Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Η δημιουργία του υπεύθυνου πολίτη...

https://i2.wp.com/antikleidi.com/wp-content/uploads/2012/12/responsibility.jpg 

 

 Αυτό είναι ένα θέμα που αποτέλεσε το βασικό πρόβλημα των διάφορων κοινωνικών θεωριών (πράγμα που οδηγούσε στην προπαγάνδα) και αποτελεί ζήτημα τόσο κοσμοθεωρητικής άποψης (δηλαδή αξιακών κριτηρίων) όσο και πρακτικής εφαρμογής (αν μπορεί να «επιβληθεί» και πώς).


Δεν υπάρχει περίπτωση να εκφραστεί μία άποψη -ακόμη και η επωφελέστερη υλικά και πνευματικά για τον άνθρωπο- και να μην υπάρξει κάποιου είδους αντίδραση και διαφωνία.
Για παράδειγμα, αυτοί που έχουν τη δύναμη και την υπεροχή δεν θα θέλουν να αναδυθούν οι πολλοί στο προσκήνιο της ιστορίας με δυναμικό τρόπο που θα μειώσει αυτή την υπεροχή, αυτοί που είναι «υλιστές» θα απορρίπτουν τις λεπτές ποιότητες που  κάνουν τον άνθρωπο καλύτερο, επειδή θα τους φαίνονται ψεύτικες, αυτοί που δεν είναι υλιστές θα θέλουν να επιβάλουν τη δική τους άποψη για το «απόλυτο» ιδανικό όπως έχει γίνει συχνά στο παρελθόν, αυτοί που θέλουν την ασυδοσία της προσωπικής ζωής θα θεωρούν μια τέτοια παιδεία περιορισμό της ελευθερίας τους, οι γονείς θα θέλουν να αποτυπώσουν τα δικά τους πιστεύω στα παιδιά τους, η κοινωνία του κέρδους και της αφθονίας θα έχει τα δικά κερδοσκοπικά πρότυπα που θα αντιμάχονται το νέο πρότυπο και θα λειτουργούν μία παράλληλη και συνεχή έμμεση παιδεία με αντίστροφη φορά, οι διανοούμενοι θα ερίζουν περί του ποιες πρέπει να είναι οι αρχές στην ορθή παιδεία κ.ο.κ. Αυτά βέβαια είναι  συνήθως συμβαίνοντα, αλλά πρέπει κανείς να τα λαμβάνει υπόψη του χωρίς αφέλειες.

resopnsib 

Αυτά όλα αλλά και πολύ περισσότερα ισχύουν για την παροχή της ορθής παιδείας που δείχνουν τη συγκρουσιακή ζοφερότητα του πεδίου εφαρμογής της, που είναι πεδίο τόσο πολιτικών επιλογών όσο και κοσμοθεωρητικών πεποιθήσεων – και μάλιστα το σημαντικότερο όλων. Εκτός όμως από αυτό, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μια τέτοια παιδεία δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα πληροφορίας και μόνον, αλλά απαιτεί και εκπαιδευτικούς που να πιστεύουν στο όραμα ενός καλύτερου ανθρώπου και να μην είναι απλοί επαγγελματίες που προσπορίζονται τα προς το ζην.
Τα παραπάνω ισχύουν περισσότερο για τον δυτικό κόσμο. Αν όμως συνυπολογίσουμε και τον υπόλοιπο κόσμο, όπου υπάρχουν μεγάλα σύνολα ανθρώπων με μηδενικό βιοτικό επίπεδο που οδηγεί και σε πολιτισμικές ελλείψεις, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο, εκτός και αν αδιαφορούμε γι’ αυτούς.
Ένα παράδειγμα: σε χώρες υπανάπτυκτες υπάρχουν μεγάλα σύνολα ανθρώπων που στερούνται παιδείας, που προς το παρόν εύκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μοχλοί πίεσης μεγάλων συμφερόντων σε ένα διεθνές πεδίο παγκοσμιοποιημένης εκ των πραγμάτων δυνάμεως, πράγμα που δείχνει ότι για την ακεραιότητά μας δεν μπορούμε να βασιστούμε μόνον στη μικροκοινωνική διάσταση του υπεύθυνου πολίτη αλλά να αρθούμε στο ύψος και μιας παγκόσμιας υπευθυνότητας. Απαιτούνται όλα. Αυτό όμως φαίνεται αυτή τη στιγμή ανυπέρβλητο.
Πέραν τούτων, είναι θεμελιώδες να ερμηνεύσουμε την ισότητα έτσι που να διαφωτιστούμε για την υπάρχουσα πραγματικότητα και να κατανοήσουμε αυτό που πρέπει να γίνει, γιατί οι κακοερμηνευμένες μεγάλες ιδέες μπορούν να δεσμεύσουν την αντίληψή μας, αν δεν τις ερμηνεύσουμε ορθότερα αν όχι απολύτως ορθά.
Η ισότητα – που είναι μια μέγιστη αρχή – δεν σημαίνει ότι όλοι είναι αξιακά ισοδύναμοι στον ίδιο χρόνο. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην δυναμική των ανθρώπων τόσο από άποψη ικανοτήτων όσο και από ηθική άποψη. Μόνον που αυτή η ανισότητα είναι παροδική, γιατί όλοι έχουν τη δυνατότητα σε μήκος χρόνου να αρθούν σε νέο ύψος αντίληψης και ηθικής συγκρότησης. Άλλες φορές η ανισότητα είναι εγγενής και άλλες σκόπιμα επιβαλλόμενη.
Όμως ειδικότερα η ηθική έλλειψη δεν είναι κατ’ ανάγκην συναφής με την άγνοια και την έλλειψη παιδείας, αλλά με την ηθελημένη άγνοια και τη συνειδητή παραμέληση των μεγάλων αρχών -τουλάχιστον αυτών που ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει και ακολουθήσει. Η Δύση εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, μάλλον, και αυτό αποτελεί την αποτυχία της.

ypeythinos_politis_2 

Η  αλήθεια είναι ότι η παιδεία, τόσο η παρεχόμενη από το σχολείο όσο και η έμμεση παιδεία η παρεχόμενη από την κοινωνία, μπορεί να διαμορφώσει καλύτερους ανθρώπους. Όπως η προπαγάνδα (π.χ. η ναζιστική) διαμορφώνει στρεβλά άτομα έτσι και η ορθή παιδεία μπορεί να διαμορφώσει ψυχικά υγιέστερους ανθρώπους. Μόνον που μια τέτοια παιδεία δεν μπορεί να επιβληθεί σε μια κοινωνία αρνητική προς αυτήν, γιατί το πνεύμα δεν επιβάλλεται, όπως έχει αποδείξει και η θεοκρατία των προηγούμενων αιώνων, τόσο επειδή οι άνθρωποι αντιδρούν και συχνά αυτοί που επιβάλλουν την άποψή τους δεν είναι τέλειοι όπως ίσως νομίζουν ή αλώνονται από την εξουσία και τα συμφέροντα, όσο και επειδή το σωστό πρέπει να αποτελεί σε κάποιον βαθμό ελεύθερη επιλογή, οπότε πρέπει κανείς να διακρίνει τα όρια της ελευθερίας (πράγμα σχεδόν ανυπέρβλητο).
Ποιο θα είναι το κριτήριο ελευθερίας στην περίπτωση της παιδείας, εφ’ όσον ένα μέρος της παρέχεται στην παιδική και νεαρή ηλικία; Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει: “το κοινό καλό”. Πολύ ωραία. Αλλά ποιο είναι αυτό; Ο καθένας θα έχει διαφορετική άποψη για το τι είναι το κοινό καλό και εκεί εμπλέκεται η κοσμοθεώρηση του καθενός, όπου τα πράγματα και οι συγκρούσεις δεν είναι ούτε λίγες ούτε χλιαρές.
Γι’  αυτό πιστεύουμε ότι, για να εφαρμοστεί μία παιδεία χωρίς επιβολή, θα πρέπει να έχει κάνει προηγουμένως η κοινωνία σαν σύνολο ένα ελάχιστο βήμα ανιδιοτέλειας πάνω στο οποίο να μπορεί να στηριχτεί αυτή. Δεν μιλάμε για κατανόηση αρχών ή απόκτηση γνώσεων, αλλά για μία αποδυνάμωση της συνήθους ιδιοτέλειας, πράγμα που είναι εφικτό ακόμη και για τους μη εγγράμματους (γιατί δεν σχετίζεται με τις γνώσεις) και γι’ αυτό αποτελεί ευθύνη των ανθρώπων η άρνηση να το κάνουν. Υπό τέτοιους όρους υπάρχει πιθανότητα να ανατείλει μία εποχή νέας παιδείας.
Τι ακριβώς φανταζόμαστε όμως; Ένα σχολείο που θα διδάσκει το αγαθό, ενώ όλη η υπόλοιπη κοινωνία θα είναι προσκολλημένη στο κυνήγι του κέρδους με την κατανάλωση, το χρήμα, τη διασκέδαση ή, αντίθετα, τη φτώχεια και τη μιζέρια με το ταυτόχρονο βάσανο μιας ανικανοποίητης κρυφής επιθυμίας για πλούτο όπως παλιότερα; Ή κάποιον από μηχανής θεό που θα εφαρμόσει μία παιδεία παρά την άρνηση ή την αντίθετη φύση του υπόλοιπου περιβάλλοντος; Η παιδεία είναι συνάρτηση όλου του κοινωνικού πεδίου και όχι ανεξάρτητη -ειδικά η υπό ευρεία έννοια ηθική παιδεία.
Το απαιτούμενο βήμα, λοιπόν, πρέπει να είναι μία στροφή των κινήτρων της κοινωνίας (βέβαια, σε κάποιους ικανούς για το εγχείρημα αριθμούς), έστω και αν δεν υπάρχουν γνώσεις. Και, επειδή μια τέτοια παιδεία αποκλείεται να εφαρμοστεί ταυτοχρόνως παγκόσμια, οι όποιες αντιδράσεις (είτε ηθελημένες σαν πολιτική είτε αθέλητες σαν ισχύοντα πρότυπα) θα προέρχονται και από το παγκόσμιο περιβάλλον, οπότε θα χρειαστεί μία κοινωνία που να μπορεί να στηρίξει το εγχείρημα με πίστη στο καλύτερο και όχι μία κοινωνία παθητική ή  αρνητική που θα περιμένει κάτι σαν θαύμα για να δικαιολογήσει τη συνειδησιακή της αδράνεια.
Αλλιώς, αν η ευθύνη επιρρίπτεται ολότελα στο περιβάλλον, θα είναι σαν να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον ουδέτερο και έρμαιο των συνθηκών χωρίς αυτοβουλία και δυνατότητα ελευθερίας  -οπότε κάποιοι θα πουν: γιατί τότε να την έχει; Και δεν θα είναι λίγοι, γιατί αυτοί που δεν έχουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, συνήθως αδιαφορούν – και σε απόλυτους αριθμούς είναι πολλοί, δυστυχώς.

Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Τρία ποιήματα για τον χειμώνα...

 Childe Hassam, Μια πόλη
Από το εξαιρετικό ιστολόγιο  homouniversalisgr.blogspot.gr τρία ποιήματα γεμάτα χειμωνιάτικες, πανέμορφες εικόνες...

 
I   "Με πόση σιγουριά, το χιονισμένο λευκό στρώμα, κάλυπτε τη μαυρίλα, 
αυτό το γκρίζο, που τόσο εύκολα απλώνονταν δίπλα μας/ 
και μετά κρύο, πολύ κρύο, λες και περίμενε να εκδικηθεί, 
σκληρά, κάτι από τη ζωή μας/
 είναι περίπλοκη, η δομή των πραγμάτων, ακόμα κι αυτών,
 των φυσικών, όταν ταυτίζονται/ 
με στιγμές που περνάνε, αν δεν δένονται μαζί μας, 
στα επόμενα χρόνια".
  Γιάννης Βέλλης


 Εugene Galien Laloue   


II  "Ο αγριεμένος άνεμος χτυπούσε αλύπητα, 
μέχρι και το τελευταίο μισόξερο δέντρο/ 
ενώ έσερνε την σκόνη και τις πέτρες, 
ανάμεσα στα στενά της πόλης/ 
τίποτα δεν έδειχνε να αλλάζει, 
μόνο τα σύννεφα, τα τρεχάμενα/ 
ίσως κι οι σκέψεις μας, όσες γεννιόνταν και φεύγανε
                                                                                                                     σε ένα πρωινό, του χειμώνα". 
                                                                                             Γιάννης Βέλλης



 Fritz von Uhde




III  "Έφτανε γοργά, ο χειρότερος χειμώνας, 
όπως δεν τον γνωρίσαμε ποτέ, 
άγριος, αλαζόνας, βίαιος, 
οπλισμένος με τα δυνατότερα όπλα του/ 
κι όμως εσύ, στεκόσουν κόντρα,
 στον άνεμο και τις καταιγίδες του,
 εκεί στο ψηλότερο σημείο, 
σαν σπουργίτι ορφανό, με το κεφάλι ψηλά, 
υπερήφανος/ 
καταλάβαινες ότι αυτός 
ήταν ο τελευταίος σου χειμώνας
μα ήσουν έτοιμος να τον νικήσεις, 
γιατί ήσουν δίκαιος, γλυκός, 
αποφασισμένος, άνθρωπος".  
Γιάννης Βέλλης

Κλ. Μονέ, Τα προάστια του Honfleur.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Η "ασθένεια" του χρόνου στο δυτικό κόσμο...



Αρθρογράφος: 
Μο­νά Σο­λέ
Μας υ­πο­σχέ­θη­καν ό­τι η τε­χνο­λο­γία θα α­πε­λευ­θέ­ρω­νε την αν­θρω­πό­τη­τα ε­λευ­θε­ρία και θα πρό­σφε­ρε ά­φθο­νο ε­λεύ­θε­ρο χρό­νο. Αλλά ο ρυθ­μός της ζωής α­κο­λού­θη­σε τον ξέ­φρε­νο ρυθ­μό της μη­χα­νής και τώ­ρα ο κα­θέ­νας μας νιώ­θει να πνί­γε­ται στους κα­τα­να­γκα­σμούς της. Άνι­σα κα­τα­νε­μη­μέ­νος, ο χρό­νος συ­νι­στά πια έ­να φυ­σι­κό πό­ρο που σπα­νί­ζει και διεκ­δι­κεί­ται α­πό πολ­λούς. Για να κα­τα­νοή­σου­με τις αι­τίες αυ­τής της έλ­λει­ψης χρό­νου, χρή­σι­μη εί­ναι μια ι­στο­ρι­κή α­να­δρο­μή.Ο ι­σπα­νός οι­κο­νο­μο­λό­γος και μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος Φερ­νά­ντο Τρίας ντε Μπες εί­χε την ι­δέα πριν α­πό με­ρι­κά χρό­νια να δη­μο­σιεύ­σει έ­να πε­ζο­γρά­φη­μα με τίτ­λο «Ο πω­λη­τής χρό­νου». Ο κε­ντρι­κός ή­ρωας, για να μπο­ρέ­σει να ξε­χρεώ­σει τα δά­νειά του, α­πο­φα­σί­ζει να στή­σει μια ε­πι­χεί­ρη­ση, για να που­λά­ει χρό­νο στους συ­μπο­λί­τες του, που τό­σο λεί­πει και στον ί­διο.
Ο μύ­θος του Τρίας ντε Μπες σκια­γρα­φεί το μη­χα­νι­σμό του χρέ­ους σαν «κλο­πή χρό­νου», κα­θώς και την κα­τά­στα­ση «χρο­νι­κής πεί­νας», που βιώ­νουν οι σύγ­χρο­νες δυ­τι­κές κοι­νω­νίες. Μή­πως οι κοι­νω­νίες αυ­τές τυ­φλω­μέ­νες α­πό το κύ­ρος που προσ­δί­δει ο φρε­νή­ρης ρυθ­μός, φυ­λα­κι­σμέ­νες σε μια συ­γκε­κρι­μέ­νη α­ντί­λη­ψη για τη δρά­ση και το αν­θρώ­πι­νο πε­πρω­μέ­νο, υ­πο­τι­μούν το ου­σιώ­δες α­γα­θό που συ­νι­στά ο χρό­νος, μέ­χρι του ση­μείου να τον ευ­τε­λί­ζουν χω­ρίς αι­δώ; Πί­σω α­πό αυ­τό που ο κα­θέ­νας βλέ­πει συ­νή­θως σαν έ­να φυ­σι­κό δε­δο­μέ­νο, ή σαν το α­πρό­βλε­πτο της α­το­μι­κής ύ­παρ­ξής του, υ­πάρ­χει μο­λα­ταύ­τα έ­να «κα­θε­στώς χρό­νου» που δεν έ­χει κα­μία σχέ­ση με το τυ­χαίο, ό­πως υ­πο­γραμ­μί­ζει ο γερ­μα­νός κοι­νω­νιο­λό­γος Χάρ­τμουτ Ρό­ζα.
Ο ί­διος δια­κρί­νει στην πρό­σφα­τη ι­στο­ρι­κή πε­ρίο­δο τρεις μορ­φές ε­πι­τά­χυν­σης που συν­δυά­ζο­νται: τε­χνο­λο­γι­κή ε­πι­τά­χυν­ση (Δια­δί­κτυο, σι­δη­ρό­δρο­μοι υ­ψη­λής τα­χύ­τη­τας, φούρ­νοι μι­κρο­κυ­μά­των), κοι­νω­νι­κή ε­πι­τά­χυν­ση (συ­χνές αλ­λα­γές ερ­γα­σίας και συ­ζύ­γου στη διάρ­κεια της ζωής, πιο συ­χνή α­ντι­κα­τά­στα­ση χρη­στι­κών α­ντι­κει­μέ­νων), ε­πι­τά­χυν­ση του ρυθ­μού ζωής (κοι­μό­μα­στε λι­γό­τε­ρο, μι­λά­με πιο γρή­γο­ρα, βλέ­που­με λι­γό­τε­ρο συ­χνά τους δι­κούς μας, κά­νου­με τα πά­ντα τη­λε­φω­νώ­ντας και βλέ­πο­ντας τη­λεό­ρα­ση). Σύμ­φω­να με την τρέ­χου­σα λο­γι­κή, η τε­χνι­κή ε­πι­τά­χυν­ση θα έ­πρε­πε να ε­ξα­σφα­λί­ζει σε ό­λους μια κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα ή­ρε­μη και νω­χε­λι­κή. Κι ό­μως, ε­νώ μειώ­νει τη διάρ­κεια των δια­φό­ρων δια­δι­κα­στι­κών, πολ­λα­πλα­σιά­ζει ε­πί­σης τον α­ριθ­μό τους.
Εί­ναι α­λή­θεια ό­τι γρά­φεις πιο γρή­γο­ρα έ­να η­λεκ­τρι­κό μή­νυ­μα, αλ­λά τα μη­νύ­μα­τα αυ­τά που στέλ­νεις εί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό τις ε­πι­στο­λές που θα έ­γρα­φες. Το αυ­το­κί­νη­το μας ε­πι­τρέ­πει να πη­γαί­νου­με στον προο­ρι­σμό μας πιο γρή­γο­ρα, αλ­λά κα­θώς συ­νε­πά­γε­ται την αύ­ξη­ση των με­τα­κι­νή­σεων, δεν μειώ­νει, τε­λι­κά, το χρό­νο που ξο­δεύου­με γι’ αυ­τές… Η έ­κρη­ξη του πλή­θους των δυ­να­το­τή­των –στην κα­τα­νά­λω­ση, στη βιο­μη­χα­νία των δια­κο­πών, στο Δια­δί­κτυο, στην τη­λεό­ρα­ση…– μας υ­πο­χρεώ­νει σε διαρ­κείς και χρο­νο­βό­ρους δια­κα­νο­νι­σμούς.
Ρο­λόι, ο «μύ­λος του δια­βό­λου»
Σύμ­φω­να με τον Χάρ­τμουτ Ρό­ζα, το ι­στο­ρι­κό φαι­νό­με­νο της ε­πι­τά­χυν­σης αρ­χι­κά ε­ξε­λίχ­θη­κε στις δυ­τι­κές κοι­νω­νίες, κα­θώς έ­βλε­παν σ’ αυ­τό μια υ­πό­σχε­ση προό­δου και αυ­το­νο­μίας. Αλλά στη συ­νέ­χεια βρα­χυ­κύ­κλω­σε τους θε­σμούς και τα πο­λι­τι­κά στε­λέ­χη. Γί­νε­ται πια μια «ο­λο­κλη­ρω­τι­κή δύ­να­μη στο ε­σω­τε­ρι­κό της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νίας», με την έν­νοια α­φη­ρη­μέ­νης και πα­ντα­χού πα­ρού­σας αρ­χής, α­πό την ο­ποία κα­νείς δεν μπο­ρεί να ξε­φύ­γει.
Στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά του το ά­το­μο έ­χει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι δεν κά­νει τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά να τρέ­χει, χω­ρίς πο­τέ να στα­θεί και να α­να­στο­χα­στεί την ί­δια του τη ζωή. Και στο συλ­λο­γι­κό πε­δίο οι πο­λι­τι­κές κοι­νό­τη­τες χά­νουν τον έ­λεγ­χο του πε­πρω­μέ­νου τους. Κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο, αυ­τή η τρελ­λή κούρ­σα συ­νο­δεύε­ται α­πό έ­να αί­σθη­μα α­δρά­νειας και μοι­ρο­λα­τρείας.
Οι προο­δευ­τι­κοί κύ­κλοι μπο­ρεί να μην ταυ­το­ποιούν πά­ντα με σα­φή­νεια το χρό­νο σαν το δια­κύ­βευ­μα μιας στρα­τη­γι­κής μά­χης, μπο­ρού­με ω­στό­σο να δια­πι­στώ­σου­με ό­τι έ­χει με­τα­τρα­πεί σε ε­ξαι­ρε­τι­κά διεκ­δι­κού­με­νο πό­ρο, που εί­ναι πο­λύ ά­νι­σα κα­τα­νε­μη­μέ­νος. Στη Γαλ­λία, οι «νό­μοι Ομπρί» για τη μείω­ση του χρό­νου ερ­γα­σίας το 1998 και το 2000, πρό­σφε­ραν στα στε­λέ­χη ε­πι­πλέ­ον η­μέ­ρες αρ­γίας, αλ­λά α­πο­διάρ­θρω­σαν τους ρυθ­μούς των λι­γό­τε­ρο ει­δι­κευ­μέ­νων μι­σθω­τών, που εί­δαν να τους ε­πι­βάλ­λε­ται αυ­ξη­μέ­νη ε­λα­στι­κό­τη­τα στο ω­ρά­ριο ερ­γα­σίας.
Ο γυ­ναι­κείος χρό­νος
Τα πρα­κτο­ρεία που προ­σφέ­ρουν «προ­σω­πι­κές υ­πη­ρε­σίες», ε­πι­τρέ­πουν στις εύ­πο­ρες τά­ξεις να α­παλ­λάσ­σο­νται α­πό το βά­ρος της φρο­ντί­δας του σπι­τιού ή των παι­διών με τη βοή­θεια γυ­ναι­κών συ­νή­θως, φτω­χών ή /και με­τα­να­στριών, που α­να­λαμ­βά­νουν τό­σο ά­χα­ρες ό­σο και κα­κο­πλη­ρω­μέ­νες δου­λειές.
Στο σύ­νο­λό τους οι γυ­ναί­κες υ­φί­στα­νται ι­διαί­τε­ρη πίε­ση. Τον Ιού­λιο του 2012, το βελ­γι­κό κί­νη­μα Γυ­ναι­κεία Ζωή, α­φιέ­ρω­σε σ’ αυ­τό το πρό­βλη­μα την ε­τή­σια «ε­βδο­μά­δα με­λέ­της». Με τίτ­λο «Να α­να­κτή­σου­με τον έ­λεγ­χο του χρό­νου» (), η πρό­σκλη­ση ση­μείω­νε ό­τι οι γυ­ναί­κες, α­να­λαμ­βά­νο­ντας το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των οι­κια­κών κα­θη­κό­ντων, παί­ζουν το ρό­λο του «α­μορ­τι­σέρ του χρό­νου» τό­σο στην ε­πι­χεί­ρη­ση που ερ­γά­ζο­νται, συ­νή­θως με κα­θε­στώς με­ρι­κής α­πα­σχό­λη­σης, ό­σο και στην ι­διω­τι­κή ζωή τους, ό­που φέ­ρουν το βά­ρος «της ορ­γά­νω­σης των δια­φό­ρων χρό­νων της οι­κο­γε­νεια­κής ζωής». Εί­ναι θύ­μα­τα, ε­πί­σης των «σε­ξι­στι­κών α­ντι­λή­ψεων που συν­δυά­ζουν τη θη­λυ­κό­τη­τα με την α­φο­σίω­ση στους άλ­λους». Όπως έ­λε­γε μια νο­σο­κό­μα, «έ­χω πά­ντα την ε­ντύ­πω­ση, ό­ταν κά­νω κά­τι για τον ε­αυ­τό μου, ό­τι έ­χω πα­ρα­με­λή­σει κά­ποιον άλ­λο».
Ο χρό­νος ερ­γα­σίας
Μπο­ρεί τις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες η ερ­γα­σία να έ­χει γί­νει πιο ε­ντα­τι­κή και για ο­ρι­σμέ­νες κα­τη­γο­ρίες μι­σθω­τών να τεί­νει να ει­σβά­λει στην προ­σω­πι­κή σφαί­ρα, αλ­λά η ε­πί­ση­μη διάρ­κειά της δεν έ­πα­ψε να μειώ­νε­ται α­πό την έ­ναρ­ξη της σύγ­χρο­νης ε­πο­χής. Συ­νε­πώς, οι άν­θρω­ποι έ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­λεύ­θε­ρο χρό­νο, αλ­λά τους τον υ­φαρ­πά­ζει ο δαι­μο­νι­κός ρυθ­μός της ζωής. Από την άλ­λη με­ριά, συ­χνά α­φιε­ρώ­νουν το χρό­νο της αρ­γίας σε δρα­στη­ριό­τη­τες ε­λά­χι­στης α­ξίας, ό­πως η πα­ρα­κο­λού­θη­ση τη­λεό­ρα­σης: υ­πο­φέ­ρουν α­πό έ­να εί­δος α­νά­σχε­σης, που τους ε­μπο­δί­ζει να κά­νουν αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά έ­χουν α­νά­γκη να κά­νουν.
Αυ­τό δεν εί­ναι πα­ρά­δο­ξο. Το πρό­βλη­μα του χρό­νου δεν εί­ναι πρό­βλη­μα πο­σό­τη­τας μό­νο –που πα­ρου­σιά­ζει έλ­λειμ­μα– αλ­λά και ποιό­τη­τας: δεν ξέ­ρου­με πια πώς να τον ε­ξοι­κειώ­σου­με, να τον δα­μά­σου­με. Η α­ντί­λη­ψη του χρό­νου που έ­χου­με, έ­χει δια­μορ­φω­θεί με βά­ση την κα­πι­τα­λι­στι­κή η­θι­κή, που έ­χει κα­τα­γω­γή προ­τε­στα­ντι­κής έ­μπνευ­σης, η ο­ποία ό­μως έ­χει εκ­κο­σμι­κευ­θεί: πρό­κει­ται για έ­ναν α­φη­ρη­μέ­νο φυ­σι­κό πό­ρο «που πρέ­πει να τον εκ­με­ταλ­λευ­τού­με ε­πι­κερ­δώς με ό­σο το δυ­να­τόν πιο ε­ντα­τι­κό τρό­πο».
Ο βρε­τα­νός ι­στο­ρι­κός Έντουαρ­ντ Πάλ­μερ Τόμ­σον α­να­φέ­ρει ό­τι ε­ξε­γέρ­θη­καν οι πρώ­τες γε­νιές ερ­γα­τών που τους ε­πέ­βα­λαν την ερ­γα­σία που ό­ρι­ζε το ρο­λόι ή η σει­ρή­να της φά­μπρι­κας και ό­χι το συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο που τους εί­χαν α­να­θέ­σει. Με την κα­νο­νι­κό­τη­τα που ρυθ­μί­ζε­ται με το χρό­νο του ρο­λο­γιού, ο ερ­γά­της χά­νει την αυ­θόρ­μη­τη συ­νή­θεια να ε­ναλ­λάσ­σει τις πε­ριό­δους ε­ντα­τι­κής ερ­γα­σίας με πε­ριό­δους α­νά­παυ­σης, που το Τόμ­σον θεω­ρεί «φυ­σι­κό» ρυθ­μό της αν­θρώ­πι­νης ύ­παρ­ξης.
Ο αυ­στη­ρός τε­μα­χι­σμός του χρό­νου ρυθ­μί­ζει την πει­θαρ­χία τό­σο στο ερ­γο­στά­σιο ό­σο και στο σχο­λειό, με στό­χο να τι­θα­σεύ­σει πρώι­μα τους φο­ρείς της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης: στο Μά­ντσε­στε­ρ, το 1775, ο αι­δε­σι­μώ­τα­τος Τζ. Κλέι­τον α­νη­συ­χού­σε ε­πει­δή έ­βλε­πε τους δρό­μους γε­μά­τους «με ά­πρα­γα ρα­κέν­δυ­τα παι­διά, που ό­χι μό­νο χά­νουν το χρό­νο τους, αλ­λά α­πο­κτούν και τη συ­νή­θεια να παί­ζουν».
Η κα­τα­πιε­στι­κή διά­στα­ση της ε­πι­χεί­ρη­σης εμ­φα­νί­ζε­ται με σα­φή­νεια στα λό­για του που­ρι­τα­νού θε­ο­λό­γου Ρί­τσαρ­ντ Μπάξ­τε­ρ, που υ­πα­γό­ρευε πριν τη γε­νί­κευ­ση των ρο­λο­γιών τσέ­πης, ο κα­θέ­νας να ρυθ­μί­ζε­ται «με βά­ση το ε­σω­τε­ρι­κό η­θι­κό ρο­λόι του». Πιο πρό­σφα­τα, το 2005, στη Γερ­μα­νία, ο χρι­στια­νο­δη­μο­κρά­της υ­πουρ­γός Δι­καιο­σύ­νης του κρα­τι­δίου της Έσσης υ­πο­δεί­κνυε την «ε­πι­τή­ρη­ση των α­νέρ­γων» με τη βοή­θεια «η­λεκ­τρο­νι­κού βρα­χιο­λιού», με σκο­πό να τους δι­δά­σκου­με πώς να «ξα­να­ζούν με κα­νο­νι­κό ω­ρά­ριο»…
Ο ε­λεύ­θε­ρος χρό­νος
 Η λο­γι­κή της α­πο­δο­τι­κό­τη­τας και της α­ντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας, που προ­σι­διά­ζει στην οι­κο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα («ο α­ντα­γω­νι­σμός δεν κοι­μά­ται πο­τέ»), ε­πε­κτεί­νε­ται σε ό­λους τους το­μείς της ζωής. Ο ε­λεύ­θε­ρος χρό­νος, που κερ­δή­θη­κε με α­κρι­βό α­ντί­τι­μο, ο­φεί­λει κι αυ­τός να διευ­θε­τεί­ται α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά. Η έλ­λει­ψη μιας τέ­τοιας διευ­θέ­τη­σης μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει στη δια­σπά­θι­σή του, που έ­χει πο­λύ σο­βα­ρές συ­νέ­πειες. Μπο­ρεί εξ αυ­τού να προ­κύ­ψουν μειο­νε­κτή­μα­τα που μοι­ρά­ζο­νται σ’ ό­λη την κοι­νω­νι­κή κλί­μα­κα α­πό πά­νω μέ­χρι κά­τω: «Όπως ο υ­φι­στά­με­νος την εκ­με­τάλ­λευ­ση, το ί­διο και ο εκ­με­ταλ­λευ­τής δεν μπο­ρεί να α­φε­θεί χω­ρίς κα­μία ε­πι­φύ­λα­ξη στη γλυ­κειά ρα­θυ­μία», γρά­φει ο Ρα­ούλ Βα­νε­γκέμ. «Κά­τω α­πό τη φαι­νο­με­νι­κή χαύ­νω­ση του ο­νεί­ρου, ξυ­πνά­ει μια συ­νεί­δη­ση που το κα­θη­με­ρι­νό σφυ­ρο­κό­πη­μα της δου­λειάς την ε­ξο­ρί­ζει α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του ει­σο­δη­μα­τία».
Ο Ρό­ζα το ε­πι­βε­βαιώ­νει: ό­ποιος θέ­λει να α­να­κτή­σει τον έ­λεγ­χο της δια­δρο­μής της α­το­μι­κής και συλ­λο­γι­κής ι­στο­ρίας, χρειά­ζε­ται πρώ­τα α­π‘ ό­λα να α­παλ­λα­γεί α­πό τους «ση­μα­ντι­κούς χρο­νι­κούς πό­ρους», που προο­ρί­ζο­νται για το παι­χνί­δι, τη σχό­λη και για να ξα­να­μά­θου­με να «ξο­δεύου­με ά­σκο­πα» το χρό­νο.
Και προ­σθέ­τει ό­τι αυ­τό που αμ­φι­σβη­τεί­ται, εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα «οι­κειο­ποίη­σης του κό­σμου», χω­ρίς την ο­ποία ο κό­σμος γί­νε­ται «βου­βός, ψυ­χρός, α­διά­φο­ρος, α­κό­μα και εχ­θρι­κός».
Η ε­ρευ­νή­τρια Αλίς Μέ­ντιν­γκ, ε­πί­σης, ταυ­το­ποιεί έ­να «φαι­νό­με­νο α­ποοι­κειο­ποίη­σης», που δια­τη­ρεί το σύγ­χρο­νο υ­πο­κεί­με­νο σε μια κα­τά­στα­ση που το κά­νει να νοιώ­θει ξέ­νο μέ­σα στον κό­σμο και στην ί­δια του την ύ­παρ­ξη. Πριν α­πό τη βα­σι­λεία του ρο­λο­γιού -που οι αλ­γε­ρι­νοί χω­ρι­κοί στη δε­κα­ε­τία του ‘50, ό­πως ση­μειώ­νει ο Πιερ Μπουρ­ντιέ, το α­πο­κα­λού­σαν «μύ­λο του δια­βό­λου»- οι τρό­ποι υ­πο­λο­γι­σμού του χρό­νου συ­νέ­δε­αν φυ­σιο­λο­γι­κά τις αν­θρώ­πι­νες υ­πάρ­ξεις με το σώ­μα τους και το συ­γκε­κρι­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον τους. Οι βιρ­μα­νοί μο­να­χοί, διη­γεί­ται ο Τόμ­σον, ση­κώ­νο­νταν το πρωί την ώ­ρα που «έ­χει αρ­κε­τό φως, ώ­στε να βλέ­πουν τις φλέ­βες του χε­ριού τους». Στη Μα­δα­γα­σκά­ρη, η στιγ­μή ι­σο­δυ­να­μεί με την ώ­ρα που χρειά­ζε­ται «μια α­κρί­δα να τη­γα­νι­στεί»...
Η κρί­ση χρό­νου
Η κρί­ση χρό­νου, α­κρι­βώς ε­πει­δή έ­χει πο­λύ βα­θειά τις ρί­ζες της στην ι­στο­ρία της νεω­τε­ρι­κό­τη­τας, δεν α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται με ε­πι­φα­νεια­κές λύ­σεις. Γι‘ αυ­τό και χρειά­ζε­ται να ε­ξε­τά­ζου­με με φρό­νη­ση πρω­το­βου­λίες ό­πως του ευ­ρω­παϊκού «κι­νή­μα­τος για τη βρα­δύ­τη­τα»: βρα­δύ­τη­τα στο φα­γη­τό, με α­νά­λο­γη γα­στρο­νο­μία, βρα­δύ­τη­τα στα μί­ντια, με α­νά­λο­γη δη­μο­σιο­γρα­φία... Στις Η­ΠΑ, ο Στιούαρτ Μπρα­ντ ε­πο­πτεύει στην έ­ρη­μο του Τέ­ξας την κα­τα­σκευή ε­νός «Ρο­λο­γιού του Πα­ρό­ντος Μα­κράς Διάρ­κειας», που θα λει­τουρ­γεί ε­πί δέ­κα χι­λιά­δες χρό­νια και θα ξα­να­δώ­σει έ­τσι στην αν­θρω­πό­τη­τα την έν­νοια του μα­κρο­πρό­θε­σμου. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο σχέ­διο, βέ­βαια, χά­νει την ποιη­τι­κό­τη­τά του, ό­ταν γνω­ρί­ζου­με ό­τι χρη­μα­το­δο­τεί­ται α­πό τον ι­δρυ­τή του δια­δι­κτυα­κού ε­μπο­ρι­κού τό­που amazon: οι υ­πάλ­λη­λοί του, υ­πο­χρεω­μέ­νοι να τρέ­χουν ό­λη μέ­ρα στις α­πο­θή­κες του, πο­λύ αμ­φι­βάλ­λου­με αν αν­τλούν ο­ποια­δή­πο­τε υ­παρ­ξια­κή ευ­χα­ρί­στη­ση...
Το κεί­με­νο της Μο­νά Σο­λέ δη­μο­σιεύ­τη­κε στη «Μο­ντ Ντι­πλο­μα­τίκ» (τεύ­χος Δε­κεμ­βρίου 2012).

                                                            
                                                               Πηγή:sykees8.blogspot.gr/

"Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη " ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ "Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη "

Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα "κατώτερα στρώματα", πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα! 
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωμίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ' έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων,ούτε ορύζιον ή ζάχαρις. 
 'Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίανμ ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ' ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.  
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον. 
 Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο 
Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, κατά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες - που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν τοέλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν. 
 Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ... Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον... Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, 
χαμένα πράματα... Τ' ακούτε σεις αυτά; 
 Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε 
-Έχεις πεντάρα; 
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον. 
-Βάλε συ το ρούμι, είπεν. 
 Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ντόλστσε φαρ νιένττε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν. 
 Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ' αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ραξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. 
Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον 
-Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν. 
Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων. 
-Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ' Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ' Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα... 
 Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν. 
-Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. 
Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές. 
-Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ' ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν' ακούση.
 -Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ' όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή. 
 -Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε... 
-Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς. 
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν. 
 Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. "Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!" 
 Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι "βρεμένο το παξιμάδι". Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας! 
 Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το 
γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτή; 
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον 
δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως 
προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του. 
 Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ' ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα, Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν. 
-Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του 
Μπελιοπούλου; 
-Του κυρ-Θανάση του Μπε... Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου. 
-Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ' αυτόν το δρόμο... τον 
είχα μουστερή από πρώτα... μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι. 
-- Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο... αυτή είναι η νοικοκυρά του... πως να πώ; είναι  η γενειά του... τη έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα... οικονόμισσα στο νοικοκυριό του... είναι κουνιάδα του... μαθές θέλω να πω, ανιψιά του... φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια. 
 Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε 
-Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ' εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος... ο αφέντης σου. 
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν. 
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα. 
Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.' 
-Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ'έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε; 
 Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν. 
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης. 
 Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι. 
-Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα... Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη... Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία... ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ' ακουσες; 
 Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά 
-Τώρα... είναι μέσα η φαμίλια μου; 
-Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε... 
-Είναι μέσα; 
-'Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε... να, κάπου ακούω τη φωνή του. 
Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος... 
 Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου. 
-Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας. 
Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ' ακούς; 
-Τ' ακούω. 
-Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε. 
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε 
-Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα! 
 Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά. 
-Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!... 
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν. 
-Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν... δρόμιο και δουλειά! 

                                                                                ΠΗΓΗ: www.24grammata.com

Γι’ αυτή την Αθήνα, την αδούλωτη και τη μαχόμενη… (Δεκέμβρης του ΄44)...

Αποτέλεσμα εικόνας για δεκεμβριανά εμφύλιος
 «… Εδώ σε τούτη την παράξενη χώρα που τα ποτάμια της,

που οι πέτρες και τα φαράγγια της,
τα σύννεφα και τα βουνά της βγαίνουν μαζί με μας στον πόλεμο
και πολεμάνε και πληγώνονται,
εδώ σ’ αυτά τα δέντρα που οι αρματωλοί κι οι κλέφτες
κρέμασαν τα τραγούδια τους, πέθανε ο Μπάυρον!
Πάει καιρός που έχει πεθάνει ο Μπάυρον!
 Και μια που έναν απόγονο δεν άφησε για την Ελλάδα του,
τι ήρθαν να κάμουν εδώ σήμερα οι στρατιώτες της πατρίδας του
για να το ειπούμε στα πουλιά να του το τραγουδήσουν;
Τους περιμέναμε να ’ρθουν να μας ξαναφιλέψουν
λίγα λουλούδια από τη γης του αγαπητού μας Σέλεϋ
κι ήρθαν να μας σταυρώσουνε το λαό μας τον Άδωνη!
Τον χιλιοπληγωμένο μας Άδωνη. Σηκωθείτε
ν’ αρπάξουμε στα χέρια μας τις σάλπιγγες της πατρίδας!
Να τους το ειπούμε να το καταλάβουνε: Δεν χαμηλώνει ο Όλυμπος.
Να τους το ειπούμε να το καταλάβουνε πως δεν αλλάζει ο ήλιος!
Πως δεν αλλάζουνε τα χρώματα ποτές σ’ αυτή τη χώρα,
και πως ποτέ δεν κόπηκε στη μέση το τραγούδι.
Το αφήνει ο γέρος του Μωριά ― το ξαναπιάνει ο Άρης,
το αφήνουν τα κλεφτόπουλα ― το παίρνουν οι ελασίτες,
το παίρνουν τα ψηλά βουνά, το σέρνουν τα ποτάμια
το αφροκοπούν οι θάλασσες ― καίγονται τα λημέρια
Μωριά και Ρούμελη…»
Αυτή την ιστορία την έζησε ο λαός μας έτσι όπως τη δίνουν πλαστικά οι στίχοι του Νικηφόρου Βρεττάκου που ακούσατε. Πέρασαν από τότε 17 χρόνια. Μα τίποτα δεν σβήνεται από την εθνική μνήμη.
Τέσσερα χρόνια είχε κρατήσει η νύχτα της φασιστικής κατοχής. Και για να διώξει το σκοτάδι της ο λαός ρίχτηκε σε τιτάνια, σκληρή και άνιση μάχη. Άστραψαν ως τον ουρανό οι λάμψεις από τις εκρήξεις του Γοργοπόταμου και των Τεμπών. Στους κάμπους βροντούσε το κανόνι και στα βουνά κεραυνοί. Λαμπάδες τα χωριά στο βωμό της λευτεριάς, χιλιάδες οι νεκροί του μεγάλου αγώνα.
Η μούσα του Νίκου Παπά έτσι μας τραγούδησε εκείνη τη νύχτα:
«Τέσσερα χρόνια κοιμηθήκαμε,
το ίδιο όνειρο χάιδευε τα μάτια μας όλα,
Νύχτα τετράχρονη βαθιά.
Τρόμοι και θάνατοι περπατούσαν στα πεζοδρόμια.
Είδαμε σκελετούς να περπατούνε έξω απ’ τα σπίτια
Ακούσαμε φωνές που έφταναν από τον άλλον κόσμο.
Μια ψυχή από μέταλο βαστούσε τα σώματα
μια υπόσχεση μοσκοβολούσε στο σκοτάδι.
Ω! εσείς ατάραχες, αντρίκιες καρδιές
που σηκώσατε ψηλά τα κεφάλια
μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα
μπροστά στα φοβερά κρεματόρια,
φέρτε μου λίγη ανάμνηση.
Φέρτε μου το πικρό μεγαλείο της ομορφιάς σας!
Μια αστραπή απ’ το τελευταίο βλέμα σας
να μεταλάβουν οι δειλοί
να εξαγνιστούν όσοι κλειδώσαν πίσω απ’ την πόρτα
το χρώμα της ντροπής το κίτρινο της προδοσίας».
Γίγαντας ο λαός στην προσπάθειά του να στήσει πάνω από την πατρίδα τον ήλιο:
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα,
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο.
Ομπρός παιδιά και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος!
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα να τον βγάλουμε απ’ το χώμα.
Σπρώχτε με χέρια και κεφάλια για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»
καλούσε με την αθάνατη σάλπιγγά του ο μεγάλος Σικελιανός.
Και μόλις ο λαός με το αίμα του, με τον ηρωισμό του, με τη θυσία του σήκωσε ψηλά τον ήλιο της λευτεριάς πάνω απ’ την πατρίδα, ήρθε ο Δεκέμβρης. Έφυγε τσακισμένος ο φασισμός και πλάκωσε σιδερόφρακτος ο ιμπεριαλισμός.
Η Αθήνα, που δεν είχε προφτάσει να πλύνει ακόμα το πρόσωπό της από τους καπνούς της μάχης με τους φασίστες καταχτητές βρέθηκε και πάλι ζωσμένη από νέον επίβουλο εχθρό.
Έριξε ο Σκόμπυ όλα του τ’ αεροπλάνα, τα κανόνια και τα τανκς ενάντια στον άοπλο λαό της Αθήνας για να του πάρει τη λευτεριά την ακριβοπληρωμένη από τα χέρια του.
Ο Ρίτσος γράφει γι’ αυτή τη νέα τιτανομαχία του λαού:
«… Έτσι ξυπόλητος σκοτώθηκε ο Παυλής τον Δεκέμβρη
κι έτσι ξυπόλητα μείναν τα ποδάρια του.
Έτσι ξυπόλητος
ο Παυλής τώρα σεργιανάει στην αθανασία.
Κι εμείς αγαπάμε, Τζον, τον Ληρ
κι ο Βεάκης έπαιζε τον Ληρ στα θέατρά μας,
ο Βεάκης, Τζον, που με το φωτοστέφανο του Ληρ
κάθεται αυτή την ώρα πίσω απ’ το οδόφραγμα της Κυψέλης
αυτή την ώρα, Τζον, που ανηφοράει το τανκς σου στην Κυψέλη.
Λοιπόν τι θέλεις, Τζον, εδώ; Τι θέλεις;
Γύρισε στην πατρίδα σου.
Τι θόρυβο που κάνουν, Τζον, τα κανόνια σας.
Δε μ’ ακούς; Πού να μ’ ακούσεις! Τα κανόνια σας
σκότωσαν πάλι τον Γιωργάκη που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί.
Σκότωσαν πάλι τον Βαγγέλη που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί.
Σκότωσαν πάλι το Βύρωνα πούχε πεθάνει για την Ελλάδα,
σκότωσαν πάλι τον Περί,
σκότωσαν πάλι τη Ζώγια,
σκότωσαν πάλι τον Αλέκο,
σκότωσαν πάλι την Ηλέκτρα,
σκότωσαν, Τζον, τους διακόσιους μας,
σκότωσαν όλους εκείνους πούχαν σκοτωθεί για το καλό του κόσμου.
Μα, Τζον, τελοσπάντων, δεν το ’μαθες;
Μπορεί ποτέ να σκοτωθούν οι αγωνιστές της λευτεριάς του κόσμου;
Δεν το ’μαθες ακόμα, Τζον; Τα κανόνια σας
μόνο την ιστορίας σας, σκοτώσαν τα κανόνια σας
στην Ελλάδας του Δεκέμβρη!»
Γι’ αυτή την Αθήνα την αδούλωτη και τη μαχόμενη ο Κύπριος ποιητής Νίκος Νικολαΐδης έγραφε:
«Ταμπουρωθήκαμε στα κράσπεδα των λεωφόρων
στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
πίσω απόνα τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο,
πίσω απ’ τις πέντε αχτίνες της καρδιάς μας.
Απ’ τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
μετρούσαμε τη λευτεριά με τους σταυρούς της πτώσης τους
―θανατικά ρολόγια οι πεθαμένοι εχθροί./
Θανατικά ρολόγια και που δείχναν τη ζωή μας.
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τόλμη μας
πάνω στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα
σε αξιοπρεπή πορτραίτα «κυρίων» με τις μπούκες στραμένες
αντίκρα στα μάτια των δειλών».
Κι ένας άλλος Κύπριος ποιητής, ο Θεοδόσης Πιερίδης, έγραψε στη συλλογή του «Ύμνος στην Αθήνα του Δεκέμβρη» τους στίχους αυτούς:
«Ποιος άνθρωπος μικρός,
ποιος νάνος, με ψυχή και σκέψη νάνου
πίστεψε, Αθήνα, πως θα διάλεγες τις αλυσίδες;
Εσύ πούναι κι η πέτρα σου από μάρμαρο;
Αγκομαχώντας πέρασε απ’ τους δρόμους σου
η ατσάλινη μανία των βαρβάρων.
Κι έφτυνε ομπρός και πίσω κι ολόγυρα
με χίλια στόματα τη βρώμικη φωτιά της
να σε λερώσει.
Ποιος άνθρωπος μικρός, ποιος νάνος,
το πίστεψε να σε λερώσει Αθήνα;
Εκείνο το παιδί το σκοτωμένο
που άφησε πίσω της
η ατσάλινη μανία των βαρβάρων
έχει το μέτωπο άσπρο πιο πολύ
απ’ τ’ άσπρα κρίνα κι απ’ τα μάρμαρα.
Έχει ένα μέτωπο που γίνηκε σαν άστρο
το δρόμο να φωτίσει μες στο πέλαγο
να δει, να ταξιδέψει ο κόσμος όλος.
Αθήνα, θα σε κλάψουνε κι οι βάρβαροι
θα ’ρθουν και κείνοι κάποια μέρα σε προσκύνημα
γύρω απ’ των δρόμων σου τις κόκκινες κηλίδες.
Θα ’ρθουν μ’ όλο το γένος των ανθρώπων
να γονατίσουν και να ρίξουνε τριαντάφυλλα
να ρίξουνε τριαντάφυλλα πολλά
μια μεγαλόψυχη να ζητιανέψουνε συγγνώμη».
***
Το 1947 ιδρύεται από το ΚΚΕ, σε συνθήκες εμφύλιας αναμέτρησης, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός "Ελεύθερη Ελλάδα". Με αυτή την ονομασία θα λειτουργήσει μέχρι το 1956. Μετά από δύο χρόνια σιωπής θα επανέλθει αυτή τη φορά με την ονομασία "Η Φωνή της Αλήθειας" και θα συνεχίσει να εκπέμπει μέχρι το 1974. Ο σταθμός λειτουργεί όλα τα χρόνια εκτός συνόρων της χώρας μετακινούμενος από το Βελιγράδι στο Βουκουρέστι και τέλος στο Χάλε της Λειψίας (Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία). Το σώμα της ανάρτησης αποτελεί εκπομπή του σταθμού αφιερωμένη στη 17η επέτειο από τη μάχη της Αθήνας (Δεκέμβρης 1944), που συντάχτηκε στης 2 Δεκέμβρη του 1961. Την περίοδο εκείνη ο σταθμός εκπέμπει από το Βουκουρέστι (Σοσιαλιστική Δημοκρατία Ρουμανίας). Το μεγαλύτερο μέρος του Αρχείου του Ραδιοφωνικού Σταθμού "Ελεύθερη Ελλάδα" / "Η Φωνή της Αλήθειας" απόκειται στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).
Πηγή: grafei-o-oikodomos.blogspot.gr