Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Λοιμός στην Αθήνα – Ο Θουκυδίδης σε ένα συγκλονιστικό… ρεπορτάζ από το 430 π.Χ...

Η λοιμική πρωτοφάνηκε, όπως λένε, στην Αιθιοπία, πέρα από την Αίγυπτο. Έπειτα κατέβηκε στην Λιβύη και σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας του Βασιλέως. Στην Αθήνα έπεσε ξαφνικά. Πρώτα εμφανίστηκε στον Πειραιά... […] "Εγώ που αρρώστησα ο ίδιος και είδα, με τα μάτια μου, άλλους ν΄ αρρωσταίνουν, θα περιγράψω την αρρώστια και τα συμπτώματά της, ώστε αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, να τα έχει ο καθένας υπόψη του και να ξέρει την αρρώστια για να πάρει καλά τα μέτρα του..."


Τον χρόνο εκείνο, όπως το παραδέχονται όλοι, σημειώθηκαν πολύ λίγες  άλλες αρρώστιες και όσοι υπέφεραν από κάτι άλλο προγενέστερα, πάθαιναν όλοι λοιμική. Όλοι, όμως, όσοι ήσαν υγιείς πάθαιναν την αρρώστια ξαφνικά. Στην αρχή με δυνατούς πονοκεφάλους, ψηλό πυρετό, με φλόγωση των ματιών, που κοκκίνιζαν. Το στόμα βρομούσε. Μετά απ’ αυτό άρχιζε φτέρνισμα  και η αρρώστια κατέβαινε ύστερα από λίγο στο στήθος, προκαλώντας δυνατό βήχα. Όταν κατέβαινε στην καρδιά, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και πολύ οδυνηρούς εμετούς και κενώσεις κάθε είδους χολής, απ’ όσα έχουν περιγράψει οι γιατροί. Μετά, τους περισσότερους τους έπιανε λόξιγκας που προκαλούσε δυνατούς σπασμούς. Σ’ άλλους σταματούσε γρήγορα, σ’ άλλους κρατούσε πολύ. Το σώμα, εξωτερικά, δεν ήταν, στην αφή, πολύ θερμό ούτε κίτρινο, αλλά κοκκινωπό και χλομό, γεμάτο φουσκαλίδες κι εξανθήματα.



Όμως, ο εσωτερικός πυρετός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε οι άρρωστοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα πιο λεπτά ρούχα, ούτε σεντόνια, ούτε άλλο τι  και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση αν μπορούσαν να μπουν σε δροσερό νερό. Και πολλοί, που δεν είχαν κανένα να τους προσέχει, αυτό έκαναν, κ’ έπεφταν στις στέρνες τυραννισμένοι από ακατάπαυστη δίψα που όσο κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να την σβήσουν. Δεν μπορούσαν να βρουν καμιά ανάπαυση και τους βασάνιζε η αϋπνία. Όσο η αρρώστια ήταν στην οξεία φάση της, το σώμα άντεχε καταπληκτικά και δεν αδυνάτιζε. Έτσι οι περισσότερο πέθαιναν ή την έβδομη ή την ενάτη μέρα από τον ψηλό πυρετό, ενώ είχαν ακόμη δυνάμεις. Αν περνούσαν αυτό το στάδιο, τότε η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά όπου προκαλούσε έλκος και ακατάσχετη διάρροια και τότε, οι περισσότεροι πέθαιναν από εξάντληση. Η αρρώστια διαπερνούσε όλο το σώμα. Αρχίζοντας από το κεφάλι, κατέβαινε σ’ ολόκληρο το σώμα κι αν κανείς άντεχε, περνούσε στα άκρα όπου φανερώνονταν τα σημάδια της. Πρόσβαλλε τα γεννητικά όργανα και τα χέρια και τα πόδια. Πολλοί σώθηκαν, άλλοι έμειναν παράλυτοι στα άκρα τους. Άλλοι έχασαν το φως τους κι άλλοι πάθαιναν αμνησία. Όταν έγιναν καλά δεν ήξεραν ποιοι ήσαν οι ίδιοι και δεν αναγνώριζαν τους συγγενείς και τους φίλους τους […]



[…] Το χειρότερο απ’ όλα δεν ήταν μόνο η κατάθλιψη εκείνων που αρρώσταιναν και απελπίζονταν αμέσως, αφήνοντας τον εαυτό τους αντί ν΄αντιδράσουν, αλλά και το ότι, νοσηλεύοντας ο ένας τον άλλο, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν σαν τα πρόβατα […]



Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Υπέφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. Μη έχοντας σπίτια, ζούσαν σε πνιγερές καλύβες, μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας απάνω στον άλλο ή σέρνοντας μεσ’ στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήσαν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι βασανισμένοι απ’ την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση και αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια. Δεν τηρούσαν πια καμιά απ’ τις τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του όπως μπορούσε. Πολλοί, που, απ΄ τους πολλούς θανάτους στην οικογένειά τους, τους είχαν λείψει τα χρειαζούμενα, μεταχειρίζονταν άπρεπους τρόπους. Άλλοι απόθεταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη, έτοιμη πυρά κι έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν τον νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός κι έφευγαν γρήγορα.


*Θουκιδίδου: Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Ιστορία Β’, μετάφραση Άγγελος Βλάχος, εκδόσεις «Εστία», β’ ανατύπωση, 1999.

*Από το βιβλίο του Τζον Κάρεϊ: Τα μεγάλα ρεπορτάζ, εκδόσεις «Νάρκισσος», β΄έκδοση, 2001.  

                                   
                                                                                                Πηγή: pasatempo.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου