχη.
Αυτή η απλοϊκή και ανθρωπομορφική κοσμοαντίληψη βλέπει το Σύμπαν σαν ένα απείρων διαστάσεων ενιαίο σύστημα, που, σύμφωνα με τον Πλάτωνα (βλ. «Τίμαιος»), εμψυχώνεται από τον νου του Δημιουργού του. «Ολες οι μορφές των φυσικών αντικειμένων είναι ψυχές», όπως θα υποστηρίξει αιώνες μετά ο Τζορντάνο Μπρούνο (G. Bruno). Ο διάσημος αποκρυφιστής φυσικός, μαθηματικός και αστρονόμος υπήρξε ένας από τους πρώτους μάρτυρες της νέας φυσικής φιλοσοφίας, αφού, το 1600, κάηκε δημόσια από την καθολική Εκκλησία για τις «αιρετικές» απόψεις του. Ακόμη μία απόδειξη για το ότι, εκείνα τα χρόνια, δεν γίνονταν καμία διάκριση ανάμεσα στους φυσικούς επιστήμονες και τους μάγους ή τις μάγισσες, που «θυσιάζονταν» σωρηδόν στην πυρά για το καλό της χριστιανικής κοινωνίας.
Η διαχρονική γοητεία της «μαγικής» σκέψης
Μολονότι αρχικά η νεωτερική επιστήμη μπορούσε κάλλιστα να επηρεάζεται ή, τουλάχιστον, να συνυπάρχει αρμονικά με τις προγενέστερες σκοτεινές εξηγήσεις και πρακτικές των μαγικών τεχνών, πολύ σύντομα έγινε σαφές ότι αυτή η πρόσκαιρη συμβίωση έπρεπε να διαλυθεί. Οσο για τις συμμαχίες των μάγων με τους νέους φυσικούς επιστήμονες ενάντια στον παντοδύναμο, τότε, εκκλησιαστικό σκοταδισμό, έληξαν και αυτές όταν τα επίσημα κράτη και οι εκκλησίες άρχισαν να αποδέχονται ως αναπόφευκτη ανάγκη την ανάπτυξη της νέας επιστημονικής γνώσης.
Εξάλλου, οι μετέπειτα θρίαμβοι της νέας φυσικής-μηχανιστικής προσέγγισης επέβαλαν την οριστική απόρριψη όλων ανεξαιρέτως των σκοτεινών υπερφυσικών δυνάμεων και των ανιμιστικών θεωριών που τις εξηγούσαν. Υπερφυσικές «εξηγήσεις» που, εκείνη την εποχή, αποτελούσαν την προϋπόθεση για την αποδοχή όχι μόνο του αρχαιότατου «μαγικού» αλλά και του νεόκοπου επιστημονικού τρόπου σκέψης. Μόνο τότε, κατά τον 18ο αιώνα, έγινε οριστικό το διαζύγιο της νέας επιστήμης από την παραδοσιακή μαγεία.
Ομως, στο επίμονο και πολύ ενοχλητικό ερώτημα: τότε γιατί, παρά την εμπειρική και θεωρητική διάψευσή της η μαγεία εξακολούθησε να γοητεύει και να παραπλανά τη σκέψη των ανθρώπων, δεν υπάρχει μία απλή και σαφής απάντηση. Και δεν πρόκειται για ένα απλοϊκό ερώτημα, επειδή πιθανότατα σχετίζεται άμεσα με τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπινου νου για απόλυτες αλήθειες και βεβαιότητες, δηλαδή για οριστικές επιστημονικές απαντήσεις. Οι οποίες, ωστόσο, επειδή είναι εξ ορισμού διαψεύσιμες, δεν μπορούν και δεν πρέπει να εκλαμβάνονται παρά μόνο ως… πρόσκαιρες αλήθειες.
Εκτοτε η ασύλληπτη ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης και ο ιλιγγιώδης πολλαπλασιασμός των τεχνολογικών εφαρμογών της φαίνεται πως δεν κατάφεραν να ικανοποιήσουν τις βαθύτερες διανοητικές αναζητήσεις και τις υπαρξιακές ανάγκες των περισσότερων ανθρώπων, οι οποίοι κάθε άλλο παρά πρόθυμοι είναι να αποδεχτούν ή να συμβιβαστούν με την ιδέα της εκ φύσεως αβέβαιης και δυνητικά διαψεύσιμης επιστημονικής γνώσης!
Συνεπώς, η διαχρονική ανάγκη προσφυγής στη μαγεία, δηλαδή σε υπερ- ή παρα-φυσικές «εξηγήσεις» αποτελεί ένα είδος αυθόρμητης νοητικής ανάγκης μας (ιδιωτικής ή συλλογικής): η μαγική σκέψη με τις υπνωτιστικές τελετουργικές πρακτικές της φαίνονται ικανές να καθησυχάζουν (πρόσκαιρα) τον ανθρώπινο νου, ενώ παράλληλα καλλιεργούν στους «μύστες» τη ματαιόδοξη αυταπάτη της προσωπικής παντοδυναμίας, λόγω της υποτιθέμενης άμεσης νοητικής επαφής τους με κάποιες εντελώς άγνωστες και σκοτεινές συμπαντικές δυνάμεις.
Η αντικατάσταση, λοιπόν, τέτοιων υποκειμενικών ψευδαισθήσεων από τις ασαφείς, διαψεύσιμες και φαινομενικά ατελέσφορες επιστημονικές αναζητήσεις δεν θεωρείται καθόλου εύλογη και ακόμη λιγότερο χρήσιμη από τους περισσότερους ανθρώπους, οι οποίοι σχεδόν αναπότρεπτα καταφεύγουν στην απελπισμένη αναζήτηση κάποιων πιο διαχρονικών και απόλυτων μαγικών «βεβαιοτήτων».
Με δεδομένη αυτή τη διαχρονική νοητική μας προδιάθεση για υπερφυσικές και αποκρυφιστικές εξηγήσεις, είναι πραγματικά αξιοπερίεργο το πώς τελικά η ανθρώπινη επιστημονική γνώση καταφέρνει διαρκώς να εξελίσσεται. Ομως, για το πώς η ανθρώπινη γνώση κατάφερε να εξελιχθεί, υπερβαίνοντας τις μεσαιωνικές προκαταλήψεις και τις μαγικές πρακτικές αιώνων, θα πούμε περισσότερα στο επόμενο άρθρο που θα εστιάσει στην έκλειψη της παραδοσιακής μαγείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου