Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ τον Νοέμβριο του 1918 στον Πειραιά
Με αφορμή τον γιορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς σήμερα, να ένα απόσπασμα από την εξαιρετική μελέτη του Αναστάση Ι. Γκίκα «Ρήξη και ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού – κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου (1918 – 1936)». Το κείμενο είναι από το εισαγωγικό μέρος του βιβλίου και αναφέρεται στην ιστοριογραφία τη σχετική με το ελληνικό εργατικό κίνημα. Θέμα όχι ιδιαίτερα αναπτυγμένο ούτε και ευρύτερα γνωστό, αλλά πολύ σημαντικό που βοηθάει στην κατανόηση και των γενικότερων ιστορικών φαινομένων και το ρόλο τους στο μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας.
Όπως επανειλημμένα έχει ειπωθεί από πολλούς μελετητές στο παρελθόν, η παραγωγή ιστορικής γνώσης γύρω από το εργατικό κίνημα (στη μεσοπολεμική Ελλάδα, αλλά και γενικότερα) είναι είτε «σχεδόν ανύπαρκτη» είτε βρίσκεται ακόμη «σε εμβρυακό στάδιο». Αποτελεί, με άλλα λόγια, μια σχετικά «παραμελημένη ενότητα στην ιστοριογραφία της σύγχρονης Ελλάδας».
Ορισμένοι εντοπίζουν τις ρίζες του προβλήματος στο ότι «το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς δεν ενσωματώθηκε στην ελληνική κοινωνία. Μένοντας στο περιθώριο και μην έχοντας τη δυνατότητα να εκφραστεί με τρόπο βίαιο, με συνέπεια τη συνεχή κρατική παρέμβαση για την αναχαίτισή του. Αυτές οι αντιδράσεις και αυτή η μεταχείριση είχαν σαν αποτέλεσμα να θεωρείται αυτή η «ύλη» σαν κατ’ εξοχήν εκρηκτική και σαν μη ενδεδειγμένο αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας στην Ελλάδα». Το πρόβλημα, όμως, της ενσωμάτωσης δεν έχει να κάνει με την «ελληνική κοινωνία» γενικά και αόριστα, αλλά πολύ συγκεκριμένα με το αστικό κράτος και την αστική νομιμότητα.
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα δεν έδρασε στο περιθώριο αλλά στο επίκεντρο των ιστορικών εξελίξεων. Βεβαίως δεν υπήρξε ενιαίο: Υπήρξε ο κρατικά ενσωματωμένος και ο ταξικά προσανατολισμένος συνδικαλισμός, «δύο γραμμές σε διαρκή αντιπαράθεση» όπως πολύ εύστοχα υπογράμμισε ο Γ. Μαυρίκος σε σχετική μελέτη […].
Στο σημείο, ωστόσο, στο οποίο συμφωνούμε εν μέρει με την παραπάνω διατυπωθείσα θέση είναι ότι όντως, λόγω της μη ενσωμάτωσής του στο αστικό καθεστώς και ακριβώς εξ αιτίας της ταύτισής του με ένα συγκεκριμένο ιδεολογικοπολιτικό χώρο – δύναμη (δηλαδή το ΚΚΕ ), το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα αποτέλεσε διαχρονικά «εκρηκτική ύλη» για το ελληνικό ακαδημαϊκό κατεστημένο.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν και αντικειμενικές δυσκολίες στην ιστοριογραφική προσέγγιση του εργατικού κινήματος, που εντοπίζονται κυρίως στην έλλειψη αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων και γενικότερα πρωτογενών πηγών για την περίοδο και το θέμα που μας ενδιαφέρει.[…]
Μέσα από μια στοιχειώδη επισκόπηση της υπάρχουσας εργατικής – κομμουνιστικής ιστοριογραφίας, μπορούμε να εντοπίσουμε μια σειρά αντιλήψεις και απόψεις γύρω από τους παράγοντες που καθόρισαν ή επηρέασαν καταλυτικά: α) Την οργάνωση (τους λόγους ένταξης σε συλλογικά – οργανωμένα σχήματα πάλης, τις μορφές οργάνωσης κ.λ.π), β) τον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό και, κατά προέκταση, γ) τις τακτικές επιλογές του ελληνικού εργατικού κινήματος στα πρώτα του βήματα. Ορισμένες εξ αυτών έχουν πλέον επικρατήσει ως ευρύτερα αποκρυσταλλωμένες παραδοχές που, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, αναπαράγονται από το σύνολο της σχετικής βιβλιογραφίας. Η εισαγωγή αυτή θα αποτελέσει το εφαλτήριο για μια εν συνεχεία διαφορετική και, ελπίζουμε, εποικοδομητική προσέγγιση στη μελέτη του κινήματος της εργατικής τάξης.
Οι πρώτες προσπάθειες καταγραφής της ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος από μαρξιστική σκοπιά (όπως του Γ. Κορδάτου ή του Α. Μπεναρόγια) αποτελούν χρήσιμες βιβλιογραφικές πηγές για το μελετητή – ιστορικό, παρά τις όποιες ελλείψεις ή αδυναμίες. Η μαρξιστική μέθοδος έχει κατηγορηθεί συχνά από πολλούς ως αναλυτικά προβληματική, δογματική και στείρα` πως δήθεν περιορίζει περιγραφικά το κίνημα της εργατικής τάξης ως μια απλή «παρενέργεια» της ανόδου ή παρακμής της υλικής κατάστασης των εργαζομένων. Πρόκειται για μια διαστρέβλωση της μαρξιστικής μεθόδου που προκύπτει είτε ως προϊόν πολεμικής (στο πλαίσιο της πάλης των ιδεών που είναι σύμφυτη της ταξικής πάλης) είτε λόγω άγνοιας των έργων των «κλασικών» – τουλάχιστον – του μαρξισμού (Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν) είτε ως αποτέλεσμα μιας άκριτης αναπαραγωγής συγκεκριμένων στερεότυπων που έχουν καθιερωθεί στην αστική ακαδημαϊκή σκέψη. Στοιχεία αυτής της πολεμικής μπορεί ενδεχομένως να «πατούν» σε πραγματικές αδυναμίες μαρξιστών ιστορικών που είναι μεν υπαρκτές (αν και πολλές φορές υπερβάλλονται), δεν μπορούν όμως να ανάγονται αυθαίρετα σε «αδυναμίες» του μαρξισμού γενικά.
Ο ιστορικός υλισμός δεν αποτελεί κάποια μηχανιστική, στατική ή οικονομική μέθοδο ανάλυσης. Ούτε ένα προκατασκευασμένο σχήμα, μια συλλογή «αόριστων» ‘η «αφηρημένων» διατυπώσεων. Τουναντίον, πρόκειται για μια ιδιαίτερα ζωντανή, δημιουργική και διαρκώς αναπτυσσόμενη θεωρία που αντιμετωπίζει την ιστορία ως επιστήμη.
Εξετάζει την ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας στην κίνησή της και όχι φωτογραφικά ως στιγμιαίες αποτυπώσεις του παρελθόντος. Αναζητά τους δεσμούς που συνδέουν τις επιμέρους πτυχές της κοινωνικής ζωής, που διατρέχουν τη φαινομενικά χαοτική εναλλαγή των ιστορικών γεγονότων. Μελετά τη φύση και το χαρακτήρα αυτών των δεσμών. Προχωράει πέρα από την καθιερωμένη προσέγγιση της ιστορίας ως μιας απλής απαρίθμησης γεγονότων, ημερομηνιών και προσώπων (κατά κύριο λόγο ηγετικών). Ο ιστορικός υλισμός διεισδύει στην ουσία των φαινομένων αναζητώντας τα γενεσιουργά τους αίτια, τους νόμους που διέπουν την εσωτερική τους λειτουργία, τις αντιθέσεις που περικλείουν, τις συνθέσεις που προκύπτουν κ.λ.π. Στο επίκεντρο της ανάλυσής του βρίσκεται το στοιχείο της ταξικής πάλης και οι κοινωνικές δυνάμεις που πρωταγωνιστούν σε αυτή.
Σχετικά με την υπόλοιπη ιστοριογραφία: Συχνά συναντάμε την τάση η εργατική τάξη να ταυτίζεται συνολικά με ένα μικρότερο αριθμητικά, αλλά περισσότερο οργανωμένο τμήμα της. Αντίστοιχα, οι αναφορές στο εργατικό κίνημα περιορίζονται συνήθως στους ηγετικούς εκπροσώπους – φορείς του. Ωστόσο, μια προσέγγιση που ξεκινά με αφετηρία τις ανώτερες βαθμίδες των οργανωτικών εκφράσεων και δομών του εργατικού κινήματος (και που σπανίως εκτείνεται παραπέρα) δε δύναται να καλύψει αναλυτικά ή να καταλήξει σε σύνθεση του συνόλου των διεργασιών και των ζυμώσεων που χαρακτήρισαν το κίνημα, που έθεσαν τους όρους και τα όρια της πολιτικής του συμπεριφοράς ή της κοινωνικής του συνείδησης σε επίπεδο βάσης. Μερίδα της βιβλιογραφίας περιστρέφεται γύρω από μια κατά βάση «ανθρωπολογική» αντίληψη της πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης στην Ελλάδα. Στις αναλύσεις αυτές, κεντρικό ρόλο στον καθορισμό των πολιτικών πεποιθήσεων των εργαζομένων παίζουν, π.χ. οι δεσμοί οικογένειας και καταγωγής, οι πελατειακές σχέσεις, η δήθεν ιδιαίτερη «φύση» ή «ψυχοσύνθεση» του Έλληνα κ.α. Η ένταξη και συμμετοχή σε συλλογικές δραστηριότητες αντιμετωπίζεται ως το προϊόν στενά ατομικών – συμφεροντολογικών κριτηρίων, τα οποία ορίζονται στο πλαίσιο οριζόντιων ή κάθετων μηχανισμών ενσωμάτωσης.
Με το κέντρο βάρους να μετατοπίζεται στα στοιχεία της χειραγώγησης και του ελέγχου, οι ιστοριογραφικές αυτές προσεγγίσεις τείνουν να επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στον «επίσημο» συνδικαλισμό, εκείνο δηλαδή που απολάμβανε της έγκρισης κράτους και κεφαλαίου.
Ωστόσο, ήταν ο «ανεπίσημος» συνδικαλισμός, εκείνος που «ακροβατούσε» στα όρια της παρανομίας (ή καλύτερα στα όρια της αστικής νομιμότητας τα οποία συχνά ξεπερνούσε), ο οποίος κατάφερε στην πορεία να αναπτύξει σημαντικό, αυτόνομο από την αστική πολιτική, πλαίσιο θεωρίας και πράξης. Επεξηγηματικά μοντέλα που εξετάζουν το εργατικό κίνημα από τη σκοπιά των «επίσημων» εκπροσώπων του δε διαθέτουν τα αναλυτικά εργαλεία που απαιτούνται για την επεξήγηση κινημάτων τα οποία δραστηριοποιήθηκαν μακριά και έξω από τα επίσημα κανάλια και τις δομές της εξουσίας. Ακολούθως, το κίνημα της εργατικής τάξης, που πρόβαλλε αντίσταση και στον ένα ή τον άλλο βαθμό αμφισβήτησε την ηγεμονία του κυρίαρχου κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος, αντιμετωπίζεται πολλάκις ως δευτερεύον, περιθωριακό, ακόμη και ως μη υπαρκτό.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι, μέσα από την ενσωμάτωση του στον κρατικό μηχανισμό, την οικονομική του εξάρτηση και τη χειραγώγηση της ηγεσίας του, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα μετατράπηκε ουσιαστικά σε προέκταση της κρατικής γραφειοκρατίας, συμβάλλοντας σημαντικά στη διατήρηση του status quo είτε άμεσα (μέσω της υιοθέτησης και προώθησης της άρχουσας πολιτικής) είτε έμμεσα (αμβλύνοντας τις διαχωριστικές γραμμές μέσα στο κίνημα). Γι’ αυτό και η ενσωμάτωση προβάλλεται κατά κανόνα ως ο βασικός παράγοντας πίσω από τη δήθεν «αποτυχία» των Ελλήνων εργαζομένων να οργανώσουν τα συμφέροντά τους ως τάξη αδέσμευτα και ανεξάρτητα από πελατειακά, κομματικά δίκτυα (αστικών κομμάτων εξουσίας) και κυβερνητικές πολιτικές.
Ωστόσο, για ακόμη μια φορά, η διαπίστωση αυτή δεν αφορά το σύνολο του εργατικού κινήματος, αλλά ένα συγκεκριμένο κομμάτι του, αυτό του «επίσημου» συνδικαλισμού.
Το εργατικό κίνημα εμφανίζεται λίγο – πολύ ως μια στιγμιαία εκδήλωση αυθορμητισμού, ως μια προσωρινή σύμπτωση επιμέρους ατομικών συμφερόντων και όχι ως συνειδητή επιλογή για συλλογική δράση στη βάση της ταξικής συνειδητοποίησης. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται γενικά (και αταξικά) ως «πολίτες» με ατομικά συμφέροντα και ανησυχίες. Όχι ως μέλη μιας συγκεκριμένης τάξης με συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα και αντίστοιχους προβληματισμούς. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, ο περιβόητος «ατομισμός» του Έλληνα εργαζόμενου, θεσμοθετημένος ή όχι, τον «απέτρεψε» από το να συγκροτήσει ταξικούς φορείς διεκδίκησης, να διαμορφώσει ταξική συνείδηση ή να αναπτύξει ταξικούς δεσμούς αλληλεγγύης με τους συναδέλφους του.
Συχνά, προς «απόδειξη» του βαθμού ενσωμάτωσης του ελληνικού εργατικού κινήματος παρατίθενται γεγονότα και αριθμοί, όπως, π.χ. το «πέρασμα» της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (ΓΣΕΕ) στα χέρια των ρεφορμιστών συνδικαλιστών την περίοδο 1926 – 1927, τα χαμηλά ποσοστά των οργανωμένων εργατών στα σωματεία, η μικρή αριθμητική δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος κ.α.[…]
Αναμφισβήτητα, η εξέταση των μεθόδων ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στην αστική πολιτική αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε ιστοριογραφική προσέγγιση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ταυτόχρονα όμως, δε γίνεται να αγνοούνται οι παράγοντες που συνηγόρησαν στη ριζοσπαστικοποίησή της. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου οι όροι και οι προοπτικές διαμόρφωσης μιας ταξικής πολιτικής από τη μεριά της εργατικής τάξης υποτιμώνται, περιθωριοποιούνται ή αποσιωπώνται παντελώς.
Επίσης, η βιβλιογραφία που επικεντρώνεται στον παράγοντα ενσωμάτωση αποτυγχάνει στην πλειοψηφία της να αναδείξει (σκοπίμως;) πτυχές της που έχουν να κάνουν με την αστική βία, με τη συγκρότηση και ευρεία χρήση κατασταλτικών μηχανισμών όπως η αστυνομία, τα Σώματα Ασφαλείας ή ο στρατός, με στόχο τη συστηματική δίωξη και καταπίεση των ριζοσπαστικών τμημάτων της εργατικής τάξης. Η καταστολή έλαβε πολλές μορφές. Εκφράστηκε, π.χ., με άμεσες ή έμμεσες παρεμβάσεις στην οργάνωση και λειτουργία των εργατικών ενώσεων. Με αλλοίωση των αντιπροσωπευτικών οργάνων του συνδικαλιστικού κινήματος. Με συλλήψεις και εκτοπίσεις εργατών ή συνδικαλιστών που ανήκαν ή δραστηριοποιούνταν στα ταξικά συνδικάτα, που ήταν μέλη ή απλά πρόσκειντο στο ΚΚΕ. Με τη φανερή ή κρυφή παρακολούθηση των συνελεύσεων των σωματείων, των εργατικών κέντρων κ.λ.π. Πρόκειται για στοιχεία που συνοδεύουν την ιστορική πορεία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας μας εν πολλοίς και μέχρι σήμερα. Πρέπει, επομένως, να συνυπολογίζονται σε κάθε σχετική έρευνα.
Όπου και όποτε συναντάμε αναφορά στην κρατική παρεμβατικότητα, περιορίζεται συνήθως στον έλεγχο διαφόρων σωματείων και εργατικών στελεχών μέσω των πελατειακών σχέσεων και δικτύων. Παράλληλα, μια σειρά οργανισμοί που συστάθηκαν με πρωτοβουλία των Αρχών, όπως για παράδειγμα η Εργατική Εστία, η Επιθεώρηση Εργασίας κ.α. αγνοούνται εν πολλοίς ως προς το ρόλο που διαδραμάτισαν στην οικονομική και διοικητική ενσωμάτωση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η αυτόματη σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος, που συχνά επιχειρείται ή λαμβάνεται ως δεδομένη μεταξύ της ύφεσης ή της σχετικής σταθεροποίησης της οικονομίας (ντόπιας και διεθνούς) από τη μια και της τάσης ριζοσπαστικοποίησης ή συντηρητικοποίησης της εργατικής τάξης από την άλλη αντίστοιχα, αποτελεί μια μάλλον υπεραπλουστευμένη, μηχανιστική προσέγγιση του όλου ζητήματος. Και όμως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αρκούνται στην υιοθέτηση μιας υποθετικής φόρμουλας του τύπου «οικονομική κρίση + εργατική τάξη = κομμουνισμός» ως βάσης για την παραπέρα ανάπτυξη της προβληματικής τους. Τέτοιες υποθέσεις δεν επιτρέπουν την εμβάθυνση στην ουσία των διεργασιών που συντέλεσαν στις όποιες ιδεολογικοπολιτικές μετατοπίσεις στις γραμμές του εργατικού κινήματος.
Πολλές έρευνες επικεντρώνονται υπερβολικά στη μελέτη δομών και θεσμών, σε πρόσωπα – κλειδιά ή ομάδες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εξουσία (ή που διεκδικούν έστω ορισμένο μερίδιο και ρόλο στη διαχείρισή της.) Κατά συνέπεια εκτοπίζουν από το ιστορικό προσκήνιο το λαϊκό παράγοντα. Υποβαθμίζουν ή διαγράφουν εντελώς τις ανερχόμενες κοινωνικές δυνάμεις ως ιστορικά υποκείμενα. Θέτουν εκτός «εικόνας» τις συνθήκες εκείνες υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι οδηγήθηκαν – ατομικά ή συλλογικά – στη συνειδητοποίηση της δύναμής τους, θέτοντας προοδευτικά ζητήματα ανατροπής της κυρίαρχης εξουσίας και μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Μηδαμινή αναφορά γίνεται συνήθως στην εμπειρία της παραγωγικής διαδικασίας, στις ζυμώσεις που έλαβαν χώρα εκεί όπου οι εργάτες ζούσαν και εργάζονταν, ως συστατικά στοιχεία μιας αναδυόμενης ταξικής ταυτότητας. Ως «πρώτες ύλες» στη δημιουργία δεσμών αλληλεγγύης στις γραμμές της εργατικής τάξης. Πρόκειται για παράγοντες που συνέδραμαν σημαντικά στη διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης και συμπεριφοράς των εργαζομένων, που σημάδεψαν τις διεργασίες στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, καθώς αυτό προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί ως τάξη και ως πολιτικό υποκείμενο.
Τέλος, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ιδεολογικοπολιτικές παρακαταθήκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας και του λεγόμενου «Ψυχρού Πολέμου», δηλαδή με την εξέλιξη της ταξικής πάλης στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, ο αντικομμουνισμός – άλλοτε χυδαίος, άλλοτε πιο «εκλεπτυσμένος» – υπήρξε αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της σχετικής βιβλιοπαραγωγής. Η προσπάθεια δαιμονοποίησης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στην αστική ιστοριογραφία δεν αποτελεί, βεβαίως, έκπληξη. Σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, η αντιπαράθεση στο επίπεδο των ιδεών λαμβάνει σαφώς μεγαλύτερες διαστάσεις.
Σε γενικές γραμμές, η κρατούσα ιστοριογραφία α) περιορίστηκε σε μια απλή αναπαραγωγή («επιβεβαίωση») μιας σειράς προκατασκευασμένων συμπερασμάτων που βρίσκονταν σε απόλυτη σύμπνοια με την κυρίαρχη εκδοχή του παρελθόντος, β) στάθηκε μεροληπτικά ενάντια στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, αντιμετωπίζοντάς το ως «περιθωριακό» ή «ακραίο», προϊόν της «μιζέριας» ή της «άγνοιας» της εργατικής τάξης κ.λ.π., γ) διαστρέβλωσε το χαρακτήρα, τη δράση και τους σκοπούς του, δ) άντλησε μονομερώς τις πηγές της, μην αξιολογώντας την ταξική προέλευση ή σκοπιμότητα της εκάστοτε πληροφορίας, απαξιώνοντας τις αναλύσεις , τη γραπτή και προφορική παράδοση της «άλλης πλευράς».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι αστοί ιστοριογράφοι που έφτασαν στο σημείο να αρνούνται ακόμα και την ύπαρξη ενός ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Επομένως, ο μελετητής ιστορικός – ιδιαίτερα της πολιτικής ιστορίας ή της ιστορίας του εργατικού κινήματος – δεν πρέπει να λησμονά το γεγονός ότι η παραγωγή γνώσης αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, προϊόν των κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων και συγκρούσεων της εποχής όπου συντελείται. (σελ. 21 – 30)
Αναστάσης Ι. Γκίκας, Ρήξη και Ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού – κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου (1918 – 1936). Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010
Γύρω από την ιστοριογραφία του ελληνικού εργατικού κινήματος
Όπως επανειλημμένα έχει ειπωθεί από πολλούς μελετητές στο παρελθόν, η παραγωγή ιστορικής γνώσης γύρω από το εργατικό κίνημα (στη μεσοπολεμική Ελλάδα, αλλά και γενικότερα) είναι είτε «σχεδόν ανύπαρκτη» είτε βρίσκεται ακόμη «σε εμβρυακό στάδιο». Αποτελεί, με άλλα λόγια, μια σχετικά «παραμελημένη ενότητα στην ιστοριογραφία της σύγχρονης Ελλάδας».
Ορισμένοι εντοπίζουν τις ρίζες του προβλήματος στο ότι «το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς δεν ενσωματώθηκε στην ελληνική κοινωνία. Μένοντας στο περιθώριο και μην έχοντας τη δυνατότητα να εκφραστεί με τρόπο βίαιο, με συνέπεια τη συνεχή κρατική παρέμβαση για την αναχαίτισή του. Αυτές οι αντιδράσεις και αυτή η μεταχείριση είχαν σαν αποτέλεσμα να θεωρείται αυτή η «ύλη» σαν κατ’ εξοχήν εκρηκτική και σαν μη ενδεδειγμένο αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας στην Ελλάδα». Το πρόβλημα, όμως, της ενσωμάτωσης δεν έχει να κάνει με την «ελληνική κοινωνία» γενικά και αόριστα, αλλά πολύ συγκεκριμένα με το αστικό κράτος και την αστική νομιμότητα.
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα δεν έδρασε στο περιθώριο αλλά στο επίκεντρο των ιστορικών εξελίξεων. Βεβαίως δεν υπήρξε ενιαίο: Υπήρξε ο κρατικά ενσωματωμένος και ο ταξικά προσανατολισμένος συνδικαλισμός, «δύο γραμμές σε διαρκή αντιπαράθεση» όπως πολύ εύστοχα υπογράμμισε ο Γ. Μαυρίκος σε σχετική μελέτη […].
Στο σημείο, ωστόσο, στο οποίο συμφωνούμε εν μέρει με την παραπάνω διατυπωθείσα θέση είναι ότι όντως, λόγω της μη ενσωμάτωσής του στο αστικό καθεστώς και ακριβώς εξ αιτίας της ταύτισής του με ένα συγκεκριμένο ιδεολογικοπολιτικό χώρο – δύναμη (δηλαδή το ΚΚΕ ), το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα αποτέλεσε διαχρονικά «εκρηκτική ύλη» για το ελληνικό ακαδημαϊκό κατεστημένο.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν και αντικειμενικές δυσκολίες στην ιστοριογραφική προσέγγιση του εργατικού κινήματος, που εντοπίζονται κυρίως στην έλλειψη αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων και γενικότερα πρωτογενών πηγών για την περίοδο και το θέμα που μας ενδιαφέρει.[…]
Μέσα από μια στοιχειώδη επισκόπηση της υπάρχουσας εργατικής – κομμουνιστικής ιστοριογραφίας, μπορούμε να εντοπίσουμε μια σειρά αντιλήψεις και απόψεις γύρω από τους παράγοντες που καθόρισαν ή επηρέασαν καταλυτικά: α) Την οργάνωση (τους λόγους ένταξης σε συλλογικά – οργανωμένα σχήματα πάλης, τις μορφές οργάνωσης κ.λ.π), β) τον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό και, κατά προέκταση, γ) τις τακτικές επιλογές του ελληνικού εργατικού κινήματος στα πρώτα του βήματα. Ορισμένες εξ αυτών έχουν πλέον επικρατήσει ως ευρύτερα αποκρυσταλλωμένες παραδοχές που, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, αναπαράγονται από το σύνολο της σχετικής βιβλιογραφίας. Η εισαγωγή αυτή θα αποτελέσει το εφαλτήριο για μια εν συνεχεία διαφορετική και, ελπίζουμε, εποικοδομητική προσέγγιση στη μελέτη του κινήματος της εργατικής τάξης.
Οι πρώτες προσπάθειες καταγραφής της ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος από μαρξιστική σκοπιά (όπως του Γ. Κορδάτου ή του Α. Μπεναρόγια) αποτελούν χρήσιμες βιβλιογραφικές πηγές για το μελετητή – ιστορικό, παρά τις όποιες ελλείψεις ή αδυναμίες. Η μαρξιστική μέθοδος έχει κατηγορηθεί συχνά από πολλούς ως αναλυτικά προβληματική, δογματική και στείρα` πως δήθεν περιορίζει περιγραφικά το κίνημα της εργατικής τάξης ως μια απλή «παρενέργεια» της ανόδου ή παρακμής της υλικής κατάστασης των εργαζομένων. Πρόκειται για μια διαστρέβλωση της μαρξιστικής μεθόδου που προκύπτει είτε ως προϊόν πολεμικής (στο πλαίσιο της πάλης των ιδεών που είναι σύμφυτη της ταξικής πάλης) είτε λόγω άγνοιας των έργων των «κλασικών» – τουλάχιστον – του μαρξισμού (Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν) είτε ως αποτέλεσμα μιας άκριτης αναπαραγωγής συγκεκριμένων στερεότυπων που έχουν καθιερωθεί στην αστική ακαδημαϊκή σκέψη. Στοιχεία αυτής της πολεμικής μπορεί ενδεχομένως να «πατούν» σε πραγματικές αδυναμίες μαρξιστών ιστορικών που είναι μεν υπαρκτές (αν και πολλές φορές υπερβάλλονται), δεν μπορούν όμως να ανάγονται αυθαίρετα σε «αδυναμίες» του μαρξισμού γενικά.
Ο ιστορικός υλισμός δεν αποτελεί κάποια μηχανιστική, στατική ή οικονομική μέθοδο ανάλυσης. Ούτε ένα προκατασκευασμένο σχήμα, μια συλλογή «αόριστων» ‘η «αφηρημένων» διατυπώσεων. Τουναντίον, πρόκειται για μια ιδιαίτερα ζωντανή, δημιουργική και διαρκώς αναπτυσσόμενη θεωρία που αντιμετωπίζει την ιστορία ως επιστήμη.
Εξετάζει την ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας στην κίνησή της και όχι φωτογραφικά ως στιγμιαίες αποτυπώσεις του παρελθόντος. Αναζητά τους δεσμούς που συνδέουν τις επιμέρους πτυχές της κοινωνικής ζωής, που διατρέχουν τη φαινομενικά χαοτική εναλλαγή των ιστορικών γεγονότων. Μελετά τη φύση και το χαρακτήρα αυτών των δεσμών. Προχωράει πέρα από την καθιερωμένη προσέγγιση της ιστορίας ως μιας απλής απαρίθμησης γεγονότων, ημερομηνιών και προσώπων (κατά κύριο λόγο ηγετικών). Ο ιστορικός υλισμός διεισδύει στην ουσία των φαινομένων αναζητώντας τα γενεσιουργά τους αίτια, τους νόμους που διέπουν την εσωτερική τους λειτουργία, τις αντιθέσεις που περικλείουν, τις συνθέσεις που προκύπτουν κ.λ.π. Στο επίκεντρο της ανάλυσής του βρίσκεται το στοιχείο της ταξικής πάλης και οι κοινωνικές δυνάμεις που πρωταγωνιστούν σε αυτή.
Καπνεργατική συνδιάσκεψη Σερρών - Δράμας - Καβάλας 1934 |
Με το κέντρο βάρους να μετατοπίζεται στα στοιχεία της χειραγώγησης και του ελέγχου, οι ιστοριογραφικές αυτές προσεγγίσεις τείνουν να επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στον «επίσημο» συνδικαλισμό, εκείνο δηλαδή που απολάμβανε της έγκρισης κράτους και κεφαλαίου.
Ωστόσο, ήταν ο «ανεπίσημος» συνδικαλισμός, εκείνος που «ακροβατούσε» στα όρια της παρανομίας (ή καλύτερα στα όρια της αστικής νομιμότητας τα οποία συχνά ξεπερνούσε), ο οποίος κατάφερε στην πορεία να αναπτύξει σημαντικό, αυτόνομο από την αστική πολιτική, πλαίσιο θεωρίας και πράξης. Επεξηγηματικά μοντέλα που εξετάζουν το εργατικό κίνημα από τη σκοπιά των «επίσημων» εκπροσώπων του δε διαθέτουν τα αναλυτικά εργαλεία που απαιτούνται για την επεξήγηση κινημάτων τα οποία δραστηριοποιήθηκαν μακριά και έξω από τα επίσημα κανάλια και τις δομές της εξουσίας. Ακολούθως, το κίνημα της εργατικής τάξης, που πρόβαλλε αντίσταση και στον ένα ή τον άλλο βαθμό αμφισβήτησε την ηγεμονία του κυρίαρχου κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος, αντιμετωπίζεται πολλάκις ως δευτερεύον, περιθωριακό, ακόμη και ως μη υπαρκτό.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι, μέσα από την ενσωμάτωση του στον κρατικό μηχανισμό, την οικονομική του εξάρτηση και τη χειραγώγηση της ηγεσίας του, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα μετατράπηκε ουσιαστικά σε προέκταση της κρατικής γραφειοκρατίας, συμβάλλοντας σημαντικά στη διατήρηση του status quo είτε άμεσα (μέσω της υιοθέτησης και προώθησης της άρχουσας πολιτικής) είτε έμμεσα (αμβλύνοντας τις διαχωριστικές γραμμές μέσα στο κίνημα). Γι’ αυτό και η ενσωμάτωση προβάλλεται κατά κανόνα ως ο βασικός παράγοντας πίσω από τη δήθεν «αποτυχία» των Ελλήνων εργαζομένων να οργανώσουν τα συμφέροντά τους ως τάξη αδέσμευτα και ανεξάρτητα από πελατειακά, κομματικά δίκτυα (αστικών κομμάτων εξουσίας) και κυβερνητικές πολιτικές.
Ωστόσο, για ακόμη μια φορά, η διαπίστωση αυτή δεν αφορά το σύνολο του εργατικού κινήματος, αλλά ένα συγκεκριμένο κομμάτι του, αυτό του «επίσημου» συνδικαλισμού.
Το εργατικό κίνημα εμφανίζεται λίγο – πολύ ως μια στιγμιαία εκδήλωση αυθορμητισμού, ως μια προσωρινή σύμπτωση επιμέρους ατομικών συμφερόντων και όχι ως συνειδητή επιλογή για συλλογική δράση στη βάση της ταξικής συνειδητοποίησης. Οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται γενικά (και αταξικά) ως «πολίτες» με ατομικά συμφέροντα και ανησυχίες. Όχι ως μέλη μιας συγκεκριμένης τάξης με συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα και αντίστοιχους προβληματισμούς. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, ο περιβόητος «ατομισμός» του Έλληνα εργαζόμενου, θεσμοθετημένος ή όχι, τον «απέτρεψε» από το να συγκροτήσει ταξικούς φορείς διεκδίκησης, να διαμορφώσει ταξική συνείδηση ή να αναπτύξει ταξικούς δεσμούς αλληλεγγύης με τους συναδέλφους του.
Συχνά, προς «απόδειξη» του βαθμού ενσωμάτωσης του ελληνικού εργατικού κινήματος παρατίθενται γεγονότα και αριθμοί, όπως, π.χ. το «πέρασμα» της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (ΓΣΕΕ) στα χέρια των ρεφορμιστών συνδικαλιστών την περίοδο 1926 – 1927, τα χαμηλά ποσοστά των οργανωμένων εργατών στα σωματεία, η μικρή αριθμητική δύναμη του Κομμουνιστικού Κόμματος κ.α.[…]
Αναμφισβήτητα, η εξέταση των μεθόδων ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στην αστική πολιτική αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε ιστοριογραφική προσέγγιση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ταυτόχρονα όμως, δε γίνεται να αγνοούνται οι παράγοντες που συνηγόρησαν στη ριζοσπαστικοποίησή της. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου οι όροι και οι προοπτικές διαμόρφωσης μιας ταξικής πολιτικής από τη μεριά της εργατικής τάξης υποτιμώνται, περιθωριοποιούνται ή αποσιωπώνται παντελώς.
Επίσης, η βιβλιογραφία που επικεντρώνεται στον παράγοντα ενσωμάτωση αποτυγχάνει στην πλειοψηφία της να αναδείξει (σκοπίμως;) πτυχές της που έχουν να κάνουν με την αστική βία, με τη συγκρότηση και ευρεία χρήση κατασταλτικών μηχανισμών όπως η αστυνομία, τα Σώματα Ασφαλείας ή ο στρατός, με στόχο τη συστηματική δίωξη και καταπίεση των ριζοσπαστικών τμημάτων της εργατικής τάξης. Η καταστολή έλαβε πολλές μορφές. Εκφράστηκε, π.χ., με άμεσες ή έμμεσες παρεμβάσεις στην οργάνωση και λειτουργία των εργατικών ενώσεων. Με αλλοίωση των αντιπροσωπευτικών οργάνων του συνδικαλιστικού κινήματος. Με συλλήψεις και εκτοπίσεις εργατών ή συνδικαλιστών που ανήκαν ή δραστηριοποιούνταν στα ταξικά συνδικάτα, που ήταν μέλη ή απλά πρόσκειντο στο ΚΚΕ. Με τη φανερή ή κρυφή παρακολούθηση των συνελεύσεων των σωματείων, των εργατικών κέντρων κ.λ.π. Πρόκειται για στοιχεία που συνοδεύουν την ιστορική πορεία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας μας εν πολλοίς και μέχρι σήμερα. Πρέπει, επομένως, να συνυπολογίζονται σε κάθε σχετική έρευνα.
Όπου και όποτε συναντάμε αναφορά στην κρατική παρεμβατικότητα, περιορίζεται συνήθως στον έλεγχο διαφόρων σωματείων και εργατικών στελεχών μέσω των πελατειακών σχέσεων και δικτύων. Παράλληλα, μια σειρά οργανισμοί που συστάθηκαν με πρωτοβουλία των Αρχών, όπως για παράδειγμα η Εργατική Εστία, η Επιθεώρηση Εργασίας κ.α. αγνοούνται εν πολλοίς ως προς το ρόλο που διαδραμάτισαν στην οικονομική και διοικητική ενσωμάτωση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η αυτόματη σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος, που συχνά επιχειρείται ή λαμβάνεται ως δεδομένη μεταξύ της ύφεσης ή της σχετικής σταθεροποίησης της οικονομίας (ντόπιας και διεθνούς) από τη μια και της τάσης ριζοσπαστικοποίησης ή συντηρητικοποίησης της εργατικής τάξης από την άλλη αντίστοιχα, αποτελεί μια μάλλον υπεραπλουστευμένη, μηχανιστική προσέγγιση του όλου ζητήματος. Και όμως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αρκούνται στην υιοθέτηση μιας υποθετικής φόρμουλας του τύπου «οικονομική κρίση + εργατική τάξη = κομμουνισμός» ως βάσης για την παραπέρα ανάπτυξη της προβληματικής τους. Τέτοιες υποθέσεις δεν επιτρέπουν την εμβάθυνση στην ουσία των διεργασιών που συντέλεσαν στις όποιες ιδεολογικοπολιτικές μετατοπίσεις στις γραμμές του εργατικού κινήματος.
Πολλές έρευνες επικεντρώνονται υπερβολικά στη μελέτη δομών και θεσμών, σε πρόσωπα – κλειδιά ή ομάδες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την εξουσία (ή που διεκδικούν έστω ορισμένο μερίδιο και ρόλο στη διαχείρισή της.) Κατά συνέπεια εκτοπίζουν από το ιστορικό προσκήνιο το λαϊκό παράγοντα. Υποβαθμίζουν ή διαγράφουν εντελώς τις ανερχόμενες κοινωνικές δυνάμεις ως ιστορικά υποκείμενα. Θέτουν εκτός «εικόνας» τις συνθήκες εκείνες υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι οδηγήθηκαν – ατομικά ή συλλογικά – στη συνειδητοποίηση της δύναμής τους, θέτοντας προοδευτικά ζητήματα ανατροπής της κυρίαρχης εξουσίας και μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Μηδαμινή αναφορά γίνεται συνήθως στην εμπειρία της παραγωγικής διαδικασίας, στις ζυμώσεις που έλαβαν χώρα εκεί όπου οι εργάτες ζούσαν και εργάζονταν, ως συστατικά στοιχεία μιας αναδυόμενης ταξικής ταυτότητας. Ως «πρώτες ύλες» στη δημιουργία δεσμών αλληλεγγύης στις γραμμές της εργατικής τάξης. Πρόκειται για παράγοντες που συνέδραμαν σημαντικά στη διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης και συμπεριφοράς των εργαζομένων, που σημάδεψαν τις διεργασίες στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, καθώς αυτό προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί ως τάξη και ως πολιτικό υποκείμενο.
Τέλος, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ιδεολογικοπολιτικές παρακαταθήκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας και του λεγόμενου «Ψυχρού Πολέμου», δηλαδή με την εξέλιξη της ταξικής πάλης στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, ο αντικομμουνισμός – άλλοτε χυδαίος, άλλοτε πιο «εκλεπτυσμένος» – υπήρξε αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της σχετικής βιβλιοπαραγωγής. Η προσπάθεια δαιμονοποίησης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στην αστική ιστοριογραφία δεν αποτελεί, βεβαίως, έκπληξη. Σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, η αντιπαράθεση στο επίπεδο των ιδεών λαμβάνει σαφώς μεγαλύτερες διαστάσεις.
Σε γενικές γραμμές, η κρατούσα ιστοριογραφία α) περιορίστηκε σε μια απλή αναπαραγωγή («επιβεβαίωση») μιας σειράς προκατασκευασμένων συμπερασμάτων που βρίσκονταν σε απόλυτη σύμπνοια με την κυρίαρχη εκδοχή του παρελθόντος, β) στάθηκε μεροληπτικά ενάντια στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, αντιμετωπίζοντάς το ως «περιθωριακό» ή «ακραίο», προϊόν της «μιζέριας» ή της «άγνοιας» της εργατικής τάξης κ.λ.π., γ) διαστρέβλωσε το χαρακτήρα, τη δράση και τους σκοπούς του, δ) άντλησε μονομερώς τις πηγές της, μην αξιολογώντας την ταξική προέλευση ή σκοπιμότητα της εκάστοτε πληροφορίας, απαξιώνοντας τις αναλύσεις , τη γραπτή και προφορική παράδοση της «άλλης πλευράς».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι αστοί ιστοριογράφοι που έφτασαν στο σημείο να αρνούνται ακόμα και την ύπαρξη ενός ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Επομένως, ο μελετητής ιστορικός – ιδιαίτερα της πολιτικής ιστορίας ή της ιστορίας του εργατικού κινήματος – δεν πρέπει να λησμονά το γεγονός ότι η παραγωγή γνώσης αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, προϊόν των κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων και συγκρούσεων της εποχής όπου συντελείται. (σελ. 21 – 30)
Αναστάσης Ι. Γκίκας, Ρήξη και Ενσωμάτωση. Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού – κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου (1918 – 1936). Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010
Πηγή: ofisofi.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου