Σαν τ' αποξεραμένο τούβλο που περιμένει και ρουφά τη βροχή, δέχτηκε ο ελληνικός λαός το πατριωτικό εγερτήριο. Κι αρχίζει αυτοστιγμεί το πανηγύρι.
Άλλοι που την είδαν καλύτερα, θα μιλήσουν για την επαρχία μας, για κείνη τη λαμπάδα τη φλεγόμενη κι όμως μηδέποτε καιόμενη, που στάθηκε η ελληνική ύπαιθρος στην περίοδο της κατοχής. Γι' αυτήν, που έδωσε τον αντάρτη του βουνού, τον αχεριώνα της για κατάλυμα, την τελευταία φούχτα καλαμπόκι της, το τελευταίο μουλάρι της στον διασυμμαχικόν αγώνα. Αυτή, που έδωσε την τραγωδία του Δίστομου, τη φρίκη των Καλαβρύτων, και το Καρπενήσι. Το Καρπενήσι κάηκε συνέχεια 3 φορές από τους γερμανοτσολιάδες. Όταν λευτερωθήκαμε και κατέβαιναν τον Οχτώβρη οι εαμίτες από τα βουνά στην πρωτεύουσα, το Καρπενήσι δεν υπήρχε πια. Είχανε στήσει οι κάτοικοί του κομμάτια λαμαρίνες κι ήταν χωμένοι κάτω - κει. Κι είχανε κατά οικογένειες στημένες δυο κοτρώνες, κι απάνω κει εμαγειρεύανε. Κι ήτανε τα τσαντήρια εκείνα τόσο χαμηλά, που δεν στηνόντουσαν ολόρθοι. Κι ήτανε εκείνη την ημέρα κατακλυσμός βροχή, κι επλέγανε όλα μέσα στα νερά, σαν να ταξίδευε ο Νώες με την Κιβωτό του.
Μια σεβαστή κυρία στρατηγού μάς το΄λεγε:
" Ήταν να φρίξεις, όταν από κάτω εκεί έβλεπες τους ανθρώπους αυτούς να γελούνε! Μας φώναζαν ζήτω η ελευθερία, ζήτω το ΕΑΜ, κι είχαν κουράγιο, σε τέτοια αθλιότητα, να μπορούν να γελούνε!..."
Αυτή ήταν η Εαμική επαρχία μας κατά την κατοχή, αυτή η ίδια, μ' όσα κι αν συκοφαντούν, παραμένει και σήμερα.
Εμείς εδώ είχαμε τότε τη μάχη της Αθήνας και των συνοικισμών της.
Καισαριανή, Καλλιθέα, Κοκκινιά, Δουργούτι, Γκύζη, Περιστέρι, Κολωνός, Παγκράτι, Βύρωνας, κι όλες οι συνοικίες μας και τα μικροσοκάκια.
Στο κέντρο της Αθήνας βασίλευε ο καταχτητής και τα κοπέλια του. Γύρω τριγύρω ωστόσο απ' το Λυκαβηττό, απ' ανατολή σε δύση, πέρα - πέρα σ' όλη την έχταση των κυκλικών συνοικισμών μας, ζούσε ένας κόσμος πολύ αλλιώτικος. Δεν έπαιζαν αυτοί με δόγματα. Δε νοιάζονταν για αξιώματα. Δεν είχανε καιρό για χάσιμο. Δυο λέξεις μόνο ξέρανε: Λευτεριά - Αγώνας! Και τον φορτώσανε στους ώμους τους.
Στο κέντρο της Αθήνας, το αμαρτωλό εκείνο κέντρο, τη μισή αυτή σπιθαμή της Ελληνικής γης, όπου κυλιέται η κοσμικότητα κι οι λοιπές αρετές της, κι όπου φευγαλέα πατώντας το κάθε ξένη προσωπικότητα θάρρεψε τάχα μου πως γνώρισε απ' άκρου σ' άκρου την ψυχή της Ελλάδας ( ενώ η Ελλάδα είν' άλλη ), στο κέντρο της Αθήνας βγαίναν οι μεγαλόσχημες φυλλάδες υμνώντας τον καταχτητή, οι περισσότερες που γουργουρίζοντας σαν πυρωμένοι διάνοι, κυκλοφορούν ομοίως και σήμερα. Στ' απόμερα δρομάκια της Αθήνας, στις γωνιές, στο σκοτάδι, διασταυρώνουνταν οι αγωνιστές του παράνομου τύπου μας. Γύρω τριγύρω τους εβούιζαν τα χαφιεδολόι και τα μπλόκα.
Στο κέντρο της Αθήνας οι έμποροι του θανάτου μας χαχάνιζαν , στο σύμπαν, κι αποταμιεύοντας το αίμα της ζωής μας στις κασετίνες των μπιζού. Στ' απόμερα δρομάκια της Αθήνας , ακούστε τι γινότανε.
Ήταν Λαμπρή του ' 42. Στο σπίτι ενός καρχαρία, που λεγόταν Πεζάς, παρουσιάστηκαν στο τραπέζι γερά τα ψημένα αρνιά, και για να κάμουνε εντύπωση τους είχαν σύρμα στο λαιμό, για να κουνούνε το κεφάλι τους σαν να ' ταν ζωντανά. Δεν είχαν άλλο τίποτα, ν' απασχολήσουνε τη φαντασία. Μέσα σε σπίτι αγωνιστών δυο - τρεις μαζεύτηκαν κι εκεί να γιορτάσουν. Μάτισαν τα λεφτά τους σε ηρωικούς συνδυασμούς. Όσο περνούσε η ώρα ο άντρας του σπιτιού κοίταζε μ' αγωνία το ρολόι του:
" Αν δεν έρθουνε σε 5 λεφτά, δυο φίλες χάθηκαν απόψε", λέει.
Τα 5 λεφτά πέρασαν, και κάναν τάχα πως γιορτάζανε, και κανείς δε μιλούσε γι' αυτές που δεν ερχόνταν. Όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκανε, ήτανε σαν ν' αντίκριζες νεκρούς από τον τάφο.
" Κολλήσαμε σ' όλες τις κεντρικές εκκλησίες, είπανε. Αύριο στη λειτουργιά, θα διαβάσει ο κόσμος τις προκηρύξεις. Τα φέραμε όμως ζόρικα. Σωθήκαμε μόνο απ' τη γούνα που φόραγε επίτηδες μια από μας. Κι όταν μάς ρίξαν στη Μητρόπολη, οι χωροφύλακες το φως απάνω μας, τους ακούμε να λένε: δεν τις βλέπεις με γούνα; άντρα περιμένουνε".
Γύριζες και τις κοίταγες! Κολλώντας έντυπα του αγώνα μας, πέρασαν τη Λαμπρή. Κι όμως ήταν ωστόσο τόσο νέες κι όμορφες, τόσο γνωστές κοπέλες μέσα στην Αθήνα...
Την ίδια εκείνη ώρα τα ψημένα αρνιά όλων των κυρίων Πεζάδων μας, κουνούσαν θριαμβευτικά απάνω στα τραπέζια τους, τ' αδειανά τους κεφάλια. Οι ιδιοχτήτες τους είναι που λέγονταν από τότε "πατριώτες". Οι ίδιοι είναι που λέγουνται "πατριώτες" και σήμερα. Οι κοπέλες που κολλούσαν τα έντυπα , λέγουνται τώρα " κουκουέδες ".
Ύστερα στο κέντρο της Αθήνας συντάσσονταν κατεβατά και στέλνονταν στο εξωτερικό, να κρύψουν την αλήθεια, να στραβώσουν τα πράματα, να δυσφημήσουν, να πομπέψουν αγνούς αγώνες και πολεμιστές.
Στ' απόμερα δρομάκια της Αθήνας, στις νύχτες, στο σκοτάδι, ανάμεσα στις σφαίρες, ξυστά δίπλα στο εχτελεστικό απόσπασμα, οι ηγέτες του ΕΑΜ συνεδριάζουν.
Όπως σημειώνεται στη δεύτερη έκδοσή του " Η Απάντηση εξαντλήθηκε μέσα σε 15 μέρες ακριβώς. 6000 αντίτυπα. Δεν πρόφτασε να φτάσει ούτε στον Πειραιά. Φαινόμενο πρωτοφανές στις ελληνικές εκδόσεις.
Αυτό δείχνει τη δίψα του σημερινού κοινού για κάθε έντυπο που του μιλεί για τον αντιφασιστικό του αγώνα".
Μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου η Μέλπω Αξιώτη βρέθηκε στην προσφυγιά.
Οι εκδόσεις Κέδρος εξέδωσαν την Απάντηση τον Σεπτέμβριο του 1974 ως ελάχιστο φόρο τιμής στην
" μεγάλη ελληνίδα πεζογράφο που σ' όλη της ζωή αγωνίστηκε για ό,τι πιο άξιο και πιο δύσκολο δόθηκε στον άνθρωπο: τη λευτεριά."
Στην έκδοση αυτή του 1974 σημειώνεται επίσης ότι " δίνεται απάντηση σε πέντε βασικά ερωτήματα. Ουσιαστικά μια απάντηση σ' όλους αυτούς που, συνειδητά ή όχι, προσπάθησαν, μεταχειριζόμενοι και τα πιο ανήθικα μέσα, να " βρομίσουν " τον μεγαλειώδη εκείνο αγώνα του λαού μας ενάντια στους ξένους εισβολείς και τους ντόπιους προδότες"