Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014
Η μεγάλη απάτη για το χρέος: Γερμανία 1953 - Ελλάδα 2013
Το σχέδιο μείωσης του χρέους της Ελλάδος που υιοθετήθηκε το Μάρτιο 2012 και που προβλέπει τη μείωση των οφειλών της Ελλάδας στις ιδιωτικές τράπεζες κατά 50%, ήταν μια απάτη (1) αφού αυτές οι απαιτήσεις είχαν ήδη χάσει το 65 με 75% της αξίας τους στη δευτερογενή αγορά. Η μείωση των χρεών των ιδιωτικών τραπεζών αντισταθμίστηκε με την αύξηση του δημόσιου χρέους στα χέρια της Τρόικας και οδηγεί σε νέα μέτρα πρωτοφανούς βαρβαρότητας και αδικίας.
Αυτή η συμφωνία μείωσης του χρέους, που στόχο έχει να αλυσοδέσει τον ελληνικό λαό σε μόνιμη λιτότητα, αποτελεί προσβολή και απειλή για όλους τους λαούς της Ευρώπης και αλλού.
Σύμφωνα με τις υπηρεσίες μελετών του ΔΝΤ, το 2013, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αντιπροσωπεύσει το 164% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, που σημαίνει ότι η μείωση που ανακοινώθηκε το Μάρτιο του 2012 δεν θα οδηγήσει σε πραγματική ανακούφιση του βάρους που ταλανίζει τον ελληνικό λαό.
Σ' αυτό το πλαίσιο, ο Αλέξης Τσίπρας σε επίσκεψη του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 τόνισε την ανάγκη για μια πραγματική πρωτοβουλία για τη μείωση του ελληνικού χρέους και αναφέρθηκε στην ακύρωση ενός μεγάλου μέρους του γερμανικού χρέους στο πλαίσιο της συμφωνίας του Λονδίνου του Φεβρουαρίου 1953.
Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτή τη συμφωνία.
Η συμφωνία του Λονδίνου του 1953 για το γερμανικό χρέος
Η ριζική μείωση του χρέους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) και η ταχεία ανοικοδόμηση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν δυνατόν, χάρη στην πολιτική βούληση των πιστωτών της, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών και των βασικών δυτικών συμμάχων τους (Βρετανία, Γαλλία).
Τον Οκτώβριο του 1950, οι τρεις σύμμαχοι διατύπωσαν ένα σχέδιο στο οποίο η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει την ύπαρξη των χρεών στις περιόδους πριν και μετά τον πόλεμο.
Οι σύμμαχοι σε κοινή δήλωση που επισύναψαν, ανέφεραν ότι «οι τρεις χώρες συμφώνησαν σε έναν κατάλληλο διακανονισμό των απαιτήσεων προς τη Γερμανία, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση της οικονομίας της μέσω ανεπιθύμητων συνεπειών ούτε να επηρεαστούν υπερβολικά τα πιθανά αποθέματα συναλλάγματος.
Οι τρεις χώρες ήταν πεπεισμένες ότι η γερμανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συμμερίζεται τη θέση τους και η αποκατάσταση της γερμανικής πίστωσης υπόκειται σε κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους που εξασφάλιζε σε όλους τους συμμετέχοντες μια δίκαιη διαπραγμάτευση, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας» (2).
Το διεκδικούμενο χρέος της Γερμανίας πριν από τον πόλεμο ανερχόταν σε 22,6 δισεκατομμύρια μάρκα με εκτοκισμό. Το χρέος μετά τον πόλεμο εκτιμήθηκε σε 16,2 δισ. μάρκα.
Στη διάρκεια της συμφωνίας του Λονδίνου στις 27 Φεβρουαρίου 1953 (3) τα ποσά μειώθηκαν σε 7,500 δισ. μάρκα για την πρώτη περίοδο και σε 7 δισ. μάρκα για τη δεύτερη (4). Σε ποσοστό, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση κατά 62,6%.
Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική αλλαγή που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων (5).
Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας έμπαινε πραγματικά σε επανεκκίνηση ώστε να αποτελεί ένα κεντρικό και σταθερό στοιχείο στο ατλαντικό μπλοκ ενώπιο του ανατολικού μπλοκ, οι Σύμμαχοι πιστωτές έκαναν πολύ σημαντικές παραχωρήσεις προς τις χρεωκοπημένες γερμανικές αρχές και εταιρείες που υπερβαίνουν κατά πολύ μια απλή μείωση του χρέους.
Ξεκίνησαν με την αρχή ότι η Γερμανία θα έπρεπε να ήταν σε θέση να αποπληρώσει, διατηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού. Αποπληρωμή χωρίς να φτωχαίνει.
Για το σκοπό αυτό, οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες...).
2. ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς, επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς αυτή. Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία), το σύνολο ανήλθε στο 66%.
3. Τρίτον, οι πιστωτές επέτρεψαν στη Γερμανία να πωλεί τα προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Αυτά τα στοιχεία συγκεντρώνονται στην δήλωση που αναφέρθηκε παραπάνω:
«Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το παρόν ισοζυγίου πληρωμών της.
Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως:
1. η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών,
2. η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό,
3. οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες,
4. τα δημοσιονομικά και εσωτερικά οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος (superavit) από τις εξαγωγές».(6)
Περαιτέρω, σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση [...] απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή Αρχής διαιτησίας». Τέτοια περίπτωση είναι όταν «η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη» (σελ. 12 της Συμφωνίας του Λονδίνου).
Άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο, η εξυπηρέτηση του χρέους προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ικανότητα της γερμανικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της ανοικοδόμησης της χώρας και τα έσοδα από τις εξαγωγές.
Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων από τις εξαγωγές δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%. Αυτό σημαίνει ότι η Δυτική Γερμανία δεν θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερο από το ένα εικοστό των εσόδων από τις εξαγωγές της για να εξυπηρετεί το χρέος της. Στην πράξη, μόλις το 4.2% των εσόδων της από τις εξαγωγές θα πάνε στην εξυπηρέτηση του χρέους της (αυτό το ποσοστό ανήλθε το 1959). Έτσι και αλλιώς, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους εξοφλήθηκε σε γερμανικά μάρκα, πράγμα που σημαίνει ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα μπορούσε και εκδώσει νέο χρήμα, με άλλα λόγια, μπορούσε και έβαζε σε λειτουργία το τυπογραφείο νομίσματος (ή ρευστοποιούσε το χρέος).
Επιπροσθέτως, εφαρμόστηκε ένα εξαιρετικό μέτρο: έγινε μια δραστική μείωση των επιτοκίων, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ 0 και 5%.
Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις δωρεές σε δολάρια των ΗΠΑ προς τη Δυτική Γερμανία: 1,17 δισ. δολάρια με το σχέδιο Μάρσαλ μεταξύ 3 Απρ. 1948 και 30 Ιουνίου 1952 (ήτοι περίπου 10 δισ. σημερινά δολάρια) συν τουλάχιστον 200 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 2 δις σημερινά) μεταξύ 1954 και 1961, κυρίως μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID).
Λόγω αυτών των εξαιρετικών συνθηκών, η Δυτική Γερμανία ανάκαμψε οικονομικά πολύ γρήγορα και τελικά απορρόφησε την Ανατολική Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Σήμερα είναι μακράν η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη.
Γερμανία 1953 / Ελλάδα 2010-2012
Αν επιχειρήσουμε μια σύγκριση μεταξύ της θεραπείας στην οποία υπόκειται η Ελλάδα και αυτής που επιφυλάχτηκε στη Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διαφορές και η αδικία είναι εντυπωσιακές.
Εδώ είναι ένας κατάλογος με 11 σημεία, που δεν εξαντλούν το ζήτημα:
1. - Αναλογικά, η μείωση του χρέους που δόθηκε στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 2012 είναι πολύ μικρότερη από εκείνη που χορηγήθηκε στη Γερμανία.
2. - Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που συνοδεύουν αυτό το σχέδιο (και εκείνες που προηγήθηκαν) δεν προωθούν σε τίποτα την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ενώ συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας.
3. - Επιβάλλονται στην Ελλάδα ιδιωτικοποιήσεις υπέρ των ξένων επενδυτών κυρίως, ενώ η Γερμανία ενθαρρυνόταν να ενισχύσει τον έλεγχό της πάνω στους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, με το δημόσιο τομέα υπό πλήρη ανάπτυξη.
4. - Τα διμερή χρέη της Ελλάδας (αφορά τις χώρες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα της Τρόικας) δεν μειώθηκαν (μόνο τα χρέη προς τις ιδιωτικές τράπεζες μειώθηκαν) ενώ τα διμερή χρέη της Γερμανίας (αρχής γενομένης με εκείνα που προκύπτουν στις χώρες που το Τρίτο Ράιχ είχε επιτεθεί, εισβάλει ή ακόμη ενσωματώσει) μειώθηκαν κατά 60% ή και περισσότερο.
5. - Η Ελλάδα πρέπει να αποπληρώσει σε ευρώ, ενώ έχει έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου (και ως εκ τούτου σε έλλειψη των ευρώ) με τους Ευρωπαίους εταίρους της (κυρίως Γερμανία και Γαλλία), ενώ η Γερμανία αποπλήρωνε τα περισσότερα από τα χρέη της σε γερμανικά μάρκα σημαντικά υποτιμημένα.
6. - Η ελληνική κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να δανείζει χρήματα στην ελληνική κυβέρνηση, ενώ η Deutsche Bank δάνεισε στις γερμανικές αρχές και τύπωνε χρήμα (έστω και με μέτριο ποσοστό).
7. – Επιτρεπόταν στη Γερμανία να μη υπερβαίνει το 5% των εσόδων από τις εξαγωγές της για να πληρώσει το χρέος ενώ δεν τέθηκε κανένα όριο στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας.
8. - Τα νέα χρεόγραφα του ελληνικού χρέους που αντικαθιστούν τα προηγούμενα οφειλόμενα στις τράπεζες δεν επιπίπτουν πλέον στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, αλλά στα δικαστήρια του Λουξεμβούργου και του Ηνωμένου Βασιλείου, που είναι αρμόδια (και ξέρουμε πόσο είναι ευνοϊκά για τους ιδιώτες πιστωτές ), ενώ τα γερμανικά δικαστήρια (ναι, αυτή η πρώην επιθετική και επεμβατική δύναμη...) ήταν αρμόδια.
9. - Όσον αφορά την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, τα γερμανικά δικαστήρια μπορούσαν να αρνηθούν να εκτελέσουν αποφάσεις των αλλοδαπών δικαστηρίων ή διαιτητικών δικαστηρίων σε περίπτωση που η εφαρμογή τους απειλούσε τη δημόσια τάξη. Στην Ελλάδα, η Τρόικα αρνείται φυσικά ότι τα δικαστήρια μπορούν να επικαλούνται τη δημόσια τάξη για να ανασταλεί η αποπληρωμή του χρέους. Ωστόσο, οι τεράστιες κοινωνικές διαμαρτυρίες και η άνοδος των νεο-ναζιστικών δυνάμεων, είναι τα άμεσα αποτελέσματα των μέτρων που υπαγορεύονται από την Τρόικα και την αποπληρωμή του χρέους. (7) Παρά τις διαμαρτυρίες των Βρυξελλών, του ΔΝΤ και των «χρηματοπιστωτικών αγορών» που θα προκαλούσε, οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να επικαλεσθούν εύκολα την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και δημόσιας τάξης, να αναστείλουν την πληρωμή του χρέους και να καταργήσουν τα αντικοινωνικά μέτρα που επιβλήθηκαν από την Τρόικα.
10. - Στην περίπτωση της Γερμανίας, η συμφωνία προβλέπει τη δυνατότητα να ανασταλούν οι πληρωμές για να επαναδιαπραγματευτούν οι όροι, αν υπάρχει μια ουσιαστική αλλαγή που εμποδίζει τη διαθεσιμότητα των πόρων. Τίποτα τέτοιο δεν προβλέπεται για την Ελλάδα.
11. - Στη συμφωνία για το γερμανικό χρέος, προβλέπεται ρητώς ότι η χώρα μπορεί να παράγει τοπικά προϊόντα που εισήγαγε προηγουμένως για να επιτευχθεί ένα εμπορικό πλεόνασμα και για την ενίσχυση των τοπικών παραγωγών της.
Αλλά η φιλοσοφία των συμφωνιών που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν στις ελληνικές αρχές να βοηθήσουν, να επιδοτήσουν και να προστατεύσουν τους τοπικούς παραγωγούς τους, είτε στη γεωργία, τη βιομχανία και τις υπηρεσίες, ενώπιον των ανταγωνιστών τους των άλλων χωρών της ΕΕ (που είναι οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας).
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι η Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έλαβε δωρεές σε πολύ σημαντικό ποσοστό, μεταξύ άλλων, όπως προαναφέρθηκε, στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ.
* Ερίκ Τουσέν, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης, Βέλγιο, πρόεδρος της CADTM Βελγίου (Επιτροπή για την κατάργηση του χρέους του Τρίτου Κόσμου, www.cadtm.org ) και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ATTAC Γαλλίας. Έγραψε με τον Damien Millet: ΑΑΑ, Audit Annulation Autre politique
Πηγή: TvXs.gr
Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014
Η ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Ελλάδα της κατοχής δεν έχει διερευνηθεί ακόμη ούτε όπως ούτε όσο της άξιζε. Θέμα ταμπού σε όλες τις εποχές (κάνουμε πως δεν ξέρουμε πως ακριβώς χρησιμοποιήθηκε η Μακρόνησος δεκαετίες πριν γίνει επίσημος τόπος εξορίας) αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις στα χρόνια του ναζισμού και η εκκωφαντική σιωπή που επιβάλλεται μετά την "απελευθέρωση", στην Ελλάδα της δωσίλογης δήθεν εθνικοφροσύνης. Της Ελένης Καρασσαβίδου
Υπήρχαν φυσικά και στρώματα του πληθυσμού (άξια του πιο βαθιού σεβασμού) που έδωσαν μια φοβερή αντιναζιστική μάχη με πρόταγμα την πιο ελπιδοφόρα αλληλεγγύη. Αλλά σίγουρα υπήρχε και η άλλη, εξίσου πλατιά, πλευρά που όλοι(για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) φρόντισαν να καταγγείλουν αλλά και να μειώσουν.
Κι αν η επίσημη ιστορική και πολιτική αφήγηση αφήνουν συνειδητά έξω από το κάδρο της ρητορικής τους ό,τι θα ξεβόλευε την εδραία άποψη περί φιλότιμου και φιλόξενου και δημοκρατικού λαού στα πλαίσια της λεγόμενης "εθνικής ιδεολογίας"(θύμα της οποίας υπήρξε και ο πατριωτισμός, χλευασμένος και άδικα ταυτισμένος με ό,τι κατ' ουσίαν τον ακύρωνε, όπως συμπιεζόταν στις συμπληγάδες κακοφορμισμένων και μισοκατανοημένων ιδεολογιών, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την μικροϊστορία και την κύρια κιβωτό της,την αυτοβιογραφία.
Ικανή συχνά να εκφράσει -έστω κι έμμεσα αφού ο λόγος παραμένει κυρίως κτήμα των αστικών στρωμάτων- την ιστορία των από κάτω και των απέξω (ιδίως αν "πέσει" σε χέρια έντιμα) η αυτοβιογραφία παρεμβαίνει κι αφήνει από χαραμάδες να εισέρχεται το βαθύ σκοτάδι, καταλύοντας αν έχεις αυτιά ν' ακούσεις, κάθε επίσημο ή ανεπίσημο εξωραϊσμό.
Μια σχετική μαρτυρία για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα της κατοχής λοιπόν μπορεί να βρεθεί στις σελίδες αυτοβιογραφίας του σημαντικού ποιητή που δωρίζοντας στο Δήμο (στον κόσμο, "ο πλούτος μου προήλθε από τον κόσμο και σε αυτόν πρέπει να επιστρέψει" έγραψε, φράση που δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν όσοι "αρπάζουν" σήμερα χρήματα αποκομμένοι από την παραγωγική βάση της κοινωνίας) μια βιβλιοθήκη κι ένα Πολιτιστικό Κέντρο, ίσως το πιο πλέον δραστήριο Πολιτιστικό Κέντρο στην Ελλάδα έκανε την χειρονομία εκείνη που τον κατέστησε και μετά θάνατον έναν διαρκώς παρόντα πολίτη.
Ο Γ. Θ. Βαφόπουλος, περί του οποίου ο λόγος, (τα 30 χρόνια από τον θάνατο του οποίου δεν απασχόλησαν το κλεινόν άστυ όσο θα έπρεπε) πέρα από τις (επιμέρους) συγκεκριμένες αναφορές του στους δικαιωμένους μεταπολεμικά δωσίλογους, περιγράφει στην 180η και 181η σελίδα των Σελίδων Αυτοβιογραφίας του μια (όπως αναφέρει) "Δάντικη Κόλαση" λίγο έξω από την Λαμία:
Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Λαμία, το τρένο είχε πάλι σταθεί, κοντά σε μιαν ερημιά, όπου η ψυχή μου δοκιμάσθηκε από τη φοβερή σκηνή μιας Δάντικης κόλασης. Δεν είναι σχήμα λόγου τούτη η πολυμεταχειρισμένη έκφραση. Εκεί κάτω στη μικρή χαράδρα, μπροστά στο σταματημένο τραίνο, παιζόταν η τελευταία πράξη ενός επεισοδίου από την κόλαση του μεγάλου Φιορεντίνου.Ήσαν στημένα μερικά παραπήγματα, όπου πριν από λίγους μήνες ίσως στεγαζόταν κάποιο "τάγμα εργασίας" των ταλαίπωρων Εβραίων.
Τώρα είχαν απομείνει κάμποσα ζωντανά ξεφτίδια, που φαίνεται πως κάποτε ήταν άνθρωποι. Σκελετωμένα σώματα, με ίχνη πάνω τους από κουρέλια,μόλις που σαλεύανε από την ανημποριά. Και τα πρόσωπα, δίχως ανθρωπιά, έμοιαζαν μορφές πληγωμένων ζώων που ξεψυχούσανε. Προσπαθούσαν να περπατήσουν και τρίκλιζαν, σκοντάφτανε πάνω στις πέτρες και τότε έτρεχε ο φύλακας τους, ένας Εβραίος εξωμότης (σσ έχει γράψει αρκετά και για τους Έλληνες εξωμότες, φαινόμενο άλλωστε πανανθρώπινο), και κατέβαζε πάνω στο κουρελιασμένο σώμα το Γερμανικό μαστίγιο. Κ' οι στρατιώτες της φρουράς καπνίζανε με απάθεια κι' ούτε καν καταδέχονταν να ρίξουν ένα βλέμμα επιδοκιμασίας, που τόσο πολύ το αποζητούσε ο ομόφυλος εξωμότης.
Μερικά από τα ανθρώπινα εκείνα υπολείμματα, στέκονταν ασάλευτα αντίκρυ στο τραίνο, μ' ένα βλέμμα κι εκείνο ασάλευτο, με την αντρική τους φύση γυμνή μπρος στα μάτια των επιβατών. Είχεν απολείπει τους ζωντανούς εκείνους νεκρούς η ανθρωπιά, η απάθεια του ζώου τους είχε φορέσει την μάσκα της, η φυσική "αιδώς", που ξέρει αυθόρμητα ν'αντιδρά, ήταν κι εκείνη πεθαμένη μέσα τους.
..Και παρά κάτω, στο βάθος της μικρής χαράδρας, ένα στενόμακρο σανίδι ζευγάρωνε τις δυο της πλευρές. Κι ήσαν υποχρεωμένες τούτες οι κινούμενες σκιές, με την απειλή του τουφεκιού, να κατεβαίνουν ως τη μικρή χαράδρα, να στέκονται πάνω στο σανίδι κι' από εκεί να κάμνουν την φυσική τους ανάγκη. Κ' η χαράδρα ήταν τώρα βαθύς οχετός, όπου είχαν ταφεί πολλοί "τεκμηκότες" Εβραίοι, όπου μ' ένα παραπάτημα πέφτανε τούτα τα ανθρώπινα κουρέλια.Οι μεγάλοι σφαγείς της ιστορίας ποτέ δεν είχαν επινοήσει έναν τέτοιου είδους τάφο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Τούτο φαίνεται πως ήταν προνόμιο του δικού μας "πολιτισμένου" αιώνα.
Είχα κουρνιάσει σε μια γωνιά του βαγονιού, με κλεισμένα μάτια από ντροπή και οδύνη. Ένιωθα πως ήμουν κ' εγώ ένας συνένοχος στο μεγάλο εκείνο έγκλημα, γιατί δεν είχα το κουράγιο ν' ακολουθήσω τους συνανθρώπους μου τούτους στον τάφο της μεγάλης ντροπής. Κ' η ντροπή μαζί με την οδύνη μου κορυφώθηκαν, όταν ένιωσα να φεύγει το τραίνο από τη σκηνή της δάντικης τραγωδίας. Και να συναποκομίζει το άλλο φθηνό ανθρώπινο φορτίο, που’ χε το μέγα προνόμιο να’ χει πάνω του κολλημένη την ετικέτα της "αρείας φυλής".
Τελικά η φθήνια, φθήση της μνήμης, εξαπλώθηκε κι επιβραβεύτηκε μεταπολεμικά. Οι τοπικές κοινωνίες (και κάποιοι ήξεραν αφού το τρένο δεν σταμάτησε να κάνει διαδρομές και οι αγρότες όπως κι οι βοσκοί κι άλλοι, δεν σταμάτησαν τις πέριξ γεωργικές ασχολίες) δεν μίλησαν.
Μια πλάκα δεν μπήκε ποτέ σε κανέναν από αυτούς τους τάφους της ντροπής, όπου ο άνθρωπος γινόταν δωρεάν εργατικό δυναμικό (ο καπιταλισμός στην πιο άγρια του μορφή που έγραψε κι ο Μπρεχτ, παρόλο που ο ολοκληρωτισμός σε διαφορετικές όμως μορφές που δείχνουν ότι ο ναζισμός δεν σχετικοποιείται, προσέβαλλε όλες τις ιδεολογίες).
Ό,τι μπορεί να ρίξει σε κείνα τα πλάσματα που είχαν κάποτε όνειρα και φοβίες όπως κι εμείς λίγο λυτρωτικό φως, είναι η φράση του Ιούλιου Τζούσικ, μπροστά στις άδικες κάνες, κι ενώ ξημέρωνε -με τη βοήθεια νέων ανθρώπων όπως αυτός που έδωσαν τα πάντα και έχασαν τα πάντα- η λευτεριά για όλους, ακόμη και τους φασίστες. Φράση που διαπερνά τον χρόνο κι φτάνει πια ως ευθυτενής παράκληση, και στα δικά μας αυτιά: Ένα μονάχα σας ζητώ.
Να μην ξεχάσετε ποτέ!
Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014
"Πατέρας και κόρη": Βραβευμένη με OSCAR αλληγορία για τη ζωή...
Μια από τις πιο όμορφες ταινίες μικρού μήκους που έχετε δει. Μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σ ένα κορίτσι και τον πατέρα της. Η ιστορία είναι συγκινητική, και η μουσική καταπληκτική. Για να μην αναφέρουμε την κίνηση, η οποία είναι τόσο όμορφη.
Αυτή η μικρού μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων ήταν η νικήτρια των Όσκαρ του 2000 . Κέρδισε επίσης πάνω από 20 βραβεία και θεωρείται η πιο επιτυχημένη από την σειρά των έργων του σκηνοθέτη Michael Dudok De Wit.
____
___
Ένας πατέρας αποχαιρετά τη μικρή του κόρη και φεύγει. Καθώς τα ολλανδικά τοπία ζουν μέσα στις εποχές τους , παρατηρούμε το κορίτσι να ζει μέσα σ αυτά . Μεγαλώνει , γίνεται μια νεαρή γυναίκα , αποκτά μια οικογένεια και τα χρόνια περνούν , αλλά πάντα μέσα της υπάρχει μια βαθιά λαχτάρα για τον πατέρα της .
Η ιστορία μπορεί να θεωρηθεί σαν μια μεταφορά . Ο πατέρας που φεύγει σε μια βάρκα σημαίνει ότι πεθαίνει και οι εικόνες της κόρης που προσμένει να ρθει πίσω σημαίνουν ότι πάντα τον σκεφτόταν για όλη τη ζωή της . Προς το τέλος , όταν η πλέον ηλικιωμένη κόρη αρχίζει να περπατά μέσα από την κατάφυτη , στερεμένη πια κοίτη, υπονοεί ότι πέθανε και ταξιδεύει στη μετά θάνατον ζωή για να δει τον πατέρα της για μια ακόμη φορά ....
______
Antikleidi , http://antikleidi.com
Εκμετάλλευση Ελλήνων από Έλληνες...
Ονομάζονται νέο - μετανάστες για να τους ξεχωρίζει κανείς από τους παλιούς, εκείνους που ήρθαν οργανωμένα στη Γερμανία τις δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε ήξεραν πριν ξεκινήσουν ότι θα τους περίμενε κάποιος στο σιδηροδρομικό σταθμό για να τους υποδεχτεί, ότι θα είχαν σπίτι, ασφάλεια και πάνω από όλα δουλειά με συγκεκριμένες απολαβές βάσει συμβολαίου.
Οι νέοι μετανάστες δεν έχουν πάντα την ίδια τύχη. Όποιοι έρχονται με πτυχία και γνωρίζουν τη γλώσσα, όχι μόνο πέφτουν στα μαλακά, αλλά είναι ευπρόσδεκτοι. Ιδίως όσοι διαθέτουν πολύ ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και σημαντική επαγγελματική εμπειρία και προϋπηρεσία απορροφώνται άμεσα από τη γερμανική αγορά εργασίας σε περίοπτες θέσεις σε νοσοκομεία, σε επιχειρήσεις ή σε πολυεθνικές εταιρείες.
«Σε πιάνουν όλοι στην ανάγκη»
Τα προβλήματα αναφύονται στους επαγγελματικά ανειδίκευτους, καθώς και σε όσους έρχονται στη Γερμανία χωρίς κάποια μόρφωση και γνώσεις γερμανικών, νομίζοντας ότι έρχονται στη «γη της επαγγελίας» και υπάρχει ψωμί για όλους. Αυτή η κατηγορία των νεο-μεταναστών μπορεί να πέσει πολύ εύκολα θύμα εκμετάλλευσης. Η πρώτη πόρτα που χτυπούν συνήθως για δουλειά είναι στα εστιατόρια, ιδιαίτερα στα ελληνικά εστιατόρια σε πρώτη φάση. Οι εμπειρίες τους δεν είναι πάντα θετικές: ημερομίσθια πείνας και χωρίς ασφάλεια, άθλια καταλύματα κατά ομάδες, ατέλειωτες ώρες εργασίας. Οι περισσότεροι παθόντες δεν θέλουν να μιλήσουν, δεν θέλουν να αναφέρουν ούτε το όνομά τους ή το όνομα του εστιατορίου γιατί φοβούνται τις απειλές των πρώην εργοδοτών τους. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις.
Μια τέτοια βρήκαμε στο Βερολίνο. Είναι ο Πέτρος. Αλλάξαμε το όνομά του και «σβήσαμε» τα ονόματα των ελληνικών εστιατορίων, στα οποία αναζήτησε εργασία. Πώς ήρθε στο Βερολίνο ο Πέτρος; Τυχαία, ήταν απόφαση της στιγμής. Με τη γυναίκα του, την κόρη του ενός χρονών και μια βαλίτσα ελπίδες. Πρώτος σταθμός το σπίτι κάποιου γνωστού. Και μετά η αναζήτηση μέσω αγγελιών για δουλειά σε ελληνικά εστιατόρια. «Στο πρώτο που πήγα ήταν το …, στο….. Zητούσε κάποιο βοηθό στην κουζίνα. Πήγα από εκεί, μου είπε για 45 ευρώ το 8ωρο - γιατί άλλα σου λένε στην αρχή κι αλλά στη συνέχεια - μετά μου λέει, ότι δεν χρειάζονταν συγκεκριμένα κάποιον για κάποια συγκεκριμένη δουλειά, απλά να είναι ένας για όλες τις δουλειές, δηλαδή και στα τηγάνια και στη λάντζα και σε όλο το μαγαζί. Και πάλι είπα δεν πειράζει. Μετά από 12 ώρες εργασίας πήγα να του πω να μου δώσει το μεροκάματο. Μου λέει ότι η πρώτη μέρα στη δουλειά είναι δοκιμαστική στη Γερμανία και δεν πληρώνεται. Λογικό είναι να τρελάθηκα εκείνη τη στιγμή. Άρχισα και φώναζα. Στο τέλος πάντως, μου λέει, ως πρώτη μέρα που δεν γνωρίζεις τη δουλειά, θα σου δώσω μόνο 20 ευρώ. Έφυγα από αυτόν πήγα να δουλέψω κάπου αλλού, πάλι από αγγελία, μέσω γνωστών και φίλων. Πήγα στο … που είναι κάπου στο βορειοανατολικό Βερολίνο για 45 ευρώ την ημέρα, πάλι 8ωρο. Μετά το αλλάζει, γίνεται 12ωρο, και επιπλέον τις Κυριακές πρέπει να πηγαίνεις από τις 10 το πρωί. Αυτά τα λένε στην πορεία, δεν τα λένε πριν, όταν γίνεται η συμφωνία, γιατί σε πιάνουν στην ανάγκη ότι δεν ξέρεις τη γλώσσα, άρα αναγκαστικά θα δουλέψεις εκεί. Εννοείται ανασφάλιστος. Ή αν θα δουλέψεις για 12 ώρες, δεν θα σε ασφαλίσει για 12, ή για 8 ώρες, θα σε ασφαλίσει για 3 με 4 ώρες το πολύ».
«Σε σπηλιές στο Βερολίνο»
Εξυπακούεται ότι δεν συμπεριφέρεται έτσι η πλειονότητα των επαγγελματιών της εστίασης. Ωστόσο υπάρχουν και τα κρούσματα εκμετάλλευσης. «Παγίδες» εγκυμονεί και η προσέλκυση νέων μεταναστών από την Ελλάδα μέσω ιδιωτικών γραφείων ευρέσεως εργασίας. Οι όροι είναι μεν πιο ελκυστικοί - καλές αποδοχές, σπίτι και φαγητό στο εστιατόριο - αλλά πρόκειται συχνά για παγίδα. Ο Νίκος Αθανασιάδης, μέλος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων, μας μεταφέρει τραγικές περιπτώσεις. «Η πιο τραγική είναι ένα ζευγάρι που το πετάξανε έξω μέσα στο κρύο, στους μείον 15 βαθμούς και τα παιδιά δεν είχανε ούτε τα απαραίτητα ρούχα, γιατί υπολόγιζαν να έρθουν, να πληρωθούν και να πάνε να ψωνίσουν. Δεν γνώριζαν τέτοιο χειμώνα, πρώτη φορά βγήκαν στο εξωτερικό, ένας μάλιστα δεν είχε δει χιόνι στη ζωή του. Η άλλη περίπτωση ενός παιδιού το οποίο βασικά έμπλεξε με δικαστήρια, έγινε καταζητούμενος, επενέβη η ομοσπονδία με τον νομικό της σύμβουλο και το βοηθήσαμε το παιδί, Μια άλλη περίπτωση μιας κυρίας, έγινε πρόσφατα το καλοκαίρι: πάλι το ίδιο, την πετάξανε στο δρόμο κι αυτήν. Μας πήρε τηλέφωνο, πήγαμε, μιλήσαμε και με τον εστιάτορα, τελικά συμφωνήσαμε σε ένα μικρό ποσό, ούτως ώστε να έχει κάποια χρήματα όχι για να πάρει το εισιτήρια επιστροφής, αλλά να κινηθεί λίγο, να πάρει να φάει κάτι. Δεν είχε να φάει τίποτα».
Η Μαρία Οικονομίδου είναι συντονίστρια στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Βερολίνου, τον κατεξοχήν χώρο συνάντησης παλαιών με νέους μετανάστες. Η οικεία ατμόσφαιρα λύνει τις γλώσσες, που περιγράφουν ιστορίες πέρα από τη φαντασία. «Είχα συνοδεύσει σε κάποια φάση έναν βοσκό, που τον είχαν φέρει εδώ. Ο άνθρωπος φυσικά δεν είχε καμιά αίσθηση, ούτε του τόπου, αλλά ούτε του χρόνου, στον οποίο ζούσε. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να τον βοηθήσω, ο άνθρωπος έπεσε θύμα εκμετάλλευσης, ζούσε σε κάτι σπηλιές - ναι το Βερολίνο έχει σπηλιές, έτσι έμαθα κι εγώ ότι έχει σπηλιές - και προσπαθούσε να συντηρηθεί κατά κάποιον τρόπο».
Πόσοι είναι αυτοί που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης; Σύμφωνα με το Γενικό Προξενείο του Μονάχου, πόλη που δέχεται τους περισσότερους νέους μετανάστες, μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να γίνει ο υπολογισμός. Στη Βαυαρία πρέπει να είναι γύρω στους χίλιους, σε ολόκληρη τη Γερμανία γύρω στους 5.000 για το 2011 και το 2012. Τα περισσότερα θύματα εκμετάλλευσης δεν απευθύνονται στις ελληνικές αρχές για βοήθεια. Όσοι απευθύνονται, ζητούν να καταγγελθεί το περιστατικό στην αστυνομία, καταγγελία που θα πρέπει να γίνει επώνυμα. Ο επαναπατρισμός είναι μια άλλη δύσκολη πτυχή, γιατί τα κατά τόπους προξενεία δεν διαθέτουν σχετικά κονδύλια. Η πρακτική που ακολουθεί το Γενικό Προξενείο του Μονάχου είναι σε δύο κατευθύνσεις: από τη μια υποδεικνύει φτηνούς τρόπους επιστροφής στην Ελλάδα, από την άλλη γνωστοποιεί στους παθόντες ότι υπάρχει διαδικασία δανεισμού από το ελληνικό δημόσιο για την κάλυψη των εισιτηρίων, εφόσον βέβαια είναι φορολογικά καταγεγραμμένοι στην Ελλάδα.
Δίκτυο εθελοντών
Το Γενικό Προξενείο του Ντίσελντορφ πρωτοστατεί μαζί με άλλους φορείς στη δημιουργία δικτύου εθελοντών που συμπαρίσταται στους νέους μετανάστες στα πρώτα τους βήματα στη Γερμανία. Εκτός αυτού, το προξενείο έχει καταγράψει ένα δίκτυο δικηγόρων, τους οποίους μπορεί κανείς να αναζητήσει στην ιστοσελίδα του προξενείου, όταν θέλει να κάνει καταγγελία στην αστυνομία. «Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη έχει δώσει την ευκαιρία σε κυκλώματα να εκμεταλλευθούν την ανάγκη συνανθρώπων μας» μας είπε ο Γρηγόρης Δελαβέκουρας, Γενικός Πρόξενος στο Ντίσελντορφ. «Και αυτή η μορφή εκμετάλλευσης δε γνωρίζει σύνορα, ούτε εθνικότητα. Τέτοια κυκλώματα υπάρχουν δυστυχώς και στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Για αυτό χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή και καλή πληροφόρηση πριν κάποιος πάρει τις αποφάσεις του. Χρειάζεται προστασία των δικαιωμάτων και εφαρμογή της νομιμότητας και είναι σημαντικό ότι εθελοντές δικηγόροι ελληνικής καταγωγής στη Γερμανία παρεμβαίνουν για αυτό το σκοπό, όταν διαπιστώνονται περιπτώσεις εκμετάλλευσης. Οι φορείς του ελληνισμού στην περιοχή μας καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες για να συνδράμουν αυτούς που έχουν ανάγκη.
Η ελληνική κοινότητα Ντίσελντορφ και στελέχη ελληνικής καταγωγής της κοινωνικής υπηρεσίας Διακονία, έχουν ιδρύσει το Δίκτυο Ελληνικών Φορέων, που συγκεντρώνει πολλές ελληνικές κοινότητες και εκκλησίες του κρατιδίου. Το Δίκτυο, χάρη στην εθελοντική προσφορά των μελών του και με τη στήριξη του Γενικού Προξενείου, παρέχει πληροφόρηση και βοήθεια, ενώ ένα αντίστοιχο Δίκτυο πρόκειται να λειτουργήσει στην περιοχή της Βεστφαλίας. Οι προσπάθειες αυτές όμως δεν αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος», καταλήγει ο κ. Δελαβέκουρας υπογραμμίζοντας ότι η μόνη βιώσιμη απάντηση στο πρόβλημα είναι η ενίσχυση της απασχόλησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Ψύχραιμη στάθμιση
Τι θα πρέπει να προσέχουν όσοι αναζητούν εργασία στη Γερμανία; «Καταρχήν, να μη διανοηθούν καν να έρθουν, εάν δεν έχουν επαρκή γνώση της γλώσσας», υπογραμμίζει με έμφαση ο κ. Αθανασιάδης από την Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων. «Η παρουσία κάποιου συγγενή ή φίλου διευκολύνει πολύ. Έχει ακουστεί ότι οι Γερμανοί μοιράζουν λεφτά με το που γράφεται κάποιος στο γραφείο εργασίας. Αυτό δεν γίνεται αμέσως, αλλά μετά από 3 μήνες. Προσοχή σε αγγελίες μέσω διαδικτύου ή στις εφημερίδες που υπόσχονται παχυλούς μισθούς και ποτέ χρήματα προκαταβολή σε κανέναν για τα αεροπορικά εισιτήρια. Είναι 100% βέβαιο ότι τα χρήματα αυτά θα χαθούν». Πολύ σημαντική είναι και η επικοινωνία με τα κατά τόπους ελληνικά προξενεία πριν πάρει κάποιος τη μεγάλη απόφαση να μεταναστεύσει στη Γερμανία. Έχουν τον τρόπο να κατευθύνουν σωστά τους ενδιαφερόμενους.
Σημαντική στήριξη δίνεται και από τις ελληνικές κοινότητες σε πολλές πόλεις της Γερμανίας με τη δική τους ομάδα εθελοντών, που συνοδεύει τους νέους μετανάστες στις υπηρεσίες για να διευθετήσουν μαζί τη γραφειοκρατική διαδικασία. Αλλά ίσως τότε να είναι ήδη πολύ αργά. Χρειάζεται ψυχραιμία στη στάθμιση των παραγόντων που ωθούν κάποιον να αφήσει πίσω του την κρίση. Δεν πρέπει να είναι απόφαση στιγμής, αλλά απόφαση ζωής…
(Αναδημοσίευση από το www.dw.de, Ειρήνη Αναστασοπούλου, Υπεύθ. Σύνταξης Γιάννης Παπαδημητρίου)
Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014
30 χρόνια χωρίς τον Mέγιστο του ρεμπέτικου Βασίλη Τσιτσάνη...
Τον χρόνο δεν μπορείς να τον γυρίσεις πίσω. Όπως και δεν μπορείς να κάνεις εικασίες για το πώς θα είχε εξελιχθεί αν ο τάδε είχε κάνει το ένα και ο δείνα το άλλο. Δεν έχει και νόημα άλλωστε. Από την άλλη δεν υπάρχουν πάντοτε και οι εξαιρέσεις; Δεν υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν σημαδεύσει όχι τόσο το παρόν τους αλλά το μέλλον; Ο Βασίλης Τσιτσάνης ανήκει (συνειδητός ο ενεστώτας χρόνος) σε αυτή την κατηγορία. Αν δεν υπήρχε είναι σίγουρο ότι η ελληνική λαϊκή μουσική δεν θα είχε εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο.
Καλλιτέχνης λαϊκός, όχι μόνο προέρχεται από τον λαό και τον εκφράζει και ο λαός τον χρησιμοποιεί, αφού του εκφράζει τα ντέρτια και τους καημούς του, για να χαρεί και να κλάψει. Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ένας ζωγράφος που αντί να χρησιμοποιεί πινέλα έχει στη παλέτα του, λέξεις και μουσικές. «Απλές» λέξεις «απλές» μουσικές. Μόνο που όταν τοποθετούνται στον καμβά του και κυρίως στον καμβά του καθενός από εμάς, αποκτούν άλλη υπόσταση. Εβαλε και αυτός το λιθαράκι του σε αυτό που ονομάζουμε νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Όπως για παράδειγμα το έβαλαν οι λαϊκοί δημιουργοί σαν τον Θεόφιλο και τον Ευγένιο Σπαθάρη.
Με τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη δεν διασκεδάζεις μόνο. Αν μείνεις εκεί έχεις χάσει την μισή τους ουσία. Με τα τραγούδια του τρικαλινού μάστορα, κάνεις μια βουτιά στα βάθη της ψυχής σου, συνειδητοποιείς τι έχεις κάνει και τι δεν έχεις κάνει στη ζωή σου, δακρύζεις και κλαις. Τόσο… απλά. Ο Βασίλης Τσιτσάνης θα μπορούσε να ήταν ένας λαϊκός μυθιστοριογράφος. Πάρτε τα τραγούδια του και συνθέστε τους στίχους τους. Αυτή η σύνθεση θα σας οδηγήσει σε ένα μυθιστόρημα όπου ήρωας είναι ο καθένας από εμάς. Είναι μελαγχολικός στη μουσική, στους στίχους ή στην ερμηνεία στα περισσότερα από αυτά. Και; Πρωτόπιασε μουσικό όργανο το 1926 σε ηλικία 11 ετών (το μαντολίνο του πατέρα του που είχε ήδη μετατραπεί σε μπουζούκι) και έκανε κάτι και πάλι απλό. Μετέφερε στο τραγούδι τους καημούς και τις ανάγκες που αφουγκραζόταν δίπλα του. Και από καημούς η προπολεμική αλλά και μεταπολεμική Ελλάδα άλλο τίποτα.
Για να περιγράψει κάποιος τον Βασίλη Τσιτσάνη αξίζει να παρακολουθήσει το ζεϊμπέκικο που χορεύει ο Γιάννης Τσαρούχης όταν τον φωνάζει ο συνθέτης στη σκηνή. Αυτό το ζεϊμπέκικο αποτυπώνει με τον πιο δυνατό τρόπο την δύναμη και των δύο δημιουργών. Δύο ζωγράφων.
O Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς ηπειρώτες στις 18 Ιανουαρίου. Πέθανε 69 χρόνια αργότερα την ίδια ημέρα σε νοσοκομείο του Λονδίνου όπου νοσηλευόταν. Η μοίρα κάνει όντως τα παιχνίδια της.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο - το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ'αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια.
Η "Αρχόντισσα" είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ'αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα "Να γιατί γυρνώ", "Γι 'αυτά τα μαύρα μάτια σου" και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.
Μ' αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. "Αχάριστη", "Μπαξέ τσιφλίκι", "Τα πέριξ", "Νύχτες μαγικές", "Ζητιάνος της αγάπης", "Ντερμπεντέρισσα" και βέβαια τη "Συννεφιασμένη Κυριακή". Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί.
Η δεκαετία 1945 - 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι' αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. "Είμαστε αλάνια", "Πήρα τη στράτα κι έρχομαι", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Τρελός τσιγγάνος", "Πέφτουν της βροχής οι στάλες", "Όμορφη Θεσσαλονίκη", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Φάμπρικες", "Πέφτεις σε λάθη", "Καβουράκια", "Κάθε βράδυ λυπημένη", "Ξημερώνει και βραδιάζει", "Έλα όπως είσαι", είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι' αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα' πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ' αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους - που κάποτε είναι...τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή - δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ' τις εποχιακές "μόδες", παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ' τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ' εξοχήν ο ίδιος. Απ' αυτά ν' αναφέρουμε ενδεικτικά : "Ίσως αύριο (1958), "Τα λιμάνια" (1962), "Τα ξένα χέρια"(1962), "Μείνε αγάπη μου κοντά μου"(1962), "Κορίτσι μου όλα για σένα"(1967), "Απόψε στις ακρογιαλιές"(1968), "Κάποιο αλάνι"(1968), "Της Γερακίνας γιός"(1975),"Δηλητήριο στη φλέβα"(1979). Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο "Χάραμα" - έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια...
(δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο www.tsitsanis.gr)
Και μια ιστορία
Τι σήμερα, τι αύριο τι τώρα
«Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»
(1954, Βασίλης Τσιτσάνης - Γεράσιμος Τσάκαλος, ερμηνεία: Μαρίκα Νίνου)
Τέσσερα χρόνια διήρκεσε η σχέση του Βασίλη Τσιτσάνη με τη Μαρίκα Νίνου. Γνωρίστηκαν το 1949, εποχή που εκείνη τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας και εκείνος στου «Τζίμη του Χοντρού», στην Αχαρνών, μαζί με τη Σωτηρία Μπέλλου. Επειτα από μια φασαρία που είχε η Νίνου με κάποιους βασιλικούς, ο Τσιτσάνης την πήρε μαζί του. Σε λίγο καιρό το ντουέτο Τσιτσάνης- Νίνου χάλαγε κόσμο. Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια τραγούδια του με τη φωνή της και η μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη. Εν τω μεταξύ, ενώ ο Τσιτσάνης δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να διαλύσει την οικογένειά του, η Νίνου ήλπιζε ότι με τον καιρό θα τον κατακτούσε ολοκληρωτικά. Υστερα από τέσσερα θυελλώδη χρόνια κατέληξαν, το καλοκαίρι του 1953, να εμφανίζονται μαζί τόσο στη δισκογραφία όσο και στο πάλκο. Ωστόσο τίποτε δεν ήταν όπως πρώτα. Εκείνη την περίοδο η Νίνου εμφάνισε και τα πρώτα συμπτώματα καρκίνου. Οι γιατροί τής συνέστησαν θεραπεία στην Αμερική και η Νίνου ζήτησε από τον Τσιτσάνη να πάνε μαζί περιοδεία, έτσι ώστε να συνδυάσει τη θεραπεία της με δουλειά. Ο Τσιτσάνης ήταν εξαρχής αρνητικός, έγινε μάλιστα ανένδοτος μόλις έμαθε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος. Το 1954 συνειδητοποιούσαν πλέον ότι η σχέση τους δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο. Λίγο προτού φύγει για την Αμερική τής έδωσε να πει το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα/ ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα». Η Νίνου έπιασε αμέσως το νόημα του τραγουδιού. Την ώρα της ηχογράφησης στο στούντιο δεν άντεξε: σταμάτησε και έφυγε δακρυσμένη. Επέστρεψε όμως, κλαμένη αλλά πεισμωμένη. Και αυτή τη φορά το τραγούδησε μια κι έξω.
(από το βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη «Μια ιστορία… ένα τραγούδι», εκδόσεις Τoubi΄s)
Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014
Η τέχνη της ανάγνωσης
Αποσπάσματα από ένα κείμενο που διάβασα πριν από πάρα πολλά χρόνια και νόμισα ότι απευθύνεται σε μένα προσωπικά. Όμως τελικά, όσοι διαβάζουν συνδέονται αόρατα από τις ίδιες τελετουργίες:
Το ξαναθημήθηκα σήμερα και με βοήθησε να σκεφτώ πιο ψύχραιμα όταν ο γιος μου μου είπε πως τον άφησε αδιάφορο η πρόταση που η καθηγήτριά τους κ. Παθιακάκη (1ο Γυμνάσιο Δάφνης) τους έκανε στην τάξη, ώστε να συμμετάσχουν σε μια λέσχη ανάγνωσης στο σχολείο τους...
"Πρόκειται για μια σχεδόν λησμονημένη τέχνη. Χιλιάδες βιβλία γράφονται και διαβάζονται κάθε χρόνο, ελάχιστοι είναι όμως οι άνθρωποι που ανα-γιγνώσκουν: εκείνοι δηλαδή που αναγνωρίζουν σ' ένα βιβλίο μια άγνωστη πλευρά του εαυτού τους, μια ξεχασμένη αίσθηση ή μια συγκίνηση που έρχεται στην επιφάνεια με τη διακριτική μεσολάβηση του συγγραφέα. Αυτοί, οι αληθινοί αναγνώστες, καμιά σχέση δεν έχουν με όσους περι-διαβάζουν στις σελίδες ενός βιβλίου. Είναι οι τελευταίοι μιας φυλής η οποία αναγνωρίζεται ακόμα από το τυπικό μιας τελετής που επαναλαμβάνεται απαράλλαχτη εδώ και αιώνες.
"Ο αναγνώστης διαλέγει ο ίδιος τα βιβλία του. Το βιβλιοπωλείο είναι ο φυσικός του χώρος, το δεύτερο σπίτι του. Αφού παραπλεύσει τους φορτωμένους πάγκους, ο αναγνώστης κατευθύνεται στα σκονισμένα ράφια. Ξέρει καλά πως κάτω απ' τη σκόνη, μέσα στην αδιαφορία και την εγκατάλειψη, περιμένουν οι πραγματικοί θησαυροί, όπως τα εκλεκτά κρασιά που παλαιώνουν στην κάβα. Εκεί αφήνει το μάτι του να πλανηθεί σε τίτλους, ονόματα συγγραφέων, λέξεις και χρώματα. Όταν κάποιο βιβλίο τραβήξει την προσοχή του, το κατεβάζει απ' το ράφι και το ξεφυλλίζει με ανυπόμονα χέρια. Διαβάζει το οπισθόφυλλο, το βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, κάποιες τυχαίες περικοπές. Ο αναγνώστης προσέχει ακόμα τα τυπογραφικά στοιχεία, την εικόνα και το στήσιμο του εξωφύλλου, την ποιότητα του χαρτιού. Μερικοί αναγνώστες συνηθίζουν να βυθίζουν τη μύτη τους μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου και ν' απολαμβάνουν το άρωμα της τυπωμένης μελάνης. Μολονότι αυτό γίνεται συνήθως στα κρυφά, πρέπει να σημειώσουμε ότι αποτελεί μία καθ' όλα νόμιμη πράξη. Το βιβλίο απευθύνεται σε όλες τις αισθήσεις μας, κι αυτό είναι κάτι που το ξέρει καλά ο αναγνώστης.
"Ο αναγνώστης διαβάζει πάντοτε μόνος. Γνωρίζει πως η ανάγνωση είναι μια διαδικασία που, όπως μια δύσκολη και απαιτητική ερωμένη, αξιώνει ολόκληρη την προσοχή του. Φροντίζει, λοιπόν, να εξασφαλίσει την απόστασή του από την πραγματικότητα προκειμένου να βυθιστεί απερίσπαστος σ' έναν καινούριο κόσμο. Η ανάγνωση σε παραλίες, καφενεία, μέσα μαζικής μεταφοράς, παγκάκια πάρκων και, γενικά, σε πολυσύχναστα μέρη, είναι μια προβληματική μορφή ανάγνωσης. Πράγματι, αρκεί ένας θόρυβος, μια φωνή, η άκαιρη παρέμβαση του σερβιτόρου, για να ραγίσει ο κόσμος που ο αναγνώστης οικοδομούσε μέσα του. Γι' αυτό ο αναγνώστης διαβάζει κατά μόνας στο ήσυχο περιβάλλον του σπιτιού του. ’λλες φορές μπορεί κατά την κρίση του να επιλέξει μια όχι ιδιαίτερα αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι, ή μια απλή καρέκλα στο δροσερό μισοσκόταδο της κουζίνας. Η ανάγνωση στο κρεβάτι ή στον καναπέ, μολονότι χαίρει ιδιαίτερης προτίμησης από μια ορισμένη κατηγορία αναγνωστών που διακρίνονται για τη σωματική νωθρότητά τους, δεν ενδείκνυται, διότι ουσιαστικά υποθάλπει και την πνευματική νωθρότητα του αναγνώστη.
"Ο αναγνώστης μπορεί να συνοδεύσει τη διαδικασία της ανάγνωσης με ορισμένα άλλα μέσα: τσιγάρο, πίπα, πούρο για τους καπνιστές, αφεψήματα ικανά να σβήσουν τη δίψα και να ενισχύσουν την απόλαυση. Ανάμεσα στα τελευταία τα πλέον ενδεδειγμένα είναι το τσάι και ο καφές, που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση χωρίς να του στερούν τις πνευματικές του δυνάμεις. Απεναντίας, πρέπει να αποφεύγεται το αλκοόλ, που θολώνει την κρίση και μειώνει την ικανότητα της αντίληψης. Ορισμένοι αναγνώστες προτιμούν να διαβάζουν τα βιβλία τους με τη διακριτική συντροφιά της μουσικής. Σ' αυτή την περίπτωση όμως, ο αναγνώστης οφείλει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις μουσικές επιλογές του. Η μουσική πρέπει να περιορίζεται στον συνοδευτικό της ρόλο και σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να αποσπά την προσοχή του αναγνώστη.
"Ο αναγνώστης διαβάζει αργά, προσπαθώντας να εναρμονίσει τον ρυθμό της ανάγνωσης με τους εσωτερικούς ρυθμούς της αφήγησης. Πολλές φορές απολαμβάνει δύο και τρεις φορές την ανάγνωση κάποιας σελίδας ή αφήνεται σε μια μυστική ονειροπόληση, η οποία αποτελεί μέρος της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ εκείνου και του συγγραφέα. Ο αναγνώστης έχει την ικανότητα να διαβάζει ακόμα και ανάμεσα στις γραμμές, γιατί ξέρει ότι αυτές οι μικρές σιωπές που δημιουργούνται στα κενά της αφήγησης είναι αποκλειστικά δικός του χώρος: χώρος για να συλλογιστεί, για να δημιουργήσει, για να ονειρευτεί. Ποτέ ο αναγνώστης δεν αφήνει αδιάβαστες σελίδες για να φτάσει πιο σύντομα στο τέλος του βιβλίου. Για τον αναγνώστη σημασία έχει το ταξίδι, όχι ο προορισμός.
Ο αναγνώστης ξέρει πως ένα καλό βιβλίο πρέπει να διαβάζεται απνευστί, μέσα σε μια ιδιαίτερη κατάσταση που λίγο απέχει από τον πυρετό ή τη μέθη. Εάν κάποιο βιβλίο, λόγω μεγέθους, δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί σε μία και μόνη ανάγνωση, τότε ο αναγνώστης κατατρύχεται από μια παράξενη έξαψη, είναι απρόσεχτος στις καθημερινές ασχολίες του και καταδιώκεται από την έμμονη ιδέα του βιβλίου. Με σπουδή βιάζεται ν' απαλλαγεί από τις βιοτικές του μέριμνες και να εξοικονομήσει τον απαραίτητο χρόνο για να ολοκληρώσει την ανάγνωση. Αρκετοί αναγνώστες προτιμούν να θυσιάσουν τον ύπνο τους προκειμένου να τελειώσουν την ανάγνωση ενός συγκεκριμένου βιβλίου. Ωστόσο, όταν η νύστα βαραίνει τα βλέφαρα, ο αναγνώστης δεν είναι σε θέση να συλλάβει όλες τις αποχρώσεις της αφήγησης, τη διαύγεια και τη στιλπνότητα του ύφους. Ο αναγνώστης θεωρεί την ανάγνωση ως την υψηλότερη μορφή απόλαυσης και αρνείται να υποκύψει σε τέτοιες ψυχαναγκαστικές διαδικασίες. Επίσης, ο αναγνώστης νιώθει βαθιά περιφρόνηση για όσους αντιμετωπίζουν την τέχνη του λόγου ως μία μορφή δραστικού υπνωτικού και αρνείται να διαβάσει «για να νυστάξει».
Τυχαίνει κάποτε ορισμένα βιβλία ν' αντιστέκονται στην πράξη της ανάγνωσης. Ο αναγνώστης πλήττει, δυσανασχετεί, χασμάται, συλλαμβάνει τον εαυτό του να παραβλέπει παραγράφους ή ακόμα και ολόκληρες σελίδες του βιβλίου. Δύο πράγματα είναι πιθανόν να συμβαίνουν: ή το βιβλίο είναι πράγματι κακό, οπότε ο αναγνώστης δικαιούται να το ενταφιάσει στη βιβλιοθήκη του αναλογιζόμενος με πίκρα την αστοχία της επιλογής του, ή ο ίδιος δεν είναι ακόμα έτοιμος για την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου. Σ' αυτή τη δεύτερη περίπτωση ο αναγνώστης επανέρχεται μετά από μήνες ή και χρόνια και ανακαλύπτει στο βιβλίο που δεν κατόρθωσε να διαβάσει ένα αυθεντικό αριστούργημα. Το δέχεται χωρίς έκπληξη, γιατί ο αναγνώστης ξέρει ότι κι αυτός ωριμάζει, όπως ακριβώς και τα βιβλία. "
Σωτήρης Τριβιζάς "Το πνεύμα του λόγου" (δοκίμια)
Έκαναν το χρέος τους, έκαναν..."λάθος"!
Οι σύγχρονοι «Σταυροφόροι», πάντως, δεν χρειάζονται μεταφυσικά άλλοθι για να κάνουν το (ταξικό) «χρέος» τους. Ετσι, ο κύριος «καλό κουράγιο, Έλληνες», ο επίτροπος Ολι Ρεν, το παραδέχτηκε ευθέως: Η πολιτική που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, όπως είπε, από την πρώτη στιγμή των Μνημονίων είχε ως έναν από τους βασικούς της στόχους τη διάσωση των τραπεζών δια της μετακύλισης των βαρών τους στον ελληνικό λαό.
Χτες, όμως, μια μέρα μετά την ομολογία του επιτρόπου, ο πρωθυπουργός αισθάνθηκε την ανάγκη, μιλώντας στις Βρυξέλλες, να κρυφτεί πίσω από… «λαθεμένους πολλαπλασιαστές». Ηταν φυσικό. Ο καθένας στη θέση του κ.Σαμαρά θα πάσχιζε να εμφανίσει την ανθρωπιστική συμφορά που συντελείται στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα κάποιου «λάθους».
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως όσα ζούμε στην Ελλάδα δεν είναι οι συνέπειες που προκάλεσαν τα «λάθη» στους… πολλαπλασιαστές ή τους διαιρέτες. Είναι οι συνέπειες ενός κοινωνικού εγκλήματος. Ούτε οι ¨Σταυροφόροι» του ΔΝΤ έκαναν κάποιο λάθος, ούτε της ΕΕ, ούτε κανείς από την τρόικα και τις ελληνικές κυβερνήσεις. Επιλογή τους, εξ αρχής, ήταν: Να ρημάξουν τον ελληνικό λαό, να τον «αποκεφαλίσουν», για να διασώσουν τις τράπεζες και τα μονοπώλια. Αυτή ήταν η πυξίδα τους πριν τα Μνημόνια, αυτό το σχέδιο υπηρετούσαν και υπηρετούν και με τα Μνημόνια. Και από την άποψη αυτή, τα Μνημόνιά τους όχι μόνο δεν λάθεψαν, αλλά πέτυχαν. Απολύτως.
Βασική επιδίωξη των εγχώριων και ξένων «σωτήρων», από την έναρξη της κρίσης, ήταν να εξασφαλίσουν στους τραπεζίτες ότι θα ξεφορτωθούν μεγάλο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους, με το οποίο τα προηγούμενα χρόνια «έπαιζαν» τοκογλυφικά μέσω των ομολόγων που κρατούσαν στα χέρια τους. Τα Μνημόνια φτιάχτηκαν για να εξασφαλιστεί μέσω της «συντεταγμένης χρεοκοπίας» της Ελλάδας ο απαραίτητος χρόνος στους ντόπιους και ξένους τραπεζίτες να κάνουν τα «κουμάντα» τους. Οι πρώτοι θα έπαιρναν ενισχύσεις, ανακεφαλαιοποιήσεις κλπ. Οι δεύτεροι θα πετούσαν από πάνω τους τα ελληνικά ομόλογα, εξασφαλίζοντας μέσω και των νέων δανείων ότι θα μας ξεζουμίζουν στο διηνεκές.
Τα συμφέροντα που διακυβεύονταν ήταν πολλά και η συνεργασία μεταξύ των ντόπιων και ξένων «λύκων» ήταν απαραίτητη. Το ομολογούσαν εμμέσως ακόμα και διακεκριμένα πρώην στελέχη του ΔΝΤ, που παραδέχονταν: «Οι ξένοι έχουν το 70% των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου. Από το υπόλοιπο 30%, το μεγαλύτερο τμήμα (56 δισ. ευρώ) έχουν οι ελληνικές τράπεζες...»1
Για να δούμε πως στήθηκε και που απέβλεπε το «κόλπο» θα πρέπει να θυμηθούμε την ακριβή εθνικότητα των διεθνών τοκογλύφων της χώρας όταν ψηφίστηκε το Μνημόνιο: Η συνολική έκθεση της Ελλάδας, το σύνολο δηλαδή του δημόσιου και ιδιωτικού της χρέους σε ξένες τράπεζες έως τον Ιούνη του 2010 ανερχόταν σε 252,1 δισ. δολάρια2. Το 73,3% του παραπάνω ποσού (184,7 δισ. δολάρια) ήταν οφειλή προς γαλλικές (83,1 δισ.), γερμανικές (65,4 δισ.) και αμερικανικές (36,2 δισ.) τράπεζες. Ας παρακολουθήσουμε τι συνέβη στη συνέχεια:
- Έξι μήνες από την εφαρμογή του Μνημονίου, το Δεκέμβρη του 2010, η έκθεση των ξένων τραπεζών στο συνολικό ελληνικό εξωτερικό χρέος είχε μειωθεί στα 145,7 δισ. δολάρια3 και πιο συγκεκριμένα η οφειλή προς γαλλικές τράπεζες μειώθηκε στα 56,7 δισ., προς γερμανικές στα 34 δισ. και προς αμερικανικές στα 7,3 δισ. δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι: Μέσα σε έξι μόλις μήνες από την εφαρμογή του Μνημονίου οι ξένες τράπεζες σε απόλυτη συνεργασία με την εγχώρια πλουτοκρατία, μείωσαν τις επισφάλειες στην Ελλάδα κατά 42%! Ξεφορτώθηκαν δηλαδή πάνω από 100 δισεκατομμύρια!
- Στον ένα χρόνο μετά το Μνημόνιο, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι είχαν φροντίσει οι τράπεζες τους να μην είναι εκτεθειμένες στην Ελλάδα με περισσότερα από 9 έως 15,5 και από 6 έως 10,2 δισ. ευρώ, αντίστοιχα4.
- Στις 31/12/2011η έκθεση των ξένων τραπεζών στο ελληνικό δημόσιο χρέος είχε πια μειωθεί, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, μόλις στα 35 δισεκατομμύρια (από 252,1 πριν το Μνημόνιο)...
Εν ολίγοις:
Η πολιτική των Μνημονίων εξασφάλισε στους τραπεζίτες τον απαραίτητο χρόνο και τις απαραίτητες «διευκολύνσεις» για να οργανωθούν και να ξεφορτωθούν μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους, εισπράττοντας βέβαια παχυλούς τόκους. Έτσι, με την εφαρμογή του Μνημονίου, ντόπιοι και ξένοι δανειστές λεηλάτησαν τον ελληνικό λαό και παράλληλα, οι μεν έλαβαν πακτωλό «πακέτων», οι δε φρόντισαν να απαλλαγούν από μεγάλο μέρος των ελληνικών ομολόγων.
Αυτή είναι η ιστορία των «λαθών» της τρόικας. Δηλαδή: Ουδέν λάθος! Αντιθέτως το μόνο λάθος που υπάρχει είναι να παραμυθιαστούμε με τον επικοινωνιακό κοπανιστό αέρα περί «λάθους». Που συντηρείται πολλαπλώς: Κι από εκείνους που μιλούν για «αξιοποίηση» αυτών των δήθεν «λαθών», κι από τους άλλους που αναζητούν «φίλους» ανάμεσα στα «βουβάλια» που τσακώνονται και αλληλοκατηγορούνται για «λάθη». Αλλά τα «βουβάλια» ένα λάθος δεν θα διαπράξουν ποτέ: Να διαλύσουν την ενότητά τους για χάρη των «βατράχων».
1) Μιράντα Ξαφά, «Τελευταία επιλογή, η αναδιάρθρωση», «Καθημερινή», 30/1/2011.
2) Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, έκθεση Δεκέμβρη 2010.
3) Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, έκθεση Ιούνη 2011.
4) Εκτιμήσεις της Goldman Sachs, «Ριζοσπάστης», 22/4/2011 και Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, «Καθημερινή», 12/6/2011.
Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014
Η ολοκληρωτική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και η ολοσχερής διάλυση του δημόσιου σχολείου
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού στην ελληνική εκπαίδευση καταγράφει μέχρι σήμερα, κατά βάση, τρία «επεισόδια». Το πρώτο «επεισόδιο» διαρκεί περίπου εκατόν πενήντα χρόνια (1834-1982): από την καθιέρωση του επιθεωρητή ως αξιολογητή και πειθαρχικού διοικητικού προϊσταμένου των εκπαιδευτικών μέχρι την κατάργησή του. Τα προσδιοριστικά στοιχεία του θεσμού αποδίδονται στη σχετική βιβλιογραφία με τον όρο «επιθεωρητισμός». Με τον όρο αυτό γίνεται αναφορά σε ένα σύνολο κριτηρίων αξιολόγησης, αρχών οργάνωσης και εφαρμογής της αξιολόγησης που είχε σαφείς γραφειοκρατικούς, ιεραρχικούς, εποπτικούς, ελεγκτικούς, συμμορφωτικούς, αυταρχικούς, προληπτικούς και κατασταλτικούς προσανατολισμούς και προεκτάσεις στο έργο των εκπαιδευτικών. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχε καταδικαστεί ως θεσμός στη συνείδηση των εκπαιδευτικών με αποτέλεσμα να διατυπωθεί και έντονα το συνδικαλιστικό αίτημα για την κατάργησή του. Βέβαια, στο πλαίσιο αυτού του μακράς διάρκειας «επεισοδίου» σημειώθηκαν πολλές επιμέρους τομές και αλλαγές, τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στην εκπαίδευση και στο θεσμό, ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονταν κάθε φορά.
Το δεύτερο επεισόδιο κρατάει τριάντα χρόνια (1982-2012). Μετά την καθιέρωση του σχολικού συμβούλου, έχουμε μια διελκυστίνδα διαβουλεύσεων, αναβολών και διαπραγματεύσεων, νόμων και αναστολών. Τριάντα χρόνια ακατάσχετης προτασεολογίας έχουν κάνει μεγάλη ζημιά με την ιδεολογική ρύπανση που έχουν προκαλέσει στην κοινή γνώμη. Σχεδόν όλοι Υπουργοί Παιδείας εξήγγειλαν το δικό τους «διάλογο» για την παιδεία και κατέθεσαν τις προτάσεις τους για το θέμα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού που έμενε σε εκκρεμότητα. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του υλικού και των απόψεων που έχουν κατατεθεί κατά καιρούς. Μόνο η απλή παράθεσή του αρκεί για να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με έναν επιμελημένο «σκουπιδότοπο» προτάσεων, ανεφάρμοστων νόμων και διαταγμάτων. Αυτό μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι η άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής δεν είναι θέμα ψήφισης νόμων. Οι νόμοι είναι ανενεργοί όταν η κοινωνική δυναμική εισβάλλει στο θεσμικό.
Οι όποιες απόπειρες για καθιέρωση διαδικασιών και κριτηρίων αξιολόγησης στην ελληνική εκπαίδευση προσέκρουσαν στις έντονες κινητοποιήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών. Δε φαίνεται να θεμελιώνεται εύκολα η εκδοχή ότι η σχετική εκκρεμότητα οφείλεται σε υπόγειες διεργασίες ενός ιδιότυπου κομματικού ή κυβερνητικού συνδικαλισμού ή «κοινωνικού κορπορατισμού» που επέτρεπε την αναβολή. Η απόρριψη από τη μεριά των εκπαιδευτικών των διάφορων σχεδίων, επιστημονικά και πολιτικά, θεμελιωνόταν για το λόγο ότι αρνούνταν να υπονομεύουν το ίδιο τους το έργο και προστάτευαν τα όρια της σχετικής αυτονομίας κατά την άσκηση του έργου τους.
Ούτε, βέβαια, ευσταθεί η άποψη ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι εκπαιδευτικοί ήταν «εκτός ελέγχου». Υφίσταντο τις σιωπηρές και, συχνά, αποτελεσματικές μορφές ελέγχου στις αντιλήψεις τους και στην άσκηση του έργου τους με: τα αναλυτικά προγράμματα, τα «έτοιμα» σχολικά μαθήματα (το βιβλίο του δασκάλου με την κρατική διδακτική) και τα σχολικά βιβλία, την εισαγωγική επιμόρφωση, τα επιμορφωτικά σεμινάρια, τα λεγόμενα «καινοτομικά» προγράμματα, τις αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές αλλαγές, τους αιφνιδιασμούς, τους σχολικούς συμβούλους, τις εκθέσεις ΟΟΣΑ, τα αποτελέσματα του PISA, τα αποτελέσματα των εξετάσεων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη δυσφήμιση, το δημόσιο διασυρμό, κ.α. Όλα αυτά ασκούν συγκεκριμένη μορφή ελέγχου στο έργο των εκπαιδευτικών.
Το Τρίτο επεισόδιο: Η «Τριλογία» μιας ολοκληρωτικής αξιολόγησης για το «Σχολείο της Αγοράς»
Σήμερα, τη «φωτιά», για μια ακόμη φορά, τη βάζουν τα τρία κείμενα που συγκροτούν την πολιτική για την αξιολόγηση στην εκπαίδευση, έτσι, όπως αυτή εκφράζεται με τα νέα μέτρα για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και τη λεγόμενη «Ανεξάρτητη Αρχή διασφάλισης της Ποιότητας Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης». Μια ενδιαφέρουσα άσκηση συμμετοχής στην ανάλυση που διαβάζετε θα ήταν να μελετήσετε οι ίδιοι οι αναγνώστες τα τρία αυτά κείμενα που έχουν δημοσιευτεί.
«Οίκοι Αξιολόγησης» και στην εκπαίδευση
Με βάση τη μελέτη των σχετικών κειμένων που έχουν δημοσιευτεί, θα λέγαμε ότι η πολιτική αξιολόγησης που επιχειρείται εγκαθιστά μια διαδικασία πολυεπίπεδης ιεραρχικής πανοπτικής και γραφειοκρατικής επιτήρησης με προϋποθέσεις για αποτελεσματικότερη άσκηση αυταρχικού και ολοκληρωτικού ελέγχου σε όλο το εύρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δίνεται προτεραιότητα στο μάνατζμεντ σε βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η αξιολόγηση, έτσι όπως έχει σχεδιαστεί, έρχεται να επιτελέσει μια ολοκληρωτική επιτήρηση σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, με τρόπο που να «κανονικοποιεί» την εκτροπή ή τη διαφορά και να εξαναγκάζει σε συμμόρφωση. Η αξιολόγηση είναι περιστασιακή, περιπτωσιακή και μηχανιστική. Καταργεί την «ιστορία» της τάξης και της σχολικής μονάδας και υποβιβάζει το εκπαιδευτικό έργο και την παιδαγωγική-διδακτική ικανότητα σε μετρήσιμο τεχνικό μέγεθος. Η εξατομίκευση της αξιολόγησης και της ευθύνης προωθεί την ιδεολογία του «ατομικισμού» και την ίδια στιγμή καταργεί την «αξιοπρέπεια της ατομικότητας». Η έκθεση αξιολόγησης καταγράφει αξιολογικές κρίσεις και μετατρέπει τον εκπαιδευτικό σε «ντοκουμέντο» για κάθε μελλοντική χρήση. Μια τέτοια έκθεση παράγει την «αλήθεια» για το «ποιος είναι ικανός εκπαιδευτικός», από την πλευρά του συστήματος. Η λεγόμενη «αυτοαξιολόγηση» του εκπαιδευτικού ακυρώνεται, καθώς υπακούει και συμμορφώνεται στους σκοπούς, τις διαδικασίες και τις μεθοδολογικές προδιαγραφές της αξιολόγησης των αξιολογητών και της «Ανεξάρτητης Αρχής». Η δυνατότητα ένστασης εμπλέκει τον εκπαιδευτικό σε μια παραπέρα εντατικοποίηση των όρων εργασίας του. Η σύνδεση της αξιολόγησης με την βαθμολογική εξέλιξη και τις ποσοστώσεις των προαγωγών επιτείνει τον ανταγωνισμό. Η υπόληψη που έχει η αξιολόγηση προσφέρεται για τη νομιμοποίηση απολύσεων κι αυτό ασκεί τρομοκρατία. Η συνάρτηση της αξιολόγησης με το «Πειθαρχικό Δίκαιο» καταργεί τα δικαιώματα των εκπαιδευτικών και θεσμοθετεί τις πολιτικές φόβου στην άσκηση για πειθαρχία. Ο έντονος ανταγωνισμός εκπαιδευτικών υπονομεύει τις διαδικασίες συλλογικότητας που υποτίθεται ότι επιδιώκονται με την «εσωτερική αξιολόγηση» των σχολικών μονάδων. Ο Σύλλογος Διδασκόντων χάνει, έτσι, την όποια συλλογική έκφραση και δυναμική για «ενίσχυση των σχέσεων και των συνεργασιών». Με την ευθύνη που αναλαμβάνει για τη διεκπεραίωση της «εσωτερικής αξιολόγησης» της σχολικής μονάδας, ο Σύλλογος μετατρέπεται σε προέκταση της κρατικής εξουσίας σε επίπεδο σχολικής μονάδας, μια και προδιαγράφεται επακριβώς κάθε τι που έχει σχέση με τους σκοπούς, τις διαδικασίες, τα κριτήρια και τα αποτελέσματα. Ουσιαστικά, και η «εσωτερική αξιολόγηση» ακυρώνεται, μια και συμμορφώνεται με τα κριτήρια και τις διαδικασίες της εξωτερικής αξιολόγησης. Την ίδια στιγμή που καταργούνται ή συγχωνεύονται οργανισμοί, καθιερώνεται νέος πολυδάπανος μηχανισμός («Ανεξάρτητη Αρχή, Παρατηρητήριο Αξιολόγησης, Δίκτυο Πληροφόρησης, Επιτροπές Αξιολόγησης, κ. α.) με αποκλειστική ευθύνη την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και των σχολικών μονάδων. Έχουμε, πλέον, τα προπλάσματα «οίκων αξιολόγησης» και στην εκπαίδευση. Οι ίδιοι οι αξιολογητές/επιτηρητές επιτηρούνται μέσα σε ένα πλαίσιο ιεραρχικής πυραμίδας. Ακόμη και η λεγόμενη «Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας» υπόκειται στον έλεγχο διεθνών οργανισμών και «οίκων αξιολόγησης» (βλ. ΟΟΣΑ). Το κόστος είναι τεράστιο: ανθρώπινο δυναμικό, χρόνος και ενέργεια αφιερώνεται σε μια διαδικασία που καταργεί ή αναστέλλει την εκπαιδευτική διαδικασία.. Η αξιολόγηση δεν προσφέρεται για «επιστημονική και επαγγελματική εξέλιξη» του εκπαιδευτικού, καθώς κυριαρχεί έντονος αυταρχικός διοικητισμός εις βάρος της παιδαγωγικής κριτικής και του στοχασμού. Ορισμένα από αυτά τα προσδιοριστικά στοιχεία υπήρχαν και στα προηγούμενα σχέδια που είχαν, κατά καιρούς εκπονηθεί ( Κάτσικας, Χ., Καββαδίας, Γ., 2002). Η νέα, ωστόσο, σύλληψη και σχεδιασμός περιλαμβάνει και νέες ρυθμίσεις που διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά μιας ολοκληρωτικής εκδοχής για την αξιολόγηση στην εκπαίδευση.
Κάνουμε την υπόθεση εργασίας («στοίχημα» με όρους της αγοράς) ότι η πολιτική αξιολόγησης που προωθείται, μετά από 30 χρόνια ενός ιδιότυπου ανταρτοπόλεμου και ιδεολογικής ρύπανσης, συνιστά μια πολιτική «ολοκληρωτικής αξιολόγησης» και ως τέτοια θα αναδειχθεί σε πεδίο έντονης και διαρκούς διαπάλης στην εκπαίδευση για την εκπαίδευση και για την κοινωνία. Σε αυτό, δε μπορεί παρά να αξιοποιηθεί η εμπειρία της «αντίστασης» τριάντα ετών που έχει να επιδείξει ο κλάδος των εκπαιδευτικών. Πρόκειται, άλλωστε, για τη συντηρητικότερη εκδοχή αξιολόγησης που έχει προταθεί μέχρι σήμερα.
Η ολοκληρωτική αξιολόγηση που σχεδιάζεται και προωθείται είναι το «Εργαστήριο» διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης και το όχημα για την εγκαθίδρυση και την καθιέρωση του «Σχολείου της Αγοράς», του σχολείου που κατ ευφημισμόν αποκαλείται «Νέο». Για να είναι αποτελεσματική η συγκρότηση του σχολείου της αγοράς απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απόλυση μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών, η πειθάρχηση όσων εκπαιδευτικών εργάζονται, κάτω από νέες συνθήκες και εργασιακές σχέσεις, και η δραματική ανασυγκρότηση της επαγγελματικής τους ταυτότητας.
Οι κοινωνικές λειτουργίες του σχολείου της αγοράς θα επιτελούνται και με τη μεσολάβηση εκπαιδευτικών και στελεχών εκπαίδευσης, οποίοι επιδιώκεται ώστε υιοθετούν κατά την άσκηση του έργου τους νεοφιλελεύθερα προτάγματα κάποιας μορφής. Εκπαιδευτικοί και στελέχη της εκπαίδευσης στις χώρες της ΕΕ έχουν εκτεθεί για πολλά χρόνια στις νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές στις οποίες κυριάρχησαν οι επιλογές των σχολικών αγορών, της αποκέντρωσης, της ελεύθερης επιλογής, της αποτελεσματικότητας, της ποιότητας, και της αξιολόγησης. Στο επίκεντρο της νεοφιλελεύθερης ανασυγκρότησης βρίσκεται η προσπάθεια επιβολής στο εκπαιδευτικό πεδίο των αρχών του ιδιωτικοοικονομικού μάνατζμεντ, με σκοπό την εφαρμογή πολιτικών μείωσης του κόστους της εκπαίδευσης και ενίσχυσης της ικανότητας του αστικού κράτους να ελέγχει το αποτέλεσμά της. Η θέση των στελεχών διοίκησης, εποπτείας και συμβουλευτικής γίνεται όλο και πιο σημαντική, καθώς, όλο και πιο πολύ αναλαμβάνουν ως τοποτηρητές εντολοδόχοι για την επιτήρηση για αποτελεσματική επιτέλεση των κοινωνικών αυτών λειτουργιών. Είναι, με άλλα λόγια, τα άγρυπνα μάτια που ασκούν μια μορφή ορατού ή αόρατου πανοπτικού ελέγχου στην εκπαίδευση. Για αυτό έχει δοθεί προτεραιότητα στο μάνατζμεντ (αύξηση διοικητικών θέσεων, κίνητρα, ενίσχυση αρμοδιοτήτων) σε βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παρατηρείται έξαρση διοικητισμού σε βάρος της παιδαγωγικής και της διδασκαλίας. Πώς αλλιώς, να εξηγήσουμε τη γοητεία που ασκούν τα ιδεολογήματα και τα νεφελώματα περί «εκπαιδευτικής ηγεσίας»;
Η ολοκληρωτική αξιολόγηση είναι το μέσο για την επίτευξη αυτών των στόχων. Πρόκειται για την προώθηση μιας ανελεύθερης εκπαιδευτικής διαδικασίας όπου η διοικητική ιεραρχία θα ελέγχει και θα επιβάλλει, από τα πάνω προς τα κάτω, τις κοινωνικές σχέσεις και τις δραστηριότητες εκπαιδευτικών, διευθυντών και προϊσταμένων, με ρυθμίσεις που ευνοούν την καταστολή της ελεύθερης κρίσης και την περιστολή/περιφρόνηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα σύστημα αξιολόγησης/Εργαστήριο πολυεπίπεδου ιεραρχικού πανοπτισμού που θα ευνοεί τη φίμωση, τη λογοκρισία, τον εκμαυλισμό, την κηδεμόνευση, τη συμμόρφωση, τον εξανδραποδισμό. Κυρίαρχα όπλα στην υπόθεση αυτή θα είναι ο συγκεντρωτικός έλεγχος διαδικασιών και αποτελεσμάτων, ο αυταρχισμός, η αυθαιρεσία, η ανομία, ο ανταγωνισμός και η εξατομίκευση, οι πελατειακές σχέσεις και η διαπλοκή, ο προσεταιρισμός και η συναίνεση, το δέλεαρ, ο φόβος, η δυσφήμηση, ο ευφημισμός. Όλα αυτά θα είναι διαβρωτικά των συλλογικών υποκειμένων και των συλλογικών δράσεων.
Κρίση, εκπαίδευση και το « Νέο Σχολείο της αγοράς»
Μες τη δίνη των ευρύτερων πολιτικών που εκπορεύονται από την υπογραφή των διαδοχικών μνημονίων και που εφαρμόζονται τα τελευταία τρία χρόνια, στην Ελλάδα, διαμορφώνονται τα προσδιοριστικά στοιχεία μιας αντίστοιχης εκπαιδευτικής πολιτικής που απορρέει από τις σχετικές δεσμεύσεις. Η γλώσσα της κρίσης επιστρατεύεται, για μια ακόμη φορά, με τη συνδρομή της νεοφιλελεύθερης ρητορικής που τη συνοδεύει, για να αναβαθμιστεί ο ρόλος της εκπαίδευσης στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης.
Το εγχείρημα για προώθηση των πολιτικών της λεγόμενης ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς και στην εκπαίδευση βρίσκεται σε έξαρση. Η συγκεκριμένη πολιτική αξιολόγησης συνιστά μια ολοκληρωτική επίθεση ενάντια στο δημόσιο σχολείο και στο δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης που, σε συνδυασμό με την αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας, προωθεί τη μετατροπή της σε προϊόν, εμπόρευμα και υπηρεσία στη λεγόμενη ελεύθερη αγορά. Η Βουλή των Ελλήνων, δηλαδή, με νόμους εισάγει τους νόμους της αγοράς στην εκπαίδευση.
Στο σχολείο της αγοράς, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές θα δελεάζονται, θα παρακινούνται ή θα αναγκάζονται να προωθούν ένα ελκυστικό και επιθυμητό εμπόρευμα και με όλα τους τα μέσα να ενισχύουν την αγοραστική τους αξία. Τώρα το εμπόρευμα που θα ανταγωνίζονται να βγάζουν στην αγορά και να πωλούν θα είναι το σχολείο και ο εαυτός τους. Θα είναι οι ίδιοι διακινητές εμπορευμάτων και τα εμπορεύματα. Οι ίδιοι καταναλωτές και εμπορεύματα στον κοινωνικό χώρο που λέγεται αγορά εκπαίδευσης. Η δραστηριότητά τους θα είναι το μάρκετινγκ. Η ολοκληρωτική μορφή αξιολόγησης που επιχειρείται είναι σχεδιασμένη ώστε να υποβάλει τους εκπαιδευτικούς σε διαδικασίες επαγγελματικής επανακοινωνικοποίησης, με στόχο τη δραστική αλλαγή των απόψεών τους, των αντιλήψεών τους και των πρακτικών τους, με σαφείς νεοφιλελεύθερους προσανατολισμούς για το «Νέο Σχολείο» της αγοράς. Από αυτή την άποψη, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι η απόρριψη του σχεδίου ολοκληρωτικής αξιολόγησης που επιχειρείται αλλά ο αγώνας που θα χρειαστεί να γίνει ενάντια στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού που είναι το όχημα για τη διάλυση του δημόσιου σχολείου.
Ζούμε σε μια εποχή όπου, σύμφωνα με ορισμένους θεωρητικούς αναλυτές, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα είδος ολοκληρωτικής υπαγωγής όλο και περισσότερων δραστηριοτήτων, δημόσιων και κοινωνικών αγαθών και κοινωνικών υπηρεσιών, στη λογική της ιδιωτικοποίησης και της κερδοφορίας. Είναι αυτό που αναφέρεται ως «ολοκληρωτικός» καπιταλισμός, όπου το καθετί, από τις τηλεπικοινωνίες, τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες, τις συγκοινωνίες και τις υποδομές (αεροδρόμια, λιμάνια, δρόμοι), την ενέργεια, την υγεία, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλεια και τις συντάξεις, την ύδρευση και τα τρόφιμα, έως τη διασκέδαση και τα απορρίμματα μετατρέπονται σε ανταγωνιστικά πεδία εμπορευματοποίησης και οι πολίτες σε πελάτες/καταναλωτές, με προτεραιότητα την ιδιωτική επένδυση και όχι το δημόσιο συμφέρον. Βέβαια, είναι πολύ κεντρικό το ερώτημα : γιατί οι δημόσιοι οργανισμοί στον καπιταλισμό έχασαν το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα των υπηρεσιών τους και τις ποιοτικές τους προϋποθέσεις.
Για να είναι δυνατή η υπόθεση της ιδωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης, η συνολική και ενιαία κοινωνική διαδικασία πρέπει να κατακερματιστεί σε επιμέρους πεδία που προσφέρονται για κοστολόγηση και πώληση. Έτσι π.χ. η συνολική και ενιαία και οργανική ενότητα της εκπαίδευσης κατακερματίζεται σε βαθμίδες, σε επιμέρους διακριτά πεδία, προϊόντα και υπηρεσίες, όπως π.χ. σχολικά κτίρια, σχολικός χρόνος, σχολικά μαθήματα, σχολικά βιβλία ή σχολικά βοηθήματα ή εποπτικά μέσα ή Τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας, εκπαιδευτικές δραστηριότητες (όπως, φροντιστήρια γλώσσες, μουσική, χορός, κ.α. ). Ο κατακερματισμός αυτός προσφέρεται για τη σταδιακή εκχώρηση επιμέρους πεδίων στην αγορά.
Για να διευκολυνθεί η διείσδυση των πρακτικών και των αρχών της αγοράς στο δημόσιο σχολείο πρέπει να δημιουργηθούν πελάτες/αγοραστές ή να διευρυνθούν οι ήδη υπάρχοντες. Σε αυτή την περίπτωση τίθεται το ζήτημα της προβολής της σκοπιμότητας και της αναγκαιότητας της προμήθειας και αγοράς εκπαιδευτικών «προϊόντων» από το «ελεύθερο» εμπόριο. Πώς, άραγε, έχει προκύψει ως αναγκαιότητα-αναγκαίο κακό- η λειτουργία των φροντιστηρίων ή χρήση των σχολικών βοηθημάτων; Είναι προφανές ότι η περικοπή των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση και ο διασυρμός του δημόσιου σχολείου και των εκπαιδευτικών συνιστούν μια ενορχηστρωμένη επίθεση. Η περίπτωση των φροντιστηρίων είναι ενδεικτική. Η μεγάλη ανάπτυξη των φροντιστηρίων και των «ιδιαίτερων» αποδίδεται, συνήθως, στις ανεπάρκειες του δημόσιου λυκείου και των εκπαιδευτικών για την προετοιμασία των υποψηφίων μπρος στις εισαγωγικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το κόστος της ιδιωτικής δαπάνης είναι πολύ υψηλό. Εκείνο, ωστόσο, που αποσιωπάται είναι ότι την ανάπτυξη των φροντιστηρίων δεν την προκαλεί το αναποτελεσματικό δημόσιο λύκειο και οι εκπαιδευτικοί του όσο ο σκληρός ανταγωνισμός, λόγω του «κλειστού» αριθμού εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο ανταγωνισμός συνιστά θεμελιακή αρχή της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς. Μέσα σε αυτόν τον ανταγωνισμό δημιουργούνται οι πελάτες που είναι πρόθυμοι να αγοράσουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες φροντιστηρίου, μέσα από μια ενορχηστρωμένη δυσφήμιση που είναι τόσο αποτελεσματική ώστε να είναι δυσδιάκριτο το γεγονός ότι τα φροντιστήρια εκγύμνασης για την επιτυχία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση οικειοποιούνται το έργο που έχει συντελεστεί στο εννιάχρονο υποχρεωτικό σχολείο. Μάλιστα, ακυρώνουν τη λειτουργία του δημόσιου λυκείου, το οποίο δεν προσφέρεται για την επιτάχυνση της εκγύμνασης και του άκρατου ανταγωνισμού, λόγω της κοινωνικής σύνθεσης του μαθητικού πληθυσμού.
Η καπιταλιστική κρίση που εκδηλώνεται και ως «κρίση υπερσυσσώρευσης», εργασίας και κεφαλαίου, ανοίγει το χορό των αντιφάσεων. Σύμφωνα με έγκυρες σχετικές αναλύσεις θεωρητικών, από τη μια έχουμε πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας που συνιστά και απαξίωση/υποβάθμιση της εργασίας (Αλεξίου, Θ., 2011). Στην περίπτωση της ανεργίας πτυχιούχων έχουμε και υποβάθμιση της εκπαίδευσης και των τίτλων σπουδών. Από την άλλη, γίνεται λόγος για πλεόνασμα «ανενεργού» κεφαλαίου, λόγω της ανεργίας, των μισθολογικών περικοπών και της μείωσης της καταναλωτικής ικανότητας των εργαζομένων. Η εκπαίδευση δέχεται τους ισχυρούς κραδασμούς αυτής της κρίσης. Ήδη, με τη στρατηγική της Λισσαβόνας, η εκπαίδευση μπαίνει στο χορό της παραγωγικής επένδυσης και της ανταγωνιστικότητας, καθώς, πέρα από τον αναπαραγωγικό της ρόλο, της ανατίθεται η προετοιμασία εργαζομένων με δεξιότητες και ικανότητες τις οποίες έχει ανάγκη η αγορά εργασίας.
Οι πολιτικές «Μνημονίων», που εκφράζουν κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης, που εκδηλώθηκε, στην Ελλάδα, κυρίως, ως κρίση χρέους, συγκροτούν ένα project («πείραμα») πειθάρχησης του κόσμου της εργασίας: διάλυση των εργασιακών σχέσεων, ευελιξία ωραρίου εργασίας και χωροταξική αποδέσμευση της εργασίας, συμβόλαια περιορισμένης διάρκειας ( αναπληρωτές εκπαιδευτικοί : «νομάδες»), κινητικότητα, αποσταθεροποίηση δεσμεύσεων και δικαιωμάτων, αμφισβήτηση των αρχών μονιμότητας, επαγγελματικής καριέρας και αφοσίωσης, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, απολύσεις, εξατομίκευση της εργασίας, νέες κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους ή και ανάμεσα σε εργαζόμενους-ανέργους, κ.α.( Ναξάκης, Χ., Χλέτσος, Μ. 2005) Σε συνδυασμό με αυτά, έχουμε δραματική μείωση αποδοχών και συντάξεων, σύνδεση της αξιολόγησης με τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη, κ.α. Τα μέτρα αυτά συντελούν ώστε να αυξάνεται η απλήρωτη εργασία των εργαζομένων. Πολύ συχνά, διατυπώνεται η άποψη ότι πολλά από αυτά τα μέτρα δε χρειαζόταν να περιμένουμε τα μνημόνια. Είναι σαφές ότι η κρίση χρέους στην Ελλάδα αξιοποιείται ως ευκαιρία επιτάχυνσης αυτών των εξελίξεων. Τα μνημόνια προβάλλονται και ως μια καλή αφορμή και ως πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ανασυγκρότηση και το «νοικοκύρεμα» που έχει απελπιστικά καθυστερήσει. Πρόκειται για δραστικό επαναπροσδιορισμό στις σχέσεις εργασίας, δημοκρατίας και κοινωνικού κράτους. Η ρήξη της ιδιότυπης σχέσης «εκεχειρίας» και συμβιβασμού καπιταλισμού και δημοκρατίας δείχνει, χρόνια τώρα, τις δραματικές της επιπτώσεις.
Το κοινωνικό κράτος, έτσι όπως το γνωρίζαμε, είχε καθιερωθεί δεκαετίες τώρα, με τους αγώνες των εργαζομένων, και υποσχόταν σταθερή απασχόληση, χαμηλή ανεργία αλλά και υποστήριξη σε περιπτώσεις κοινωνικών κινδύνων και άλλων αναγκών (ανεργία, περίθαλψη, αναπηρία, σύνταξη, οικογένεια, στέγη, κ.α.). Σήμερα, Η υπόληψη του κοινωνικού κράτους και των εγγυήσεων που υποσχόταν στην υπόθεση των κοινωνικών δικαιωμάτων, στις χώρες της Ευρώπης, έχει υπονομευθεί. Ίσως, εδώ, να έχουμε μια άλλη ένδειξη για την τύχη που έχουν θεσμοί κοινωνικού χαρακτήρα, όταν αυτοί ενσωματώνονται και εντάσσονται στο πλαίσιο των κυρίαρχων καπιταλιστικών επιλογών. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι αυτού του είδους οι θεσμοί αλλοιώνονται, καταστρατηγούνται και αποδυναμώνονται. Έτσι, ανοίγει ο χορός της δυσφήμισής και της κριτικής που προετοιμάζει και την κατάργησή τους. Στην περίπτωση του κοινωνικού κράτους, αυτό προβλήθηκε ως αναχρονιστικό, σπάταλο, αναποτελεσματικό και υπόλογο για την κρίση χρέους, και γι αυτό επιβάλλεται η αποδόμησή και η συρρίκνωσή των θεσμών που έχουν αναπτυχθεί (Καλημερίδης, Γ.,2012 ). Η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα δεν συναρτώνται, πλέον, με την εργασιακή ασφάλεια και την κοινωνική προστασία αλλά, αντίθετα, εξαρτώνται από την ανασφάλεια, την εντατικοποίηση, την ευελιξία, την εκμετάλλευση της εργασίας στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Έτσι, αντικειμενικά, ανοίγει το πεδίο για την ανάπτυξη και την επέκταση του τομέα των ιδιωτικών υπηρεσιών και την εμπορευματοποίηση, με την άρση των περιορισμών στο ελεύθερο παιγνίδι του ανταγωνισμού της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς. Το κράτος δεν αναλαμβάνει καμιά ευθύνη στην υπόθεση των αβεβαιοτήτων της αγοράς, όπου τα άτομα αντιμετωπίζουν με εξατομικευμένες βιογραφικές επιλογές, ως ιδιωτική τους υπόθεση, τα κοινωνικά εμπόδια και τους κοινωνικούς κινδύνους. Αυτή η αντιπαράθεση κοινωνικού κράτους και αγοράς, με την υποχώρηση και την ήττα του πρώτου, όπως αναμένεται, θα συντελέσει στην όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και των συγκρούσεων.
Στην εκπαίδευση καταγράφονται, ήδη, πολλές δραματικές αλλαγές: μείωση των δαπανών κατά 33%, εκπαιδευτικοί και μαθητές σε συνθήκες εξαθλίωσης, πειθαρχικό «δίκαιο» που καταργεί θεμελιώδη δικαιώματα των εκπαιδευτικών, μείωση του αριθμού των εργαζομένων εκπαιδευτικών, αύξηση του χρόνου εργασίας, συγχωνεύσεις ή καταργήσεις σχολείων, διοικητικός αυταρχισμός, απολύσεις, κατηγοριοποιήσεις εκπαιδευτικών, κ.α. Πέραν αυτών, καταργούνται οργανισμοί όπως ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων, ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων ή συγχωνεύσεις οργανισμών ή καθιέρωση νέων οργανισμών που διέπονται από τις αρχές ΝΠΙΔ
Οι εξελίξεις αυτές φέρουν στο προσκήνιο με ιδιαίτερη οξύτητα τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των κοινωνικών ανισοτήτων με τις εκπαιδευτικές διαδικασίες. Οι εκπαιδευτικές ανισότητες, η σχολική διαρροή και η σχολική υποεπίδοση παιδιών, που προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, επιδεινώνονται δραματικά σε συνθήκες φτώχειας, ανεργίας και κοινωνικής εξαθλίωσης. Έτσι, στην εκπαίδευση εγγράφονται τρεις πολύ σοβαρές και αντιφατικές αλλαγές: σχολική διαρροή και εγκατάλειψη, ανεργία πτυχιούχων αλλά και υπερ-εκπαίδευση και διαβίου αναζήτηση περισσότερων και υψηλότερων εκπαιδευτικών προσόντων. Οι εξελίξεις αυτές αντικειμενικά συνδέονται με τη συντελούμενη απαξίωση της εκπαίδευσης ( Φωτόπουλος, Ν. 2010). Αυτά, βέβαια, επηρεάζουν σε διαφορετικό βαθμό διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες, μαθητών, φοιτητών, εργαζομένων ή ανέργων.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Όπως έχουμε υποστηρίξει και άλλες φορές, στις σχετικές αναλύσεις μας υιοθετούμε, όπως άλλωστε δηλώνεται ή υποδηλώνεται κάθε φορά, τη θεωρητική αφετηρία σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση, στο πλαίσιο της σχετικής αυτονομίας, συμβάλλει, κάτω από συγκεκριμένους κάθε φορά όρους και συνθήκες που είναι ιστορικά διαμορφωμένοι, στη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων σε μια κοινωνία που προσδιορίζεται από άνιση κατανομή πλούτου, προνομίων και εξουσίας. Δεν υποστηρίζουμε, βέβαια, την άποψη ότι η εκπαίδευση λειτουργεί μηχανιστικά. Τόσο το εκπαιδευτικό σύστημα, όσο και οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται σ' αυτό, σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή, διαθέτουν περιθώριο σχετικής αυτονομίας.
Σε επίπεδο αίθουσας διδασκαλίας: Υπερασπιζόμαστε τη σχετική μας αυτονομία
Όταν οι εκπαιδευτικοί π.χ. κλείνουν την πόρτα της αίθουσας διδασκαλίας για να κάνουν μάθημα, ακόμα και σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα εκπαίδευσης (όπως το ελληνικό), υπογραμμίζουν ως ένα βαθμό , συμβολικά τουλάχιστον, τη σχετική τους αυτονομία κατά την άσκηση του έργου τους, καθώς είναι ενεργά υποκείμενα και οι επιλογές τους προκύπτουν από τις διευθετήσεις που κάνουν μπροστά στις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις και τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά. Παρά τις διαφορές τους ή μάλλον με το σύνολο των διαφορών τους, συγκροτούν μια κοινωνική κατηγορία εργαζομένων με ειδική συμβολή στη συνολική κοινωνική λειτουργία του σχολείου. Από αυτή την άποψη, εμπίπτει απολύτως στην αρμοδιότητα του εκπαιδευτικού να κρίνει πως θα υπερασπισθεί ενεργά ή και θα διευρύνει τα περιθώρια σχετικής αυτονομίας που διαθέτει, για να προστατεύσει το διδακτικό και το εν γένει παιδαγωγικό του έργο από τη βίαιη εισβολή των εξωτερικών αξιολογητών και τις πολύ αρνητικές επιπτώσεις που αυτή θα έχει για το δημόσιο σχολείο. Την επιλογή του ο εκπαιδευτικός μπορεί να τη διαμορφώνει μέσα από συλλογικές ζυμώσεις και κινητοποιήσεις σε επίπεδο σχολικής μονάδας ή συνδικαλιστικών οργάνων. Οι εκπαιδευτικοί που θα δεχτούν αυτούς τους αξιολογητές και εξωτερικούς εισβολείς στην αίθουσα διδασκαλίας είναι σαν να τους εκχωρούν την εξουσία ώστε να αμαυρώνουν την ιστορία της τάξης, να αναστέλλουν την άσκηση της παιδαγωγικής και να υποβαθμίζουν τη διδασκαλία σε κριτήρια και μόρια. Κι αυτό συνιστά μια εκδοχή «απιστίας» και «προδοσίας»…
Σε επίπεδο σχολικής μονάδας: υπερασπιζόμαστε τις μικρές εστίες συλλογικότητας
O κεντρικός σχεδιασμός και η άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, με δεδομένες τις αντιφάσεις της, δημιουργεί πολλά περιθώρια σχετικής αυτονομίας στις σχολικές μονάδες, όταν αυτές αντικειμενικά καλούνται να την προσαρμόζουν προς τις εκπαιδευτικές, κοινωνικές, και γεωγραφικές τους ιδιαιτερότητες. Γενικότερα ζητήματα, όπως αναλογία διδασκόντων - διδασκομένων, πολυπολιτισμική σύνθεση των τμημάτων, κοινωνική σύνθεση, διάκριση φύλων, σχολική διαρροή, σχολική υπο-επίδοση, σχολική παραβατικότητα, κ. τ. ο., τα οποία προσδιορίζουν συνήθως με διαφορετικό τρόπο τις διάφορες σχολικές μονάδες, δεν αντιμετωπίζονται με ενιαίο τρόπο από τις διάφορες σχολικές μονάδες, με τη συγκεκριμένη σύνθεση του διδακτικού προσωπικού. Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές, η εκπαιδευτική μονάδα αντικειμενικά έχει προϋποθέσεις και για τη διαμόρφωση και άσκηση "εσωτερικής" εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση των σκοπών, των διαδικασιών, των κριτηρίων, κ.α. της ολοκληρωτικής αξιολόγησης που σχεδιάζεται.
Βασική προϋπόθεση είναι η ανάπτυξη πνεύματος και θεσμικού πλαισίου δημοκρατικών συλλογικών αποφάσεων προγραμματισμού και απολογισμού που να ορίζεται «από τα κάτω» και «από τα μέσα. Το να εμπλέκεις τους εκπαιδευτικούς, να υποστηρίζεις, να εμπλουτίζεις και να ενθαρρύνεις αυτά που κάνουν δεν είναι ανθρωπιστική αρχή. Είναι μια πολιτική παιδαγωγική με ουσιαστικές επιπτώσεις στην ποιότητα της διδασκαλίας, της μάθησης, της εργασίας, της ανάπτυξης και της ζωής εκπαιδευτικών και μαθητών. Όταν ένα εκπαιδευτικό σύστημα σέβεται, εκτιμά, και υποστηρίζει την κρίση και την εμπειρία των εκπαιδευτικών στο πλαίσιο μιας θετικής πολιτικής και θετικής πρότασης, το σύστημα είναι ανοιχτό στην υπόθεση της διαρκούς μεταλλαγής δομών και περιεχομένου, με όρους δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η σχετική αυτονομία της σχολικής μονάδας καταχτιέται με τη διαμόρφωση και την άσκηση εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής μονάδας που προκύπτει ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων, των αντιφάσεων και των διλημμάτων στα οποία οι εκπαιδευτικοί καλούνται να δίνουν άμεσες λύσεις. Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται σε αυτή την περίπτωση είναι αν συνειδητοποιούνται τα όρια της σχετικής αυτονομίας και αν αυτά αξιοποιούνται με μετασχηματιστικό προσανατολισμό. Η αναγνώριση και αξιοποίηση της σχετικής αυτονομίας εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων παραπέμπει και στον αντίστοιχο βαθμό ευθύνης που προκύπτει σε ένα συγκεντρωτικό πλαίσιο άσκησης της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Σε μια εποχή που επιχειρείται συνολική ανασυγκρότηση της εκπαιδευτικής πολιτικής και της εκπαίδευσης, φαίνεται πώς η σχολική μονάδα και η εργασία των εκπαιδευτικών μπορεί να αξιοποιηθεί ως προνομιακό πεδίο για τη συστηματική συλλογική παρέμβαση με σκοπό την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου. Κατά προτεραιότητα, βέβαια, αυτό το πεδίο προσφέρεται στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, ανεξάρτητα από τις επιλογές αυτών που ασκούν την εξουσία. Είναι σαφές ότι ο βαθμός και η έκταση, στην οποία αξιοποιούνται τα όρια της σχετικής αυτονομίας από την πλευρά των εκπαιδευτικών, εξαρτάται από τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι παρεμβαίνουν στην καθημερινή εκπαιδευτική τους πράξη. Πρακτικές π.χ. παραίτησης, απόσυρσης, ιδιώτευσης και μετάθεσης των ευθυνών στο σύστημα ή ακόμα και στα συνδικάτα συντελούν στη συρρίκνωση της σχετικής τους αυτονομίας.
Οι εκπαιδευτικοί και διαμορφώνονται από την εργασία που κάνουν και τη διαμορφώνουν, με τις παρεμβάσεις τους. Η εμπειρία, ωστόσο, δεν είναι μια απλή υπόθεση εξοικείωσης με μια σειρά από αποτελεσματικές και αποπλαισιωμένες από τα κοινωνικά συμφραζόμενα «καλές πρακτικές». Η εμπειρία αποκτάει μετασχηματιστικό χαρακτήρα, όταν αποτελεί αντικείμενο ανάλυσης και αναστοχασμού διαρκείας. Κι αυτό δεν είναι μια υπόθεση «προσωπικών απόψεων» όσο διαδικασία διαπραγμάτευσης και εμπεριστατωμένης θεωρητικής θεμελίωσης και εμβάθυνσης. Δεν μπορείς να υπερασπιστείς κάτι, αν δεν έχεις εμβαθύνει σε αυτό. Η πράξη και η εμπειρία είναι αποτέλεσμα πάλης και διαρκούς διαπραγμάτευσης .
Οι εκπαιδευτικοί αποκτούν θεμελιωμένη εμπειρία από την πράξη τους, όταν αυτή πλαισιώνεται θεωρητικά. Για να πλαισιώνουν θεωρητικά την εμπειρία τους ενεργοποιούν τις στοχαστικές/κριτικές διαδικασίες και γίνονται συνειδητά υποκείμενα των πρακτικών επιλογών τους. Έτσι, ουσιαστικά έχουν προϋποθέσεις ώστε να αποφεύγουν τις οριστικές και τελεσίδικες διευθετήσεις και να μετασχηματίζουν τις συνθήκες και όρους εργασίας τους, μέσα από τη διαλεκτική σχέση θεωρίας-πράξης, γνώσης-εμπειρίας, βιογραφίας- κοινωνικής δομής, παράδοσης-αλλαγής. Το να μαθαίνει κανείς τη δουλειά του δασκάλου είναι μια διαρκής κοινωνική διαδικασία διαπραγμάτευσης και πάλης, με ιστορικο-βιογραφικό χαρακτήρα, με διαδοχικά και αλλεπάλληλα «επεισόδια» στα οποία προκαλείται η αυτοβιογραφία, καθώς το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της εμπειρίας στην εργασία βρίσκονται σε διαλογική σχέση μετασχηματισμού. Η σχολική μονάδα και ο Σύλλογο Διδασκόντων είναι τα πεδία στα οποία οι εκπαιδευτικοί διαμορφώνουν μια διαβίου σχέση ζωής, συλλογικής διαπραγμάτευσης και πάλης στο σχολείο και για το σχολείο και την κοινωνία. Η επιχειρούμενη αξιολόγηση είναι σχεδιασμένη ώστε να εκμηδενίσει τις δυνατότητες που υπάρχουν για συλλογική εσωτερική εκπαιδευτική πολιτική σχολικών μονάδων και την υπεράσπιση των αρχών του δημόσιου σχολείου.
Μέτωπο Παιδείας
Οι εκπαιδευτικοί έχουν τριάντα χρόνων εμπειρία αντίστασης και πάλης σε ένα πεδίο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας για τη δημόσια εκπαίδευση και την ίδια τους την εργασία. Η αξιολόγηση εμπίπτει στην «κοινωνική αρένα» των ιδεολογικών συγκρούσεων, όπου διακυβεύονται κυρίαρχα συμφέροντα στην υπόθεση της αναπαραγωγικής λειτουργίας του σχολείου όσο και στους συσχετισμούς ισχύος και εξουσίας. Η αξιολόγηση που επιχειρείται, εάν εφαρμοστεί, είναι η «χαριστική βολή» σε ο τι έχει απομείνει από το δημόσιο σχολείο.
Όπως υποστήριξα σχετικά πρόσφατα, χρειαζόμαστε ένα νέο όραμα με σαφή και ισχυρή κουλτούρα απόδρασης από το τυχαίο, το αυτονόητο, το δεδομένο και από τις παραδόσεις των επαγγελματικών συνταγών και των εκπαιδευτικών πρακτικών. Σε εποχές μνημονίου, χρειαζόμαστε κοινωνικές ζυμώσεις στις οποίες μειώνεται ο χώρος της απλής απόρριψης ή της ανάθεσης και εξουσιοδότησης άλλων να υπερασπίζονται το δημόσιο σχολείο. Ζητείται χειραφετητική «πράξις» που απελευθερώνει από τον εξαναγκασμό και την αυταπάτη του πρακτικού, της συνήθειας και του αποτελεσματικού, από το δογματισμό, την εξάρτηση, την ψευδαίσθηση, τη διαστρέβλωση, την ψευδή συνείδηση και το δέος που παραλύει και παροπλίζει. Σε μια τέτοια υπόθεση η αξιολόγηση της ιεραρχικής επιτήρησης και των μετρήσιμων κριτηρίων, έστω και ως άσκηση επί χάρτου, δεν έχει καμιά θέση. Αναζητούμε μορφές συναδελφικής συλλογικής αλληλεγγύης και συμβουλευτικής υποστήριξης, από τα μέσα και από τα κάτω, που να εμπνέει τον εκπαιδευτικό, με υπεύθυνο και ενημερωμένο τρόπο, να αναλαμβάνει τον έλεγχο της εργασίας του, τη μετακίνηση από τον επαγγελματισμό στη ριζοασπαστική επαγγελματική πρακτική που μεταμορφώνει τη σχέση του με την εργασία που προσφέρει στο σχολείο και έξω από αυτό.
Εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εκπαιδευτικών να «παίρνουν τη σκέψη και την κρίση στα χέρια τους», να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, να ελέγχουν τις επαγγελματικές τους πρακτικές και να επανεξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους μεσολαβούν στην αναπαραγωγική λειτουργία του σχολείου. Η κοινωνική τους προέλευση το υποδηλώνει. Το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών μας διδάσκει ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν σημαντική και πραγματική εξουσία, παρά την ασύμμετρη διαπραγματευτική τους σχέση με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Στην περίπτωση της αξιολόγησης δεν μπορεί να είναι απλοί κι αμήχανοι αποδέκτες σχεδίων και προτάσεων στις οποίες εκφράζουν την αντίδραση τους. Πολύ περισσότερο, δεν είναι η κατάλληλη συγκυρία για υποβολή σχετικών αντι-προτάσεων για την αξιολόγηση. Ο κλάδος των εκπαιδευτικών έκανε στο παρελθόν πολλές προτάσεις και αιτήματα για την εισαγωγική επιμόρφωση, το βιβλίο του δασκάλου ή για τα περιθώρια πρωτοβουλίας στο σχολείο, κ. α. Έχουμε καταλάβει καλά το «μάθημα»: η εξουσία τα ενσωμάτωνε συστηματικά στη συνολική της εκπαιδευτική πολιτική για άσκηση πιο αποτελεσματικού κρατικού ελέγχου στο έργο τους. Αλλοίωνε, ουσιαστικά, τα αιτήματά τους!
Μήπως προσφέρεται η συγκυρία για τη συγκρότηση ενός « Ενιαίου Επιμελητηρίου Εκπαιδευτικών» όλων των βαθμίδων, δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων, που να αναλάβει τις σχετικές διεργασίες για τη σύμπτυξη σταθερών συνεργασιών ανάμεσα στις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών και την υπεράσπιση των αρχών άσκησης του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού έργου, σε καθεστώς δημοκρατικού σχολείου; Οι εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι που έχουν τη δύναμη και την εξουσία να αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία της δράσης και να προστατεύουν την εκπαίδευση από το δίδυμο αξιολόγησης-αγοράς που απειλεί και να υπερασπίζονται ένα σχολείο ουσιαστικής παιδείας για όλους. Ο τριακονταετής ανταρτοπόλεμος στον οποίο έχουν εμπλακεί, μέχρι σήμερα, με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, είναι μια παρακαταθήκη για το «νέο μέτωπο» που καλούνται να συγκροτήσουν, για νέες συλλογικότητες και νέες αντιστάσεις, μέσα στη δίνη του μνημονίου, της ανεργίας, των απολύσεων, των περικοπών και της φτώχειας. Τριάντα χρόνια χωρίς επιθεωρητές και γραφειοκράτες ελεγκτές και αξιολογητές είναι, έτσι κι αλλιώς, μια μεγάλη νίκη του σχολείου. Είναι αυτή που μας δείχνει το δρόμο…Αυτό το δρόμο θα τον βρούμε ευκολότερα, αν μελετήσουμε όλοι τα κείμενα της «τριλογίας! Ποιος είπε πως η μελέτη και η αποκωδικοποίησή τους είναι υπόθεση άλλων;
Βιβλιογραφία
Αλεξίου, Θ. (2011), «Εργασία και Εκπαίδευση στη συγκυρία της κρίσης», Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 99, 24-28
Κάτσικας, Χ., Καββαδίας, Γ. (επιμέλεια) (2002), Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση: Ποιος, ποιον και γιατί, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα2003
Καλημερίδης, Γ. (2012), «Κράτος, αγορά και εκπαίδευση. Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική αναδιάρθρωση του σχολείου»,
Θέσεις, Τεύχος 119.
Ναξάκης, Χ. , Χλέτσος, Μ., (2005) (Επιμ.) Το Μέλλον της Εργασίας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα.
Φωτόπουλος, Ν., (2010), «Εκπαιδευτικό Σύστημα: Κρίση και διαβίου αβεβαιότητα» http://tvxs.gr/node/35025