Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Γιάννης Ρίτσος: Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο...


«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις…
να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο».

Ναι. Ο Γιάννης Ρίτσος, ο άνθρωπος που ταύτισε τη ζωή του με την ποίηση και την Επανάσταση, ο αγωνιστής ο κομμουνιστής ποιητής, που σαν σήμερα (11/11/1990) έφυγε από κοντά μας, θα είναι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχει λείψει, θα είναι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο, τον οποίο τόσο αγάπησε και άλλο τόσο ο κόσμος τον αγάπησε. Θα είναι για πάντα δίπλα μας γιατί με το έργο του απευθύνεται στην ψυχή του λαού και γι’ αυτό θα χτυπάει πάντα στην καρδιά της Ρωμιοσύνης. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι αλήθεια ότι ενόχλησε και δεν «παραμέρισαν» όπως προέτρεψε ο Παλαμάς για να «περάσει ο ποιητής». Ο Γιάννης Ρίτσος «πέρασε» παρεμποδιζόμενος, αλλά πέρασε, εκεί κυρίως που απευθυνόταν, στην ψυχή του λαού, και γι’ αυτό θα χτυπάει πάντα στην καρδιά της Ρωμιοσύνης.

6401

Με το έργο του, ο Γιάννης Ρίτσος προσέδωσε ποιητικότητα στην καθημερινότητά μας και ανέδειξε σε «ήρωα» το λόγο που εμπνέει και εμπνέεται από τους ήρωες. Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, στα ποιήματά του κατέγραψε σαν χρονικό, τις ηρωικές στιγμές, που με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, του Χρήστου Λεοντή, του Θάνου Μικρούτσικου μετουσιώθηκαν σε εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία. Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), αρκετά θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού.
Η ποίηση για τον Ρίτσο ήταν «απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις». Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία.
«Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν’ αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ’ αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο το φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ’ αυτήν τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο “αταξικό γαλάζιο”» (Γιάννης Ρίτσος, συνέντευξη στο περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 182).
Το 1934 είναι σημαδιακή χρονιά για τον Ρίτσο. Σε μια σχεδόν σημειολογική συγκυρία που πραγματώνει το όραμά του για την ποίηση και την Επανάσταση, εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Τρακτέρ» και γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, ενώ αρχίζει η συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη».

ritsos_4

Το 1935 εκδίδει τη συλλογή «Πυραμίδες». Το 1937 νοσηλεύεται και πάλι, ενώ γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Μια σημαντική αναγνώριση της λογοτεχνικής του αξίας έρχεται όταν δημοσιεύεται «Το τραγούδι της αδελφής μου» (εμπνευσμένο από την αδελφή του Λούλα, η οποία είχε εισαχθεί στο Δαφνί) με τον Παλαμά να λέει το περίφημο: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις». Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.
Το 1940 και η έναρξη του πολέμου για την Ελλάδα βρίσκει τον ποιητή κατάκοιτο. Λίγους μήνες πριν την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας έχει κυκλοφορεί «Το εμβατήριο του ωκεανού». Οργανώνεται στο ΕΑΜ και εντάσσεται στο μορφωτικό τμήμα του. Στο σπίτι του συνεδριάζει η Κομματική Οργάνωση των Διαφωτιστών και συνεργάζεται με την Ηλέκτρα Αποστόλου. «(…) με τούτη τη στάχτη της Ηλέκτρας, με τούτη τη φλόγα της Ζόγιας, έτσι θα σας νικήσουμε (…)».
Εξακολουθεί να γράφει πυρετωδώς. Αμείωτη βαίνει η συνεργασία του με τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο. Η «Δοκιμασία» λογοκρίνεται από τους κατακτητές.
Η υποχώρηση του ΕΛΑΣ τον Δεκέμβρη του ’44 από την Αθήνα βρίσκει μια ομάδα καλλιτεχνών, μεταξύ αυτών και τον Ρίτσο, να μεταβαίνει στην επαρχία. Συνάντηση με τον Αρη Βελουχιώτη στα Τρίκαλα. Οργανώνονται θίασοι και οι καλλιτέχνες χρεώνονται με το καθήκον της συγγραφής έργων. Μέσα σε μια βδομάδα ο Ρίτσος γράφει το μονόπρακτο «Η Αθήνα στ’ άρματα». Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (Φλεβάρης 1945) επιστρέφει στην Αθήνα. Εκδίδει το ποίημα «Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης». Εχει καθοδηγητικό καθήκον στο καλλιτεχνικό τμήμα της ΕΠΟΝ.
Τον Ιούλη του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Λήμνο. Το 1949 μεταφέρεται στο κολαστήρι της Μακρονήσου. Γράφει και ζωγραφίζει όπου και όπως μπορεί: Σε πέτρες, ξύλα, κόκαλα ζώων. Σύντροφοί του όπως ο Μάνος Κατράκης βοηθούν στο κρύψιμο της δημιουργίας του ποιητή. Υποτροπιάζει η φυματίωση, αναγκάζονται να τον απολύσουν βαριά άρρωστο, αλλά σύντομα τον ξαναστέλνουν στη Μακρόνησο και στη συνέχεια στον Αη-Στράτη. Γράφει το «Γράμμα στον Ζολιό-Κιουρί» και καταφέρνει να το στείλει στο εξωτερικό, όπου βρίσκει πλατιά απήχηση. Δημιουργοί όπως ο Αραγκόν, ο Νερούντα, ο Πικάσο κ.ά. δημιουργούν εκείνες τις συνθήκες πίεσης στο καθεστώς της Ελλάδας, ώστε το 1952 ο Ρίτσος απελευθερώνεται από τον Αη-Στράτη, χωρίς να υπογράψει δήλωση. Γράφει το «Ημερολόγιο Εξορίας» και το «Καπνισμένο Τσουκάλι», τον «Πέτρινο Χρόνο» και τις «Γειτονιές του κόσμου».

54734

Εκλέγεται στη Διοικούσα Επιτροπή της ΕΔΑ. Γράφει το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», αμέσως μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του.
Το 1954 παντρεύεται τη γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδου. Ενα χρόνο μετά γεννιέται η Ελευθερία (Ερη).
Το 1956 δημοσιεύεται η ποιητική σύνθεση «Η σονάτα του σεληνόφωτος», η πρώτη της «Τέταρτης Διάστασης». Αποσπά το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Την ίδια χρονιά ταξιδεύει με άλλους διανοούμενους στην ΕΣΣΔ, μετά από πρόσκληση της τελευταίας.
Το 1961 στη Ρουμανία γνωρίζεται προσωπικά με τον μεγάλο Τούρκο ποιητή, Ναζίμ Χικμέτ, του οποίου την ποίηση ο Ρίτσος ήδη γνώριζε. Το 1963 θα τρέξει στη Θεσσαλονίκη, κοντά στον ετοιμοθάνατο Γρηγόρη Λαμπράκη, από τη δολοφονική επίθεση του παρακράτους. Το 1964 τον βρίσκει υποψήφιο της ΕΔΑ, ενώ το 1966 ταξιδεύει στην Κούβα.
Μέχρι τότε έχουν κυκλοφορήσει πολλά έργα του, μεταξύ αυτών: «Χρονικό», «Αποχαιρετισμός», «Μακρονησιώτικα», («Πέτρινος χρόνος»), «Οι γειτονιές του κόσμου», «Υδρία», «Χειμερινή διαύγεια» (1957), «Οταν έρχεται ο ξένος», η «Ανυπόταχτη πολιτεία», «Η αρχιτεκτονική των δέντρων», «Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών» (1958), «Οι γερόντισσες κ’ η θάλασσα», το θεατρικό «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα» (1959), «Το παράθυρο», «Η γέφυρα» (1960), δύο τόμοι από τα «Ποιήματα», «Ο Μαύρος Αγιος», «Ανθολογία Ρουμάνικης Ποίησης» (1961). Την ίδια χρονιά στο «Νέο θέατρο» ανεβαίνει από τον Μίκη Θεοδωράκη ο «Επιτάφιος». 1962: «Το νεκρό σπίτι», «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού». 1963: «Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες», «12 ποιήματα για τον Καβάφη», «Μαρτυρίες» (σειρά πρώτη), «Ποιήματα» του Αττίλα Γιοζέφ (μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου – Γιάννη Ρίτσου). Το 1964 κυκλοφορούν τα «Ποιήματα» του Μαγιακόφσκι, με πρόλογο και απόδοση του Γιάννη Ρίτσου. Την ίδια χρονιά εκδίδεται ο τρίτος τόμος των απάντων του («Ποιήματα») και τα «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού». 1965: «Φιλοκτήτης». 1966: «Ρωμιοσύνη», «Το δέντρο» του Ερεμπουργκ με πρόλογο και απόδοση του Γιάννη Ρίτσου, «Μαρτυρίες» (σειρά δεύτερη), «Ορέστης», «Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών», «Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος» του Νικόλας Γκιλλιέν (σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου). Κυκλοφορεί η «Ρωμιοσύνη» από τον Μίκη Θεοδωράκη. 1967: «Οστράβα».
Με την επιβολή της χούντας το 1967 συλλαμβάνεται από τους πρώτους και βρίσκεται μεταξύ των χιλιάδων κρατουμένων στον Ιππόδρομο. Εξορίζεται αρχικά στη Γυάρο και αργότερα στη Λέρο. Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του ξεσηκώνεται νέο κύμα συμπαράστασης από ξένους διανοούμενους. Ηδη λίγες μέρες μετά την έναρξη της χούντας και τη γνωστοποίηση της σύλληψης του ποιητή, Γάλλοι συγγραφείς δημοσιεύουν ανοιχτή επιστολή προς τους πραξικοπηματίες με αίτημα την απελευθέρωσή του.
Το 1968 μεταφέρεται στην Αθήνα, στον «Αγιο Σάββα», μετά από αιματουρία. Χειρουργείται ξαναστέλνεται στη Γυάρο και λίγο αργότερα στη Σάμο, όπου τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Στέλνει κρυφά στη Γαλλία το «Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα» που μεταφράζεται και εκδίδεται. Αργότερα «φυγαδεύει» τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», τα οποία μελοποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης και τα παρουσιάζει σε συναυλίες στο εξωτερικό. Ξεσηκώνεται νέο διεθνές κίνημα συμπαράστασης, με αποτέλεσμα να αρθεί ο περιορισμός το 1970 οπότε έρχεται στην Αθήνα και ξαναμπαίνει στο χειρουργείο. Τον Γενάρη τον καλούν στην Αγγλία, σε ένα ποιητικό συνέδριο. Ο Παττακός φωνάζει τον Ρίτσο και του λέει ότι μπορεί να πάει με τη δέσμευση να μην πει τίποτα εναντίον του καθεστώτος. Ο Ρίτσος αρνείται λέγοντας ότι είναι αδύνατο να μη μιλήσει για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Τον ξαναστέλνουν στη Σάμο. Το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς ανακηρύσσεται μέλος της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Μάιντς της Δ. Γερμανίας.

images

Το 1975 του απονέμεται στη Σόφια το βραβείο «Γκεόργκι Ντιμιτρόφ», αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του απονέμεται το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης «Αλφρέ ντε Βινύ» και προτείνεται για το Νόμπελ. Γράφει και δημοσιεύει συνεχώς. Το 1976 του απονέμονται δύο διεθνή βραβεία ποίησης στην Ιταλία. Τιμάται στην ΕΣΣΔ με το διεθνές βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη. 1978: Ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (Αγγλία). 1979: Αναγορεύεται επίτιμος δημότης Λευκωσίας, του απονέμεται το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης για τον Πολιτισμό, από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης και το παράσημο της «Φιλίας των Λαών» της ΕΣΣΔ.
1983: Μέλος της Επιτροπής Απονομής του βραβείου «Λένιν». 1984: Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου «Καρλ Μαρξ» της Λιψίας (ΓΛΔ). Το 1985 αποσπά νέες βραβεύσεις σε Ιταλία και Γιουγκοσλαβία.
Ολο αυτό το διάστημα συμμετέχει σε πλήθος εκδηλώσεων στην Ελλάδα, απαγγέλλει, συζητά με τον κόσμο, γίνεται επίτιμος δημότης πολλών πόλεων. Πάντα γράφει και δημοσιεύει. Το 1986 του απονέμεται το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ, μετάλλιο από το Εθνικό Νομισματοκοπείο Γαλλίας και το Διεθνές Βραβείο «Λυτές». 1987: Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας και του απονέμεται το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων. 1989: Του απονέμεται ο μεγάλος Αστέρας της «Φιλίας των Λαών» στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και το μετάλλιο ειρήνης «Γρηγόρη Λαμπράκη» της ΕΕΔΥΕ. Το 1990 του απονέμεται το μετάλλιο «Ζολιό-Κιουρί», ανώτατη διάκριση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης.

Λόγια και στίχοι του, πολύτιμη συντροφιά του καθενός μας:

«Το χρέος των ποιητών» είναι… ένα. Δίπλα στο λαό, ένα με το δίκιο.
«Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια. Αλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο. Αλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.
»Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη. Αλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ’ τ’ ανθισμένα δέντρα. Αλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.
»Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν’ ακούγονται. Αλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια. Αλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.
»Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία. Εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.
»Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα – όπλα πεταμένα στο χώμα κι όπλα στραμμένα στην καρδιά τού εχθρού.
»Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ’ τη σιωπή σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ’ τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου – κοιτάζουν μακριά, μες στη βροχή – δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.
»Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα άλλα σαν κυπαρίσσια σ’ ένα λιόγερμα θλίψης άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ’ ένα κολχόζ.
»Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες – πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.
»Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαγιά, κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.
»…Ενα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά τού ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.
»…Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου, ας κρατάμε τ’ αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής, – τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.
»Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας μη και μας εύρη ανέτοιμους η μεγάλη ώρα, – ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.»


 Το καλύτερο αφιέρωμα είναι η ίδια οι ποίηση του. Οι στίχοι από τη «Ρωμιοσύνη» του, που ακολουθούν, επιμένουν: «Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».
                                                              I
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ’ οι φωνές μες στον ασβέ-
      στη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
      πάνου απ’ την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ’ έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γε-
      νεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και
      με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ’ η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη
      νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

II
Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο
      της πέτρας
είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το
      μεδούλι
είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει
      τα χρόνια.

Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς
κ’ οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι
      του Aλωνάρη
– κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο
      απ’ τον καημό της δύσης.

H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα
      λεκιασμένη απ’ τα σταφύλια.
Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ’ τον κάμπο
      η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.

Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.
H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.
Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ’ η ελιά,
μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη
και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί
για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του
      καλοκαιριού “κι αυτό θα περάσει”
πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ’ τα εφτά
      σφαγμένα παλληκάρια της
ώσπου να βρε΄i το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.

A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει
      το κουράγιο
και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρό-
      φυλλά της διάπλατα
κοιτάει του Θεού τ’ αστροπερίχυτα περβόλια;

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.
Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι
γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,
και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού
γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,
με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι
και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το
      αλάτι.
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ’ Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο
      δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κρι-
      θαρένιο τους καρβέλι.

Έλα κυρά με τ’ αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι
από την έγνοια του φτωχού κι απ’ τα πολλά τα χρόνια –
η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,
μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου
κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.
Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατα-
      κόκκινος,
κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,
στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι
κ’ η μάνα κάτου απ’ τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.
Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού –
πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις
      πάλι τ’ άρματα
να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά
να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,
να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και
      τ’ Aπριλιού το χιόνι
και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυ-
      ρώσει τις δαγκάνες του.

III
Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του μα-
      τιού μας
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας
      που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ’ το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ’ τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια
      μπρος απ’ τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του
      στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ’ άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από
      τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ’ άγρια μάτια και
      μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βε-
      λονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ’ τη
      φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην
      καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ’ το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι
      αψύς κει πάνου.

΄Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης
και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς
ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ’ τα σκαμμένα στο βράχο σκαλο-
      πάτια
κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα
κάθουνται και μετράν τ’ αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά
      ασημένια τους κουταλοπήρουνα
κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογ-
      γίτικο μπαρούτι.

Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα
      στη θηλειά τους
όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξε-
      κολλήσει πάνου απ’ το πικρό του μάτι.
Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια
από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι
      αλισφακιά.

Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύ-
      μησης
Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν
      καψούλι
Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιά-
      κουρα
θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον
      αγέρα
και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει
      τσάμικο καταμεσίς στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα
      μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.

Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ’ τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε
      πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι.
Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.

IV
Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου
      που πεινάει,
μέσα στ’ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρου-
      θούνια και στ’ αυτιά τους.

Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό – για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά
      στα ράφια.

A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια –
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού
      και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να
      ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη
      σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα
      του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;

Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας – αίμα τους – πώς
      μύριζε το χώμα –
και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ’ αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ’ το χώμα
κ’ οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί – περμένουνε την ώρα, δεν
      κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας – δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.

V
Kάτσανε κάτου απ’ τις ελιές το απομεσήμερο
κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε
      στο μονοπάτι της νύχτας
πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας
πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε
      τη σημαία.

Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι
ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθι-
      νοπώρου.
Tίποτ’ άλλο δεν έμενε. Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.
Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ’ τις πέτρες
με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο
      στην πεσμένη πόρτα.
Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Mόνο που η σιγαλιά με-
      γάλωνε πολύ
κ’ είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό
      της σκοτωμένης.

Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα
      σάπια πλατανόφυλλα
τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς
      σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι
όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το
      λελέκι του χιονιού;
Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα
      μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ’ αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη
      ρώγα των εχτρών το στόμα,
βάλαν σ’ ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με
      τα μαχαιροπήρουνα
και τριγυρνάνε έξω απ’ τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας
      τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.

Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,
      λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη –
τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά
      ή κάτου απ’ τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε –
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρω-
      τήσουν μια μαργαρίτα
να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή
      μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.
Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε. Ώσπου να βρούν
      το ψωμί και το δίκιο τους.

Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρ-
      τούνα. Πούναι η βάρκα;
Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει. Kαμένο
      το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;
Στάχτη η ελιά, τ’ αμπέλι και το σπίτι.
Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ’ αστέρια της μες στο τσουράπι.
Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ’
      άγγιξε η φωτιά.
Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι – και να κοχλάζει μόνο το νερό
      στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.

Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους – τρε-
      χει το αίμα μες στις φλέβες.
Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;
Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.
Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.
Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.
Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το
      δέντρο τον καρπό του.
Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.
Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Tο ξέρεις. Kαλησπέρα.

Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η
      γριά δύση.
Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.

Mέσα στ’ αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ’ τ’ άρματά τους.
Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας
      τους,
τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους που ανάψαν τα
      τσιγάρα τους και τ’ αγκάθια των άστρων.

K’ η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ’ τις ελιές το απομεσήμερο
      άντικρυ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ’ ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της
      Aγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν
κ’ ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού
      στον κόρφο της λιακάδας.
K’ ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την
      καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.

VI
Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την
      αντικρυνή πλαγιά της μέρας
λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της
      δίψας
λογαριάζεται απ’ την αρχή η παλιά λαβωματιά
κ’ η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύ-
      δια μπρος στις πόρτες.

Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα
όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.

Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο
      ψόφιος ποντικός.
Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και
      τη στέρνα.
Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ’ το μπαρούτι.

Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας
πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού
πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την
      αστρομαντινάδα της στη λύρα.

Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και
      τα σπερδούκλια.
Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.
Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια
      καθόλου τόπο
για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει
      τα μαλλιά της.

Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρω-
      μένο πέλαγο
κ’ οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά
σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυ-
      παρίσσι.

Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά
      στις καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ’ το θάνατο
ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι
      μεντζεσόλα
χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού
μα απ’ την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος
και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η
      οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα
κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος
      στην πύλη.
Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.

Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ’ τους ίσκιους ξένων καραβιών.
Kλεισμένοι οι δρόμοι απ’ τα ντουβάρια.
Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.
Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους
ν’ ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.

Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν
      το κάστρο.
Kάτου απ’ τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι,
      δεν απόστασες;
Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,
ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι – δε θυμάσαι;
δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,
το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο με-
      γάλο δάχτυλο του ποδαριού
σού λέει την ομορφιά του κόσμου.

Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ’ την αρμύρα.
Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ’ το κεφάλι τής
      σιωπής
στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε
      βλέπει.
Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο
έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα
βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά
και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου
να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε
όταν θα βγάζεις απ’ τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα
και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις
      λεβεντιά και δόξα.

Ύστερα θ’ ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου
και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα
πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια
πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι
έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν
      στην κουβέρτα του ίσκιου –
θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ’ ουρανού να βρείς το γαλανό
      σημάδι
σάμπως να βρίσκεις πάνου απ’ το πουκάμισο τη ρώγα της γυ-
      ναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου
σάμπως να βρίσκεις ύστερ’ από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας
      του πατρικού σπιτιού σου.

VII
Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην
      αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.
Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα
έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.
Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφή-
      γκας με τις πολλές πολεμίστρες,
στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ’ η φωνή του
      φετεινού τζίτζικα,
στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμί-
      λητο, πολύ βασανισμένο,
πιστό σκυλί – τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο
      σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες
τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.

Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού
      καλοκαιριού
μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς –
η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της
έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της
και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο
στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή
σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ’ ένα πλατύ φύλλο μου-
      ριάς που την ξεραίνει η κάψα.

Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του
έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι
έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του
και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρω-
      τοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.

Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου
έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ’ η κάπαρη.
Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο
μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο
στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια – η ίδια πανάρχαιη φωνή.
Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους
ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα να βρεί το γιο του
απ’ την κοψιά του σαγονιού κι απ’ τα πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.
Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά. Kουρ-
      ντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.

Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανά-
      μεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους
έτσι που μένουν τα κομμάτια τ’ ουρανού ανάμεσα από τα καλο-
      καιριάτικα άστρα
τότε μπορεί να βρούμε τ’ όνομά τους και μπορεί να το φωνά-
      ξουμε: αγαπώ.
Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.
Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα
      χέρι και λες καλησπέρα
με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πα-
      τρικό του
και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνω-
      ρίσει το θάνατο
κ’ έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ’ τη ζωή και πάνου από το
      θάνατο
και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K’ είναι σίγουρος
πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά
      του Θεού.
Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια
      στεναχώρια,
τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ’ τα κάγκελα του μπαλ-
      κονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων
      και των αδελφών του.

Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη (από τα Ποιήματα 1930-1960, B΄, Kέδρος 1961) 

Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού – Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και Πολιτισμός. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου