Πριν ακόμα εμφανιστεί η πολιτική του New Deal με τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ στις ΗΠΑ, αλλά και η κεϋνσιανή «Γενική Θεωρία», η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με πρωτοπόρο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Σουηδίας, επιχείρησε να διευρύνει τον ρόλο του δημοσίου. Να μετατρέψει το κράτος από απλό τροφοδότη αγαθών και υπηρεσιών, που για τεχνικούς δεν μπορούσαν να παραχθούν από τον ιδιωτικό τομέα σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, σε μια «πολιτική αγορά» με βασικές κατανεμητικές εξουσίες. Με τον τρόπο αυτό υποκαθιστούσαν εν μέρει τις λειτουργίες της καπιταλιστικής αγοράς, αφού βεβαίως τις λάμβαναν υπόψη.Το όλο επιχείρημα προσέβλεπε στη δημιουργία μιας «πραγματικής δημόσιας σφαίρας», ενός «γνήσιου δημόσιου χώρου». Μιας συγκρουσιακής πολιτικής αρένας, όπου εκτός των δημοσίων αναγκών θα εκφράζονταν και θα επιλύονταν και οι ιδιωτικές επιθυμίες. Η όλη προσπάθεια στηρίχθηκε στην ανάληψη από το δημόσιο ορισμένων νέων καθηκόντων μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το δημόσιο επιβάλλει μια κανονιστική οικονομική πολιτική. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 είχε δείξει ότι μόνο η συνειδητή δράση της κρατικής εξουσίας θα μπορούσε να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες μακροχρόνιας επιβίωσης του συστήματος. Η διεύθυνση της οικονομίας μετατρέπεται σε κεντρικό κυβερνητικό έργο. Η δημοσιονομική, η νομισματική και η συναλλαγματική πολιτική αποκτούν ενεργό ρόλο στην χάραξη και στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Παράλληλα, οι μεταβιβαστικές πληρωμές, οι επιδοτήσεις ενεργοποιούνται στην κατεύθυνση ανισοκατανομής του εισοδήματος. Το δημόσιο εμπλέκεται στις λειτουργίες σταθεροποίησης, ανάπτυξης και αναδιανομής του εισοδήματος.
Το δημόσιο εμπλέκεται άμεσα και αναλαμβάνει μεγαλύτερο βάρος στη διαδικασία ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η κεντρική σημασία της επιστήμης και η συστηματική χρησιμοποίηση και εφαρμογή της έρευνας σε όλο και περισσότερα επίπεδα της παραγωγής, από την ανάπτυξη βιομηχανιών όπως οι βιομηχανίες των υπολογιστών, των ηλεκτρονικών, των πολυμερών χημικών ουσιών μέχρι την διαχείριση οικονομικών συστημάτων επέβαλε την κρατική παρουσία.
Το δημόσιο αναλαμβάνει το χτίσιμο του κράτους πρόνοιας. Η δέσμευση για μια ρυθμιστική κοινωνική πολιτική περιλάμβανε εκτός της δημόσιας παιδείας, τη δημόσια υγεία, την πρόνοια για τις ευαίσθητες ηλικίες και την επέκταση των αστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ως βασικού συντελεστή διεύρυνσης της δημοκρατίας.
Αίσθημα ασφάλειας
Προϋπόθεση της ανάληψης των νέων καθηκόντων ήταν η πεποίθηση ότι η με ορθό τρόπο διεύρυνση του δημοσίου επεξέτεινε την ελευθερία των επιλογών, αυξάνοντας το αίσθημα της ασφάλειας στον καθημερινό άνθρωπο. Η πεποίθηση αυτή βασιζόταν σε δύο προϋποθέσεις:- Πρώτον, ότι η κοινωνικοοικονομική ισότητα και η αποδοτικότητα της οικονομίας αποτελούσαν συμπληρωματικούς μάλλον παρά αντιθετικούς στόχους.
- Δεύτερον, ότι επιδίωξη ήταν μια κοινωνικά ελεγχόμενη οικονομία της αγοράς παρά μια κρατικά ελεγχόμενη οικονομία.
Η ικανότητα ανάγνωσης και γραφής ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο. Στη Σουηδία για παράδειγμα η ικανότητα αυτή είχε ήδη φθάσει στο 100% του πληθυσμού από τον 17ο αιώνα και ενισχύθηκε από την ύπαρξη δημοτικών σχολείων σε κάθε χωριό γύρω στο 1850. Επίσης, ο πολιτικός πολιτισμός των κατοίκων της Σουηδίας και των υπολοίπων χωρών της Σκανδιναβικής και της Κεντρικής Ευρώπης χαρακτηρίζεται από αξίες που έχουν τις ρίζες τους στην προβιομηχανική κοινωνία: μετριοπάθεια, ροπή προς το κοινό καλό, δικαιοφροσύνη, σεβασμό στην αυτονομία του ατόμου και τη λουθηριανή προσήλωση στην εργασία.
Οι κοινωνικές συμπεριφορές που τις χαρακτηρίζει η ισότητα και η αλληλεγγύη δεν μπορούν φυσικά να ιδωθούν παντελώς αποκομμένες από τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, πάνω στις οποίες σιγά-σιγά διαμορφώθηκαν. Ομως, η όλη σωστή λειτουργία του υποδείγματος και το κλειδί επίλυσης των προβλημάτων ήταν η οικονομική μεγέθυνση και η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία χρηματοδοτούσε το δημόσιο νοικοκυριό και επέτρεπε την αύξηση των μισθών.
Αποτελεσματικό οικονομικό υπόδειγμα
Η σωστή λειτουργία του οικονομικού υποδείγματος, το οποίο στηριζόταν στην κεϋνσιανή προβληματική της επίτευξης πλήρους απασχόλησης και επιμερισμού των αυξήσεων της παραγωγικότητας μεταξύ εργοδοτών, εργαζομένων και κράτους, αποτελούσε τη βάση του υποδείγματος της σοσιαλδημοκρατίας. Η κρίση του κεϋνσιανού υποδείγματος αποτέλεσε το αρχικό σημείο καμπής της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, πέρα από προγραμματικές διακηρύξεις και σχεδιασμούς, στην πράξη, η δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συνέβαλε στη δημιουργία ενός διαφορετικού υποδείγματος καπιταλισμού. Είχε περισσότερες κοινωνικές λειτουργίες και μηχανισμούς απ’ ό,τι το υπόδειγμα του αμερικάνικου ή και του ιαπωνικού καπιταλισμού. Οι άρχουσες τάξεις υποχρεώθηκαν, γενικότερα, να προσαρμοστούν και να ικανοποιήσουν ορισμένες από τις ανάγκες των ανθρώπων της μισθωτής εργασίας.
Αυτό οφείλεται όχι μόνο στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και σ’ όλα τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα. Οι αστικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Δύση δεν θα υπήρχαν, τουλάχιστον στη σημερινή τους έκταση και ποιότητα, χωρίς τις θυσίες του εργατικού και αριστερού κινήματος. Παράλληλα, χάρη και στην παρουσία των ριζοσπαστικών προγραμμάτων, κυρίως της κομμουνιστικής Αριστεράς, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία ενός οικονομικοκοινωνικού υποδείγματος, το οποίο ήταν αποτελεσματικό από οικονομική άποψη και ταυτοχρόνως εξασφάλιζε ισχυρή κοινωνική προστασία και ασφάλεια.
Πηγή: Κώστας Μελάς /slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου