Κάθε πολιτισμός φέρει τους δικούς του δαίμονες. Η λεγόμενη courlophobia (αν το επιχειρήσουμε στα ελληνικά, θα το λέγαμε γελωτοποιοφοβία) είναι
μια ανεπίσημη μεν, υπαρκτή δε φοβία που εντοπίζεται κυρίως στις ΗΠΑ, με
πολλά κατά καιρούς κρούσματα. Πέρυσι, το φαινόμενο των killer clowns
είχε αποκτήσει μορφή επιδημίας: Ύστερα από μια καταγγελία ενός παιδιού
στην Νότια Καρολίνα για δυο κλόουν που προσπάθησαν να τον παρασύρουν σε
ένα δάσος, διάφοροι «κλόουν» έκαναν την εμφάνισή τους, συνοδευόμενοι με
παρόμοιες καταγγελίες. Το αυτό συνέβη και στην Αγγλία την ίδια περίοδο,
ενώ υπήρξε και σύλληψη μιας ομάδας νεαρών που τρόμαζαν επί τούτου
περαστικούς ντυμένοι κλόουν.
Φυσικά, αν δεν έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτότυπο επιθετικό marketing της νέας ταινίας του Andy Muchietti
που έκανε εχθές την πρεμιέρα της στα εγχώρια σινεμά, μάλλον υπάρχει
κάτι που συνδέει την αγγλόφωνη συλλογική κουλτούρα με τον φόβο των
κλόουν. Αυτό μπορεί είτε να είναι βγαλμένο από το πραγματικό τραύμα της
περίπτωσης του William Gacy, ενός κατά συρροή δολοφόνου
και βιαστή στα τέλη του ‘70 που έγινε γνωστός και ως ο πρώτος Killer
Clown (συνήθιζε να ντύνεται ως Μπόζο ο Κλόουν σε διάφορες γιορτές), είτε
να είναι απότοκο της ποπ κουλτούρας δια χειρός ενός πραγματικού μετρ
του φόβου, του Stephen King.
Το βιβλίο «It» κυκλοφόρησε το
1986, και μαζί με τις περίπου 1000 σελίδες του έφερε και έναν μνημειώδη
Κακό της ποπ κουλτούρας, τον μοχθηρό κλόουν Pennywise. Ο
Pennywise, ένας δαίμονας που επιλέγει την μορφή του κλόουν για να
προσελκύσει παιδιά και να τα κατασπαράξει, ζει και τρομοκρατεί στην
υποθετική κωμόπολη του Derry, στις ΒΔ Ηνωμένες Πολιτείες. Ο δαίμονας
αυτός ξυπνάει ανά περίπου 40 χρόνια όπου κατασπαράζει αρκετά παιδιά
μέχρι να ξαναπέσει για ύπνο. Η ιστορία It (ίσως πιο εύστοχα να το
αποδίδαμε ως Εκείνο, παρά ως Αυτό) παρακολουθεί 7 παιδιά στα τέλη της
δεκαετίας του ’50 ενώ προσπαθούν να γλιτώσουν από το δαίμονα, αλλά και
τα ίδια παιδιά 40 χρόνια μετά που, ενήλικες πλέον, επιχειρούν να τον
εξοντώσουν μια και καλή. Το Αυτό είχε μεταφερθεί και στις αρχές του ’90
σε μια τηλεταινία σε δυο μέρη, όπου ο Tim Curry είχε δώσει μια
απολαυστικά γκροτέσκα ερμηνεία ως Pennywise, διαμορφώνοντας σε ένα βαθμό
και την «pop εικόνα» του σατανικού κλόουν.
Φόβος και μνήμη
Κάθε γενιά φέρει τους δικούς της δαίμονες. Τα
παιδιά που γεννήθηκαν την εποχή που έβγαινε το It του Stephen King
μεγάλωσαν με Ανατριχίλες και γνώρισαν τον κινηματογράφο (και την
λογοτεχνία) του τρόμου σε μια περίοδο ανανέωσης και αποδόμησης. Από τους
αρχετυπικούς κακούς μανιακούς δολοφόνους (Freddy, Jason κλπ), τα
σατανικά πνεύματα (από τον Pennywise μέχρι τον Pazuzu του Εξορκιστή) και
τις παραδοσιακές σταθερές των ζόμπι, βρικολάκων και τεράτων, τα τέλη
του ’90 βρήκαν την μυθολογία του τρόμου σε μια κρίσιμη καμπή: Ο
αρχιμάστορας Wes Craven αποδόμησε ολόκληρο το είδος με τα Scream ενώ πειραματικές ταινίες όπως το BlairWitchProject προκάλεσαν
εφιάλτες μέσα από κουνημένα πλάνα και πειραγμένη ατμόσφαιρα.
Ταυτόχρονα, ο τρόμος ερχόταν από την άλλη άκρη της Ευρασίας, όπου τα
Ring και Ju-On έκαναν μαζική επέλαση στον δυτικό φόβο.
Το It έρχεται σε μια περίοδο που ο
τρόμος είναι ούτως ή άλλως ανερχόμενος τόσο στη λογοτεχνία όσο και στο
σινεμά. Όταν γράφτηκε, ο απόηχος του Gacy ήταν ακόμη νωπός: Πολλοί
μάλιστα υποστηρίζουν πως το Αυτό είναι η εκδοχή του King για την υπόθεση
του μανιακού Gacy, καθώς προσπαθεί να ανιχνεύσει το Κακό και τις ρίζες
του μέσα από την εξτραβαγκάνζα ενός δαιμονικού κλόουν. Πράγματι, ο
Pennywise μπορεί να είναι ο Κακός, μπορεί να είναι φτιαγμένος από τα
υλικά που φτιάχνονται οι εφιάλτες, όμως μια προσεκτική ματιά (το
υπέρ-αναλυτικό βιβλίο το κάνει πιο σαφές απ’ ότι ένα σφιχτό δίωρο του
σινεμά) φανερώνει πως το Κακό δεν βρίσκεται μονάχα στο μοχθηρό του γέλιο
και τα κίτρινα μάτια του. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς πως το Κακό
τρέφεται και θεριεύει από τον πολύ πραγματικό κόσμο όπου ζει και
μεγαλώνει η μικρή παρέα των Losers, όπως αυτοαποκαλούνται.
Οι Losers είναι 7 παιδιά από αυτά που φέρουν την
σφραγίδα του Stephen King στις πολλές ιστορίες ενηλικίωσης που έχει
γράψει, και κάπως σχηματικά εκπροσωπούν τις πολλές όψεις του περιθωρίου:
Ο Μπίλι που είναι λίγο κοινωνικά αδέξιος, ντροπαλός και κεκεκδίζει, ο
Μπεν που είναι πανέξυπνος αλλά αρκετά ευτραφής για να βιώνει τον
κοινωνικό αποκλεισμό, η Μαρβ που θεωρείται το «τσουλί», ο Σταν που είναι
Εβραίος, ο Μάικ που είναι μαύρος, ο Έντι που είναι υποχόνδριος και
φιλάσθενος. Τα παιδιά αυτά είναι στο στόχαστρο ομάδων από τραμπούκους
που τα κακοποιούν και τα βασανίζουν σε ένα ανελέητο καθημερινό bullying
και είναι ταυτόχρονα θύματα των δυσλειτουργικών οικογενειών τους. Όχι
τυχαία, αυτά τα παιδιά είναι στο στόχαστρο του Κακού. Ο Pennywise βασίζεται άλλωστε στο φόβο, και διαλέγει πάντα τα παιδιά που ζουν με αυτόν.
Όχι τυχαία, οι εμφανίσεις του κλόουν (ακόμα και το
πως ξυπνάει ανά δεκαετίες) βασίζονται πάνω στο φόβο. Στο δεύτερο μέρος
του βιβλίου (και της ταινίας που αναμένεται το 2018), 27 χρόνια μετά, ο
κλόουν ξυπνάει ξανά ύστερα από τον τραμπουκισμό ενός γκέι ζευγαριού,
σκοτώνοντας ένα παιδί και αναγκάζοντας την τραυματισμένη παρέα να
επανενωθεί. Στο πρώτο μέρος, κάθε του φρικιαστική εμφάνιση συνοδεύεται
από ένα ξέσπασμα φόβου των παιδιών: Όταν ο πατέρας της Μαρβ την απειλεί
σεξουαλικά, ο κλόουν την τρομοκρατεί στο μπάνιο. Όταν ο Μάικ προσπαθεί
να ξεφύγει από μια παρέα τραμπούκων φασιστάκων, ο κλόουν του υπενθυμίζει
πως κάηκαν οι γονείς του κ.α.. Ο Κινγκ μιλάει για έναν διαολικό κλόουν,
αλλά στην πραγματικότητα μιλάει για ένα Κακό που υπήρχε και υπάρχει
πάντα στους υπονόμους των φιλήσυχων πόλεων, ένα Κακό που καιροφυλακτεί
ανά πάσα στιγμή να βγει ξανά στο φως. Όχι τυχαία, βλέποντας μια παρέα
από τραμπούκους που εχθρεύονται τους μαύρους, τους Εβραίους, τις
γυναίκες και όλους τους «διαφορετικούς», βλέπεις τον κλόον να δυναμώνει
και ακονίζει τα δόντια του. Ο κλόουν δεν είναι παρά το πρόσχημα ενός
κόσμου που μοναχός του εξοντώνει τα παιδιά του.
Όχι πια φόβος
Όμως η παρέα των περιθωριακών καταλαβαίνει γρήγορα
πως πρέπει να πάψει να φοβάται αν θέλει να γλιτώσει από τον κλόουν.
Επιπλέον, πρέπει να νοιαστεί. Σε πολλά σημεία τα παιδιά
μονολογούν πως είναι καλοκαίρι και θα έπρεπε να παίζουν αντί να ψάχνουν
στους υπονόμους για τέρατα. Άλλωστε ολόκληρη η πόλη μοιάζει συνεχώς να ξεχνάει τις
απώλειές της, και για κανένα εξαφανισμένο παιδί δεν κάνει κάτι
περισσότερο από το να βγάζει μια αφίσα. Σε αυτό άλλωστε ποντάρει συνεχώς
ο κλόουν: Στο ότι όλοι ξεχνάνε. Στο ότι 40 χρόνια μετά που θα ξαναβγεί
στο φως, ουδείς θα θυμάται την φρίκη. Τα παιδιά ωστόσο ορκίζονται, και
θυμούνται.
Το κινηματογραφικό Αυτό έρχεται περίπου
σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, μα ο φόβος έχει
επιστρέψει για τα καλά πριν από αυτό. Ο φόβος του Άλλου είναι εδώ, και
ολόκληρη η πολιτική και κοινωνική ατζέντα χαράσσεται με βάση το φόβο. Ο
φόβος ενδυμανώνει νέες γενιές τραμπούκων και καθαρμάτων και bullies που επιτίθενται στους αδύναμους, στρώνοντας το έδαφος για τον Pennywise να ξυπνήσει ξανά. Μπορεί στην Ευρώπη ο μοχθηρός κλόουν να μην έχει το ίδιο ψυχοσυναισθηματικό γκελ όσο θα είχε στην Αμερική, όμως ούτως ή άλλως Αυτό παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με τους φόβους των θυμάτων του.
Η παγκόσμια γειτονιά του Derry έχει καινούρια
παιδιά και τα προηγούμενα παιδιά μεγαλώσανε και γίνανε ενήλικες. Γίνανε
άντρες και γυναίκες που προσπαθούν να θυμηθούν τι έπρεπε να μην
ξεχάσουν, όμως αυτό που πρέπει να θυμηθούν, όπως στο Derry, συνεχώς τους
διαφεύγει. Ο μοχθηρός κλόουν του κοινωνικού εκφασισμού τεντώνεται και
συστρέφεται πεινασμένος στο μαλακό υπογάστριο του κοινωνικού σώματος,
έτοιμος να επιδοθεί σε ένα νέο ανθρωποφαγικό κρεσέντο. Είναι δυνατόν,
ένα μάτσο δυσλειτουργικά παιδιά να τον νικήσουν; Ο Stephen King
τουλάχιστον λέει ναι, αρκεί να σταματήσουν να ζουν με το φόβο.
Μια ταινία τρόμου
Η ταινία του Andy Muchietti είναι πιστή στην
καρδιά και το πνεύμα του βιβλίου, αλλά ταυτόχρονα αναζητά μια μοντέρνα
απόδοση των υλικών του. Ο Pennywise δεν είναι τόσο γκροτέσκος όσο είναι
δαιμονικός, το CGI αναλαμβάνει την δράση των πιο φρικιαστικών στιγμών
και η τεχνική των λεγόμενων jump scares δίνει τον τόνο.
Ομολογουμένως, πολλές φορές η ταινία χτίζει μια
εκπληκτική ατμόσφαιρα απειλής και την γκρεμίζει επενδύοντας στην φιλική
για εκτόξευση ποπ-κορν τεχνική του αιφνδιιασμού. Το διάρκειας 140’
λεπτών έργο καταναλώνει αρκετή ενέργεια από τον θεατή, που περιμένει
συνεχώς το επόμενο «τίναγμα», το οποίο όμως λειτουργεί πολλές φορές
αποπροσανατολιστικά για την ουσία των όσων διαδραματίζονται.
Ο Pennywise (Bill Skarsgaard) είναι αρκετά
τρομακτικός, μα όσο περισσότερο εμφανίζεται τόσο λιγότερο φοβίζει. Ίσως
είναι επιτηδευμένο σκηνοθετικό τρικ αποδόμησης του, μα κάθε του εμφάνιση
συνδυάζει τον τρόμο με μια λεπτή νότα σαρκασμού και κωμωδίας. Η
κλιμάκωση του έργου είναι ένα μικρό πανηγυράκι ειδικών εφέ, κάπως
αταίριαστων με την αληθοφανή ατμόσφαιρα του πρώτου μισού.
Από την άλλη, οι μικροί πρωταγωνιστές είναι
πραγματικά εκπληκτικοί στο έργο τους, με κορυφαίο ίσως τον υποχόνδριο
Eddie (Jack Dylan Grazer, φανταστικός) αλλά και εξ’ ίσου όμορφη είναι
και η φωτογραφία και μουσική επένδυση.
Η ταινία προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στα πολλά
και ετερόκλητα υλικά της, χάνοντας πολλές φορές το «κέντρο» της ή
περιμένοντας να το διασώσουν οι μικροί της ήρωες. Αν και ταινία τρόμου,
οι καλύτερες στιγμές της είναι αυτές χωρίς πολλή δράση, ενώ η ατμόσφαιρα
που χτίζεται πριν από κάθε τρομακτικό επεισόδιο είναι καλύτερα
φτιαγμένη από το επεισόδιο το ίδιο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι μια ταινία που και ο
ίδιος ο King «ενέκρινε» για την πιστότητα στο βιβλίο του (ο King βέβαια
παίρνει πολλές φορές θέση και ενίοτε όχι ορθή: Π.χ., πολέμησε πολύ την
Λάμψη του Κιούμπρικ) και ένα έργο που σίγουρα μπορεί να ψυχαγωγήσει στην
σκοτεινή αίθουσα: Όμως μην περιμένετε ένα έργο που θα «κουβαλήσει» μετά
τους φόβους και τις τρομάρες για έναν δύσκολο ύπνο. Για το θέμα που
θίγει δηλαδή, ίσως παραείναι εύπεπτη. Ίσως προσπαθεί πολύ να πείσει τον
εαυτό της πως ο Φόβος δεν είναι παρά μια στιγμαία, καλά σκηνοθετημένη τρομάρα και όχι κάτι που παραμένει. Όχι κάτι που κυκλοφορεί και έξω από την αίθουσα. Όμως κάνει κάνει λάθος.
Υστερόγραφο για εξώφυλλα
Λίγο καιρό πριν, το It κυκλοφόρησε εκ νέου στα
ελληνικά με νέα μετάφραση από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε δυο τόμους.
Παλαιότερα είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Στα πλαίσια του marketing, το Αυτό κυκλοφορεί με
εξώφυλλο την αφίσα της ταινίας, θέλοντας έτσι να ενωθεί με την εμπορική
επιτυχία του κινηματογραφικού Pennywise.
Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει κατά κόρον, όχι μόνο
στην Ελλάδα: Βιβλία που ποντάρουν πολύ στις κινηματογραφικές διασκευές
τους, και πιθανότατα στην περιορισμένη συνειρμική ικανότητα του κοινού
να καταλάβει ποιο ακριβώς είναι το βιβλίο που κοιτάει. «Έι, αυτό το
βιβλίο έγινε ταινία, δεν μπορούσα όμως να το καταλάβω από τον τίτλο,
ευτυχώς που το εξώφυλλο είναι ίδιο με την αφίσα!». Ίσως αυτό να είναι
και ένα φαινόμενο μιας ούτως ή άλλως υποχώρησης του βιβλίου στις
προτιμήσεις κυρίως νεότερου κοινού.
Όμως βιβλία σαν το Αυτό είναι βιβλία διαχρονικά: Ο
ντόρος για μια ταινία (εκτός και αν η ταινία είναι π.χ. ο Άρχοντας των
Δαχτυλιδιών) κρατάει λίγο, ενώ το βιβλίο μένει στην βιβλιοθήκη για
χρόνια. Ετούτο εδώ το υστερόγραφο είναι μια έκκληση: Το βιβλίο έχει την
δική του αισθητική και καλλιτεχνική σφραγίδα. Το εξώφυλλό του είναι μια
τέχνη ούτως ή άλλως αδικημένη (άλλωστε λέμε να μην κρίνουμε βιβλία από
τα εξώφυλλά τους) αλλά είναι οργανικό κομμάτι της αναγνωστικής μαγείας.
Αν το βιβλίο έχει γίνει κάτι πιο εφήμερο απ’ ότι
ήταν κάποτε, ίσως και μια παρορμητική αγορά (βγήκε π.χ. η ταινία, ας
πάρουμε και το βιβλίο που βασίστηκε), τότε η προσπάθεια να
‘’κινηματογραφοποιηθεί’’ η αισθητική του θα το κρατήσει εκεί, στα
εφήμερα και παρορμητικά extras μιας ταινίας. Το Αυτό είναι ένα από τα
πιο χαρακτηριστικά έργα της μυθολογίας του Stephen King, δεν είναι ένα
ακόμα βιβλίο που έγινε ταινία. Επιπλέον, η αφίσα της ταινίας δεν είναι
και τόσο καλή. Ιδού μια μικρή σύγκριση.
Το
παραμύθι του Λούις Κάρολ «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», θα έλεγε
κανείς, ότι ήταν γεννημένο για να αποτελέσει λογοτεχνικό θρύλο. Και μόνο
το ιστορικό της πρώτης του έκδοσης, που αποσύρθηκε λόγω κάποιου λάθους
στην εκτύπωση, καταδεικνύει ότι κάτι, σχεδόν μαγικό, έμελλε να το
συνοδεύσει. Γιατί η απόσυρση της έκδοσης του 1865, από ολοφάνερη
κακοτυχία μετατράπηκε σε επιπλέον μύθο, αφού σήμερα υπάρχουν μόνο 21
αντίτυπά της και θεωρείται ένα από τα σπανιότερα βιβλία του 21ου
αιώνα. Η επανέκδοση που έγινε τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, αν και
ως επίσημη χρονολογία έκδοσης του βιβλίου θεωρείται το 1866, είχε
απήχηση στο κοινό, αλλά μάλλον θα ήταν υπερβολή αν μιλούσαμε για
εμπορικό πάταγο. Το σίγουρο είναι ότι η αργή – αλλά σταθερή – διείσδυση
του βιβλίου στη συνείδηση των αναγνωστών, έκανε τον Κάρολ να σκέφτεται
τη συνέχειά του από τον επόμενο κιόλας χρόνο. Το Δεκέμβριο του 1871
κυκλοφόρησε πράγματι η συνέχεια που έφερε τον τίτλο «Μες τον Καθρέφτη
και τι βρήκε η Αλίκη εκεί». Στα τέλη του αιώνα και τα δύο βιβλία
γνώρισαν απίστευτη φήμη. Εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του Κάρολ (το
1932) η Αλίκη ήταν η διασημότερη παιδική ηρωίδα της Αγγλίας και ίσως και
του κόσμου ολόκληρου.
Η
αποδόμηση της λογικής «στη χώρα των θαυμάτων» καθίσταται σαφής από την
πρώτη σελίδα. Ο κούνελος βιάζεται πολύ, μουρμουρίζει ότι θα αργήσει και
κοιτάει το ρολόι, το οποίο βγάζει μέσα από το γιλέκο του. Η Αλίκη
παρακολουθεί τον κούνελο έκπληκτη τη στιγμή που κάθεται στην όχθη μαζί
με την αδερφή της και «μην έχοντας να κάνει τίποτα, άρχισε να βαριέται.
Έριξε μια – δυο ματιές στο βιβλίο που διάβαζε η αδερφή της. ‘Ένα βιβλίο
χωρίς εικόνες, ούτε διαλόγους. “Και τι χρειάζεται – σκέφτηκε – ένα
βιβλίο που δεν έχει διαλόγους, ούτε εικόνες;” Η ζέστη έκανε την Αλίκη να
νιώθει νυσταγμένη κι ανόητη». (σελ. 11). Ο κούνελος «χάνεται σε μια
μεγάλη τρύπα κάτω από το φράχτη». (σελ 12). Ο Κάρολ τα ξεκαθαρίζει όλα
εξ’ αρχής. Τα βιβλία χωρίς εικόνες και διαλόγους είναι άχρηστα. Ο
εγκλωβισμός στην πραγματικότητα ταυτίζεται με την απονέκρωση της ζέστης,
της υπνηλίας και της ανοησίας. Ακόμα και οι μαργαρίτες που υπάρχουν
γύρω και που υπόσχονται ένα υπέροχο στεφάνι, δεν είναι αρκετά
δελεαστικές. Όλα είναι βαρετά. Η λογική τάξη είναι πεπερασμένη, ανιαρή
κι ανούσια. Ο κούνελος είναι η μεγάλη ανατροπή. Μια πραγματική
επανάσταση. Για την Αλίκη διλήμματα δεν υπάρχουν: «Αμέσως η Αλίκη
τρύπωσε ξοπίσω του». (σελ. 12).
Η
καταφυγή της Αλίκης στην κουνελότρυπα – τούνελ δεν είναι παρά η
εγκεφαλική απόδραση που μόνο φαντασιακά μπορεί να εκπληρωθεί. Τώρα πια
όλα μπορούν να συμβούν. Η κάμπια δίνει συμβουλές. Ο Υπνοπόντικας
τραγουδάει. Ο Υπηρέτης – Ψάρι μεταφέρει το γράμμα της βασίλισσας. Ο
Υπηρέτης – Βάτραχος επαναλαμβάνει τα λόγια με αψεγάδιαστη επισημότητα. Η
μαγείρισσα πετάει στη Δούκισσα ό,τι βρίσκει μπροστά της. Το
γουρουνομωρό κλαίει χωρίς ίχνος δακρύων. Όλα είναι παράφορα. Ο Γάτος
διαβεβαιώνει την Αλίκη: «Όλοι είμαστε τρελοί εδώ. Εγώ είμαι τρελός. Κι
εσύ επίσης». Κι όταν η Αλίκη ρωτά: «Πού ξέρεις ότι είμαι τρελή;» ο Γάτος
είναι απολύτως σίγουρος: «Πρέπει να είσαι, αλλιώς δε θα ήσουν εδώ».
(σελ. 67). Η αποδοχή της ολικής τρέλας είναι η επισφράγιση του παραλόγου
και η μετατροπή του παραλόγου σε μοναδική λογική λειτουργεί ως έσχατη
απελευθέρωση σηματοδοτώντας συναισθηματική έξαρση χωρίς προηγούμενο.
Γιατί η Αλίκη μετατρέπει το απίθανο σε συνθήκη βιωματική. Παρακολουθεί
το σώμα της να αλλάζει διαρκώς μεγέθη χάρη στα μικρά κέικ ή γλυκίσματα ή
μανιτάρια που τρώει. Εγκλωβίζεται μέσα στο σπίτι του κούνελου.
Παρευρίσκεται στο παιχνίδι κροκέ της βασίλισσας, που για μπάλες έχει
σκαντζόχοιρους κουλουριασμένους και για μπαστούνια φλαμίνγκο ζωντανά. Οι
στρατιώτες – τραπουλόχαρτα λυγίζουν, σαν να κάνουν επίκυψη,
παρασταίνοντας τις αψίδες. Κι όλα εναλλάσσονται σχεδόν αστραπιαία. Σαν
κινούμενες εικόνες που αλληλοσυμπληρώνονται με υποτυπώδη συνοχή σ’ ένα
κατάφορο παιχνίδι χρωμάτων. Γιατί η συναισθηματική αποθέωση γεννιέται
μέσα από τις αισθήσεις. Κι αυτή ακριβώς είναι η χώρα των θαυμάτων. Το
καλειδοσκόπιο των γεύσεων, των ήχων και των παράξενων εικόνων που
σηματοδοτούν το πρωτόφαντο που δεν μπορεί αλλιώς να γίνει αντιληπτό παρά
σαν άρωμα που κινεί όλη τη δράση ή σαν χρώμα που είναι αδύνατο να
προσδιοριστεί επακριβώς. Γι’ αυτό ο Κάρολ απευθύνεται στα παιδιά. Γιατί
τα παιδιά τα γνωρίζουν όλα εκ των προτέρων. Γιατί βιώνουν απολύτως
φυσικά την ανείπωτη ελευθερία του παραλόγου. Γιατί πραγματώνουν τη
φαντασιακή δράση στην καθημερινότητα. Γιατί όλα τα επεξηγηματικό λόγια
είναι περιττά. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε λογικότερο από τις
μεταμορφώσεις. Ο Κάρολ δεν θα μπορούσε να απευθυνθεί πουθενά αλλού.
Η
Αλίκη έμελλε να γίνει ο λογοτεχνικός χαρακτήρας που έσπασε όλα τα
καλούπια. Που, σαν αυτόνομη οντότητα, κινήθηκε ανεξέλεγκτα στον κόσμο.
Που μοιραία ξεπέρασε όλα τα κλισέ. Κι εδώ δε μιλάμε για τον αιώνιο
σύντροφο, που τα παιδιά δεν αποχωρίζονται ούτε όταν μεγαλώνουν. Εδώ
μιλάμε για το σύμβολο που αυτονομείται, ξεφεύγοντας εντελώς από τα χέρια
του δημιουργού του. Γιατί πλέον η Αλίκη είναι πρόσωπο υπαρκτό,
χειροπιαστό, ολοζώντανο. Είναι όλα τα μικρά κορίτσια που αδημονούν να
ζήσουν περιπέτειες. Κι εδώ ακριβώς ξεκινά η συγκίνηση των μεγάλων. Γιατί
η Αλίκη δεν αφορά μόνο τους μικρούς. Σήμερα, σχεδόν 150 από την πρώτη
της εμφάνιση, ίσως δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι αφορά περισσότερο
τους μεγάλους. Γιατί η Αλίκη έγινε ανάγνωσμα κλασικό. Γιατί κατάφερε να
ξεσηκώσει αναλύσεις επί αναλύσεων. Γιατί πλέον τη συναντούμε περισσότερο
στις βιβλιοθήκες των ενηλίκων. Γιατί σαφώς και ξεπέρασε τα όρια της
παιδικότητας, χωρίς όμως να πάψει να τα υπηρετεί.
Όμως,
το ότι «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» αποτελεί σημείο αναφοράς των
μεγάλων μόνο ως απειλή μπορούμε να το εκλάβουμε. Γιατί οι μεγάλοι δεν
διεισδύουν εύκολα στο φανταστικό, ούτε αρκούνται στην απλότητα των
γεγονότων. Για τους μεγάλους όλα είναι πολύπλοκα. Όλα χρήζουν βαθειάς
διερεύνησης. Μοιραία υπάρχουν υπόγεια μηνύματα που πρέπει να
διαλευκανθούν. Γιατί οι μεγάλοι μετρούν την ευφυΐα μόνο όταν τη συνδέουν
με τη λογική. Γιατί όταν κάτι στερείται λογικής γίνεται παιδαριώδες.
Υπό αυτούς τους όρους γεννιούνται ερωτήματα. Γιατί η βασίλισσα είναι
τόσο σκληρή; Γιατί κάθε λίγο και λιγάκι, με την ελάχιστη αφορμή, ζητά
αποκεφαλισμούς; Βρισκόμαστε μπροστά στην αλαζονεία και την αυθαιρεσία
της ισοπεδωτικής εξουσίας; Και τι σημαίνει ότι τελικά καμία εκτέλεση δεν
πραγματοποιείται, αλλά όλες ακυρώνονται σχεδόν αυτόματα, μετατρέποντας
τη βασίλισσα σε χιουμοριστική καρικατούρα; Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε
ότι τελικά η Αλίκη ξεπερνά όλους τους φόβους όταν συνειδητοποιεί ότι οι
στρατιώτες δεν είναι παρά τραπουλόχαρτα; Και τι σημαίνει το παιχνίδι του
προεκλογικού αγώνα δρόμου, όπου όλοι έτρεχαν «όπως ήθελαν και
ξεκινούσαν όταν ήθελαν» μέχρι τη λήξη του χρόνου; Και γιατί μετά πήραν
όλοι βραβεία; Και η Αλίκη γιατί δέχτηκε το βραβείο της δαχτυλήθρας με
τόση επισημότητα, ενώ αντιλαμβανόταν την κωμικότητα της υπόθεσης;
Αυτού
του είδους τα ερωτήματα δεν είναι παρά οι εκδηλώσεις της εκλογίκευσης,
που αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την αισθητική του παραλόγου. Που αδυνατεί
να εκλάβει την ευτυχία ως στιγμιαία συνθήκη που δε χρειάζεται
επεξηγήσεις. Που θέλει όλα να τα συγκεκριμενοποιεί τοποθετώντας τα σε
χειροπιαστά καλούπια. Όμως ο Κάρολ απευθύνεται στα παιδιά. Και τα παιδιά
ζουν με το συναίσθημα. Αυτό το συναίσθημα της πρωτόγνωρης ορμής, ως
αχαλίνωτη απελευθέρωση της φαντασίας, επικαλείται ο Κάρολ. Κι αυτό
οφείλει να βιωθεί μόνο συμφιλιωτικά, γιατί αλλιώς είναι αδύνατο να
μετουσιωθεί σε ελευθερία, γεγονός όχι αυτονόητο, αφού το πρωτόγνωρο
φαίνεται – πολύ συχνά – επικίνδυνο. (Η Αλίκη κάποιες φορές νιώθει ότι
θέλει να γυρίσει στην ασφάλεια του σπιτιού της. Υπάρχουν φορές που την
κουράζουν οι διαρκείς της μεταμορφώσεις). Ο κόσμος της λογικής, μπορεί
να είναι ανιαρός, αλλά παρέχει ασφάλεια. Κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα
του Κάρολ. Ο παιδικός αυθορμητισμός που αδιαφορεί για όλα τα ασφαλή
εποικοδομήματα και που μόνο ως ολόγυμνος συναισθηματισμός μπορεί να
εκδηλωθεί. Με άλλα λόγια βρισκόμαστε μπροστά στην πιο κραυγαλέα
τιμιότητα, που μόνο η παιδική αθωότητα εξασφαλίζει. Την ολοκληρωτική
άβυσσο της ευτυχίας μέσα «στη χώρα των θαυμάτων», δηλαδή της
περιπέτειας, που λειτουργεί ως έναυσμα για τη συναισθηματική συμμετοχή.
Υπό αυτή την έννοια η Αλίκη δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Ούτε τη
βασίλισσα, ούτε τις φρικτές καταδικαστικές αποφάσεις που ακούει διαρκώς,
ούτε τους στρατιώτες. Ακόμα και ο παραλογισμός του τελικού δικαστηρίου
δεν την τρομάζει. Αντιτάσσεται υπερασπιζόμενη το δίκιο με όποιο κόστος:
«Ποιος νοιάζεται για σας; Σκέτα τραπουλόχαρτα είστε και τίποτε
παραπάνω!» (σελ. 123). Όταν όμως ολόκληρη η τράπουλα ορμάει κατά πάνω
της, η Αλίκη ξυπνά δίπλα στην όχθη. Ο τελικός φόβος που την αποκόβει από
«τη χώρα των θαυμάτων» είναι κι αυτός μέρος του παιχνιδιού. Αναπόσπαστο
τίμημα της περιπέτειας.
Οι
περαιτέρω πολιτικές αναλύσεις για τη δημοκρατία ή την δεσποτική εξουσία
της βασίλισσας ή τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης κλπ, κλπ, (που σαφώς
μπορούν να διακριθούν), όχι μόνο δεν αποτελούν την ουσία, αλλά
λειτουργούν απολύτως διαστρεβλωτικά. Γιατί η ουσία δεν είναι οι
ορθολογικές ανακαλύψεις των μεγάλων, αλλά ο σουρεαλισμός της παιδικής
ψυχής, που χάνεται μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Γιατί το όνειρο «στη
χώρα των θαυμάτων» η Αλίκη δεν το περιέγραψε ούτε στη μαμά της, ούτε
στον μπαμπά της, ούτε σε κανέναν ενήλικα, παρά μόνο στην αδερφή της.
Γιατί η αδερφή της συγκλονίστηκε – επίσης διαισθητικά – από «τη χώρα των
θαυμάτων». Γιατί έπλασε στο νου της όλα τα μυθικά πλάσματα που
συνάντησε η Αλίκη. Γιατί «κάθισε ώρα, με τα μάτια κλειστά, και σχεδόν
πίστεψε πως βρισκόταν και η ίδια στη Χώρα των Θαυμάτων». Γιατί ευχήθηκε
να μη χάσει ποτέ τα παιδικά της χρόνια: «Στο τέλος φαντάστηκε πως με το
πέρασμα των χρόνων, μαζί με την αδερφή της, θα γίνονταν μεγάλες
γυναίκες, χωρίς, όμως, να χάσουν την απλή και γεμάτη αγάπη καρδιά των
μικρών παιδιών. Φαντάστηκε πως θα μάζευε γύρω της τα παιδιά της και
λέγοντάς τους παράξενες ιστορίες θα έκανε τα μάτια τους να λάμπουν. Ίσως
θα τους μιλούσε και για το παλιό όνειρο της Χώρας των Θαυμάτων. Θα
ένιωθε όλες τις μικρές τους λύπες, θα χαιρόταν με τις απλές χαρές τους
και τότε δε θα ξεχνούσε τα παιδικά της χρόνια και τις χαρούμενες ημέρες
του καλοκαιριού». (σελ. 126).
Μια βρετανική αστυνομική ταινία μυστηρίου είναι η πρόταση του ιστολογίου για την σημερινή Κυριακή. Πρόκειται για την ταινία H Επιστροφή του Σέρλοκ Χολμς, The Hound of the Baskervilles, παραγωγής 1958, σε σκηνοθεσία Τέρενς Φίσερ. Ταινία βασισμένη στο μυθιστόρημα του σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ και με βασικούς πρωταγωνιστές τους Peter Cushing, Andre Morell, Christopher Lee...
Σαν σήμερα, 22 Σεπτεμβρίου, πέθανε ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ο Μαρσέλ Μανσέλ.
Ο Μαρσέλ Μανζέλ (Marcel Mangel), πιο πολύ γνωστός ως Μαρσέλ Μαρσώ, ήταν
ένας παγκοσμίου φήμης μίμος. Θεωρείται ο κύριος υπεύθυνος για την
αναβίωση της τέχνης του μιμικού θεάτρου έπειτα από το Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο.
Έγινε ηθοποιός το 1946, οπότε παρουσίασε το πρώτο
του μιμόδραμα, και επηρεάστηκε από τον Τσάρλι Τσάπλιν. Έτσι, στα πρότυπα
του "Χαμινιού" δημιούργησε το 1947 τον κλόουν Μπιπ, έναν κλόουν με
καπέλο από μετάξι. Ασχολήθηκε με το θέατρο και παντρεύτηκε 3 φορές.
Απέκτησε 4 παιδιά.
Ίδρυσε τη δική του σχολή τη δεκαετία του 1970, τη
«Διεθνή Σχολή Μιμοδράματος του Παρισιού, Μαρσέλ Μαρσώ» (École
Internationale de Mimodrame de Paris, Marcel Marceau).
Έπαιξε σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, όπως
στην "Μπαρμπαρέλα", το 1968 και το 1976 στην κωμωδία Silent Movie. Έκανε
επίσης πολλές τηλεοπτικές εμφανίσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι
βραβεύτηκε με ΕΜΜΥ από την πρώτη του κιόλας τηλεοπτική εμφάνιση.
Από τη δεκαετία του '50 και μέχρι το 2006 οπότε
έκανε περιοδεία στην Αυστραλία, ταξίδευε γύρω από τον κόσμο, με σκοπό να
διαδώσει την τέχνη της μιμιτικής.
Τιμήθηκε μεταξύ άλλων με τον τίτλο του Ιππότη της
Λεγεώνας της Τιμής από τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, ενώ στη Νέα
Υόρκη η 18 Μαρτίου εορτάζεται ως "Ημέρα του Μαρσέλ Μαρσώ", από το 1999.
Ο Μαρσώ πέθανε σε ηλικία 84 ετών, στις 22 Σεπτεμβρίου 2007.
Ήταν η απόλυτη. Ήταν η
Ελληνίδα που μάγευε τα πλήθη. Ήταν η Νόρμα, η Αίντα, η Μήδεια. Ήταν
κάθε φορά και μία άλλη. Ήταν όλες εκείνες μαζί. Ήταν ο μύθος. Ήταν η
φωνή που σηματοδότησε μία νέα εποχή στην όπερα. Ήταν η Μαρία και ήταν
πάντα μία γυναίκα μόνη.
Ο κόσμος την καλεί στη σκηνή δέκα φορές. Οι κουίντες
ανοίγουν και κλείνουν δέκα φορές. Θέλουν να την δουν. Το χειροκρότημα δε
σταματά. Εκείνη με σταυρωμένα τα χέρια λίγο πιο πάνω από το στήθος τους
χαμογελά με σεβασμό, σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι. Πάλι. Η Μαρία Κάλλας
και πάλι μπροστά στους όρθιους θεατές.
''Τους αληθινούς καλλιτέχνες τους αναγνωρίζεις με το που
ανοίξουν το στόμα τους και η Μαρία ήταν μεγάλη καλλιτέχνης'' είπε κάποτε
σε συνέντευξή του ο Πίτερ Καντόνα, καλλιτεχνικός διευθυντής του Κόβεν
Γκάρντεν.
Η μεγαλύτερη σοπράνο του 20ού αιώνα μεταμορφώνεται μόλις
το πόδι της πατήσει τη σκηνή. Ξεχνά τη ζωή της και ''βουτά'' βαθιά στο
ρόλο της. ''Είμαι επαγγελματίας. Ξέρω τι πρέπει να κάνω πολύ καλά.
Μπορεί να με πουν πολλά, αλλά κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για
έλλειψη οργάνωσης'' λέει η ίδια στους επικριτές της.
Παλεύει να χαλιναγωγήσει τον εύθραυστο ψυχισμό της,
απόρροια της σχέσης της με τη μητέρα της. Αυτή είναι η πληγή της. Τα
παιδικά της χρόνια δεν τα θυμάται με χαμόγελο.
Η αρχή του μύθου...
Γεννιέται στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης στις 2 Δεκεμβρίου
1923 από Έλληνες μετανάστες και παίρνει το όνομα Άννα Μαρία. Είναι το
δεύτερο κορίτσι του Γιώργου και της Λίτσας Καλογερόπουλου. Ο πατέρας της
φαρμακοποιός και η μητέρα της απλώς φιλόδοξη. Οι οικονομικές δυσκολίες
πολλές. το ζευγάρι δεν τα καταφέρνει και τελικά χωρίζει.
Η Λίτσα παίρνει την Μαρία και τη Τζάκι και φεύγουν για την
Ελλάδα. Θα μείνουν στα Σεπόλια, σε μία παλιά μονοκατοικία στην οδό
Ξανθίππης μαζί με τη γιαγιά τους. Ούτε εκεί αντέχουν για πολύ.
Φτιάχνουν πάλι τις βαλίτσες τους. Εισιτήριο αυτή τη φορά
δε θα χρειαστούν. Η μητέρα της Κάλλας έχει ανακαλύψει αυτό που θα τους
εξασφαλίσει με πλουσιοπάροχη ζωή. Η χοντρή και άχαρη κόρη της Μαρία είχε
το ταλέντο που θα την εκτόξευε.
''Το πρόγραμμα ήταν καθορισμένο από τη μητέρα μου. Θα
γινόμουν καλλιτέχνης με κάθε τρόπο. Οι γονείς πολλές φορές λένε έχω
θυσιαστεί για εσένα, πρέπει να κάνεις όσα έπρεπε να κάνω εγώ στη ζωή
μου'' θα εξομολογηθεί σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της η Κάλλας.
Στο σπίτι αδιαφορούν για εκείνη. Περνά ώρες στο δωμάτιο
μόνη της ακούγοντας όπερα. Εκεί, στον πέμπτο όροφο Πατησίων 61 και
Σκαραμαγκά ξεκινά η οικοδόμηση ενός μύθου. ''Μόνο όταν τραγουδούσα
πίστευα πως με αγαπούσαν''. Πίσω από το κλειστό παράθυρο με θέα την
Ακρόπολη καταλαβαίνει πως η όπερα ήταν ο μοναδικός δρόμος.
Στο Εθνικό Ωδείο θα ακουστεί για πρώτη φορά η θεία φωνή
της. Πήγαινε πρώτη και έφευγε τελευταία από τα μαθήματα. Ήθελε να ακούει
τα πάντα. Ήθελε να μαθαίνει. Ήθελε να γίνει μεγάλη. Ήθελε να γεμίσει το
τεράστιο κενό της. Τελικά, ήθελε μόνο να την αγαπούν.
Το 1942 κλείνει τα 18 και πρωταγωνιστεί στην Τόσκα.
Γίνεται διάσημη. Όλοι μιλούν για τη φωνή της. Ο ''δύσκολος'' Ιωάννης
Ψαρούδας του Βήματος γράφει μετά την παράσταση ''Μία ωραία υπόσχεση για
το μέλλον''. Η Μαρία Κάλλας έκανε το πρώτο βήμα στη σκάλα της επιτυχίας.
Πατά γερά. Είναι σίγουρη. Ξέρει.
Η επιστροφή στη Νέα Υόρκη - Η καταξίωση...
Στη διάρκεια της Κατοχής οι συνάδερφοί της βρίσκουν το
πάτημα που χρειάζονταν. Δεν την συμπαθούν, ή καλύτερα δε συμπαθούν το
ταλέντο της. Αφήνουν να υπονοηθεί πως συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και
της κλείνουν το δρόμο για την Εθνική Λυρική Σκηνή. Είναι θυμωμένη. Δεν
ανέχεται τέτοια αντιμετώπιση.
Είναι 21. Ξεχνά το Καλογεροπούλου. Γίνεται η Κάλλας και
αναχωρεί για την Αμερική. Θα αναζητήσει την τύχη της εκεί από όπου
ξεκίνησε τη ζωή της. Μετά από δύο χρόνια στις 28 Ιουνίου 1947 η Μαρία
πρωταγωνιστεί στη Τζοκόντα στην Αρένα στη Βερόνα της Ιταλίας. Τα χέρια
των θεατών πάλλονται. Όρθιοι για τη Μαρία που εκδιώχθηκε κακήν κακώς από
την πατρίδα της.
Ανάμεσα στο πλήθος, ένας άντρας την παρακολουθεί.
Πρόκειται για τον Ιταλό μεγαλοβιομήχανο Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι.
Κάνει τα πάντα για να την συναντήσει. Την πολιορκεί.
Η Μαρία κολακεύεται και τελικά κάνουν σχέση. ''Η έκφραση
των ματιών της και η μεγάλη της γλύκα με τράβηξαν στο μέρος της'' θα
απαντήσει ο Μενεγκίνι πολλά χρόνια μετά στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο όταν
ερωτηθεί για όσα τον γοήτευσαν στη Μαρία.
Ο Μενεγκίνι και η ασκητική δίαιτα...
Ποτέ δεν τον ερωτεύτηκε, παρόλο που έμεινε παντρεμένη μαζί
του για μία δεκαετία. Ο Μενεγκίνι ήταν ο προστάτης της. Πούλησε όλη του
την περιουσία για να προωθήσει την καριέρα της. Αφιερώθηκε σε εκείνη.
Κάποιοι μιλούσαν για αγάπη άνευ όρων και κάποιοι άλλοι για
απλό τυχοδιωκτισμό. Στενή της φίλη δε θα διστάσει να τον χαρακτηρίσει
κρετίνο. ''Μιλούσε σε α' πληθυντικό και θεωρούσε πως η επιτυχία της ήταν
αποκλειστικά δικό του επίτευγμα''.
Η αλήθεια κάπου στη μέση και η κριτική ενός Ιταλού δημοσιογράφου για την Αίντα γροθιά:
Αδύνατο να βρω τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια των ελεφάντων που ήταν στη σκηνή και στα πόδια της Κάλλας
Είναι ταπεινωμένη και πληγωμένη. Σαν κάποιος να της θύμισε
την κριτική της μητέρας της. Ξεπερνά τη θλίψη και παίρνει την απόφαση
να χάσει κιλά. Λατρεύει το φαγητό και ποτέ δε λέει όχι σε ένα κομμάτι
κέικ με σοκολάτα. Μαχαίρι στις θερμίδες.
Ο Μενεγκίνι και πάλι στο πλευρό της. Το ασκητικό πρόγραμμα
διατροφής σε εφαρμογή. Τρώει μονάχα ψητά φιλέτα, ψάρι και βραστά
λαχανικά. Δε θα αφήσει την εξωτερική της εμφάνιση να επισκιάσει το
ταλέντο της. Απευθύνεται σε ένα γνωστό γιατρό στο Παρίσι. Κάνει ενέσεις
και ηλεκτρικό μασάζ. ''Ήταν μία επίπονη διαδικασία. Χρειάστηκε θυσίες
αλλά είχα αποφασίσει να αδυνατίσω''.
Το 1954 η ζυγαριά της Κάλλας δείχνει μείον 30 κιλά. Τα
παχουλό κορίτσι μεταμορφώνεται σε μία εκθαμβωτική γυναίκα. Είναι η
απόλυτη ντίβα. Ντύνεται στα ατελιέ μεγάλων οίκων μόδας και η καριέρα της
απογειώνεται. Τα βαρίδια του παρελθόντος φεύγουν ένα προς ένα. Η Σκάλα
του Μιλάνου της κλείνει 7ετές αποκλειστικό συμβόλαιο.
Η βαθιά πληγή...
Τα έχει όλα μα νιώθει μόνη. Η επαγγελματική της επιτυχία
συνοδεύεται από ένα τσακωμό που θα βάλει τέλος στη σχέση με τη μητέρα
της. Η Λίτσα δε θα της ξαναμιλήσει ποτέ. Δε θα είναι εκεί ακόμα κι όταν
οι στάχτες της Μαρίας σκορπιστούν στο Αιγαίο, σύμφωνα με την τελευταία
της επιθυμία. Ήταν πάντα ατύπως μία ξένη. Τώρα μία ξένη και επισήμως.
Η Κάλλας έχει μάθει να ζει με την απώλειά της. Έχει μάθει.
Δεν έχει συγχωρήσει. Δεν έχει ξεπεράσει. Δε θα ξεπεράσει. Κανένα
παρατεταμένο χειροκρότημα δε θα αντικαταστήσει την απόρριψη. Η ίδια μιλά
ανοιχτά για τη σχέση μητέρας-κόρης. Το χαμόγελο στα χείλια της είναι
παγωμένο.
Η
μητέρα μου δεν ενδιαφερόταν. Αν εξαρτάτο από αυτή θα είχα μεγαλώσει σαν
οποιαδήποτε γυναίκα της Πελοποννήσου με λαδωμένα μαλλιά, μαύρα νύχια
και παιδιά να ανατρέφω. Θεέ μου, πόσες μητέρες θα τρελαίνονταν από τη
χαρά να είχαν ένα παιδί σαν εμένα. Αλλά είμαι μόνη.
''Η μητέρα πρέπει να είναι καλή με τα παιδιά της, αυτό
είναι το καθήκον της. Είμαι πολύ αυστηρή σε αυτό. Αν δεν μπορείς να
εμπιστευθείς τη μητέρα σου, τότε ποιον μπορείς;''
Το φωνάζει. Είναι μόνη. Είναι κενή. Είναι τραυματισμένη
εσωτερικά και δε βρίσκεται κανείς να γιατρέψει την πονεμένη ψυχή της. Η
μόνη της επιθυμία ήταν να την δεχτούν όπως ήταν. Ήθελε αγάπη. Ούρλιαζε
βουβά παρακαλώντας για λίγη αγάπη, λίγη πραγματική αγάπη. Για τη Μαρία,
όχι για την Κάλλας.
Ίσως για αυτό η Νόρμα να ήταν η ηρωίδα της. ''Όποτε την
ερμηνεύω είμαι ευτυχισμένη. Νομίζω πως της μοιάζω. Είναι πολύ περήφανη
για να δείξει τα πραγματικά της αισθήματα αλλά στο τέλος υποκύπτει''. Θα
υποκύψει και η ίδια σαν άλλη Νόρμα, αλλά θα χρειαστεί να περάσουν λίγα
χρόνια.
Κεφάλαιο Ωνάσης - Η κρουαζιέρα με τη ''Χριστίνα''
Αίντα στη Σκάλα του Μιλάνου, Νόρμα στο Κόβεν Γκάρντεν,
Λαίδη Μάκβεθ, Μήδεια στη Φλωρεντία, Άλκηστη, Υπνοβάτιδα, Τραβιάτα,
Λουτσία. Το 1957 επιστρέφει θριαμβευτικά στην Ελλάδα. ''Ανήκω στον
ελληνικό λαό, το αίμα μου είναι ελληνικό και αυτό δεν το σβήνει
κανένας''.
Η Κάλλας είναι στο Ηρώδειο. Τραγουδά το ''Χορό των
Μεταμφιεσμένων''. Το 1957 η Μαρία θα γνωρίσει τον άνθρωπο που θα
καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής της. Το 1957 η Κάλλας γνωρίζει τον
Αριστοτέλη Ωνάση στο πάρτι που δίνεται προς τιμήν της η Έλσα Μάξγουελ
στη Βενετία.
Θα φτάσουμε στο 1961 όταν στη γενική πρόβα για τη Μήδεια
στην Επίδαυρο το σώμα της θα λυγίσει και το πρόσωπό της θα συσπαστεί.
Βλέπει τον αγαπημένο της Ιάσονα να παντρεύεται κάποια άλλη. Είναι η
Μήδεια, δεν είναι η Μαρία. Ή μήπως η μοίρα της έστειλε ένα καλά
κωδικοποιημένο μήνυμα; Μήπως εκείνη τη στιγμή ο ρόλος έγινε ζωή και η
ζωή σενάριο;
Ήδη το ειδύλλιο ανάμεσα στη Μαρία και τον Αρίστο έχει
φουντώσει. Η απλή χειραψία στο πάρτι της Μάξγουελ το '57 έγινε ερωτικός
δεσμός το '59, όταν και ο Αρίστος κάλεσε Μενεγκίνι-Κάλλας στη θαλαμηγό
του.
Η Μαρία δεν ήθελε να πάνε. Ο Μενεγκίνι επέμεινε. Τελικά
τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς επιβιβάζονται στο ''Χριστίνα'' με πρώτο
σταθμό το Μόντε Κάρλο. Μαζί με το ζευγάρι και ο στενός φίλος του
Αριστοτέλη, Ουίνστον Τζώρτσιλ . Φυσικά στη θαλαμηγό και η Τίνα Λιβανού,
σύζυγος Ωνάση.
Ο
Τσώρτσιλ χρόνια μετά θα αστειευτεί λέγοντας πως ο Ωνάσης το έπαιζε
δύσκολος. Κοιτούσε την Κάλλας με το κόκκινο μπικίνι της μέσα από τα
μαύρα γυαλιά του, δείχνοντας αδιάφορος.
Η σπίθα δεν άργησε να φουντώσει. Στην Επίδαυρο εκείνη φορά
μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και πουά μεσάτο φόρεμα. Εκείνος της πιάνει το
χέρι για να την ξεναγήσει. Το ίδιο βράδυ στο τραπέζι υπάρχουν δύο κενές
καρέκλες. Η μία βρισκόταν δίπλα στην Τίνα και η άλλη δίπλα στον
Μενεγκίνι. Λέγεται πως το πάθος τους ήταν τέτοιο που για πρώτη φορά
έκαναν έρωτα στο πάτωμα, ακριβώς πάνω από τα δωμάτια των συζύγων τους.
Η κρουαζιέρα τελειώνει και η Λιβανού ζητά διαζύγιο. Την
ίδια κίνηση κάνει και η Κάλλας. Είναι παράφορα ερωτευμένη για πρώτη
φορά. Κάνει τα πάντα για να τον ευχαριστήσει. Αραιώνει τις εμφανίσεις
της και περνά τις μέρες της εν πλω, μαζί του.
Σε μία προσπάθεια να τον κάνει να την παντρευτεί αφήνει την
αμερικανική υπηκοότητα και παίρνει την ελληνική. Ζει το όνειρο. Είναι
χαρούμενη, είναι ξέγνοιαστη. Βρήκε τον άνθρωπο που την ολοκληρώνει. Δε
φοβάται να κάνει στην άκρη την καριέρα της προς χάριν της προσωπικής της
αγαλλίασης. Κάνουν έρωτα με το ίδιο πάθος που τους ωθεί να τσακώνονται
για ώρες. Ένα χαμόγελό του, αρκεί για να τα ξεχάσει όλα.
Το 1960 δεν κάνει καμία δημόσια έξοδο. Οι φήμες της εποχής
θέλουν την Κάλλας έγκυο στο παιδί του Ωνάση. Τελικά είναι η αλήθεια. Η
Κάλλας στις 30 Μαρτίου γεννά ένα αγόρι που πεθαίνει αμέσως. Το
πιστοποιητικό του γράφει όνομα Όμηρος και επίθετο μη αναγνώσιμο.
Η φωνή που σβήνει
Η Κάλλας χάνει σιγά σιγά τη φωνή της. Το παιδί που δεν
κατάφερε να κάνει και ο Αριστοτέλης που φλερτάρει με την Τζάκι Κένεντι.
Το τελειωτικό χτύπημα θα έρθει τον Ιούλιο του 1968:
Χωρίς να έχουν χωρίσει μαθαίνει πως ο Ωνάσης παντρεύεται την Τζάκι στο Σκορπιό
Καταρρέει. Τίτλοι τέλους πέφτουν στο όνειρό της. Δεν το
χωρά ο νους της. Δεν μπορεί να συνέλθει. Η καριέρα της είναι σε φθίνουσα
πορεία και η ψυχολογία της ακολουθεί τον ίδιο δρόμο.
Μετά από τρία χρόνια πόνου κάνει σχέση με τον τενόρο
Τζουζέπε Ντι Στέφανο. Την πείθει να κάνουν περιοδεία. Θα είναι
καταστροφική. Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαππόρο της
Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο
Παολίλο, που παρουσίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο
Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, η τραγουδίστρια υπέφερε από δερματομυοσίτιδα,
μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς,
συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Συνεχής παρακμή του μεγαλείου της φωνής
της.
Το τέλος
Η Κάλλας δεν είναι τίποτα χωρίς τη φωνή της. Η Κάλλας δεν
είναι τίποτα χωρίς των Ωνάση. Μάρτιος, 1975. Το τηλέφωνο στο
διαμέρισμα του Παρισιού χτυπά. ''Ο Αριστοτέλης είναι νεκρός''. Λέγεται
πως ο Ωνάσης όταν κατάλαβε πως θα πέθαινε ζήτησε να μεταφερθεί σε
νοσοκομείο του Παρισιού για να είναι κοντά στη Μαρία του.
Εθίζεται στα χάπια και κλείνεται στο σπίτι. Ο ψυχικός
πόνος τη σβήνει μέρα τη μέρα. Βιώνει την απόλυτη μοναξιά. Χωρίς εκείνον
μετρά τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Η επίσημη ιατρική έκθεση γράφει ανακοπή
καρδιάς. Η καρδιά της σταμάτησε από τον πόνο.
Στις 16 Σεπτεμβρίου σηκώθηκε από το κρεβάτι της, κοίταξε
έξω από το παράθυρο, έφαγε πρωινό και κατέρρευσε. Έσβησε αθόρυβα και
έζησε εκκωφαντικά μόνη.
Μία γυναίκα που με την τέχνη της άγγιξε τα όρια του μύθου και με τη ζωή της την τραγικότητα των ηρωίδων που τόσο αγάπησε...
Όταν οι μέθοδοι σοφρωνισμού ήταν διαφορετικές και διόλου αποτελεσματικές...
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο
σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο. Μα το χέρι μου ήταν
σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Μπήκαμε
σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι
στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη
μεγάλη ζεστή φούχτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά
μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα. Ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαϊδέψει. Σήκωσα
τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το
χέρι του:
-Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι. Κρατούσε
μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα
τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν
είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
-Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου
-Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.
-Το κρέας δικό σου του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου. Μη τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάνε τον άνθρωπο.
-Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη. Έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
Η
Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «No Logo» μπαίνει αμέσως στο θέμα: «Τη στιγμή
που τα σχολεία αντιμετώπιζαν όλο και μεγαλύτερες περικοπές στους
προϋπολογισμούς τους, το κόστος της παροχής σύγχρονης εκπαίδευσης
σημείωνε κατακόρυφη άνοδο, υποχρεώνοντας πολλούς εκπαιδευτικούς ν’
αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης». (σελ. 128)
Κι
εξηγεί: «Έχοντας σαρωθεί από την υπερβολική διαφήμιση που γινόταν για
την τεχνολογία της πληροφορικής, τα σχολεία που δεν μπορούσαν καν ν’
αντέξουν οικονομικά τη χρήση σύγχρονων σχολικών εγχειριδίων, έπρεπε
ξαφνικά να παράσχουν στους μαθητές τους οπτικοακουστικό υλικό,
βιντεοκάμερες, κομπιούτερ μέσα στις τάξεις, δυνατότητα ηλεκτρονικής
επεξεργασίας και εκτύπωσης δεδομένων, τα τελευταία εκπαιδευτικά
προγράμματα λογισμικού, πρόσβαση στο Ίντερνετ, κι ακόμη, σε μερικά
σχολεία, τηλεδιάσκεψη». (σελ. 128).
Οι
περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των σχολείων σε συνδυασμό με τις
νέες τεχνολογικές ανάγκες του εξοπλισμού τους ήταν τα βασικότερα αίτια,
που άνοιξαν τις πόρτες στις εταιρείες: «Βέβαια, το γεγονός ότι όλο και
περισσότερα σχολεία στρέφονται προς τον ιδιωτικό τομέα για να
χρηματοδοτήσουν τις προμήθειες σε τεχνολογικό υλικό δε σημαίνει ότι οι
κυβερνήσεις εγκαταλείπουν το ρόλο τους στην παροχή κομπιούτερ στα
δημόσια σχολεία. Το αντίθετο μάλιστα. Ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτικών
ανάγουν το ζήτημα της τοποθέτησης ενός κομπιούτερ σε κάθε θρανίο σε
πρόταση-κλειδί των προεκλογικών τους προγραμμάτων, παρόλο που αυτό το
επιθυμούν σε συνεργασία με τοπικές επιχειρήσεις. Απλώς στην πορεία, τα
διοικητικά συμβούλια των σχολείων αφαιρούν χρήματα από προγράμματα όπως η
μουσική και η φυσική αγωγή, για να τα ρίξουν στο όνειρο της υψηλής
τεχνολογίας – κι εδώ ανοίγουν επίσης την πόρτα στις εταιρικές
χρηματοδοτήσεις και στις άμεσες μορφές προώθησης των επωνυμίων στις
επιδοτούμενες καφετιέρες και τον αθλητισμό». (σελ. 129).
Και
βέβαια, αν κάποιος αναρωτιέται τους λόγους που θέλουν οι εταιρείες να
εισχωρήσουν στα σχολεία πληρώνοντας τον τεχνολογικό τους εξοπλισμό, ο
Τζόελ Μπάκαν στο βιβλίο του «The Corporation» θα το εξηγήσει επακριβώς:
«Οι πολυεθνικές εταιρίες ασχολήθηκαν με τα σχολεία για τον ίδιο λόγο που
ασχολούνται με οτιδήποτε: για να προωθήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντα των
ιδίων και των ιδιοκτητών τους». (σελ. 120).
Ο
Μπάκαν, προκειμένου να γίνει απολύτως κατατοπιστικός, επικαλείται
δηλώσεις που έκαναν στελέχη μεγάλων εταιρειών: «“Αν υπάρχει κάποιος
θεμελιακός κανόνας στην προετοιμασία του υλικού της χορηγίας” δηλώνει ο
Εντ Σουόνσον (Ed Swanson) της Modern Talking Pictures (μιας εταιρείας
εκπαιδευτικού υλικού) “αυτός είναι ότι πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να
εξυπηρετεί τις ανάγκες εκείνου που επικοινωνεί το προϊόν”. “Τα παιδιά
στα οποία απευθυνόμαστε είναι μαθητές κατανάλωσης”, αυτός είναι ο τρόπος
με τον οποίο ένας επιχειρηματίας μιας άλλης εταιρείας εκπαιδευτικού
υλικού, ο Τζόζεφ Φέντον (Joseph Fenton) της Donelley Marketing,
περιγράφει τα οφέλη των εταιρειών που αποκτούν συναλλαγές με τα σχολεία.
“Θέλουμε να απευθυνθούμε σε καταναλωτές την περίοδο που διαμορφώνονται
ως τέτοιοι”». (σελ. 120).
Η
Κλάιν καταδεικνύει επιγραμματικά την ουσία των εταιρικών διαθέσεων: «Η
μόρφωση και η δημιουργία συνείδησης με άξονα τα επωνύμια μπορούν να
είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, φαίνεται να πιστεύουν οι
εταιρείες». (σελ. 129).
Η
περίπτωση του Channel One φαίνεται να είναι το καταστάλαγμα αυτής της
λογικής: «Κι εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και η λειτουργία του Channel One
(ιδιοκτησίας του K-III Communications), όπως και του “αδελφού” καναδικού
δικτύου Youth News Network, ως του πιο γνωστού παραδείγματος
ενδοσχολικής επωνυμιοποίησης. Στην αρχή της περασμένης δεκαετίας, αυτοί
οι πρωτότυποι ενδοσχολικοί σταθμοί προσέγγισαν τα βορειοαμερικανικά
σχολικά διοικητικά συμβούλια με μια πρόταση: Τους ζήτησαν ν’ ανοίξουν
τις τάξεις σε δύο λεπτά τηλεοπτικών διαφημίσεων την ημέρα, που θ’
ακούγονταν στριμωγμένες ανάμεσα σε δώδεκα λεπτά συνήθους σχολικού
προγράμματος. Πολλά σχολεία συμφώνησαν, οπότε οι εκπομπές άρχισαν. Η
λύση δε βρισκόταν στο κλείσιμο της συσκευής. Διότι όχι μόνο η
παρακολούθηση του προγράμματος ήταν (και είναι) υποχρεωτική για τους
μαθητές, αλλά, επιπλέον, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι αδύνατον να
χαμηλώσουν τον ήχο της συσκευής, ειδικά την ώρα των διαφημίσεων. Ενώ σε
αντάλλαγμα τα σχολεία δεν εισπράττουν άμεσα εισόδημα από τους σταθμούς,
απλώς μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον από πολλούς επιθυμητό
οπτικοακουστικό εξοπλισμό και σε άλλα μαθήματα ή, σε μερικές
περιπτώσεις, να λάβουν “δωρεάν” κομπιούτερ». (σελ. 129 – 130).
Φυσικά,
τα κέρδη του Channel One είναι τεράστια: «Την ίδια στιγμή, το Channel
One χρεώνει τους διαφημιστές με εξαιρετικά υψηλά ποσά για τη
χρησιμοποίηση του δικτύου του μέσα στις τάξεις – ποσά διπλάσια από
εκείνα των κανονικών τηλεοπτικών σταθμών, διότι καθώς η παρακολούθηση
των εκπομπών του είναι υποχρεωτική και η αλλαγή προγράμματος ή η
ελάττωση του ήχου αδύνατη, το Channel One μπορεί να καυχηθεί για κάτι
που κανένας άλλος σταθμός δεν μπορεί: “Για τη μη ‘’διάβρωση’’ του
ακροατηρίου του”. Το Channel One μπορεί σήμερα να περηφανευτεί ότι
διαθέτει πρόσβαση σε 12.000 σχολεία και σε περίπου οχτώ εκατομμύρια
μαθητές». (σελ. 130).
Από
κει και πέρα, το πεδίο των εταιρικού ανταγωνισμού μέσα στα σχολεία
φαίνεται απεριόριστο: «Η εταιρεία Cover Concepts πουλά έξυπνες
διαφημίσεις που φιγουράρουν σε περιτυλίγματα βιβλίων 30.000 σχολείων των
ΗΠΑ, τα οποία οι δάσκαλοι και οι καθηγητές τα προτιμούν αντί για τα
πλαστικά περιτυλίγματα ή τα ασημόχαρτα. Ενώ όταν φτάνει η ώρα του
γεύματος, ακόμη περισσότερες διαφημίσεις κατακλύζουν τα μενού, σε πολλά
σχολεία. Το 1997, η Twentieth Century-Fox κατάφερε να πλασάρει προϊόντα
σε καφετέριες σαράντα δημοτικών σχολείων των ΗΠΑ, με τα ονόματα των
χαρακτήρων της ταινίας της Αναστασία.
Έτσι, οι μαθητές μπορούσαν να φάνε “Ρασπούτιν Μπάρμπεκιου” και
“Φιστικοβούτυρο Ντιμίτρι”. Σε ανάλογες κινήσεις προώθησης σχολικών μενού
προχώρησαν και η Disney με την Kellogg’s μέσω της School Marketing,
μιας εταιρείας που αυτοαποκαλείται “διαφημιστική αντιπροσωπία σχολικών
γευμάτων”. (σελ. 130).
Η
Κλάιν θα δώσει κι άλλα στοιχεία: «Σε μια συμφωνία που τη δεκαετία του
1980 ήταν ακόμη αδιανόητη, εταιρείες όπως η McDonald’s και η Burger King
στήνουν σήμερα κιόσκια μέσα στις αίθουσες σίτισης των μαθητών και
διαφημίζουν τα μενού τους σε ολόκληρο το χώρο των σχολείων. Η Subway
προμηθεύει με σάντουιτς 767 σχολεία, η Pizza Hut μονοπωλεί την αγορά σε
περίπου 4.000 σχολεία, κι ένας εκπληκτικός αριθμός 20.000 σχολείων
συμμετέχει στη “σειρά προϊόντων παγωμένων μπουρίτος” της Taco Bells».
(σελ. 131).
Βεβαίως,
στα εταιρικά προϊόντα δεν έχουν πρόσβαση όλοι οι μαθητές: «Αφού οι
μεγάλες αλυσίδες των φαστφουντάδικων δεν αποδέχονται κουπόνια από παιδιά
που εντάσσονται στο ομοσπονδιακό πρόγραμμα γευμάτων και τα φαγητά τους
προσφέρονται συνήθως στη διπλάσια τιμή απ’ ό,τι τα κουπόνια στα σχολικά
κυλικεία, τα παιδιά των φτωχών οικογενειών παραμένουν “κολλημένα” στο…
μυστηριώδες άσημο κρέας, σε αντίθεση με τους πλουσιότερους συμμαθητές
τους οι οποίοι γευματίζουν με Pizza Hut και Big Macs. Τα φτωχά παιδιά
μάλιστα δεν μπορούν να προσδοκούν ούτε την ημέρα που τα κυλικεία των
σχολείων θα προσφέρουν πίτσα και τσίζμπεργκερ, γιατί πολλά σχολεία έχουν
υπογράψει συμφωνίες με τις αλυσίδες, οι οποίες τους απαγορεύουν να
σερβίρουν “παραλλαγές” των προϊόντων των φαστφούντ: Τα ανώνυμα μπέργκερ
φαίνεται ότι προκαλούν “αθέμιτο ανταγωνισμό”». (σελ. 131).
Και
φυσικά, οι εταιρείες αναψυκτικών δε θα μπορούσαν να μείνουν απ’ έξω:
«Στις ΗΠΑ όπως και στον Καναδά, τα διοικητικά συμβούλια πολλών σχολείων
έχουν προσφέρει αποκλειστικά δικαιώματα πωλήσεων στην Pepsi-Cola
Company, σε αντάλλαγμα για συνολικά εφάπαξ ποσά που δεν αποκαλύπτονται.
Κι αυτό που η Pepsi διαπραγματεύεται σε αντάλλαγμα ποικίλλει από τη μια
σχολική περιφέρεια στην άλλη. Στο Τορόντο έχει αναλάβει να γεμίσει 560
δημόσια σχολεία με τα αυτόματα μηχανήματά της, να μπλοκάρει τις πωλήσεις
της Coke και άλλων ανταγωνιστών και να μοιράζει “Pepsi Achievement
Awards” (“Βραβεία Επιτευγμάτων της Pepsi”) και άλλα καλούδια στολισμένα
με το λογότυπό της». (σελ. 131).
Και
η Κλάιν συνεχίζει: «Σε κοινότητες όπως η Καϊούγκα του Οντάριο μάλιστα,
που είναι μια αγροτική πόλη η οποία καλλιεργεί καπνό, η Pepsi έχει
αγοράσει το δικαίωμα να επωνυμοποιεί ολόκληρα σχολεία. “Pepsi – Επίσημο
Αναψυκτικό του Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης της Καϊούγκα”, γράφει το
τεράστιο πανό πλάι στο δρόμο. Ενώ στο Γυμνάσιο του Σάουθ Φορκ στη
Φλόριντα, ισχύει μια πολύ πιεστική συμφωνία: Το σχολείο διαθέτει ειδική
ρήτρα στο συμβόλαιό του με την Pepsi, η οποία το υποχρεώνει να
“καταβάλλει τις μεγαλύτερες δυνατές προσπάθειες για να μεγιστοποιεί όλες
τις ευκαιρίες πώλησης των προϊόντων της Pepsi-Cola”». (σελ. 131 – 132).
Το
ζήτημα όμως πηγαίνει ακόμη πιο μακριά. Στόχος των εταιρειών δεν είναι
απλά η διαφήμιση ή το μονοπώλιο των προϊόντων τους μέσα στους σχολικούς
χώρους, αλλά η ίδια η συμμετοχή των μαθητών στις διαφημιστικές τους
καμπάνιες. Πραγματώνοντας αυτό που ονομάζουμε βιωματική μάθηση
απασχολούν διδακτικές ώρες διαμορφώνοντας τα καταναλωτικά γούστα των
μαθητών με εργασίες που αφορούν την προώθηση των εταιρικών προϊόντων.
Η
Κλάιν αναφέρει: «Το Channel One, μάλιστα, προωθεί το πρότυπο έρευνας
αγοράς ακόμη μακρύτερα, στρατολογώντας πολύ συχνά “συνεργάτες” δασκάλους
και καθηγητές για να πραγματοποιήσουν μαθήματα στα οποία οι μαθητές
καλούνται για να καταστρώσουν μια καινούρια διαφημιστική καμπάνια για τη
Snapple ή να σχεδιάσουν ξανά τα μηχανήματα αυτόματης πώλησης της Pepsi.
Σε πολλά λύκεια της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες οι μαθητές
επινόησαν τηλεοπτικά διαφημιστικά σποτάκια τριάντα δευτερολέπτων για τις
καραμέλες φρούτων Starburst, ενώ μαθητές του Κολοράντο Σπρινγκς
φιλοτέχνησαν διαφημίσεις της Burger King για να τις αναρτήσουν στα
σχολικά λεωφορία τους. Ολοκληρωμένες εργασίες παρόμοιας υφής
παραδίδονται στις εταιρείες και οι καλύτερες ανάμεσά τους κερδίζουν
βραβεία ή υιοθετούνται από τις εταιρείες – σ’ ένα διαγωνισμό που
χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από το επιδοτούμενο από τους
φορολογούμενους εκπαιδευτικό σύστημα». (σελ. 135).
Οι
εταιρείες προβαίνουν στη γνωστή τακτική: «Έχοντας βρει την αφορμή που
γύρευαν, οι μάνατζερ των επωνυμίων κάνουν τώρα ό,τι έκαναν και παλιότερα
με τη μουσική, τον αθλητισμό και τη δημοσιογραφία έξω από τα σχολεία:
Προσπαθούν να συντρίψουν τον οικοδεσπότη τους, για να τραβήξουν πάνω
τους τα φώτα της δημοσιότητας. Αγωνίζονται έτσι ώστε οι φίρμες τους να
γίνουν όχι τα επιπρόσθετα στοιχεία αλλά το ίδιο το αντικείμενο
εκπαίδευσης, και όχι ένα προαιρετικό μάθημα αλλά η ίδια η διδακτέα ύλη».
(σελ. 129).
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα των εταιρικών διαθέσεων είναι ένα βιβλίο μαθηματικών για την
έκτη τάξη: «Επρόκειτο για το βιβλίο των μαθηματικών της έκτης τάξης, το
οποίο έβριθε από αναφορές και φωτογραφίες πασίγνωστων επώνυμων
προϊόντων: παπουτσιών της Nike, φαγητών της McDonald’s και ποτών της
Gatorade. Σε μια περίπτωση, ένα πρόβλημα δίδασκε τους μαθητές πώς να
υπολογίσουν τη διάμετρο του κύκλου μέσω ενός μπισκότου Oreo. Κι όπως
ήταν αναμενόμενο, οι οργανώσεις των γονέων έγιναν έξαλλες μ’ αυτό το
πόνημα-σταθμό στην εμπορευματοποίηση της παιδείας. Όπως φαινόταν, είχαν
να κάνουν μ’ ένα βιβλίο γεμάτο πληρωμένες διαφημίσεις». (σελ. 227).
Η
Κλάιν θα παραθέσει και την εξήγηση που έδωσαν οι υπεύθυνοι για τη
συγγραφή αυτού του σχολικού βιβλίου: «… ο οίκος McGraw-Hill, που εξέδωσε
το βιβλίο, επέμεινε ότι οι επικριτές είχαν αντιληφθεί εσφαλμένα τα
πράγματα. “Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να μπούμε μέσα σε ό,τι
οι άνθρωποι θεωρούν οικείο, ώστε να δουν ότι, ιδού, και τα μαθηματικά
είναι εδώ, μέσα στον κόσμο”, εξήγησε η Πατρίσια Σ. Ουίλσον, μια από τις
συγγραφείς του βιβλίου. Οι αναφορές στα επωνύμια δεν ήταν πληρωμένες
διαφημίσεις, είπε, αλλά μια προσπάθεια να μιλήσουμε στους μαθητές με το
δικό τους τρόπο αναφοράς και τη γλώσσα που χρησιμοποιούν – μ’ άλλα
λόγια, να τους απευθυνθούμε στη γλώσσα των επωνυμίων». (σελ. 227).
Μεγάλο
ενδιαφέρον έχει και το επεισόδιο με την Coca Cola: «Ίσως το πιο αισχρό
επεισόδιο αυτών των πειραμάτων να συνέβη το 1998, όταν η Coca Cola
διοργάνωσε ένα διαγωνισμό ζητώντας από πολλά σχολεία να επινοήσουν μια
στρατηγική διανομής κουπονιών της εταιρείας στους μαθητές. Το σχολείο
που θα επινοούσε την καλύτερη στρατηγική προώθησης της εταιρείας θα
κέρδιζε 500 δολάρια. Το λύκειο Γκρίνπραϊαρ του Έβανς, στην Τζόρτζια,
πήρε το διαγωνισμό πολύ στα σοβαρά, αναγορεύοντας μια μέρα του Μαρτίου
σε επίσημη Ημέρα της Coca Cola, και απαιτώντας από όλους τους μαθητές να
έρθουν στο σχολείο φορώντας μπλουζάκια με το λογότυπο της Coca Cola, να
σχηματίσουν με τα σώματά τους στο έδαφος της λέξη Coke, να ποζάρουν για
φωτογραφία στο συγκεκριμένο σχηματισμό, να παρευρεθούν σε διαλέξεις που
θα έδιναν στελέχη της Coca Cola, και να μάθουν στις τάξεις τους τα
πάντα γύρω από το μαύρο αφρίζον ποτό». (σελ. 136).
Η
ιστορία όμως έχει και συνέχεια: «Όλα ήταν παραδεισένια, μέχρις ότου η
γυμνασιάρχισσα παρατήρησε ότι, κάνοντας μια πράξη ειδεχθούς προκλητικής
περιφρόνησης, ένας δεκαεννιάχρονος μαθητής ονόματι Μάικ Κάμερον είχε
φτάσει στο σχολείο φορώντας μπλουζάκι με το λογότυπο της Pepsi». (σελ.
136).
Η
πρόκληση ήταν μεγάλη: «Ο μαθητής αποβλήθηκε αμέσως. “Ξέρω ότι ακούγεται
άσχημο – μαθητής αποβλήθηκε επειδή την Ημέρα της Coke φορούσε μπλουζάκι
Pepsi”, είπε η γυμνασιάρχισσα Γκλόρια Χάμιλτον. “Πραγματικά θα
μπορούσαμε να τον συγχωρέσουμε… αν όλη η ιστορία διαδραματιζόταν μεταξύ
μας, αλλά στο σχολείο βρισκόταν ο περιφερειακός πρόεδρος της εταιρείας
και πολλοί άνθρωποι είχαν έρθει με το αεροπλάνο από την Ατλάντα για να
μας τιμήσουν στην εκδήλωσή μας ως ομιλητές για κάποια αγαθά. Οι μαθητές
μας γνώριζαν πολύ καλά πως είχαμε προσκεκλημένους”». (σελ. 136).
Όμως,
ο πιο σκληρός χώρος του εταιρικού ανταγωνισμού είναι τα γυμναστήρια: «…
δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον Καναδά, οι
σκληρότερες μάχες για την εμπορική εκμετάλλευση διεξάγονται στα
γυμναστήρια των λυκείων και στις αθλητικές συναντήσεις των
πανεπιστημίων». (σελ. 132).
Και
τα πράγματα γίνονται συγκεκριμένα: «Οι καλύτερες ομάδες μπάσκετ των
λυκείων έχουν συνάψει συμφωνίες επιχορήγησης από τη Nike και την Adidas,
εταιρείες οι οποίες “στολίζουν” τους εφήβους με το σήμα της Nike,
παπούτσια γεμάτα ρίγες, φόρμες και αθλητικούς σάκους. Σε πανεπιστημιακό
επίπεδο, Nike έχει συνάψει συμφωνίες χρηματοδότησης με περισσότερα από
διακόσια αθλητικά τμήματα πανεπιστημιουπόλεων στις ΗΠΑ και με δώδεκα
στον Καναδά. Όποιος γνωρίζει, όποιος κατέχει την αθλητική πραγματικότητα
των πανεπιστημίων, η συμφωνία που συνάπτει η Nike είναι η ίδια με
όλους, και της δίνει το δικαίωμα να επωνυμιοποιεί με το σήμα της φόρμες,
αθλητικά είδη, επίσημα πανεπιστημιακά εμπορεύματα και ρουχισμό, τις
θέσεις των σταδίων και, το πιο σημαντικό, διαφημιστικά πανό που
φιγουράρουν μπροστά στις κάμερες οι οποίες μαγνητοσκοπούν για λογαριασμό
της τηλεόρασης τα παιχνίδια υψηλού επιπέδου». (σελ. 132 – 133).
Και
βέβαια, υπάρχουν και αμοιβές: «… από τη στιγμή που οι φοιτητές-παίκτες
στον ερασιτεχνικό αθλητισμό δεν πληρώνονται, αυτοί που λαμβάνουν τα
χρήματα από τις εταιρείες είναι οι προπονητές. Αυτοί ντύνουν τις ομάδες
τους με τους σωστούς λογότυπους, και τα ποσά που διακυβεύονται είναι
τεράστια. Σε κορυφαία πανεπιστήμια όπως το Ντιουκ και το Πανεπιστήμιο
της Βόρειας Καρολίνας, η Nike καταβάλλει στους προπονητές αμοιβή ίση με
1,5 εκατομμύριο δολάρια, ποσό που κάνει τους κανονικούς μισθούς τους να
φαντάζουν απλή ένδειξη εκτίμησης». (σελ. 132 – 133).
Το
σίγουρο είναι ότι ούτε ο πλουραλισμός ούτε η κριτική σκέψη αρέσει στις
εμπορικές διαθέσεις της εταιρικής εκπαίδευσης. Ο καταναλωτής δε
διαμορφώνεται με τέτοια πρότυπα. Από παιδαγωγική άποψη, ο Πωλ Γκούντμαν
στο βιβλίο του «Κριτική της Κατεστημένης Παιδείας» αναφέρει: «Η
εκπαίδευση πρέπει να ενισχύει την ανεξάρτητη σκέψη κι έκφραση και όχι
τον κομφορμισμό. Για να αντισταθμίσουμε λόγου χάρη τα μαζικά μέσα
ενημέρωσης, είναι υπέρτατη κοινωνική ανάγκη, ανάγκη πραγματικά
συνταγματική, να προασπίσουμε την ελευθερία χιλιάδων άλλων ανεξάρτητων
μέσων: των τοπικών εφημερίδων, των ανεξάρτητων ραδιοσταθμών, των μικρών
περιοδικών, των μικρών θεάτρων. Όλα αυτά, κάτω από επαγγελματική
καθοδήγηση, μπορούν να δώσουν σημαντικές ευκαιρίες για την απασχόληση
και τη μόρφωση των εφήβων από πνευματική άποψη και από άποψη ταλέντου».
(σελ. 78).
Η
πολυφωνία του Γκούντμαν κρίνεται αναχρονιστική. Αυτό που προέχει είναι η
καταναλωτική διαπαιδαγώγηση που θα εξασφαλίσει τα κέρδη των εταιρειών.
Από την πλευρά της η Viviane Forrester στο βιβλίο «Η Οικονομική Φρίκη»
φαίνεται να έχει ειρωνική διάθεση: «Για το μεγάλο πλήθος απομένει ένας
τελευταίος ρόλος, πολύ σημαντικός: ο ρόλος των καταναλωτών. Ο ρόλος
αυτός ταιριάζει στον καθένα. Δε συμβαίνει π.χ., ακόμα και οι πιο
εξαθλιωμένοι να φάνε κάποτε ζυμαρικά με διάσημα ονόματα, που είναι πολύ
πιο σεβαστά από τα ονόματα των ίδιων των εξαθλιωμένων; Ζυμαρικά που
παίζουν στο Χρηματιστήριο. Δεν είμαστε όλοι δυνητικοί δημιουργοί αυτής
της “ανάπτυξης” που υποτίθεται ότι θα περιέχει όλες τις λύσεις;» (σελ.
213).
Και
συμπληρώνει στον ίδιο τόνο: «Η κατανάλωση, το τελευταίο καταφύγιό μας. Η
τελευταία χρησιμότητά μας. Είμαστε ακόμα καλοί γι’ αυτό το ρόλο των
απαραίτητων πελατών της “ανάπτυξης” που εξυμνείται τόσο πολύ, που είναι
τόσο επιθυμητή, που παρουσιάζεται ως το τέλος όλων των δεινών, που
αναμένεται με τέτοιο πυρετό. Να κάτι που θα πρέπει να μας καθησυχάζει!»
(σελ. 214).
Από
την πλευρά του, ο Τζεφ Μάλγκαν στο βιβλίο «Αλληλένδεση, η ευθύνη, η
ελευθερία, οι επιχειρήσεις και η εξουσία στον αιώνα που ανατέλλει» δεν
έχει διάθεση για ειρωνείες: «Στο παρελθόν στόχος της εκπαίδευσης ίσως
ήταν να ανακαλύψει τη γνώση, να αγγίξει τη σοφία ή να αναπτύξει έναν
ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Σήμερα η κυρίαρχη επιχειρηματολογία εκείνων που
διαμορφώνουν πολιτικές εντοπίζεται στο σχεδιασμό εκπαιδευτικών
συστημάτων που να μπορούν να καλλιεργήσουν εμπορεύσιμες δεξιότητες και
ικανότητες». (σελ. 79).
Για
να ολοκληρώσει: «Τα πιο επιθυμητά προσόντα δεν είναι η αφοσίωση ή η
δέσμευση, αλλά μάλλον η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα και η προθυμία να
“πουλήσει” κανείς τον εαυτό του». (σελ. 79). Κι αυτή είναι ίσως η πιο
απαισιόδοξη αλήθεια του σύγχρονου κόσμου. Σε τελική ανάλυση, οι μαθητές
μαθαίνουν ότι όλα είναι εμπορεύσιμα. Και οι γνώσεις που θα αποκτήσουν
είναι το κύριο εμπόρευμα. Γι’ αυτό πρέπει να έχουν αξία εμπορική, για να
μπορέσουν να τις πουλήσουν αργότερα. Οι νόμοι της αγοράς πρέπει να
είναι ξεκάθαροι στους μαθητές. Και οι νόμοι της αγοράς είναι οι νόμοι
των εταιρειών.
Ο
Πασκάλ Μπρυκνέρ στο βιβλίο του «Η Μελαγχολική Δημοκρατία επικαλείται την
άποψη του Ζιλμπέρ Κοντ: «… ένα παλιό μέλος του Ανώτερου Τηλεοπτικού
Συμβουλίου, ο Ζιλμπέρ Κοντ, γράφει μιλώντας για τα μαζικά μέσα: “Ο
διαφημιστικός βομβαρδισμός, οι εμπορικές δολοπλοκίες μεταμφιεσμένες σε
παιχνίδια κάθε είδους, πλήττουν το λαό κατευθείαν στην ψυχή, όπως σε
άλλες εποχές τα ξένα στρατεύματα έπληξαν τη χώρα”». (σελ. 132).
Η
Ναόμι Κλάιν θα προχωρήσει και στην εμπορευματοποίηση των πανεπιστημίων:
«Όταν τα μεγάλα επωνύμια έφτασαν στις πανεπιστημιουπόλεις, έφεραν μαζί
τους τις δικές τους περήφανες αξίες που προβάλλονταν ως άριστες και
εισήγαγαν στις σχολές νέες ιδέες, όπως ο έλεγχος του εταιρικού ίματζ, η
πανταχού παρουσία του λογότυπου, οι ευκαιρίες επέκτασης των επωνυμίων
και η με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο προστασία των εμπορικών μυστικών.
Κι αυτή η σύγκρουση των προσταγών της ακαδημαϊκής ζωής με τις προσταγές
της επωνυμιοποίησης πολλές φορές αποδεικνύεται δυσάρεστη». (σελ. 137).
Η
Κλάιν θα φέρει ένα παράδειγμα: «Στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής
Κολομβίας, για παράδειγμα, οι φοιτητές απέτυχαν ν’ ανακαλύψουν τι
περιλαμβανόταν μέσα στο κείμενο της συμφωνίας μεταξύ της σχολής τους και
της Coca Cola Company. Κι αυτό γιατί, παρά το γεγονός ότι το
συγκεκριμένο πανεπιστήμιο συνιστά οργανισμό που χρηματοδοτείται από το
δημόσιο, η παραπάνω εταιρεία παραγωγής αναψυκτικών ζήτησε το ποσό που
κατέβαλε για τα δικαιώματα των πωλήσεών της να παραμείνει μυστικό, για
λόγους εταιρικού ανταγωνισμού». (σελ. 137 – 138).
Όμως,
το θέμα έχει κι άλλες διαστάσεις. Η Κλάιν αναφέρει: «Για παράδειγμα, σε
ένα πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Κεντ – και μια από τις
πανεπιστημιουπόλεις στις οποίες η Coca Cola έχει αποκλειστικά δικαιώματα
πωλήσεων – μέλη της Διεθνούς Αμνηστίας συνηγόρησαν υπέρ του μποϊκοτάζ
στο συγκεκριμένο αναψυκτικό, επειδή η Coca Cola είχε δοσοληψίες με τους
έκπτωτους δικτάτορες της Νιγηρίας. Τον Απρίλιο του 1998 μάλιστα, οι
ακτιβιστές κατέθεσαν μια αίτηση ρουτίνας στο φοιτητικό τους συμβούλιο,
προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η προσέλευση στο πανεπιστήμιο ενός
εκπροσώπου του Ελεύθερου Νιγηριανού Κινήματος, ο οποίος θα μιλούσε για
τα ανθρώπινα δικαιώματα». (σελ. 139).
Τα
πράγματα δεν ήταν ευχάριστα: «“Θα μιλήσει αρνητικά για την Coca Cola;”
ρώτησε ένα μέλος του συμβουλίου. “Γιατί η Coca Cola κάνει πολλά θετικά
πράγματα για την πανεπιστημιούπολή μας, όπως το να ενισχύει τις διάφορες
οργανώσεις και τον αθλητισμό”. Οι αντιπρόσωποι της Διεθνούς Αμνηστίας
απάντησαν ότι ο ομιλητής θα είχε πράγματι να κάνει κάποια αρνητικά
σχόλια σχετικά με την ανάμειξη της εταιρείας στη Νιγηρία, και η
χρηματοδότηση της εκδήλωσης απορρίφθηκε». (σελ. 139).
Υπάρχουν
κι άλλες περιπτώσεις όπου η ισχύς των εταιρειών κατάφερε να φιμώσει
φοιτητικές εκδηλώσεις: «Αυτά είναι βέβαια ακραία παραδείγματα του πώς οι
εταιρικές συμφωνίες χορηγίας αναδιαμορφώνουν κάποιες από τις
θεμελιώδεις αξίες των δημόσιων πανεπιστημίων, συμπεριλαμβανομένης της
οικονομικής διαφάνειας και του δικαιώματος ν’ αρχίσει διάλογος και
ειρηνική διαμαρτυρία για οποιοδήποτε θέμα μέσα στις πανεπιστημιουπόλεις.
Αλλά και τα λιγότερο εμφανή αποτελέσματα των εταιρικών παρεμβάσεων
είναι εξίσου ενοχλητικά. Πολλοί καθηγητές μιλούν για την αργή προέλαση
της νοοτροπίας των εμπορικών κέντρων, υποστηρίζοντας ότι όσο
περισσότερες πανεπιστημιουπόλεις συμπεριφέρονται και μοιάζουν με
εμπορικά κέντρα, τόσο πιο πολλοί φοιτητές συμπεριφέρονται σαν
καταναλωτές». (σελ. 140).
Τα
χειρότερα έρχονται από την εμπλοκή των εταιρειών στην πανεπιστημιακή
έρευνα: «Σε ολόκληρο τον κόσμο πλέον, οι πανεπιστημιουπόλεις προσφέρουν
τις ερευνητικές τους εγκαταστάσεις, μαζί με την ανεκτίμητη ακαδημαϊκή
αξιοπιστία τους, στα επωνύμια, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν όπως
νομίζουν. Και σήμερα, στη Βόρεια Αμερική, οι συνεργασίες εταιρειών με τα
πανεπιστήμια στον τομέα της έρευνας χρησιμοποιούνται για τα πάντα: για
το σχεδιασμό νέων πατινιών της Nike, για την ανάπτυξη πιο
αποτελεσματικών τεχνικών εξόρυξης πετρελαίου από τη Shell, για την
εκτίμηση της σταθερότητας της ασιατικής αγοράς για λογαριασμό της
Disney, για τη διερεύνηση των απαιτήσεων των καταναλωτών προκειμένου να
αναβαθμιστεί η επικοινωνία της Bell, ακόμη και για τον υπολογισμό της
σχετικής αξίας του φαρμάκου κάποιας φίρμας, σε σύγκριση με κάποιο άλλο
ανώνυμο. Αυτά είναι μερικά παραδείγματα». (σελ. 140 – 141).
Η
κατάσταση που δημιουργείται, πέρα από την προβληματική ότι η
πανεπιστημιακή έρευνα βρίσκεται υπό την ομηρία των εταιρειών, οι οποίες
τη στρέφουν σε ό,τι είναι κερδοφόρο κι όχι σε ό,τι είναι πραγματικά
αναγκαίο για την κοινωνία (και το άχρηστο μπορεί να είναι κερδοφόρο),
ενέχει και τον κίνδυνο της εταιρικής παρέμβασης προς απόκρυψη των
αποτελεσμάτων, όταν δεν κρίνονται ευνοϊκά.
Η
περίπτωση της Δρ Ντονγκ είναι αρκούντως αποκαλυπτική: «Η έρευνα της Δρ
Ντονγκ συνέκρινε την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου του θυρεοειδούς,
Synthroid, με το ανώνυμο φάρμακο κάποιου ανταγωνιστή. Η εταιρεία έλπιζε
ότι η έρευνα θα αποδείκνυε πως το πολύ ακριβότερο δικό της φάρμακο ήταν
καλύτερο, ή τουλάχιστον ουσιαστικά διαφορετικό από το ανώνυμο – μια
αξίωση η οποία, αν νομιμοποιούνταν από την έρευνα ενός αξιοσέβαστου
πανεπιστημίου, θα αύξαινε τις πωλήσεις του Synthroid. Η Δρ Ντονγκ, όμως,
ανακάλυψε εντελώς το αντίθετο. Τα δύο φάρμακα ήταν ισοδύναμα από
βιολογικής πλευράς, γεγονός που αντιπροσώπευε τη δυνάμει εξοικονόμηση
365 εκατ. δολαρίων το χρόνο από τα οχτώ εκατομμύρια Αμερικανούς οι
οποίοι λάμβαναν το γνωστό φάρμακο, και τη δυνάμει απώλεια για την Boots
600 εκατ. δολαρίων (τα έσοδα από το Synthroid)». (σελ. 141).
Όπως
ήταν φυσικό, μια τέτοια δημοσίευση δε θα μπορούσε να περάσει εύκολα:
«Όταν τα συμπεράσματα της Δρ Ντονγκ εξετάστηκαν και από τους συναδέλφους
της, προτάθηκαν για δημοσίευση στο Journal of the American Medical Association
στις 25 Ιανουαρίου 1995. Αλλά την τελευταία στιγμή, η Boots πέτυχε την
αναβολή της δημοσίευσης, υποδεικνύοντας μια ρήτρα στο συμβόλαιο
συνεργασίας της με το πανεπιστήμιο, η οποία της παρείχε το δικαίωμα βέτο
σε περίπτωση δημοσίευσης των αποτελεσμάτων της έρευνας. Και το
πανεπιστήμιο, φοβούμενο μια δαπανηρή δίκη εναντίον του, τάχθηκε με το
μέρος της εταιρείας: Το άρθρο για την έρευνα αποσύρθηκε. Μόνο όταν έγινε
γνωστή από τη Wall Street Journal ολόκληρη αυτή η ιστορία, η Boots
υποχώρησε, και η έρευνα δημοσιεύτηκε τελικά τον Απρίλιο του 1997, δύο
χρόνια αφότου είχε προγραμματιστεί». (σελ. 141).
Όμως,
υπάρχουν και χειρότερα: «Το 1998, μια παρόμοια περίπτωση συντάραξε το
Πανεπιστήμιο του Τορόντο και το πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Παίδων – μόνο
που αυτή τη φορά, η ερευνήτρια βρήκε ότι το φάρμακο που εξεταζόταν ίσως
να ήταν επιβλαβές για τους ασθενείς. Η Δρ Νάνσι Ολιβιέρι, διάσημη
επιστήμων και ειδήμων στην αιματολογική διαταραχή της θαλασσαιμίας, είχε
συνάψει συμβόλαιο έρευνας με τη γιγαντιαία φαρμακευτική Apotex. Η
εταιρεία ζητούσε από την Ολιβιέρι να εξετάσει την αποτελεσματικότητα της
ουσίας δεφεριπρόνη πάνω στους νεαρούς ασθενείς της. Όταν όμως η
Ολιβιέρι βρέθηκε προ ενδείξεων ότι σε μερικές περιπτώσεις το φάρμακο
ίσως να είχε ακόμη και απειλητικές για τη ζωή των ασθενών της
παρενέργειες, αποφάσισε να προειδοποιήσει τους ασθενείς, καθώς και να
αφυπνίσει την προσοχή και άλλων γιατρών στον τομέα της. Αποτέλεσμα ήταν η
Apotex να σταματήσει την έρευνα και να απειλήσει με δίωξη την Ολιβιέρι,
αν αυτή προέβαινε σε δημοσίευση των συμπερασμάτων της». (σελ. 142).
Η
συνέχεια έχει ως εξής: «Η Apotex υπέδειξε σχετικά μια ρήτρα μέσα στο
συμβόλαιο της έρευνας την οποία όλοι είχαν παραβλέψει και η οποία έδινε
στην εταιρεία το δικαίωμα να αποσιωπήσει τα αποτελέσματα της έρευνας επί
ένα χρόνο μετά τον τερματισμό της. Η Ολιβιέρι δεν υποχώρησε, δημοσίευσε
τα αποτελέσματα στο The New England Journal of Medicine,
και για άλλη μια φορά, η διοίκηση τόσο του πανεπιστημίου όσο και του
νοσοκομείου της απέτυχαν να προστατέψουν το απαραβίαστο της ακαδημαϊκής
έρευνας, η οποία διεξήχθη προς το δημόσιο συμφέρον. Εξακολουθώντας την
υβριστική πολιτική τους, τον Ιανουάριο του 1999 απέλυσαν την Ολιβιέρι
από την κορυφαία ερευνητική θέση της στο νοσοκομείο. (Ύστερα από μακρά
και δημόσια μάχη, η γιατρός επανήλθε τελικά στη θέση της)». (σελ. 142).
Η
Κλάιν θα παραθέσει κι ένα ακόμη περιστατικό εμπλοκής των εταιρειών σε
πανεπιστημιακά ερευνητικά προγράμματα: «Ίσως το πιο απογοητευτικό απ’
αυτά τα περιστατικά […] να αφορά την υπόθεση ενός αναπληρωτή καθηγητή
στο Πανεπιστήμιο Μπράουν του Ρόουντ Άιλαντ, ο οποίος εργαζόταν ως ιατρός
με ειδίκευση σε επαγγελματικές νόσους στο συνδεδεμένο με το
Πανεπιστήμιο Νοσοκομείο Μεμόριαλ, στο Ρόουντ Άιλαντ, στο Πουτάκετ. Ο Δρ
Ντέιβιντ Κερν είχε αναλάβει την υποχρέωση από μια τοπική υφαντουργική
βιομηχανία να διερευνήσει την εκδήλωση δύο κρουσμάτων πνευμονικής νόσου
τα οποία είχε παρακολουθήσει στο νοσοκομείο. Κατά τη διάρκεια της
έρευνάς του όμως ανακάλυψε κι άλλα έξι κρούσματα στο εργοστάσιο, το
οποίο αριθμούσε συνολικά 150 εργαζόμενους, ενώ η συχνότητα εμφάνισης της
νόσου στο γενικό πληθυσμό ήταν 1 προς 40.000». (σελ. 142).
Τα
παρατράγουδα αρχίζουν και πάλι, όταν έρχεται η ώρα της δημοσίευσης:
«Όπως ακριβώς η Δρ Ντονγκ και η Δρ Ολιβιέρι, έτσι και ο Δρ Κερν
ετοιμάστηκε να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα της έρευνάς του, αλλά τότε η
υφαντουργική βιομηχανία τον απείλησε με δίωξη, επικαλούμενη μια ρήτρα
στη συμφωνία με το πανεπιστήμιο, η οποία απαγόρευε τη δημοσίευση
“εμπορικών μυστικών”. Γι’ άλλη μια φορά δηλαδή, το πανεπιστήμιο και η
διεύθυνση του νοσοκομείου τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ της εταιρείας,
απαγορεύοντας στον Δρ Κερν να δώσει στη δημοσιότητα τα συμπεράσματά του
και κλείνοντας τη μονοπρόσωπη κλινική του στην οποία διεξήγαγε την
έρευνά του». (σελ. 142).
Η
Κλάιν θα πει τα πράγματα ως έχουν: «Το μόνο πράγμα που ξεφεύγει από τα
συνηθισμένα και στα τρία αυτά περιστατικά αποσιώπησης των αποτελεσμάτων
ερευνών είναι το ότι αναμείγνυαν ακαδημαϊκούς οι οποίοι είχαν τόσο την
προσωπική ακεραιότητα όσο και τη σκυλίσια επιμονή ν’ αμφισβητήσουν
δημόσια τους εταιρικούς “συνεργάτες” τους, όπως και τους ίδιους τους
εργοδότες τους – πράγμα που τελικά οδήγησε την αλήθεια να δει το φως της
δημοσιότητας μέσω του Τύπου. Το να βασίζεται όμως κανείς σε
ανθρώπους-σταυροφόρους για να προστατέψει την ακεραιότητα της
ακαδημαϊκής έρευνας δεν παρέχει απόλυτη βεβαιότητα σε όλες τις
περιπτώσεις». (σελ. 143).
Για
να συμπληρώσει: «Σύμφωνα με μια έρευνα του 1994 που διεξήχθη με θέμα
τις συνεργασίες της βιομηχανίας και των πανεπιστημίων των ΗΠΑ στον τομέα
της έρευνας, οι περισσότερες εταιρικές παρεμβάσεις πραγματοποιούνται
σιωπηλά και χωρίς καμιά διαμαρτυρία. Η έρευνα βρήκε ότι στο 35% των
περιπτώσεων οι εταιρείες διατηρούν το δικαίωμα να μπλοκάρουν τη
δημοσίευση συμπερασμάτων που δεν τις συμφέρουν, ενώ το 53% των
ακαδημαϊκών που ρωτήθηκαν συμφώνησε ότι “η δημοσίευση μπορεί να
αναβληθεί”». (σελ. 143).
Όποιος
έχει το χρήμα θέτει και τους όρους, κι όσο περισσότερο αφυδατώνεται η
παιδεία οικονομικά, τόσο πιο ευάλωτη γίνεται στις εταιρικές «προτάσεις».
Όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων. Το μόνο που μένει είναι η προσθήκη του
Μάικλ Μουρ στο βιβλίο «Ηλίθιοι Λευκοί»: «Πόση προτεραιότητα δίνουμε στην
εκπαίδευση στην Αμερική; Περιλαμβάνεται, φυσικά, στον κατάλογο
χρηματοδότησης – αλλά μόλις λίγο πιο πάνω από τους επιθεωρητές κρεάτων».
(σελ. 148).
NaomiKlein: «NoLogo», Εκδοτικός Οίκος Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2005.
Τζόελ Μπάκαν: «TheCorporation, το παθολογικό κυνήγι των εταιρειών για κέρδος και εξουσία», εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2007.
Τζεφ
Μάλγκαν: «Αλληλένδεση, Η ευθύνη, η ελευθερία, οι επιχειρήσεις και η
εξουσία στον αιώνα που ανατέλλει», εκδόσεις «Καστανιώτη», σειρά «Εξέλιξη
και Κοινωνικές Επιστήμες», Αθήνα 1999.
VivianeForrester: «Η Οικονομική Φρίκη», εκδόσεις «Νέα Σύνορα» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 1997.
Πωλ
Γκούντμαν: «Κριτική της κατεστημένης παιδείας, Υποχρεωτική
Δυσεκπαίδευση», εκδόσεις «Καστανιώτη», σειρά «Εκπαίδευση και Κοινωνία»,
Αθήνα 1977.
Μάικλ Μουρ: «Ηλίθιοι Λευκοί… και άλλες θλιβερές δικαιολογίες για την κατάσταση της Αμερικής», εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ», Αθήνα 2004.
Η εκροή μορφωμένων νέων από τη χώρα (το περίφημο «brain drain») είναι
ασφαλώς ένα πραγματικό κοινωνικό φαινόμενο και ένα σοβαρό πρόβλημα που
οφείλει και προσπαθεί η πολιτεία να αντιμετωπίσει.
Δεν έχει όμως τις τερατώδεις διαστάσεις που ορισμένοι συνειδητά ή ασυνείδητα κινδυνολογώντας του αποδίδουν. (Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών — του Κώστα Καλλωνιάτη*)
Έτσι στις 2/7/2016 η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» βασιζόμενη στην έκθεση
της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) για το 2015 έγραφε ότι «η κρίση έδιωξε
από την Ελλάδα μισό εκατομμύριο νέους επιστήμονες», ενώ στις 18/4/2017
βάσει μελέτης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας τόνιζε για τον «Διωγμό των
Μυαλών» πως 140.000 νέοι Ελληνες πτυχιούχοι ηλικίας 18 έως 30 ετών
έφυγαν στα 7 χρόνια των μνημονίων και 1 εκατομμύριο Ελληνες εγκατέλειψαν
συνολικά τη χώρα.
Επίσης στις 20/7/2016 η HuffPost Greece παρουσίαζε έρευνα της
Endeavor Greece σύμφωνα με την οποία οι Ελληνες που έφυγαν για το
εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης (2008-2016) ανέρχονται σε 350.000
και είναι κυρίως ανώτερης/ανώτατης εκπαίδευσης.
Η αλήθεια ωστόσο είναι εντελώς διαφορετική αφού ούτε 1 εκατομμύριο
Ελληνες εγκατέλειψαν τη χώρα, ούτε 350.000 ή 500.000 νέοι επιστήμονες
μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
Ας δούμε γιατί:
Η ΤτΕ μιλά για 427.000 ως ακαθάριστη ροή των μονίμως εξερχόμενων
Ελλήνων υπηκόων και για 223.000 ως ακαθάριστη εκροή νέων ηλικίας 25-39
την εξαετία 2008-2013, ενώ σημειώνει πως «δεν υπάρχει πλήρης σειρά
στοιχείων για την καθαρή εκροή».
Τα στοιχεία τα λαμβάνει από σχετικές εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, η οποία
όμως πρόσφατα δημοσίευσε και πλήρη σειρά στοιχείων για τους
εισερχόμενους μετανάστες οι οποίοι ανέρχονται στους 60 χιλιάδες ετησίως
την περίοδο 2008-2015 με την αντίστοιχη εκροή μεταναστών στις 87,5
χιλιάδες.
Με τη ροή εισερχόμενων μεταναστών σχετικά σταθερή και την εκροή να
αυξάνει ώς το 2012 και μετά να μειώνεται σταδιακά, μπορούμε συνεπώς να
έχουμε στοιχεία και για την καθαρή εκροή μεταναστών η οποία σωρευτικά
την περίοδο 2008-2017 ανέρχεται σε περίπου 300 χιλιάδες άτομα.
Ποιος είπε όμως ότι οι μετανάστες είναι όλοι Ελληνες; Σύμφωνα με την
Eurostat, για την τριετία 2013-2015 η κατανομή των εξερχόμενων
μεταναστών μεταξύ Ελλήνων και ξένων είναι κατά μέσον όρο 52-48%, ενώ
σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ η κατανομή των εισερχόμενων μεταναστών στην Ελλάδα
το 2015 ήταν αντίστοιχα περίπου 47-53%.
Συνεπώς, ακόμη κι αν υπολογίσουμε μόνο την ακαθάριστη εκροή
εξερχόμενων μεταναστών την περίοδο της κρίσης (2008-2015) οι Ελληνες δεν
υπερβαίνουν συνολικά τις 364.000 και βεβαίως δεν είναι όλοι τους
«μορφωμένοι νέοι».
Επειδή η «διαφυγή εγκεφάλων» αναφέρεται σε νέους μετανάστες με υψηλή
εκπαίδευση (πτυχίο και πάνω) και ενδεχομένως κάποια εργασιακή εμπειρία,
είναι λογικό να περιορίζεται στις ηλικίες 25-39 ετών.
Σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία οι Ελληνες εξερχόμενοι μετανάστες ήταν
την οκταετία 2008-2015 περίπου 310.000. Πόσοι από αυτούς ήταν όμως
Ελληνες και μάλιστα πτυχιούχοι δεν γνωρίζουμε ακριβώς.
Ο ΟΟΣΑ όμως εκτιμά πως το 60% των εξερχομένων από την Ελλάδα έχουν τουλάχιστον ένα πανεπιστημιακό πτυχίο (βλ Greece Policy Brief: Migration, March 2016).
Συνεπώς αν δεχτούμε ότι το 70% ήταν Ελληνες και εξ αυτών το 60% ήταν
υψηλής εκπαίδευσης/εξειδίκευσης, τότε η ακαθάριστη «διαφυγή εγκεφάλων»
την οκταετία 2008-2015 ήταν 130.000 περίπου.
Ωστόσο στο ίδιο διάστημα είχαμε και εισροή 480.000 μεταναστών στην Ελλάδα, εκ των οποίων οι 226.000 (το 47%) ήταν Ελληνες.
Δεδομένου ότι μόλις το 33% αφορά τις ηλικίες του brain drain,
μπορούμε να εκτιμήσουμε πως στη διάρκεια της οκταετίας 2008-2015 γύρω
στους 74.000 νέους Ελληνες επέστρεψαν στη χώρα τους.
Αν το 60% ήταν υψηλής εκπαίδευσης, τότε η επιστροφή εγκεφάλων αγγίζει
τις 44.000 και η καθαρή εκροή εγκεφάλων -η μόνη που ενδιαφέρει-
περιορίζεται στις 86.000.
Συνοψίζοντας, ακόμη κι αν εκτιμήσουμε -με βάση την τάση- τις ροές
μεταναστών και για τη διετία 2016-2017, η συνολική καθαρή εκροή
μεταναστών της δεκαετίας 2008-2017 δεν φτάνει το 1 εκατομμύριο, αλλά
περιορίζεται στις 300.000 με την καθαρή εκροή Ελλήνων μεταναστών να μην
ξεπερνά τις 200.000 και την πραγματική διαφυγή νεαρών εγκεφάλων να μην
υπερβαίνει τις 116.000 αντί του μισού εκατομμυρίου που απερίσκεπτα
προβάλλεται.
Σημειώνεται επίσης ότι, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το ποσοστό μετανάστευσης
Ελλήνων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο είναι χαμηλό (6%) σε σύγκριση με τις
περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. είναι 17,4% για την Ιρλανδία, 12,9%
για την Πορτογαλία και 15,5% για την Πολωνία).
Κατά συνέπεια, χωρίς καθόλου να θέλουμε να μειώσουμε τη σημασία της
βλάβης που υφίσταται η χώρα σε απώλεια πολύτιμου ανθρώπινου δυναμικού,
καλό είναι να μένουμε προσγειωμένοι στα πραγματικά νούμερα και τη διεθνή
πραγματικότητα αποφεύγοντας την ευκολία της υπερβολής. *Οικονομολόγος