Αποτελεί σπάνια και ίσως ανεπανάληπτη περίπτωση στα μουσικά δρώμενα του τόπου.
Ο Νίκος Ξυλούρης, που σαν σήμερα, το 1936, γεννήθηκε στην Κρήτη, είναι ίσως ο μόνος ερμηνευτής που ενώ ξεκίνησε την πορεία του και αναδείχτηκε ως πρωταγωνιστής στο χώρο του καθαρά παραδοσιακού τραγουδιού, κατάφερε να διαφοροποιηθεί από τους άλλους ομότεχνούς του, περνώντας σε λόγιες συνεργασίες και έντεχνες διαδρομές που έδρεψαν δάφνες καθολικής αναγνώρισης και αποδοχής.
Από τη φυγή του Νίκου Ξυλούρη έχουν περάσει τριάντα εννέα χρόνια. Όμως ο μύθος του παλικαριού με την στεντόρεια κι αισθαντική φωνή και την καθαρή ματιά δεν έπαψε ούτε στιγμή να φουντώνει και να θεριεύει στην καρδιά και την συνείδηση του κόσμου.
Ίσα-ίσα μέρα με τη μέρα, κι ενώ ο χρόνος αποκρυσταλλώνει τις σκέψεις και την κρίσεις, ο Κρητίκαρος τραγουδιστής, ολοένα και απλώνει πιο πλατειά τις ρίζες και τα χνάρια του, κάνοντας μας να μελαγχολούμε για την «ζωντανή» απουσία του.
Στον ουρανό χορεύουνε,
στον Άδη κάνουν γάμο,
και βγήκαν και καλούσανε
όλους του πικραμένους
Χριστέ να με καλούσανε…
Το παράπονο του αντρειωμένου λυράρη απ’ τ’ Ανώγεια ανατάραξε τον Ψηλορείτη. Και ο Θεός, ακούγοντας την παράκλησή του, έβαλε σημάδι κι έριξε τη σαΐτα του.
Ανακίνησε και διεύρυνε το ενδιαφέρον του κόσμου για το Κρητικό τραγούδι, το οποίο ανέκαθεν λειτουργούσε δυναμικά σαν ζωντανός πυρήνας, αλλά αναμφίβολα με την παρουσία του Νίκου Ξυλούρη αναβαθμίστηκε. Και να φανταστεί κανείς ότι οι «προκάτοχοί» του, ήταν -από κάθε άποψη- αληθινά μεγαθήρια: Σκορδαλός, Φουσταλιέρης, Μπαξεβάνης, Μουντάκης κ.α. Κι όμως ο μαθητής κατάφερε με σοβαρότητα να προεκτείνει και να διευρύνει το έργο τους.
Ο Nίκος Ξυλούρης έφυγε από την ζωή στις 8 Φεβρουαρίου του 1980, στις 4 το πρωί, σε ηλικία 44 χρόνων. Ο χαμός του βύθισε σε θλίψη όλη τη χώρα. Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος και ερμηνευτής, είχε ριζώσει βαθιά στις καρδιές του κόσμου. Η ξεχωριστή φωνή του -που μύριζε ύπαιθρο και ξερολιθιά, αλλά ταυτόχρονα έκρυβε στα πατήματα και τις αναπνοές της τα αρώματα της ποίησης του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου… - τα μεγάλα τραγούδια του, οι αγώνες του για δημοκρατία τον είχαν ήδη καταξιώσει στο Πάνθεον των αξέχαστων...
Αν στις μέρες μας το Κρητικό ιδίωμα, μέσα στο ευρύτερο έθνικ άκουσμα της Μεσογείου, εδραιώνεται στη παγκόσμια μουσική σκηνή αυτό οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στη φωνή και την προσωπικότητα του, του Νίκου Ξυλούρη, του Αρχάγγελου της Κρήτης, που άνοιξε δρόμους δύσβατους και στράτες απόμερες, πάνω στις οποίες βαδίζουν σήμερα οι νεότεροι εκπρόσωποί του.
Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης. Είναι το πρώτο αγόρι της οικογένειάς του. Τρία κορίτσια στη σειρά και μετά ο Νίκος, ο Ψαραντώνης, ο Γιάννης... Οι γονείς του Γιώργος και Ελευθερία δεν ασχολούνται με την μουσική. Ο παππούς του όμως, ο Νίκος, ήταν γνωστός και φημισμένος λυράρης στην Κρήτη. Είναι 5 χρονών όταν οι Γερμανοί κατακτητές καίνε τ’ Ανώγεια και μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα στο Μυλοπόταμο. Ο πατέρας του γίνεται αντάρτης. Θα επιστρέψουν στο χωριό τους μετά την απελευθέρωση. Σε ηλικία 12 ετών, ο πατέρας του, του αγόρασε την πρώτη του λύρα. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ένας από τους πιο περιζήτητους μουσικούς που καλούσαν σε γάμους, βαφτίσια, χορούς, χαρές...
Στα 17 του κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο «Κάστρο». Πηγαίνοντας στο Βενεράτο, ένα χωριό 18 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο, γνωρίζει την συντρόφισσα της ζωής του Ουρανία Μελαμπιανάκη. Στις 21 Μαίου του 1958 θα κλεφτούν αφού η Ουρανία προέρχονταν από ευκατάστατη οικογένεια και υπήρχε «κίνδυνος», ο πατέρας της να μην έδινε τη συγκατάθεσή του... Είναι δύσκολα χρόνια. Μαζί με τον αδελφό του Γιάννη γυρνούν στις γιορτές και στα πανηγύρια. Το Νοέμβρη του 1958 πραγματοποιεί τις πρώτες του ηχογραφήσεις. Η αμοιβή του για το Μια μαυροφόρα που περνά είναι 150 δραχμές. Το τραγούδι όμως ακούγεται αρκετά. Θα ακολουθήσουν κι άλλες επιτυχίες σε δίσκους 45 στροφών. Το 1960 γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Γιώργος που δυστυχώς δεν είναι κοντά μας. ΄Εξι χρόνια αργότερα θα ‘ρθεί και η Ρηνιώ.
Το 1966 συμμετέχει σε ένα διαγωνισμό Φολκλορικού Τραγουδιού στο Σαν Ρέμο, στην Ιταλία. Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύει στο εξωτερικό. Κερδίζει το πρώτο βραβείο αλλά η είδηση περνά στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων... Το 1969 τραγουδά την περίφημη Ανυφαντού που η απήχησή της «σπάει» τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο «Κονάκι» και τον Σεπτέμβριο εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα. Το καλοκαίρι του 1970 η γνωριμία του με τον Τάκη Β. Λαμπρόπουλο θα αποφέρει το συμβόλαιο συνεργασίας με την Columbia.
Όταν στις αρχές του ’70 πηγαίνει στην Κολούμπια είναι η εποχή που το «έντεχνο» τραγούδι, παρά την «απουσία» των Mίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, βρίσκεται σε μεγάλη ακμή, και ο πάντα ευρηματικός και πρωτοπόρος Λαμπρόπουλος θέλει να συνδέσει τον δημοτικό τραγουδιστή με τις μουσικές του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο Ξυλούρης όμως έχει άλλα σχέδια. Θέλει πρώτα να τραγουδήσει τα τραγούδια της πατρίδας του, τα Ριζίτικα, τον Ερωτόκριτο... και την μετά να ταξιδέψει στα μεστά ποτάμια του αληθινά έντεχνου τραγουδιού.
Έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδά - μαζί με την Μαρία Δημητριάδη - στο μεγάλο του δίσκο Χρονικό. Η εκπληκτική άρθρωσή του και το ιδιαίτερο χάρισμά που διαθέτει στην εκφορά του λόγου «περνούν» στις ψυχές και τα χείλη του κόσμου την ελειπτική και σουρεαλιστική γραφή του Κ. Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου) που υπογράφει τους στίχους. Στο Χρονικό συνυπάρχουν πρωτότυπα και δημιουργικά το «δημοτικό» με το «λαϊκό», το σύγχρονο με το παραδοσιακό, δίνοντας το στίγμα του Μαρκόπουλου για ένα νέο μουσικό «κίνημα» του οποίου είναι ο εμπνευστής.
Το 1971 κυκλοφορούν τα Ριζίτικα, σε ενορχήστρωση και επιμέλεια του Γιάννη Μαρκόπουλου με την εκφραστική και βροντερή φωνή του Ξυλούρη να δεσπόζει: Αγρίμια κι αγριμάκια μου, Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου, Κόσμε χρυσέ κ.α.. Το Πότε θα κάνει ξαστεριά γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα. Ο δίσκος θα βραβευθεί από την Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος. Το Μάιο του 1971, μαζί με τους Μαρκόπουλο, Μέμυ Σπυράτου, Δάφνη Ζούνη, εμφανίζεται στη μπουάτ «Λήδρα», Κέκροπος 12 στην Πλάκα. Η επιτυχία τους είναι πολύ μεγάλη. Η φωνή του Ξυλούρη, στην καρδιά της δικτατορίας γίνεται σημαία αντίστασης...
Το 1972 κυκλοφορεί η Ιθαγένεια με την εμπνευσμένη και πρωτοποριακή μουσική γραφή του Γιάννη Μαρκόπουλου σε «μαγικούς» στίχους Κ. Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου) στο ίδιο πνεύμα με το Χρονικό προεκτείνοντας και εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο το εγχείρημα του συνθέτη αλλά και όλων των συντελεστών. Ο Ξυλούρης γίνεται ο τελάλης και πραματευτής μια μουσικής επανάστασης που μπολιάζει το τραγούδι με παραδοσιακά αλλά και λόγια στοιχεία, με ένα λόγο ποταμό πλημμυρισμένο από μνήμες αλλά και όνειρα.
Το 1972 συνεργάζεται με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο άλμπουμ Διόνυσε καλοκαίρι μας. Θα συνεχίσουν μαζί στο θέατρο «Αθήναιον» όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη Το μεγάλο μας τσίρκο, με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα που θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Κι εκεί ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης. Τραγουδά κι εμψυχώνει τους φοιτητές, μένει μαζί τους, μοιράζεται το πρόχειρο φαγητό τους... Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται.
Το Πάσχα του 1974 βγαίνει η Συλλογή με παλαιότερα και καινούργια τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου. Εδώ περιλαμβάνονται τα υπέροχα: Πως να σωπάσω σε στίχους Κώστα Κινδύνη, Αυτόν τον κόσμο τον καλό σε στίχους Βασίλη Ανδρεόπουλου, Γειά σου χαρά σου Βενετιά και Παλικάρι στα Σφακιά σε στίχους Νίκου Γκάτσου και Ήτανε μια φορά σε στίχους Κώστα Φέρρη. Το τραγούδι αυτό ακουγόταν στην τηλεοπτική σειρά του Δημήτρη Ποντίκα και του Φέρρη Έμποροι των Εθνών.
Και στην μεταπολιτευτική περίοδο ο Νίκος Ξυλούρης θα έχει έντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα. Στο Καπνισμένο Τσουκάλι του Χρήστου Λεοντή σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: …Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί νά ’ναι κι από αίμα… Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα...
Το 1975 μετά το έντονο πέρασμά του στην λόγια δισκογραφία, επιστρέφει και πάλι στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο «προσωπικό» δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης με τίτλο Τα που θυμάμαι τραγουδώ. Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, με τον οποίο έχουν ήδη συνυπάρξει στα χαρακτηριστικά LP Τροπικός της Παρθένου και Ακολουθία, κυκλοφορεί σε πολυτελή έκδοση -με καλαίσθητο πολυσέλιδο ένθετο και εικαστική εικονογράφηση- ο Ερωτόκριτος, μία περιήγηση σε όλες τις μελωδικές καταγραφές του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Το 1977 κυκλοφορεί το δίσκο Τα Ερωτικά, όπου επιχειρεί να αποσυνδέσει την φωνή και την παρουσία του από τις πολιτικές μνήμες, ερμηνεύοντας τραγούδια «της ζωής, της χαράς, του κεφιού, του έρωτα» με «σύγχρονο» ήχο, σε ενορχήστρωση Κώστα Γανωσέλλη. Ο δίσκος σημείωσε - ίσως για τελευταία φορά στη διαδρομή του στη δισκογραφία - μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ο Νίκος Ξυλούρης ερμηνεύει λαϊκές στιγμές του Στέλιου Βαμβακάρη μαζί με παραδοσιακά κρητικά, ορισμένα εκ των οποίων που φέρουν την υπογραφή του Κώστα Μουντάκη.
Αρχίζει να νοιώθει τις πρώτες ενοχλήσεις στην υγεία του. Βήχας, πονοκέφαλοι... Δε δίνει σημασία και συνεχίζει το τραγούδι. Στις 12 Μαίου 1979 πηγαίνει στην Αμερική. Μαζί του είναι η γυναίκα του κι ο αδελφός του Γιάννης. Εκεί θα συναντήσει το φίλο και συμπαραστάτη του Σταύρο Ξαρχάκο, με τον οποίο ετοιμάζουν μία νέα δισκογραφική εργασία. Μαζί του είναι και όλη η Ελλάδα... Στις 5 Αυγούστου επιστρέφει και εγκαθίσταται στο Πόρτο Ράφτη, στο σπίτι του στενού του φίλου Ντίνου Δοξιάδη. Το Δεκέμβρη ταξιδεύει και πάλι στην Αμερική. Γυρνάει στην πατρίδα μετά από μία μόλις εβδομάδα. Αργοσβήνει...
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1980 εισάγεται στο Αντικαρκινικό Πειραιώς. Δυστυχώς δεν θα ξαναβγεί ζωντανός. Ξημερώματα Παρασκευής αφήνει την τελευταία του πνοή. Η αλησμόνητη Βίκυ Μοσχολιού με την οποία ο Ξυλούρης είχε τραγουδήσει σε συναυλίες του Ξαρχάκου στο Ηράκλειο και τα Ανώγεια θα δηλώσει: «Επρόκειτο να δουλέψουμε στο Δέλτα του Φαλήρου μαζί με τον Αντώνη Καλογιάννη. ΄Οταν ξεκινήσαμε τις πρόβες μου έλεγε ότι τον πόναγε το κεφάλι του. Τελικά αυτή η δουλειά δεν έγινε... Πιστεύω ότι με την ιδιαιτερότητα της φωνής του και με τα τραγούδια που έλεγε εκπροσωπούσε όχι μόνο την Κρήτη αλλά όλη την Ελλάδα. Πάντοτε θα τον θυμάμαι με αγάπη και θα έπρεπε να ακούγεται περισσότερο από τα ΜΜΕ γιατί η φωνή του είναι φως μέσα στο σκοτάδι, σ’ αυτό που δυστυχώς σήμερα έχει βυθιστεί το ελληνικό τραγούδι...».
Πηγή: ogdoo.gr
Στον ουρανό χορεύουνε,
στον Άδη κάνουν γάμο,
και βγήκαν και καλούσανε
όλους του πικραμένους
Χριστέ να με καλούσανε…
Το παράπονο του αντρειωμένου λυράρη απ’ τ’ Ανώγεια ανατάραξε τον Ψηλορείτη. Και ο Θεός, ακούγοντας την παράκλησή του, έβαλε σημάδι κι έριξε τη σαΐτα του.
Ανακίνησε και διεύρυνε το ενδιαφέρον του κόσμου για το Κρητικό τραγούδι, το οποίο ανέκαθεν λειτουργούσε δυναμικά σαν ζωντανός πυρήνας, αλλά αναμφίβολα με την παρουσία του Νίκου Ξυλούρη αναβαθμίστηκε. Και να φανταστεί κανείς ότι οι «προκάτοχοί» του, ήταν -από κάθε άποψη- αληθινά μεγαθήρια: Σκορδαλός, Φουσταλιέρης, Μπαξεβάνης, Μουντάκης κ.α. Κι όμως ο μαθητής κατάφερε με σοβαρότητα να προεκτείνει και να διευρύνει το έργο τους.
Ο Nίκος Ξυλούρης έφυγε από την ζωή στις 8 Φεβρουαρίου του 1980, στις 4 το πρωί, σε ηλικία 44 χρόνων. Ο χαμός του βύθισε σε θλίψη όλη τη χώρα. Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος και ερμηνευτής, είχε ριζώσει βαθιά στις καρδιές του κόσμου. Η ξεχωριστή φωνή του -που μύριζε ύπαιθρο και ξερολιθιά, αλλά ταυτόχρονα έκρυβε στα πατήματα και τις αναπνοές της τα αρώματα της ποίησης του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου… - τα μεγάλα τραγούδια του, οι αγώνες του για δημοκρατία τον είχαν ήδη καταξιώσει στο Πάνθεον των αξέχαστων...
Αν στις μέρες μας το Κρητικό ιδίωμα, μέσα στο ευρύτερο έθνικ άκουσμα της Μεσογείου, εδραιώνεται στη παγκόσμια μουσική σκηνή αυτό οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στη φωνή και την προσωπικότητα του, του Νίκου Ξυλούρη, του Αρχάγγελου της Κρήτης, που άνοιξε δρόμους δύσβατους και στράτες απόμερες, πάνω στις οποίες βαδίζουν σήμερα οι νεότεροι εκπρόσωποί του.
Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης. Είναι το πρώτο αγόρι της οικογένειάς του. Τρία κορίτσια στη σειρά και μετά ο Νίκος, ο Ψαραντώνης, ο Γιάννης... Οι γονείς του Γιώργος και Ελευθερία δεν ασχολούνται με την μουσική. Ο παππούς του όμως, ο Νίκος, ήταν γνωστός και φημισμένος λυράρης στην Κρήτη. Είναι 5 χρονών όταν οι Γερμανοί κατακτητές καίνε τ’ Ανώγεια και μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα στο Μυλοπόταμο. Ο πατέρας του γίνεται αντάρτης. Θα επιστρέψουν στο χωριό τους μετά την απελευθέρωση. Σε ηλικία 12 ετών, ο πατέρας του, του αγόρασε την πρώτη του λύρα. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ένας από τους πιο περιζήτητους μουσικούς που καλούσαν σε γάμους, βαφτίσια, χορούς, χαρές...
Στα 17 του κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο «Κάστρο». Πηγαίνοντας στο Βενεράτο, ένα χωριό 18 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο, γνωρίζει την συντρόφισσα της ζωής του Ουρανία Μελαμπιανάκη. Στις 21 Μαίου του 1958 θα κλεφτούν αφού η Ουρανία προέρχονταν από ευκατάστατη οικογένεια και υπήρχε «κίνδυνος», ο πατέρας της να μην έδινε τη συγκατάθεσή του... Είναι δύσκολα χρόνια. Μαζί με τον αδελφό του Γιάννη γυρνούν στις γιορτές και στα πανηγύρια. Το Νοέμβρη του 1958 πραγματοποιεί τις πρώτες του ηχογραφήσεις. Η αμοιβή του για το Μια μαυροφόρα που περνά είναι 150 δραχμές. Το τραγούδι όμως ακούγεται αρκετά. Θα ακολουθήσουν κι άλλες επιτυχίες σε δίσκους 45 στροφών. Το 1960 γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Γιώργος που δυστυχώς δεν είναι κοντά μας. ΄Εξι χρόνια αργότερα θα ‘ρθεί και η Ρηνιώ.
Το 1966 συμμετέχει σε ένα διαγωνισμό Φολκλορικού Τραγουδιού στο Σαν Ρέμο, στην Ιταλία. Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύει στο εξωτερικό. Κερδίζει το πρώτο βραβείο αλλά η είδηση περνά στα ψιλά γράμματα των εφημερίδων... Το 1969 τραγουδά την περίφημη Ανυφαντού που η απήχησή της «σπάει» τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο «Κονάκι» και τον Σεπτέμβριο εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα. Το καλοκαίρι του 1970 η γνωριμία του με τον Τάκη Β. Λαμπρόπουλο θα αποφέρει το συμβόλαιο συνεργασίας με την Columbia.
Όταν στις αρχές του ’70 πηγαίνει στην Κολούμπια είναι η εποχή που το «έντεχνο» τραγούδι, παρά την «απουσία» των Mίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, βρίσκεται σε μεγάλη ακμή, και ο πάντα ευρηματικός και πρωτοπόρος Λαμπρόπουλος θέλει να συνδέσει τον δημοτικό τραγουδιστή με τις μουσικές του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο Ξυλούρης όμως έχει άλλα σχέδια. Θέλει πρώτα να τραγουδήσει τα τραγούδια της πατρίδας του, τα Ριζίτικα, τον Ερωτόκριτο... και την μετά να ταξιδέψει στα μεστά ποτάμια του αληθινά έντεχνου τραγουδιού.
Έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδά - μαζί με την Μαρία Δημητριάδη - στο μεγάλο του δίσκο Χρονικό. Η εκπληκτική άρθρωσή του και το ιδιαίτερο χάρισμά που διαθέτει στην εκφορά του λόγου «περνούν» στις ψυχές και τα χείλη του κόσμου την ελειπτική και σουρεαλιστική γραφή του Κ. Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου) που υπογράφει τους στίχους. Στο Χρονικό συνυπάρχουν πρωτότυπα και δημιουργικά το «δημοτικό» με το «λαϊκό», το σύγχρονο με το παραδοσιακό, δίνοντας το στίγμα του Μαρκόπουλου για ένα νέο μουσικό «κίνημα» του οποίου είναι ο εμπνευστής.
Το 1971 κυκλοφορούν τα Ριζίτικα, σε ενορχήστρωση και επιμέλεια του Γιάννη Μαρκόπουλου με την εκφραστική και βροντερή φωνή του Ξυλούρη να δεσπόζει: Αγρίμια κι αγριμάκια μου, Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου, Κόσμε χρυσέ κ.α.. Το Πότε θα κάνει ξαστεριά γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα. Ο δίσκος θα βραβευθεί από την Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος. Το Μάιο του 1971, μαζί με τους Μαρκόπουλο, Μέμυ Σπυράτου, Δάφνη Ζούνη, εμφανίζεται στη μπουάτ «Λήδρα», Κέκροπος 12 στην Πλάκα. Η επιτυχία τους είναι πολύ μεγάλη. Η φωνή του Ξυλούρη, στην καρδιά της δικτατορίας γίνεται σημαία αντίστασης...
Το 1972 κυκλοφορεί η Ιθαγένεια με την εμπνευσμένη και πρωτοποριακή μουσική γραφή του Γιάννη Μαρκόπουλου σε «μαγικούς» στίχους Κ. Χ. Μύρη (ψευδώνυμο του Κώστα Γεωργουσόπουλου) στο ίδιο πνεύμα με το Χρονικό προεκτείνοντας και εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο το εγχείρημα του συνθέτη αλλά και όλων των συντελεστών. Ο Ξυλούρης γίνεται ο τελάλης και πραματευτής μια μουσικής επανάστασης που μπολιάζει το τραγούδι με παραδοσιακά αλλά και λόγια στοιχεία, με ένα λόγο ποταμό πλημμυρισμένο από μνήμες αλλά και όνειρα.
Το 1972 συνεργάζεται με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο άλμπουμ Διόνυσε καλοκαίρι μας. Θα συνεχίσουν μαζί στο θέατρο «Αθήναιον» όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη Το μεγάλο μας τσίρκο, με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα που θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Κι εκεί ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης. Τραγουδά κι εμψυχώνει τους φοιτητές, μένει μαζί τους, μοιράζεται το πρόχειρο φαγητό τους... Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται.
Το Πάσχα του 1974 βγαίνει η Συλλογή με παλαιότερα και καινούργια τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου. Εδώ περιλαμβάνονται τα υπέροχα: Πως να σωπάσω σε στίχους Κώστα Κινδύνη, Αυτόν τον κόσμο τον καλό σε στίχους Βασίλη Ανδρεόπουλου, Γειά σου χαρά σου Βενετιά και Παλικάρι στα Σφακιά σε στίχους Νίκου Γκάτσου και Ήτανε μια φορά σε στίχους Κώστα Φέρρη. Το τραγούδι αυτό ακουγόταν στην τηλεοπτική σειρά του Δημήτρη Ποντίκα και του Φέρρη Έμποροι των Εθνών.
Και στην μεταπολιτευτική περίοδο ο Νίκος Ξυλούρης θα έχει έντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα. Στο Καπνισμένο Τσουκάλι του Χρήστου Λεοντή σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: …Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί νά ’ναι κι από αίμα… Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα...
Το 1975 μετά το έντονο πέρασμά του στην λόγια δισκογραφία, επιστρέφει και πάλι στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο «προσωπικό» δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης με τίτλο Τα που θυμάμαι τραγουδώ. Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, με τον οποίο έχουν ήδη συνυπάρξει στα χαρακτηριστικά LP Τροπικός της Παρθένου και Ακολουθία, κυκλοφορεί σε πολυτελή έκδοση -με καλαίσθητο πολυσέλιδο ένθετο και εικαστική εικονογράφηση- ο Ερωτόκριτος, μία περιήγηση σε όλες τις μελωδικές καταγραφές του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Το 1977 κυκλοφορεί το δίσκο Τα Ερωτικά, όπου επιχειρεί να αποσυνδέσει την φωνή και την παρουσία του από τις πολιτικές μνήμες, ερμηνεύοντας τραγούδια «της ζωής, της χαράς, του κεφιού, του έρωτα» με «σύγχρονο» ήχο, σε ενορχήστρωση Κώστα Γανωσέλλη. Ο δίσκος σημείωσε - ίσως για τελευταία φορά στη διαδρομή του στη δισκογραφία - μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ο Νίκος Ξυλούρης ερμηνεύει λαϊκές στιγμές του Στέλιου Βαμβακάρη μαζί με παραδοσιακά κρητικά, ορισμένα εκ των οποίων που φέρουν την υπογραφή του Κώστα Μουντάκη.
Αρχίζει να νοιώθει τις πρώτες ενοχλήσεις στην υγεία του. Βήχας, πονοκέφαλοι... Δε δίνει σημασία και συνεχίζει το τραγούδι. Στις 12 Μαίου 1979 πηγαίνει στην Αμερική. Μαζί του είναι η γυναίκα του κι ο αδελφός του Γιάννης. Εκεί θα συναντήσει το φίλο και συμπαραστάτη του Σταύρο Ξαρχάκο, με τον οποίο ετοιμάζουν μία νέα δισκογραφική εργασία. Μαζί του είναι και όλη η Ελλάδα... Στις 5 Αυγούστου επιστρέφει και εγκαθίσταται στο Πόρτο Ράφτη, στο σπίτι του στενού του φίλου Ντίνου Δοξιάδη. Το Δεκέμβρη ταξιδεύει και πάλι στην Αμερική. Γυρνάει στην πατρίδα μετά από μία μόλις εβδομάδα. Αργοσβήνει...
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1980 εισάγεται στο Αντικαρκινικό Πειραιώς. Δυστυχώς δεν θα ξαναβγεί ζωντανός. Ξημερώματα Παρασκευής αφήνει την τελευταία του πνοή. Η αλησμόνητη Βίκυ Μοσχολιού με την οποία ο Ξυλούρης είχε τραγουδήσει σε συναυλίες του Ξαρχάκου στο Ηράκλειο και τα Ανώγεια θα δηλώσει: «Επρόκειτο να δουλέψουμε στο Δέλτα του Φαλήρου μαζί με τον Αντώνη Καλογιάννη. ΄Οταν ξεκινήσαμε τις πρόβες μου έλεγε ότι τον πόναγε το κεφάλι του. Τελικά αυτή η δουλειά δεν έγινε... Πιστεύω ότι με την ιδιαιτερότητα της φωνής του και με τα τραγούδια που έλεγε εκπροσωπούσε όχι μόνο την Κρήτη αλλά όλη την Ελλάδα. Πάντοτε θα τον θυμάμαι με αγάπη και θα έπρεπε να ακούγεται περισσότερο από τα ΜΜΕ γιατί η φωνή του είναι φως μέσα στο σκοτάδι, σ’ αυτό που δυστυχώς σήμερα έχει βυθιστεί το ελληνικό τραγούδι...».
Πηγή: ogdoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου