Το
μεγάλο αριστούργημα του Σουηδού σκηνοθέτη αυτής της περιόδου (μαζί με
την «Έβδομη Σφραγίδα»). Ένας ηλικιωμένος ακαδημαϊκός καθηγητής ταξιδεύει
από την Στοκχόλμη στη Λουντ με το αυτοκίνητο του για να παραλάβει ένα
τιμητικό βραβείο για τα 50 χρόνια προσφοράς του, παρέα με τη νύφη του.
Στη διαδρομή όμως θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα που συνειρμικά θα τον
φέρουν αντιμέτωπο με όνειρα του παρελθόντος, μνήμες μιας ζωής που έχει
μείνει πίσω. Με αφορμή τα ηθικά διλήμματα των ανθρώπων αυτών, ο ίδιος
αναπολεί τη δική του ζωή, τις δικές του χαμένες ευκαιρίες, τα δικά του
όνειρα και τη δική του οικογένεια. Έτσι το
ταξίδι του μετατρέπεται σε ένα πνευματικό ταξίδι συμφιλίωσης με το
παρελθόν και τους οικείους του, ένα ταξίδι ενδοσκόπησης και αναζήτησης
του πρωταγωνιστή, του σκηνοθέτη αλλά και του θεατή με προορισμό την
ψηλάφηση (και όχι την λύση) ερωτημάτων που βασανίζουν τον άνθρωπο αέναα.
Ένας απολογισμός μιας ζωής θωρακισμένης από τα περίκλειστα τείχη του
εγωκεντρισμού.
Τα πρόσωπα μοιάζουν να υπερπηδούν με ευκολία τα χάσματα
του χρόνου και να συνυπάρχουν ταυτόχρονα στο τώρα και το κάποτε – η
ευρηματική διανομή διπλών ρόλων, προσώπων της σκέψης και της πλοκής,
ενδυναμώνει άλλωστε αυτή την αίσθηση. Η λυρική απόδοση των στιγμών του
παρελθόντος σε συνδυασμό με την κοφτή, μετρημένη απεικόνιση του
παρόντος, προδίδουν μία νοσταλγική μελαγχολία για τις χαρές, αλλά και
τις λύπες που συναντιόνται μονάχα στο σύμπαν των θαμπών αναμνήσεων.
Στο
κατώφλι του οριστικού τέλους, ο Bergman παραδίδει ένα σπουδαίο
οδοιπορικό, που διατρέχει την ίδια στιγμή τη Σουηδία, τον παρελθόντα
χρόνο αλλά και τον φαντασιακό κόσμο του πρωταγωνιστή. Εν προκειμένω η
υπερβάλλουσα μεταφυσική ανησυχία απορρίπτεται, ώστε η πλάστιγγα να
γείρει προς την πλευρά της ενδοσκόπησης. Η ερημιά του εγωισμού
ισοδυναμεί με μια αποτυχημένη ζωή, ακόμα και αν οι συνάδελφοι αποτίουν
φόρο τιμής, σε μια έξοχη πανεπιστημιακή καριέρα. Συγκλονιστική η
ερμηνεία του Victor Sjostrom (του σημαντικότερου Σουηδού σκηνοθέτη της
εποχής του βωβού) στον ρόλο του ηλικιωμένου εγωπαθούς γιατρού. Τούτη την
ιστορία της ζωής που καταστράφηκε από υπερβολικό εγωισμό, ο Bergman την
αφηγείται αναμιγνύοντας, είδη και τεχνοτροπίες, με την πιο μεγάλη
ελευθερία. Την ντοκιμανταιρίστικη ακρίβεια της πρώτης σεκάνς, διαδέχεται
ένας εξπρεσιονιστικός εφιάλτης σαν φόρος τιμής στην τέχνη του Sjostrom
και την «Άμαξα φάντασμα». Η αναπόληση του παρελθόντος γίνεται με
μερικούς ιμπρεσιονιστικούς πίνακες πλημμυρισμένους από φως. Είναι το φως
που δημιουργεί το διάκοσμο στην αναβίωση της νοσταλγίας της χαμένης
νιότης, μ’ αυτό το ωραίο εύρημα όπου ο γέρο – Ισαάκ παρίσταται στον
κόσμο της παιδικής του ηλικίας, ως μοναδική σκοτεινή σιλουέτα, μέσα στη
φωτεινή απόχρωση των υπολοίπων προσώπων. Στο ρεαλισμό του ταξιδιού,
αντιπαραθέτει μια ονειρική σουρεαλιστική σεκάνς φωτισμένη με κοντράστ.
Αυτό που πάνω απ’ όλα όμως αναγάγει τις «Άγριες Φράουλες» σε ένα
αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου είναι το γεγονός ότι αγγίζει
προσεκτικά μία από τις εντονότερες ανησυχίες του ανθρώπου -καλλιτέχνη ή
μη: τι συμβαίνει, δηλαδή, όταν έχει πια γραφτεί το μεγαλύτερο μέρος της
μικρής, προσωπικής μας ιστορίας και το μόνο που απομένει είναι κάποιες
μετρημένες στιγμές, αναπόφευκτα στραμμένες στην αξιολόγηση της
χαραγμένης μας πορείας.]
Πηγή: the100bestmovies.blogspot.gr
Κ α λ ή Κ υ ρ ι α κ ή !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου