Τα
χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι τόσα πολλά σε αριθμό,
που θα μπορούσε κανείς να τα ταξινομήσει σε μια ξεχωριστή κατηγορία.
Εξάλλου, κυκλοφορούν αρκετές συλλογές που εστιάζουν σ’ αυτά και που
έχουν τίτλους όπως «χριστουγεννιάτικα διηγήματα» ή «χριστουγεννιάτικες
ιστορίες» αναδεικνύοντας ακριβώς αυτό το λογοτεχνικό κομμάτι. Όμως, το
αδιαμφισβήτητο της χριστουγεννιάτικης θεματολογίας δε σηματοδοτεί ένα
αυτόνομο τμήμα στο έργο του Παπαδιαμάντη, αφού τα Χριστούγεννα δεν
αποτελούν αφορμή προς αναζήτηση νέων εκφραστικών ή ιδεολογικών
διαδρομών. Με άλλα λόγια, τα Χριστούγεννα στον Παπαδιαμάντη δε
λειτουργούν ούτε προς τόνωση της θρησκευτικής κατάνυξης ούτε ως πεδίο
κατήχησης ή παραγωγής διδαγμάτων ούτε ως ευκαιρία για πάσης φύσεως
συγκινησιακή κατανάλωση.
Ο
Παπαδιαμάντης αντιμετωπίζει τα Χριστούγεννα, όπως και κάθε άλλη
θεματογραφία, από την οπτική του λαϊκού βιώματος, που αποδίδεται ακριβώς
όπως έχει, χωρίς εξιδανικεύσεις, διδακτισμό ή τυμπανοκρουσίες. Οι
γιορτές είναι το αναπόσπαστο μέρος της συνολικής παρουσίας των ανθρώπων
ολοκληρώνοντας την εικόνα μιας εποχής τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε
ατομικό επίπεδο. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι χριστουγεννιάτικες
ιστορίες συνυφαίνονται αξεδιάλυτα με την καθημερινή ζωή. Ο ανθρώπινος
μόχθος, ο κίνδυνος, η βοή των λαϊκών καφενείων, η αρρώστια, η ξενιτειά,
όλα εκείνα που συνθέτουν και αναδεικνύουν το παπαδιαμαντικό μεγαλείο θα
ήταν αδύνατο να εκλείπουν από τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα. Σε τελική
ανάλυση, τα Χριστούγεννα, δε θα μπορούσαν να αποδοθούν σαν κάτι
ξεκομμένο από τη ζωή των ανθρώπων. Θα ήταν απολύτως αφύσικο, δηλαδή
λογοτεχνικά ατυχές. Οι λογοτεχνικές υπερβολές, που θέλουν τους ανθρώπους
να μεταλλάσσονται ή να αποκτούν διαστάσεις αγιοσύνης επηρεασμένοι από
το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν ανήκουν στον Παπαδιαμάντη. Στο διήγημα
«Χριστόψωμο» η γριά Καντάκαινα προσφέρει στη νύφη της «φαρμακωμένο
χρυστόψωμον» προκειμένου να την ξεκάνει. Όταν τελικά, από λάθος, το
τρώει ο γιος της και «ενομίσθη ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος…» η
Καντάκαινα δε λέει τίποτε και βυθίζεται σε δυστυχισμένα γηρατειά.
Στο
διήγημα «Ο πολιτισμός εις το χωριόν» η Θοδωριά, γυναίκα του μπάρμπα
Στέργιου του ασβεστά έχει ήδη χάσει δυο παιδιά και όλες τις οι ελπίδες
είναι στραμμένες στον τελευταίο της γιο «τον «Λευθέρην». Κι όταν το
μοιραίο βράδυ της πρωτοχρονιάτικης παραμονής, που ο γιος ψηνόταν στον
πυρετό, στέλνει τον άντρα της, μέσα σε χιονοθύελλα, να φωνάξει το
γιατρό, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η κατάληξη θα είναι τραγική. Εξάλλου, η
εκμυστήρευση της υπηρέτριας του γιατρού στον μπάρμπα – Στέργιο: «κοίταξε
μην είναι κανένα μαγαζί ανοιχτό στην πιάτσα, μην παίζουνε πουθενά τα
χαρτάκια» ήταν ξεκάθαρος προάγγελος κακών. Στο καπηλειό του Θανάση του
Μωρεγυιού ο γιατρός, που καθόταν μαζί με τον υπολιμενάρχη και το
γραμματέα του ειρηνοδικείου δε φάνηκε καθόλου πρόθυμος να ακολουθήσει
τον μπάρμπα – Στέργιο: «Δε βλέπεις που χιονίζει; Πώς θα πάμε;», κι ο
γραμματικός, που εκείνη τη στιγμή έκανε την μπάνκα στα χαρτιά ανέλαβε
δράση: «… τα μουστάκια του, άμα είδε τον μπάρμπα – Στέργιο, ανέβαιναν
και κατέβαιναν ως της γάτας της οσφρανθείσης ποντικόν. Τον έδραξεν από
του αγκώνος με την στιβαράν χείρα του και τον έβαλε, με το είδος εκείνο
της φιλικής βίας, όπερ τινές άνθρωποι αγαπώσι να μετέρχωνται προς τους
ασθενεστέρους τον χαρακτήρα, τον έβαλε να καθίση πλησίον του». Αφού τον
κέρασε κρασί, τον προέτρεψε να παίξει «για να περασ’ η ώρα». Ο μπάρμπα –
Στέργιος παρακαλούσε το γιατρό να πάνε στο σπίτι, εκείνος αρνιόταν
μέχρι να κοπάσει το χιόνι, κι ο γραμματέας διαρκώς του έβαζε κρασί και
του κέρδιζε στα χαρτιά τις λίγες του δεκάρες. Όταν στις τρεις τα
χαράματα μπήκε στο μαγαζί Γιώργης ο Σεφερτζής, σταλμένος από τη Θοδωριά,
βρήκε τον μπάρμπα – Στέργιο: «… όστις ζαλισμένος από το μοσχάτον,
προσεμειδία ηλιθίως εις τους μύστακας του γραμματικού …». Για την κηδεία
του Λευθέρη ο μπάρμπα – Στέργιος έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε, καθώς
και όλα τα μεταξωτά ρούχα της Θοδωριάς, στον Αργυρό, τον τοκογλύφο.
Τα
ανθρώπινα πάθη, η δυστυχία, η αδυναμία των χαρακτήρων, η ανθρώπινη
σκληρότητα είναι το μόνιμο θέμα του Παπαδιαμάντη. Το χρήμα, ως αιώνια
πηγή κακών, διαφθείρει τους ανθρώπους. Όμως, ο Παπαδιαμάντης δεν έχει
στόχο να μεμψιμοιρήσει εστιάζοντας στη συμφορά, αλλά να αναδείξει την
αγάπη προς τον ανώνυμο άνθρωπο του μόχθου, που αγωνίζεται σκληρά για να
επιβιώσει. Στο διήγημα «Σταχομαζώχτρα» η θεια – Αχτίτσα «επεβιβάζετο εις
πλοίον, έπλεεν υπερπόντιος και διεπεραιούτο εις Εύβοιαν. Περιεφρόνησε
το ονειδιστικόν επίθετον της καραβωμένης, όπερ εσφενδόνιζον άλλα γύναια
κατ’ αυτής, διότι όνειδος ακόμη εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη.
Εκεί. Μετ’ άλλων πτωχών γυναικών, ησχολείτο συλλέγουσα τους αστάχεις,
τους πίπτοντας από των δραγμάτων των θεριστών, από των φορτωμάτων
κάρρων. Κατ’ έτος, οι χωρικοί της Ευβοίας και τα χωριατόπουλα έρριπτον
κατά πρόσωπον αυτών το σκώμμα: “Να οι φ’στάνες! Μας ήρθαν πάλιν οι
φ’στάνες!” Αλλ’ αύτη έκυπτεν υπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τα ψιχία
εκείνα της πλουσίας συγκομιδής του τόπου, απήρτιζε τρεις ή τέσσαρας
σάκκους, ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι’ εαυτήν και διά τα δύο
ορφανά…».
Τα
Χριστούγεννα αυτά, όμως, τα πράγματα ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Ο χειμώνας
ήταν πιο τσουχτερός από ποτέ και η Αχτίτσα δεν είχε ούτε ξύλα ούτε ψωμί
ούτε τίποτε να ρίξει στη χύτρα. Την άλλη μέρα (παραμονή Χριστουγέννων)
έγινε το θαύμα. Ο παπά – Δημήτρης της έδωσε φάκελο σταλμένο από το γιο
της το Γιάννη, που έλλειπε χρόνια στην Αμερική. Ο φάκελος περιείχε ένα
γράμμα και μια συναλλαγματική. Το πρόβλημα ήταν το ακριβές ποσό της
συναλλαγματικής, που δεν αναγραφόταν με ξεκάθαρο τρόπο. Ο κυρ
Μαργαρίτης, ο τοκογλύφος, είχε δισταγμούς: «Έχει τον αριθμόν 10, αλλά
δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα
κολωνάτα ή δέκα…». Χώρια που το ποσό ήταν γραμμένο στα αγγλικά. Ούτε ο
δάσκαλος μπορούσε να βγάλει άκρη: «… προσεπάθει να συλλαβίση τας λέξεις
ten pounds sterling… “Sterling” είπε, “sterling θα σημαίνη τάλληρον,
πιστεύω. Η λέξις φαίνεται να είναι της αυτής ετυμολογίας” απεφάνθη
δογματικώς». Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά του τοκογλύφου: «Τώρα, τι τα
θέλεις… να σου το εξαργυρώσω… ξέρω αν δεν είναι ψεύτικο; … και δεν είναι
μικρό πράγμα αυτό… δέκα τάλλαρα! … να είχα δέκα τάλλαρα εγώ,
παντρευόμουνα… σε λυπούμαι… είσαι καλή γυναίκα, κι έχεις κι εκείνα τα
ορφανά… να κρατήσω εγώ ενάμισυ τάλλαρο δια τους κινδύνους που τρέχω… α,
ξέχασα… ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός κάτι έκανε να μου δίνει… κι εκείνος ο
τελμπεντέρης ο γαμπρός σου… είναι δίκαιο να τα κρατήσω… εννιά και
δεκαπέντε μου χρωστούσεν ο μακαρίτης ο άντρας σου…». Τότε έγινε και το
δεύτερο χριστουγεννιάτικο θαύμα. Ένας έμπορος από τη Σύρο μπήκε στο
μαγαζί, πήρε στα χέρια του τη συναλλαγματική, διαβεβαίωσε ότι πρόκειται
για αγγλικές λίρες κι όταν ο κυρ Μαργαρίτης προσπάθησε να παζαρέψει το
πράγμα αντιπροτείνοντας δέκα γαλλικές, ο συριανός έδωσε αμέσως στο χέρι
της Αχτίτσας το αντίτιμο δέκα αγγλικών λιρών: «Και ιδού διατί η πτωχή
γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή άδολην μανδήλαν, τα δε
δύο ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια δια τα ισχνά μέλη των και θερμήν
υπόδεσιν δια τους παγωμένους πόδας των».
Και
βέβαια, δε θα μπορούσαν να λείπουν ιστορίες από τη θάλασσα. Στο διήγημα
«Υπηρέτρα» η Ουρανιώ την παραμονή των Χριστουγέννων περιμένει με
κομμένη την ανάσα τον πατέρα της τον μπάρμπα – Διόμα να γυρίσει με τη
βάρκα από τη θάλασσα. Και οι γείτονες είχαν ανησυχήσει. Η Ουρανιώ είχε
ακούσει τα λόγια του Αργυράκη, όταν εξηγούσε στη γυναίκα του Νταραδήμου
«είπαν πως βούλιαξε!» Όταν, ξημερώματα πια, ήρθε η είδηση ότι ο μπάρμπα –
Διόμας είχε σωθεί, δε θα μπορούσε να βρεθεί ανθρώπινη ευτυχία που να
συγκριθεί με της Ουρανιώς. Κι όταν αργότερα ο μπάρμπα – Διόμας φάνηκε
στο κατώφλι η Ουρανιώ έκλαψε από χαρά, αφού δεν υπάρχει μεγαλύτερη
ευτυχία από την απλότητα της παρουσίας των αγαπημένων προσώπων: «Ο πατήρ
της δεν της είχε φέρει ούτε αυγά, ούτε μυζήθρες, ούτε όρνιθες, αλλά της
έφερε το σκληραγωγημένον και θαλασσόδαρτον άτομόν του και τα δύο
στιβαράς και χελωνοδέρμους χείρας του…».
Κι
αυτό είναι το νόημα της χριστουγεννιάτικης παπαδιαμαντικής ευτυχίας· η
εκπλήρωση των εργασιών που θα φέρουν τα προς το ζην και η συντροφιά με
τα αγαπημένα πρόσωπα. Ο καπετάν Ηρακλής στο διήγημα «Ο χαραμάδος» είναι
πανευτυχής που πέτυχε ευνοϊκό άνεμο κι επέστρεψε στη Σκιάθο από τη
Θεσσαλονίκη για Χριστούγεννα. Η αναποδιά που του έτυχε, επειδή δεν
μπόρεσε να πουλήσει το φορτίο με τα κρασιά που μετέφερε, έχει ελάχιστη
σημασία, αφού, τελικά, τα πούλησε στη Σκιάθο. Ο μπάρμπα – Στάθης ο
Γρούτσος κι ο γιος του ο Στεφανής, στο διήγημα «Το κρυφό Μανδράκι»,
είναι απόλυτα ευτυχείς, επειδή κατάφεραν να εξασφαλίσουν λίγα αρνιά και
να φτάσουν με τη βάρκα στο χωριό χάρη στην εύνοια των ανέμων: «… εις τας
δύο μετά τα μεσάνυχτα – την ώραν όπου η χαρμόσυνος κλαγγή των κωδώνων
εκάλει τους πιστούς εις την νυκτερινήν ακολουθίαν των Χριστουγέννων».
Καμία
υπερβολή, καμία σύνδεση της χαράς με υλικά αγαθά, καμιά επιτήδευση στην
αναζήτηση της ευτυχίας. Η εξασφάλιση του γιορτινού τραπεζιού και λίγα
ξύλα είναι απολύτως αρκετά. Κι αν αυτά συνοδευτούν κι από κανένα
καινούργιο πανωφόρι ή κανένα πουκάμισο, τότε η ευτυχία αγγίζει το
ανείπωτο. Τελικά, τα Χριστούγεννα είναι χαρά από μόνα τους. Η ίδια η
ατμόσφαιρά τους, το χαρμόσυνο της καμπάνας, τα κεράσματα στα καφενεία,
τα κάλαντα των παιδιών, οι ευχές, συνθέτουν την αίσθηση της απόδρασης,
της μοναδικής στιγμής, που μόνο μια φορά το χρόνο δικαιούται κανείς να
απολαύσει. Αυτή είναι η δύναμη που γεννά την αισιοδοξία. Γι’ αυτό ο παπα
– Φραγκούλης στο διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο» παρασύρει τους πάντες
στο παράτολμο εγχείρημα να μεταβούν στα Κάστρο και να κάνουν λειτουργία
απεγκλωβίζοντας το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς, που
τους έκλεισε εκεί το χιόνι. Ούτε ο καιρός ούτε η θάλασσα ούτε το κρύο
ούτε το πολύωρο του ταξιδιού θα ήταν δυνατό να αποθαρρύνουν την ορμή της
αισιοδοξίας. Κι όχι μόνο όλα πάνε καλά, αλλά οι πυρσοί που ανάβουν πάνω
στο Κάστρο για τη λειτουργία προσανατολίζουν σαν φάρος «το γολεττί του
καπετάν Κωσταντή του Λημνιαραίου» σώζοντάς το από σίγουρη συντριβή στα
βράχια. Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστουγέννων, το γλέντι δεν είχε
προηγούμενο με τα κατσίκια που πρόσφεραν οι βοσκοί, τις δωδεκάδες από
αλατισμένα κοτσύφια των ξυλοκόπων και το άφθονο κρασί που κατέβασε ο
Κωσταντής από το πλοίο. Η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη και η ανιδιοτελής
προσφορά για τη συλλογικότητα φέρνουν χαρά που όλοι θα τη θυμούνται για
πάντα. Κι αυτό ακριβώς είναι το κάλεσμα των Χριστουγέννων.
Φυσικά,
από ένα τέτοιο ανθρώπινο πανηγύρι δε θα μπορούσε να λείψει η ιλαρότητα.
Ο μαστρο – Παύλος ο Πισκολέτος, στο διήγημα «Τα Χριστούγεννα του
τεμπέλη», που καταφεύγει στην ταβέρνα του Πατσοπούλου «διωγμένος από τη
γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον
του, ξορκισμένος από την κυρα- Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και
φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος
θείος του εδίδασκεν επιμελώς […] πώς να μουτζώνη, να βρίζη, να βλασφημή
και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και
κόλλυβα», έστησε άθελά του – επιδιώκοντας εξιλέωση – μνημειώδη φάρσα
στην οικογένειά του. Αθεράπευτα τεμπέλης, πονηρός και (πάνω απ’ όλα)
γκαφατζής, όταν βλέπει το παιδί της αγοράς, που κουβαλά το κοφίνι με τη
γαλοπούλα κι όλα τα απαραίτητα για το γιορτινό τραπέζι, να ψάχνει το
σπίτι κάποιου Θανάση Μπελιόπουλου το οδηγεί στο δικό του σπίτι
παριστάνοντας ότι ο ίδιος τα αγόρασε. Όπως ήταν επόμενο, το βράδυ
καταφτάνει ο αληθινός ιδιοκτήτης και κάνει φοβερό σαματά απειλώντας να
φέρει την αστυνομία. Η οικογένεια παραδίδει το κοφίνι και
κλειδαμπαρώνεται ντροπιασμένη. Την τελική απάντηση θα τη δώσει ο
τρίχρονος γιος του μαστρο – Παύλου: «Την υγειά σου, ματο – Πάλο,
τεμπελόκυλο, κακέ πατέλα, Τόνε φάαμε το λάλο. Να, πάλε και συ πέντε, κι
άλλα πέντε, δέκα».
Στο
διήγημα «Της Κοκκώνας το σπίτι» ο Γιάννης ο Παλούκας, γραφικός ακαμάτης
και καφενόβιος, στήνει καρτέρι στο ερειπωμένο σπίτι της Κοκκώνας, που
όλη η πιτσιρικαρία θεωρούσε στοιχειωμένο, και παριστάνοντας το φάντασμα
βουτάει από τα παιδιά τα λεφτά από τα κάλαντα: «… είχεν αποφασίσει πλέον
ν’ αποσυρθή αφού είχε κάμει αρκετήν λείαν, όση θα ήρκει δια να μεθύση
την ημέραν των Χριστουγέννων, ως και την ημέραν των Επιλοχίων, και την
του Αγίου Στεφάνου ακόμη. Ενώ δε ήτο έτοιμος να φύγη και πάλιν έμενεν,
επήλθεν η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων». Η συνέχεια, με τον Παλούκα να
καταστρώνει σχέδιο μάχης και να βολιδοσκοπεί το χώρο προς εξασφάλιση
διαφυγής, εξελίσσεται με όρους φαρσοκωμωδίας: «Απεφάσισε ν’ αρπάξη μιαν
σανίδα, και μεταχειριζόμενος αυτήν ως σπάθην άμα και ως ασπίδα, να
εκτελέση έξοδον διασχίζων τας τάξεις του εχθρού. Αλλά δευτέρα,
ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τον έκαμε να οπισθοδρομήση με δύο πληγάς εις
την κνήμην και εις τον βραχίονα». Κι όταν αναγκάστηκε να πηδήξει τη
μάντρα, για να ξεφύγει από την πίσω αυλή «… έπεσε βαρύς, εκτύπησεν εις
το γόνυ, ανετράπη, ανωρθώθη, έψαυσε τα μέλη του, και βεβαιωθείς ότι δεν
του είχε σπάσει κανέν κόκκαλον, ετράπη εις φυγήν». Η ολοκληρωτική ήττα,
με την άτακτη φυγή, τις γρατζουνιές, τις μελανιές και τα λεφτά που του
πέφτουν από την τσέπη είναι το πάθημα του τεμπέλη, που τελικά κερδίζει
τη συμπάθεια.
Όσο
για το δίδυμο των παράξενων γέρων, του Νταραδήμου και του καπετάν
Γιώργου του Κονόμου, στο διήγημα «Η Ντελησυφέρω», που έσπαγαν πλάκα μέσα
στην εκκλησία, ο Παπαδιαμάντης το περιγράφει χωρίς τον ελάχιστο
υπαινιγμό για ασέβεια ή απρεπή συμπεριφορά. Ο Νταραδήμος έλεγε σαν
υποβολέας τα λόγια των ευαγγελίων κι ο Κονόμος σχολίαζε παριστάνοντας
τον αγανακτισμένο: «Τ’ ακούτε, χριστιανοί, τ’ ακούσατε; Και δεν ξέραμε
να τον παίρναμε αποβραδίς στα σπίτια μας, να μας τα πη όλα! Θα γλυτώναμε
απ’ τον κόπο να ‘ρθούμε στην εκκλησιά» ή «Τον ακούτε, βρε παιδιά;
Ανόητοι, που παν’ και κοπιάζουν για να μάθουν τα ψαλτικά… Δεν τον
παίρνουν δάσκαλο, να τους μάθη τζάμπα;». Το γέλιο του κόσμου και η
συνέχεια της παράστασης των γερόντων είναι ο θρίαμβος της ελαφρότητας
που συμπληρώνει την εικόνα των ανθρώπων.
Ο
χριστουγεννιάτικος Παπαδιαμάντης – όπως σε όλο το έργο του – είναι ο
συνθέτης του πανανθρώπινου κονσέρτου. Η σκληρή όψη της φτώχειας, της
τοκογλυφίας και της απονιάς γίνεται ένα με τον ηρωισμό, τη γενναιοδωρία
και την αυταπάρνηση. Τα βάσανα, η στέρηση, ο φόβος, οι κακουχίες, η
απώλεια, η χαρά, το γέλιο, με δυο λόγια η ευτυχία και η δυστυχία είναι
τα εργαλεία του μεγάλου δημιουργού. Αυτό που μένει, ως παντοτινή
κληρονομιά, είναι η αγάπη για τους ανθρώπους. Γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης
είναι βαθύτατα νοσταλγικός. Γιατί η νοσταλγία είναι η συνείδηση της
αξίας που κρύβεται στο παρελθόν, δηλαδή στα πορτρέτα των ανθρώπων που
πέρασαν: «Τ’ ακούσατε, χριστιανοί; Δυο λειτουργίες κάνουμε τώρα… Δεν
βάζουν τον Νταραδήμο, που είναι ο ίδιος και παπάς και διάκος και
ψάλτης;»
Η γκραβούρα είναι από το ιστολόγιο: http://amfictyon.blogspot.gr/2015/01/1851-1911_11.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου