Η ελληνική κοινωνία περισσότερο λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών
της κρίσης, αλλά και γενικότερα οι κοινωνίες σε ευρωπαϊκό και πλανητικό
επίπεδο βρίσκονται σε φάση υψηλής ρευστότητας και μεγάλων αλλαγών, ώστε
αυτομάτως τίθεται «επί τάπητος» το θέμα της αναγκαιότητας λειτουργίας
της κοινωνίας ως συλλογικού υποκειμένου, ικανού να διαχειρισθεί τις νέες
προκλήσεις στο πλαίσιο της δυναμικής πορείας προς το μέλλον.
Οι
μέχρι τώρα εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε κοινωνικά μορφώματα, στα οποία
κυρίαρχες αξίες είναι ο καταναλωτισμός, ο ατομικισμός, ο ανταγωνισμός με
έπαθλο την συσσώρευση πλούτου, η διαμόρφωση πολιτικών στάσεων με την
μεσολάβηση της λογικής και των μεθόδων της κοινωνίας του θεάματος, καθώς
και με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της επιστήμης και των
τεχνολογικών της εφαρμογών με σημείο αναφοράς όχι τον άνθρωπο αλλά τις
συστημικές ανάγκες.
Ιδιαιτέρως αυτές έχουν διαμορφώσει νέα
δεδομένα σε σχέση με την προώθηση συγκεκριμένων αξιών και προτύπων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ψηφιακή τεχνολογία και οι αξιακές
συγκλίσεις ιδιαιτέρως στους νέους ανθρώπους, ακόμη και διαφορετικής
κοινωνικής και πολιτισμικής προέλευσης, με τα κοινά πρότυπα, που
προωθούν.
Εκείνο όμως που δεν κάνουν, είναι η συμβολή στην
μετεξέλιξη των πολιτισμικών ταυτοτήτων των κοινωνιών με βάση την
ιστορική τους διαδρομή και τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Η σύγχρονη
κοινωνική δυναμική διαμορφώνεται ισοπεδώνοντας τις πολιτισμικές
διαδρομές των κοινωνιών και δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, στην
οποία κυριαρχούν η λογική της μάζας και της διεκπεραίωσης συστημικών
ρόλων από τα άτομα.
Ουσιαστικά παράγονται προσομοιώσεις πολιτών με
αυτό τον τρόπο, οι οποίοι νομιμοποιούν με την συμμετοχή τους σε
διάφορες διαδικασίες, όπως είναι οι εκλογές, την πορεία προς το μέλλον,
χωρίς να έχουν συνείδηση των επιπτώσεων ή των αιτίων για τις
διαμορφούμενες συνθήκες στο παρόν και σε βάθος χρόνου.
Αρκεί
να προσεγγίσουμε το πρόβλημα με τις προσφυγικές και μεταναστευτικές
ροές προς την Ευρώπη, για να κατανοηθεί η λειτουργία των πολιτών. Κατ’
αρχήν οι κοινωνικές μάζες δεν συνδέουν αυτό το φαινόμενο με την
συμμετοχή και συνευθύνη της Ευρώπης στην διαμόρφωση συνθηκών πείνας και
φτώχειας στις χώρες προέλευσης των μεταναστών λόγω της εκμετάλλευσης των
φυσικών τους πόρων, χωρίς να αναπτύσσεται η οικονομία τους.
Επίσης δεν λαμβάνουν υπόψη τους λόγους της έκρηξης εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων στις χώρες προέλευσης των προσφύγων.
Το
πρόβλημα αρχίζει να συνειδητοποιείται ως απειλή της ατομικής ευημερίας
στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και με αυτή την έννοια γίνεται επίκληση του
εθνικού συμφέροντος. Όταν δηλαδή εμφανίζονται οι επιπτώσεις,
εκλαμβάνονται ως απειλή, χωρίς να συνδέονται με την ιδία συμμετοχή στη
διαμόρφωση προβληματικών καταστάσεων στις χώρες προέλευσης και τις
ευθύνες των χωρών υποδοχής των προσφύγων ή μεταναστών.
Το ίδιο
συμβαίνει και με την κλιματική αλλαγή. Όλες οι κοινωνίες συμμετέχουν,
άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, στη ρύπανση του περιβάλλοντος και
στην πρόκληση του φαινομένου της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Όμως δεν
αναλαμβάνουν το μερίδιο της ευθύνης, που τους αναλογεί, για να
προχωρήσουν στην αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων των πολύ αρνητικών
επιπτώσεων για τις επόμενες γενιές και το φυσικό περιβάλλον.
Στο
ίδιο μήκος κύματος κινείται και η διαμόρφωση ενός υπερεθνικού
οικοδομήματος, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κοινωνίες των
χωρών-μελών της Ε.Ε. αντιμετωπίζονται ως μάζες. Το κακό δε είναι, ότι οι
πολίτες τους έχουν αφεθεί σε αυτή την μεταχείριση. Οι αποφάσεις, οι
οποίες λαμβάνονται σε πολιτικό επίπεδο και δεσμεύουν το μέλλον τους, δεν
γίνονται αντιληπτές ως προς την προοπτική τους από τους ευρωπαίους
πολίτες.
Πολύ περισσότερο δεν παίρνουν συγκεκριμένη μορφή οι
επιπτώσεις τους. Έτσι κι αλλιώς δεν γνωρίζουν την ευρωπαϊκή
πραγματικότητα, ούτε και έχουν ευρωπαϊκή συνείδηση ή συγκροτούν
ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Οι ευρωπαίοι πολίτες αποτελούν εθνικά ακροατήρια
και αντιλαμβάνονται την Ε.Ε. μέσα από το εθνικό συμφέρον, το οποίο
υποθετικά προωθείται και εξιδανικεύει συνθήκες, που δεν υπάρχουν στην
παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα της αλληλεξάρτησης των κρατών, ενώ
ταυτοχρόνως μορφοποιεί φαντασιώσεις για εθνικό συμφέρον, το οποίο δεν
έχει περιεχόμενο παρά μόνο επικονωνιακό φορτίο.
Είναι όμως
επικίνδυνο, διότι, όταν διαψεύδονται οι φαντασιώσεις, εμφανίζεται το
φάντασμα του ευρωσκεπτικισμού και του εθνικιστικού λαϊκισμού.
Η
απουσία του ορθολογισμού και της σφαιρικής ενημέρωσης στην προσέγγιση
της πραγματικότητας από τους πολίτες δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για
την λειτουργία της κοινωνίας ως συλλογικού υποκειμένου. Αυτό συσσωρεύει
προσκόμματα στην ανάγκη αντιμετώπισης της μεγάλης ρευστότητας και των
πλανητικών διαστάσεων αλλαγών, που έχουν επιπτώσεις ακόμη και στην
καθημερινότητα των πολιτών.
Ήδη επισημάνθηκαν δύο υπερεθνικού
βεληνεκούς προβλήματα, η μαζική μετακίνηση πληθυσμών και η κλιματική
αλλαγή. Με αυτά τα δεδομένα οι κοινωνίες δεν θα είναι εύκολο να
διαχειρισθούν την πραγματικότητα. Δεν αρκεί το πολιτικό σύστημα ούτε και
οι οικονομικές ελίτ, ώστε να διασφαλισθούν ομαλές εξελίξεις, όταν οι
κοινωνίες δεν ενεργοποιούνται θετικά σε σχέση με την αντιμετώπιση των
νέων προκλήσεων.
Στην Ελλάδα βεβαίως υπάρχει και ένα άλλο εμπόδιο,
που πρέπει να ξεπερασθεί. Αυτό είναι η προσκόλληση στο ιστορικό
παρελθόν για την νομιμοποίηση του παρόντος σε συνδυασμό με την αδυναμία
δημιουργικής επεξεργασίας των δυνατοτήτων, που υπάρχουν στη σύγχρονη
παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα των κοινωνιών, οι οποίες βασίζουν την
πορεία τους στην επιστημονική γνώση και στην τεχνολογία.
Τα
κοινωνικά συστήματα συνεχίζουν να κινούνται στους αργούς ρυθμούς του
παρελθόντος και να κρατούν το άτομο δέσμιο της ακινησίας και της άρνησης
να στηριχθεί η εξέλιξη, τόσο η δική του όσο και του κάθε φορά
κοινωνικού συστήματος αναφοράς του (π.χ. εργασιακό, συνδικαλιστικό
κ.λ.π.), στην επίδοση και στην δυνατότητα της να προσδώσει δυναμική σε
αυτό. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λογική των κομμάτων να
τοποθετούν «τους δικούς τους» ανθρώπους στις διάφορες θέσεις της
κρατικής ιεραρχίας ή να καταδικάζουν τους υπαλλήλους του δημοσίου σε
εκτελεστική λειτουργία, χωρίς να παίρνουν πρωτοβουλίες λόγω του
συγκεντρωτισμού, ο οποίος κυριαρχεί. Οι πολιτικοί προϊστάμενοι
αποφασίζουν σχεδόν για όλα, χωρίς να υπόκεινται σε διαδικασίες
αξιολόγησης.
Αυτή η λογική αναπαράγεται και στα υπόλοιπα κοινωνικά
συστήματα, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσεται εκείνη η δυναμική στην
κοινωνία, η οποία θα την κάνει ανταγωνιστική και θα της επιτρέψει να
λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο.
Δευτερογενώς της
στερεί την δυνατότητα να αποκτήσει δυναμική σκέψη και να προσεγγίσει την
πραγματικότητα με εξωστρεφή λογική. Το άτομο περιχαρακώνεται στο
μικρόκοσμο της καθημερινότητας του και δεν συμμετέχει, ούτε και
ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη συλλογικής δυναμικής στην κοινωνία
αναφοράς του.
Αυτό βεβαίως διευκολύνει πολύ την πολιτική της
χειραγώγηση, διότι όχι μόνο δεν εκφράζεται το κοινωνικό συμφέρον, αλλά
ούτε αναπτύσσεται έστω και ο ελάχιστος προβληματισμός στο επίπεδο της
κοινωνικής βάσης. Απλά το άτομο αφήνεται στις «ευκαιρίες» του
πελατειακού συστήματος για την προσωπική του ανέλιξη και την απόκτηση
κοινωνικού στάτους.
Αυτή την περίοδο της κρίσης ακόμη και αυτό
είναι δύσκολο, διότι η οικονομική ασφυξία και η αδυναμία εύρεσης
εργασίας οδηγούν ιδιαιτέρως τους νέους με προσόντα είτε στην
μετανάστευση είτε στην απασχόληση σε εργασίες, οι οποίες δεν αξιοποιούν
τα προσόντα τους (νέοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε θέσεις σερβιτόρων
κ.λ.π.).
Με αυτά τα δεδομένα καθίσταται αναγκαία η
οικοδόμηση μιας ανεξάρτητης και χωρίς κομματικό έλεγχο κοινωνίας
πολιτών, η οποία θα εκφράσει το κοινωνικό συμφέρον και θα αποτελέσει τον
συνομιλητή του πολιτικού συστήματος και των δομών διακυβέρνησης (π.χ.
υπουργεία, περιφέρειες, τοπική αυτοδιοίκηση).
Οι δομές της είναι
σκόπιμο να έχουν θεματική αναφορά και αντίστοιχη δικτύωση μεταξύ τους.
Αυτό θα βοηθήσει πολύ στην διαμόρφωση άποψης, διότι θα ειδικεύονται σε
θεματικές ενότητες συγκεκριμένα (περιβάλλον, υγεία, πολιτισμός,
κοινωνικά θέματα κ.λ.π.) και θα είναι σε θέση, εάν υπάρξει και η συμβολή
της διανόησης (ερευνητικοί φορείς, πανεπιστημιακά ιδρύματα κ.λ.π.), να
διαμορφώσουν θέσεις και προτάσεις.
Η δικτύωση τους σε πανελλαδικό
επίπεδο θα επιτρέψει στο πλαίσιο του διαλόγου, που θα αναπτύσσεται, να
συγκεκριμενοποιείται και το κοινωνικό συμφέρον. Η δε κοινωνία θα μπορεί
να διαλέγεται ουσιαστικά με την κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα και να
λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο. Βασική παράμετρος για την
λειτουργία και απόδοση αυτού του μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας είναι η
θεσμοθέτηση του διαλόγου.
Στο μέτρο που η δικτύωση των
δομών της κοινωνίας πολιτών διευρύνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα
διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ευρωπαϊκής κοινής γνώμης
και συνείδησης. Ταυτοχρόνως θα διευκολυνθεί και η πορεία της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης, διότι θα απαγκιστρωθεί η λήψη πολιτικών αποφάσεων από πολιτικές και οικονομικές ελίτ και θα αποκτήσει κοινωνικό έρεισμα.
Επειδή
η ροή του χρόνου έχει μεγάλη ταχύτητα, επείγει η έναρξη της προσπάθειας
για την πρόσδωση στις κοινωνίες του ρόλου, που τους αναλογεί, αυτόν του
συλλογικού υποκειμένου, για να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Έτσι
θα πάρει ευρύτερο περιεχόμενο και η φράση του Γάλλου φιλόσοφου Etienne
Balibar, ότι «οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των χωρών – μελών (στην
Ε.Ε.) θα αποκτήσουν δυναμικό περιεχόμενο», με την έννοια της ουσιαστικής
συμμετοχής και μετεξέλιξης της Ευρώπης, την οποία έγραψε σε κείμενο του
για τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη και την
πολιτική για την παροχή ασύλου.
Πηγή: metarithmisi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου