Από
τη στιγμή που αναλύθηκαν όλα τα είδη των πολιτευμάτων (και οι
παρεκβάσεις τους), αυτό που απομένει είναι η διερεύνηση του άριστου
πολιτεύματος: «Ποιο όμως είναι το άριστο πολίτευμα και ποιος ο άριστος
βίος για τις περισσότερες πόλεις και για τους περισσότερους ανθρώπους,
όχι με βάση την εξαιρετική αρετή που υπερβαίνει την αρετή του
συνηθισμένου ατόμου, ούτε με βάση την παιδεία η οποία προϋποθέτει φυσικά
χαρίσματα και ευνοϊκή τύχη, ούτε με βάση ένα πολίτευμα όπως το
ευχόμαστε, αλλά με βάση το είδος ζωής που είναι εφικτό να έχουν οι
περισσότεροι, και το είδος πολιτεύματος που ενδέχεται να υιοθετήσουν οι
περισσότερες πόλεις;» (σελ. 283).
Ο συνδυασμός του άριστου πολιτεύματος με τον άριστο βίο είναι η
κατάδειξη της ενότητας ανάμεσα στην ατομική και πολιτική αρετή. Η πόλη,
ως σύνολο ανθρώπων, για να μπορέσει να οργανωθεί, πρέπει ο κάθε πολίτης
ξεχωριστά να αποδεχτεί και να εφαρμόσει τους κανόνες. Η ηθική αρετή σε
ατομικό επίπεδο είναι η προϋπόθεση της αρετής σε δημόσιο επίπεδο. Ένα
πλήθος από λωποδύτες είναι αδύνατο να προτάξει την πολιτειακή
ακεραιότητα. Κι αυτός είναι ο ρόλος της παιδείας που πρέπει να μεταδώσει
στους νέους την ηθική αρετή, ώστε να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή με
την εφαρμογή των νόμων. Η αναγνώριση ότι η παιδεία αφορά τα φυσικά
χαρίσματα του μαθητή και την ευνοϊκή τύχη, είναι η παραδοχή της ταξικής
διάστασης της παιδείας, αφού η τύχη δεν είναι τίποτε άλλο από την
κοινωνική θέση που θα παίξει τεράστιο ρόλο. Η επιλογή δασκάλου, η ανάγκη
αποχής από κάθε άλλη εργασία, τα οικογενειακά ερεθίσματα και οι
προτεραιότητες που ορίζονται πρωτίστως από τους γονείς είναι ξεκάθαρα
ταξικά στοιχεία που εν τέλει διαμορφώνουν την εκπαίδευση. Κι αυτή την
παράμετρο ο Αριστοτέλης ονομάζει τύχη, αφού κανείς δεν μπορεί να
επιλέξει την οικογένεια που θα γεννηθεί. Αν συνυπολογίσουμε
ότι και αυτά που αναφέρονται ως «φυσικά χαρίσματα», εννοώντας προφανώς
την ευφυΐα ή τη δυνατότητα συγκέντρωσης ή οτιδήποτε άλλο συμβάλλει
θετικά στην εκπαιδευτική πρόοδο του μαθητή, αφορούν επίσης σε μεγάλο
βαθμό το κοινωνικό περιβάλλον που προσδίδει τα ερεθίσματα,
αντιλαμβανόμαστε ότι ο βαθμός της τύχης παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο.
Γι’ αυτό, πολύ βασικός στόχος κάθε υγιούς πολιτεύματος είναι η παροχή
ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών σε όλους τους νέους, που μόνο με την
άμβλυνση των ταξικών διαφορών μπορεί να επιτευχθεί. Γιατί η εκπαίδευση
είναι αδύνατο να αποκοπεί από τους ταξικούς διαχωρισμούς – πράγμα που ο
Αριστοτέλης αντιλαμβανόταν πολύ καλά παρακολουθώντας την αθηναϊκή
πραγματικότητα της εποχής του. Οι εκπαιδευτικές ανισότητες δεν είναι
παρά ταξικές ανισότητες που μ’ αυτό τον τρόπο διαιωνίζονται.
Και βέβαια, οι πολιτειακές παρεμβάσεις αυτού του είδους, απαιτούν
συγκεκριμένες τακτικές και κυρίως την πρακτική ευκολία στην εφαρμογή
τους, ώστε να μπορούν να υιοθετηθούν από τις περισσότερες πόλεις. Κι
αυτός είναι ο δρόμος της μεσότητας: «Εάν δηλαδή είναι σωστή η άποψη των
Ηθικών ότι ο ευτυχισμένος βίος είναι ο βίος ο εναρμονισμένος με την
αρετή και η αρετή είναι η μεσότητα, τότε κατά λογική αναγκαιότητα ο βίος
που χαρακτηρίζεται από τη μεσότητα είναι άριστος, με την έννοια ότι
είναι δυνατόν κάθε άνθρωπος να πετύχει τη μεσότητα». (σελ. 283 – 285).
Από τη στιγμή που η μεσότητα εγγυάται τις ισορροπίες σε ατομικό επίπεδο
οδηγώντας στην αρετή κι εφόσον η συνύπαρξη καθορίζεται από τις σχέσεις
όλων των μεμονωμένων προσωπικοτήτων, που πρέπει να κατέχουν την ατομική
αρετή μέσω της μεσότητας, δε μένει παρά να δεχτούμε ότι το κλειδί της
σωστής πολιτικής οργάνωσης που θα εξασφαλίσει τη συλλογική ευτυχία είναι
και πάλι η μεσότητα που θα επιβάλει τις ισορροπίες: «Και αυτά τα ίδια
κριτήρια υποχρεωτικά ισχύουν για την αρετή και την κακία της πόλης και
του πολιτεύματος, γιατί το πολίτευμα είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος
ζωής της πόλης». (σελ. 285).
Με δεδομένο ότι τα πολιτεύματα διαχωρίζονται κυρίως από τον ταξικό τους
προσανατολισμό δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς ότι ακριβώς αυτό
είναι και το πεδίο της μεσότητας που πρέπει να διεκδικηθεί ως κοινωνικό
αγαθό: «Κάθε πόλη γενικά αποτελείται από τρία μέρη, από τους πολύ
εύπορους, από τους πολύ άπορους και από τους τρίτους που βρίσκονται στη
μέση αυτών των δύο. Καθώς, λοιπόν, κατά κοινή ομολογία το μέτριο και το
μέσο είναι το άριστο, γίνεται φανερό ότι από όλα τα δώρα της τύχης η
μέση ιδιοκτησία είναι η καλύτερη». (σελ. 285). Κι όταν ο Αριστοτέλης
λέει ότι «η μέση ιδιοκτησία είναι η καλύτερη», εννοεί ότι είναι καλύτερη
και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Γιατί ο άνθρωπος μπορεί να
κατακτήσει την ευτυχία μόνο εντασσόμενος στο συμβιωτικό πλαίσιο της
συναναστροφής. Ως φύσει πολιτικό ον είναι αδύνατο να συλλάβει την
ευτυχία αν δε συνειδητοποιήσει τις ισορροπίες που τον καθιστούν αποδεκτό
από τους γύρω. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη φτηνή συναναστροφή της
κολακείας που μόνο το συμφέρον επιβάλλει. Εδώ μιλάμε για τον καθορισμό
του εαυτού που οφείλει να ενταχθεί μέσα στο συλλογικό γίγνεσθαι, δηλαδή
για την αυτογνωσία, που αποκτά κοινωνικές διαστάσεις: «….. ο μέσος
πλούτος πολύ εύκολα υπακούει στη λογική, ενώ ο άνθρωπος ο υπερβολικά
ωραίος ή ισχυρός ή ευγενικής καταγωγής ή πλούσιος ή το αντίθετο, δηλαδή ο
υπερβολικά φτωχός ή ανίσχυρος ή ταπεινής καταγωγής είναι δύσκολο να
ακολουθήσει τη λογική». (σελ. 285).
Τα άκρα, σε όλα τα επίπεδα, δεν μπορούν παρά να δράσουν αρνητικά, αφού,
από θέση αρχής, ακυρώνουν τις ισορροπίες. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τον
πλούτο, αλλά και την ομορφιά και τη δύναμη και οτιδήποτε σχετίζεται με
τη διαμόρφωση του ανθρώπου. Η υπερβολή είναι εύκολο να οδηγήσει στην
υπεροψία και την αλαζονική συμπεριφορά, ενώ η έλλειψη στο αίσθημα της
κατωτερότητας που είτε θα στραφεί απέναντι στους άλλους ως επιθετικότητα
είτε απέναντι στον ίδιο τον εαυτό ως εκμηδένιση της αυτοπεποίθησης.
Τελικά, όλα τα ενδεχόμενα υπονομεύουν την ανθρώπινη επαφή: «Γιατί οι
πρώτοι γίνονται αλαζόνες και μεγαλοαπατεώνες μάλλον και οι δεύτεροι
κακοποιοί και μικροαπατεώνες κυρίως. Έτσι άλλα αδικήματα οφείλονται στην
αλαζονεία και άλλα στην κακοήθεια». (σελ. 285).
Η κατανομή του πλούτου που επιφέρει χαοτικές κοινωνικές ανισότητες
παρουσιάζεται ως ύψιστη παθογένεια, αφού σε κάθε περίπτωση δεν έχει άλλη
επιλογή απ’ το να οδηγήσει στην αποδιοργάνωση. Από τη μια ο υπέρμετρος
πλούτος γεννά την ακόρεστη επιθυμία για κέρδος (και κατ’ επέκταση για
πολιτική εξουσία προς νομοθετική διασφάλιση όλων των μεθοδεύσεων) κι από
την άλλη η φτώχεια γεννά την αδικία και την εξαθλίωση που ασφαλώς
(επίσης) θα δράσουν αντικοινωνικά. Οι κοινωνικές δομές που δημιουργούν
τις συνθήκες για την κατάλυση κι όχι την ισχύ του νόμου, είναι οι
συνθήκες της στρέβλωσης, που θα μετατρέψουν το πολίτευμα σε πεδίο
εξυπηρέτησης συμφερόντων. Γι’ αυτό και οι πλούσιοι θέλουν ολιγαρχία. Γι’
αυτό και οι φτωχοί παλεύουν για δημοκρατία. Κι αν δεν είναι το συμφέρον
που κάνει τους πάντες να κόπτονται για την εξουσία, τότε είναι η
υπέρμετρη φιλοδοξία που και πάλι τρέφεται από τα άκρα ως εσφαλμένη
αντίληψη του εαυτού: «… οι βρισκόμενοι στο μέσον ελάχιστα επιδιώκουν να
αποφεύγουν ή να καταλαμβάνουν αξιώματα. Και οι δύο αυτές επιδιώξεις
βλάπτουν τις πόλεις». (σελ. 285).
Αν η αποφυγή των αξιωμάτων δηλώνουν την απογοήτευση από τον πολιτικό
βίο που κάνει τους ανθρώπους να απομακρύνονται ή αν η επιδίωξη της
πολιτικής καταξίωσης υπονοεί την υπηρεσία συμφερόντων ή της προσωπικής
ματαιοδοξίας, δεν έχει να κάνει με το πεδίο που ερευνά εδώ ο
Αριστοτέλης. Ούτε όμως γίνεται λόγος απλώς για τις προτιμήσεις ή τις
κλίσεις των ανθρώπων, σύμφωνα με τις οποίες άλλοι θέλουν κι άλλοι δε
θέλουν να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή. Γιατί εδώ καθίσταται σαφές ότι
αυτές ακριβώς οι κλίσεις διαμορφώνονται και, κατά συνέπεια, άλλοι
μαθαίνουν να έχουν τέτοιες φιλοδοξίες, ενώ άλλοι όχι. Αν δεχτούμε ότι η
παιδεία είναι αυτή που δημιουργεί την επιθυμία για συμμετοχή στο
πολιτικό γίγνεσθαι, τότε βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στην ανισότητα,
αφού η παιδεία δεν είναι απαλλαγμένη από τις ταξικές διαφορές: «… οι
ευνοημένοι με υπερβολικά δώρα της τύχης, δύναμη, πλούτο, φίλους και άλλα
παρόμοια, ούτε ανέχονται ούτε γνωρίζουν να υπακούν στην εξουσία (και
αυτό καλλιεργείται από την παιδική ακόμη ηλικία στο οικογενειακό
περιβάλλον. Εξαιτίας της πολυτελούς ζωής τους ούτε και στα σχολεία
συνηθίζουν να υπακούν). Αντίθετα οι υπερβολικά φτωχοί είναι πολύ
δουλοπρεπείς. Συνεπώς αυτοί δε γνωρίζουν να εξουσιάζουν, αλλά να
εξουσιάζονται ως δούλοι από δεσποτική αρχή. Οι προηγούμενοι γνωρίζουν να
μην υπακούν σε καμία εξουσία, αλλά μόνο να ασκούν οι ίδιοι δεσποτική
εξουσία. Έτσι διαμορφώνεται μια πόλη δούλων και δεσποτών αλλά όχι
ελεύθερων ανθρώπων, όπου άλλοι φθονούν κι άλλοι περιφρονούν». (σελ. 285 –
287).
Το ενδεχόμενο της διεκδίκησης των θέσεων εξουσίας από ανάξιους, που
είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα εξαναγκάζοντας τους
πραγματικά χαρισματικούς να αποχωρήσουν, είναι η πιο στρεβλή εκδοχή όχι
μόνο του πολιτεύματος, αλλά και της παιδείας – η παιδεία είναι το
στήριγμα όλων των πολιτευμάτων – η οποία επιτρέπει τη διαστρέβλωση όλων
των αξιών αναδεικνύοντας τους χειρότερους σε ηγέτες και μετατρέποντας το
λαό σε υποχείριο, που είτε αδυνατεί να παρακολουθήσει τη στρέβλωση είτε
την ανέχεται για την εξυπηρέτηση μικροσυμφερόντων.
Οι ακραίες περιπτώσεις πλούτου και φτώχειας δεν μπορούν παρά να έχουν
αντίκτυπο και στη διαχείριση της εξουσίας. Αυτομάτως όλα γίνονται θέμα
συσχετισμών. Αν οι φτωχοί είναι πολλοί κι οργανωθούν μπορεί να προκύψει
καμιά εξέγερση. (Αυτό βέβαια εξαρτάται κι απ’ το βαθμό της απελπισίας.
Οι έξυπνες ολιγαρχίες είναι αυτές που ξέρουν ποια είναι τα όρια. Όσο πιο
προκλητική γίνεται η ολιγαρχία τόσο πιο επίφοβη είναι η θέση της): «Όλα
αυτά όμως απέχουν πάρα πολύ από τη φιλία και την πολιτική κοινωνία,
γιατί η κοινωνία προϋποθέτει στοιχεία φιλίας, αφού οι άνθρωποι ούτε τον
ίδιο δρόμο δε θέλουν να μοιράζονται με τους εχθρούς τους. Αντίθετα με
αυτό, απαιτείται η πόλη να αποτελείται από ίσους και όμοιους πολίτες
όσοι γίνεται περισσότερο, και αυτό συναντάται κυρίως στη μεσαία τάξη.
Κατά συνέπεια άριστο πολιτικό βίο έχει η πόλη η οποία αποτελείται από
όσα ισχυριστήκαμε ότι συνιστούν την πόλη σύμφωνα με τη φύση της». (σελ.
287).
Η πρόθεση ενός πολιτεύματος να ακολουθήσει τη μεσότητα στη διανομή του
πλούτου δεν μπορεί παρά να καταγράφεται από την ισχύ που δίνει στη
μεσαία τάξη. Από τη στιγμή που ο υπέρμετρος πλούτος είναι αδύνατο να
επιτευχθεί χωρίς την προϋπόθεση της υπέρμετρης φτώχειας, κι από τη
στιγμή που και τα δύο αυτά αλληλένδετα ενδεχόμενα λειτουργούν σε βάρος
της κοινωνικής συνοχής, δηλαδή του δημόσιου συμφέροντος, η γιγάντωση της
μεσαίας τάξης είναι τα διαπιστευτήρια της ισότητας και της κοινωνικής
ομαλότητας. Υπό αυτές τις συνθήκες η προσπάθεια εξαφάνισης ή συρρίκνωσης
της μεσαίας τάξης δεν είναι παρά υπονόμευση της ενότητας της κοινωνίας,
δηλαδή της ίδιας της πολιτείας.
Όμως η μεσότητα δε σημαίνει και ισοπέδωση με την έννοια της απόλυτης
περιουσιακής ισότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αριστοτέλης υποστηρίζει
της ιδιοκτησία ως μορφή αξιοκρατίας – αυτός που αξίζει ας έχει και τα
περισσότερα. Δεν είναι όμως τυχαίο που υποστηρίζει επίσης ότι αυτές οι
περιουσιακές διαφορές πρέπει εκδηλώνονται μέσα σε κάποια όρια. Γιατί
αυτό που προέχει είναι το όφελος της πόλης και η ύπαρξη ενός υγιούς
ανταγωνισμού στο πλαίσιο της περιουσιακής επέκτασης μπορεί να δράσει
θετικά, αφού θα λειτουργήσει ως έναυσμα αξιοποίησης όλων των ικανοτήτων.
(Φυσικά, με την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζονται οι νόμοι). Όταν όμως
τα όρια χαθούν φέρνοντας στο προσκήνιο ανθρώπους με πλούτο χωρίς
προηγούμενο (κι ως εκ τούτου με ανεξέλεγκτη δύναμη) τότε όλα
ανατρέπονται, καθώς εξαφανίζονται οι ισορροπίες ανοίγοντας το δρόμο στις
πολιτικές ακρότητες: «Άρα γίνεται φανερό ότι η πολιτική κοινωνία που
αποτελείται από πολίτες της μέσης τάξης είναι άριστη, και ενδέχεται να
έχουν σωστό πολιτικό βίο οι πόλεις όπου η μεσαία τάξη είναι μεγάλη και
ισχυρότερη, μάλιστα σε σχέση με τις δύο άλλες ή τουλάχιστον με μία από
τις δύο. Γιατί συμμαχώντας με αυτή πετυχαίνει η ισορροπία των δυνάμεων
και εμποδίζει την εμφάνιση ακροτήτων στον πολιτικό βίο». (σελ. 289). Και
ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «… είναι σαφές ότι το πολίτευμα της μέσης
τάξης είναι άριστο, γιατί είναι το μόνο αστασίαστο πολίτευμα, αφού
ελάχιστα φαινόμενα επαναστάσεων κι αντιπαλότητας των πολιτών
παρατηρούνται εκεί, όπου η μεσαία τάξη είναι μεγάλη». (σελ. 289).
Όμως, η συνείδηση της σημασίας της μεσαίας τάξης για τη συγκρότηση της
πολιτείας δε συνεπάγεται και την αυτόματη κατοχύρωση της αξίας της ως
πηγή ευτυχίας. Κι αυτό είναι ξεκάθαρο θέμα παιδείας. Το γεγονός ότι η
ευτυχία συνδυάζεται (σχεδόν) πάντα με το χρήμα είναι η αποτυχία των
πολιτών να προσεγγίσουν σωστά την ευτυχία σε ατομικό και κατά συνέπεια
σε συλλογικό επίπεδο. Η κοινωνία που θεοποιεί το χρήμα δεν μπορεί παρά
να λειτουργήσει συγκρουσιακά μετατρέποντας τους θεσμούς σε πεδίο
κατοχύρωσης συμφερόντων. Υπό αυτούς τους όρους η πολιτική εκπροσώπηση, η
δικαιοσύνη, η εκπαίδευση, όλοι οι θεμελιώδεις κοινωνικοί θεσμοί
τίθενται στη λογική της ιδιοτέλειας, δηλαδή της επιβολής. Μοιραία,
παίρνουν το δρόμο της χειραγώγησης. Το μόνο που μένει είναι η κοινωνική
αδικία ως ατράνταχτη απόδειξη της πολιτικής στρέβλωσης.
Η άποψη του Αριστοτέλη ότι ο πολιτικός πρέπει να ανήκει στη μεσαία
τάξη, ώστε να διασφαλίζεται η ακεραιότητά του, κρίνεται μάλλον επίφοβη:
«… είναι μεγάλο ευτύχημα όσοι δραστηριοποιούνται πολιτικά, να έχουν
μέσου μεγέθους περιουσία, γιατί, όπου άλλοι έχουν υπερβολικά πολλά και
άλλοι τίποτε, εκεί εμφανίζεται ή το τελευταίο είδος της δημοκρατίας ή
άκρατη ολιγαρχία ή τυραννίδα εξαιτίας των δύο αυτών ακροτήτων». (σελ.
289). Και είναι επίφοβη γιατί η μεσαία τάξη δεν αποτελεί επιλογή. Ο
μεσαίος, αν βρει επαγγελματική ευκαιρία, μπορεί να δουλεύει ακατάπαυστα
για την ελπίδα του πλουτισμού. Σε πολλές περιπτώσεις δε διστάζει να
χρησιμοποιήσει αθέμιτα κι επικίνδυνα μέσα και είναι πρόθυμος να
συγκρουστεί με άλλους μεσαίους προκειμένου να αυξήσει το εισόδημά του.
Συνήθως προσπαθεί να μιμηθεί τις συνήθειες των ανθρώπων που τον
ξεπερνούν οικονομικά. Η έννοια μικροαστός, που απευθύνεται κυρίως στα
χαμηλά στρώματα των μεσαίων – δεν είναι όλοι οι μεσαίοι το ίδιο, όπως
δεν είναι και όλοι οι πλούσιοι το ίδιο – λειτουργεί πρωτίστως
υποτιμητικά.
Ο μεσαίος που αρκείται σ’ αυτά που έχει και απολαμβάνει τη ζωή με τα
μέσα που έχει χωρίς να μπαίνει στο παιχνίδι της περαιτέρω απόκτησης
είναι ο φιλοσοφημένος άνθρωπος. Είναι αυτός που γνωρίζει την αξία του
μέτρου. Όμως σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό
αποτελεί επικρατούσα κοινωνική αντίληψη. Η μεσότητα στον πλούτο, με τον
τρόπο που τη θέτει ο Αριστοτέλης, δεν έχει αποκτήσει ιδεολογικό ανάστημα
κι αν εννοήσουμε ως μέτρο το μέγεθος των πραγματικών αναγκών θα λέγαμε
ότι τα όρια έχουν χαθεί εντελώς. Ο άνθρωπος πρέπει να συνειδητοποιήσει
ότι η ευτυχία και η καταξίωση δεν αφορούν τον άμετρο πλούτο – κι αυτός
είναι ο λόγος που η μεσαία τάξη πρέπει να θεωρείται επιθυμητή. Η επιμονή
του ανθρώπου στην αναζήτηση του πλούτου είναι η απομάκρυνση από τις
χαρές της ζωής, που σε τελική ανάλυση είναι καταδικασμένες στην
απλότητα: «Ακόμη οι πολίτες της μέσης τάξης έχουν τη μεγαλύτερη ασφάλεια
στις πόλεις, γιατί ούτε επιθυμούν τα ξένα αγαθά, όπως οι φτωχοί, ούτε
άλλοι τα δικά τους, όπως οι φτωχοί ζηλεύουν τα αγαθά των πλουσίων. Έτσι
ζουν χωρίς κινδύνους, γιατί ούτε υπονομεύονται ούτε υπονομεύουν. Από
αυτά δικαιώνεται η ευχή του Φωκυλίδη: “Οι μέσοι έχουν πολλά άριστα
πράγματα. Θέλω να ανήκω στους μέσους”». (σελ. 287).
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», 2ος τόμος, μετάφραση Πηνελόπη – Τζιώκα Ευαγγέλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2007
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: http://envisioningtheamericandream.com/2012/09/24/a-blueprint-for-the-middle-class/
Θανάσης Μπαντές / http://eranistis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου