Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Μια μέρα σαν σήμερα, μιά δίκαιη φωνή έσβησε...Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

Αποτέλεσμα εικόνας για κώστας βάρναλης
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στο Πύργο της Ανατολικής Ρωμαλίας δηλαδή το σημερινό Μπουρκάς της Βουλγαρίας το 1884. Εκεί βίωσε το κλίμα ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1898 τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο και έπειτα πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία. Εκεί πήρε μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής των Ηγησώ. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο Αθηνών. Έπειτα το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας. Τότε εκεί, προχώρησε στον Μαρξισμό και αναθεώρησε της προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση τόσο σε θεωρητικό, όσο κι σε πρακτικό επίπεδο. Εφόσον προσχώρησε στον Μαρξισμό έγραψε το ποίημα «Προσκυνητής».
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στην Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτηλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Υπήρξε Κομμουνιστής και στην κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ. Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Ελεύθερος Κόσμος».
Ο Κώστας Βάρναλης απεβίωσε στην ηλικία των 90 ετών στις 16 Δεκεμβρίου 1974 αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο ποιητικό έργο με τις αλήθειες και τους αγώνες της εργατικής τάξης.
Ποιητικές συνθέσεις
  • Ο Προσκυνητής(1919)
  • Το Φως που καίει(Αλεξάνδρεια 1922, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
  • Σκλάβοι Πολιορκημένοι(1927)
Πεζά και κριτικά έργα:
  • Ο λαός των μουνούχων(Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
  • Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική(1925)
  • Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη(1931)
  • Αληθινοί άνθρωποι(1938)
  • Το ημερολόγιο της Πηνελόπης(1947)
  • Πεζός λόγος(1957)
  • Σολωμικά(1957)
  • Αισθητικά Κριτικά Α και Β(1958)
  • Άνθρωποι. Ζωντανοί – Αληθινοί(1958)
  • Οι δικτάτορες(1965)
  • Φιλολογικά Απομνημονεύματα(1980) 
Από το φωτισμένο του έργο, να μερικά διαμαντάκια:

από «Το φως που καίει»:
Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές.
Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.
Λεφτεριά θα πει δύναμη.
Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους.
ΜΩΜΟΣ: Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: Ποια;
ΜΩΜΟΣ: Η Ανισότητα.
από «ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Δε φταίνε οι λαοί όταν μισούνται
Ο Κώστας Βάρναλης περιγράφει τις διώξεις των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας από τους Βουλγάρους:
Τέλη Ιουνίου οι ταραχές ξέσπασαν στην Φιλιππούπολη. Οι εκκλησίες, τα σκολειά -τα ωραιότατα Ζαρίφεια χτισμένα πριν λίγα χρόνια από το Ζαρίφη- αλλάξανε σε μια μέρα αφέντη. Στις 15 Ιουλίου ήρθε η σειρά του Πύργου.
Θυμούμαι πως ανακατεύτηκα μέσα στο πλήθος και είδα με φριχτό σπαραγμό να μπαίνει το μανιασμένο πλήθος μέσα στο σκολειό και να πετάει έξω στο δρόμο από τα παράθυρα θρανία, χάρτες, και βιβλία. Είδα να μπαίνουνε στην εκκλησία και να βάφουνε με κόκκινη μπογιά όλες τις ελληνικές επιγραφές. Είδα τα ελληνικά μαγαζιά μέσα σε μια ώρα να γίνονται θρύψαλα. Κι οι αρχές… φυλάγανε την τάξη.
Στις 30 Ιουλίου σήμανε η ώρα της Αγχιάλου. Αλλ’ εκεί τα πράγματα ήτανε λιγάκι σκούρα. Η Αγχίαλος χτισμένη σ’ ένα ακρωτήριο ανάμεσα σε δυο θάλασσες κι έχοντας προς το μέρος της στεριάς τη λίμνη των αλυκών ήτανε από φυσικό της δύσκολο να κυριευθεί «από έξω». Έπειτα ο πληθυσμός ήτανε ολάκερος σχεδόν ελληνικός κι ο δεσπότης είχε ετοιμάσει την άμυνα.
Όσοι είχανε υπηρετήσει στο στρατό, οπλιστήκανε και φυλάγανε βάρδια κάθε νύχτα στο στενό έμπασμα της πόλης. Και τηλεγραφούσε ο δεσπότης στην κυβέρνηση πως θα αναγκαστεί να «υπερασπίσει την τάξη…».
Γι’ αυτό οι Βουλγαρομακεδόνες επιχειρήσανε να μπούνε νύχτα και ξαφνικά στην πόλη. Μα οι φρουροί αγρυπνούσανε και άρχισε το τουφεκίδι. Τότες επιχειρήσανε να στείλουν ένα απόσπασμα από το βορεινό στενό της Μεσέβριας και να βάλουνε τους Έλληνες «μεταξύ δύο πυρών’.  Κατά το μεσημέρι η μάχη φούντωσε μέσα στην πόλη. Τότες έφτασε από τον Πύργο έφιππη χωροφυλακή να «θέσει τέρμα εις την συμπλοκήν», ήγουν να εκτοπίσει τους Ρωμιούς και να παραδώσει την πόλη στους κομιτατζήδες. Κι η πόλη ολόκληρη, από παλιά ξύλινα σπίτια με στενούς δρόμους, παραδόθηκε στις φλόγες και κάηκε σε λίγην ώρα. (…)
Κι άκουσα δίπλα μου τη Μπάμπο Ζωίτσα -και ποιος δεν την ήξερε!… Γριά Βουργάρα εξελληνισμένη υπηρετούσε αμέτρητα χρόνια εκκλησάρισσα στην ελληνική εκκλησία. (…) Άκουσα λοιπόν τη Μπάμπο Ζωίτσα να μονολογεί ρωμέικα με τρόπο, που να πάρει τ’ αυτί μου την κουβέντα της:
-Καλά της κάνανε! Έτσι κι «αυτοί» καίνε στη Μακεδονία τα βουργάρικα χωριά. Αμ πώς!…
Είχε ξυπνήσει μέσα της η κοιμισμένη από χρόνια ράτσα της.
Τώρα φυσικά δε με ξαφνιάζουν τέτοια πράγματα. Γιατί ξέρω, πως δεν φταίνε οι λαοί όταν μισούνται και σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Φταίνε εκείνοι, που καλλιεργούν μέσα τους το μίσος και το έγκλημα και τους «διορίζουνε» κάθε τόσο και τον «προαιώνιο» εχθρό για να ξεθυμάνουνε. Για συμφέρο τάχα των λαών; Όχι βέβαια. Για το συμφέρο των ληστών.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
  
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
από τα «Ποιητικά» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
  Από το ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ο Κώστας Βάρναλης διαβάζει τους Μοιραίους
 
Αχ, πού σαι νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
“ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ”
 
Και πάλι στον αγώνα σκοτωμένοι, αλλ’ όχι νικημένοι.
“ΓΙΑ ΛΕΦΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΙΟ”
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ


  
1911: Ο Κ. Βάρναλης δάσκαλος της Γ΄ Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα
από το http://varnaliskostas.blogspot.com/

 

Εις απολογίαν!
Ο Κώστας Βάρναλης θυμάται τον καιρό (1911) που δούλευε καθηγητής στα Μέγαρα:
Γραμματική της αττικής διαλέκτου (ευκτική, τα εις -μι ρήματα, κατηγορηματική μετοχή, τα μνήμης και λήθης σημαντικά και όλη η ρέστη κόλαση του αρχαίου τυπικού και συνταχτικού). Και μαζί λατινικά -Sicilia est insula, Graecia habet poetas!!… Όλην αυτήν την πτωμαϊνη την προσφέρναμε πρωί πρωί στα πιο φυσικά, στα πιο ατόφια, στα πιο γνήσια τέκνα της μάνας γης. Ο οδοστρωτήρας της κλασικής παιδείας (που είναι… αριστοκρατική) ήθελε να περάσει πάνου απ’ αυτές τις λαϊκές ψυχές, που ήτανε από σιδερόπετρα. Ενώ τους χρειαζότανε γεωργική και πραχτική μόρφωση. Σήμερα τα Μέγαρα έχουνε και… γυμνάσιο!
Ο Σπυράκης κι εγώ προσπαθούσαμε ν’ ανοίγουμε κανένα παράθυρο σ’ αυτό το ντουβάρι της κλασικής μόρφωσης. Να μπαίνει ήλιος! Εκείνος σα φυσικομαθηματικός και καλός παιδαγωγός έδινε στα μεγαριτάκια μπόλικες και χρήσιμες πραχτικές γνώσεις. Εγώ προσπαθούσα να τους… ξαναθυμίσω τη «νεοελληνική τους πραγματικότητα», να τους γνωρίσω τα δημοτικά κείμενα και να τους κάνω να μην περιφρονούνε τη γλώσσα τους. Πάντα με προσοχή, γιατί ήξερα πως κείνη την εποχή το μεγαλύτερο εθνικό έγκλημα ήτανε ο… μαλλιαρισμός! Κι εγώ ήμουνα… σεσημασμένος μαλλιαρός!
Κάποια χρονιά που είχα συγκεντρωμένα στην Γ΄ ελληνικού πολλά καλά παιδιά, τους δίδαξα ολάκερο τον “Εθνικό Ύμνο” του Σολωμού, που δεν τον είχε το πρόγραμμα. Βρέθηκε αμέσως ο “επιστήμονας” του χωριού να με καταγγείλει στο υπουργείο ότι υπονομεύω την αθάνατον ημών γλώσσαν άτε διδάσκων εις τους παίδας τον “Εθνικόν Ύμνον!”. Πού να το φανταζότανε ο Σολωμός ότι ο ύμνος του θα μπορούσε να χρησιμέψει για τεκμήριο εθνικής προδοσίας. Και το υπουργείο με κάλεσε “εις απολογίαν!”.
“ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
από την «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου»
αντιγραφή από το
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

 
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!
από το «Οι πόνοι της Παναγιάς»
αντιγραφή από το
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

 
Οι λαοί… δεν είναι αδερφοί
Ο Κώστας Βάρναλης υπήρξε μάρτυρας της μεταφοράς Τούρκων αιχμαλώτων με τρένα κατά τη διάρκεια του Β΄ βαλκανικού πολέμου.
Σε μερικές βδομάδες αρχίσανε να περνάνε από τα Μέγαρα  τραίνα γεμάτα Τούρκους αιχμαλώτους, που πηγαίνανε να τους μαντρώσουνε στην Κόρινθο.
Στοιβαγμένοι οι κακομοίρηδες μέσα στα βαγόνια των «κτηνών» (8 ίπποι, 40 άνδρες!) μόλις σταματούσε το τραίνο κολλάγανε το αξούριστο μουσούδι τους στα σίδερα των μικρών παραθυριών και τα μάτια τους αστράφτανε από καλοσύνη και παρακαλετό. Βγάζανε τα μπράτσα τους μέσα από τα σίδερα, φωνάζανε στο συναγμένο από κάτω πλήθος των φανατισμένων πατριωτών:
-Τουτούν!… Τουτούν!… (=Καπνό! Καπνό!)
Οι φανατισμένοι πατριώτες δεν καταλαβαίνανε. Αυτοί βλέπανε μπροστά τους μονάχα τους προαιώνιους εχτρούς. Αυτούς που μας πήρανε την Πόλη, που κρεμάσανε τον πατριάρχη, που σουβλίσανε το Διάκο κλπ. κλπ. Αυτό βλέπανε.
Γι’ αυτό αντίς να τους δίνουνε καπνό, τους βλαστημούσανε, τους μουτζώνανε, τους φτύνανε.
Το τραίνο έφευγε και τα χέρια των αθώων θυμάτων του πολέμου εξακολουθούσανε να κρέμονται απελπισμένα από το παράθυρο και να ζητάνε στο κενό…
Οι λαοί… δεν είναι αδερφοί.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!
Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.
από το «Η Μάνα του Χριστού»
αντιγραφή από το  
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm 
 
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!
από το «Η Μάνα του Χριστού»
αντιγραφή από το  
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm
 
Τσιμέντο να γίνετε!
Το 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, ο Κ. Βάρναλης ανακλήθηκε από το Παρίσι, όπου σπούδαζε με υποτροφία, και διορίστηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Πειραιά.
-Κύριε τμηματάρχα! Είμαι ο τάδε. Έρχομαι από το Παρίσι.
(Αίσθηση στο «λαό!…»)
Ο κ. τμηματάρχης μειλίχιος και πατρικός γύρισε, με είδε και είπε:
-Καλώς ορίσατε, κύριε Τάδε.
-Θεώρησα καθήκον μου να παρουσιασθώ ενώπιόν σας και να σας αναφέρω, ότι συνεμορφώθην με την διαταγήν της ανακλήσεώς μου.
-Καλώς επράξατε, κύριε Τάδε. Σας γνωρίζω πολύ καλά από την μέχρι τούδε υπηρεσίαν σας. Είσθε εκ των καλών λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως. Αλλά δημοτικίζετε λιγάκι. Αυτό το «δημοτικίζετε λιγάκι» το είπε με επιτιμητικό και θωπευτικό μαζί ύφος.
-Πολύ μάλιστα, του απάντησα σταθερά και ντόμπρα. Άλλωστε το ήξερε κι ο ίδιος, πως δημοτικίζω πολύ. Όλος ο «λαός» τινάχτηκε άμα άκουσε αυτή μου την απάντηση. Ποιος είναι, μπρε, αυτός ο θρασύς! Θα έχει, φαίνεται, μέσο δυνατό.
Ο κ. τμηματάρχης πάλι δεν έχασε την αυτοκυριαρχία του. Και με το ίδιο γαλήνιο ύφος, λιγάκι πιο αυστηρό και τεντώνοντας τη ραχοκοκκαλιά του μου είπε:
-Ημπορείτε εις την ιδιωτικήν σας ζωήν να φρονήτε και να γράφετε, όπως σας αρέσει. Όμως εάν εις την δημοσίαν σας υπηρεσίαν μοι καταγγελθή και η παραμικροτέρα παράβασις του καθήκοντος, θα είμαι αμείλικτος.
Ο «λαός» πάλι κατέβασε το κεφάλι. Συμφωνούσε. Μα συμφωνούσα κι εγώ. Και είπα:
-Μείνατε ήσυχος, κύριε Γεωργαντά.
Τον αποχαιρέτισα κι έφυγα.
Κατεβαίνοντας τις μαρμαρένιες σκάλες, ένιωθα μια πικρίλα στο στόμα. Σημάδι, πως ήμουν συγχισμένος.
-Τσιμέντο να γίνετε όλοι σας, μουρμούριζα. Με στείλατε να σπουδάσω νεοελληνική λογοτεχνία· μεσαιωνική, Κρητική, σύγχρονη. Δημοτικά τραγούδια, Διγενή Ακρίτα, Ερωτόκριτο, Σολωμό. Και τώρα μου λέτε: αν κάνεις πως ανοίγεις το στόμα σου ν’ αναφέρεις αυτά τα άθλια ονόματα και πράματα, θα σου τρίψουμε τη μούρη. Τσιμέντο να γίνετε!
ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,
η λεφτεριά η δικιά του θα ναι λεφτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα χεις κανενός Θεού.
“ΣΤΥΛΙΤΗΣ”
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 

 
Ο Τίμος Μαλάνος γράφει για το ποίημα του Κ. Βάρναλη «Σκλάβοι Πολιορκημένοι»:
Το τρίτο μέρος των «Σκλάβων Πολιορκημένων» αποτελείται, όπως και το προηγούμενο, από δυο ποιήματα με θέμα τον πόλεμο. Στο πρώτο ποίημα ένας πληγωμένος οραματίζεται τη Δεύτερη Παρουσία, ενώ, στο δεύτερο, ο Θεός μιλάει και λέει τα λόγια που ευνοούν τους ισχυρούς της γης:
– δεν έχει ο πόνος τελειωμό, δεν έχ’ η άβυσσο, βυθό!
Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου Θάπαυε, δε θάχα εγώ, πού να σταθώ.
Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ»
από άρθρο του Τ. Μαλάνου στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.163, Χριστούγεννα 1975

 
«Μετά από τη ζωή»
(χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη από τα χρόνια της κατοχής)

Είπες: «Τώρα θα κοιμηθώ εν ειρήνη» κι οι άλλοι μουρμουρίσανε λυπητερά: «Πάει, γλύτωσε από τα βάσανα»· ο παπάς σού έψαλε: «Αιωνία η μνήμη»· και κάποιος φύτεψε απάνω στο κεφάλι σου ένα σταυρό με τ’ όνομά σου και με τη χρονολογία του ιστορικού συμβάντος: «Γιάννης Μαγκούφης. 1884-1943».
Κι όμως ούτε να κοιμηθείς σε αφήνουν, ούτε τη μνήμη σου να διαιωνισθεί, ούτε τ’ όνομά σου να αντιμετωπίζει το χρόνο και τη φθορά, όπως η κορυφή του Ολύμπου, μα ούτε την προσωπικότητά σου να διασώσεις στον απάνου και στον κάτου κόσμο! Νύχτα με βροχή ή με άστρα ένας ίσκιος, ένα κομμάτι σκοτάδι, ξεκόβει από τη μάζα της πίσσας και γλιστράει μέσα στο κοιμητήρι. Είναι ο… συλλέκτης.
Πατάει απάνου στο σώμα σου. Ανοίγεις τα μάτια σου και πατάς τις φωνές κι οι φωνές του κάτου κόσμου δε βλέπουν και δεν ακούνε στον απάνου. Ο συλλέκτης είναι λωποδύτης. Ξεριζώνει έναν-έναν τους σταυρούς από τους τάφους, όσους μπορεί να κουβαλήσει σε μια διαδρομή, και φεύγει. Αύριο θα τους κάψει στο τζάκι να βράσει τα φασόλια του ή θα τους πουλήσει για καυσόξυλα.
Αυτό έγινε πολλές φορές, ως φαίνεται, σε κάποιο συνοικιακό νεκροταφείο. Θα πείτε «ιεροσυλία». Ίσως. Δεν είναι όμως και τυμβωρυχία. Μάλλον απλή λωποδυσία ψιλικατζήδων της δουλειάς. Όμως, αφού έλειψε ο σεβασμός για τους ζωντανούς, δεν είναι και τόσο ακατανόητο να λείψει και για τους πεθαμένους. Απλούστατα, ο λωποδύτης εφάρμοσε κυριολεχτικά το δόγμα που εφαρμόζουν οι άλλοι μεταφορικά: «Ο θάνατός σου ζωή μου».
Σημείο των καιρών. Αφού κόψανε τα πεύκα από τα δάση κι ερημώσανε την Αττική· αφού ξεσηκώσανε τους φράχτες των κήπων και τους πάγκους· αφού ξεκολλήσανε από τα γιαπιά τις ξυλωσιές, ήρθε και η σειρά των τάφων.
Αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Όπου υπήρχε σε δημόσιο μέρος σιδερένιο κάγκελο ή συρματόπλεγμα έκανε φτερά. Ακόμα και τα ξύλινα γεφυράκια στην περιφερειακή τάφρο του Λυκαβηττού τα πήρανε στον ώμο και «παν, παν…»
Όλ’ αυτά θα ξαναγίνουνε μια μέρα. Ό,τι δεν ξαναβρίσκεται είναι η προσωπικότητα που χάνεται. Γιατί το όνομα του ανθρώπου είναι όλη του η προσωπικότητα. Κι όποιος χάνει τ’ όνομά του, δεν ξέρει ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι ποιος είναι. Αυτό πάθανε οι πεθαμένοι που τους πήρανε το όνομα μαζί με το σταυρό.
Φαντάζεστε τι μπέρδεμα θα γίνεται στον άλλο κόσμο μεταξύ των κατοίκων του:
-Αυτό το σπίτι είναι δικό μου.
-Όχι. Είναι δικό μου.
-Και ποιος είσαι εσύ;
Μιλιά. Δεν ξέρει.
-Εσύ ποιος είσαι;
Μιλιά κι ο άλλος. Δεν ξέρει κι αυτός. Ψάχνουνε να βρούνε την «ταυτότητά» τους. Μα η ταυτότητα (ο σταυρός)  δεν υπάρχει. Η αιωνία μνήμη έγινε αιωνία αμνησία.
Αλλά και στους ζωντανούς συγγενείς και φίλους δε θα υπάρχει λιγότερο μπέρδεμα. Θα πηγαίνει η Μαρία και θα τραβάει τα μαλλιά της στον τάφο του Πίπη, αντίς του Κώστα· θα πηγαίνει κι ο Τάκης να κλαίει στον τάφο της Ευτέρπης αντί της Λόλας.
Να τι κακό κάνουνε οι λωποδύτες των σταυρών. Αυτοί θα καίνε τα καυσόξυλά τους, θα μαγειρεύουν και θα ζεσταίνονται με τα «ονόματα» των άλλων· κι οι πεθαμένοι θα γυρίζουν ανάμεσα στους ίσκιους του αιωνίου ερέβους ινκόγκνιτο, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς να είναι «αυτοί».
Έτσι μονολογούσε άνθρωπος πεισιθάνατος, που περιμένει ώρα την ώρα το τελευταίο προσκλητήριο για να ησυχάσει. Και τώρα φοβάται… Φοβάται μην του κλέψουν το «εγώ» του.
Χρονογράφημα του Κ. Βάρναλη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΪΑ στις 8/12/1943
από το βιβλίο «ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ – ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ»
Επιμέλεια – Έκδοση Γ. ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 
Τη λεφτεριά δεν τη ζητάν με παρακάλια, τήνε παίρνουν,
με τα δικά τους χέρια, μοναχοί.
Αν δεν υπάρχει όξω από σένα, ούτε και μέσα στην ψυχή σου
έργο δικό της θα την βρεις.
Από τους λίγους, που την έχουν, πάρ’ τη να τήνε δώσεις σ’ όλους
μ’ όλους μαζί να τη χαρείς.
Όπου κι αν πας, θα κουβαλείς τα σίδερα που σου τα βάλαν
οι όμοιοι σου κι όχ’ οι ουρανοί.
Όσο μαζέβεις την ψυχή σου, την παρθενιά της για να σώσεις,
τόσο την κάνεις πιο στενή.
από το ποίημα “ΛΕΦΤΕΡΙΑ”
από το βιβλίο «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 
«Παράγραψέ τα επιτέλους!»
Ο Γ. Αθάνας διηγείται ένα αστείο στιγμιότυπο από τη συντροφιά του με τον Κ. Βάρναλη και τον Μ. Αυγέρη στο καφενείο της Δεξαμενής, όπου σύχναζαν.
Τότε είχε διοριστεί στα Αρχεία και ο Σωτήρης Παπαδόπουλος. Αργότερα έγινε καπνέμπορος. Την εποχή εκείνη όμως είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες και έγραφε στίχους. Έτρωγε κι αυτός εκεί μαζί μας στου Μπάρμπα-Κώστα ένα διάστημα. Και στα επιδόρπια ξιφουλκούσε, έβγαζε τα χειρόγραφα από την τσέπη και μας επιτροφοδοτούσε με τους στίχους του.
Ο Βάρναλης τους υφίστατο με ανεκτική σοβαρότητα. Ο Αυγέρης, που ήταν είρων και τσουχτερός, του έλεγε κάθε φορά: «Βρε Σωτήρη, όλα αυτά είναι άθλια κατασκευάσματα! Γιατί μας βασανίζεις;» Πολλές φορές ο Βάρναλης ξεσπούσε σ’ εκείνο το χαρακτηριστικό βοερό γέλιο του, που έμοιαζε σαν να ανάβλυζε από βαθιά, σκοτεινή σπηλιά. Μια μέρα ο Αυγέρης, ξεχειλισμένος από δυσφορία, είπε στο μουσόπληκτο σύντροφό μας:
-Σωτήρη μου, υποπτεύομαι ότι κι αυτά τα άθλια κατασκευάσματα που μας σερβίρεις δεν τα γράφεις μόνος σου. Κάποιος άλλος σού τα γράφει και μας τα πασάρεις για την κακοχώνεψη.
Ο Σωτήρης εξαγριώθηκε που του αμφισβήτησαν την ποιητική έμπνευση και ξεφώνισε:
-Ο ίδιος τα γράφω και τα παραγράφω!.
-Παράγραψέ τα επιτέλους! του είπε ο Βάρναλης.
Γ. ΑΘΑΝΑΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 1163 Χριστούγεννα 1975
 
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα κ’ η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκ’, η Ζηνοβία
(ω! τι χαρούμενη ζωή!
χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!)
τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει αργά, ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.
Άξαφνα πέφταν στο νερό
η καθεμιά γδυτή γοργόνα
κι όλο γινόταν πιο μικρό
τ’ Αντρέα το μάτι, ίσα βελόνα.
Είναι μεγάλος ο Θεός!
τ’ αχείλι το πικρό του λέει.
Πόσο μεγάλος κι αγαθός
και πλούσια τα χρυσά του ελέη!
Μα ρθε χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα…
Κ’ εσένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμου, μπαρμπ’ Αντρέα.
Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό,
περνάει μπροστά σου η Ζηνοβία
(ένα τραγούδι σιγαλό
στον καφενέ παίζ’ η ρομβία):
-Πώς τα περνάς, σ’ αναρωτά,
τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγ’ αφτά λεφτά
να γιάνεις και να ξαναζήσεις…
Κ’ η βάρκα, μάνα γελαστή,
από τη μια στην άλλη μπάντα
σ’ αργοκουνάει στην κουμπαστή
-Καλό ταξίδι σου για πάντα!
Πόσο μεγάλος ο Θεός
Πατήρ και Πνεύμα και Υιός!
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 
Όλ’ η ανθρωπότη κλαίει με βογγηχτά!
-«Σωτηρία για σένα και ξεχωριστή
δεν υπάρχει (για Ένα!) πριν σωθούν αυτοί!»
από το ποίημα «ΕΝΑΣ-ΟΛΟΙ»
από τα «ΠΟΙΗΤΙΚΑ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
 
Μια συνέντευξη του Κώστα Βάρναλη:
Στις 17/12/1974 -την επομένη του θανάτου του Κ. Βάρναλη- ο Φάνης Κλεάνθης δημοσίευσε στα ΝΕΑ μια συνέντευξη που είχε πάρει από τον Βάρναλη στα χρόνια της κατοχής:
Ο γράφων θυμάται μια συνέντευξη που του είχε πάρει τον καιρό της γερμανοϊταλικής κατοχής. Μου είχε μιλήσει για τη ζωή του που ήταν μια διαρκής βιοπάλη: Από τότε που τον απέλυσε ο Πάγκαλος, 15 χρόνια είχε ζήσει χωρίς σταθερή δουλειά. Είχε μιλήσει για τους παλιούς λογοτέχνες, για τον Παπαδιαμάντη, που τον θαύμαζε, για τον Μαλακάση, που δεν τον χώνευε γιατί φορούσε μονόκλ. Ύστερα περάσαμε στη σκληρή ζωή της Κατοχής, την πείνα, τις στερήσεις.
-Αλήθεια, ποιο υλικό αγαθό λαχταράτε πιο πολύ;
Την ίδια ερώτηση είχα κάμει και σ’ άλλους λογοτέχνες. Ένας μου είχε απαντήσει πως τον στενοχωρούσε το ότι δεν είχε αυτοκίνητο. Άλλος, το ότι δεν έβρισκε γνήσιο καφέ. Ένας τρίτος μου είπε πως αποζητούσε… τηγανητά μπακαλιαράκια. Ο Βάρναλης αποκρίθηκε:
-Εκείνο που λαχταρώ είναι η ελευθερία.
-Με συγχωρείτε, του παρατήρησα, η ελευθερία είναι ηθικό αγαθό. Εγώ σας ρώτησα για υλικό αγαθό… Κρέας, ψωμί, τυρί…
-Κάνεις λάθος, νέε μου! μου αποκρίθηκε αυστηρά. Η ελευθερία είναι το πιο υλικό, το πιο χειροπιαστό απ’ όλα τα αγαθά. Τι να το κάνω εγώ το ψωμί, το κρασί, το μεζέ, όταν δεν έχω ελευθερία;
-Μα… υπάρχει λογοκρισία… Πώς μπορώ να γράψω ότι μας λείπει η ελευθερία. Θα το σβήσουν.
-Α, αυτό είναι δική σου δουλειά! Με ρώτησες, σου απάντησα.
Ύστερα του ζήτησα να μου γράψει ένα αυτόγραφο με έναν στίχο του, που να τον αντιπροσωπεύει πιο πολύ. Κι ο Βάρναλης πήρε την πέννα κι έγραψε:
«Αχ, πούσαι νειότη πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος».
Στον τάφο του Βάρναλη θα πρέπει να χαραχτεί το ακόλουθο επιτύμβιο -γραμμένο απ’ τον ίδιο:
Τα παιδιάτικά μου άχαρα
τα νιάτα στερημένα
πικρή μπουκιά, ξένος παντού
κι οχτρός σ’ όλα τα ξένα.
Να φύγω στον αγύριστο
ολοζωής δε μπόρεσα
Δε με χωρούσε όλ’ η γη
και σε δυο πήχες χώρεσα.
ΦΑΝΗΣ ΚΛΕΑΝΘΗΣ
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17/12/1974
από το Ιστορικό Αρχείο του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη

 
Στην εξορία
Στην εξορία (Οχτώβρης 1935)
Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!
Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.
Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα…
Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.
Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,
κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.
Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.
Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,
και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,
μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!
Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.
Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα,
να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη  μια μεριά να πολεμάει την άλλη.
(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 119-120, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1964, σελ. 533)
αντιγραφή από το
http://www.sarantakos.com/kibwtos/et/barnalhs_eksoria.html
 
Αυτός ο λαός είναι μεγάλος
Ο Γ. Βαλέτας θυμάται μια εκδρομή με τον Κ. Βάρναλη:
Στα 1973, το καλοκαίρι, πήγαμε μια παρέα με αυτοκίνητο και τον πήραμε απ’ το καφενείο «Νέα Ελλάς» της πλατείας Κολωνακίου και πήγαμε, κατά δική του προτίμηση, σε γνωστό του παραθαλάσσιο κέντρο στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας. Ένας άνθρωπος που σήκωνε επάνω του 90 χρόνια, είχε μια μοναδική ευρωστία και διάθεση κατά τη διαδρομή, μιλούσε για τη λογοτεχνική του σύνταξη, που αν την έπαιρνε (αν πρόφταινε) θα καλλιτέρευε λίγο τα δύσκολα οικονομικά του. (…) Όταν φτάσαμε στη θάλασσα, θυμήθηκε πως δεν είχε πάρει το μαγιό του. Τον είδαμε να φεύγει μακριά μας και να πέφτει στη θάλασσα τσίτσιδος. Απομακρύνθηκε, τον βλέπαμε να κολυμπά στα βαθιά σαν δελφίνι. Ύστερα πήγαμε στο κέντρο, παράγγειλε για τον εαυτό του ενάμισι κιλό λιθρίνια (ναι! ενάμισι) και τα έφαγε όλα πεσμένος αμίλητος επάνω στο πιάτο. Ήπιε κρασί, έφαγε φρούτα, μίλησε με πόνο για την κατάσταση, για το Βουτυρά, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, είπε διάφορα ανέκδοτα. Σε μια στιγμή, από μια παρέα στο βάθος, ακούστηκαν χειροκροτήματα. “Ο  Βάρναλης, ο Βάρναλης! Γεια σου”. Και άλλα απ’ την άλλη πλευρά, και άλλα από πέρα. Σηκώθηκαν μερικοί νέοι και του φίλησαν το χέρι. Μια παλιά του θαυμάστρια τον φίλησε, την αγκάλιασε. Απάγγειλέ μας κάτι, του λέει μετά στ’ αυτί. Δεν απαγγέλω, δεν έχω φωνή, της λέει. Άρχισε εκείνη και απάγγειλε τους “Μοιραίους”. Σώπα, της λέει, θα μας πάρουν είδηση. Όταν έφυγαν από το τραπέζι μας και καταλάγιασε ο ενθουσιασμός, “να, είδες”, είπε συγκινημένος, “κάτι τέτοια με κρατούν στη ζωή κι ας είμαι πεταγμένος στο περιθώριο… αυτός ο λαός είναι μεγάλος, είναι σαν τη θάλασσα, ποτέ δεν ησυχάζει, ούτε λυγά, ούτε πέφτει. Κάτι μου λέει πως θ’ αξιωθώ να ζήσω και να χαρώ το θρίαμβό του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ “Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ”
άρθρο στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 1163 Χριστούγεννα 1975
 
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού: 26 παραθέματα από το έργο του Κ. Βάρναλη


Ο Κώστας Βάρναλης διηγείται το παρακάτω ανέκδοτο για τον Λορέντζο Μαβίλη που στα 1912 σκοτώθηκε υπηρετώντας ως εθελοντής (διοικητής λόχου στους γαριβαλδινούς του Αλ. Ρώμα):
Μια φορά ο λόχος του είχε μπει σ’ ένα μικρό χωριουδάκι πριν απ’ αυτόν. Γιατί δεν πήγαινε ποτές καβάλλα (όπως οι άλλοι λοχαγοί) μα με τα πόδια, για να υποφέρει τις ίδιες ταλαιπωρίες με τους στρατιώτες του. Οι στρατιώτες πέσαν αμέσως στο πλιάτσικο. Αλλά από ένα τόσο φτωχό χωριουδάκι τι να πάρουνε; Καμιά κότα, λίγη μπομπότα, λίγο ξεροτύρι. Όταν το έμαθε ο Μαβίλης, στενοχωρέθηκε πολύ και ντράπηκε. Δεν ήθελε ο δικός του λόχος να κάνει τέτοιες απρέπειες. Ας ήταν ο λόχος κανενός άλλου! Ή τουλάχιστον, μια κι ήταν ο δικός του, να μην το μάθαινε! Μα οι στρατιώτες του είχαν την ευγένεια να προσφέρουν και στο λοχαγό τους λίγη κότα ψητή. Ο Μαβίλης αρνήθηκε θυμωμένος. Και τότε ο Ρώμας γύρισε και του είπε γελώντας: «Μα μήπως η χτεσινή κότα που έφαγες, ήταν αγορασμένη;»
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «ΑΝΘΡΩΠΟΙ» Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
.
Ο Κώστας Βάρναλης γράφει για ένα «αδίκημα» του Παπαδιαμάντη: 
Αλλά ίσως να είχε κάμει και “αδικία” σε κάποια κοπέλα! Να, όπως στο περιστατικό με το Μιλτιάδη Μαλακάση στη Δεξαμενή, όπου τον πλησίασε σκυθρωπός και μαζεμένος ο κυρ Αλέξανδρος. “Καλώς τον κυρ Αλέξανδρο”! Ο κυρ Αλέξανδρος δεν κάθισε, παρά είπε όρθιος: “Μίλτο, μπορείς να μου δανείσεις μια μαύρη γραβάτα;”. “Ευχαρίστως, αλλά τι τη θες;”. “Πέθανε η τάδε…Την είχα “αδικήσει”. Και τώρα θέλω να πενθήσω ”! Θα φαντάζεται κανείς τι μεγάλο “αδίκημα” της είχε κάνει! Τουλάχιστο την απάτησε κι ύστερα την εγκατάλειψε… Κι όμως το “αδίκημά” του ήτανε πολύ φοβερότερο- έτσι το ένιωθε! Όταν ήτανε δώδεκα χρονών στη Σκιάθο, τόνε πήρε ένα Σαββατοκύριακο ο πατέρας του ο παπάς και μαζί μ’ άλλους πιστούς πήγανε στο ξωκλήσι του Αη- Γιάννη του Μαγκούφη, όπου θα περνούσανε τη νύχτα.
Τη νύχτα κοιμηθήκανε σε χωριστό δωμάτιο οι θηλυκοί και σε χωριστό οι αρσενικοί. Αλλά ένας συνομήλικος του Παπαδιαμάντη τον παρέσυρε στο «βάραθρο της ακολασίας»! Του είπε να πάνε κρυφά έξω από το δωμάτιο των γυναικών και να τις ιδούνε από τη χαραμάδα. Ο Αλέξανδρος υπόκυψε στον πειρασμό. Ανέβηκε σε μια πέτρα, τέντωσε το λαιμό του κι είδε την κοπέλα να… γδύνεται! Αυτό ήταν το μεγάλο “αδίκημά” του.  Αν την έβλεπε γυμνή, χωρίς να θέλει, το αδίκημα θα ήταν μικρότερο. Αλλά τώρα πήγε επίτηδες. Και “ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού”, γράφει ο Βάρναλης με αγαθήν “ειρωνία”.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ “ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ, ΚΡΙΤΙΚΑ, ΣΟΛΩΜΙΚΑ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Στο παρακάτω βίντεο, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης διαβάζει έργα του:
 1- Από ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ: Πρόλογος, Το αηδόνι, Ο χορός των Ωκεανίδων, Η μάνα του Χριστού, Ο οδηγητής 
2- Από τους ΣΚΛΑΒΟΥΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ: Πρόλογος, Η έφοδο, Κένταυροι (από τα Ποιήματα) 
3- Ποιήματα: Οι μοιραίοι, Το πέρασμά σου, Ένας όλοι, Ζούγκλα, Στυλίτης, Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου, Ήταν αργά, Ο εχτρός, Επιτάφιος, Χινόπωρος, Το τραγούδι της φυγής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου