Το
«Κάστρο του Υμηττού» κατεστραμμένο από την πολύωρη και άνιση μάχη των
τριών ηρώων με τους Γερμανούς και τους γερμανοτσολιάδες. | Από το φωτογραφικό αρχείο των ΑΣΚΙ
Δεν ήταν κάστρο. Ένα σπίτι απλό ήταν, μια μονοκατοικία σαν όλες τις άλλες που υπήρχαν στον Υμηττό.
Όμως, ο ηρωικός αγώνας τριών νεαρών
αγοριών απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις Γερμανών και γερμανοτσολιάδων το
μετέτρεψε σε ένα εμβληματικό κάστρο του αγώνα για την ελευθερία.
«Δεν ήταν κάστρο, μ’ άντεξε σαν κάστρο»,
γράφει η μεταλλική ταμπέλα που βρίσκεται έξω από τη μονοκατοικία της
οδού Αγραίων 47 και καλεί τον διαβάτη να σταθεί λίγο και να τιμήσει «τους
τρεις ΕΠΟΝίτες Μήτσο Αυγέρη, Θάνο Κιοκμενίδη και Κώστα Φολτόπουλο, που
στις 28 Απρίλη 1944 έδωσαν την ζωή τους εδώ για τη λευτεριά της
Ελλάδας».
Η θυσία των τριών παλικαριών πήρε μυθικές
διαστάσεις τους τελευταίους δύσκολους μήνες της γερμανικής κατοχής και
το «Κάστρο του Υμηττού» έγινε φάρος νέων αγώνων.
Εναν χρόνο αργότερα, ταυτόχρονα με το
αγγελτήριο της τέλεσης του ετήσιου μνημόσυνου των τριών παλικαριών, η
εφημερίδα «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει εκτενές πρωτοσέλιδο αφιέρωμα στη μάχη
του «Κάστρου του Υμηττού», όπως καταγράφηκε στη λαϊκή συνείδηση.
Εκεί αναφέρεται για πρώτη φορά ότι το
μπλόκο που έκαναν στο σπίτι Εύζωνοι, Τάγματα Ασφαλείας και μικρή δύναμη
Γερμανών ήταν αποτέλεσμα προδοσίας.
«Ο προδότης το είχε καταδώσει σαν αποθήκη πυρομαχικών του ΕΛΑΣ» έγραφε ο «Ριζοσπάστης» (φ. 22.4.1945).
Η ιστορική έρευνα έδειξε ότι «το
σπιτάκι αυτό είχε γίνει πρόσφατα μια από τις δύο μεγάλες αποθήκες
οπλισμού του ΙΙ Τάγματος Βύρωνα-Γούβας και από το προηγούμενο βράδυ
είχαν καταλύσει σε αυτό ο διοικητής και υπεύθυνος οπλισμού της διμοιρίας
ΕΛΑΣ Υμηττού, Δημήτρης Αυγέρης, και οι νεαροί μαχητές Κώστας
Φολτόπουλος και Θάνος Κιοκμενίδης» (Ιάσονας Χανδρινός «Το τιμωρό
χέρι του λαού. Η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα
1942-1944», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 213).
Μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο οπλισμός είχε
μεταφερθεί συσκευασμένος σε δύο βαλίτσες από την Καισαριανή στο σπίτι,
το οποίο είχε εγκαταλειφθεί από τους ενοίκους του και χρησιμοποιούνταν
από την Αντίσταση, συνήθως για διαμονή αγωνιστών.
Λέγεται ότι κάποιος ειδοποίησε τους
Γερμανούς και περίπου στις 10 το πρωί της 28ης Απριλίου 1944
περικύκλωσαν το φτωχόσπιτο περίπου 200 Γερμανοί, τσολιάδες του
Πλυτζανόπουλου και ταγματασφαλίτες, στήνοντας εναντίον του «τρία αντιαρματικά κανόνια, πολυβόλα και όλμους».
«Πιάσαν μετερίζια στα υψώματα της
Δεξαμενής και τους γύρω λόφους για να φυλάνε τα νώτα τους. Και περίμεναν
με τέτοια πολιορκία να παραδοθεί το φρούριο!
Μα στην πρώτη ομοβροντία ακριβώς στις 10 το πρωί, το μικρό σπιτάκι απάντησε με πυρ.
Τρομαγμένοι οι Ούνοι και οι τσολιάδες
από την απροσδόκητη αντίσταση πιάνουν τους τοίχους των γύρω σπιτιών και
αρχίζουν να ρίχνουν με όλα τα όπλα τους» («Ριζοσπάστης», ό.π.).
Με τους πρώτους πυροβολισμούς κλείνουν βιαστικά οι πόρτες και τα παράθυρα των κοντινών σπιτιών.
«Οι πολίτες που έτυχε να βρίσκονται
στον δρόμο τρομαγμένοι έτρεχαν να κρυφτούν στα σπίτια τους, χωρίς κανείς
να τολμά να ρωτήσει και να μάθει την αφορμή του μεγάλου κακού που
πλάκωσε», θυμόταν, αρκετά χρόνια αργότερα, ο Αχιλλέας Βαφειάδης («Το Κάστρο του Υμηττού», έκδοση του Δήμου Υμηττού 1997, σελ. 16).
Η μάχη ήταν άνιση, αλλά εξαιρετικά σκληρή.
Οι Γερμανοί θέλησαν να πλησιάσουν το σπίτι και από το πίσω μέρος, όπου βρισκόταν μια μικρή κουζίνα.
Ομως, δεν τα κατάφεραν διότι έπρεπε να πλησιάσουν πολύ κοντά. Ετσι, έριχναν μόνο από απέναντι ταράτσες και τον δρόμο.
Οι περιγραφές, κυρίως για τη σειρά με την οποία πέθαναν οι τρεις ήρωες, έχουν αλλάξει από στόμα σε στόμα.
Γι’ αυτό θα ακολουθήσουμε τα γεγονότα
όπως περιγράφονται στο αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» της 22.4.1945 ως την
πιο κοντινή με τη μάχη γραπτή μαρτυρία, με στοιχεία και από μαρτυρίες
άλλων αντιστασιακών.
«Μετά δυόμισι ώρες, στις 12.30, είχαν
τελειώσει τα πυρομαχικά του Αυγέρη. Κι’ οι σφαίρες των συντρόφων του
δεν έκαναν στο ντουφέκι του.
Πήρε την απόφαση κι’ όρμησε μεσ’ στη φωτιά σε ηρωική έξοδο.
Τον πήραν βροχή οι σφαίρες κι’ έπεσε φωνάζοντας: “Να μην πέσει το πιστόλι μου στα χέρια των βαρβάρων”.
Προς στιγμή οι επιτιθέμενοι Γερμανοί και “ταγματασφαλίτες” νόμισαν ότι το “Κάστρο” είχε… πέσει.
Μα οι άλλοι δύο ηρωικοί μαχητές, οι
17χρονοι Κώστας Φολτόπουλος και Θάνος Κιοκμενίδης (ο Αυγέρης ήταν 18
χρόνων), είχαν ακόμα πυρομαχικά και ανάγκασαν τον εχθρό να υποχωρήσει με
απώλειες.
Η δυσανάλογη μάχη συνεχίστηκε για άλλες δύο ώρες.
Γύρω στις 2.30 έμεινε κι’ ο Κιοκμενίδης χωρίς πυρομαχικά, πετάχτηκε στην πόρτα μεθυσμένος από τη μάχη και φώναξε: “Τους φάγαμε, παιδιά… Ζήτω η Ελλάδα μας!”.
Και με την Ελλάδα στα χείλη ξεψύχησε και το δεύτερο παλληκάρι».
Τελευταίος είχε μείνει να συνεχίζει τη
μάχη ο Φολτόπουλος, ένα συνεσταλμένο αγόρι, που όπως και ο Κιοκμενίδης
ήταν μαθητής, οργανωμένοι κι οι δυο λόγω ηλικίας στην ΕΠΟΝ και στον
εφεδρικό ΕΛΑΣ.
Αυτό το 17χρονο αγόρι κράτησε για άλλες δύο ώρες μακριά από το «Κάστρο» τους επιτιθέμενους.
Ομως, αυτοί κατάφεραν πια να πλησιάσουν στο πίσω μέρος, να ρίξουν βενζίνη και να βάλουν φωτιά.
Λέγεται ότι ο Φολτόπουλος είχε κρατήσει μια τελευταία σφαίρα για τον εαυτό του.
Περίπου στις 5 το απόγευμα, μετά από 7ωρη
μάχη, Γερμανοί στρατιώτες και δυο-τρεις τσολιάδες μπήκαν μέσα στο σπίτι
περιμένοντας να βρουν καμιά εκατοστή πτώματα.
Βρήκαν, όμως, μόνο τους τρεις ήρωες. Τότε συνειδητοποίησαν ότι είχαν νικηθεί από τρία παιδιά…
Στο μεταξύ βρίσκουν την ευκαιρία να μπουν στο σπίτι και κάποιοι πατριώτες.
«Οταν μπήκαμε μέσα, ο μεν Κωστάκης
(Φολτόπουλος) ήτανε σκοτωμένος απάνω στο πατάρι (…) και κιτρινισμένος
από τον καπνό. Γιατί αυτοί οι Γερμανοί σημειωτέον ανέβηκαν επάνω και
ρίξανε μέσα βενζίνη κι έτσι κάηκε μέσα. Μέσα είχε πατώματα, τώρα έχουνε
κάνει μωσαϊκό. Ο Κιοκμενίδης ήτανε(…) στο χωλάκι, πεσμένος(…) κι αυτός
κατακίτρινος κι ο Αυγέρης ήταν ακριβώς στην πόρτα. (…) Ο Δημητράκης
(Αυγέρης) ήταν σκοτωμένος εδώ, ίσα ίσα που άνοιξε η πόρτα(…). Εκεί ήτανε
που μπήκα εγώ μέσα», διηγείται ο Υμηττιώτης αντιστασιακός Λευτέρης Τσικουράκης («Το Κάστρο του Υμηττού», ό.π. σελ. 28).
Οι πατριώτες έβγαλαν τα άψυχα σώματα στον δρόμο.
Κατά τον Αχιλλέα Βαφειάδη «ο
επικεφαλής της φρουράς Γερμανός υπαξιωματικός τα περιεργάζεται σιωπηλός,
με έκδηλο το θαυμασμό του και σε μια στιγμή ακούεται το πρόσταγμα:
“Παρουσιάστε”! Η φρουρά παρουσιάζει όπλα αποδίδοντας τιμές στους
ηρωικούς νεκρούς και αποσύρεται συντεταγμένη, ενώ οι τσολιάδες του
Πλυτζανόπουλου είχαν αποσυρθεί πολύ πιο πριν».
Μετά το τέλος της μάχης άρχισε να απασχολεί ένα άλλο θέμα την ηγεσία του ΙΙ Τάγματος του ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ Υμηττού.
Ηταν ο εντοπισμός των ενόχων για την προδοσία.
«Εγώ πρωτόκανα τις ανακρίσεις για την προδοσία», είχε πει ο Λευτέρης Τσικουράκης επιβεβαιώνοντας τη διενέργεια ανακρίσεων.
Οπως σημειώνει στο βιβλίο του ο Ιάσων
Χανδρινός, αρχικά το «κάρφωμα» χρεώθηκε σε ακριτομυθίες των ίδιων των
πεσόντων, αργότερα ανακρίθηκαν μαχητές που είχαν διανυκτερεύσει εκεί τις
προηγούμενες μέρες.
Τελικά, οι υποψίες στράφηκαν στην
ιδιοκτήτρια του σπιτιού Νίτσα (ή Ανίκα) Αντωνίου και στον έναν από τους
δύο ΕΛΑΣίτες που είχαν μεταφέρει τον οπλισμό προς το σπίτι.
Και οι δύο εκτελέστηκαν παρά το γεγονός
ότι ο σύζυγος της γυναίκας (και συνιδιοκτήτης του σπιτιού) Επαμεινώνδας
Αντωνίου ήταν σημαντικό συνδικαλιστικό στέλεχος του ΕΑΜ στην Εθνική
Τράπεζα (Ι. Χανδρινός, ό.π. σελ 214).
Για την ηρωική θυσία των τριών παλικαριών το Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ είχε εκδώσει, στις 17 Μαΐου 1944, ειδική ημερήσια διαταγή.
Εναν χρόνο αργότερα γίνεται μνημόσυνο για τους τρεις ήρωες και κατατίθενται στεφάνια στο «Κάστρο».
Ομως, στη διάρκεια του μνημόσυνου δεν θα
λείψουν οι προκλήσεις, καθώς, σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη» (24.4.1945),
μια ομάδα από «χίτες» και έναν χωροφύλακα «επιτέθηκαν εναντίον του
λαού της συνοικίας την ώρα που με ευλάβεια κατέθετε στέφανα στο
κενοτάφιό τους μπροστά στο σπίτι-κάστρο».
Ο τέταρτος της ομάδας εκτελέστηκε από Ελληνες
Στην ίδια ομάδα με τους τρεις ήρωες του «Κάστρου του Υμηττού» ανήκε και ο Πέτρος Μπουλούμπεης, ένας νεαρός αγωνιστής της Αντίστασης που από σύμπτωση δεν βρέθηκε τη μέρα της μεγάλης μάχης μέσα στο «Κάστρο».
Αυτό μπορεί να τον βοήθησε να ζήσει την
πρόσκαιρη χαρά της απελευθέρωσης της Ελλάδας, αλλά ταυτόχρονα να βιώσει
ολοκληρωτικά τον ολέθριο παραλογισμό του εμφύλιου πολέμου.
Φυλάκιση, εξορία και τελικά εκτέλεση.
Ηταν 3 Σεπτέμβρη του 1948, όταν οι
περισσότερες εφημερίδες κυκλοφόρησαν έχοντας στα «ψιλά» μια είδηση για
την εκτέλεση 7 αγωνιστών.
«Χθες την πρωίαν εξετελέσθησαν εις
τον συνήθη τόπον εκτελέσεων οι Ι. Θεοδωρίδης, Ι.Α. Ποταμιάνος, Ε.Ι.
Νουφράκης, Π.Ι. Μπουλούμπεης, Γ.Ι. Σοχάς, Χρ. Ε. Τσιλομελέτης και Γ.Δ.
Καμπουράκης εκ των καταδικασθέντων εις θάνατον μελών της “Επαγρυπνήσεως”
Αθηνών», έγραφε η εφημερίδα «Εμπρός».
Λίγες ώρες πριν από την εκτέλεση, ο
25χρονος Πέτρος Μπουλούμπεης είχε γράψει ένα συγκλονιστικό γράμμα στην
οικογένειά του, τους γονείς και τις αδελφές του, το οποίο σώζεται στο
Μουσείο του «Κάστρου».
Ο ίδιος, αφού δεν είχε μπορέσει να βρεθεί
μαζί τους στη μεγάλη μάχη, πρωτοστάτησε τις επόμενες μέρες στο κλείσιμο
των μαγαζιών της πλατείας Υμηττού που έγινε για να τιμηθούν οι τρεις
ήρωες.
Τότε συνελήφθη για πρώτη φορά και κρατήθηκε για αρκετό καιρό στα κρατητήρια του ΚΓ’ Τμήματος Ασφαλείας Αθηνών.
Η αποφυλάκισή του φαίνεται να έγινε κοντά στην απελευθέρωση της Αθήνας.
Θα ακολουθήσουν τα Δεκεμβριανά, οπότε συμμετέχει στη μεγάλη μάχη στον Αρδηττό.
Σε αυτήν, οι Αγγλοι βομβάρδισαν για
μερόνυχτα, όπως γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης στο βιβλίο του «Ο Μεγάλος
Δεκέμβρης» (Αθήνα 1945), Παγκράτι, Καισαριανή και Μετς, για να κάμψουν
την αντίσταση των μαχητών του ΕΛΑΣ και να περάσουν τα τανκς στο
Παγκράτι.
Ο Πέτρος Μπουλούμπεης τραυματίζεται στη μάχη.
Αργότερα θα συλληφθεί και θα κρατηθεί στην Ακροναυπλία και ακολούθως στις φυλακές Αβέρωφ, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Παρότι το δικαστήριο τον αθωώνει, εξακολουθεί να διώκεται και οδηγείται εξόριστος στην Ικαρία.
Ομως, εκεί δεν θα μείνει για πολύ καιρό.
Σύντομα επιστρέφει στην Αθήνα και φυλακίζεται στις φυλακές των Βούρλων,
προκειμένου να δικαστεί, τον Αύγουστο του 1948, σε μια δίκη στο
στρατοδικείο με συνολικά 52 κατηγορούμενους.
Οι 44 από τους κατηγορούμενους είχαν
συλληφθεί τον Ιούνιο του 1948 επειδή ανήκαν, σύμφωνα με τα εφευρήματα
των Αρχών, στη «μυστική αστυνομία του ΚΚΕ» με το όνομα «Επαγρύπνηση».
Ο Μπουλούμπεης κατηγορούνταν ότι ανάρτησε στον Βύρωνα φωτεινή επιγραφή για τα 6 χρόνια της ίδρυσης της ΕΠΟΝ.
Τι σημασία όμως είχαν οι κατηγορίες; Καμία. Οι δίκες ήταν παρωδίες και μοναδικό στόχο είχαν να καταγραφούν δηλώσεις… μετάνοιας.
Στη συγκεκριμένη δίκη οι 7 κατηγορούμενοι που αρνήθηκαν να κάνουν τέτοια δήλωση καταδικάστηκαν στις 28 Αυγούστου σε θάνατο.
Τα ξημερώματα της 2ας Σεπτεμβρίου εκτελέστηκαν στον «συνήθη τόπο εκτελέσεων». Για τις ιδέες τους.
Ζωντανό στη μνήμη του λαού
Παρά τις προσπάθειες του επίσημου κράτους
να «σβήσει» από τη μνήμη την ηρωική θυσία των τριών ΕΠΟΝιτών, ο λαός
την κράτησε ζωντανή και στις 15 Μαΐου 1966 ο Δήμος Υμηττού, επί
δημαρχίας Κωνσταντίνου Σάκκου, διοργανώνει την πρώτη εκδήλωση τιμής και
μνήμης στο «Κάστρο».
«Η ιστορία και η θυσία τους θα είχε
ξεχαστεί αν πετύχαιναν οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους, που θέλησε
να ρίξει στάχτη λησμονιάς πάνω στο καψαλισμένο “Κάστρο” της οδού Αγραίων
και να παραδώσει την άγνοια στις επερχόμενες γενιές», είχε πει στην ομιλία του ο τότε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, Κυριάκος Κιουρτσόγλου.
Την επόμενη χρονιά η χούντα θα συνεχίσει
την προσπάθεια να «σβήσει» τη θυσία των τριών ηρώων αλλά μετά την πτώση
της θα ξεκινήσουν κανονικά οι εκδηλώσεις μνήμης.
Επί δημαρχίας Αντρέα Λεντάκη το οίκημα
της οδού Αγραίων κηρύσσεται, το 1984, διατηρητέο (ΦΕΚ Δ’ 584/7-11-1984)
και ο δήμος προχώρησε στην αγορά του, το συντήρησε και το διαμόρφωσε σε
Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, όπως λειτουργεί μέχρι σήμερα...
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών (28.4.2017) / Σταύρος Μαλαγκονιάρης
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου