Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014
Η Magna Carta της Δουλείας...Ελλάδα, καλοκαίρι του 2014...
μελαγχολική, κλεισμένη συνήθως στο σπίτι. Για οικογένεια, παιδιά και μέλλον ούτε σκέψη ή μάλλον μόνον μαύρες σκέψεις, αυτή
είναι η Ελλάδα και έτσι βιάζεται.
Τις ημέρες αυτές βγήκε στο φως «ενδοεταιρικό ηλεκτρονικό μήνυμα» της εταιρείας «Πλαίσιο» (θα μπορούσαν κι άλλες πολλές εταιρείες να έχουν εκδώσει το ίδιο) με θέμα τα εργασιακά της εταιρείας (εκτενές ρεπορτάζ στην «Εφημερίδα των Συντακτών» 22·7·2014 της κυρίας Διαλεκτής Αγγελή). Παραθέτουμε την «οδηγία» αυτούσια, με τις υπογραμμίσεις δικές μας: «Πλέον όπως
βλέπετε έχουμε αρχίσει και βάζουμε στα καταστήματα όλο και περισσότερους 4ωρους.
• Οι 4ωροι θα είναι πλέον ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
• Ετσι θα συνεχίσουμε και για την Αθήνα αλλά και για την Θεσσαλονίκη και την Επαρχία. Τι κερδίζουμε;
α/ Τους χρησιμοποιούμε στην ώρα peak, οπότε έχουμε το μέγιστο προσωπικό την ώρα που το χρειαζόμαστε.
β/ Είναι πάντα φρέσκοι μιας και δουλεύουν μόλις 4 ώρες και είναι πάντα στην τσίτα και δεν ρουτινιάζουν με άλλα πράγματα σε non peak.
γ/ Οι 4ωροι σε ώρα peak φέρνουν πολύ μεγαλύτερο τζίρο απ’ ό,τι δύο 8ωροι ανά πάσα στιγμή.
• Ολοι οι 4ωροι που προσλαμβάνονται είναι πολύ καλό υλικό, περνάνε φουλ εκπαίδευση και τους γίνεται ξήγα απ’ την αρχή πως: 1) θα πάνε σε όποιο μαγαζί τους χρειαστούμε. 2) θα δουλεύουν τα ωράρια που τους χρειαζόμαστε εμείς, δεν θα φτιάχνουμε το πρόγραμμα σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες. Και γ) δεν παίζουν φοιτητικές άδειες (αν χρειαστούν μια μέρα μόνο όταν δίνουν, ναι, αλλά δεν παίζει να πάρουν φοιτητική άδεια) [...]».
Για την εν λόγω διακήρυξη της ανεξαρτησίας του δουλεμπορίου, ο εκπρόσωπος της εταιρείας παραδέχθηκε «λεκτικές αστοχίες» ως προς τις διατυπώσεις (όπου τα άθλια ελληνικά συμπλέκονται με τα κουτσαβακίστικα και τα πιασάρικα), αλλά υπεραμύνθηκε του περιεχομένου, του πνεύματος και της ουσίας της «οδηγίας».
Ομως το κείμενο αυτό, αντί για την εν λόγω εταιρεία, θα μπορούσε να το έχει υπογράψει ο κ. Σαμαράς, ο κ. Βενιζέλος, ο κ. Παπανδρέου, η κυρία Μέρκελ, διότι αυτοί
έφτιαξαν, κατασκεύασαν αυτήν την Ειδική Οικονομική Ζώνη μέσα στην οποία έτσι ζει η Ελλάδα κι έτσι βιάζεται. «Μόνον καθαρίστρια δεν έχει ντυθεί ακόμα ο Τσίπρας», είπε η κυρία Βούλτεψη με τη βλακώδη αμετροέπεια που τη χαρακτηρίζει, «καθαρίστρια» έχει ντυθεί η Ελλάδα (τιμή της και καμάρι της θα ήταν), αλλά μόνον για να βιάζεται.
Το κείμενο αυτό και δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες αλλά σαν αυτό συναπαρτίζουν πλέον τη Magna Carta της Υποδούλωσης της Εργασίας στην Ελλάδα.
Κι αυτήν τη Μagna Carta της ντροπής και του αίσχους την έχουν υπογράψει ο κ. Σαμαράς, ο κ. Βενιζέλος κι όλα τα ανδρείκελα της Υποτέλειας, ου μην και ανδράποδα της Διαπλοκής.
«Ολα πάνε καλά, όλα είναι υπό έλεγχο», λέει ο κ. Βενιζέλος για την εργασιακή κινεζοποίηση της επικράτειας, κάθε πόλη και COSCO, κάθε χωριό και COSCO. Δεν πρόκειται για ένα «λάθος» του ΔΝΤ (το ΔΝΤ μόνον «λάθη» κάνει), πρόκειται για τη συνειδητή εκ προθέσεως κι εκ προμελέτης κατασκευή (με εργαλείο την κρίση) μιας χώρας «νέου τύπου», στα γεωγραφικά όρια (και τις γεωπολιτικές επιδιώξεις) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με προδιαγραφές αποικίας (όχι μόνον χρέους, αλλά, κυρίως, παραγωγής πλούτου με χαμηλό κόστος). Η κρίση, σε σημαντικό βαθμό στημένη και σκηνοθετημένη, θα μπορούσε να έχει και άλλες λύσεις ακόμα και στο πλαίσιο των προδιαγραφών Βερολίνου (και της επιλεκτικής επίκλησης του Μάαστριχτ). Διότι όλα σε αυτό το βρώμικο παιχνίδι είναι υπόθεση «δημιουργικής λογιστικής» και συσχετισμού ισχύος. Για την
Ελλάδα, με τη σύμφωνη γνώμη των παρ’ ημίν ραγιάδων εκ της αστικής ελίτ και των γραισκύλων εκ του πολιτικού της προσωπικού, απεφασίσθη μοίρα ζωτικού χώρου για τη Γερμανία (και, υπό προϋποθέσεις, για την Τουρκία). Ετσι την έκαναν
την Ελλάδα, κι έτσι βιάζεται. Με «απασχολήσιμους», με ενοικιαζόμενους εργαζόμενους, με είλωτες των συμβάσεων για μια ημέρα, με υποαπασχολούμενους, με υποαμειβόμενους, με απελπισμένους και αυτόχειρες.
Μια «καμαριέρα» (για να μιμηθούμε την κυρία Βούλτεψη) έχει ντυθεί η Ελλάδα, στη διάθεση του ξενοδόχου που ως αμοιβή για την εργασία της τής «προσφέρει», άκουσον-άκουσον, στέγη και τροφή (!!) και πέραν τούτων ου!
«Σκάσε και δούλευε» έγινε η Ελλάδα, «οι άλλοι δεν έχουν δουλειά», σκάσε και πλήρωνε χαράτσια και μίζες - έτσι έγινε η Ελλάδα και έτσι βιάζεται.
«Ολα καλά και όλα υπό έλεγχο», λέει ο κ. Βενιζέλος! μήπως για τα σπίτια που θα κατασχέσουν οι Τράπεζες; μήπως για τα λεφτά που μας πήραν απ’ τα Ταμεία, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τον στρατό, για να τα δώσουν στις Τράπεζες ακριβώς για να μας κατασχέσουν τα σπίτια; «Τι να κάνουμε; αυτή είναι η Ελλάδα», που έλεγε και ο κ. Σημίτης, αυτή είναι κι έτσι τη βίασαν. Παραπληγική που της κόβουν το ρεύμα και πεθαίνει· κοπελούδα που μαραζώνει άνεργη, ό,τι πάρετε ένα τάληρο, Ελληνικό, ΔΕΗ, λιμάνια, δρόμους, αυτή είναι η Ελλάδα, «πρέπει να της βάζεις το κεφάλι στο νερό, λίγο πριν να πνιγεί να της το βγάζεις, και πάλι ξανά, ώσπου να βάλει μυαλό». Ή να πνιγεί,
διότι και να μην πνιγεί, νεκρό μυαλό θα έχει βάλει.
Αυτήν την Ελλάδα, ένα ζόμπι, ρομπότ και είλωτα κατασκεύασαν και κατασκευάζουν -«τέτοιους έχουμε αρχιερείς»- τα σοβαροφανή κνώδαλα που μας κοιτάζουν στα μάτια απ’ τους μιναρέδες της προπαγάνδας και μας βρίζουν, «λαϊκιστές», «τεμπέληδες» και «διεφθαρμένους». Ποιους, ρε; Τον πατέρα μου λέτε διεφθαρμένο; τη μάνα μου; το παιδί μου;
Σας έχουν ανεχθεί επί πολύ οι Ελληνες. Αλλους τους πιάσατε πελάτες, άλλοι είναι καλόγνωμοι κι άλλοι δεν μπορούν να το πιστέψουν ότι είσθε ολετήρες. Εσείς βεβαίως ξέρετε τι είσθε κι ας σκληρίζετε στην Αγορά μελοδραματικές κορώνες. Είσθε η διαπλοκή σας, η υποτέλειά σας, η αναλγησία σας και ο αμοραλισμός σας.
Κι αυτό δεν είναι θέμα κάποιας εκτίμησης (εχθρού ή φίλου), αλλά η ίδια η αποτίμηση όσων έχετε κάνει. Εσείς δημιουργήσατε με το έλλειμμα τις προϋποθέσεις για τα Μνημόνια (έρχεται κι άλλο), εσείς τη στήσατε στη χώρα, μετατρέποντας την κρίση δανεισμού σε κρίση χρέους, εσείς την υπαγάγατε (παράνομα, χωρίς τις 180 ψήφους στη Βουλή) σε Ζυγό, εσείς χρησιμοποιείτε τον Ζυγό ως εργαλείο για να κάνετε την Ελλάδα σκλάβα - μια θλίψη που βιάζεται...
...μια θλίψη που την περιπαίζετε...
Στάθης Σταυρόπουλος/enikos.gr
Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014
Τα μαθηματικά δεν είναι για λίγους...
Όπως ακριβώς η ικανότητα του ανθρώπου να περπατάει όρθιος δε δίνεται από τη φύση, η οποία πάντως του έχει δώσει τα εφόδια για να μπορεί να αποκτήσει την ικανότητα αυτή, έτσι και η ικανότητα της σκέψης είναι αποτέλεσμα εκπαίδευσης, μέρος της οποίας παρέχεται οργανωμένα από τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, ενώ η φύση έχει προικίσει τον άνθρωπο με τον εγκέφαλο χάρη στον οποίο μπορεί να αποκτήσει την ικανότητα της σκέψης. Το πόσο ικανός θα γίνει κάποιος στη σκέψη εξαρτάται από τα ερεθίσματα και τη συμβολή του περιβάλλοντος, της κοινωνίας, της οικογένειας, του σχολείου, της τύχης και άλλων παραγόντων, ενώ το πώς θα αξιοποιήσει αυτή του την ικανότητα εξαρτάται από μύριους παράγοντες, ένας από τους οποίους είναι η «ελεύθερή» του βούληση, με πολλά εισαγωγικά στη λέξη «ελεύθερη».
Η κυρίαρχη τάξη, σκόπιμα και κατευθυνόμενα, περιβάλλοντας με το μανδύα της επιστημονικότητας τις αντιδραστικές θεωρίες της περί των γενετικών παραγόντων της ευφυΐας, έχει καταφέρει να γίνει αυτή η άποψη ευρύτερα αποδεκτή.
Η πλήρης επιστημονική κατάρριψη των θεωριών αυτών ξεφεύγει από τις δυνατότητες και τις επιδιώξεις αυτού του άρθρου. Θα περιοριστούμε στις επισημάνσεις:
· Αν και διατίθενται υπέρογκα ποσά σε κατευθυνόμενες «έρευνες» που αποσκοπούν να αποδυναμώσουν την κοινωνιολογία μέσω των υποτιθέμενων ανακαλύψεων της βιολογίας που αποδίδουν σχεδόν όλη τη «μοίρα» του ανθρώπου στα γονίδια, η «επίσημη επιστήμη», υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη της και τις τόσο εμπεριστατωμένα τεκμηριωμένες αντίθετες θεωρίες, έχει αναγκαστεί να υιοθετήσει τη μικτή θεωρία περί κάποιου βαθμού σημασίας των βιολογικών και κάποιου των περιβαλλοντικών παραγόντων που επιδρούν στην ανάπτυξη της ευφυΐας.
· Αν δεχτούμε αυτήν έστω τη συμβιβαστική άποψη, παρατηρούμε ότι είναι αδύνατο να προσδιοριστεί, έστω και προσεγγιστικά, ο βαθμός σημασίας καθενός από τους δύο παράγοντες, μιας και είναι αδύνατη η πειραματική απομόνωσή τους. Δυο παιδιά ποτέ δε μεγαλώνουν στο ίδιο ακριβώς περιβάλλον. Ακόμη και ως νεογέννητα, κάποιο από τα δύο βρίσκεται σε διαφορετική θέση στο θάλαμο νεογνών, δέχεται με διαφορετική γωνία το φως ή τον αέρα και στην ηλικία αυτή είναι αδύνατη η διερεύνηση των επιδράσεων αυτών στην ανάπτυξη, και μάλιστα όχι μόνο τη διανοητική.
· Εντέλει, όπου η επιστήμη δεν έχει κοινώς αποδεκτή απόλυτα τεκμηριωμένη θεωρία, η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης άποψης είναι πολιτική πράξη.
· Τέλος, ακόμη κι να δεχτούμε ότι πράγματι κάποιοι γενετικοί παράγοντες διαφοροποιούν σε κάποιο βαθμό τη διανοητική ανάπτυξη των ανθρώπων, οφείλουμε να σχεδιάζουμε την εκπαίδευση όλων με στόχο την άμβλυνση αυτών των διαφορών.
Ειδικότερα για τα μαθηματικά
Όση αξία έχουν οι απόψεις για «φυσική» ικανότητα σκέψης γενικά, άλλη τόση έχουν ειδικότερα σε σχέση με την ικανότητα στα Μαθηματικά. Μάλιστα, καθώς η διδασκαλία των Μαθηματικών είναι, ή θα έπρεπε να είναι, μέσο για την καλλιέργεια της σκέψης, η αντίληψη για «ειδικές έμφυτες ικανότητες» έχει διπλή συνέπεια:
Αφενός προσανατολίζει όλη την εκπαιδευτική διαδικασία στην κατεύθυνση να γίνεται το μάθημα μόνο με τους τυχερούς μαθητές που «τους κόβει», αφετέρου η ύλη, το περιεχόμενο, τα βιβλία, οι διδακτικές μέθοδοι, τα αναλυτικά προγράμματα, όλα συμβάλλουν ώστε το μάθημα των Μαθηματικών, όχι μόνο να μη βελτιώνει την ικανότητα των παιδιών να σκέφτονται, αλλά να γίνεται εργαλείο για την αποβλάκωσή τους. Ένας μαθητής που υποχρεώνεται, χωρίς να καταλαβαίνει απολύτως τίποτε, να απομνημονεύει τύπους και κανόνες, και να προσπαθεί να ακολουθήσει διαδικασίες που φαντάζουν σαν μυστικιστικές τελετές, για να πετύχει κάποιο υποφερτό αποτέλεσμα πρέπει να αποδεχτεί ότι μάθηση είναι το να σπάζεις πέτρες που δε θα χρησιμεύσουν τίποτε, ποτέ και σε κανέναν.
Το αποτέλεσμα είναι να οξύνονται οι ανισότητες αφετηρίας των μαθητών, να γίνεται δηλαδή η διδασκαλία των Μαθηματικών εργαλείο μεγέθυνσης των ταξικών διαφορών.
Εξάλλου, η συσσωρευτικότητα του μαθήματος καθιστά πολύ δύσκολη υπόθεση την αναπλήρωση κενών σε γνώσεις, δεξιότητες και κυρίως στον τρόπο σκέψης. Πολλοί μαθητές πάσχουν από «μαθηματικοφοβία», που έχει αποτέλεσμα τη μείωση, αρχικά, της αυτοπεποίθησής τους και στη συνέχεια των επιδόσεών τους στα μαθηματικά, αφού ο φόβος τους παραλύει τη σκέψη. Οι φτωχές επιδόσεις, με τη σειρά τους, αυξάνουν το δέος και το φόβο των παιδιών για το μαθηματικό αντικείμενο δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο.
Αυτό σημαίνει ότι, αν δεν βοηθήσουμε τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία να κατανοήσουν τις θεμελιώδεις αρχικές μαθηματικές έννοιες του αριθμού, της απλής πρόσθεσης και αφαίρεσης και του μεγέθους, θα αντιμετωπίζουμε στα επόμενα χρόνια σταδιακά μαθητές με περισσότερο «ανίατες» αδυναμίες και η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών αυτών θα προέρχονται από τα χαμηλότερα ταξικά στρώματα.
Είναι πάρα πολλές οι έρευνες που τεκμηριώνουν την υψηλή συσχέτιση ταξικής προέλευσης - ικανότητας στα μαθηματικά. Για παράδειγμα σε μελέτη του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας για τους παράγοντες που επηρεάζουν τη μαθηματική επίδοση των μαθητών της Β’ Γυμνασίου αναφέρεται συμπερασματικά:
«Ανάμεσα στους διάφορους παράγοντες περισσότερη έμφαση έχει δοθεί από τη βιβλιογραφία στο κλίμα της τάξης, στις στάσεις και πεποιθήσεις του εκπαιδευτικού των Μαθηματικών σχετικά με τη διαδικασία μάθησης των Μαθηματικών και στη μεθοδολογία της διδασκαλίας του, στο μορφωτικό επίπεδο των γονιών, στις στάσεις των γονιών απέναντι στα Μαθηματικά και τέλος στις στάσεις των ίδιων των μαθητών απέναντι στα Μαθηματικά. Η παλινδρομική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε, έδειξε ότι το μορφωτικό επίπεδο των γονιών διαδραματίζει τον πιο σημαντικό παράγοντα στον προκαθορισμό της επίδοσης των μαθητών στα Μαθηματικά ανάμεσα στους πέντε παράγοντες που εξετάστηκαν, ενώ ο εκπαιδευτικός των Μαθηματικών φάνηκε να ασκεί μια μη σημαντική επίδραση επάνω στην επίδοση των μαθητών. Επιπρόσθετα, η ανάλυση που πραγματοποιήθηκε έδειξε ότι η συσχέτιση ήταν μικρή αλλά θετική και στατιστικά σημαντική».
Οι βασικές γνώσεις ενός ανθρώπου αποκτώνται κατά τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του. Όταν γεννηθεί το μωρό, διαθέτει ένα συγκεκριμένο αριθμό νευρικών κυττάρων, τα οποία όμως διαμορφώνονται με βάση τα εξωτερικά ερεθίσματα. Κάθε φορά που το παιδί δέχεται κατάλληλα ερεθίσματα, τα κύτταρα του εγκεφάλου του δημιουργούν μεταξύ τους συνδέσεις. Κάθε καινούρια γνώση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σύνδεση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα νευρικά κύτταρα. Πρόσφατες νευροφυσιολογικές μελέτες έχουν μάλιστα αποδείξει ότι για κάθε ανθρώπινη λειτουργία υπάρχουν "παράθυρα μάθησης", δηλαδή συγκεκριμένες χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες μαθαίνονται διάφορες λειτουργίες. Όταν αυτά τα χρονικά διαστήματα περάσουν και τα "παράθυρα μάθησης" κλείσουν, η ικανότητα της μάθησης περιορίζεται πολύ.
Από όσα αναφέραμε προκύπτει ότι η μαθηματική κοινότητα οφείλει να επιδιώξει τη ριζική βελτίωση της εκπαίδευσης των παιδιών στα μαθηματικά από το νηπιαγωγείο και βέβαια στο Δημοτικό. Η πείρα των μάχιμων εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με τη συνδρομή της έρευνας, της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας πρέπει να διαμορφώσει προτάσεις για τον περιεχόμενο και τις μεθόδους διδασκαλίας των Μαθηματικών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Ταυτόχρονα, επειδή δεν υπάρχει επιστήμη έξω από τις κοινωνικές συνθήκες, είναι καθήκον μας να απαιτήσουμε από την πολιτεία να λάβει αντισταθμιστικά μέτρα για να βοηθηθούν τα παιδιά των κατώτερων τάξεων να καλύψουν το έδαφος που κατά κανόνα τα χωρίζει από τα παιδιά μορφωμένων και εύπορων οικογενειών.
Το όποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα έχει στόχους και κατευθύνσεις που τις ορίζουν οι κοινωνικοί συσχετισμοί, άρα οι παρεμβάσεις είναι πράξεις πολιτικές που τις στηρίζουν συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις, αλλά η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται από την επιστημονική γνώση που αξιοποιείται, από τους υλικούς παράγοντες που διατίθενται και από το ανθρώπινο δυναμικό που αναλαμβάνει την υλοποίησή του.
Ο τίτλος του άρθρου προτείνει τον κεντρικό πυρήνα της κατεύθυνσης. Πρέπει όμως να ελεγχθεί κατά πόσο είναι αφενός εφικτός, αφετέρου κοινωνικά αναγκαίος ή πιθανώς ανταγωνιστικός προς άλλους περισσότερους σημαντικούς στόχους. Ο εκτενής πρόλογος περί των δυνατοτήτων των ατόμων αποσκοπούσε στο να τεκμηριώσει το εφικτό του στόχου, εφόσον καταβληθεί συντονισμένη προσπάθεια όλης της κοινωνίας. Το ερώτημα που γεννιέται είναι αν με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες μπορούμε να καλύψουμε όλο τον όγκο της σημερινής διδακτέας ύλης και να προετοιμάσουμε και τους μαθητές που θα ασχοληθούν με τα μαθηματικά σε ανώτερο επίπεδο.
Μια πρώτη απάντηση έχει δώσει ο Ηράκλειτος με το «πολυμαθίη νόον έχειν ου διδάσκει». Από την άλλη, αν οι μαθητές πράγματι κατακτήσουν τις βασικές έννοιες, τον τρόπο σκέψης που απαιτούν τα μαθηματικά, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες καθενός, και εξοικειωθούν με τη μαθηματική γλώσσα, το άνοιγμα σε πλάτος δεν είναι πλέον δύσκολη υπόθεση. Πρέπει επομένως να ορίσουμε ποια είναι η χρήσιμη και κρίσιμη γνώση. Χρήσιμη με την έννοια της ανάγκης των ανθρώπων αφενός να μπορούν να εφαρμόζουν τις μαθηματικές τους γνώσεις για τα καθημερινά τους προβλήματα, αφετέρου για την ανάπτυξη κριτικού πνεύματος απαραίτητου για την κατανόηση της φύσης και της κοινωνίας μέσω και των άλλων μαθημάτων. Κρίσιμη με την έννοια της δημιουργίας της απαραίτητης υποδομής αφενός για την κατανόηση των εννοιών που έπονται, αφετέρου για το ταξίδι στις χώρες των μαθηματικών και των άλλων θετικών επιστημών όποιων θα προσανατολιστούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Τέλος πρέπει να προσδιοριστεί η βασική διδακτική μέθοδος, δηλαδή τα στάδια προσέγγισης των διάφορων εννοιών, η διαδοχή τους και ο τρόπος άσκησης των μαθητών σ’ αυτές.
Γράφοντας το άρθρο αυτό, μπήκα στον πειρασμό να δώσω ένα περίγραμμα, κάτι σαν περίληψη αναλυτικού προγράμματος, αλλά θεώρησα αμετροέπεια να επιχειρήσει ένας άνθρωπος να ορίσει ποια είναι αυτή η γνώση κι αυτή η βασική διδακτική. Κάθε σημαντική ριζοσπαστική τομή είναι αποτέλεσμα συλλογικής σκέψης και δράσης και απαιτεί πολυετή έρευνα, βαθύ ουσιαστικό διάλογο, συνεργασία πολλών κλάδων και τη συνεκτική δύναμη ενός ιδεολογικού προσανατολισμού . Έτσι, προτίμησα να παρουσιάσω μερικές παρατηρήσεις γενικής φύσεως, με την ελπίδα να δώσουν αφορμή για ευρύτερο διάλογο μέσα από τις στήλες του περιοδικού.
· Διδάσκουμε πολλά. Υπάρχει ανάγκη να περιοριστεί δραστικά η διδακτέα ύλη. Αν και όλοι οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πολύ καλά πόσο δύσκολα βγαίνει μέρος μόνο της διδακτέας ύλης, όταν έρχεται η ώρα των αποφάσεων, θέλουμε όλα τα κεφάλαια να περιέχονται. Όταν όμως η ύλη είναι μεγαλύτερη από αυτή που μπορούν να «χωνέψουν» οι μαθητές, αυτό που μοιραία θα γίνει είναι να περιοριστούν χρήσιμα και γοητευτικά θέματα, όπως η Στατιστική για παράδειγμα, προς χάριν των θεμάτων που ο μαθητής «θα τα βρει μπροστά του» στις επόμενες τάξεις. Μια αρχή θα μπορούσε να είναι: Εμβάθυνση στις θεμελιώδεις έννοιες, ανάπτυξη σε πλάτος στις έννοιες που οι μαθητές έχουν περισσότερα κίνητρα να προσεγγίσουν.
· Τα μαθηματικά δεν αναπτύχθηκαν μέσω αποδείξεων, αλλά μέσω υποθέσεων. Το να γνωρίζει ο μαθητής «τι είναι» και «τι δεν είναι» απόδειξη είναι σημαντικός στόχος, χρήσιμος και για τη μαθηματική, αλλά και για τη συνολική του συγκρότηση. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να ανάγεται η απόδειξη σε πεμπτουσία των Μαθηματικών. Τα μαθηματικά δεν αναπτύχθηκαν ιστορικά τόσο από αποδείξεις, όσο από διαισθητικές υποθέσεις. Αυτή η επισήμανση έχει διπλή αξία: Αφενός υποδεικνύει το περιεχόμενο της ύλης η οποία δεν είναι απαραίτητο να περιέχει όλες τις αποδείξεις, αφετέρου αποτελεί στοιχείο διδακτικής με την εξής έννοια: Ο μαθητής που νιώθει ελεύθερος να διατυπώνει εικασίες, να γενικεύει, να «μαντεύει», με κατάλληλη καθοδήγηση ώστε αυτό να είναι αποτέλεσμα σκέψης και πραγματικού ενδιαφέροντος, αφενός αισθάνεται ότι συνδημιουργεί, αφετέρου δίνει ευκαιρίες σε όλη την τάξη να μάθουν να ελέγχουν πώς μια εικασία μπορεί, ακόμη κι αν είναι λαθεμένη, να γεννήσει γνώση. Αντίθετα, η αποθάρρυνση των μαθητών όταν γενικεύουν ψαλιδίζει μια από τις χρησιμότερες ικανότητες του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν είχε αυτή την ικανότητα να γενικεύει, δε θα είχε μάθει ποτέ να μιλάει! Τα μικρά παιδιά γνωρίζουν να χρησιμοποιούν αιτιατικές, γενικές, να χρησιμοποιούν σε διάφορα πρόσωπα ένα ρήμα προτού πάνε στο σχολείο, ακριβώς χάρη στην ικανότητα αυτή του ανθρώπινου μυαλού. Εξάλλου όλη η φυσική αποτέλεσμα γενικεύσεων είναι!
· Μεγάλη σύγχυση δημιουργεί στους μαθητές, έστω κι αν δεν έχουν την ωριμότητα να εντοπίσουν τις αιτίες της, η εξαιρετικά ακατανόητη αυθαίρετη εναλλαγή αυστηρότητας και δογματισμού στην παρουσίαση των διάφορων εννοιών. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε έναν άνθρωπο με ώριμο ανεπτυγμένο μυαλό που διδάσκεται τα μαθηματικά για πρώτη φορά με τον τρόπο με τον οποίο συνήθως διδάσκονται στα σχολεία. Του έχουμε αρχικά ζητήσει να αποδεχτεί την ύπαρξη του μηδενός σχεδόν ως προφανούς έννοιας, του έχουμε διδάξει τον πολλαπλασιασμό φυσικών αριθμών θεωρώντας τον ως μια συντομευμένη πρόσθεση αλλά «ξεχνάμε» αργότερα να εξηγήσουμε τη φύση του πολλαπλασιασμού δεκαδικών αρκούμενοι στην ομοιότητα ως προς τη μορφή και τη μέθοδο με την αντίστοιχη των φυσικών, τον έχουμε υποχρεώσει να αποδεχτεί περίπου σαν προφανές ότι πλην επί πλην κάνει συν, αλλά όταν παρατηρεί στη Γεωμετρία ότι ένα τρίγωνο φαίνεται ξεκάθαρα από το σχήμα ότι είναι ισοσκελές τον κοιτάζουμε απορριπτικά γιατί δεν αντιλαμβάνεται ότι «αυτό ειδικά» πρέπει να το αποδείξει. Γενικά η παρουσίαση σαν τάχα προφανών ορισμένων δυσκολότατων εννοιών και κανόνων είναι ενέργεια που σκοτώνει τη σκέψη και μετατρέπει τα μαθηματικά σε μυστικισμό.
· Είναι πολύ σημαντικό η ύλη να ακολουθεί, στο βαθμό που είναι δυνατό, την ιστορική πορεία των μαθηματικών εννοιών. Αυτή η πολύ διαδεδομένη άποψη αρκετών μεγάλων παιδαγωγών και ειδικών της διδακτικής των Μαθηματικών, έχει πολύ επιπόλαια εκφραστεί με τα, συχνά ανούσια ή δυσνόητα, ιστορικά σημειώματα των εγχειριδίων. Το νόημα είναι οι μαθητές, εφοδιασμένοι με τον πλούτο των νεότερων γνώσεων, να «ξαναζήσουν» σε περίληψη την περιπέτεια κάθε έννοιας μέχρι αυτή να αποκτήσει την πιο σύγχρονη μορφή της. Είναι λογικό έννοιες που δυσκόλεψαν τρομερά μεγάλους μαθηματικούς, ο λογισμός με σχετικούς αριθμούς για παράδειγμα, επειδή δεν είχαν ακόμη κατακτηθεί από τη συλλογική μαθηματική σκέψη να δυσκολεύουν και σήμερα τους μαθητές.
· Όση αξία έχει για την ίδια την επιστήμη των μαθηματικών η παραγωγική δομή της, άλλη τόση έχει για την παιδαγωγική των Μαθηματικών η ιστορία κάθε έννοιας. Μερικοί, ως αντίπαλο δέος στην παρουσίαση εννοιών και κανόνων σαν προφανώς αντιτάσσουν την αυστηρή φορμαλιστική απόδειξη. Μεταφέρουν έτσι στην παιδαγωγική τα πιο χονδροειδή, κατά τη δική τους άποψη, μαθηματικά λάθη. Γιατί π.χ. είναι λανθασμένη η απόδειξη ; Επειδή η αποδεικνυόμενη ιδιότητα έχει χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της παραγώγου του ημιτόνου, άρα έχουμε κάνει το κατ’ Αριστοτέλη λάθος της «λήψεως του αιτουμένου». Μια τέτοια απόδειξη θεωρείται, δικαίως, απολύτως εσφαλμένη. Δε θεωρείται όμως εσφαλμένη επιλογή να αξιοποιούνται ανακαλύψεις που ήρθαν εκατοντάδες χρόνια μετά την εισαγωγή μιας έννοιας προκειμένου να διδαχτεί αυτή ακριβώς η αρχική έννοια! Επομένως, όπως δε χρησιμοποιούμε επόμενες προτάσεις για να αποδείξουμε προηγούμενες, έτσι δεν είναι λογικό να χρησιμοποιούμε άκριτα μεταγενέστερες μαθηματικές κατακτήσεις για να διδάξουμε προηγούμενές τους.
· Πολύ βιαστικά μπαίνει στη ζωή των μαθητών ο μαθηματικός φορμαλισμός. Προτού να γίνει η χρήση των πράξεων της αριθμητικής κτήμα τους, προτού λύσουν κάμποσα απλά καθημερινά προβλήματα μόνο με πράξεις, τους μιλάμε για εξισώσεις. Οι μεταβλητές δεν προκύπτουν από καμιά αναγκαιότητα, αλλά εμφανίζονται ξαφνικά. Ξεχνάμε πόσο καθυστερημένα χρησιμοποιήθηκαν οι μεταβλητές για να εκφράσουν παραστάσεις, αν και από την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν γράμματα για να παραστήσουν π.χ. έναν άγνωστο αριθμό. Ξεχνάμε πόσοι αιώνες χωρίζουν τη σύλληψη της έννοιας του ορισμένου ολοκληρώματος και το διδάσκουμε πριν από το αόριστο. Γενικότερα έχει προτιμηθεί ο παραγωγικός τρόπος παρουσίασης της ύλης. Μα ο δρόμος αυτός, ακριβώς επειδή έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο που το ανθρώπινο μυαλό εξελίσσεται, παρουσιάζει στα παιδιά τα μαθηματικά σαν κάτι το υπερφυσικό και δε διευκολύνει την ανάπτυξη της σκέψης τους. Όπως τόνιζε ο Ανρί Λεμπέσκ: «Καμία ανακάλυψη δεν έγινε στα μαθηματικά, ούτε και σ' άλλον τομέα, με προσπάθειες της παραγωγικής λογικής. Όλες είναι απόρροιες της δημιουργικής φαντασίας που χτίζει κάτι που φαίνεται να είναι αλήθεια, οδηγούμενη άλλοτε από αναλογίες, άλλοτε από ένα αισθητικό ιδανικό, δίχως διόλου να στηρίζεται σε στέρεες λογικές βάσεις. Αφού πρώτα γίνει μια ανακάλυψη, εμφανίζεται κι η λογική για ν' ασκήσει έλεγχο. Η λογική αποφαίνεται τελικά αν η ανακάλυψη είναι πραγματική ή απατηλή. Ο ρόλος της κατά συνέπεια, μολονότι σημαντικός, είναι μόνο δευτερεύων». Αν αυτό ισχύει για τους μεγάλους μαθηματικούς, πόσο μπορούμε να το αγνοούμε όταν διδάσκουμε μικρούς μαθητές;
· Τα μαθηματικά είναι γέννημα της ανάγκης. Το πρώτο που χρειάζεται για να λύσουμε ένα πρόβλημα είναι να θέλουμε να το λύσουμε. Όσο η διδασκόμενη ύλη είναι πιο πολύ συνδεδεμένη με τη ζωή, με τα ενδιαφέροντα των παιδιών και με το παιχνίδι, που είναι εξάλλου ένα από τα κύρια ενδιαφέροντά τους, τόσο το μάθημα γίνεται πιο ελκυστικό. Με την ευκαιρία, μια από τις σημαντικότερες ανάγκες του ανθρώπου είναι να αντιλαμβάνεται το χώρο, τις θέσεις και τις διαστάσεις σ’ αυτόν. Λοιπόν, αν οι μαθητές μας έπαιρναν πολύ στα σοβαρά όσα τους διδάσκαμε, θα έπρεπε να αμφιβάλουν αν ζούμε σε πραγματικό κόσμο, αφού ο κόσμος που γνωρίζουν στη γεωμετρία του σχολείου έχει μόνο δύο διαστάσεις! Οφείλουμε επομένως να θέτουμε προτεραιότητα στο να διδάξουμε ό,τι οι μαθητές αντιλαμβάνονται ως αναγκαίο, να ανακαλύπτουμε πειστικά - όχι για μας, αλλά για τους μαθητές για τους μαθητές - επιχειρήματα για τη χρησιμότητα κάθε νέας γνώσης, να δομήσουμε το αναλυτικό πρόγραμμα έτσι που να ανταποκρίνεται αφενός στις δυνατότητες, αφετέρου στα ενδιαφέροντα κάθε ηλικίας.
Όλα όσα αναπτύχθηκαν στο άρθρο αυτό προϋποθέτουν μια αντίληψη για την εκπαίδευση στην τελείως αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της αποδοτικής επένδυσης που είναι κυρίαρχη σήμερα. Μια τέτοια αντίληψη με τη σειρά της προϋποθέτει πολύ διαφορετικές κοινωνικές δομές από τις σημερινές. Γιατί, αυτό που παρουσιάσαμε δεν είναι παρά μια πρόταση στα πλαίσια ενός συνολικού οράματος για το σχολείο. Για ένα σχολείο που έχει σκοπό να προσφέρει μόρφωση σε όλους, σε μια κοινωνία όπου υπάρχει για όλους δουλειά και ευημερίαΣτέλιος Μαρίνης (Μαθηματικός) Πηγή:www.alfavita.gr
Ο Ρωμιός και ο χαρακτήρας του...
Ως χαρακτήρας ορίζεται το στοιχείο που αποτελεί ιδιαίτερο και ουσιαστικό γνώρισμα ενός ανθρώπου, πράγματος ή αφηρημένου ουσιαστικού και που το κάνει να διακρίνεται από τα όμοιά του. Στην τρέχουσα ψυχολογία, χαρακτήρας λέγεται το σύνολο των έμφυτων ιδιοτήτων και των μορφών συμπεριφοράς με τις οποίες ο άνθρωπος εκφράζει τον τρόπο της ύπαρξής του και αντιδρά στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου· ο χαρακτήρας μπορεί να είναι εξωστρεφής ή εσωστρεφής, ψυχρός, θερμός, ορμητικός, πράος, δυνατός ή αδύνατος και τ.λ. O χαρακτήρας των λαών, όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που τον διαμόρφωσαν έτσι ή αλλιώς, είναι σημαντικός ιστορικός παράγοντας. Κάθε συγγραφέας, είτε το δηλώνει ρητά είτε όχι, εφόσον γράφει για τις πράξεις ατόμων ή λαών (για ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα δηλαδή), είναι σχεδόν αναγκασμένος να έχει μια θεωρία για «τον» άνθρωπο και τα κίνητρα της δράσης του. Αν η δειλία λ.χ. ή το θάρρος είναι προφανή ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μπορούμε άραγε να τεκμηριώσουμε ότι ανάλογα γνωρίσματα παρατηρούνται αυξημένα ή μειωμένα σε κάποιο συγκεκριμένο λαό, σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας του; Ή έχουμε να κάνουμε με ένα σύνολο προκαταλήψεων και κάθε απόπειρα για μια κάπως σοβαρή ιστορική προσέγγιση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία; Αναμφίβολα, το όποιο ήθος των Ελλήνων του 1821 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση του επαναστατικού πολέμου. Ο σπουδαίος Κλαούζεβιτς σημειώνει: «Το στοιχείο μέσα στο οποίο κινούνται οι δραστηριότητες του πολέμου είναι ο κίνδυνος· ποια είναι μέσα στον κίνδυνο η ανώτερη ψυχική δύναμη; είναι το θάρρος [...] η ανδρεία, η πίστη στην επιτυχία, η τόλμη και η ευθαρσία δεν είναι παρά εκδηλώσεις του θάρρους, κι όλες αυτές οι ψυχικές τάσεις αναζητούν το συμπτωματικό, που είναι το στοιχείο τους. Αν λοιπόν ο πόλεμος με την παρεμβολή του τυχαίου μετατρέπεται σε χαρτοπαίγνιο, όποιος γνωρίζει το χαρακτήρα φίλων και εχθρών παίζει με μεγαλύτερες πιθανότητες να νικήσει.»
Στο σημερινό σημείωμα θα αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη τα δύσκολα μεθοδολογικά ερωτήματα και θα δούμε πώς είδαν τους Έλληνες ή αλλιώς τους Ρωμιούς δύο αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους συγγραφείς, ο Άγγλος ιστορικός Γεώργιος Φίνλεϊ και ο ποιητής Αργύρης Εφταλιώτης. Ο πρώτος, ιστορικός σοβαρού διαμετρήματος με πανεπιστημιακές σπουδές, πολέμησε αρχικά ως εθελοντής ναύτης στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα και θεωρείται τουλάχιστον αυστηρός στις κρίσεις του για τους Έλληνες. (Ο Παπαδιαμάντης που τον μετέφρασε νομίζω γενικώς συμφωνεί με τις εκτιμήσεις του, αυτή είναι όμως μια άλλη ωραία ιστορία) Στην εισαγωγή του τόμου για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης διαβάζουμε:
«Eφ’ όσον τα γράμματα και η τέχνη των αρχαίων Ελλήνων εξακολουθούν να τρέφωσι τους λογίους και να εμπνέωσι τους καλλιτέχνας, η Ελλάς οφείλει να είνε αντικείμενον ενδιαφέροντος εις τα καλλιεργημένα πνεύματα. Αλλά και των νεωτέρων Ελλήνων η πολιτική ιστορία δεν είνε αναξία προσοχής. Η σημασία της Ελληνικής φυλής εις την πρόοδον του Ευρωπαϊκοί πολιτισμού δεν πρέπει να μετρήται διά της αριθμητικής δυνάμεώς της, αλλά δια της κοινωνικής και θρησκευτικής επιρροής της εν τη Ανατολή. Αλλά και γεωγραφικώς οι Έλληνες κατέχουσι τόσον ευρείαν έκτασιν παραθαλασσίας, και αι χώραι εν αις οικούσιν είνε τόσον αραιώς κατωκημέναι, ώστε έχουσιν ευρύν χώρον να πολλαπλασιασθώσι και αποτελέσωσι πολυάριθμον έθνος. Το γε νυν η επιρροή των εκτείνεται πολύ πέραν των εδαφών των κατεχομένων υπό της φυλής των διότι Έλληνες ιερείς και Έλληνες διδάσκαλοι μετέδωκαν την γλώσσαν και τας ιδέας των εις το μεγαλείτερον μέρος των ευπαιδεύτων τάξεων μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Κατέστησαν ούτω οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Χριστιανοσύνης, και έταξαν εαυτούς προέχοντας αντιπάλους προς τους κατακτητάς των, τους Οθωμανούς Τούρκους, οίτινες επέδραμον την Ευρώπην ως απόστολοι της θρησκείας του Μωάμεθ.» (Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης).
Ζυγός ξένου έθνους
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Έλληνες πάντοτε έβλεπαν την οθωμανική κυριαρχία ως ζυγόν ξένου έθνους και εχθρικής θρησκείας και η αντίσταση τους – αργά ή γρήγορα – θα οδηγούσε στην ελευθερία ή στο θάνατο:
«Οι Έλληνες, καθ’ όλον τον χρόνον της υποταγής των εις τον ζυγόν ξένου έθνους και εχθρικής θρησκείας, ουδέποτε ελησμόνησαν ότι η γη την οποίαν κατώκουν ήτο γη των πατέρων των και ο ανταγωνισμός των προς τους αλλοφύλους δέσποτας, κατά την ώραν και της ευτελεστάτης δουλείας των, ήτο οιωνός προαναγγέλλων ότι η αντίστασίς των έμελλεν απολήξη εις καταστροφήν ή εις απελευθέρωσιν.»
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Άγγλος φιλλέληνας γνωρίζει όσο ελάχιστοι την πολιτική και οικονομική κατάσταση του νεοσύστατου κράτους. (Ο ενδιαφέρων αυτοβιογραφικός τόμος της Ιστορίας του παραμένει ανέκδοτος και αμετάφραστος στα Ελληνικά). Για την παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας μάλιστα εξέδωσε ειδικό συγγράμμα (1836, Δοκίμιο στις τραπεζικές αρχές, εφαρμοστέες υπό του Ελληνικού κράτους, βλ. και Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο φοίνικας και η νομισματική πολιτική του νεοελληνικού κράτους), ενώ εργάστηκε προσωπικά για τη διάδοση νέων καλλιεργητικών μεθόδων και διατηρούσε ιδιόκτητες εκτάσεις γης στην περιοχή της Αττικής. Σύμφωνα με τον Σκωτσέζικης καταγωγής ιστορικό, το νέο ελληνικό κράτος πληρούσε τις βασικές προϋποθέσεις, ώστε να αναπτυχθεί γρήγορα, να αυξήσει την γεωργική παραγωγή, να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης του αραιοκατοικημένου αλλά ακμαίου αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού και να προσελκύσει χιλιάδες αλύτρωτους Έλληνες που ζούσαν στα όρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, ο Φίνλεϊ τεκμηριώνει αναλυτικά την εκτίμηση ότι ο φόρος της έγγειας ιδιοκτησίας και οι εισφορές επί της αγροτικής παραγωγής – με όποιον τρόπο κι αν εφαρμόστηκαν μέχρι τότε- είχαν καταστροφικά αποτελέσματα για τα ήθη του πληθυσμού και για την οικονομία του νεοσύστατου κράτους. Την περίοδο του Όθωνα, προτείνει ξεκάθαρα να καταργηθεί εντελώς η εισφορά επί των προϊόντων και της ιδιοκτησίας γης και να αφεθούν οι φιλόπονοι αγρότες να καλλιεργήσουν ήσυχοι τα κτήματά τους. Η ριζοσπαστική αυτή κίνηση, θα έφερνε γρήγορη αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής, θα βελτίωνε την ποιότητα των αγαθών, θα απάλλασσε τον αγροτικό κόσμο από το βραχνά των κατά κανόνα διεφθαρμένων φοροεισπρακτόρων και βεβαίως θα εξασφάλιζε σημαντικά έσοδα στο κράτος από την εμπορική κίνηση, την εισαγωγή αποδοτικότερων καλλιεργητικών μεθόδων, τον εκσυγχρονισμό των τεχνικών μέσων και την αύξηση του πραγματικού πλούτου της χώρας. (Είναι δε εκπληκτικό, μετά από σχεδόν δύο αιώνες εθνικής ανεξαρτησίας, η Ελλάδα να αντιμετωπίζει παρόμοια διαρθρωτικά προβλήματα στον αγροτικό τομέα. Τηρουμένων των αναλογιών – αν και η τεχνολογία έχει προχωρήσει σε ασύλληπτα επίπεδα και δυνατότητες – η γη μένει ανεκμετάλλευτη, η χώρα είναι και σήμερα δημογραφικά αδύναμη ενώ σημαντική μερίδα του αγροτικού κόσμου είναι άσχημα μπλεγμένη στα φορολογικά και πιστωτικά δίχτυα του κράτους και των τραπεζών. Η Ελλάδα, το έτος 2013, δεν έχει διατροφική επάρκεια)
Αν λοιπόν ο εθνικός ή τοπικός χαρακτήρας, οι συνήθεις και οι συμπεριφορές ενός λαού καθορίζονται αποφασιστικά από την κοινωνική θέση, τις επαγγελματικές ασχολίες και από όλα αυτά που ονομάζονται με δυο λέξεις ιστορικές συνθήκες, έχει σημασία να εξετάσουμε με ποιους τρόπους εντάχθηκαν οι Έλληνες στο πλαίσιο του οθωμανικού κοινωνικού σχηματισμού. Ποιος είναι λοιπόν ο Ρωμιός; Οι ξένοι περιηγητές δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Ζούσαν οι ραγιάδες με διαρκή φόβο για τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους; απολάμβαναν την περίφημη θρησκευτική ελευθερία που παρείχε ο σουλτάνος και σε ποιο βαθμό; Γράφει ο Φίνλεϊ σχετικά: «Η μαρτυρία των περιηγητών ήτο εκτάκτως ασύμφωνος· οι μεν παρίστων τους Έλληνας ως πάσχοντας αφορήτους καταπιέσεις, ως ζώντας εν διηνεκεί φόβω περί της ζωής των ή περί δημεύσεως της ιδιοκτησίας τους, οι δε εβεβαίουν ότι ουδείς λαός εν Ευρώπη τόσον ελαφρώς εφορολογείτο και εις τόσον ολίγα βάρη υπέκειτο. Ελέγετο ότι απήλαυον βαθμόν θρησκευτικής ελευθερίας, τον όποιον θα ηδύναντο να φθονώσιν οι εν Ιρλανδία Καθολικοί και ότι είχον αμεσωτέραν εξουσίαν εις τα της δημοτικής διοικήσεως ή όσην οι Γάλλοι πολίται εις τους δήμους των.» Η κατάσταση των Ελλήνων, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, παρουσιάζει πολλές ανωμαλίες, είναι δηλαδή εξαιρετικά διαφοροποιημένη, για πολλούς λόγους: «Η Γραικική Εκκλησία ήτο γνωστόν ότι κατείχε μέγαν πλούτον και μεγάλην πολιτικήν επιρροήν ανά την Τουρκίαν· οι Έλληνες εξήσκουν κυριαρχικήν δύναμιν εν Βλαχία και Μολδαβία, και ηρύοντο μεγάλα κέρδη εκ της διαφθοράς της υπαρχούσης εις πάντα κλάδον της Οθωμανικής διοικήσεως εν Κωνσταντινουπόλει. Οι προύχοντες της Ελλάδος συνέλεγον το μεγαλείτερον μέρος των σουλτανικών προσόδων εν Ευρώπη· και αι Ελληνικαί δημογεροντίαι, είχον πολλαχού άδειαν να εξασκώσι σχεδόν απεριόριστον εξουσίαν. Ήτο προφανές ότι η θέσις των Ελλήνων επαρουσίαζε πολλάς ανωμαλίας. Εν Κωνσταντινουπόλει, ο Γραικός ήτο πτήσσων δούλος· εν Βουκουρεστίω και Ιασίω, δεσπότης τύραννος· εν Χίω ευτυχής υπήκοος· εις τα Ψαρά και εις τα χωρία του Πηλίου, ελεύθερος πολίτης.»
Σε αντίθεση με τους αρχαίους, οι νεώτεροι Έλληνες έδιναν μεγαλύτερη σημασία στο θρησκευτικό δόγμα παρά στη φυλή, ενώ οι γάμοι γίνονταν κυρίως μεταξύ ορθοδόξων Χριστιανών: «Σύγχυσις ιδεών επήλθεν εκ της μη σαφούς διακρίσεως μεταξύ Ελληνικής ορθοδοξίας και Ελληνικής εθνότητος. Οι αρχαίοι Έλληνες έδιδον μεγάλην προσοχήν εις την αγνότητα της φυλής· οι νεώτεροι Έλληνες μετέφερον την μέριμνάν των εις την αγνότητα του δόγματος. Οι Μεσσήνιοι διετήρησαν τα ήθη και την διάλεκτον αναλλοίωτα επί αιώνας εξορίας· οι Μοραΐται εφύλαξαν την ορθοδοξίαν των άδολον επί αιώνας ξένης κυριαρχίας. Τανύν οι Έλληνες στέργουσιν επιμιξίαν με Βλάχους, Ρώσσους και Αλβανούς του Ανατολικού δόγματος, άλλ’ όπως καταστή γάμος τις νόμιμος μετά καθολικής Ελληνικωτάτης καταγωγής, θα ήτο αναγκαίον ν’ αναβαπτίσωσι την νύμφην.» Παρά τα όσα λέγονται στις εθνικές επετείους για καθολική συμμετοχή του ελληνικού λαού στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, χιλιάδες ευκατάστατοι Έλληνες συνέχισαν να επιδιώκουν απλώς προσωπικά οφέλη. Η Εκκλησία κοίταζε μάλλον τα συμφέροντα της παρά την εθνική υπόθεση της Επανάστασης, η οποία θα στερούσε εκ των πραγμάτων διακαιώματα, εξουσίες και περιουσίες, κυρίως από τους ανθρώπους της ανώτερης εκκλησιαστικής ιεραρχίας:
«Εν αύτη τη Ελληνική Εκκλησία, το εκκλησιαστικόν συμφέρον ήτο ισχυρότερον του εθνικού αισθήματος. Μέγα μέρος του Ελληνικού έθνους ασθενείς κατέβαλεν προσπάθειας προς βοήθειαν των συμπολιτών των αγωνιζομένων υπέρ της ανεξαρτησίας. Αι φιλολογικαί δυνάμεις των ευπαιδεύτων παρήγαγον μεγάλην ηχώ πατριωτισμού, αλλά χιλιάδες πλουσίων Ελλήνων εξηκολούθησαν επιδιώκοντες τα ίδια αυτών σχέδια του συμφέροντος και του κέρδους υπό την προστασίαν της Σουλτανικής κυβερνήσεως, καθ’ όλην την περίοδον της Ελληνικής Επαναστάσεως.»
Ρωμαϊκόν έθνος
Ο ορθόδοξος Πατριάρχης αναγνωρίζεται ως αρχηγός του συνόλου των Ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι σίγουρα δεν ήταν όλοι Έλληνες. Ενδεχόμενη επιτυχία της Επανάστασης θα συρρίκνωνε επομένως την επιρροή του Πατριαρχείου, το οποίο διακήρυττε εξάλλου την οικουμενικότητα και την υπερεθνικότητά του, ταυτόχρονα με την υποταγή στην εγκόσμια οθωμανική εξουσία, η οποία παρουσιαζόταν περίπου ως δοκιμασία της θρησκευτικής πίστης των ραγιάδων και θέλημα Θεού: «O Σουλτάνος ανεγνώριζε τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως ως τον εκκλησιαστικόν αρχηγόν όλων των ορθοδόξων Χριστιανών εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία, και υπεστήριζε τούτον εις την εξάσκησιν ευρείας αστικής δικαιοδοσίας επί διαφόρων εθνών. Μεταξύ τούτων, οι Έλληνες πράγματι κατείχον την θέσιν κυριευούσης φυλής. Προς τον Βλάχον και τον Βούλγαρον, ο Γραικός ήτο εις βαθμόν τινά ό,τι ο Τούρκος προς εκείνον. Η Ελληνική γλώσσα ήτο η γλώσσα της Εκκλησίας και του νόμου του κυβερνώντος το άθροισμα των εθνών των καλουμένων υπό της Οθωμανικής διοικήσεως Ρουμ μελετί ή Ρωμαϊκόν έθνος.» Η κυβέρνηση του σουλτάνου αντιμετώπιζε τους Ορθόδοξους της αυτοκρατορίας όπως οι Χριστιανοί βασιλιάδες της Ευρώπης τους αιρετικούς. Η σκληρότητα και η αδικία εναντίον Χριστιανών και Μουσουλμάνων δεν πήγαζαν ακριβώς από τη σουλτανική εξουσία (η οποία πολλές φορές τιμωρούσε σκληρά τις αυθαιρεσίες ντόπιων πασάδων και αξιωματούχων) αλλά είχε ως βασική αιτία την ανεξέλεγκτη και βαθιά διαφθορά του οθωμανικού κράτους. Στις ιδιωτικές δικαστικές υποθέσεις, συχνά ήταν πιο πιθανό να βρει το δίκιο του ένας Χριστιανός παρά ένας Τούρκος:
«Τ’ αδικήματα των Χριστιανών υπηκόων της Τουρκίας μεγαλοφώνως εκηρύχθησαν και η τυραννία της Οθωμανικής κυβερνήσεως δικαίως κατεδικάσθη· άλλ’ όμως επί δύο εκατονταετηρίδας μετά την κατάκτησιν της Ελλάδος, οι Χριστιανοί υπήκοοι ετύγχανον τόσον καλής μεταχειρίσεως υπό των Τούρκων Σουλτάνων, όσον και οι αιρετικοί υπήκοοι υπό των Χριστιανών βασιλέων. Μάλιστα η κεντρική κυβέρνησις του Σουλτάνου, η Υψηλή Πύλη, όπως εκαλείτο, μετεχειρίσθη εν γένει τους Μουσουλμάνους υπηκόους της με τόσην σκληρότητα και αδικίαν, με όσην και τους κατακτηθέντας Χριστιανούς. Τα παθήματα των Ελλήνων προήρχοντο από την ύβριν και την καταπίεσιν των κυβερνουσών τάξεων, και από την διαφθοράν την κρατούσαν εν τη Οθωμανική διοικήσει μάλλον παρά από την άμεσον εξάσκησιν της σουλτανικής εξουσίας. Εις τας ιδιαιτέρας υποθέσεις του, Έλλην τις είχε καλλιτέραν πιθανότητα όπως τύχη δικαιοσύνης από τον επίσκοπον και τους δημογέροντας του διαμερίσματος του, ή Τούρκος από τον κατήν ή βοεβόδαν.»
Αυτό που διακρίνει από την αρχή την οθωμανική αυτοκρατορία είναι η απουσία πάγιων θεσμών και νόμων: «Η κυβέρνησις του Σουλτάνου ήτο διοίκησις ενός δεσπότου, του όποιου το ανακτοβούλιον απετελείτο από τους οικιακούς δούλους του. Το τιμαριωτικόν σύστημα, το όποιον επί δύο εκατονταετηρίδας ηλάφρυνε το βάρος της Οθωμανικής εξουσίας επί του Τουρκικού πληθυσμού, ήτο κληρονομιά της αυτοκρατορίας της Σελδουχικής. Το εγγενές ελάττωμα της Οθωμανικής κυβερνήσεως ήτο η απουσία κανονικής διοικήσεως ησφαλισμένης δια παγίων θεσμών και νόμων και ωρισμένης μορφής δικονομίας.»
Η δουλοσύνη διαμόρφωσε σε ένα βαθμό τα ήθη πολλών Ελλήνων, όλων των κοινωνικών τάξεων, ώστε ατομικά γνωρίσματα καταγράφονται από τους ξένους ως εθνικοί χαρακτήρες: «Η δουλοσύνη των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου και η διαφθορά της Οθωμανικής διοικήσεως, καθίστων απατηλήν και την αρίστην κατά της αρπαγής άμυναν. Η αλήθεια και η τιμή ήσαν εμπόδια εις την απόκτησιν πλούτου – και κατ’ ακολουθίαν ο ευκατάστατος Έλλην έμπορος λίαν σπανίως ήτο χρηστότερος και των πτωχότερων συμπολιτών του. Το ψεύδος και η απάτη κατέστησαν συνήθη, κ’ έθεωρούντο υπό των ξένων ως εθνικαί ιδιότητες μάλλον ή ως ατομικοί χαρακτήρες.»
Σωματεία
Οι Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι των πόλεων είναι οργανωμένοι σε χωριστά επαγγελματικά σωματεία, ενώ οι οικονομικές δαπάνες πέφτουν συνήθως στις πλάτες των Ρωμιών. Ο ραγιάς πρέπει να καταφύγει στο ψέμα ή στο φιλοδώρημα, αν θέλει να γλιτώσει από τις αρπακτικές διαθέσεις και τις αγγαρείες: «Ο Χριστιανικός πληθυσμός εις τας πόλεις της Τουρκίας διηρείτο εις διακεκριμένα σωματεία, κατά τα επαγγέλματα τα ασκούμενα υπό των ατόμων, καθ’ ον τρόπον και ο Μουσουλμανικός πληθυσμός· αλλά τα Μουσουλμανικά σωματεία εν γένει κατώρθουν να ρίπτωσι το βάρος πάσης τοπικής δαπάνης εις τους Χριστιανούς. Δια τούτο, μόνον προσποιούμενος πενίαν, ή φιλοδωρών ισχυρόν τινά προστάτην, ο Έλλην ραγιάς ηδύνατο να διαφύγη την απορροφητικήν διαρπαγήν και εκβίασιν και μόνον υποκρινόμενος σωματικήν τινα πήρωσιν ή χρόνιον νόσημα ηδύνατο ν’ απαλλαγή της επί ευτελεί μισθώ αγγαρείας.»
Η εθνική ροπή
Η ελληνική δημοτική γλώσσα, όπως την έγραφαν οι έμποροι και οι χειρώνακτες, παραμορφώνεται τόσο πολύ ώστε φαίνεται σαν καινούρια γλώσσα. Για τρεις ολόκληρους αιώνες, τα φιλολογικά έργα συντάσσονται σε μια σχολαστική απομίμηση της γλώσσας των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά τα δημοτικά τραγούδια και η επιστολική αλληλογραφία της εποχής αποδεικνύουν ότι η λαλούμενη διάλεκτος του λαού έχει στενή συνάφεια με την αρχαία Ελληνική γλώσσα. Πιθανώς, οι Έλληνες όλων των κοινωνικών τάξεων γνώριζαν σε μεγαλύτερο ποσοστό γραφή και ανάγνωση σε σύγκριση με οποιαδήποτε Χριστιανική φυλή στην Ευρώπη της εποχής, και έδιναν πάντοτε ανώτερη σημασία στη γνώση των γραμμάτων: «Επί πλέον, τρεις εκατονταετηρίδας μετά την Οθωμανικήν κατάκτησιν, η φιλολογία των νεωτέρων Ελλήνων σχεδόν αποκλειστικως περιόριζετο εις εκκλησιαστικά αντικείμενα· και η γλωσσά της δεν ήτο η λαλουμένη διάλεκτος του λαού, αλλά μια σχολαστική απομίμησις της γλώσσης των Πατέρων της Εκκλησίας. Η δημώδης γλώσσα, όπως εγράφετο από έμπορους και χειρώνακτας, παρεμορφούτο δι” άγνοιαν της γραμματικής και της ορθογραφίας, εις τοιούτον βαθμόν ώστε να φαίνεται ως νεοφανής γλώσσα· αλλά τα δημώδη άσματα και η επιστολική αλληλογραφία της περιόδου ταυτής, εάν γραφώσι μετ’ άμεμπτου ορθογραφίας, αποδεικνύουσι την στενήν συνάφειάν των με την αρχαίαν Ελληνικήν. Όσον και αν ήτο πολιτικώς εκπεπτωκυΐα η θέσις των Ελλήνων, είνε πιθανόν ότι μεγαλειτέρα αναλογία ηδύνατο ν’ αναγινώσκη και να γράφη ή μεταξύ πάσης άλλης Χριστιανικής φυλής εν Ευρώπη. Οι Έλληνες πασών των τάξεων έδωκαν πάντοτε ανωτέραν σημασίαν εις την γνώσιν των γραμμάτων ή πας άλλος λαός· έχουσιν εθνικήν ροπήν προς την σχολαστικότητα.» (Το νόστιμο και πασίγνωστο είναι ότι η ελληνική παιδεία καλλιεργήθηκε πολύ περισσότερο στα Γιάννενα, στην αυλή του πανούργου Αλβανού πασά, παρά στην πλούσια Πελοπόννησο, όπου οι Έλληνες κοτσαμπάσηδες συστηματικά κρατούσαν τον μικρό λαό αγράμματο.)
Πολλοί Έλληνες που κατοικούσαν στα Άγραφα και τις οροσειρές από το Πήλιο μέχρι τον Όλυμπο και τα Χάσια, είναι κατά παράδοση κλέφτες ή αρματολοί – από την εποχή του Βυζαντίου – οπλοφορούν δηλαδή νομίμως και εκλέγουν τους δημογέροντές τους χωρίς την παρέμβαση της οθωμανικής εξουσίας. Έχουν χαρακτήρα ελευθέρων αντρών, ενώ άλλοι μεταναστεύουν στο εξωτερικό και ασχολούνται με ακμαίες εμπορικές επιχειρήσεις: «Τόσον ανώμαλος ήτο η θέσις των διαφόρων τμημάτων του Ελληνικού πληθυσμού, ώστε οι κάτοικοι ορεινών τινών διαμερισμάτων εις την Ρούμελην έζουν ως ελεύθερος λαός. Όσοι εκατοίκουν εις Άγραφα και εις τας ορεοσειράς τας εκτεινομένας από του Πηλίου και Όλυμπου βορείως έως εκεί οπού ομιλείται η Ελληνική γλώσσα εν Μακεδονία, έχαιρον το δικαίωμα να οπλοφορώσιν ως αρματωλοί. Εξέλεγαν τους ίδιους των προεστώτας ή δημογέροντας, και αι εγχώριοι αρχαί των συνέλεγον τους φόρους όσους ώφειλε το διαμέρισμα. Είχον χαρακτήρα ελευθέρων ανδρών, και διέπρεπον επί γενναιότητι και ανεξαρτησία μη απαντώση αλλαχού της Ελλάδος. Μεγάλα πλήθη ήσαν απησχολημένα εις εμπορικάς επιχειρήσεις, αΐτινες τους εφερον εις διάφορα μέρη του σουλτανικού κράτους και εις πολλούς λιμένας της Μεσογείου και της Μαύρης Θαλάσσης. Πολλοί απεδήμουν μακράν εις Αυστρίαν και Ρωσσίαν. Αι περιπλανήσεις αύται ηύρυνον το πνεύμα των, και όταν αποκαθίσταντο εις τας γενεθλίους πόλεις των, καθίσταντο εγχώριοι άρχοντες, και ανέπτυσσον σημεία τινά του δραστήριου εκείνου πνεύματος, του διαπνέοντος συνήθως τας εμπορικάς πολιτείας.» Τα αρματολίκια θα υποχωρήσουν σταδιακά, ειδικά στις περιοχές που προσάρτησε ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων, ο οποίος εγκατέστησε συστηματικά Αλβανούς μισθοφόρους στη θέση τους. Η αρματολική παράδοση ωστόσο θα δώσει εκατοντάδες μαχητές και εμπειροπόλεμους οπλαρχηγούς στον Αγώνα, παρά τις εσωτερικές εμφύλιες συγκρούσεις που αποδυνάμωσαν σημαντικά την ισχύ του επαναστατικού πολέμου. Όπως και να “χει, οι Έλληνες αποτελούν την οικονομική ραχοκοκαλιά της αυτοκρατορίας (μαζί με τους Εβραίους και τους Αρμένιους) και «πάσα είδησις ήρχετο εν γένει δι’ Ελλήνων, χρωματιζομένη δι’ Ελληνικών ελπίδων και προλήψεων, ή διαστρεφομένη υπό Ελληνικών συμφερόντων.»
Οι Μοραϊτες
Στη συνέχεια, ο Άγγλος ιστορικός αναφέρεται στον χαρακτήρα των κατοίκων της Πελοποννήσου: «Ο χαρακτήρ των Μοραϊτών εθεωρείτο ουχί μετ’ ευνοίας παρά των άλλων Ελλήνων. Οι πρόκριτοι κατηγορούντο ως διασώζοντες το ραδιουργικόν εκείνο, το διπρόσωπον και μνησίκακον πνεύμα, το οποίον μας λέγει ο αυτοκρατορικός ιστοριογράφος Καντακουζηνός ότι τους εχαρακτήριζε κατά τον ΙΔ” αιώνα. Αλλά και οι αστοί και οι αγρόται δεν υποτίθενται περισσότερον εμποτισμένοι από δικαιοσύνην και αλήθειαν. Η φιλοπονία και η νοημοσύνη των ανεγνωρίζοντο· αλλ” η δολερότης των, το άνανδρον και το ανειλικρινές ήσαν σχεδόν παροιμιώδη. Πας Μοραΐτης υπετίθετο εν γένει ως πλέον ασυνεπής, φθονερός και αγνώμων ή πας άλλος Έλλην.»
Οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες εξαιρούνται:
«Οι Μανιάται και οι Τσάκωνες πρέπει να εξαιρεθούν από την γενικήν περιγραφήν του χαρακτήρος των Μοραϊτών. Οι πρώτοι ήσαν ονομαστοί διά την ροπήν των προς τας βιαιοπραγίας και την ληστείαν, άλλ’ όμως και δια το φιλελεύθερον και την ανεξαρτησίαν των. Οι δεύτεροι διεκρίνοντο δια τας ειρηνικάς έξεις των, την εντιμότητα και την φιλεργίαν των. Αμφότεροι εθεωρούντο γενναίοι. Οι Τσάκωνες διετήρουν εδωδιμοπωλεία εις όλους σχεδόν τους λιμένας προς το Αιγαίον. Οι Μανιάται εξήσκουν πειρατείαν εις όλους τους κόλπους.»
Οι νησιώτες θεωρούνται δραστήριοι, νοήμονες, δειλοί ή ευάγωγοι:
«Οι Έλληνες κάτοικοι των νήσων ανέπτυσσαν μεγάλην ποικιλίαν χαρακτήρος, διότι έζων υπό διαφόρους επιδράσεις κοινωνικάς. Ο ναυτικός πληθυσμός των Ψαρών, της Κάσου, της Καλύμνου και της Πάτμου ήτο δραστήριος, νοήμων και ανδρείος· οι Χιώται ήσαν φιλόπονοι και έντιμοι• οι κάτοικοι της Τήνου και Σύρου, ορθόδοξοι ή λατίνοι, ήσαν δειλοί και ευάγωγοι· πλασμένοι εκ φύσεως και τέχνης όπως διαπρέπωσιν ως τροφοί και μάγειροι. Το χαρακτηριστικόν των νησιωτών του Αιγαίου Πελάγους υπετίθετο ότι ήτο η δειλία. Οι Τούρκοι οίτινες τους επεσκέπτοντο προς συλλογήν των φόρων, τους έβλεπον δε φεύγοντας προς τα όρη όταν έφθανον οι εισπράκτορες, τους επωνόμαζον ταοσάν ή λαγωούς. Που να φαντασθούν ότι αυτοί οι λαγωοί ήσαν εις την ακμήν να στραφώσι κατά των λαγωνικών και τους απελάσωσιν οπίσω εις το σκυλόμανδρόν των!»
Σημάδια του Ρωμαίικου του χαρακτήρα
Ο Αργύρης Εφταλιώτης δεν είναι ιστορικός και καταπιάστηκε με την Ιστορία της Ρωμιωσύσνης για να αποδείξει ότι μπορούν να γραφτούν αξιόλογα ιστορικά έργα στη δημοτική γλώσσα, την περίοδο που οι Αττικιστές ισχυρίζονταν το ακριβώς αντίθετο και θεωρούσαν την αλήστου μνήμης καθαρεύουσα, ως τη μόνη κατάλληλη γλώσσα για τη συγγραφή επιστημονικών έργων. Σκοπός του είναι να δει ο Ρωμιός τα ψεγάδια του και να τα διορθώσει· ο ίδιος αισθάνεται ότι αντικρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη: «Το είχα στο νου μου να καταστρώσω εδώ τα πιο ευκολόπιαστα σημάδια του Ρωμαίικου του χαρακτήρα, κι όχι με σκοπό για να γίνεται ομιλία, μα πάντα με την αρχική την ιδέα πως πρέπει όλο να τα λέμε, όλο να τα ξετάζουμε τα δικά μας, και καλά κι αχαμνά, ως που να μάθουμε το τι να φυλάγουμε και τι να πετούμε, μην τύχη και ξαναφανούμε καμιάν ώρα στον κόσμο και βρεθούμε πάλε σαν πρώτα ανετοίμαστοι. Ξεφύτρωσε όμως άξαφνα ομπρός μου αναπάντεχη δυσκολία: H αμηχανία που πιάνει τον άνθρωπο όταν κοιτώντας μες στον καθρέφτη θέλη να ιστορήση του προσώπου του τα σημάδια! Μάλλους λόγους, σωστός Ρωμιός κι ο ιστορητής, μ’ όλα ίσως τα Ρωμαίικα ψεγάδια, χωρίς τουλάχιστο και μ’ όλα ίσως τα ρωμαίικα παινέδια. Τέτοια ανάλυση, για νάβγη αλάθευτη, πρέπει να την κάνει ή επιστημονικός νους ή βαθιοστόχαστος ξένος και μην όντας μήτε τόνα μήτε τάλλο, αναγκάστηκα να παραιτηθώ και να περιοριστώ σε μερικά γενικά σημειώματα, που σου τα προσφέρνω τώρα κι αυτά με την ελπίδα πως θα ταποδείξει κατόπι κ’ η Ιστορία.»
Στην Ιστορία του Αποστόλου Παύλου, ο Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Ερνέστ Ρενάν έγραψε για τη θρησκευτική ψυχολογία των Ελλήνων και υποστήριξε ότι «η Ρωμιοσύνη δεν είταν ποτέ της χριστιανική στα γερά, μήτε είναι ως τα τώρα»:
«Κι ως τόσο, μέσα στην πλημμύρα φως που χύνει ο μακαρίτης (σ.σ. ο Ρενάν) στη θρησκευτική μας ψυχολογία — το συνήθιο λόγου χάρη που από τα πρώτα μας είχαμε να πανηγυρίζουμε και να αλαλάζουμε, αντίς να κατανυγούμαστε και να ψυχοπονούμε, την όρεξη ναπλώνουμε τα πλουμισμένα φτερούγια μας μέσα στα λιόλουστα μας λημέρια αντίς να πετούμε σε τρίσβαθους αιθέρες λατρευτικής μελέτης, καθώς συνηθίζουν οι Βορεινοί, μου φαίνεται σαν κρίμα που αψήφησε ένα πολύ σημαντικό μας συστατικό, εκεί μάλιστα που λέει πως «η Ρωμιοσύνη δεν είταν ποτέ της χριστιανική στα γερά, μήτε είναι ως τα τώρα».
Αλλιώτικη χρωματιά
Ο Εφταλιώτης θεωρεί ότι η θρησκευτική πίστη ήταν διαφορετική στους Ρωμιούς σε σχέση με τις χώρες του Βορρά επειδή ζυμώθηκε με τον πατριωτισμό ή μάλλον τον αντικατέστησε ως συνεκτική ιδεολογία αντίστασης του ελληνικού έθνους απέναντι σε συνεχείς κινδύνους και προκλήσεις:
«Ίσως θα περίγραφε τη Ρωμιοσύνη πιο τέλεια, αν τόπαιρνε αλλιώς το ζήτημα και μας έλεγε, όχι πως είτανε χαλαρωμένη η χριστιανική μας η πίστη, μόνο πως ζυμώθηκε με τον πατριωτισμό, ή καλλίτερα τον αντικατάστησε τον πατριωτισμό, κ’ έγινε αφορμή για τόσα μεγαλουργήματα στην αρχή, για τόσες θυσίες και ηρωισμούς στα στερνά μας, που δεν είναι να πης μας έλειπε βάθος πίστης, παρά πως πήρε η πίστη μας αλλιώτικη χρωματιά.»
Το βάθος της πίστης των Ελλήνων, η ψυχική δυναμωσύνη τους βρίσκονται στα λόγια του Κολοκοτρώνη:
«Αν και θα με βρης το λοιπό σύφωνο όσο για τη διαφορά. της λατρείας απ’ Ανατολή σε Βοριά, όσο όμως για τη σοβαρότητα αυτής της λατρείας, όσο για το βάθος της, μας σώνει, θαρρώ, να ιστορήσουμε όχι πια Ηράκλειους κι άλλους ηρωικούς διαφεντευτάδες της Χριστιανοσύνης, όχι Γρηγόριους και Γερμανούς και Παπαφλέσηδες, μα του ίδιου του Κολοκοτρώνη τα λόγια, σαν είπε πως «ο Θεός έβαλε την υπογραφή του στη λευτεριά του τόπου, κι ο Θεός δεν παίρνει το λόγο του πίσω». Μπορεί τέτοια ψυχική δυναμωσύνη να μη βρισκότανε μέσα στο ρωμαίικο το αίμα απαρχής (αγκαλά μήτε αυτό δεν το πιστεύω, μια και θυμηθώ τους αριθμητούς μας Μαρτύρους), μπορεί του Κολοκοτρώνη να του τηνέ στάξανε μέσα οι συφορές. Αδιάφορο όμως αυτό· σώνει που την πίστη την είχε, και στα γερά.»
Στο Γεροδήμο, ένα άλλο έργο του, ο Εφταλιώτης σημειώνει τον ρωμαίικο εγωισμό ως καταλυτικό στοιχείο για τη συγκρότηση του χαρακτήρα του:
«’Όσοι μας είπαμε και γράψαμε πως δεν έχει βάθος ο Ρωμαίικος ο χαρακτήρας, πως του λείπει ο αληθινός ενθουσιασμός, το θρησκευτικό εκείνο το χρώμα που ξεχωρίζει του Βορεινού λαού την κάθε ιδέα, την κάθε αγάπη, και πως για δαύτο και Τιμή τι πάει να πη δεν το καλονοιώθουμε, όμως όσοι τα ψυχολογήσαμε όλ’ αυτά δεν τον αναλύσαμε τον Εθνικό χαραχτήρα καθώς του άξιζε, και τον αδικήσαμε. Δεν είναι πως τον λείπει η δύναμη να τα νοιώση και να τα λατρέψη τα ευγενικά αυτά προσόντα ο Ρωμιός. Δεν είναι πως δεν έχει το βάθος για να ριζώσουνε μέσα του· είναι που η ψυχή του καταπονέθηκε από τον παντοδύναμο τον Εγωισμό».
Οι Ρωμιοί πάνω κάτω έχουν τα ίδια ψυχολογικά χαρακτηριστικά με τους Ευρωπαίους, αλλά οι αιώνες που μεσολάβησαν από το ξύπνημα της Ευρώπης άφησαν τους Έλληνες πληγωμένους, κουρασμένους και αποναρκωμένους:
«Τι βγάζεις απ’ όλ’ αυτά; Εγώ βγάζω πως ο Ρωμαίικος ο λαός είναι ψυχικά οργανισμένος απάνω κάτω σαν τους καλλίτερους Ευρωπαϊκούς λαούς. Του λείπει όμως η πράξη. Μ’ άλλους λόγους, τους πέντ’ εξη αιώνες που η Ευρώπη σιγοξυπνούσε και προετοιμαζότανε για τα σημερνά, ας τα πούμε φώτα, εμείς που στους πιο προτερινούς αιώνες ζούσαμε και βασιλεύαμε, τώρα κοιτούμαστε λαβωμένοι, αποσταμένοι, αποναρκωμένοι.»
Ο Ρωμιός δεν αδειάζει, δεν έχει χρόνο δηλαδή, να νιώσει στην καθημερινότητά του το νόμο ως μια συμφωνία με τους συμπολίτες του που πρέπει να τηρείται. Σε ξένο τόπο είναι νομοταγής, στην πατρίδα του κοιτάζει μόνο το συμφέρον:
«Πήρε λοιπόν ένα δρόμο ο εθνικός μας ο χαραχτήρας, που αν και στο βάθος αναλογεί με τον Ευρωπαϊκό, έχει τώρα τα δικά του, και καλά και κακά, κι άσκοπο δεν είναι να σημειωθούνε στα πεταχτά τα πιο σπουδαιότερα. Αρχίζοντας από τα ψεγάδια, ας βάλλουμε πρώτα πρώτα την αψηφησιά μας σε κάθε είδος Νόμο. Βάλε Ρωμιό να συντάξη Νόμο, και θα σου προλάβη κάθε περιστατικό που πρέπει να προστατεύει αυτός ο Νόμος. Στην πράξη όμως απάνω, άλλος λόγος. Πως ο Νόμος είναι ιερό συφωνητικό που ο καθένας ανάλαβε να το φυλάη μ’ όλους τους άλλους, μπορεί κι αυτό να σου το απόδειξη με μια διατριβή ή και μ’ ένα βιβλίο. Να τη ζυμώση όμως αυτή την αρχή μέσα στην καθημερνή του ζωή, όχι πως δεν τόχει στο αίμα του —τόχει, αφού σε ξένους τόπους θέλοντας και μη τονέ σέβεται το Νόμο – στον τόπο του όμως που ο Νόμος δεν πολυδουλεύει (άλλη μελέτη αυτή), δεν το καλόνοιωσε ο Ρωμιός το συφωνητικό του με τους συντοπίτες τον. Δεν άδειασε ακόμα να το καλονοιώση. Έχει άλλες δουλειές. Έχει να φροντίζη για το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είναι δικό του συφέρο. Μας φέρνει μ’ άλλους λόγους το ψεγάδι αυτό στον Εγωισμό, όχι δα στον Εγωισμό που έχει όλος ο κόσμος, μα μια σταλίτσα ακόμα.»
Η απροθυμία να εργαστεί για μια δημόσια υπόθεση, χωρίς να έχει άμεσο προσωπικό κέρδος και η προχειρότητα με την οποία συχνά κάνει τις δουλειές του έχουν την ίδια αιτία: «Άλλο ένα. Δε θέλει να κοπιάζη, εξόν αν είναι για τον παρά. Άφησε την κούραση για ένα κοινό καλό, που την τρέμει σαν δεν προσμένει κι αυτός ωφέλεια, και πάρε τίποτις άλλο. Πάρε τους στίχους, που δε γραφήκανε στον τόπο μας με σκοπό να ζήση ο ποιητής από δαύτους. Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ’ εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ’ όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσους ενενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στέρνο στέρνο λούστρο». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πως δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο. Μας φέρνει λοιπόν κι αυτό στην ίδια την πηγή, στον Εγωισμό.»
Σημάδι αλάθευτο μισοβαβραβαρισμού, κατά τον Εφταλιώτη, είναι η άκριτη προσήλωση προς οτιδήποτε ξένο και ξενόφερτο: «Τέταρτο ψεγάδι, που αγαπάει, σέβεται, φοβάται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, και τέλος μιμάται τα ξένα. Σημάδι αλάθευτο μισοβαρβαρισμού. Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχης δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται. Μας φέρνει λοιπόν αυτό το ψεγάδι ίσια κ’ ίσια στην πηγή της πηγής, δηλαδή στην πηγή που μέσαθέ της κι ο ίδιος ο Εγωισμός αναβρύζει.» Ο Ρωμιός, αφού έζησε για αιώνες υπό ξένη κατοχή, έχει πλέον τη βαρβαρότητα του ξεπεσμένου: «Και να δης που είναι η βαρβαρωσύνη αυτή χερώτερη κι από του άγριου Αφρικανού. Να είσαι από γεννήσιο φτωχός κακό πράμα, μα όχι και τόσο κακό καθώς όταν είσαι πλούσιος και ξαναπέφτης στη φτώχεια. Ηθική φτώχεια η δική μας. Χέρσο χωράφι πού αιώνες δουλευτής δεν το πάτησε.»
Φωνές, ρητορείες και σοφιστείες τις έχει έτοιμες, όπως ο καθένας που νιώθει ότι φταίει: «Είναι λογάς, φωνακλάς, σοφιστής. Θαναλυθούν αυτά κάμποσο στην Ιστορία απάνω, που είναι και προπατορικά ετούτα. Ας αναφερθή όμως ένα πράμα εδώ· πως τις μεγάλες τις φωνές, τα πολλά τα λόγια, και τις ατέλειωτες σοφιστείες τις έχει πρόχειρες ο φταιξιάρης, και πάντα ο φταιξιάρης. Και φωνάζοντας λοιπόν και συζητώντας και λογομαχώντας ο Ρωμιός άλλο δεν έχει στο νου του παρά το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είνε δικό του συφέρο. Κ’ έτσι καταντούμε πάλι στην ίδια πηγή του Εγωισμού.»
«Και τέλος να μην παραλείψουμε την αγάπη της ομορφιάς, την αγάπη της αγάπης, την καλλιτεχνική τη φλέβα που κλαδώνεται κι αυτή αργυρόχρυση μέσα στ’ ασκάλιστο, ταδούλευτο μάρμαρο. Σπάνιο υλικό, και να μη θέλη, λέει, νακούση σμίλι! Να μη θέλη νακούση νόμο, να μάθη κόπο, να σεβαστή αλήθεια κ’ επιστήμη, και το χερώτερο, να μη θέλη να τιμήση και τα δικά του.»
Τα χαρίσματα
Η εξυπνάδα είναι από τα βασικότερα χαρίσματα του Ρωμιού και χάρη σ αυτήν άντεξε τις δεκάδες εισβολές πολεμικών λαών στον Ελλαδικό χώρο, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιστορίας: «Και πρώτο πρώτο, η μοναδική μας ξυπνάδα. Τίποτις, φίλε μου. Εμείς κι όχι άλλοι. Μην πάρης μια και μοναχή αχτίδα της ψυχικής μας φωτοπλημμύρας, πάρε τις όλες μαζί και παράβαλε τις μ’ όλες μαζί ποιανού άλλου λαού θέλεις. Το χώμα τόχει, τι τα θες. Αυτό μας το χάρισμα γέννησε την εφτάψυχη τη δύναμη που μας βάσταζε μέσα σε τόσους και τόσους κατακλυσμούς, αυτό μας ξηγάει με τι τρόπο τα κατάφερε ο Ρωμιός και τα κατάπιε όλα εκείνα τανήμερα θηριά, από Γότθους και κάτω, και τάκαμε θροφή του από φαρμάκι του, τέλος με τι τρόπο ξαναπρόβαλε εκεί που τονέ θάρρευε ο κόσμος χαμένο, και σήμερα ζη πάλε και παραζή μάλιστα, αφού μεγάλο Ανατολικό ζήτημα δε βγαίνει στη μέση δίχως ναντιλαλούν οι φωνές του μέσα στη σαστισμένη Ευρώπη. Χάρισμα φυσικό, και δίχως κόπο αποχτημένο. Μάρμαρο από φυσικό του αξετίμητο.»
Ρωμαίικη αγάπη
Ο Ρωμιός υπήρξε ακόμη νοικοκύρης, άριστος ναυτικός, πετυχημένος έμπορος αλλά το πιο εκπληκτικό χαρακτηριστικό του ήταν η ρωμαίικη η αγάπη, θυμίαμα σπάνιο στις χώρες του Βορρά: «Μπορούσανε κάμποσα να λεχτούν και για τη νοικοκυροσύνη του, τη σπιταρχοντιά του, τα εμπορικά του χαρίσματα, τις θαλασσινές του αγάπες και δόξες. Μα αφίνοντας τα, σαν παραβλάσταρα που είναι άλλων προσόντων του, ας πάμε στ’ άλλο, το πιο γλυκύτερο, το πιο παρηγορητικό, το πιο θεϊκό απ” όλα, τη ρωμαίικη την αγάπη, την ψυχοπονεσιά, την αφοσίωση, μα συγγενική είναι, φιλική, πατριωτική. Πίστη και θρησκεία σωστή. Θρησκεία που δεν το μυρίζουμε και πολύ το θεμιάμα της στα βορεινότερα μέρη.»
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Γεωργίου Φίνλεϋ: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Φιλολογική επιμέλεια: Άγγελος Μαντάς, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.
Αργύρης Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Αθήνα, 1901, τυπογραφείο της Εστίας, τομ 1. Πηγή:eranistis.net
Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν, ...μαστορεύουν!
Η προστασία του αιγιαλού και η επιχωμάτωση του Συντάγματος...
Αν θέλει κάποιος να περιγράψει τη νέα Ελλάδα, όπως την οραματίζονται κάποιοι, αρκεί να διαβάσει το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό με τον ευφάνταστο τίτλο «Οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία αιγιαλού και παραλίας». Αν η λέξη «προστασία» δεν διέφυγε από τον συντάκτη του κειμένου, τότε αποτελεί μια μορφή ασέλγειας στη λογική, προσβάλλει την αισθητική μας και προκαλεί την προσωπική μας σχέση με τον αιγιαλό (τον γιαλό των παιδικών μας χρόνων) και το περιβάλλον.
Ενδεικτικά και σύμφωνα με το αρχικό κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα:
- Επιτρέπεται η παραχώρηση της χρήσης αιγιαλού, κοινόχρηστης παραλίας, όχθης, κοινόχρηστης παρόχθιας ζώνης, πυθμένα και υδάτινου τμήματος θάλασσας, λίμνης και ποταμού με σκοπό την οικονομική τους αξιοποίηση ή την εκτέλεση έργων.
- Παραχωρείται με απόφαση του γενικού γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης (ή του υπουργού Οικονομικών, ανάλογα) η χρήση αιγιαλού, κοινόχρηστης παραλίας, παρακείμενης στον αιγιαλό ζώνης θάλασσας ή λιμνοθάλασσας πλάτους μέχρι πεντακοσίων (500) μέτρων, όχθης, παρόχθιας ζώνης και υδάτινου στοιχείου ποταμών ή λιμνών σε φορείς του δημόσιου τομέα και ιδιωτικές επιχειρήσεις, για την εκτέλεση έργων που εξυπηρετούν δημόσιους, κοινωφελείς, ερευνητικούς ή επιχειρηματικούς σκοπούς, όταν η παραχώρηση κρίνεται απολύτως απαραίτητη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
- Επιτρέπεται με απόφαση του γενικού γραμματέα Αποκεντρωμένης ∆ιοίκησης η προσάμμωση [1] αιγιαλών για την αποκατάσταση της πρότερης κατάστασής τους και την εξυπηρέτηση λουομένων, χωρίς την καταβολή ανταλλάγματος.
- Επιτρέπεται, με απόφαση του υπουργού Οικονομικών και με σύμφωνη γνώμη του ΓΕΝ και του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και κατά τις διατάξεις περί δημόσιων κτημάτων, η παραχώρηση της χρήσης νησίδων, υφάλων, σκοπέλων και αβαθών θαλάσσιων εκτάσεων και του συνεχόμενου αιγιαλού και της παραλίας για την εξυπηρέτηση σκοπών γεωργικών, κτηνοτροφικών, αλιευτικών, ναυταθλητικών, τουριστικών και εν γένει επιχειρηματικών, εθνικής άμυνας και ασφάλειας και περιβαλλοντικής έρευνας.
- Επιτρέπεται η επιχωμάτωση θαλάσσιου χώρου, για την εξυπηρέτηση επιχειρήσεων που ασκούν σε όμορη με τον αιγιαλό έκταση επιχειρηματική δραστηριότητα τουριστικών μονάδων η οποία έχει ενταχθεί στο θεσμικό πλαίσιο των Στρατηγικών Επενδύσεων ή για την οποία έχει εγκριθεί ΕΣΧΑ∆Α ή ΕΣΧΑΣΕ [2]. Για κάθε κλίνη που διαθέτει η όμορη τουριστική μονάδα, μπορούν να επιχωματωθούν μέχρι πέντε (5) τετραγωνικά μέτρα θαλάσσιου χώρου. Ολόκληρη η έκταση που προκύπτει από τις επιχωματώσεις οριοθετείται υποχρεωτικά ως αιγιαλός.
- Νομιμοποιούνται αυθαίρετες κατασκευές έργων που κατασκευάστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στον αιγιαλό, την παραλία ή τη θάλασσα, την όχθη, την παρόχθια ζώνη και το υδάτινο στοιχείο ποταμών και λιμνών.
Ακόμα και αν αποσυρθούν διατάξεις (όπως για παράδειγμα φημολογείται για τις επιχωματώσεις θαλάσσιων χώρων), το κείμενο του νομοσχεδίου αντανακλά την κραυγαλέα έλλειψη ευαισθησίας για το περιβάλλον, την έλλειψη σεβασμού στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και την αγωνιώδη προσπάθεια να υποβοηθηθεί ο σχεδιασμός, μέσω ΤΑΙΠΕΔ, της πώλησης των παραλιών. Οσοι από τους βουλευτές το στηρίξουν, ας μην επιλέξουν το προστατευόμενο περιβάλλον των τηλεοπτικών σταθμών. Ας επιλέξουν, αφού πιστεύουν στην ορθότητά του, να το στηρίξουν μπροστά σε κόσμο στις παραλίες του Ηρακλείου και να εξηγήσουν πώς θα προστατευτούν οι αρχαιολογικοί χώροι και το περιβάλλον στις παραλίες των Χανίων, να εξηγήσουν για τις προσαμμώσεις και τις επιχωματώσεις και στις παραλίες του Λασιθίου, να υποστηρίξουν τη λογική νομιμοποίησης των αυθαιρέτων και τη λογική της «παραχώρησης υφάλων, σκοπέλων και αβαθών θαλάσσιων εκτάσεων». Να εξηγήσουν αν θα επέλθουν μη αναστρέψιμες βλάβες στο περιβάλλον. Να εξηγήσουν επαρκώς τι ακριβώς ανάπτυξη θα επιφέρει ένας τέτοιος νόμος και σε ποιον ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχεδιασμό εντάσσεται. Να εξηγήσουν, τέλος, επαρκώς τη σχέση του νομοσχεδίου με το άρθρο 24 του Συντάγματος «περί προστασίας του περιβάλλοντος» και με τα άρθρα 966 και 967 του Αστικού Κώδικα «για πράγματα εκτός συναλλαγής» και «για πράγματα κοινόχρηστα όπως οι αιγιαλοί».
Τα ουσιώδη του βίου μας δεν μπορεί να παραχωρούνται από κάποιους που, κλεισμένοι στη γυάλα της εξουσίας, ψηφίζουν νόμους που αποτελούν ύβρη για το περιβάλλον, δηλαδή για τη ζωή μας, και να αυτοϊκανοποιούνται με τη ρητορεία τους, μαζεύοντας κομματικούς πόντους. Η ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου θα καταγράψει τους παλμούς μιας παρακμάζουσας πολιτικής και θα «επιχωματώσει» το Σύνταγμα και τη νομοθεσία της χώρας.
…………………………………………………………………………………………………………………………………..
* Οικονομολόγος – Msc Διοίκηση Μονάδων Υγείας
(1) Προσάμμωση: συσσώρευση άμμου σε λιμάνι, παραλία κ.λπ.
(2) ΕΣΧΑΔΑ και ΕΣΧΑΣΕ: Ειδικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων και Στρατηγικού Σχεδιασμού
Πηγή:www.efsyn.grΠαρασκευή 18 Ιουλίου 2014
Κύπρος 1974: Το προίμιο μιας τραγωδίας...
Στις 15 Ιουλίου του 1974, γύρω στις 8.15, από το στρατόπεδο της Κοκκινοτριμιθιάς, τανκς έκαναν την εμφάνισή τους, με κατευθύνσεις το Προεδρικό Μέγαρο, το κτίριο Τηλεπικοινωνιών και το κτίριο της Αρχιεπισκοπής. Τα τανκς συνήθιζαν να βγαίνουν καθημερινά στους δρόμους για να πραγματοποιήσουν ασκήσεις, όμως αυτή τη φορά τα πράγματα θα έπαιρναν ήταν τελείως διαφορετική τροπή. Δεν πέρασε πολύ ώρα από την εμφάνιση των τεθωρακισμένων και οι πυροβολισμοί που ακούγονταν από διάφορα σημεία προκάλεσαν αναταραχή σε ολόκληρη την κυπριακή πρωτεύουσα.
Εκείνη την ώρα, ο Μακάριος υποδεχόταν στο Προεδρικό Μέγαρο Έλληνες μαθητές από σχολεία της Αλεξάνδρειας και προτού αρχίσει η τελετή υποδοχής, τα άρματα μάχης, που είχαν φτάσει απέξω, άρχισαν να βάλλουν κατά του Προεδρικού Μεγάρου. Στόχος εκτός από το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, ήταν το κτίριο των Τηλεπικοινωνιών, το Αρχηγείο της αστυνομίας, το στρατόπεδο του εφεδρικού σώματος και το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), ενώ άνδρες της ΕΛΔΥΚ επιτέθηκαν στον Αερολιμένα της Λευκωσίας. Η αντίσταση που εκδηλώθηκε ήταν έντονη αλλά όχι τόση ώστε να υπερισχύσει των πραξικοπηματιών.
Έτσι, μετά από δύο ώρες περίπου, η Λευκωσία ανήκε πια στη Χούντα και η θέση του προέδρου στο Νίκο Σαμψών. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε αργότερα εκείνο το πρωί με τη μετάδοση της παρακάτω ανακοίνωσης: «Σήμερον την πρωίαν, η Εθνική Φρουρά επενέβη διά να σταματήση τον αδελφοκτόνον πόλεμον. Η Εθνική Φρουρά είναι την στιγμήν αυτήν κυρία της καταστάσεως. Ο Μακάριος είναι νεκρός». Βέβαια, ο Μακάριος είχε προλάβει να διαφύγει στην Πάφο απ' όπου, σ' έναν τοπικό ραδιοσταθμό που, ενώ λειτουργούσε ως λήψεως, τον έκαναν και αναμεταδόσεως, απηύθυνε διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό:
«Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις, ποιος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος, τον οποίο συ εξέλεξες διά να είναι ο ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός. Είμαι ζωντανός. Και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της Χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος της και εγώ, εφόσον ζω, η Χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάσει. Η Χούντα απεφάσισε να καταστρέψει την Κύπρο. Να την διχοτομήσει. Αλλά δεν θα το κατορθώσει. Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίστασιν εις την Χούντα. Μη φοβηθείς. Ενταχθήτε όλοι εις τα νομίμους δυνάμεις του κράτους. Η Χούντα δεν πρέπει να περάσει και δεν θα περάσει. Νυν υπέρ πάντων ο αγών!»
Εν τω μεταξύ, μεγάλη στρατιωτική δύναμη από τη χούντα στη Λευκωσία, διατεταγμένη από την Αθήνα, ξεκίνησε για την Πάφο. Την άλλη μέρα ελικόπτερο της Ειρηνευτικής Δυνάμεως των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο μετέφερε τον Μακάριο στη βρετανική στρατιωτική βάση της Επισκοπής, κοντά στη Λεμεσό, και από εκεί ένα στρατιωτικό αεροπλάνο τον πήγε στη Μάλτα. Από εκεί, στην Αγγλία και στην Αμερική. Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974, χωρίς αντιπραξικόπημα, χωρίς καμιά βίαιη αντενέργεια, και ανέλαβε τα καθήκοντά του.
Οι καταθέσεις των πρωταγωνιστών του πραξικοπήματος στην επιτροπή της Βουλής, αποκάλυψαν ότι η χούντα των Αθηνών είχε αποφασίσει, τουλάχιστον, από τις αρχές του 1974 την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου με πρωτοβουλία του αόρατου δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη. Σκοπός των δικτατόρων Σαμψών και Ιωαννίδη ήταν η απαλοιφή του τουρκοκυπριακού στοιχείου και η άμεση προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Το πραξικόπημα πυροδοτεί ταυτόχρονα εξελίξεις στην Άγκυρα που εμφανίζεται αποφασισμένη να αναλάβει στρατιωτική δράση εις βάρος της Κύπρου.
Παρά τις παραινέσεις του Βρετανού ομολόγου του, Χάρολντ Ουίλσον, και του υπουργού Εξωτερικών, Τζέιμς Κάλαχαν, ο τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ βλέπει ως μόνη λύση την εισβολή στην Κύπρο. Ο έκτακτος απεσταλμένος του αμερικανού υπουργού εξωτερικών, Κίσινγκερ, υφυπουργός εξωτερικών, Τζο Σίσκο, προσπαθεί με συνεχείς διαβουλεύσεις μεταξύ Λονδίνου - Άγκυρας και Αθηνών, να αποτρέψει τα χειρότερα, αλλά αποτυγχάνει.
Έτσι φτάνουμε στο πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974.Ο κυπριακός ουρανός σκοτεινιάζει από τα στρατιωτικά αεροσκάφη της Τουρκίας και τους αλεξιπτωτιστές που πέφτουν μαζικά. Παράλληλα, δυνάμεις πεζικού της Τουρκίας αποβιβάζονται στις παραλίες της Κερύνειας. Ο «Αττίλας» βρισκόταν στην Κύπρο για να γράψει το τέλος του προοιμίου μιας τραγωδίας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα...