Πρέπει η ελληνική οικονομία να κάνει παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς ή στην πλευρά της ζήτησης;
Παραθέτω δύο παραδείγματα για το πώς τέθηκε στον πρόσφατο δημόσιο
διάλογο ένα αναλυτικό και πολιτικό ερώτημα με μεγάλη ιστορία: Τον
Σεπτέμβρη του 2014 το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε ανακοίνωση με την
οποία αξιολογούσε θεωρητικά και δημοσιονομικά το πρόγραμμα που κατέθεσε ο
ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΘ για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Εκεί ανέφερε: «[…] η
ελληνική οικονομία έχει πρόβλημα προσφοράς, και όχι ζήτησης. Εάν η
παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας δεν βελτιωθεί, η όποια αύξηση της
ζήτησης θα μετατραπεί σε εισαγωγές». Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται
από μια φράση του Υπουργoύ Οικονομικών, Γκίκα Χαρδούβελη, στην ομιλία
του στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό του 2015: «Η Ελλάδα πρέπει
να επουλώσει τη χαμένη παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, την πλευρά της
προσφοράς. Έτσι μόνο τελικά θα δημιουργηθεί και ζήτηση στην οικονομία».
Η ζήτηση και ο «νόμος του Say»
Το τελευταίο
κομμάτι της φράσης, «η ζήτηση θα προέλθει μέσα από την προσφορά»,
παραπέμπει σε έναν από τους πιο γνωστούς «νόμους» των οικονομικών: τον
«νόμο του Say». Ο νόμος αυτός εγκαταλείφθηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία
των οικονομολόγων μετά τη Μεγάλη Κρίση της δεκαετίας του ’30, γιατί δεν
μπορούσε να ερμηνεύσει –ούτε να απαντήσει– το πρόβλημα της γενικευμένης
οικονομικής στασιμότητας και της τεράστιας ανεργίας. Τότε έγινε
κατανοητή, μέσω της Γενικής Θεωρίας του Κέυνς, η αδυναμία αυτορρύθμισης
μιας οικονομίας που παγιδεύται σε τέλμα και ο ρόλος της ζήτησης που
μπορεί και πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από την παρέμβαση του κράτους.
Επιστρέφοντας
στο σήμερα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα αντίστοιχο ερώτημα. Αυτό που
λέει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας δεν μπορεί να
επιτευχθεί χωρίς ένα μεγάλο θετικό σοκ στην πλευρά της ζήτησης τόσο στο
κομμάτι της κατανάλωσης όσο και στο κομμάτι της επένδυσης, το οποίο
απαιτεί σημαντική δημόσια παρέμβαση.
Ξεκινάω από
την κατανάλωση: Η αύξηση του εισοδήματος, της καταναλωτικής δύναμης και
τελικά της ευημερίας των εργαζόμενων στρωμάτων είναι, βέβαια, πρωτίστως
ζήτημα αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης και μιας μεγάλης
αναδιανομής. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί τμήμα ενός ενάρετου κύκλου
αναθέρμανσης της οικονομίας. Το επιχείρημα του Υπουργείου Οικονομικών
αντικρούει την παρέμβαση αυτή σε δύο επίπεδα. Αφενός λέει ότι η όποια
αύξηση της κατανάλωσης επαναφέρει άμεσα στο μοντέλο «πλασματικής
υπερκατανάλωσης» του παρελθόντος, αφετέρου ότι πλήττει τις διαρθρωτικές
παρεμβάσεις βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, οδηγώντας σε
αύξηση των εισαγωγών. Το επιχείρημα αγνοεί δύο πράγματα. Πρώτον, ότι οι
εισοδηματικές ανισότητες και η διεύρυνσή τους μέσα στην κρίση βρίσκονται
στον πυρήνα του στρεβλού οικονομικού (και όχι μόνο αναπτυξιακού)
μοντέλου του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η πρόσφατη μεγάλη συζήτηση
στην οικονομική κοινότητα με αφετηρία το βιβλίο του Th. Piketty δεν
μπορεί να μένει έξω από τον προβληματισμό σε καμία «εθνική» περίπτωση,
ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι το μερίδιο των μισθών στο εισόδημα μειώθηκε
σχεδόν παντού στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Το δεύτερο
σχετίζεται με το είδος της αναδιάρθρωσης που συντελείται τα τελευταία
χρόνια στην ελληνική οικονομία. Ακόμα και το ΔΝΤ έχει υποστηρίξει ότι η
βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα είναι κυκλική,
και όχι διαρθρωτική. Υπ’ αυτή την έννοια, πράγματι ένα κομμάτι της
αύξησης εισοδήματος θα αυξήσει τις εισαγωγές. Το πρόβλημα όμως δεν είναι
αυτό. Το πρόβλημα είναι, όπως θα δούμε, ότι πραγματικά λανθασμένες
επιλογές γίνονται και στην πλευρά της προσφοράς.
Ας πάμε όμως
στο δεύτερο σημαντικό μέρος της ζήτησης: τις επενδύσεις. Αυτό που δεν
μπορεί να μην γίνεται αντιληπτό σε περίοδο βαθιάς ύφεσης είναι ο ρόλος
των δημόσιων επενδύσεων, όχι με τους όρους της κατασπατάλησης που είχαν
καθιερωθεί μέχρι τώρα και στιγμάτισαν στην κοινή συνείδηση τη
χρησιμότητα τους, αλλά ως απαραίτητη παρέμβαση που απαντάει σε
κοινωνικές ανάγκες και ταυτόχρονα δημιουργεί συνθήκες για την επένδυση
και του ιδιωτικού τομέα. Η σχετική θεωρητική συζήτηση είναι έντονη, αλλά
δυστυχώς δεν έχει επηρεάσει σοβαρά την πολιτική ούτε στην Ελλάδα ούτε
στην Ευρώπη (χαρακτηριστικό παράδειγμα, το περίφημο «πακέτο Γιούνκερ»).
Προσφορά: Ποιος, τι, πώς παράγει, για ποιον
Ωστόσο, η μαρξιστική ρίζα της οικονομικής μας ανάλυσης (βλ. και το άρθρο του Ευ. Τσακαλώτου, Η Αυγή, 16.1.2015)
επιβάλλει να δούμε την ουσία των βασικών ερωτημάτων που θέτει η πλευρά
της προσφοράς: Ποιος παράγει, τι παράγει, πώς παράγει, για ποιον το
παράγει. Εδώ αντιμετωπιζουμε τα δύσκολα ζητήματα του στόχου και της
πορείας του μετασχηματισμού της παραγωγής, των υποκειμένων που
συμμετέχουν σε αυτή, των θεσμών και των διαδικασιών μέσα από τις οποίες
διαμορφώνεται. Έτσι, μια ριζοσπαστική αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης
βρίσκεται πράγματι στην πλευρά της προσφοράς, και σ’ αυτό το σημείο το
δίλημμα που θεωρεί τις παρεμβάσεις στη ζήτηση και τις παρεμβάσεις στην
προσφορά αμοιβαία αποκλειόμενες γίνεται εντελώς παραπλανητικό. Εδώ
μπαίνουν θέματα που αφορούν τα χαρακτηριστικά του νέου αναπτυξιακού
μοντέλου:
- Το πρώτο σχετίζεται με το μείγμα των οικονομικών υποκειμένων που συμμετέχουν στην παραγωγή. Αντίθετα με τη νεοφιλελεύθερη άποψη που υποστηρίζει ότι η επανεκκίνηση, αλλά και η οικοδόμηση ενός διαφορετικού μοντέλου στηρίζεται αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα, ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, προσανατολισμένο στις κοινωνικές ανάγκες και που θα προστατεύει το περιβάλλον δεν μπορεί παρά να βασίζεται στον συνδυασμό δημόσιου, ιδιωτικού, και κοινωνικού τομέα, ο οποίος μπορεί να κινητοποιήσει πολλαπλάσιες δυνάμεις καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια διαφορετική λογική στην οικονομική οργάνωση και δραστηριότητα.
- Το δεύτερο σχετίζεται με το είδος των οικονομικών δραστηριοτήτων. Το ότι παραδοσιακά σημαντικοί κλάδοι στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αποτελούν κομμάτι όλων σχεδόν των αναλύσεων ενός νέου παραγωγικού προτύπου δεν είναι τυχαίο. Ωστόσο, η αναδιάρθρωσή τους, αλλά και η απαραίτητη ανάπτυξη νέων, πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα κριτήρια. Ένα από αυτά μπορεί είναι οι πολλαπλασιαστικές συνδέσεις μεταξύ τους, δηλαδή η δυνατότητα χρησιμοποίησης του προϊόντος του ενός για την παραγωγή του άλλου. Στοιχείο αυτής της προσέγγισης είναι η κατανόηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δραστηριοτήτων όχι κλαδικά, αλλά ως συστήματα. Ένα δεύτερο κριτήριο μπορεί να είναι η εισοδηματική ελαστικότητα της ζήτησης. Το μοντέλο της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζεται και στην Ελλάδα στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού είναι πολλαπλά καταστροφικό. Εξαθλιώνει τους εργαζόμενους χωρίς να αποδίδει σε όρους ανταγωνιστικότητας, ενώ οδηγεί σε μισθολογικό ντάμπινγκ την Ευρώπη συνολικά. Η επένδυση στο υψηλής εκπαίδευσης εργατικό δυναμικό που εγκαταλείπει μαζικά τη χώρα προϋποθέτει μια εντελώς διαφορετική λογική για τους όρους και τις σχέσεις εργασίας, αλλά και για το είδος των προϊόντων που παράγονται.
- Το τρίτο χαρακτηριστικό αφορά μια σειρά παράγοντες που σχετίζονται με τη διαδικασία της παραγωγής. Βασικά κριτήρια εδώ είναι η προστασία του περιβάλλοντος, το οικολογικό αποτύπωμα και η χαμηλή κατανάλωση ενέργειας. Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό στοιχείο όμως, είναι το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται στην παραγωγή όσον αφορά την οργάνωση, την ιδιοκτησία, τα υποκείμενα και τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων που σχετίζονται με την παραγωγική δραστηριότητα. Το κριτήριο αυτό μπορεί να αποτελέσει πυρήνα σημαντικών καινοτομιών στη λειτουργία των παραγωγικών μονάδων, που δεν αφορούν μόνο την τεχνολογία, αλλά και άλλα εξίσου σημαντικά κομμάτια της παραγωγής, όπως η μεθοδολογία λήψης αποφάσεων. Γι’ αυτό η Αριστερά δίνει ιδιαίτερη σημασία στην κοινωνική οικονομία και στα πειράματα συλλογικής διαχείριση. Για να γίνει όμως ευρύτερα αποδεκτός στην κοινωνία ως εναλλακτικός τρόπος οικονομικής οργάνωσης πρέπει να μαθαίνει από τις εμπειρίες και του παρελθόντος και των περιοχών του κόσμου όπου εφαρμόζεται, άρα να γίνεται κατανοητός με όρους κοινωνικής αποτελεσματικότητας.
- Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό έχει να κάνει με τη χωρική «αγκίστρωση» της παραγωγής και τη δημιουργία οικοσυστημάτων. Η ενσωμάτωση της παραγωγής στην περιοχή και στην κοινωνία απαντάει και στο πρόβλημα της εύκολης μεταφοράς των οικονομικών δραστηριοτήτων, αλλά και στα οφέλη που προκύπτουν για όλες τις πλευρές από τις ευθύνες και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις που δημιουργεί μια τέτοιου είδους συνεργασία.
Τα παραπάνω
χαρακτηριστικά αποτελούν κριτήρια δημιουργίας ενός πιο στέρεου εδάφους
για τη σχέση των ριζικών επιμέρους αλλαγών με τον μετασχηματισμό του
συνόλου. Σχηματικά, συνιστούν ένα κομμάτι της μετατροπής αξιών και
βασικών αρχών σε συγκεκριμένους στόχους, εξειδίκευσης των στόχων αυτών
σε κριτήρια για την επιλογή του τρόπου, των εργαλείων, της μεθοδολογίας,
του θεσμικού πλαισίου που διέπει την παραγωγή και τελικά μετάφραση των
κριτηρίων σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.
Αυτή η
διαδικασία μπορεί να γίνει οδηγός και για την αντιμετώπιση σημαντικών
δυσκολιών αλλά και για την μεταβατική πορεία προς ένα πραγματικά
διαφορετικό και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης που θα λειτουργεί σύμφωνα με
τις ανάγκες της κοινωνίας και του περιβάλλοντος.
Η Έλενα Παπαδοπούλου είναι οικονομολόγος, μέλος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Πηγή:enthemata.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου