Άλλο ένα μεστό, εξαιρετικό κείμενο για την ελληνική γλώσσα. από εισήγηση του φιλόλογου και ερευνητή Νίκου Σαραντάκου για τις προσμίξεις και την αλληλεπίδραση που δημιουργούν τα ανταμώματα των γλωσσών μεταξύ τους...Πάντα με επίκεντρο τη Γλώσσα μας...
...Σήμερα θα συζητήσουμε κάτι περισσότερο τερπνό και λιγότερο υπηρεσιακό: για τους μύθους και τις αλήθειες σχετικά με την ελληνική γλώσσα, καθώς και τα ταξίδια των γλωσσών και των λέξεων, θέματα πολύ εκτεταμένα, που δεν φιλοδοξώ να τα εξαντλήσω· άλλωστε, προτίμησα να αφήσω αρκετό χρόνο για τη συζήτηση, στην οποία μπορούμε να συζητήσουμε οποιοδήποτε σχεδόν γλωσσικό θέμα θέλετε.
Θα εννοήσω τους μύθους με την ευρεία έννοια. Καταρχάς, σε ένα πρώτο επίπεδο, έχουμε τους εξωφρενικούς μύθους που διαδίδονται μέσα από το Διαδίκτυο. Τέτοιοι μύθοι διαδίδονται σε όλες τις χώρες και σε όλες τις γλώσσες, έχω όμως την εντύπωση, και αν διαφωνείτε να μου το πείτε, ότι το ελληνικό διαδικτυακό μυθολόγιο ξεχωρίζει από τα άλλα κατά το ότι σε πολύ μεγάλο ποσοστό περιέχει μύθους σχετικούς με τη γλώσσα –σε ποσοστό μεγαλύτερο από τα μυθολόγια των άλλων λαών.
Όμως μύθοι, και γλωσσικοί μύθοι, υπήρχαν και πριν από το Διαδίκτυο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι παλαιότεροι γλωσσικοί μύθοι είναι αυτοί τους οποίους διέδιδαν στις αρχές του 20ού αιώνα οι οπαδοί της καθαρεύουσας, ότι τάχα οι δημοτικιστές, οι μαλλιαροί όπως τους έλεγαν, αποκαλούσαν «Κώτσο Παλιοκουβέντα» τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και Κεχριμπάρα την Ηλέκτρα. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα ψευδών διαδόσεων, που βέβαια τότε διαδίδονταν από εφημερίδες και από στόμα σε στόμα, και που ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης το χαρακτήρισε «γλωσσική μυθολογία».
Το θέμα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, έστω και μόνο ιστορικό. Λέω «μόνο ιστορικό» επειδή και το γλωσσικό ζήτημα δεν μας απασχολεί πια με αυτό τον τρόπο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να έχει θρηνήσει νεκρούς ύστερα από διαδηλώσεις που είχαν αφορμή μια γλωσσικήν αντιδικία, εννοώ τα Ευαγγελικά του 1901 και τα Ορεστειακά του 1903.
Για να θυμίσω τους όρους, Ευαγγελικά είναι οι ταραχές που ξέσπασαν με αφορμή τη δημοσίευση της μετάφρασης του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ Ορεστειακά οι αντίστοιχες ταραχές όταν ανέβηκε η Ορέστεια του Αισχύλου σε μετάφραση. Τα Ευαγγελικά έθεταν και το πιο σύνθετο πρόβλημα, εφόσον άγγιζαν όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τη θρησκεία.
Όταν λοιπόν το 1901 άρχισε να δημοσιεύεται στην Ακρόπολι του πρωτοπόρου Βλάση Γαβριηλίδη η μετάφραση του Κατά Ματθαίον ευαγγελίου, προκλήθηκε σάλος, όχι μόνο επειδή ο Πάλλης χρησιμοποιούσε ανόθευτη, ψυχαρική δημοτική -«μαλλιαρή» με την ορολογία της εποχής- αλλά και διότι οι άλλες εφημερίδες δεν έχασαν την ευκαιρία να χτυπήσουν την ανταγωνίστριά τους κι έτσι εξαπέλυσαν συντονισμένη εκστρατεία εναντίον του «ατοπήματος».
Για μια ελάχιστη γεύση, ιδού μεταφρασμένο το «Πάτερ ημών» από το 6ο κεφάλαιο του Κατά Ματθαίον: Πατέρα μας εσύ μέσ’ στα ουράνια, άγιο ας είναι τ’ όνομά σου, ας έρθει η βασιλεία σου, ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό έτσι και στη γη· το ψωμί μας όσο μας πέφτει δώσε μας σήμερα, και χάρισέ μας τα χρέη μας όπως κι εμείς χαρίσαμε σ’ όσους μας χρωστούν και μη μας βάλεις σε πειρασμό, μόνε γλύτωσέ μας από τον Κακό.
Από τα Ευαγγελικά, ακριβώς, ξεπήδησε ο μύθος που θα μας απασχολήσει σήμερα, ότι τάχα ο Πάλλης στη μετάφρασή του χρησιμοποιούσε όχι απλώς λέξεις της δημοτικής αλλά χυδαίες και μάγκικες λέξεις και φράσεις για να αποδώσει το κείμενο των Ευαγγελίων.
Έτσι, κατηγορήθηκε η μετάφραση του Πάλλη ότι:
- τον «Μυστικό δείπνο» τον έχει αποδώσει «κρυφό τσιμπούσι»
- το «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν» το έχει πει «κάτω τις κούτρες σας»
- το «μνήσθητί μου, κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» το έχει κάνει «θυμήσου με αφέντη όταν έρθεις στα πράματα»
Από τα τρία παραδείγματα που παρέθεσα, το πιο διασκεδαστικό ασφαλώς είναι το τρίτο («θυμήσου με αφέντη όταν έρθεις στα πράματα»), ίσως όμως επειδή είναι τόσο εξωφρενικό δεν έγινε τόσο πολύ πιστευτό, ενώ το «κρυφό τσιμπούσι», με το να μην είναι κραυγαλέο, αναπαράχθηκε πολύ περισσότερο και, όπως θα δούμε, εξακολουθεί και στις μέρες μας να θεωρείται από κάποιους πραγματικό γεγονός και όχι μύθος.
Ότι το «κρυφό τσιμπούσι» είναι μύθος, ότι δεν έγραψε ο Πάλλης στη μετάφρασή του τέτοιο πράγμα, αποδεικνύεται πολύ εύκολα και χωρίς να φυλλομετρήσουμε τη μετάφραση του Πάλλη (που πάντως υπάρχει στο Διαδίκτυο, στον ιστότοπο του Gutenberg Project, αν θέλετε να χαρείτε την ποιητική και ρωμαλέα δημοτική της) .
Πουθενά στο κείμενο της μετάφρασης του Πάλλη δεν υπάρχει η επίμαχη φράση, και δεν θα μπορούσε να υπάρχει, διότι απλούστατα στα τέσσερα ευαγγέλια (που μετέφρασε ο Πάλλης) αλλά και σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει πουθενά η φράση «Μυστικός δείπνος»! Και βέβαια, αν δεν υπάρχει το πρωτότυπο δεν μπορεί να υπάρχει και η κατακριτέα μετάφραση!
Κι όμως, αυτό το ψέμα έριξε γερές ρίζες. Το επανέλαβε, ας πούμε, ο Γεώργιος Σουρής, τέσσερα χρόνια μετά, όταν, χολωμένος από μια αρνητική κριτική που του είχε κάνει ο Ψυχάρης, επιτέθηκε εφ’ όλης της ύλης στους «μαλλιαρούς»:
Σου ’πα: τους ρυθμούς παράτα των πεζών των αναπαίστων
και τον Μυστικό τον Δείπνο Μυστικό Τσιμπούσι πες τον
(Ρωμηός τ. 877, 29.1.1905)
Ο Σουρής χρησιμοποιεί την παραλλαγή «μυστικό τσιμπούσι» (αντί για «κρυφό» που ήταν το πιο συνηθισμένο) για να πετύχει το μέτρο.
Αλλά και το 1911, όταν συζητιόταν στη Βουλή η νομοθετική κατοχύρωση της καθαρεύουσας, ο ανώτερος εκπαιδευτικός Θ. Μιχαλόπουλος τόνισε ότι ο λαός εξεγέρθηκε με τη μετάφραση που αναφέρει ότι τη Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός έκανε «κρυφό τσιμπούσι». Και το 1915, ο πολύς Μιστριώτης άστραφτε και βροντούσε επειδή δήθεν «ευρέθησαν άνθρωποι εκ των σπλάγχνων του ελληνικού λαού απειλούντες την ενότητα της φυλής ημών διά του εκχυδαϊσμού της γλώσσης και γελοιοποιήσεως των θεοδιδάκτων λόγων του Ευαγγελίου οίτινες είχον το θράσος να μεταβάλωσι και τον μυστικόν δείπνον εις κρυφό τσιμπούσι!!!!»
Κι έτσι αναπτύχθηκε ως τα 1925 περίπου αυτή η γλωσσική μυθολογία, δηλαδή η συκοφαντική-χλευαστική επινόηση λέξεων και φράσεων που δήθεν έπλασαν οι δημοτικιστές για να αποδώσουν λέξεις ή φράσεις του Ευαγγελίου (ή αρχαίες, ή της καθαρεύουσας). Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Κώτσος ο Παλιοκουβέντας και η Κεχριμπάρα που αναφέραμε παραπάνω, ή η αποκατινή τεντώστρα ή κατωτεντώστρα, όπως υποτίθεται ότι απέδιδαν οι δημοτικιστές την υποτείνουσα (υπό = κάτω, τείνουσα = τεντώστρα). Υπάρχει άλλωστε και διατύπωση ολόκληρου του Πυθαγορείου θεωρήματος στα δήθεν μαλλιαρά:
Καθενού ορθάγκωνου τριάγκωνου το τεσσαράγκωνο της αποκατινής τεντώστρας είναι όσο και τα τεσσαράγκωνα των δυο αλλονών παϊδιών του. Παΐδια, οι πλευρές, διότι τάχα ο δημοτικιστής δεν μπορεί να χρησιμοποιεί λόγιες λέξεις. Ότι πρόκειται για συκοφαντία, φαίνεται και από το γεγονός πως ο Ελισαίος Γιανίδης, κορυφαίος «μαλλιαρός» αλλά και μαθηματικός, έγραψε περί γεωμετρίας και χρησιμοποίησε, φυσικά, τον όρο «υποτείνουσα». Στο ίδιο πνεύμα, το τηλεγράφημα υποτίθεται πως ειπώθηκε «γοργοχάμπερο» και το χρηματοκιβώτιο «πρασινοκούτι».
Σήμερα γελάμε με το κρυφό τσιμπούσι και το ορθάγκωνο τριάγκωνο, και πράγματι έχουν γλωσσικό ενδιαφέρον ή έστω γούστο, αλλά να μην ξεχνάμε ότι πριν από 100 περίπου χρόνια κάποιοι έχαναν τη δουλειά τους με βάση αυτούς τους μύθους. Που άλλωστε έχουν ριζώσει γερά, διότι και ο ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Ράλλης, που επί υπουργίας του, μην το ξεχνάμε, θεσπίστηκε το 1976 η ιστορική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση που αναγνώρισε τη δημοτική, βιογραφώντας τον Γ. Θεοτόκη (στο βιβλίο του Γεώργιος Θεοτόκης. Ο πολιτικός του μέτρου) αναπαράγει επίσης το ψέμα για το Κρυφό Τσιμπούσι -αναφέρει σε υποσημείωση «Ο μυστικός δείπνος έχει γίνει «κρυφό τσιμπούσι» στη μετάφραση του Πάλλη».
Και πρωθυπουργοί ακόμα δεν έχουν ανοσία στους μύθους!
Ένας άλλος παλαιός γλωσσικός μύθος, που οι περισσότεροι θα τον μάθαμε στο σχολειο, και που σίγουρα ακούγεται από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, είναι ότι, τάχα, για μία μόνο ψήφο, η ελληνική γλώσσα έχασε την ευκαιρία να αναδειχτεί σε επίσημη γλώσσα των νεοσύστατων Ηνωμένων Πολιτειών, λίγα χρόνια μετά το 1776 που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Βλέπετε, καθώς τα αγγλικά θύμιζαν την αποικιοκρατία, κάποιοι πρότειναν (λέει ο μύθος) να επιλεγούν τα ελληνικά σαν επίσημη γλώσσα του κράτους, αφού τα ελληνικά ήταν η γλώσσα που γέννησε τη δημοκρατία. Η ψηφοφορία έγινε και για μία μόνο ψήφο τα ελληνικά ηττήθηκαν και προκρίθηκαν τα αγγλικά, λέει ο μύθος, κι έτσι χάσαμε την ευκαιρία να έχουμε τη γλώσσα μας κοσμοκράτειρα κι εμείς να τρώμε με χρυσά κουτάλια σαν προνομιακοί της εκπρόσωποι (αυτό δεν το λέει ο μύθος αλλά το σκέφτονται ίσως μερικοί).
Φυσικά, η αλήθεια είναι ότι καμιά τέτοια ψηφοφορία δεν έχει γίνει· ούτε για τα ελληνικά, ούτε για καμιά άλλη γλώσσα. Τα πρακτικά και τα άλλα επίσημα κείμενα του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών υπάρχουν στη διάθεση του καθενός και καμιά ψηφοφορία δεν καταγράφεται για την ανάδειξη επίσημης γλώσσας. Στην πραγματικότητα, πουθενά στο Σύνταγμα των ΗΠΑ ή σε άλλο θεσμικό ή νομοθετικό κείμενο της χώρας δεν υπάρχει ορισμός επίσημης γλώσσας. Τα αγγλικά είναι η εκ των πραγμάτων επίσημη γλώσσα, αλλά δεν έχουν θεσμική κατοχύρωση. Βέβαια, στις μέρες μας όντως υπάρχουν προτάσεις να κατοχυρωθούν θεσμικά τα αγγλικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, σαν ανάχωμα στη δημογραφική άνοδο των ισπανόφωνων.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο μύθος αυτός, δηλαδή ότι τα ελληνικά έχασαν για μία ψήφο την ευκαιρία να αναδειχτούν σε επίσημη γλώσσα των νεαρών ΗΠΑ, κυκλοφορεί και σε άλλες παραλλαγές, όπου στη θέση της ηττημένης για μία ψήφο γλώσσας είναι τα εβραϊκά (που δήθεν είχαν επιλεγεί ως γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης), τα γαλλικά (ως γλώσσα του ορθού λόγου), τα πολωνικά ή τα γερμανικά, που είναι και η πιο συχνή παραλλαγή.
Στην τελευταία περίπτωση, βρίσκουμε τον κόκκο αλήθειας που υπάρχει στον πυρήνα των περισσότερων μύθων. Στις νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες, υπήρχαν πολλοί πολίτες γερμανικής καταγωγής που δεν ήξεραν αγγλικά ή ήξεραν ελάχιστα. Έτσι, τον Μάρτιο του 1794 μια ομάδα Γερμανών που ζούσαν στην πολιτεία Βιρτζίνια υπέβαλε στο Κογκρέσο αναφορά, ζητώντας να μεταφράζονται οι ομοσπονδιακοί νόμοι στα γερμανικά. Η πρόταση αυτή συζητήθηκε στο Κογκρέσο στις 13 Ιανουαρίου 1795· όχι να γίνουν τα γερμανικά επίσημη γλώσσα, αλλά να μεταφράζεται στα γερμανικά το κείμενο των ομοσπονδιακών νόμων για τους πολίτες που δεν καταλάβαιναν αγγλικά. Μια επιτροπή του Σώματος πρότεινε να κυκλοφορεί μια γερμανική μετάφραση των νόμων σε μικρότερο αριθμό αντιτύπων· η σύσταση αυτή της επιτροπής δεν συγκέντρωσε πλειοψηφία. Σε διαδικαστική πρόταση των υποστηρικτών της μετάφρασης, που ζητούσαν να μη λάβει απόφαση αμέσως το Σώμα, η ψηφοφορία έδωσε το αποτέλεσμα 42 κατά και 41 υπέρ (να η περίφημη διαφορά της μίας ψήφου!). Μάλιστα, ο πρόεδρος του Σώματος, ο Φρέντερικ Μούλενμπεργκ, που είχε γεννηθεί στη Γερμανία αλλά ήταν οπαδός της αφομοίωσης και της αγγλικής γλώσσας, αρνήθηκε να την ψηφίσει (όμως ήταν συνηθισμένο να μην ψηφίζει ο Πρόεδρος του Σώματος).
Έτσι γεννήθηκε ο μύθος ότι τα γερμανικά έχασαν για μία ψήφο την ευκαιρία να γίνουν επίσημη γλώσσα και ότι την καθοριστική αρνητική ψήφο την έριξε ο (Γερμανός) Φ. Μούλενμπεργκ.
Για να ξαναγυρίσουμε στα δικά μας, ο μύθος της μίας ψήφου έχει πια ξεθωριάσει. Ούτως ή άλλως, ακόμα και στην εντελώς υποθετική περίπτωση που μια πλειοψηφία αιθεροβαμόνων φιλελλήνων στο Κογκρέσο ψήφιζε να γίνουν τα ελληνικά επίσημη γλώσσα, θα ήταν εντελώς αδύνατο να επικρατήσει κάτι τέτοιο στην πράξη αφού τα ελληνικά ήταν πέρα για πέρα άγνωστα σε όλους τους Αμερικανούς πολίτες (την εποχή εκείνη οι Έλληνες μετανάστες ήταν ελάχιστοι).
Σε μια αντισημιτική παραλλαγή του μύθου, που οφείλεται στον Κώστα Πλεύρη, την καθοριστική μία ψήφο την έριξε ένας «αμερικανοεβραίος μισέλλην», ο «Δανιήλ Γουέμπστερ», ο οποίος είναι ιστορικό πρόσωπο· βέβαια ήταν οκτώ ή δώδεκα ετών όταν έγινε η επίμαχη ψηφοφορία και… δεν ήταν εβραίος!
Παρ’ όλο όμως που ο μύθος αυτός έχει περιπέσει σε ανυποληψία, κατάφερε να πείσει ακόμα και έναν επιφανή ιστορικό. Στο γνωστό βιβλίο «Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας, 1770-2000» του Ρίτσαρντ Κλογκ (στο πρωτότυπο: Richard Clogg, A concise history of Greece), διαβάζουμε, στην πρώτη-πρώτη σελίδα: «Ο σεβασμός που είχε εξασφαλίσει η γλώσσα και ο πολιτισμός του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε όλη την Ευρώπη (αλλά και στις τότε νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα αρχαία ελληνικά παραλίγο να υιοθετηθούν ως επίσημη γλώσσα)». Το επίμαχο απόσπασμα στο πρωτότυπο: «(and, indeed, in the infant United States where ancient Greek was almost adopted as the official language)». Όταν το είδα, έγραψα στον κ. Κλογκ, και του παρέθεσα τα σχετικά στοιχεία, και με χαρά μου έμαθα πρόσφατα ότι στην 3η έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε στα αγγλικά πριν από 2-3 χρόνια, το επίμαχο σημείο έχει αντικατασταθεί από το ότι some of the founding fathers were nurtured on the classics.
Αναφέρθηκα τόσο αναλυτικά σε αυτό τον παλαιό μύθο (υπόσχομαι να μην το κάνω στους επόμενους) για να δείξω κάτι άλλο, ότι η ανασκευή ενός μύθου είναι πολύ πιο χρονοβόρα από την κατασκευή του, ή, όπως λέει η κρητική παροιμία που μ’ αρέσει να επαναλαμβάνω, «έριξε ο κουζουλός μια πέτρα στο πηγάδι και σαράντα γνωστικοί δεν μπορούν να τηνε βγάλουν».
Κι αν ο μύθος της μιας ψήφου άκμασε και διαδόθηκε στα χρόνια πριν από το Διαδίκτυο, ο αρχετυπικός μύθος της εποχής του Διαδικτύου είναι αυτό που εγώ αποκαλώ Λερναίο κείμενο, που το έχω ονομάσει έτσι, θα το καταλάβατε, επειδή όσο κι αν το διαψεύδεις και το ανασκευάζεις κάθε τόσο επανέρχεται. Στην πραγματικότητα μάλιστα δεν είναι ένας μύθος, αλλά συλλογή μύθων, μυθολόγιο θα μπορούσαμε να το πούμε. Θα μπορούσαμε να το πούμε επίσης «Το μυθολόγιο του Hellenic quest”, επειδή αρχίζει ως εξής:
Hellenic Quest» λέγεται ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικής εκμαθήσεως της Ελληνικής που το CNN άρχισε να διανέμει παγκοσμίως και προορίζεται σε πρώτο στάδιο για τους αγγλόφωνους και ισπανόφωνους.
Το πρόγραμμα παράγεται από τη μεγάλη εταιρία Η/Υ «Apple», της οποίας Πρόεδρος Τζον Σκάλι είπε σχετικώς: «Αποφασίσαμε να προωθήσουμε το πρόγραμμα εκμαθήσεως της Ελληνικής επειδή η κοινωνία μας χρειάζεται ένα εργαλείο που θα της επιτρέψει ν’ αναπτύξει τη δημιουργικότητά της να εισαγάγει καινούριες ιδέες και θα της προσφέρει γνώσεις περισσότερες απ’ όσες ο άνθρωπος μπορούσε ως τώρα να ανακαλύψει».
Αλλη συναφής εκδήλωση: Οι Αγγλοι επιχειρηματίες προτρέπουν τα ανώτερα στελέχη να μάθουν Αρχαία Ελληνικά «επειδή αυτά περιέχουν μια ξεχωριστή σημασία για τους τομείς οργανώσεως και διαχειρίσεως επιχειρήσεων».
Σε κάποιες παραλλαγές του κειμένου, ο Μπιλ Γκέιτς ο ίδιος έχει τάχα δώσει εντολή στους επιτελείς της εταιρείας του να μάθουν ελληνικά και παραδέχεται μάλιστα την ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας –ιδού και σε εικόνα!
Στη συνέχεια, το Λερναίο κείμενο μας πληροφορεί ότι η ελληνική γλώσσα έχει 6 εκατομμύρια λέξεις, ενώ η αγγλική μόνο 490.000, και μετά ισχυρίζεται ότι η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα που οι λέξεις της έχουν πρωτογένεια:
“Νοηματική γλώσσα” θεωρείται η γλώσσα στην οποία το “σημαίνον” δηλαδή η λέξη και “το σημαινόμενο” δηλαδή αυτό που η λέξη εκφράζει,(πράγμα, ιδέα, κατάσταση) έχουν μεταξύ τους πρωτογενή σχέση. Ενώ “σημειολογική” είναι η γλώσσα στην οποία αυθαιρέτως ορίζεται ότι το α “πράγμα” (σημαινόμενο) εννοείται με το α (σημαίνον). Με άλλα λόγια, η Ελληνική γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα της οποίας οι λέξεις έχουν “πρωτογένεια”, ενώ σε όλες τις άλλες, οι λέξεις είναι συμβατικές, σημαίνουν κάτι απλά επειδή έτσι συμφωνήθηκε μεταξύ εκείνων που την χρησιμοποιούν. Π.χ στην Ελληνική, η λέξη ενθουσιασμός=εν-Θεώ, γεωμετρία=γη+μετρώ, προφητεία=προ+φάω, άνθρωπος=ο αναθρών οπωπάς (ο αρθρώνων λόγο). Έχουμε δηλαδή αιτιώδη σχέση μεταξύ λέξεως-πράγματος, πράγμα ανύπαρκτο στις άλλες γλώσσες.
Γι’ αυτό το λόγο, τελειώνει το κείμενο, οι Ισπανοί ευρωβουλευτές ζήτησαν να καθιερωθεί η ελληνική γλώσσα ως επίσημη της ΕΕ, διότι το να μιλά κανείς για Ενωμένη Ευρώπη χωρίς την Ελληνική είναι σα να μιλά σε έναν τυφλό για χρώματα.
Είναι λοιπόν το Λερναίο ένα μπουκέτο από μύθους, από το οποίο ο καθένας μπορεί να διαλέξει έναν μύθο για να τον προβάλει. Έτσι, πρόσφατα, η δημοσιογράφος Βίκυ Χατζηβασιλείου, με αφορμή το όνομα Φίλιππος, φίλος + ίππος, είπε από την τηλεόραση του Άλφα (στην εκπομπή Πάμε πακέτο) ότι η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη στην οποία το σημαίνον ταυτίζεται με το σημαινόμενο. Ευτυχώς που δεν ζει ο Σωσσύρ να κάψει τα πτυχία του, διότι αυτός διατύπωσε τη θεωρία για την αυθαιρεσία του γλωσσικού σημείου, που είναι βασική θέση της γλωσσολογίας και λέει ότι δεν υπάρχει κάποιος εγγενής λόγος που αυτό το νόστιμο κόκκινο φρούτο το λέμε μήλο και όχι, έστω, λαντάμι· η σχέση είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής σύμβασης.
Αυτό που αποκαλούν «ταύτιση του σημαίνοντος με το σημαινόμενο» ή «πρωτογένεια», είναι απλούστατα ετυμολογική διαφάνεια, δηλαδή ότι βλέποντας μια σύνθετη λέξη συνήθως μπορούμε να διακρίνουμε με ευχέρεια τα συστατικά της μέρη. Λογικό είναι εμείς, που είμαστε Έλληνες, να βρίσκουμε μεγαλύτερη ετυμολογική διαφάνεια στην ελληνική γλώσσα απλούστατα επειδή την ξέρουμε καλύτερα!
Φίλιππος, ο φίλος των ίππων λέει με στόμφο η κυρία παρουσιάστρια, επειδή μπορεί να το δει αμέσως -ενώ δεν μπορεί να δει ότι το εβραϊκό όνομα Matityahu, απ’ όπου ο Ματθαίος, σημαίνει «δώρο του Γιαχβέ», Θεόδωρος σαν να λέμε. Αντίστοιχα, το όνομα Ροβέρτος / Robert ανάγεται σε παλαιογερμανικό Hrodebert, που είναι σύνθετο από τις λέξεις hruod («φήμη, δόξα») και behrt («λαμπρός»). Άρα, όσο υπάρχει στην ελληνική «ταύτιση σημαίνοντος και σημαινομένου», άλλο τόσο υπάρχει και στην εβραϊκή ή τη γερμανική.
Το ότι το γεωμετρία ανάγεται στο γη και μετρώ είναι απλή ανάλυση σύνθετης λέξης, όπως το Eisenbahn (σιδηρόδρομος) ανάγεται στο Eisen = σίδηρος και Bahn = οδός, αρτηρία (κτλ.). Όση «πρωτογένεια» έχουν τα ελληνικά, άλλη τόση έχουν και τα γερμανικά!
Θα ήταν διαφορετική η ελληνική από τις άλλες γλώσσες, αν υπήρχε «αιτιώδης σχέση» ανάμεσα σε απλές λέξεις/ρίζες και πράγματα, αν λόγου χάρη η λέξη ‘γη’ συνδεόταν με κάποιον τρόπο με το πράγμα «γη» –αλλά αυτό, δεν ισχύει παρά μόνο για ελάχιστες λέξεις, τις λεγόμενες ηχομιμητικές, όπως π.χ. γαβγίζω, βόμβος, μπαμ, γκαπ-γκουπ, ζουζούνι. Αλλά και πάλι, οι ηχομιμητικές λέξεις κάθε άλλο παρά αποκλειστικότητα της ελληνικής είναι –αφήνουμε που και σ’ αυτές υπάρχει ένας βαθμός αυθαιρεσίας, αφού αλλιώς νιαουρίζουν οι γάτες στα ελληνικά, αλλιώς στα αγγλικά και αλλιώς στα γερμανικά.
Στάθηκα κάπως αναλυτικά σε αυτόν τον επιμέρους μύθο, αλλά δεν έχω χρόνο για να ανασκευάσω εξίσου αναλυτικά ολόκληρο αυτό το μυθολόγιο, διότι θα έπρεπε να του αφιερώσω ολόκληρη τη διάλεξη (Μια κάπως εκτενή ανασκευή έχω στο βιβλίο μου Γλώσσα μετ’ εμποδίων). Αν θέλετε, το συζητάμε στις ερωτήσεις. Συνοπτικά πάντως, είναι μια αρμαθιά από χοντρά ψέματα και ανακρίβειες: κανένα πρόγραμμα δεν υπάρχει με το όνομα Hellenic quest, καμιά σχέση δεν έχει η εταιρεία Apple ή το CNN με την εκμάθηση των ελληνικών, κανείς Άγγλος επιχειρηματίας δεν προτρέπει τα στελέχη της εταιρείας του να μάθουν αρχαία, η καταγραμμένη αρχαία ελληνική γλώσσα δεν έχει 90 εκατομμύρια λεκτικούς τύπους αλλά σκάρτο ενάμισι εκατομμύριο, δεν έχει 6 εκατομμύρια λέξεις αλλά κάπου 200 χιλιάδες, η ελληνική γλώσσα δεν έχει πρωτογένεια και δεν είναι νοηματική ούτε μοναδική, ούτε έχει κάτι το ιδιαίτερο που την κάνει κατάλληλη για γλώσσα των υπολογιστών νέας γενεάς, οι Ισπανοί ευρωβουλευτές δεν ζήτησαν να καθιερωθεί η αρχαία ελληνική ως η επίσημη γλώσσα της ΕΕ και κανείς κουτόφραγκος δεν πρόκειται να μας κόψει ισόβια σύνταξη μόνο και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθούμε στη χώρα του Σοφοκλή και του Αριστοτέλη. Να μάθουμε αρχαία, ναι· αλλά να μη βαυκαλιζόμαστε ότι θα μας διορίσουν σε επιτελικές θέσεις στο Αμέρικα επειδή ξέρουμε αρχαία!
Ωστόσο, η ελληνική γλώσσα είναι πράγματι μια πολύ όμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα γλώσσα με μακρότατη ιστορία, και η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσαμε να της κάνουμε θα ήταν να τη χρησιμοποιούμε με καλαισθησία, ακρίβεια και φαντασία, χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας, νεοαττικισμούς και αμερικανιές, χωρίς εκζήτηση και διάθεση να ξεχωρίσουμε από την πλέμπα. Αυτό άλλωστε προσπαθώ να κάνω κι εγώ με τις μικρές μου δυνάμεις.
Πάντως, για την ιστορία, ο εμπνευστής του κειμένου αυτού, που φαίνεται πως είναι ο μακαρίτης πλέον Γεώργιος Γεωργαλάς, ο διανοούμενος της χούντας, είχε τουλάχιστον την εξυπνάδα να αναγνωρίσει ότι ο αριθμός των 6 εκατ. λέξεων που έδωσε για την αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν λάθος, αλλά οι επίγονοί του έχουν κολλήσει σε παρόμοια νούμερα κι έτσι ακόμα κι ένα μέλος της Ακαδημίας Αθηνών επανέλαβε παρόμοιες τερατολογίες σε διάλεξη, μέχρι που αναγκάστηκε ο ΓΓ της Ακαδημίας να τον αποδοκιμάσει δημόσια. Όπως είπα και πριν, οι λέξεις της αρχαίας ελληνικής είναι λίγο περισσότερες από 200.000, πολύ λιγότερες από τις λέξεις της αγγλικής, και κατά πάσα πιθανότητα και από τις λέξεις της νέας ελληνικής. Και είναι βεβαίως άδικο να συγκρίνουμε μια αρχαία γλώσσα, έστω και ικανοποιητικά παραδομένη, όπως η αρχαία ελληνική, με μια νέα που εμπλουτίζεται διαρκώς από την ακένωτη δεξαμενή των νεολογισμών και των δανείων. Για «όλη» την ελληνική γλώσσα, ο καθηγητής Χαραλαμπάκης έχει κάνει την εκτίμηση των 700.000 λέξεων, που προσωπικά τη βρίσκω γενναιόδωρη αλλά όχι υπερβολική. Και βέβαια στη συζήτηση που θ’ ακολουθήσει μπορούμε να συζητήσουμε αν πρέπει να μιλάμε για μία γλώσσα ή όχι, εδώ η θέση μου είναι δημιουργικά ασαφής.
Αυτή η προσπάθεια για διόγκωση του αριθμού των λέξεων της ελληνικής γλώσσας δεν γίνεται μόνο για τόνωση του εθνικού φρονήματος (εμείς έχουμε το πλουσιότερο λεξιλόγιο) αλλά κατατείνει στο να υποβάλει την ιδέα ότι αποκλείεται μια τόσο «πλούσια» γλώσσα όπως η ελληνική να προήλθε από κάποιαν άλλη –και ιδίως από την πτωχή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή. Οπότε περνάμε στον συναφή μύθο, ότι η ελληνική γλώσσα είναι η μητέρα όλων των γλωσσών. Η επιστημονική γλωσσολογία βέβαια απορρίπτει κάτι τέτοιο. Μπορεί σε ελληνοκεντρικούς ιστότοπους να βλέπετε διαβεβαιώσεις ότι «η ΙΕ θεωρία έχει πλέον καταρριφθεί», αλλά αυτό φυσικά δεν είναι αλήθεια, δεν υπάρχει ούτε ένας γλωσσολόγος που να μη δέχεται την ινδοευρωπαϊκή υπόθεση.
Εξίσου αναληθές είναι αυτό που διαβάζει κανείς σε ελληνοκεντρικά ιστολόγια, ότι «έχει καταρριφθεί», τάχα, η προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου από το φοινικικό συλλαβάριο. Αυτά είναι στοιχειώδεις αρχές της γλωσσολογίας, δεν νομίζω πως χρειάζεται να τις αναπτύξω. Άλλωστε, ακόμα και τα ίδια τα ονόματα των γραμμάτων δείχνουν την προέλευσή τους· στα ελληνικά, άλφα και βήτα δεν σημαίνει τίποτε, ενώ στις βορειοσημιτικές γλώσσες aleph σημαίνει βόδι (και το αρχικό σχήμα του γράμματος θύμιζε μια βοϊδοκεφαλή), ενώ beth, μπετ, σημαίνει σπίτι.
Ακριβώς επειδή είναι πρόδηλο ότι στα ελληνικά τα ονόματα των γραμμάτων δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα, με εξαίρεση ορισμένα «δεκανίκια» όπως το όμικρον, έψιλον, ύψιλον και ωμέγα, κάποιοι επιχείρησαν να προσδώσουν με το ζόρι σημασία στα ονόματα και μιλούν για τη «μυστική προσευχή» ή επίκληση που υποτίθεται πως βρίσκεται κρυμμένη μέσα στο ελληνικό αλφάβητο. Αυτό ταιριάζει και με τις αντιλήψεις για τις μαγικές ιδιότητες της αρχαίας ελληνικής.
Έτσι, ο εμπνευστής του μύθου βάζει τα γράμματα του αλφαβήτου στη σειρά, και μετά τα χωρίζει και τα ενώνει με αρκετή φαντασία ώστε να σχηματίσει λέξεις ή πιο σωστά σπαράγματα λέξεων της αρχαίας ελληνικής.
“Αλ φα, βη τα Γα! Αμα δε Ελ, τα εψ ιλών. Στη ίγμα, (ίνα) ζη τα, η τα, θη τα Ιώτα κατά παλλάν Δα. (Ινα) μη νυξ η, ο μικρόν (εστί) πυρός δε ίγμα ταφή εψ ιλών, φυ (οι) Ψυχή, ο μέγα (εστί)!”
Η μετάφραση έχει ως εξής:
“Νοητέ ήλιε, εσύ που είσαι το φως, έλα στη Γη! Κι εσύ, ήλιε ορατέ, ρίξε τις ακτίνες σου στον πηλό που ψήνεται. Ας γίνει ένα καταστάλαγμα για να μπορέσουν τα Εγώ να ζήσουν, να υπάρξουν και να σταθούν πάνω στην παλλόμενη Γη. Ας μην επικρατήσει η νύχτα, που είναι το μικρόν, και κινδυνεύσει να χαθεί το καταστάλαγμα της φωτιάς μέσα στην αναβράζουσα λάσπη, κι ας αναπτυχθεί η Ψυχή, που είναι το μέγιστο, το σημαντικότερο όλων!”
Καταρχάς, ο επινοητής του μύθου αγνοεί ή θέλει να αγνοούμε ότι το ελληνικό αλφάβητο δεν είχε ενιαία μορφή σε όλον τον ελληνικό χώρο. Σε κάποιες περιοχές, ας πούμε, δεν υπήρχαν ξεχωριστά σύμβολα για τα δασέα σύμφωνα φ, χ αλλά τα δήλωναν με δύο γράμματα: ΠΗ, ΚΗ (Η το δασύ πνεύμα) ή με τα αντιστοιχα ψιλά: Π, Κ, ενώ για το ψ χρησιμοποιούσαν το ΠΣ.
Αλλά το κυριότερο επιχείρημα που κατεδαφίζει οριστικά την προσπάθεια να βγει νόημα (και καλά, κρυμμένο) από τα ονόματα των γραμμάτων του αλφαβήτου, είναι ότι αρκετά από τα γράμματα δεν είχαν αυτή την ονομασία στην αρχαιότητα!
Για παράδειγμα, το Ε οι αρχαίοι δεν το έλεγαν έψιλον αλλά «ει». Ο Πλούταρχος, θα θυμάστε, έχει γράψει βιβλίο «περί του ΕΙ εν Δελφοίς», για ένα μεγάλο Ε που υπήρχε στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Η ονομασία έψιλον προέρχεται από το ε ψιλόν της ελληνιστικής εποχής και δόθηκε σε αντιδιαστολή με τη δίφθογγο αι, με την οποία ήδη από τότε συνέπιπτε το ε στην προφορά. Δηλαδή, δεν ονομάστηκε έτσι επειδή έπαιρνε ψιλή, αλλά επειδή είναι πιο λιτό, πιο ελαφρύ οπτικά από τη δίφθογγο –άλλωστε και το υ ονομάστηκε ψιλόν, πάλι στην ελληνιστική εποχή, σε αντιδιαστολή με το οι. Πάει λοιπόν περίπατο η ανάλυση του «έψιλον» σε «εψ ιλών» και σε… ψημένο πηλό.
Ελληνιστικές επίσης είναι οι ονομασίες ο μικρόν και ω μέγα. Στην αρχή οι ονομασίες κλίνονταν («διά του ο μικρού», «δια του ω μεγάλου γράφονται», διαβάζουμε στους αλεξανδρινούς γραμματικούς) αλλά αργότερα εμφανίζονται οι άκλιτες σημερινές ονομασίες, όμικρον και ωμέγα -στα βυζαντινά πια χρόνια.
Κι επειδή οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν πολλά προσόντα αλλά δεν ήταν προφήτες να προβλέψουν ότι μερικούς αιώνες αργότερα θα επινοηθεί γράμμα Ω το οποίο δέκα αιώνες αργότερα θα ονομαστεί «ωμέγα» (και αντίστοιχα το όμικρον) συμπεραίνουμε ότι η εξήγηση της… μυστικής προσευχής που κρύβεται μέσα στις ονομασίες των γραμμάτων του αλφαβήτου είναι μια εξωπραγματική φαντασίωση.
Για να μείνουμε στο αλφάβητο, μια άλλη άποψη μιλάει για τη μαθηματική δομή της ελληνικής γλώσσας και προσπαθεί να βρει το μυστικό νόημα που τάχα υπάρχει κρυμμένο μέσα στις ελληνικές λέξεις, που για να το βρούμε αντιστοιχίζουμε στα γράμματα κάθε ελληνικής λέξης την αριθμητική αξία που είχαν στο αρχαιοελληνικό σύστημα αρίθμησης (Α = 1, Β =2 κ.ο.κ. Ι = 10, Κ = 20, κ.ο.κ., Ρ = 100, Σ = 200), προσθέτουμε την αξία των γραμμάτων (αυτό λέγεται λεξάριθμος) και υποτίθεται ότι βγάζουμε συμπεράσματα για ισοδυναμίες ανάμεσα σε διάφορες έννοιες. Για παράδειγμα, τα γράμματα της λέξης ΘΕΟΣ βγάζουν 284 (9+5+70+200), όπως και της λέξης ΑΓΙΟΣ (1+3+10+70+200), όπως και της λέξης ΑΓΑΘΟΣ, άρα, λένε οι υποστηριχτές της λεξαριθμικής θεωρίας, αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο, άρα η ελληνική γλώσσα έχει την ιδιότητα να μας δείχνει ότι ΘΕΟΣ = ΑΓΙΟΣ = ΑΓΑΘΟΣ. Βέβαια, τον ίδιο λεξάριθμο 284 βγάζουν και άλλες χιλιάδες λέξεις της ελληνικής, όπως ΑΓΡΟΙΚΟΙ, ΒΑΠΟΡΑΚΙ, ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ, ΠΑΓΟΠΕΔΙΛΑ -περιέργως κανείς λεξαριθμιστής δεν μας είπε ότι η ελληνική γλώσσα δείχνει τη μυστική σχέση του Θεού με τα παγοπέδιλα. Ωστόσο, ο κ. Αργυρόπουλος, ένας πανέξυπνος μαθηματικός που είναι ο βασικός πλασιέ της λεξαριθμικής θεωρίας, έχει καταφέρει να προσκαλείται σε μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια αλλά και σε ημιεπιστημονικά συμπόσια. Αργυρόπουλος = Κάποιο λάκκο έχει η φάβα = Όχι άλλο κάρβουνο = 1524 = Τρία πουλάκια κάθονταν.
Και αφού το ελληνικό αλφάβητο θεωρείται ιερό, οι εθνικιστές κι οι μυθοπλάστες φαντάζονται ότι οι εχθροί της Ελλάδας το έχουν βάλει στο στόχαστρο και θέλουν να το αντικαταστήσουν από το λατινικό αλφάβητο. Θα θυμάστε τη φασαρία που έγινε πριν από 4-5 χρόνια, που ξεκίνησε όταν μια δασκάλα από τη Ραφήνα δημοσίευσε σε ένα ιστολόγιο δασκάλων ένα πύρινο άρθρο εναντίον της νέας γραμματικής των δημοτικών σχολείων η οποία δήθεν ήθελε να καταργήσει τα γράμματα Η, Ω Ξ και Ψ από το αλφάβητο με απώτερο στόχο να επιβάλει τη φωνητική γραφή και το λατινικό αλφάβητο. Αυτή η φωνηεντομαχία ή Φωνηεντιάδα μαινόταν επί μήνες και έφτασε μέχρι τη Βουλή των Ελλήνων –ευτυχώς, η δημοσιότητα που πήρε το θέμα έσπρωξε τους γλωσσολόγους να αντιδράσουν: ένα κείμενο που το υπέγραφαν 140 πανεπιστημιακοί γλωσσολόγοι ανασκεύασε τις επιθέσεις και κατέδειξε ότι η δασκάλα είχε απλώς μπερδέψει τα γράμματα με τους φθόγγους, διότι στα ελληνικά έχουμε πέντε φωνήεντα αλλά εφτά γράμματα που τα αντιπροσωπεύουν. (Για το θέμα της απλοποίησης θα πούμε περισσότερα παρακάτω)
Και παρόλο που κανείς δεν επιδιώκει να αλλάξει το ελληνικό αλφάβητο, δεν θα ήταν ίσως άσκοπο να επισημάνω αυτό που ανέφερα και προηγουμένως υπαινικτικά, δηλαδή ότι οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα μεγαλούργησαν, τόσο σε πνευματικό και καλλιτεχνικό όσο και σε πολιτειακό και στρατιωτικό επίπεδο, χωρίς να έχουν τα γράμματα Ξ, Ψ και Ω στο αλφάβητό τους, ενώ το Η τους αντιπροσώπευε το δασύ πνεύμα! Η φράση έδοξεν τη βουλή και τω δήμω, με την οποία άρχιζαν τα ψηφίσματα του αθηναϊκού δήμου, στην πραγματικότητα γραφόταν ΕΔΟΧΣΕΝ ΤΕΙ ΒΟLΕΙ ΚΑΙ ΤΟΙ ΔΕΜΟΙ, όπως βλέπετε εδώ.
Θα έχετε επίσης προσέξει ότι υπάρχει ολόκληρος κλάδος «ερευνητών» που έχουν έργο ζωής τους να βρίσκουν ελληνικές ετυμολογίες σε λέξεις όλων των γλωσσών του κόσμου, ακόμα και σε γλώσσες εξωτικές. Ένας καθηγητής πανεπιστημίου (οικονομολόγος, παρεμπιπτόντως) έγραψε ολόκληρο βιβλίο, στο οποίο «αποδεικνύει» ότι όλες σχεδόν οι αγγλικές λέξεις είναι τάχα δάνεια από την ελληνική γλώσσα, και ότι τα δάνεια αυτά είναι απόρροια επαφών με… προκατακλυσμιαίους Έλληνες ναυτικούς (I am – είμαι, I can – κάμνω – I have – έχω). Αυτή τη στάση εγώ την αποκαλώ πορτοκαλισμό, φόρο τιμής στον Γκας Πορτοκάλος, της ταινίας Γάμος αλά ελληνικά –θα θυμάστε τον συμπαθέστατο αυτόν εστιάτορα που, για να μπορεί ν’ αντέξει τις ταπεινώσεις της ξενιτιάς, προσπαθούσε να βρει μιαν ελληνική ετυμολογία σε κάθε λέξη, ακόμα και στο κιμονό, που το ετυμολογούσε από τον χειμώνα ή τον Μίλερ από το μήλο.
Βλέπουμε εδώ ορισμένες τέτοιες ετυμολογήσεις των πορτοκαλιστών. Το αστείο είναι ότι σε μερικές περιπτώσεις όντως η λέξη έχει ελληνική αρχή, αλλά όχι αυτήν που αναφέρεται.
Η ελληνική λοιπόν δεν είναι μητέρα όλων των γλωσσών, αλλά το δεδομένο και αληθινό είναι ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες βρίσκουμε ελληνογενείς λέξεις, είτε νεολογισμούς που πλάστηκαν από επιστήμονες με βάση ελληνικά δομικά στοιχεία, π.χ. telephone – τηλε + φωνή, είτε δάνεια αντλημένα από το μεγάλο ελληνολατινικό ταμείο, λέξεις όπως tragedy, philosophie, geometrische, lírica, είτε ακόμα, κι εδώ δεν φαίνονται με γυμνό μάτι και έχουν και πολύ γούστο, λαϊκά δάνεια που πολλές φορές έχουν αλλάξει αρκετά και δεν θυμίζουν την προέλευσή τους.
Μερικές φορές μάλιστα συμβαίνει η ίδια ελληνική λέξη να περάσει σε μια γλώσσα με δυο τρόπους, έναν λόγιο δανεισμό, που διατηρεί μεγάλη ομοιότητα με την ελληνική λέξη, κι ένα λαϊκό δανεισμό, όπου δύσκολα διακρίνεται η προέλευση. Για παράδειγμα, το αμύγδαλον στα γαλλικά έδωσε το amande με λαϊκό δανεισμό αλλά την amygdale με λόγιο-επιστημονικό δανεισμό. Το σκάνδαλον έδωσε στα αγγλικά το scandal με λόγιο δανεισμό αλλά το slander με λαϊκό δανεισμό. Τέτοιες δυάδες υπάρχουν πολλές και στα αγγλικά και στα γαλλικά.
Οπότε, αν μπορούμε να αναγνωρίσουμε μιαν ιδιαιτερότητα στην ελληνική είναι ότι, επειδή έχει τροφοδοτήσει (όπως και η λατινική, και συχνά μέσω αυτής) τις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες με λέξεις, και επειδή δομικά στοιχεία της ελληνικής και της λατινικής χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στην παραγωγή επιστημονικών νεολογισμών, ο Έλληνας που διαβάζει αγγλική επιστημονική βιβλιογραφία ενδεχομένως θα κατανοήσει ευκολότερα τη σημασία των διεθνών αυτών νεολογισμών παρά ο Άγγλος. Ίσως θα έχετε παρατηρήσει άλλωστε, σε διάφορα παιχνίδια γνώσεων, ότι μεγάλο ποσοστό των αγγλικών λέξεων που θεωρούνται δυσνόητες για τους φυσικούς ομιλητές της γλώσσας είναι ελληνικής προέλευσης, λέξεις τύπου arachnophobia. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με τις εγγενείς ιδιότητες της ελληνικής γλώσσας, ούτε της προσδίδει «πρωτογένεια» ή «ταύτιση σημαίνοντος και σημαινομένου».
Βέβαια, ορισμένες φορές οι ξένοι κατασκευάζουν ελληνογενείς λέξεις ανύπαρκτες στα ελληνικά. Για παράδειγμα, υπάρχουν λέξεις τύπου halterophilie, που είναι ζήτημα αν κι ένας δικός μας το καταλαβαίνει καλύτερα από τον ντόπιο, διότι εμείς δεν έχουμε «αλτηροφιλία». Παρόμοιο είναι και το ολλανδικό bioscoop, όχι βιοσκόπιο αλλά ο κινηματογράφος, ή το ισπανικό tanatorio, μακριά από εμάς. Μια και το φέρνει η κουβέντα, να αναφέρουμε τις ψευδόφιλες λέξεις, που είναι παγίδα για μας τους μεταφραστές, όπως το empathy που δεν σημαίνει εμπάθεια αλλά περίπου το αντίθετό της, ενσυναίσθηση το λέμε, ή το sycophant που δεν είναι ο συκοφάντης αλλά ο κόλακας. Είναι πολλές οι ψευδόφιλες λέξεις στα αγγλικά, αν και κάποιες τελικά καθιερώνονται όπως το απολογούμαι (apologize) στην Κύπρο και οσονούπω και στην Ελλάδα.
Πάντως, όταν ανακαλύπτουμε ελληνική λέξη σε ένα ξένο κείμενο, εκεί που δεν την περιμένουμε, δοκιμάζουμε ένα ευχάριστο ξάφνιασμα –όπως όταν ακούσουμε να μιλάνε ελληνικά σε κάποιον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό μιας ξένης χώρας: το plinthe και το σοβατεπί.
Δηλαδή, περισσότερο από τα οφθαλμοφανή ελληνογενή δάνεια με σαγηνεύουν τα λαϊκά δάνεια επειδή έχουν να μας διηγηθούν μια γοητευτικήν ιστορία. Για παράδειγμα, αν κάνετε τον κόπο να περάσετε τις Αρδέννες και έρθετε προς τα μέρη μας, αν περπατήσετε στους δρόμους της πόλης όπου ζω, εννοώ στο Λουξεμβούργο, θα δείτε ότι πολλά φαρμακεία γράφουν απέξω APDIKT, διότι έτσι λέγεται το φαρμακείο στα λουξεμβουργιανά.
Αν δεν ξέρετε γερμανικά, κι αν σας πω ότι η λέξη αυτή ανάγεται σε κάποιαν ελληνική, μάλλον θα δυσκολευτείτε να βρείτε από ποιαν ελληνική λέξη προέρχεται. Αν ξέρετε γερμανικά, μάλλον δεν θα δυσκολευτείτε, διότι θα θυμηθείτε το γερμανικό Apotheke, όπως λέγεται το φαρμακείο, που επειδή είναι λόγιο δείχνει την καταγωγή του. Από την αποθήκη προήλθε το Apdikt, όπως από την αποθήκη βγαίνει και το γαλλ. boutique, που επανήλθε σε μας ως αντιδάνειο, μπουτίκ.
Να πούμε δυο λόγια και για τα αντιδάνεια, αφού τα αναφέρουμε και στον τίτλο της ομιλίας. Τα αντιδάνεια δεν είναι τα αντίθετα από τα δάνεια, αλλά είναι μια πολύ ειδική κατηγορία γλωσσικών δανείων, με την οποία τυχαίνει να έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα.
Αντιδάνεια λέμε τις λέξεις που μπαίνουν ως δάνεια σε μια γλώσσα αλλά έχουν την απώτερη καταγωγή τους σε άλλη, παλαιότερη λέξη της γλώσσας προορισμού. Ο καναπές είναι αντιδάνειο, αφού είναι μεν δάνειο από το γαλλικό canapé, αλλά η γαλλική λέξη, μέσω λατινικών, ανάγεται στο ελληνιστικό κωνώπιον ή κωνωπείον, που ήταν η κουνουπιέρα, και συνεκδοχικά το ανάκλιντρο που σκεπαζόταν με κουνουπιέρα.
Αντιδάνεια υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες, π.χ. το budget στα γαλλικά είναι αντιδάνειο από τ’ αγγλικά, αλλά στα ελληνικά είναι πάρα πολλά λόγω της μακραίωνης ιστορίας της γλώσσας και των πολλών επαφών της με άλλες. Φυσικά, τα αντιδάνεια μπορεί κανείς να τα μελετήσει με σκοπό να «επαναπατρίσει» λέξεις και να ξαναδώσει διαπιστευτήρια ελληνικότητας και κλασικού κάλλους στον καναπέ, το πέναλτι ή το μπάνιο, μπορεί όμως και να τα δει σαν ένα γοητευτικό ταξίδι λέξεων, σαν μια δοσοληψία ανάμεσα σε γλώσσες και πολιτισμούς απ’ όπου και τα δυο μέρη βγαίνουν εμπλουτισμένα -σαν μια μελέτη του πώς σκέφτηκαν οι άνθρωποι πριν από αιώνες, τιμώντας όλους τους εμπόρους, τους τεχνίτες, τους ναυτικούς, τους πραματευτάδες, τους μετανάστες, τους «λαθρο»μετανάστες που λένε κάποιοι, χάρη στους οποίους, μέσα στους αιώνες, μπολιάστηκε η μια γλώσσα με λέξεις της άλλης. Και άλλωστε η ελληνική αρχική λέξη του αντιδανείου σπανίως είναι η πρώτη αρχή. Ο κώνωψ, που είναι η «αρχή» της αντιδανειακής αλυσίδας του καναπέ, είναι με τη σειρά του δάνειο από τα αιγυπτιακά (hnms = μύγα, κουνούπι), ίσως με επίδρ. της λ. κώνος.
Να κάνω μια παρένθεση: Λένε ορισμένοι, ας πούμε ο κ. Μπαμπινιώτης, ότι η ετυμολογία δείχνει το αληθινό νόημα των λέξεων· όχι βέβαια. Δεν δείχνει το νόημα, δείχνει απλώς πώς σκέφτηκαν εκείνοι οι παλιότεροι που ονομάτισαν τις λέξεις, δείχνει τι ιδέα είχαν εκείνοι για τα πράγματα και τις λέξεις, δείχνει την ιστορία των λέξεων. Διότι βέβαια όταν λέμε «μπουτίκ», δεν έχει καμιά σχέση με την αποθήκη, κι όταν λέμε «πορτοκάλι» και μάθουμε ότι ετυμολογείται από την Πορτογαλία δεν μαθαίνουμε ότι από εκεί όντως προέρχεται το φρούτο, απλώς ότι οι πρόγονοί μας (νόμιζαν ότι) το πήραν από εκεί.
Επόμενος μύθος, συναφής ίσως με τον παραπάνω, ότι τα δάνεια είναι απειλή για μια γλώσσα. Σε αντίθεση όμως με τα αλόγιστα ή τα υψηλότοκα χρηματικά δάνεια της πραγματικής ζωής, τα οποία πράγματι μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή ένα νοικοκυριό ή στη χρεοκοπία μια χώρα (έχουμε δυστυχώς απτά παραδείγματα), τα γλωσσικά δάνεια πλουτίζουν τη γλώσσα αποδέκτη -και αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση της αγγλικής γλώσσας, η οποία έχει το μεγαλύτερο λεξιλόγιο ακριβώς επειδή σε όλη την ιστορία της δεν δίσταζε να δανείζεται αφειδώς από παντού, ακόμα και τις τελευταίες δεκαετίες που κυριαρχεί παγκοσμίως. (Και τα αρχαία ελληνικά, ακόμα και την εποχή που κυριαρχούσαν παγκοσμίως, δεν έπαψαν να δανείζονται -οι αρχαίοι, θυμίζω, είχαν αρραβώνες, χιτώνες και σινδόνες, αγγαρείες, παραδείσους και παρασάγγες (σημιτικά δάνεια τα τρία πρώτα, περσικά τα άλλα, για να μην πάμε σε προελληνικά όπως θάλασσα ή σύκο), που όμως έχουν βαπτιστεί στα νάματα και δεν ενοχλούν τους γλωσσαμύντορές μας, έτσι και η νέα γλώσσα έχει κεφτέδες, τζιέρια και σαρμάδες, έχει σπίτια, πόρτες και σκάλες, έχει αμορτισέρ, καρμπιρατέρ και καλοριφέρ, έχει βόλεϊ, μπάσκετ και κόουτς, έχει κλικάρω, σουτάρω, γκουγκλάρω (ή γκουγκλίζω)).
Το κακό με τη νεοελληνική γλώσσα, μάλιστα, είναι θα έλεγα ότι δανείζεται λίγο. Συγκεκριμένα, έχει χάσει την ικανότητα που είχε παλιότερα, να δανείζεται από το λατινικό ταμείο, ειδικότερα να κάνει λόγιο δανεισμό από το λατινικό ταμείο.
Την ικανότητα αυτή την είχε στα βυζαντινά χρόνια, όταν ο Πορφυρογέννητος έλεγε π.χ. «τοὺς ἄρχοντας τοῦ τάγματος τῶν ἐξσκουβίτων, οἷον τοποτηρητὰς, σκρίβωνας, τὸν χαρτουλάριον, δρακοναρίους, σκευοφόρους, σιγνοφόρους, σενάτορας, πρωτομανδάτορας καὶ μανδάτορας», ή ακόμα και επί διαφωτισμού. Όμως σήμερα, σχεδόν μόνο λαϊκός δανεισμός υπάρχει, στη λόγια γλώσσα έχουμε πιο πολύ μεταφραστικά δάνεια. Και ακόμα κι όταν δανειστούμε μια λόγια λέξη, δυσκολευόμαστε να φτιάξουμε σύνθετα και παράγωγά της. Οι βυζαντινοί δεν είχαν πρόβλημα να πλάσουν το θαυμάσιο υβρίδιο «σιγνοφόρος» (λατινογενές το πρώτο συνθετικό, σίγνον η σημαία), έπλαθαν τη λέξη και πήγαιναν να διοικήσουν την αυτοκρατορία τους. Εμείς, αφού με χίλια ζόρια αποδεχτήκαμε την λ. κουλτούρα, ας πούμε, δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να φτιάξουμε το «κουλτουρικός» -αν και οι Έλληνες της ΕΣΣΔ τόλμησαν και το είπαν.
Οι άλλες γλώσσες δανείζονται πιο εύκολα. Για παράδειγμα, αν επισκεφτείτε την ιστοσελίδα ή διαβάσετε ένα επίσημο έγγραφο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και δείτε τη λέξη “Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο” στις 24 (τόσες είναι σήμερα) επίσημες γλώσσες της Ένωσης, θα διαπιστώσετε πως σε όλες τις άλλες γλώσσες είναι ομόρριζη: Parlement/Parliament/Parlamento, ακόμα και στις πιο “εξωτικές”, όπως τα μαλτέζικα (parlament), τα φιλανδικά (parlamentti) ή τα λιθουανικά (parlamentas), και μόνο τα ελληνικά ακολουθούν δικό τους τροπάριο με το Κοινοβούλιο. (Υπάρχει και μία άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα όπου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν λέγεται με λέξη ομόρριζη του parlement, τα ισλανδικά, όπου αποκαλείται Evrópuþingið, όπου þing το παλιό τευτονικό κοινοβούλιο· αλλά η Ισλανδία δεν ανήκει στην ΕΕ).
Αυτή η αδυναμία της ελληνικής γλώσσας επηρεάζει και την ορολογία. Δηλαδή, σε πολλές περιπτώσεις, όταν έχουμε έναν επιστημονικό όρο, οι άλλες γλώσσες μπορούν να ενσωματώνουν τον όρο αλλάζοντας απλώς την κατάληξη, αλλά η ελληνική δεν το μπορεί. Υπάρχει, για παράδειγμα, ένας όρος της ιατρικής, transfection, που στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες έχει περάσει ως δάνειο:
transfection, Transfektion, transfeccion, transfektie κτλ. παντού, αλλά διαλοίμωξη στα ελληνικά.
Προσοχή, δεν λέω ότι ντε και καλά θα έπρεπε να πούμε κι εμείς τρανσφεξισμός ή κάτι τέτοιο αλλά λέω ότι είναι αδυναμία της γλώσσας να μη μπορούμε να δανειστούμε ποτέ.
Μια άλλη άποψη που εγώ τη χαρακτηρίζω μύθο, και ίσως εδώ θα διαφωνήσουν οι περισσότεροι μαζί μου, είναι η άποψη περί παρακμής της γλώσσας. Προσωπικά δεν νομίζω ότι η γλώσσα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα βρίσκεται σε παρακμή, ότι απειλείται, ότι κινδυνεύει, ότι κοντεύει να εξαφανιστεί, ότι θα πάθει αφελληνισμό· ίσως, το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι ότι το διάβασμα και ο γραπτός λόγος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη ίσως και σε όλο τον κόσμο, δοκιμάζεται από την επέλαση της εικόνας, από τα πολύ περισσότερα ερεθίσματα που είναι σήμερα διαθέσιμα. Ότι τα παιδιά δεν διαβάζουν όσο και όπως άλλοτε, δεν είναι ελληνικό χαρακτηριστικό. Αντίθετα, θα έλεγα ότι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχουμε παραγωγή συγκροτημένου λόγου περισσότερη από οποιαδήποτε άλλη εποχή από τότε που μιλιέται η ελληνική γλώσσα· θα μου πείτε, μόνο το ποσοτικό κριτήριο υπάρχει; Ίσως όχι, αλλά για μένα η ποσότητα μετράει. Αν δείτε, ας πούμε, πόσες εφημερίδες κυκλοφορούν σήμερα και πόσες το 1960, πόσοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, κανάλια, ιστολόγια, θα συμπεράνουμε ότι η σημερινή ποσότητα λόγου είναι συντριπτικά περισσότερη -και μιλάμε για συγκροτημένο λόγο. Επομένως, η γλώσσα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι άλλες εκφάνσεις της ζωής· στο κάτω-κάτω, δεν είναι όλα λυμένα στην Ελλάδα ώστε και η γλώσσα να είναι τέλεια. Ότι τα νέα παιδιά κάνουν ανορθογραφίες, αυτό υπήρχε πάντα· συγκριτικά στοιχεία δεν υπάρχουν και μην ξεχνάμε ότι σήμερα, ή έστω προ κρίσης, το ποσοστό των νέων που φοιτούσαν ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι πριν από 30 ή 60 χρόνια.
Πάντως στη Γαλλία, που έχουν πάθος με την ορθογραφία, και κρατάνε στατιστικές σε βάθος χρόνου, διάβαζα πριν από λίγο καιρό ότι ο αριθμός των λαθών κατά μέσον όρο γνωρίζει σταθερά αύξηση, ενώ επίσης οι φοιτητές κάνουν πολύ αστείες παρετυμολογίες (homicide = δολοφονία μέσα στο σπίτι· sporadique = μανιακός με τα σπορ) Πάντως, η καλύτερη απάντηση στις κινδυνολόγες προφητείες είναι ίσως να διαβάσουμε μερικά παλαιότερα κινδυνολογικά βιβλία περί γλώσσας, όπως η τριλογία του Σαρ. Καργάκου (τρία βιβλία: Αλεξία, Αφασία. Αλαλία), που γράφτηκαν εδώ και 30 χρόνια, περί το 1986. Καμιά από τις δυσοίωνες προφητείες τους δεν έχει επαληθευτεί.
Για τον ίδιο λόγο, θεωρώ ότι είναι μύθος η λεγόμενη λεξιπενία των νέων, μια κατηγορία που κάποιοι την επισείουν χωρίς ποτέ να έχουν κάνει τον κόπο να την τεκμηριώσουν. Υποτίθεται ότι λεξιπενία είναι «το φαινόμενο κατά το οποίο ένα πρόσωπο ή μια κοινωνική ομάδα χρησιμοποιεί στον καθημερινό του λόγο και γενικότερα στην επικοινωνία, πολύ περιορισμένο αριθμό λέξεων και εκφραστικών μέσων, κυρίως λόγω άγνοιας». Δεδομένου όμως ότι κανείς απ’ όσους διατυπώνουν τέτοιες κατηγορίες δεν έχει μετρήσει το λεξιλόγιο του δήθεν λεξιπενικού ομιλητή (και πώς μπορεί τάχα να μετρήσει;), στην πραγματικότητα η κατηγορία δεν τεκμηριώνεται με βάση τον αριθμό λέξεων που χρησιμοποιεί κάποιος (τα περί «500 λέξεων» που δήθεν αριθμεί το λεξιλόγιο των νέων είναι ανοησίες, όπως και ο ίδιος ο κ. Μπαμπινιώτης έχει παραδεχτεί) αλλά με βάση τις λέξεις που συλλαμβάνεται να αγνοεί. Εδώ όμως έχουμε μια κατάφωρη μεροληψία, διότι οι εμπνευστές της λεξιπενίας θεωρούν υποχρεωτικό να ξέρει κανείς λέξεις της καθαρεύουσας και της αρχαίας, οι ίδιοι όμως δεν αισθάνονται υποχρεωμένοι να γνωρίζουν λέξεις της λαϊκής: αν ο νέος αγνοεί τι θα πει «ασκαρδαμυκτί», λέμε ότι πάσχει από λεξιπενία· αν ο καθηγητής αγνοεί τι θα πει, έστω, πρέκνα, ψίκι, πίζουλος, λέμε ότι η λέξη πίζουλος είναι σπάνια.
Όσο για τα γκρίκλις, για τα οποία γίνεται πολύς λόγος και θεωρούνται μεγάλη απειλή για τη γλώσσα, η προσωπική μου άποψη είναι ότι προς το παρόν, έτσι όπως έχει τώρα η κατάσταση δεν συνιστούν απειλή. Ούτε έχουν επιβληθεί για μόδα, υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι πρακτικοί λόγοι που χρησιμοποιούνται: είναι πολύ πιο εύκολο να γράφεις στο λατινικό αλφάβητο στα μικρούλια πληκτρολόγια των κινητών τηλεφώνων, και είναι και πιο φτηνό (με πεζούς ελληνικούς χαρακτήρες το μήνυμα έχει όριο 70 χαρακτήρες, με λατινικούς έχει 140). Επομένως, τα παιδιά δεν το κάνουν από… εθνική μειοδοσία, υπάρχουν πρακτικοί λόγοι. Όπου δεν υπάρχουν πρακτικοί λόγοι, δεν χρησιμοποιούνται γκρίκλις τουλάχιστον από την πρώτη γενιά χρηστών, που δεν έχει γαλουχηθεί με το σύστημα αυτό (και εδώ έγκειται η μικρή μου επιφύλαξη: ότι δεν έχω δει μια γενιά γαλουχημένη με τα γκρίκλις να ενηλικιώνεται). Αν λοιπόν πρόκειται για ένα σύστημα γραφής αποκλειστικά συνδεδεμένο με τα νέα μέσα, δεν νομίζω ότι συνιστά απειλή. Κάποιοι άλλοι λένε ότι η χρήση στενογραφικών συντμήσεων, που είναι συνηθισμένη στα νέα μέσα και όχι μόνο σε συνδυασμό με τα γκρίκλις, π.χ. τπτ αντί για τίποτα, είναι, λέει, φθορά και υποβάθμιση της γλώσσας, κάτι που το βρίσκω εντελώς αστήριχτο. Θα θυμίσω ότι στην τελευταία ελληνική αυτοκρατορία, τη βυζαντινή, οι γραφείς χρησιμοποιούσαν εκτενές και πολυπλοκότατο σύστημα στενογραφίας στα χειρόγραφά τους, π.χ. ανος αντί για άνθρωπος, ανου αντί για ανθρώπου, ανινος αντί για ανθρώπινος κτλ.
Ο τρόμος της γλωσσικής απλοποίησης. Πολλοί λένε ότι η απλοποίηση φθείρει τη γλώσσα. Κάποιοι, όταν ακούνε «απλοποίηση» σκέφτονται τη μορφολογική απλοποίηση, κι έτσι θεωρούν ότι η αρχαία ελληνική είναι γλώσσα «πλουσιότερη» επειδή έχει περισσότερους τύπους. Η αντίληψη αυτή εντάσσεται στη γενικώς παραδεκτή ιδέα, που σπάνια δηλώνεται ρητά αλλά πάντοτε υπάρχει ως σιωπηρή παραδοχή, ότι η νεοελληνική γλώσσα είναι εξορισμού κατώτερη από τα αρχαία ελληνικά. Διαβάζουμε καμιά φορά επιστολές σε εφημερίδες ή άρθρα σε ιστολόγια, θρήνους για το γεγονός ότι, ας πούμε, τα νέα ελληνικά έχασαν το απαρέμφατο ή την ευκτική έγκλιση, ή, το πιο αστείο, ότι καταργήθηκε η δοτική πτώση (λες και η γλωσσική αλλαγή επιβάλλεται με φιρμάνια!)· το συμπέρασμα που υποβάλλεται ή και κάποτε ρητά δηλώνεται είναι ότι η αρχαία γλώσσα ήταν πιο πλήρης, διότι είχε τη δοτική πτώση, ενώ η νέα γλώσσα είναι, ας πούμε, ακρωτηριασμένη, ανάπηρη. Όμως, αν η δοτική έπαψε να διδάσκεται, αυτό έγινε πολλές δεκαετίες μετά την εξαφάνισή της από τη ζωντανή γλώσσα, κάτι που επίσης συνέβη και με το απαρέμφατο, η εξαφάνιση του οποίου άλλωστε είναι ένα φαινόμενο ειδικά βαλκανικό, ένα κοινό χαρακτηριστικό πολλών βαλκανικών γλωσσών, που το μοιράζονται παρόλο που ανήκουν σε διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες. Άλλωστε, η κλασική αρχαία ελληνική είχε ήδη χάσει γραμματικές μορφές, όπως ας πούμε την οργανική πτώση (που συγχωνεύτηκε με τη δοτική), ενώ ο δυικός αριθμός έπνεε τα λοίσθια στην κλασική εποχή και έπαψε να υπάρχει στην ελληνιστική κοινή· περιέργως, τον θάνατο του δυικού δεν τον θρήνησε κανείς. Να θυμίσουμε επίσης ότι η πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα είχε οχτώ πτώσεις και τρεις αριθμούς, δηλαδή η γενική τάση οδηγεί προς τη μορφολογική απλούστευση. Κι αν θεωρήσουμε ότι τα αρχαία ελληνικά είναι ανώτερα από τα νέα επειδή έχουνε πέντε πτώσεις αντί για τέσσερις, τότε πρέπει επίσης να θεωρήσουμε τη σλοβενική γλώσσα ακόμα πιο ανώτερη (ανωτερότερη; ) αφού έχει έξι πτώσεις!
Άλλωστε και η νέα ελληνική έχει πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές που δεν τις είχε η αρχαία και που οι γλωσσολόγοι τις γνωρίζουν και τις μελετούν αλλά δεν τις διαφημίζουν. Για παράδειγμα, φαίνεται πως είναι η μοναδική ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που μπορεί να σχηματίσει αυτό που οι Άγγλοι αποκαλούν verbal co-compounds, παρατακτικά σύνθετα στην ελληνική ορολογία, δηλαδή σύνθετα ρημάτων όπως ανοιγοκλείνω, αναβοσβήνω, ανεβοκατεβαίνω, πηγαινοέρχομαι, ξημεροβραδιάζομαι, μια δυνατότητα που έλειπε από τα αρχαία ελληνικά.
Υπάρχει μια μερίδα, μικρή αλλά αρκετά ηχηρή, που θεωρεί ότι η τονική απλοποίηση, δηλαδή η θέσπιση του μονοτονικού συστήματος το 1982, ήταν καταστροφική για την εκπαίδευση και για τη γλώσσα μας. Διαφωνώ κατηγορηματικά με την άποψη αυτή και έχω γράψει αρκετά –αλλά δεν θα επεκταθώ προς το παρόν· ευχαρίστως το συζητάμε αν θέλετε μετά.
Ο λόγος είναι ότι οι περισσότεροι, όταν λένε ότι η απλοποίηση φθείρει τη γλώσσα, εννοούν όχι την τονική αλλά την ορθογραφική απλοποίηση. Η ορθογραφία πράγματι είναι ένα θέμα που προκαλεί «ηθικό πανικό». Κάτι μέσα μας μάς αναστατώνει βαθιά όταν βλέπουμε να αλλάζει μια ορθογράφηση με την οποία έχουμε γαλουχηθεί, νιώθουμε να ανατρέπεται «εντός μου ο ρυθμός του κόσμου». Αυτό φάνηκε καθαρά με τον τεράστιο καβγά που έγινε για την ορθογράφηση του αυγού με βήτα ή με αυ (ο Τριανταφυλλίδης είχε πει ότι κάθε φορά που γίνεται φασαρία για τα αβγά έχουμε παγκόσμιο πόλεμο!) -και το αστείο είναι πως τη γραφή αΒγό την πρότεινε ένας συντηρητικότατος γλωσσολόγος, ο Γ. Χατζιδάκης, και την εφάρμοσε λεξικογραφικά ένας άλλος εξίσου συντηρητικός, ο Μπαμπινιώτης, ενώ ο δημοτικιστής Τριανταφυλλίδης, αναγνωρίζοντας ότι η ορθογραφία είναι το έλασσον, συναίνεσε και δέχτηκε τη γραφή αΥγό, αν και τη θεωρούσε σφαλερή. Πολύ μελάνι χύθηκε τελευταία και για τη γραφή του ορθοπ*δικού, μέχρι που ο σύλλογος των ορθοπαιδικών ζήτησε από τρεις καθηγητές να γνωματεύσουν. Πολύ λιγότερη φασαρία έχει γίνει για πιο σοβαρά γλωσσικά θέματα.
Πάντως, να πούμε ότι η αντίδρασή μας αυτή εκδηλώνεται μόνο όταν συνειδητοποιούμε ότι ανατρέπεται μια γραφή που την έχουμε συνηθίσει. Μια καλή άσκηση που τη συστήνω σε όποιον διαμαρτύρεται και έχει την εντύπωση ότι τώρα μόνο αλλάζει η ορθογραφία, είναι να διαβάσει παλιά κείμενα, π.χ. εφημερίδες του 1913, πριν από 100 χρόνια, υπάρχουν ονλάιν στον ιστότοπο της Εθνικής Βιβλιοθήκης: αν κάνετε τον κόπο, θα δείτε γραφές όπως ώΜΜορφος, συνΕΙθίζω, κΥΤΤάζω, μεγαλΕΙτερος, είνΕ, ταξΕίδι, ξΑίρω, παλΗός, ελΗά, κτλ. που έχουν αλλάξει χωρίς να το πάρουμε είδηση κι έτσι εμάς σήμερα δεν μας σοκάρει το «συνηθίζω, κοιτάζω, ελιά, παλιός, είναι» -ίσως να ξένιζε τον παππού μου, όπως και τα δικά μου τα παιδιά δεν ενοχλούνται από το τρένο, τον Σέξπιρ και το αφτί. (Παρεμπιπτόντως, θα δείτε και κάτι άλλο, ότι τότε επικρατούσε πολύ μεγαλύτερη ορθογραφική αναρχία· έβγαλα πέρυσι ένα βιβλίο με χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη και διαπίστωσα ότι, στην ίδια εφημερίδα, συχνά ακόμα και στο ίδιο άρθρο, έβρισκες αλλού «πεια» και αλλού «πια», αλλού «καμμία» και αλλού «καμία» κτλ.)
Πλήρης φωνητική ή μάλλον φωνηματική (το φωνητική δεν είναι σωστό, διότι δεν θα γράψουμε π.χ. ζμίνος) όπως το λένε οι γλωσσολόγοι δεν είναι εύκολο να εφαρμοστεί ή μάλλον είναι τρομακτικά δύσκολο, διότι έχουμε έναν τεράστιο όγκο κειμένων που θα πρέπει να μετατραπούν. Μια ή δυο γενιές θα ταλαιπωρηθούν αφάνταστα, οπότε, επειδή αυτές ακριβώς οι γενιές θα πρέπει να κάνουν τη μετάβαση, το βλέπω απίθανο να γίνει. Πιστεύω όμως ότι η ορθογραφία της νεοελληνικής θα συνεχίσει να απλοποιείται με πολύ αργούς ρυθμούς, όπως γίνεται και σήμερα.
Με τις ανορθογραφίες των άλλων, υπάρχει και το εξής, που εγώ το λέω «λογικό άλμα τριπλούν». Έστω ότι σε ένα κείμενο βρίσκεις ένα (αριθμός 1) ορθογραφικό λάθος. Άρα, λες, αυτός είναι ανορθόγραφος· πρώτο άλμα. Άρα, είναι αγράμματος. Άρα, όσα λέει δεν έχουν σημασία! [Θέμα στις πανελλήνιες, μετώπες-αυγατίζω]
Το ίδιο λογικό άλμα το κάνουν και οι λαθοθήρες, που ισχυρίζονται ότι προάγουν τα σωστά ελληνικά. Σου λένε, α) επειδή στο κείμενό σου βρέθηκε ένας (κατ’ αυτούς) σολοικισμός, του τύπου, ας πούμε, «ευχαριστώ όλους όσους με ψήφισαν», που, δεν θα το αναλύσω γιατί δεν προφταίνω, αλλά κατά Μπαμπινιώτην είναι λάθος, διότι το σωστό είναι λέει «ευχαριστώ όλους όσοι με ψήφισαν», διότι, λέει, το όσοι είναι υποκείμενο του «ψήφισαν» άρα πρέπει να είναι στην ονομαστική, λες και δεν υπάρχει η έλξη του αναφορικού ακόμα και στο ευαγγέλιο. Αλλά πλατειάζω, αν θέλετε το συζητάμε στο τέλος. Λοιπόν, λένε, επειδή λες «ευχαριστώ όλους όσους» δεν ξέρεις να μιλάς καλά ελληνικά, είσαι αγράμματος, ανελλήνιστος, αμόρφωτος, άρα, αυτά που λες δεν έχουν σημασία. Αυτά τα «λάθη» α) αφενός είναι ενπολλοίς κατασκευασμένα ή παροδικά, όπως η δήθεν διάκριση ανάμεσα στο απλώς και στο απλά, και β) είναι μια άσκηση εξουσίας.
Η γλώσσα αλλάζει, και όποιος βλέπει την αλλαγή μπροστά στα μάτια του συνήθως δεν τη δέχεται με ευχαρίστηση -αυτό γίνεται εδώ και αιώνες και θα συνεχίσει να γίνεται στον αιώνα τον άπαντα. Μια ιδιαίτερη μορφή ενόχλησης είναι όταν γεννιούνται νέες λέξεις· πολλοί γράφουν στις εφημερίδες ή εκφράζουν την αγανάκτησή τους όταν βλέπουν να χρησιμοποιούνται λέξεις όπως «διακύβευμα», «γενόσημο», «δημοφιλία» που είναι τάχα ανύπαρκτες. (Η πλάκα είναι ότι συχνά οι ίδιοι παραπονιούνται για τη λεξιπενία!) Δεν υπάρχει δημοφιλία, έγραφε κάποιος, κι όμως τη λέξη τη χρησιμοποίησε πρώτος ο Κοραής. Ή ο κ. Μπαμπινιώτης το 2012 ανέβηκε στα κάγκελα εναντίον της λ. γενόσημο, αγνοώντας ότι έχει μπει στη νομοθεσία μας από το 1985, ότι υπάρχει στο λεξικό του Ηπίτη, ακριβώς σαν απόδοση του générique και ότι έχει μπει στη γλώσσα μας σύμφωνα με την καταγραφή του Κουμανούδη από το 1861!
Τέτοιες ενστάσεις, συχνά τεκμηριωμένες, διατυπώνονταν και παλαιότερα. Για παράδειγμα, ο λεξικογράφος Ζηκίδης πριν από εκατοντόσα χρόνια είχε επισημάνει ότι είναι λάθος ο σχηματισμός της λ. δισεκατομμύριο, διότι στα ελληνικά μπορεί να σημαίνει μόνο «δύο εκατομμύρια» (πρβλ. δισχίλιοι = δύο χιλιάδες). Βάσιμο ακούγεται, αλλά ο «λανθασμένος» σχηματισμός επικράτησε και σήμερα μας φαίνεται ολόσωστος. Την ίδια περίπου εποχή, το 1885, ο Ισίδωρος Ισιδωρίδης-Σκυλίσσης (ή Σκυλίτσης) έγραφε ότι είναι “κακίστη παράκρουσις” να χρησιμοποιείται η λέξη “απαρτία” στον κανονισμό της Βουλής με την έννοια που όλοι μας ξέρουμε σήμερα, επειδή στα αρχαία “απαρτία” ήταν το σύνολο των εργαλείων ενός μάστορα. Βέβαια, αυτή η ένσταση σήμερα μας φαίνεται παράλογη. Και να σημειωθεί ότι ο Σκυλίσσης δεν ήταν όποιος κι όποιος: αν μη τι άλλο, σε αυτόν χρωστάμε τον Γιάννη Αγιάννη και τον Γαβριά.
Αλλά ο Ζηκίδης και ο Σκυλίσσης έχουν πολύ παλιότερους προγόνους. Πριν από 2000 περίπου χρόνια, ο Φρύνιχος ο Αράβιος, που ήταν γραμματικός, έγραψε το πρώτο σύγγραμμα για το «πώς να γράφετε σωστά ελληνικά» ή μάλλον σωστά αττικά, μια και ο Φρύνιχος ήταν ακραίος αττικιστής που ζούσε σε μια εποχή που η ζωντανή γλώσσα ήταν η ελληνιστική κοινή.
10 Εὐχαριστεῖν οὐδεὶς τῶν δοκίμων εἶπεν͵ ἀλλὰ χάριν εἰδέναι.
27 Νηρὸν ὕδωρ μηδαμῶς͵ ἀλλὰ πρόσφατον͵ ἀκραιφνές.
41 Σκίμπους λέγε͵ ἀλλὰ μὴ κράββατος· μιαρὸν γάρ.
50 Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν͵ τὸ δὲ κοράσιον παράλογον.
74 Πάντοτε μὴ λέγε͵ ἀλλ΄ ἑκάστοτε καὶ διὰ παντός.
107 Μονόφθαλμον οὐ ῥητέον͵ ἑτερόφθαλμον δέ.
και άλλα πολλά, που όμως καθιερώθηκαν -στο Ευαγγέλιο υπάρχουν πολλοί τύποι που τους καταδικάζει ο Φρύνιχος. Βέβαια, αργότερα ο Φρύνιχος πήρε μια μικρή εκδίκηση, διότι η εκκλησία, από τη στιγμή που θριάμβευσε, στράφηκε στον αττικισμό -και τα σπασμένα τα πληρώνουμε ίσαμε σήμερα.
Μας διηγείται λοιπόν ο Σωζομενός στην εκκλησιαστική του ιστορία ένα επεισόδιο, στο οποίο ο Τριφύλλιος, επίσκοπος Λεδρών Κύπρου, στο κήρυγμά του αναφέρθηκε στο ρητό του Χριστού, μόνο που το είπε διορθωμένο: «άρον τον σκίμποδά σου και περιπάτει», αντί για ‘κράββατον’. Ανάμεσα στο εκκλησίασμα όμως ήταν και ο Άγιος Σπυρίδων, δάσκαλος του Τριφυλλίου, που ακούγοντάς το αυτό αγανάκτησε, πήδησε από τον ιερατικό του θρόνο και είπε στον Τριφύλλιο: «οὐ σύ γε ἀμείνων τοῦ κράββατον εἰρηκότος͵ ὅτι ταῖς αὐτοῦ λέξεσιν ἐπαισχύνῃ κεχρῆσθαι;», δηλαδή «Δηλαδή εσύ είσαι ανώτερος από εκείνον που είπε ‘κράββατος’ και δεν καταδέχεσαι να μεταχειριστείς τα δικά του λόγια;» Άτιμο και ανυπόταχτο πράγμα η γλώσσα, αφού ακόμα και τους άγιους κάνει ν’ αγανακτούν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου