Το «Φορτηγό» [Lyra, 11/1966] είναι για τους πάντες, πλέον, ένας δίσκος «τομή» για το ελληνικό τραγούδι του ’60 (και πέραν αυτού).
Αν κι έχει περάσει μισός αιώνας από τότε ο πρώτος εκείνος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου, που σαν χθες είχε γενέθλια, εξακολουθεί να φαντάζει μοναδικός και μόνος, ίσως γιατί κανένας άλλος 20άρης δεν έκανε ποτέ ένα τέτοιο ανατριχιαστικό ντεμπούτο, όλα τα επόμενα χρόνια – κάτι, τέλος πάντων, που να μπορεί να κοντράρει, με τη δημιουργική έννοια, εκείνο το μοναδικό και ακατάτακτο άλμπουμ.
Καμία ταμπέλα δεν ήταν εύκολη, εκείνη ειδικά την εποχή, για το «Φορτηγό» – και το «νέο κύμα», που είχε εμπνευστεί Αλέξανδρος Πατσιφάς (και η εταιρεία Lyra), έμοιαζε πολύ περιοριστικό και κυρίως ασαφές για να περιγράψει ό,τι ακουγόταν στο συγκεκριμένο άλμπουμ.
Εξάλλου, τι σχέση μπορεί να είχαν τα κομμάτια τού «Φορτηγού» με τα αξιοπρεπέστατα εν πάση περιπτώσει τραγούδια του Βιολάρη ή του Πουλόπουλου; Γιατί όλα τούτα «νέο κύμα» τα βάφτιζαν τότε…
Έχουν γραφεί τόσα πολλά για το «Φορτηγό», τις δεκαετίες που ακολούθησαν, ώστε να μην υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να προσθέσουμε (καινούρια) περισσότερα εδώ και τώρα. Οι αξίες τού δίσκου είναι προφανείς, και, πάντα, τραγούδια όπως «Οι πλανόδιοι», «Το δέντρο», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Οι παλιοί μας φίλοι» και όλα τα υπόλοιπα θ’ ακούγονται, κάθε φορά, σαν να είναι η πρώτη φορά.
Τι γραφόταν όμως, σε περιοδικά κι εφημερίδες, σε πρώτο χρόνο, για τα τραγούδια τού «Φορτηγού»; Έχει σημασία αυτό. Όχι για τα τραγούδια αυτά καθ’ αυτά, αλλά για την κριτική. Κατά πόσο, δηλαδή, είχε αντιληφθεί το «καινούριο» που κόμιζαν τα νέα άσματα και πόσο κοντά βρισκόταν (η κριτική) σ’ εκείνο που συνέβαινε.
«“Στην εθνική οδό, λίγο πιο έξω από τη Θεσσαλονίκη, ένα φορτηγό σε μαζεύει και ύστερα, πριν ξημερώση, σ’ αφήνει στην Αθήνα”. Αυτές είναι οι επεξηγήσεις των 12 μικρών τραγουδιών-αφηγήσεων του άλμπουμ, γραμμένες από τον συνθέτη και στιχουργό Διονύση Σαββόπουλο. Εν τούτοις με το πρώτο τραγούδι του δίσκου εκτίθενται: “Σε μια στιγμή ανάβουν τα φώτα, και η μουσική μας φέρνει τους μάγους, τους παλιάτσους με τα κόκκινα σκουφιά”. Πού είναι το φορτηγό; Ακολουθεί η “Ζωζώ η νταρντάνα”, η “Μαϊμού”, το “Δέντρο”, αλλά πουθενά το φορτηγό. Με δηκτικό, αλληγορικό ύφος ο Σαββόπουλος, με στρωτή μουσική (εκτός των εξαιρέσεων) συνοδεύει τον εαυτό του στην κιθάρα, μεταδίδοντας την εσωτερικότητα ελάσσονος τόνου των τραγουδιών του. Και “επειδή δεν είναι τραγούδια”, ο συνθέτης τα αποκαλεί “ασκήσεις φυσικής αναπνοής”».
Το πρώτο δισκάκι τού Διονύση Σαββόπουλου ήταν ένα «τεσσαράκι», ένα EP δηλαδή με τέσσερα τραγούδια, από τον Φλεβάρη του 1965. Τα εξής: «Εγερτήριο, Μια θάλασσα μικρή/ Τα πουλιά της δυστυχίας, Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη» [Lyra]. Εκεί, στο οπισθόφυλλο εκείνου του δίσκου, υπήρχε ένα πρώτο κείμενο τού τραγουδοποιού, που δεν είναι πολύ γνωστό:
«Πάνε δύο χρόνια που τελειώνοντας το Γυμνάσιο στη Σαλονίκη, κατέβηκα στην Αθήνα να βρω δουλειά.
Να τώρα σ’ αυτό το δίσκο τέσσερα από τα πρώτα τραγούδια μου. Δεν είναι παρά εικόνες και άνθρωποι από τη Σαλονίκη και την Αθήνα. Το Μπαχτσέ-Τσιφλίκι, η Καλαμαριά κα φυσικά όλοι οι φίλοι.
Σ’ αυτό το δίσκο πολλά πράγματα θυμίζουν Ζακ Πρεβέρ, Χριστιανόπουλο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μπρασσένς ή Ρωμανό Μελωδό. Σ’ όλα αυτά προστίθεται η προσωπική μου ομιλία, το μεράκι μου να πούμε. Έτσι κάπως, με χίλιους επηρεασμούς, φτιάχνεται το καινούργιο τραγούδι.
Είναι ζεστό, οικείο, ολοζώντανο. Έχει ένα κόμπο χαρά κι ένα κόμπο θλίψη. Πολλή πίστη και πολλή ελπίδα. Είναι τόσο μικρό όσο να χωράει ένα φιλί, και τόσο μεγάλο όσο να χωράει μια επανάσταση. Σ’ αυτό το τραγούδι, κτήμα του λαού, πιστεύω κι εγώ».
Κι ενώ είχαν κυκλοφορήσει κάμποσα από τα τραγούδια του Σαββόπουλου στις 45 στροφές, καθώς ο ίδιος γινόταν όλο και περισσότερο γνωστός στους θαμώνες των μπουάτ της Πλάκας, ο Γιώργος Μανιάτης (ο γνωστός συγγραφέας που τότε ήταν συντάκτης της «Ελευθερίας» – αν δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο του «Ο Μίδας βασιλιάς έχει αυτιά γαϊδάρου ή εκατέρωθεν της ουσίας» από το 1972 κάντε το) έγραφε στην αθηναϊκή εφημερίδα (17/4/1966) ένα… περίεργο κείμενο υπό τον τίτλο «Όσιος ή Αγύρτης; / Ο ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ / Ένας αληθινός καλλιτέχνης που κινδυνεύει να πνιγή./ Με το Χριστό ή το Βαραββά;». Ο Μανιάτης θεωρούσε, από τότε, πως ο Σαββόπουλος έτεινε προς τον συμβιβασμό. Η κριτική, αν και περνάει από ακραία «πάνω» και «κάτω» έχει ενδιαφέρον. Μεταφέρω ένα απόσπασμα:
«(…) Ο Σαββόπουλος γράφει τα τραγούδια του τη στιγμή που τα τραγουδάει. Να καλπάζη πάνω σ’ ένα σκαμνί, να γρατζουνάη απαίσια τη φτωχή του κιθάρα, να ωρύεται με βραχνή φωνή αυτά τα απαίσια τραγούδια. Αν η ζωούλα μας δεν ήταν απαίσια, θα ήταν απαίσιος. Για την ώρα είναι μοναδικός – και δεν φταίει καθόλου σε τούτο… Υπάρχει σ’ αυτόν μια ολοφάνερη σατιρική φλέβα, επιτήδεια –όμως– αφημένη ξέφραγη, ώστε να μπορή να περιλαμβάνει άσχετα ερωτικά τραγουδάκια και τελείως “ελεύθερη” και “αδέσμευτη”, ώστε να μην καταντάη “επικίνδυνη”. Έτσι ο Σαββόπουλος έγραψε τελευταία ένα απαράδεκτο τραγούδι για τους φοιτητές και ένα ακόμη ονόματι “Bιετνάμ γε-γε”…
Συζητώντας μαζί του τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται, θυμήθηκε μια ωραία κουβέντα του Χατζιδάκι: “Είσαι ωραίος Σαββόπουλε και να προσέχεις μήπως χωρέσης σε καμμιά κορνίζα. Θα πούνε: Κυττάξτε, δεν είναι έκτακτος αυτός ο νέος αναρχικός; Είναι ο μόνος που έχουμε στην Ελλάδα”…
Και ο Σαββόπουλος, πράγματι, τραγούδησε στο χορό της σχολής Αναβρύτων, και αγαπήθηκε πέρυσι το καλοκαίρι από τους εις Σπέτσας παραθεριστάς…
Αισθάνεται πολύ ευχαριστημένος.
Προσωπικά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι τα τραγούδια που είναι περισσότερο “δικά” του, αυτά τα τραγούδια με τη σαφέστατη, πράγματι, κοινωνική παρουσίαση, είναι τελικά τέτοια που θα διασκεδάσουν μόνο την τάξη εκείνη στην οποία ο Σαββόπουλος δεν θέλει ν’ ανήκη: την αστική τάξη.
Είναι έτοιμος να τραγουδήση στο σαλόνι της κυρίας τάδε και το παραδέχεται. Βαδίζει το δρόμο που δεν οδηγεί βέβαια στο να γίνη ο τραγουδιστής της τάξης αυτής, αλλά να πάψη να είναι ο τραγουδιστής του λαού (σ.σ. αυτό μοιάζει ν’ αναφέρεται σ’ εκείνο το “κτήμα του λαού”, που είχε γράψει ο Σαββόπουλος στο backcover τού πρώτου EP του).
Επιδιώκει, λέει, όχι να κερδηθή, αλλά να κερδίσει τον αστό και να τον κατεβάση στη Ρουλότα (σ.σ. μπουάτ της Πλάκας). Δεν ξέρει ότι είναι το ίδιο και το αυτό.
Υπάρχει Πρεβέρ στη δουλειά του. Ακόμη και το είδος τού Μπρεχτ. Κάνει λόγο για τον Παναΐτ Ιστράτι. Αλλά ο Ιστράτι, όταν πάτησε στην Ελλάδα δεν τον αγάπησαν – τον απείλησαν. Κι αυτόν είχαν πάει να τον υποδεχτούν οι σνομπ κυρίες της αριστοκρατίας, όμως αυτός τις παραμέρισε. Η πρώτη κουβέντα που άκουσαν να λέη ήταν να πάη κατευθείαν στο σανατόριο Σωτηρία και να καταγγείλει τον τρόπο ζωής των φυματικών εκεί μέσα.(…)
Ο φίλος μου Διονύσης Σαββόπουλος είναι κιόλας είκοσι δύο χρονών(…) και το έργο του μια δραματική πυκνότητα το διέπει, και ο πλούτος της χλεύης τού δίνει την παράξενη εκείνη ρωμαλεότητα.(…)
Απομένει να δούμε ποια πίστη θ’ ασπαστή: του Χριστού ή του Βαραββά. Απομένει να δούμε αν θα ζήση ή αν θα πεθάνη».
Η πιο ώριμη κριτική που έγινε εκείνη την εποχή στα τραγούδια του Σαββόπουλου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της αριστεράς «επιθεώρηση ΤΕΧΝΗΣ» (τεύχος 130-132, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1965). Ένα χρόνο πριν κυκλοφορήσει το «Φορτηγό» κι ενώ κάποια από τα τραγούδια τού δίσκου είχαν τυπωθεί σε δισκάκια ο γνωστός αργότερα δοκιμιογράφος Γιάννης Μ. Καλιόρης, πρώτος απ’ όλους, πέφτει μέσα σε πολλά απ’ όσα λέει. Μεταφέρω το μεγαλύτερο κομμάτι τής 4σέλιδης κριτικής (και πάντως όχι τους στίχους των τραγουδιών που παρατίθενται), επειδή έχει διαχρονικό νόημα.
Μας τραγούδησε αρκετά απ’ τα τραγούδια του, με μια φωνή παράξενη, υπόβραχνη, μικρή σε ένταση, μοναδική ωστόσο για ν’ αποδώσει αυτήν ακριβώς την «ειδοποιό» αίσθησή τους.
«Φύγαμε από το σπίτι του Σαββόπουλου με το κεφάλι γεμάτο μελωδίες, σφυρίζοντας κάποιο σκοπό που ανελέητα είχε γαντζωθεί πάνω μας».
Ε, λοιπόν όχι, όταν φύγαμε ούτε το κεφάλι μας ήταν γεμάτο μελωδίες, ούτε μας σφηνώθηκε κανένα λάιτ-μοτίβ, απ’ αυτά που τ’ αρπάζουμε στον αέρα και δεν εννοούν να μας εγκαταλείψουν. Γιατί τα τραγούδια του δεν είναι «μελωδικά», δεν μας βομβαρδίζουν με εντυπωσιακές μουσικές φράσεις, που διαθέτοντας «μαγνητικά» σημεία αποτυπώνονται εύκολα ούτε έχουν την αυστηρά ρυθμική εκείνη σχηματοποίηση, το εξωτερικά «τακτοποιημένο» βάδισμα που κάνει ομαδικό ένα τραγούδι. Είναι από αυτά που δε μας «αρέσουν» γιατί δε χαϊδεύουν γοητευτικά την ακοή μας με γλαφυρές μουσικές αφηγήσεις, δεν μας τυλίγουν με συναισθήματα, δεν μας κατακλύζουν με συγκινήσεις ευκολοσχημάτιστες.
Τα τραγούδια αυτού του είδους είναι αδύνατο να τα οικειωθούμε σε κάποιο βάθος, με την πρώτη ακρόαση, ή με ακροάσεις ασυνειδητοποίητης προσοχής – αντιστέκονται με πείσμα σε μια τέτοια προσπέλαση. Αλλά όσες φορές τ’ ακούμε με ζωντανή προσοχή, τόσο και εξιχνιάζουμε τις αφανείς τους δυνατότητες, κι ανασύρουμε από μέσα τους τον κρυμμένο πλούτο.
Εκείνο που βασικά χαρακτηρίζει τα τραγούδια του Σαββόπουλου, είναι η οργανική σύνθεση της μουσικής και των στίχων. Πράγματι, εδώ οι στίχοι δεν είναι το πρόσχημα, ή το όχημα έστω για ν’ αναδειχτεί η μουσική ούτε πάλι προϋπάρχουν αξιολογικά απ’ αυτήν, ώστε η τελευταία να είναι απλώς ο αγωγός για την μετάδοση κάποιας δικής τους ενέργειας. Το καθένα απ’ τα δύο αυτά στοιχεία μπορεί και λειτουργεί μόνο μέσα στην ενότητά του με το άλλο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η σύλληψη του νοήματος ή ενός μηνύματος αν θέλουμε, είναι ταυτόχρονα «εννοιολογική» και μουσική.
Έτσι το λεπτόσαρκο μέλος, δεν μπορούμε να το φανταστούμε αυθύπαρκτο, λ.χ. σε διασκευή για σκέτη ορχήστρα, γιατί δεν έχει εκείνη την πληθωρικότητα που θα του επέτρεπε να αναλυθεί και να ανασυσταθεί εμπλουτισμένο, μέσα από την ενορχήστρωση ή την πολυφωνία – αναδείχνεται μόνο στο βαθμό που αποτελεί σάρκα των συγκεκριμένων στίχων, ακριβώς γιατί η σύλληψή τους εκπορεύτηκε, ευθύς εξ αρχής και ταυτόχρονα, από κάποια κοινή συγκινησιακή αφετηρία.(…)
Λέξεις με τραχιά αφή, με «άηθες ήθος», μπολιάζονται μέσα τους, κομίζοντας όχι τη γυμνή χυδαιότητα, ή την ακαλαισθησία τους, αλλά το θάνατο μιας ήδη τραυματισμένης απ’ τη βαναυσότητα των ανθρώπινων σχέσεων λυρικής αίσθησης, την ασεβή σπίλωση κάποιας παρθενικής συνείδησης του κόσμου. Λέξεις όπως «νταρντάνα», «σωματική ανάγκη», «νταβατζής», «βλαστημάει», έρχονται απροσδόκητα, κοφτά, ν’ αντιπαραταχθούν σαρκαστικά για να υπενθυμίσουν τα ρήγματα στην «αρμονία» του κόσμου μας και την ασάφεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Θα επιχειρήσουμε ένα τόλμημα: να παραθέσουμε τους στίχους μερικών τραγουδιών. Με αυτό είναι σίγουρο πως τα τραγούδια θα αδικηθούν, έτσι αποσαρκωμένα απ’ τη μουσική τους. Όμως θα το αποτολμήσουμε, όχι γιατί είναι φορείς μιας αυθύπαρκτης ποιητικής αξίας, αλλά γιατί μας εισάγουν, από μιαν ορισμένην άποψη, στο κλίμα και τη σκόπευση της όλης προσπάθειας.
Τα τραγούδια μπορούμε να τα σχηματοποιήσουμε σε τρεις κύκλους:
Ο πρώτος, με θέματα και αλληγορίες που ανάγονται σ’ ένα σαφέστερο κοινωνικό προβληματισμό, απηχεί, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, μακρινές μνήμες από τα τραγούδια και τις αλληγορίες του Μπρεχτ ή του Πρεβέρ, αλλά έχει πιο κοντινή συγγένεια με τις προσπάθειες παρόμοιων τραγουδιστών-ραψωδών στις άλλες χώρες, όπως είναι ο Μπόμπι Ντάιλαν (σ.σ. εννοεί Μπομπ Ντύλαν), o Ζωρζ Μπρασσέν και είναι όλο αυτό το κύμα που ονομάζεται Φολκ Ρόουλ (σ.σ. εννοεί folk-rock). Απ’ αυτόν τον κύκλο παραθέτουμε δύο δείγματα, απ’ τα οποία το πρώτο, που τιτλοφορείται «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ», αποτελεί διασκευή σχετικού ποιήματος του Πρεβέρ(…).
Το δεύτερο –το πιο ενδιαφέρον ίσως της σειράς– έχει τον τίτλο «Μια στιγμή ειρήνης» (σ.σ. πρόκειται για το τραγούδι «Σωματική ανάγκη» που ακούστηκε στο άλμπουμ «10 Χρόνια Κομμάτια» το 1975) και η κεντρική του ιδέα αναπτύσσεται σατιρικά χρωματισμένη μέσα από την εύστοχη παρωδία (…).
Το τρίτο, με περισσότερη «απόκρυψη», απεικονίζει ένα όραμα θρυμματισμένο που ξανασυναρμολογείται κομμάτι-κομμάτι μέσα από άγρυπνες καρδιές, και έχει τον αποκαλυπτικό αλλά και πολύ παρελθούσης χρήσεως κραυγαλέο τίτλο: «Ο οδηγητής» (σ.σ. «Το δέντρο»). .
Από μιαν άποψη ο προβληματισμός εδώ είναι «παρελθούσης χρήσεως» («μιλούσε αυτός που οδηγούσε», «της νίκης μας οδηγητή»), εκτός και αν τον οδηγητή τον νοήσουμε σαν το ευρύτερο και απροσωποποίητο εκείνο όραμα, που συνενώνει και κινητοποιεί τους αγωνιζόμενους ανθρώπους.
Στο δεύτερο κύκλο, ο προβληματισμός εμπλουτισμένος με δραματικό σαρκασμό, προσπαθεί να εισδύσει σε κάποιες άλλες πλευρές της «ανθρώπινης κατάστασης» παρουσιάζεται πιο «φιλοσοφημένος» μέσα από εικόνες που κινούνται σε εσωτερικότερο κλίμα. Πρόκειται για τη σειρά των «πλανοδίων»: Την περιοδεύουσα πόρνη, τους κλόουν και ταχυδακτυλουργούς του τσίρκου, τη μαϊμού του γύφτου και τους ηθοποιούς των «μπουλουκιών» – υπάρξεις που πραγματοποιούν τον προσωπικό τους θρίαμβο μέσα στον ασυνείδητο ψυχικό μαζοχισμό μιας διαπόμπευσης, η οποία έχει γίνει γι’ αυτούς ζωτική αυταπάτη, θρίαμβος θλιβερός που λίγο-πολύ κυκλοφορεί στο αίμα όλων μας.(…)
Ο τρίτος κύκλος χρωματίζεται λυρικά – είναι τα ερωτικά τραγούδια, απ’ τα οποία παραθέτουμε δύο. Το πρώτο είναι και το πιο «μελωδικό», το πιο γνωστό κι «εμπορικό» απ’ όλα, καθώς όπως μας εξήγησε ο συνθέτης σε κάθε δίσκο του που περιλαμβάνει 4 τραγούδια, το ένα πρέπει να είναι για λόγους κυκλοφοριακούς εύληπτα μελωδικό. Φυσικά, εδώ ξεφεύγουμε από το προηγούμενο ύφος κι έχουμε να κάνουμε με καθαρά ελαφρό τραγούδι – οπωσδήποτε όμως πολύ ευχάριστο, όταν βέβαια το τραγουδάει ο ίδιος, κι όχι όταν το ακούμε σε κάποιας τουρκογύφτικης τεχνοτροπίας εκτέλεση, που κυκλοφορεί παράλληλα (σ.σ. εννοεί εκείνη του Κώστα Χατζή – άστοχη και άδικη κριτική). Ο τίτλος του είναι «Χορός» (σ.σ. «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη»). (…)
Το δεύτερο, στο ίδιο περίπου στυλ, ονομάζεται «Η Συννεφούλα». (…)
Και πάλι επαναλαμβάνουμε ότι δεν πρόκειται για ποιήματα με αυτοδυναμία, αλλά για στιχουργήματα τραγουδιών και σαν τέτοια πρέπει να κριθούν. Αν θελήσουμε να τα δούμε διαφορετικά, σίγουρα θα τ’ αδικήσουμε – θ’ ανακαλύψουμε κοινοτοπίες και αφέλειες, κάποτε μερικά φραστικά κλισέ ή φανταχτερές εικόνες, πού και πού επιφωνήματα ή εκφράσεις που θυμίζουν παλιό μελόδραμα, περιττολογίες ίσως, και χασμωδίες. Όμως ως περιεχόμενο τραγουδιού, ως επίτευγμα στο σύνολο των στοιχείων του (με κάποια ποιοτική κλιμάκωση των τραγουδιών μεταξύ τους), αλλά κυρίως ως σκόπευση, κομίζει για τη χώρα μας την αρχή από κάτι καινούριο – κι αυτό είναι που κάνει την όλη προσπάθεια να ξεχωρίζει θετικά.
Ας κλείσουμε αυτή την αναφορά στα 50χρονα τού «Φορτηγού» με μια δισκογραφία τού Διονύση Σαββόπουλου γύρω από ’κει:
1. Εγερτήριο, Μια θάλασσα μικρή/ Τα πουλιά της δυστυχίας, Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη – EP, Lyra LE 2020 – 1965
2. Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, Οι δεκαπέντε/ Το δέντρο (Ο οδηγητής), Συννεφούλα – EP, Lyra LE 2029 – 1965
3. Εγερτήριο (Ήλιε ήλιε αρχηγέ)/ Μια θάλασσα μικρή – single, Lyra LS 1053 – 1965
4. Τα πουλιά της δυστυχίας/ Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη – single, Lyra LS 1061 – 1965
5. Οι δεκαπέντε/ Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας – single, Lyra LS 1079 – 1965
6. Το δέντρο (Ο οδηγητής)/ Συννεφούλα – single, Lyra LS 1080 – 1965
7. Η Ζωζώ/ Τα κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο – single, Lyra LS 1219 – 1966
8. Βιετνάμ γιε-γιε/ Οι παλιοί μας φίλοι – single, Lyra LS 1220 – 1966
9. Φορτηγό – LP, Lyra XLP 3225 – 1966
Αν κι έχει περάσει μισός αιώνας από τότε ο πρώτος εκείνος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου, που σαν χθες είχε γενέθλια, εξακολουθεί να φαντάζει μοναδικός και μόνος, ίσως γιατί κανένας άλλος 20άρης δεν έκανε ποτέ ένα τέτοιο ανατριχιαστικό ντεμπούτο, όλα τα επόμενα χρόνια – κάτι, τέλος πάντων, που να μπορεί να κοντράρει, με τη δημιουργική έννοια, εκείνο το μοναδικό και ακατάτακτο άλμπουμ.
Καμία ταμπέλα δεν ήταν εύκολη, εκείνη ειδικά την εποχή, για το «Φορτηγό» – και το «νέο κύμα», που είχε εμπνευστεί Αλέξανδρος Πατσιφάς (και η εταιρεία Lyra), έμοιαζε πολύ περιοριστικό και κυρίως ασαφές για να περιγράψει ό,τι ακουγόταν στο συγκεκριμένο άλμπουμ.
Εξάλλου, τι σχέση μπορεί να είχαν τα κομμάτια τού «Φορτηγού» με τα αξιοπρεπέστατα εν πάση περιπτώσει τραγούδια του Βιολάρη ή του Πουλόπουλου; Γιατί όλα τούτα «νέο κύμα» τα βάφτιζαν τότε…
Έχουν γραφεί τόσα πολλά για το «Φορτηγό», τις δεκαετίες που ακολούθησαν, ώστε να μην υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να προσθέσουμε (καινούρια) περισσότερα εδώ και τώρα. Οι αξίες τού δίσκου είναι προφανείς, και, πάντα, τραγούδια όπως «Οι πλανόδιοι», «Το δέντρο», «Τα πουλιά της δυστυχίας», «Οι παλιοί μας φίλοι» και όλα τα υπόλοιπα θ’ ακούγονται, κάθε φορά, σαν να είναι η πρώτη φορά.
Τι γραφόταν όμως, σε περιοδικά κι εφημερίδες, σε πρώτο χρόνο, για τα τραγούδια τού «Φορτηγού»; Έχει σημασία αυτό. Όχι για τα τραγούδια αυτά καθ’ αυτά, αλλά για την κριτική. Κατά πόσο, δηλαδή, είχε αντιληφθεί το «καινούριο» που κόμιζαν τα νέα άσματα και πόσο κοντά βρισκόταν (η κριτική) σ’ εκείνο που συνέβαινε.
Για να δούμε…
Ανοίγουμε τις ΕΙΚΟΝΕΣ (τεύχος 591, της 17 Φεβρουαρίου 1967). Στην τελευταία σελίδα κάποιος Τ. Βαλ. ψάχνει για το… φορτηγό. Η κριτική στο άλμπουμ τού Σαββόπουλου, που είχε κυκλοφορήσει τρεις μήνες νωρίτερα, είναι αλλοπρόσαλλη, καθώς ο συντάκτης δεν φαίνεται να έχει καταλάβει και πολλά πράγματα. Την μεταφέρω ολόκληρη:«“Στην εθνική οδό, λίγο πιο έξω από τη Θεσσαλονίκη, ένα φορτηγό σε μαζεύει και ύστερα, πριν ξημερώση, σ’ αφήνει στην Αθήνα”. Αυτές είναι οι επεξηγήσεις των 12 μικρών τραγουδιών-αφηγήσεων του άλμπουμ, γραμμένες από τον συνθέτη και στιχουργό Διονύση Σαββόπουλο. Εν τούτοις με το πρώτο τραγούδι του δίσκου εκτίθενται: “Σε μια στιγμή ανάβουν τα φώτα, και η μουσική μας φέρνει τους μάγους, τους παλιάτσους με τα κόκκινα σκουφιά”. Πού είναι το φορτηγό; Ακολουθεί η “Ζωζώ η νταρντάνα”, η “Μαϊμού”, το “Δέντρο”, αλλά πουθενά το φορτηγό. Με δηκτικό, αλληγορικό ύφος ο Σαββόπουλος, με στρωτή μουσική (εκτός των εξαιρέσεων) συνοδεύει τον εαυτό του στην κιθάρα, μεταδίδοντας την εσωτερικότητα ελάσσονος τόνου των τραγουδιών του. Και “επειδή δεν είναι τραγούδια”, ο συνθέτης τα αποκαλεί “ασκήσεις φυσικής αναπνοής”».
«Πάνε δύο χρόνια που τελειώνοντας το Γυμνάσιο στη Σαλονίκη, κατέβηκα στην Αθήνα να βρω δουλειά.
Να τώρα σ’ αυτό το δίσκο τέσσερα από τα πρώτα τραγούδια μου. Δεν είναι παρά εικόνες και άνθρωποι από τη Σαλονίκη και την Αθήνα. Το Μπαχτσέ-Τσιφλίκι, η Καλαμαριά κα φυσικά όλοι οι φίλοι.
Σ’ αυτό το δίσκο πολλά πράγματα θυμίζουν Ζακ Πρεβέρ, Χριστιανόπουλο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μπρασσένς ή Ρωμανό Μελωδό. Σ’ όλα αυτά προστίθεται η προσωπική μου ομιλία, το μεράκι μου να πούμε. Έτσι κάπως, με χίλιους επηρεασμούς, φτιάχνεται το καινούργιο τραγούδι.
Είναι ζεστό, οικείο, ολοζώντανο. Έχει ένα κόμπο χαρά κι ένα κόμπο θλίψη. Πολλή πίστη και πολλή ελπίδα. Είναι τόσο μικρό όσο να χωράει ένα φιλί, και τόσο μεγάλο όσο να χωράει μια επανάσταση. Σ’ αυτό το τραγούδι, κτήμα του λαού, πιστεύω κι εγώ».
Κι ενώ είχαν κυκλοφορήσει κάμποσα από τα τραγούδια του Σαββόπουλου στις 45 στροφές, καθώς ο ίδιος γινόταν όλο και περισσότερο γνωστός στους θαμώνες των μπουάτ της Πλάκας, ο Γιώργος Μανιάτης (ο γνωστός συγγραφέας που τότε ήταν συντάκτης της «Ελευθερίας» – αν δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο του «Ο Μίδας βασιλιάς έχει αυτιά γαϊδάρου ή εκατέρωθεν της ουσίας» από το 1972 κάντε το) έγραφε στην αθηναϊκή εφημερίδα (17/4/1966) ένα… περίεργο κείμενο υπό τον τίτλο «Όσιος ή Αγύρτης; / Ο ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ / Ένας αληθινός καλλιτέχνης που κινδυνεύει να πνιγή./ Με το Χριστό ή το Βαραββά;». Ο Μανιάτης θεωρούσε, από τότε, πως ο Σαββόπουλος έτεινε προς τον συμβιβασμό. Η κριτική, αν και περνάει από ακραία «πάνω» και «κάτω» έχει ενδιαφέρον. Μεταφέρω ένα απόσπασμα:
Συζητώντας μαζί του τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται, θυμήθηκε μια ωραία κουβέντα του Χατζιδάκι: “Είσαι ωραίος Σαββόπουλε και να προσέχεις μήπως χωρέσης σε καμμιά κορνίζα. Θα πούνε: Κυττάξτε, δεν είναι έκτακτος αυτός ο νέος αναρχικός; Είναι ο μόνος που έχουμε στην Ελλάδα”…
Και ο Σαββόπουλος, πράγματι, τραγούδησε στο χορό της σχολής Αναβρύτων, και αγαπήθηκε πέρυσι το καλοκαίρι από τους εις Σπέτσας παραθεριστάς…
Αισθάνεται πολύ ευχαριστημένος.
Προσωπικά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι τα τραγούδια που είναι περισσότερο “δικά” του, αυτά τα τραγούδια με τη σαφέστατη, πράγματι, κοινωνική παρουσίαση, είναι τελικά τέτοια που θα διασκεδάσουν μόνο την τάξη εκείνη στην οποία ο Σαββόπουλος δεν θέλει ν’ ανήκη: την αστική τάξη.
Είναι έτοιμος να τραγουδήση στο σαλόνι της κυρίας τάδε και το παραδέχεται. Βαδίζει το δρόμο που δεν οδηγεί βέβαια στο να γίνη ο τραγουδιστής της τάξης αυτής, αλλά να πάψη να είναι ο τραγουδιστής του λαού (σ.σ. αυτό μοιάζει ν’ αναφέρεται σ’ εκείνο το “κτήμα του λαού”, που είχε γράψει ο Σαββόπουλος στο backcover τού πρώτου EP του).
Επιδιώκει, λέει, όχι να κερδηθή, αλλά να κερδίσει τον αστό και να τον κατεβάση στη Ρουλότα (σ.σ. μπουάτ της Πλάκας). Δεν ξέρει ότι είναι το ίδιο και το αυτό.
Ο φίλος μου Διονύσης Σαββόπουλος είναι κιόλας είκοσι δύο χρονών(…) και το έργο του μια δραματική πυκνότητα το διέπει, και ο πλούτος της χλεύης τού δίνει την παράξενη εκείνη ρωμαλεότητα.(…)
Απομένει να δούμε ποια πίστη θ’ ασπαστή: του Χριστού ή του Βαραββά. Απομένει να δούμε αν θα ζήση ή αν θα πεθάνη».
Η πιο ώριμη κριτική που έγινε εκείνη την εποχή στα τραγούδια του Σαββόπουλου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της αριστεράς «επιθεώρηση ΤΕΧΝΗΣ» (τεύχος 130-132, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1965). Ένα χρόνο πριν κυκλοφορήσει το «Φορτηγό» κι ενώ κάποια από τα τραγούδια τού δίσκου είχαν τυπωθεί σε δισκάκια ο γνωστός αργότερα δοκιμιογράφος Γιάννης Μ. Καλιόρης, πρώτος απ’ όλους, πέφτει μέσα σε πολλά απ’ όσα λέει. Μεταφέρω το μεγαλύτερο κομμάτι τής 4σέλιδης κριτικής (και πάντως όχι τους στίχους των τραγουδιών που παρατίθενται), επειδή έχει διαχρονικό νόημα.
Ένας τραγουδιστής
Μια σύμπτωση οδήγησε κάποιο βράδυ τα βήματά μας στο σπίτι ενός νέου τραγουδιστή – του Διονύση Σαββόπουλου. Είναι ένας νέος είκοσι ενός περίπου έτους, ο οποίος σαν τους παλιούς εκείνους «ραψωδούς», τους περιπλανώμενους τροβαδούρους του Μεσαίωνα –που εκφράζονταν μέσα απ’ όλα τα στοιχεία τού τραγουδιού πριν το τελευταίο καταμεριστεί σε «τομείς»–, γράφει τους στίχους και τη μουσική και τραγουδάει ο ίδιος συνοδεύοντας με την κιθάρα του. Μας τραγούδησε αρκετά απ’ τα τραγούδια του, με μια φωνή παράξενη, υπόβραχνη, μικρή σε ένταση, μοναδική ωστόσο για ν’ αποδώσει αυτήν ακριβώς την «ειδοποιό» αίσθησή τους.
«Φύγαμε από το σπίτι του Σαββόπουλου με το κεφάλι γεμάτο μελωδίες, σφυρίζοντας κάποιο σκοπό που ανελέητα είχε γαντζωθεί πάνω μας».
Ε, λοιπόν όχι, όταν φύγαμε ούτε το κεφάλι μας ήταν γεμάτο μελωδίες, ούτε μας σφηνώθηκε κανένα λάιτ-μοτίβ, απ’ αυτά που τ’ αρπάζουμε στον αέρα και δεν εννοούν να μας εγκαταλείψουν. Γιατί τα τραγούδια του δεν είναι «μελωδικά», δεν μας βομβαρδίζουν με εντυπωσιακές μουσικές φράσεις, που διαθέτοντας «μαγνητικά» σημεία αποτυπώνονται εύκολα ούτε έχουν την αυστηρά ρυθμική εκείνη σχηματοποίηση, το εξωτερικά «τακτοποιημένο» βάδισμα που κάνει ομαδικό ένα τραγούδι. Είναι από αυτά που δε μας «αρέσουν» γιατί δε χαϊδεύουν γοητευτικά την ακοή μας με γλαφυρές μουσικές αφηγήσεις, δεν μας τυλίγουν με συναισθήματα, δεν μας κατακλύζουν με συγκινήσεις ευκολοσχημάτιστες.
Τα τραγούδια αυτού του είδους είναι αδύνατο να τα οικειωθούμε σε κάποιο βάθος, με την πρώτη ακρόαση, ή με ακροάσεις ασυνειδητοποίητης προσοχής – αντιστέκονται με πείσμα σε μια τέτοια προσπέλαση. Αλλά όσες φορές τ’ ακούμε με ζωντανή προσοχή, τόσο και εξιχνιάζουμε τις αφανείς τους δυνατότητες, κι ανασύρουμε από μέσα τους τον κρυμμένο πλούτο.
Εκείνο που βασικά χαρακτηρίζει τα τραγούδια του Σαββόπουλου, είναι η οργανική σύνθεση της μουσικής και των στίχων. Πράγματι, εδώ οι στίχοι δεν είναι το πρόσχημα, ή το όχημα έστω για ν’ αναδειχτεί η μουσική ούτε πάλι προϋπάρχουν αξιολογικά απ’ αυτήν, ώστε η τελευταία να είναι απλώς ο αγωγός για την μετάδοση κάποιας δικής τους ενέργειας. Το καθένα απ’ τα δύο αυτά στοιχεία μπορεί και λειτουργεί μόνο μέσα στην ενότητά του με το άλλο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η σύλληψη του νοήματος ή ενός μηνύματος αν θέλουμε, είναι ταυτόχρονα «εννοιολογική» και μουσική.
Έτσι το λεπτόσαρκο μέλος, δεν μπορούμε να το φανταστούμε αυθύπαρκτο, λ.χ. σε διασκευή για σκέτη ορχήστρα, γιατί δεν έχει εκείνη την πληθωρικότητα που θα του επέτρεπε να αναλυθεί και να ανασυσταθεί εμπλουτισμένο, μέσα από την ενορχήστρωση ή την πολυφωνία – αναδείχνεται μόνο στο βαθμό που αποτελεί σάρκα των συγκεκριμένων στίχων, ακριβώς γιατί η σύλληψή τους εκπορεύτηκε, ευθύς εξ αρχής και ταυτόχρονα, από κάποια κοινή συγκινησιακή αφετηρία.(…)
Λέξεις με τραχιά αφή, με «άηθες ήθος», μπολιάζονται μέσα τους, κομίζοντας όχι τη γυμνή χυδαιότητα, ή την ακαλαισθησία τους, αλλά το θάνατο μιας ήδη τραυματισμένης απ’ τη βαναυσότητα των ανθρώπινων σχέσεων λυρικής αίσθησης, την ασεβή σπίλωση κάποιας παρθενικής συνείδησης του κόσμου. Λέξεις όπως «νταρντάνα», «σωματική ανάγκη», «νταβατζής», «βλαστημάει», έρχονται απροσδόκητα, κοφτά, ν’ αντιπαραταχθούν σαρκαστικά για να υπενθυμίσουν τα ρήγματα στην «αρμονία» του κόσμου μας και την ασάφεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Θα επιχειρήσουμε ένα τόλμημα: να παραθέσουμε τους στίχους μερικών τραγουδιών. Με αυτό είναι σίγουρο πως τα τραγούδια θα αδικηθούν, έτσι αποσαρκωμένα απ’ τη μουσική τους. Όμως θα το αποτολμήσουμε, όχι γιατί είναι φορείς μιας αυθύπαρκτης ποιητικής αξίας, αλλά γιατί μας εισάγουν, από μιαν ορισμένην άποψη, στο κλίμα και τη σκόπευση της όλης προσπάθειας.
Τα τραγούδια μπορούμε να τα σχηματοποιήσουμε σε τρεις κύκλους:
Ο πρώτος, με θέματα και αλληγορίες που ανάγονται σ’ ένα σαφέστερο κοινωνικό προβληματισμό, απηχεί, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, μακρινές μνήμες από τα τραγούδια και τις αλληγορίες του Μπρεχτ ή του Πρεβέρ, αλλά έχει πιο κοντινή συγγένεια με τις προσπάθειες παρόμοιων τραγουδιστών-ραψωδών στις άλλες χώρες, όπως είναι ο Μπόμπι Ντάιλαν (σ.σ. εννοεί Μπομπ Ντύλαν), o Ζωρζ Μπρασσέν και είναι όλο αυτό το κύμα που ονομάζεται Φολκ Ρόουλ (σ.σ. εννοεί folk-rock). Απ’ αυτόν τον κύκλο παραθέτουμε δύο δείγματα, απ’ τα οποία το πρώτο, που τιτλοφορείται «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ», αποτελεί διασκευή σχετικού ποιήματος του Πρεβέρ(…).
Το δεύτερο –το πιο ενδιαφέρον ίσως της σειράς– έχει τον τίτλο «Μια στιγμή ειρήνης» (σ.σ. πρόκειται για το τραγούδι «Σωματική ανάγκη» που ακούστηκε στο άλμπουμ «10 Χρόνια Κομμάτια» το 1975) και η κεντρική του ιδέα αναπτύσσεται σατιρικά χρωματισμένη μέσα από την εύστοχη παρωδία (…).
Το τρίτο, με περισσότερη «απόκρυψη», απεικονίζει ένα όραμα θρυμματισμένο που ξανασυναρμολογείται κομμάτι-κομμάτι μέσα από άγρυπνες καρδιές, και έχει τον αποκαλυπτικό αλλά και πολύ παρελθούσης χρήσεως κραυγαλέο τίτλο: «Ο οδηγητής» (σ.σ. «Το δέντρο»). .
Από μιαν άποψη ο προβληματισμός εδώ είναι «παρελθούσης χρήσεως» («μιλούσε αυτός που οδηγούσε», «της νίκης μας οδηγητή»), εκτός και αν τον οδηγητή τον νοήσουμε σαν το ευρύτερο και απροσωποποίητο εκείνο όραμα, που συνενώνει και κινητοποιεί τους αγωνιζόμενους ανθρώπους.
Στο δεύτερο κύκλο, ο προβληματισμός εμπλουτισμένος με δραματικό σαρκασμό, προσπαθεί να εισδύσει σε κάποιες άλλες πλευρές της «ανθρώπινης κατάστασης» παρουσιάζεται πιο «φιλοσοφημένος» μέσα από εικόνες που κινούνται σε εσωτερικότερο κλίμα. Πρόκειται για τη σειρά των «πλανοδίων»: Την περιοδεύουσα πόρνη, τους κλόουν και ταχυδακτυλουργούς του τσίρκου, τη μαϊμού του γύφτου και τους ηθοποιούς των «μπουλουκιών» – υπάρξεις που πραγματοποιούν τον προσωπικό τους θρίαμβο μέσα στον ασυνείδητο ψυχικό μαζοχισμό μιας διαπόμπευσης, η οποία έχει γίνει γι’ αυτούς ζωτική αυταπάτη, θρίαμβος θλιβερός που λίγο-πολύ κυκλοφορεί στο αίμα όλων μας.(…)
Το δεύτερο, στο ίδιο περίπου στυλ, ονομάζεται «Η Συννεφούλα». (…)
Και πάλι επαναλαμβάνουμε ότι δεν πρόκειται για ποιήματα με αυτοδυναμία, αλλά για στιχουργήματα τραγουδιών και σαν τέτοια πρέπει να κριθούν. Αν θελήσουμε να τα δούμε διαφορετικά, σίγουρα θα τ’ αδικήσουμε – θ’ ανακαλύψουμε κοινοτοπίες και αφέλειες, κάποτε μερικά φραστικά κλισέ ή φανταχτερές εικόνες, πού και πού επιφωνήματα ή εκφράσεις που θυμίζουν παλιό μελόδραμα, περιττολογίες ίσως, και χασμωδίες. Όμως ως περιεχόμενο τραγουδιού, ως επίτευγμα στο σύνολο των στοιχείων του (με κάποια ποιοτική κλιμάκωση των τραγουδιών μεταξύ τους), αλλά κυρίως ως σκόπευση, κομίζει για τη χώρα μας την αρχή από κάτι καινούριο – κι αυτό είναι που κάνει την όλη προσπάθεια να ξεχωρίζει θετικά.
Πηγή: «Ο Σαββόπουλος στην Λύρα» 11/1997
Ας κλείσουμε αυτή την αναφορά στα 50χρονα τού «Φορτηγού» με μια δισκογραφία τού Διονύση Σαββόπουλου γύρω από ’κει:
1. Εγερτήριο, Μια θάλασσα μικρή/ Τα πουλιά της δυστυχίας, Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη – EP, Lyra LE 2020 – 1965
2. Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, Οι δεκαπέντε/ Το δέντρο (Ο οδηγητής), Συννεφούλα – EP, Lyra LE 2029 – 1965
3. Εγερτήριο (Ήλιε ήλιε αρχηγέ)/ Μια θάλασσα μικρή – single, Lyra LS 1053 – 1965
4. Τα πουλιά της δυστυχίας/ Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη – single, Lyra LS 1061 – 1965
5. Οι δεκαπέντε/ Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας – single, Lyra LS 1079 – 1965
6. Το δέντρο (Ο οδηγητής)/ Συννεφούλα – single, Lyra LS 1080 – 1965
7. Η Ζωζώ/ Τα κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο – single, Lyra LS 1219 – 1966
8. Βιετνάμ γιε-γιε/ Οι παλιοί μας φίλοι – single, Lyra LS 1220 – 1966
9. Φορτηγό – LP, Lyra XLP 3225 – 1966
Πηγή: lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου