Η πίστωση και το χρέος είναι κάτι περισσότερο από ορθολογικές συναλλαγές υλικών εντός μιας οικονομίας της αγοράς. Είναι κοινωνικά δομημένες [ενέργειες] και επικεντρώνονται σε θέματα σκληρών ηθικών κρίσεων για τον χαρακτήρα, την ισότητα και την «καλή πίστη». Οι κρίσεις αυτές, με την σειρά τους, συνδέονται με έντονα συναισθήματα δυσαρέσκειας, ντροπής και ταπείνωσης.
Οι αλλαγές και οι αντικρουόμενες
απεικονίσεις των προσωπικών πιστώσεων και χρεών επηρεάζουν σοβαρά την
δύναμη και την ευημερία των κρατών.
Η ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Μια ποικιλία κοινωνικών νοημάτων έχει
συνδεθεί με το χρέος στον πάροδο του χρόνου. Και όμως ορισμένα σχέδια
επαναλαμβάνονται. Σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες το χρέος συνυπάρχει με
την «δουλεία», την «ελευθερία», την «ευγνωμοσύνη» και την «τιμή», όπως
στην «ελευθερία από το χρέος», το «χρέος από ευγνωμοσύνη» και το «χρέος
τιμής».
Στα ολλανδικά και τα γερμανικά, η λέξη
Schuld σημαίνει τόσο χρέος όσο και ενοχή. Μια παρόμοια γλωσσική συνάφεια
βρίσκεται στην εβραϊκή λέξη Chayav. Οι όροι αυτοί απεικονίζουν το βαθύ
πολιτιστικό άγχος που συνδέεται με το χρέος και τα ισχυρά συναισθήματα
ντροπής που μπορεί να προκαλέσει. Για τους Γερμανούς, η θρυλική
νοικοκυρά της Σουηβίας είναι η παραδοσιακή πολιτιστική εικόνα της
χρηστής οικονομικής συμπεριφοράς: Ο καθένας «θα πρέπει να ζει με όσα
διαθέτει». Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ιδιοποιήθηκε αυτή την
εικόνα για να δικαιολογήσει τις πολιτικές της σχετικά με την κρίση
δημοσίου χρέους μετά το 2010 στην περιοχή του ευρώ.
Αντανακλώντας το γερμανικό περιβάλλον, ο
Φρίντριχ Νίτσε προσέφερε έναν ανθρωπολογικό απολογισμό της ιστορικής
σύνδεσης της ενοχής με το χρέος (das Schuldgefühl). Τόνισε ότι το χρέος
ήταν συνδεδεμένο με την ηθικολογία των εννοιών του καθήκοντος, της
τιμής, της αυτοεκτίμησης και του κύρους. Στο «Γενεαλογία της Ηθικής» (On
the Genealogy
of Morals ) [2], ο Νίτσε κοίταξε πίσω στην «παλαιότερη και πιο
πρωτόγονη» προσωπική σχέση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη ως την προέλευση
του πώς «ένα πρόσωπο μετρά πρώτα τον εαυτό του έναντι του άλλου».
Πράγματι, η πίστωση και το χρέος όντως
προϋπάρχουν των χρημάτων. Πήραν την μορφή εξυπηρετήσεων (χαρών) ανάμεσα
σε φίλους και γείτονες, κάτι που δημιούργησε προσωπικές ηθικές
υποχρεώσεις. Αργότερα, η δημιουργία του χρήματος παρείχε μια λογιστική
μονάδα για την παρακολούθηση των χρεών. Το πιο σημαντικό, αυτό οδήγησε
σε μια απο-προσωποποίηση των σχέσεων πιστωτή-οφειλέτη, καθιστώντας
δυνατή την εμπορική κοινωνία. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με τις
καινοτομίες της [ταχυδρομικής] αποστολής και των εξασφαλίσεων
απαιτήσεων. Με αυτόν τον τρόπο, το χρέος συνδέθηκε με την απειλή, και
συχνά στην πραγματικότητα, με την διάβρωση της ελευθερίας, όχι μόνο για
τα άτομα αλλά και για ολόκληρες οικογένειες. Βρέθηκαν σε μια κατάσταση
«δουλείας του χρέους».
Λόγω της υποδήλωσης της υποδούλωσης,
επαναστατικές αλλαγές της εξουσίας, ή η άνοδος νέων κυβερνητών, συχνά
έφεραν μαζί τους διαγραφές χρέους και καταστροφή αρχείων χρέους. Το
πρώτο καταγεγραμμένο παράδειγμα αυτού φαίνεται να είναι το 2400 π.Χ. από
τον βασιλιά Enmetena στην πόλη-κράτος των Σουμερίων Lagash στην
Μεσοποταμία. Στην συνέχεια, η βιβλική παροιμία «Οι πλούσιοι κυριαρχούν
πάνω στους φτωχούς, και ο δανειολήπτης είναι δούλος του δανειστή»
χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την ακύρωση «απεχθών» χρεών μετά
την αλλαγή καθεστώτος. Χρησιμοποιήθηκε επίσης για την φυλάκιση
οφειλετών, για παράδειγμα στα έργα του Καρόλου Ντίκενς.
Από τον 18ο αιώνα και μετά, υπήρχαν δύο
κύριοι καταλύτες για την αναθεώρηση εννοιών του χρέους. Η πρώτη ήταν η
άνοδος μιας νέας εμπορικής κοινωνίας, η οποία σχετιζόταν με τα
δικαιώματα ιδιοκτησίας και τον πολλαπλασιασμό των συμβατικών σχέσεων,
ενθαρρυμένη πάνω απ’ όλα με την χρήση των εξασφαλίσεων για την επέκταση
της πιστοληπτικής ικανότητας [3]. Οντότητες κανονικά μη επιλέξιμες για
να δανειστούν ήταν σε θέση να συνάψουν πιστωτικές συναλλαγές. Η συνέπεια
ήταν μια κοινωνία στην οποία οι σχέσεις πιστωτή-οφειλέτη κατέλαβαν
κεντρική κοινωνική και πολιτική σημασία, εκπροσωπούμενη από μια επίδοξη
τάξη εμπόρων-χρηματοδοτών, εισοδηματιών, και τα όψιμης αυτοπεποίθησης
επαγγέλματα της λογιστικής και του δικαίου.
Ο δεύτερος καταλύτης για την αναθεώρηση
του χρέους ήταν η γέννηση και η τεράστια αύξηση του δημόσιου χρέους. Ο
μετασχηματισμός αυτός άνοιξε την συζήτηση αν η εξέλιξη αυτή ήταν μια
δύναμη για το καλό ή για το κακό. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, τα
καταστροφικά οικονομικά των Γάλλων βασιλέων στον 18ο αιώνα, είχαν μια
βαθιά επίδραση στην οικονομική σκέψη. Ο Γάλλος φιλόσοφος Montesquieu
εξέφρασε την ανησυχία του στο «Πνεύμα των Νόμων» [4]. Το δημόσιο χρέος,
έγραψε, «παίρνει το αληθινό έσοδο του κράτους από εκείνους που έχουν
δραστηριότητα και βιομηχανία, για να το μεταφέρει στους νωχελικούς:
Δηλαδή, δίνει διευκολύνσεις για εργασία σε όσους δεν εργάζονται, και
βαρύνει με δυσκολίες αυτούς που όντως εργάζονται».
Εν τω μεταξύ, οι Σκωτσέζοι στοχαστές
Ντέιβιντ Χιουμ και Άνταμ Σμιθ φοβούντο ότι το δέλεαρ του δημόσιου χρέους
θα διαφθείρει τα κράτη και θα δημιουργήσει πολιτικές της ψευδαίσθησης
και της ύβρεως. Η χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους διευκόλυνε
καταστροφικούς πολέμους στην Ευρώπη και υποστήριξε την μάταιη επιδίωξη
της αυτοκρατορίας στον Ατλαντικό, την Μεσόγειο και την Ινδία. Διεύρυνε
επίσης την πολιτική πατρωνία, δημιουργώντας μια αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ
των κρατών και των πιστωτών, κάτι που οδήγησε στην ολιγαρχία και τον
κομματισμό και διακινδύνευσε την κατάρρευση της δημόσιας αρετής.
Η συζήτηση για το αν το δημόσιο χρέος
προώθησε τις αρετές του εμπορίου ή την αμαρτία της σπατάλης ήταν επίσης
στο επίκεντρο της οξείας διαφωνία μεταξύ Αλεξάντερ Χάμιλτον και Τόμας
Τζέφερσον στον απόηχο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Στο όνομα
της αρετής, ο Jefferson
επιτέθηκε στις επιδιώξεις του Χάμιλτον για χρηματοδότηση του δημόσιου
χρέους, για εμπορική αυτοκρατορία και εκτελεστική κηδεμονία (executive
patronage). Υποστήριξε ότι η προτεραιότητα πρέπει να είναι η
απελευθέρωση του νέου έθνους από το χρέος. Σε μια επιστολή του το 1809
[5] προς τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Albert Gallatin, ο Jefferson υποστήριξε:
«Δεν υπάρχει μια μηχανή που διαφθείρει
τόσο την κυβέρνηση και αποθαρρύνει τόσο το έθνος όσο το δημόσιο χρέος.
Θα φέρει σε μας περισσότερα ερείπια εγχωρίως από όσα όλοι οι εχθροί από
το εξωτερικό κατά των οποίων υπάρχουν ο στρατός και το ναυτικό για να
μας προστατεύσουν».
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, η
αναδυόμενη γερμανική ιστορική και θεσμική σχολή οικονομικών απέκτησε μια
πολύ διαφορετική άποψη για το δημόσιο χρέος από εκείνο του Μοντεσκιέ,
του Χιούμ, του Σμιθ και του Τζέφερσον. Ενώθηκαν στην άποψη ότι το
δημόσιο χρέος ήταν αναπόσπαστο μέρος των εθνικών οικονομιών. Οι
στοχαστές Karl Dietzel και Lorenz von Stein
πίστευαν ότι το κράτος είχε θετικό ρόλο στην εξισορρόπηση της
οικονομίας, πάνω απ’ όλα μέσω της χρηματοδότησης των επενδύσεων που
τονώνουν την παραγωγικότητα, σε υποδομές και σε δημόσιες παροχές. Ο
Dietzel, κατ’ αρχήν, υποστήριξε ότι, «Ένα έθνος είναι τόσο πολύ
πλουσιότερο και η εθνική οικονομία τόσο πιο ανθηρή και εξελισσόμενη, όσο
μεγαλύτερη είναι η αναλογία των πληρωμών για τόκους επί ομολόγων του
Δημοσίου στο σύνολο των κρατικών δαπανών». Και, από την πλευρά του, ο
Stein τόνισε τον ρόλο του δημόσιου χρέους ως συλλογική ασφάλιση, πάνω
απ’ όλα στο να βοηθήσει παροχές στα γηρατειά, και, συνεπώς, στην
προώθηση της κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης. Ωστόσο, ο ίδιος έλαβε
γνώση ότι το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να υποστεί κατάχρηση από την
πολιτική για να χρηματοδοτήσει την τρέχουσα κατανάλωση και όχι τις
επενδύσεις που τονώνουν την παραγωγικότητα. Ως εκ τούτου, ο Stein έκανε
έκκληση για μια συνταγματική διασφάλιση έναντι αυτής της κατάχρησης, μια
μορφή «χρυσού κανόνα» στα δημόσια οικονομικά, που αργότερα περιλήφθηκε
εντός του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
[6].
Η πίστη στην χρησιμότητα του χρέους
φαίνεται να θριάμβευσε επί της απέχθειας [για το χρέος] των Montesquieu,
Hume, Smith και Jefferson. Τα επίπεδα του δημοσίου χρέους άνω του 100%
του ΑΕΠ ήταν μακράν του να είναι σπάνια τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Η
πολιτική οικονομία άλλαξε ριζικά και νέες κοινωνικές δυνάμεις εισήλθαν
στην πολιτική αρένα. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε με τον ριζικό
μετασχηματισμό της τεχνολογίας, της κλίμακας και της διεξαγωγής του
πολέμου. Οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας επέτρεψαν διακρατική πίστωση
μέσω κινητού. Και η συγκεντρωτική δομή των χρηματοπιστωτικών αγορών
έκανε τους δημόσιους ισολογισμούς πιο ευάλωτους σε μεγάλες τραπεζικές
κρίσεις.
Αυτή η ευπάθεια μόνο μεγάλωσε με τις
νέες τεχνολογίες δημιουργίας πίστωσης του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, η
εκκοσμίκευση της κοινωνίας διάβρωσε την προσκόλληση σε κληρονομημένες
θρησκευτικές και λαϊκές δοξασίες για το χρέος. Συνοδευόταν από τη νέα
πίστη στην επιστημονική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών,
συμπεριλαμβανόμενων των τεχνικών δημιουργικής χρηματοοικονομικής. Αυτοί
οι παράγοντες συνδυάστηκαν για να διευκολυνθεί η εμφάνιση νέων, λιγότερο
περιοριστικών ιδεολογιών του χρέους. Είχαν χαθεί πια οι ημέρες κατά τις
οποίες, πνευματικά, ο κυρίαρχος ρόλος της σύνεσης ή της πρακτικής
σοφίας στην αιτιολογία για ενάρετη ιδιωτική και δημόσια συμπεριφορά
ενεργούσε ανασταλτικά για το χρέος.
Μια βασική πτυχή αυτής της επανάστασης
ήταν η ολοένα και πιο αφηρημένη φύση του χρήματος. Ο Γερμανός συγγραφέας
Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε έδωσε μια δραματική έκφραση στην αίσθηση
χαλάρωσης της ενοχής που συνδέεται με την μετάβαση σε παραστατικό χρήμα
[fiat currency]. Στο δεύτερο μέρος του «Φάουστ» [7], ο Μεφιστοφελής
συμβουλεύει τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας:
«Ένα τέτοιο χαρτί, στην θέση του
πραγματικού χρυσού, είναι πρακτικό: Γνωρίζουμε ακριβώς τι κρατάμε ...
Αλλά οι σοφοί, όταν θα το έχουν μελετήσει, θα τοποθετήσουν άπειρη
εμπιστοσύνη σε αυτό που είναι άπειρο».
Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, η χαλάρωση
της αίσθησης του περιορισμού και της ενοχής που συνδέονται με το χρέος
πήρε μια ριζικά νέα μορφή. Οι καταναλωτές και οι επενδυτές μπορούσαν να
κάνουν χρήση του ηλεκτρονικού χρήματος. Η εποχή των κυβερνο-οικονομικών (cyberfinance) αναδιαμόρφωσε την στάση απέναντι στην πίστωση: «Τα χρήματα τώρα είναι ατελείωτα», έγραψε ο οικονομολόγος Satyajit Das στο «Extreme
Money» [8], «ικανά για άπειρο πολλαπλασιασμό και εντελώς
εξωπραγματικά». Δημιούργησε επίσης μια ευρέως διαδεδομένη αίσθηση
σύγχυσης, ανησυχίας και συναγερμού για τις συνέπειες από την συμπεριφορά
των τραπεζών και από το πώς οι κεντρικές τράπεζες διαχειρίζονται
χρήματα, για παράδειγμα την ποσοτική χαλάρωση.
Οι επιπτώσεις της μείωσης της σύνεσης έγιναν όλο και πιο σοβαρές [9] με την τεράστια ανάπτυξη του μεγέθους των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων˙ με το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και την αδιαφάνεια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που διαχειρίζονται τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία˙ και με τον πολλαπλασιασμό των ολοένα και πιο εξωτικών πιστωτικών μέσων, όπως η τιτλοποίηση και τα χρέη με υποθήκες. Μοντέλα που βασίζονται στην επιστήμη προκάλεσαν την ψευδαίσθηση ότι οι πιστωτικοί κίνδυνοι ελέγχονται καλύτερα. Και η ευκολία δημιουργίας πίστωσης επέτρεψε στην ύβρη [να μεγεθυνθεί] σε μια ιστορικά νέα κλίμακα.
Οι επιπτώσεις της μείωσης της σύνεσης έγιναν όλο και πιο σοβαρές [9] με την τεράστια ανάπτυξη του μεγέθους των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων˙ με το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και την αδιαφάνεια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που διαχειρίζονται τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία˙ και με τον πολλαπλασιασμό των ολοένα και πιο εξωτικών πιστωτικών μέσων, όπως η τιτλοποίηση και τα χρέη με υποθήκες. Μοντέλα που βασίζονται στην επιστήμη προκάλεσαν την ψευδαίσθηση ότι οι πιστωτικοί κίνδυνοι ελέγχονται καλύτερα. Και η ευκολία δημιουργίας πίστωσης επέτρεψε στην ύβρη [να μεγεθυνθεί] σε μια ιστορικά νέα κλίμακα.
Αλλαγές στις αντιλήψεις σχετικά με το
χρέος και το ρίσκο επίσης συνδέθηκαν με νέες συζητήσεις για τα κοινωνικά
δικαιώματα. Οι προσδοκίες των καταναλωτών για ολοένα και υψηλότερα
επίπεδα διαβίωσης πυροδοτήθηκαν από τον πιο εύκολο και άμεσα διαθέσιμο
τραπεζικό δανεισμό, τις παρεπόμενες «εκρήξεις» στους τομείς των
κατασκευών και της αγοράς ακινήτων, καθώς και την επέκταση του τομέα του
λιανικού εμπορίου, της σύγχρονης διαφήμισης και του μάρκετινγκ. Το
κοινωνικό status και η ταυτότητα συνδέθηκαν στενά με την κατανάλωση,
ιδίως με την έννοια της πολυτέλειας. Ο αυτοπροσδιορισμός κάποιου ως
καλοζωιστή σήμαινε να είναι σε θέση να ζει πέρα από τις παραδοσιακές
αντιλήψεις των βασικών αναγκών. Το χρέος ήταν το κόστος που πλήρωνε
κάποιος για τις χαρές του να είναι μέρος μιας ηδονιστικής καταναλωτικής
κουλτούρας. Η άρνησή του είχε την δυνατότητα να προωθήσει μια βαθιά
αίσθηση απώλειας, απελπισίας, κοινωνικής διαμαρτυρίας και ταραχών.
Οι συζητήσεις του 20ου αιώνα κατέδειξαν
τις βαθιές ηθικές ασάφειες που σχετίζονται με το χρέος, καθώς και τις
σχετικές δυσκολίες στην διαμόρφωση και χρήση της κρατικής εξουσίας. Από
τη μια πλευρά, τα κοινωνικά δικαιώματα, η κοινωνία της αγοράς, η
ηδονιστική κουλτούρα των καταναλωτών και η νεο-κεϋνσιανή οικονομία
υποδηλώνουν ότι η παλιά ιδέα της σύνεσης είχε πλήρως εκθρονιστεί. Από
την άλλη πλευρά, η ιδέα ότι το κράτος είναι «το νοικοκυριό γραμμένο με
κεφαλαία γράμματα» διατήρησε μια συνεχή προσμονή στην λαϊκή φαντασία. Η
απεικόνιση των πολιτικών αρχηγών και των κομμάτων ως άτολμους στην
διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, ως ηγούμενους σε ένα πολύ υψηλό
δημόσιο χρέος και ως σε συμπαιγνία με υπερ-ισχυρούς τραπεζίτες,
προσέλκυσε την εκλογική τιμωρία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι αν κάποιος
ευθυγραμμιστεί με την μείωση του χρέους προσελκύει ευρεία υποστήριξη του
κοινού [10]. Παρά τις νεο-κεϋνσιανικές μακροοικονομικές ιδέες και την
σύγχρονη καταναλωτική, οικονομική και διαφημιστική κουλτούρα, τα κράτη
εξακολουθούν να κατοικούν σε έναν πολιτικό κόσμο στον οποίο οι λαϊκές
δοξασίες για το χρέος διατηρούν έναν ισχυρό μοχλό για το πώς
συμπεριφέρονται οι ηγέτες. Το πιο πρακτικό πρόβλημα πηγάζει από το
παράδοξο ότι, παρ’όλο που οι ψηφοφόροι θέλουν δράση για την αντιμετώπιση
του χρέους συνολικά, λίγοι είναι έτοιμοι να δεχτούν τις επακόλουθες
συνέπειες.
ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ
Πόσο μακριά, και με ποιους τρόπους, το
χρέος είναι «κακό»; Ποια είναι η κατάλληλη συμπεριφορά των πιστωτών και
των οφειλετών; Ποια είναι η σωστή ισορροπία μεταξύ, αφενός της
συστημικής σταθερότητας και της συλλογικής αλληλεγγύης και, από την
άλλη, της αποφυγής του ηθικού κινδύνου όσον αφορά την διαχείριση του
δημόσιου χρέους; Ποιοι είναι τα αθώα θύματα και ποιοι, προς το συμφέρον
της δικαιοσύνης, θα πρέπει να φέρουν τον δημοσιονομικό πόνο της
μακροοικονομικής προσαρμογής; Πόσο πολύ θα πρέπει η θεσμική σκοπιμότητα
να καθορίσει και, εφόσον είναι αναγκαίο, να περιορίσει την υπευθυνότητα;
Στο επίκεντρο πολλών από αυτές τις
ερωτήσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο οι σχέσεις πιστωτή-οφειλέτη κάνουν
ένα ζευγάρι. Δεν μπορεί να υπάρξουν πιστωτές χωρίς τους οφειλέτες όπως
το «πλεονασματικό» κράτος χωρίς τον «ελλειμματικό» κράτος στο εμπόριο.
Εν ολίγοις, αν και η σχέση τους είναι άνιση, οι πιστωτές χρειάζονται
τους οφειλέτες. Η ηθική ασάφεια -και η απουσία εύκολων πολιτικών λύσεων-
προέρχεται από το πρόβλημα της εξισορρόπησης των απαιτήσεων των
πιστωτών να τους αποδίδεται ανώτερη αρετή και μοναδικότητα έναντι των
αντίστοιχων των οφειλετών για αναγνώριση και τιμή. Μπορεί, κατ’ αρχήν,
να αντιμετωπίζονται από τους διαδικαστικούς κανόνες που γεφυρώνουν
διαφορετικές ηθικές θέσεις και ξεπερνούν τις διαφορές ισχύος. Ελλείψει
αυτών, υπάρχει υψηλός κίνδυνος αδικίας, παρενόχλησης, απελπισίας και
θυματοποίησης.
Η αξιόπιστη δέσμευση στους εν λόγω
διαδικαστικούς κανόνες εξαρτάται από την αναγνώριση των πιστωτών ότι οι
προσαρμογές δεν μπορούν να γίνουν από τους οφειλέτες μόνο. Οι πολιτικές
δυσκολίες έγκεινται στο πώς να κάνουν τον καθένα να αντιμετωπίσει τις
συνέπειες της αμοιβαίας, ασύμμετρης εξάρτησης της κατάστασης των
πιστωτών και των χρεωστών. Η σχέση τους έχει τα χαρακτηριστικά του
διλήμματος των φυλακισμένων, στο οποίο καμία πλευρά δεν μπορεί να
αποστατήσει χωρίς να προκαλέσει σοβαρή ζημία στην άλλη. Η διαχείριση
αυτού του διλήμματος είναι ευκολότερη όταν οι θεσμικές συνθήκες είναι σε
θέση να βοηθήσουν στην διατήρηση ενός εξελικτικού, σταθερού μοτίβου της
υπό όρους συνεργασίας. Όπως και με τη ζώνη του ευρώ, ένα σύνολο κανόνων
του παιχνιδιού που ενθαρρύνουν την επαναλαμβανόμενη αλληλεπίδραση
προκαλεί συνεργασίες [11]. Ωστόσο, οι κίνδυνοι παραμένουν. Οι ελίτ των
κρατών-πιστωτών διατηρούν εξέχον ενδιαφέρον για τον περιορισμό της
ευθύνης τους. Επιπλέον, το ένα, ή και τα δύο μέρη, αντιμέτωπα με βαθιά
δυσάρεστες επιλογές, μπορούν να επιλέξουν να ακολουθήσουν το «παιχνίδι
της κότας», όπου η μπλόφα του άλλου γίνεται αποδεκτή [στμ: το παιχνίδι
αυτό στην θεωρία των παιγνίων τείνει να παράγει το χειρότερο αποτέλεσμα
και για τους δύο παίκτες]. Και, ένας λάθος υπολογισμός μπορεί να έχει
υψηλό κόστος για όλους.
Οι πολιτικές των σχέσεων
πιστωτή-οφειλέτη επιδεινώνονται από μια ηθικολογική γλώσσα περί «αγίων»
και «αμαρτωλών», η οποία είναι δεμένη με αισθήματα υπερηφάνειας για την
εθνική αρετή από τη μια πλευρά, και της ντροπής, της ταπείνωσης και της
δυσαρέσκειας από την άλλη. Το εσωτερικό τεχνικό λεξιλόγιο και οι
προσπάθειες για την κατασκευή συμμετοχικών διαδικασιών συζήτησης και
διαπραγμάτευσης δεν μπορούν να κρύψουν τον βαθμό στον οποίο η ιδέα της
εθνικής πιστοληπτικής ικανότητας είναι ένας κόσμος ταυτοτήτων και
συμβολισμού, με το οποίο συνδέονται ισχυρά, ιστορικά θεμελιωμένα και
συχνά ιδιοσυγκρασιακά συναισθήματα.
Συνεπώς, η ποιοτική πρόοδος στην σκέψη
περί των σχέσεων πιστωτή-οφειλέτη και της κυρίαρχης [κρατικής]
πιστοληπτικής ικανότητας εξαρτάται από την ενίσχυση της ηθικής διάστασής
τους και την προώθηση αλλαγής κουλτούρας με δύο τρόπους.
Πρώτον, η ανάλυση της κρατικής
πιστοληπτικής ικανότητας (sovereign creditworthiness) πρέπει να
προχωρήσει πέρα από την στενή, χρηστική και χρηματοοικονομική άποψη των
ισολογισμών. Θα πρέπει επίσης να εξετάσει τα αποτελέσματα από τις
μακροπρόθεσμες προοπτικές και τις προοπτικές ολόκληρης της κοινωνίας.
Αυτή η πιο εκτατική άποψη προϋποθέτει την συνεκτίμηση των ευρύτερων
προσδοκιών όσον αφορά την διακυβέρνηση, την κοινωνική πρόνοια και την
ποιότητα του περιβάλλοντος. Μια κριτική επανεξέταση της κρατικής
πιστοληπτικής ικανότητας αποκαλύπτει ηθικά ερωτήματα σχετικά με την
λειτουργία και την δύναμη των χρηματοπιστωτικών αγορών,
συμπεριλαμβανομένης της καθαρής κοινωνικής αξίας των χρηματοοικονομικών
καινοτομιών, όπως τα παράγωγα και η τιτλοποίηση.
Η βαθιά ανάλυση δείχνει αλλαγές στην
λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των οίκων
αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, για να μειώσουν τις
συγκρούσεις συμφερόντων, να αυξήσουν την διαφάνεια και να αποτρέψουν την
υπερβολική ανάληψη κινδύνων μέσω χρηματοδοτικών μέσων αμφιβόλου καθαρής
κοινωνικής αξίας. Μια επιλογή είναι να στηριζόμαστε μόνο στις
βελτιώσεις της εσωτερικής διακυβέρνησης εντός των χρηματοπιστωτικών
αγορών. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν αλλαγές στους οίκους αξιολόγησης
πιστοληπτικής ικανότητας και μεγαλύτερη λογοδοσία των διαχειριστών για
μακροπρόθεσμες αποδόσεις, κυρίως με αλλαγές στις πρακτικές των
τραπεζικών μπόνους. Ωστόσο, τα αρνιά δεν ψηφίζουν για το Πάσχα, για να
παραφράσω την βρετανική παροιμία. Απαιτείται εξωτερική πίεση από
εποπτικές και ρυθμιστικές Αρχές.
Δεύτερον, πρέπει να γίνουν διορθώσεις στην πολιτική μυωπία που τόσο συχνά μαστίζει -και αυξάνει το κόστος- των κρίσεων χρέους. Οι πολιτικοί ηγέτες των κρατών-πιστωτών έχουν μεγάλες δυσκολίες στο να πείσουν τις εγχώριες πολιτικές ελίτ και τους πολίτες τους να κάνουν βραχυπρόθεσμες θυσίες ως φορολογούμενοι υπέρ των μακροπρόθεσμων οφελημάτων από την αποφυγή της χρεοκοπίας και των συστημικών κινδύνων που ακολουθούν. Αυτό το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο όταν πρόκειται για την διάσωση κρατών, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, οι οποίες κρίνεται ότι μαστίζονται από ενδημική διαφθορά και αποτυχημένη ικανότητα διακυβέρνησης.
Δεύτερον, πρέπει να γίνουν διορθώσεις στην πολιτική μυωπία που τόσο συχνά μαστίζει -και αυξάνει το κόστος- των κρίσεων χρέους. Οι πολιτικοί ηγέτες των κρατών-πιστωτών έχουν μεγάλες δυσκολίες στο να πείσουν τις εγχώριες πολιτικές ελίτ και τους πολίτες τους να κάνουν βραχυπρόθεσμες θυσίες ως φορολογούμενοι υπέρ των μακροπρόθεσμων οφελημάτων από την αποφυγή της χρεοκοπίας και των συστημικών κινδύνων που ακολουθούν. Αυτό το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο όταν πρόκειται για την διάσωση κρατών, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, οι οποίες κρίνεται ότι μαστίζονται από ενδημική διαφθορά και αποτυχημένη ικανότητα διακυβέρνησης.
Εντός της ζώνης του ευρώ, η γερμανική
ομοσπονδιακή κυβέρνηση δίστασε για την ελληνική διάσωση για τέσσερις
μήνες από τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2010, μέχρι και μετά τις
εκλογές-«κλειδί». Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης ήταν γεμάτα με εικόνες
από τεμπέληδες, διεφθαρμένους και απερίσκεπτους Έλληνες, οι οποίοι
απολαμβάνουν τις συντάξεις τους πολύ νωρίτερα από ό, τι οι Γερμανοί.
Σκιαγραφούσαν έναν φουσκωμένο, προνομιούχο ελληνικό δημόσιο τομέα
αγνώστου μεγέθους. Αυτές οι εικόνες αγνόησαν τον απερίσκεπτο δανεισμό
από τις γερμανικές και άλλες τράπεζες της ΕΕ προς την Ελλάδα. Στο τέλος,
ο γερμανικός δισταγμός συνέβαλε στην αύξηση του τελικού κόστους της
διάσωσης από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ τον Μάιο του 2010. Η πολιτική
ηγεσία είναι μια σκληρή δουλειά όταν επιδιώκει να επαναδιατυπώσει ηθικά
επιχειρήματα με όρους που κατανέμουν πιο συνετά τις ευθύνες. Δεδομένου
ότι η ελληνική κρίση επιταχύνθηκε το 2011-12, η γερμανική πολιτική
ηγεσία, αντί [για αυτά] κατέφυγε στην δραματοποίηση της υπαρξιακής
απειλής για την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να
ξεπεραστεί η βαθιά απροθυμία των ελίτ και της κοινής γνώμης να
επωμιστούν το κόστος της περαιτέρω οικονομικής βοήθειας.
Όμως, η καλύτερη διαχείριση των κρίσεων
δημοσίου χρέους, πηγαίνει στην καρδιά της λειτουργίας των φιλελεύθερων
δημοκρατιών. Οι τρέχουσες πρακτικές αναδεικνύουν τους κινδύνους της
αποσύνδεσης μεταξύ, από την μια πλευρά, των εγχώριων πολιτικών
ανταγωνισμού και τις εκλογικές επιλογές και, από την άλλη, των πολιτικών
για την αποκατάσταση της κρατικής πιστοληπτικής ικανότητας που
αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή επιβάλλονται διεθνώς. Η
αποσύνδεση αποκαλύπτεται στην αύξηση της λαϊκής αποξένωσης από τις
συμβατικές μορφές της πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, ανοίγει χώρος για
λαϊκίστικες πολιτικές κινητοποιήσεις κατά των εξωτερικών υπαγορεύσεων,
ωφελώντας τα ακροαριστερά και τα ακροδεξιά κόμματα. Το φαινόμενο αυτό
ήταν εμφανές στην εκλογική επίδοση του Εθνικού Μετώπου στις γαλλικές
προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2012, του ΣΥΡΙΖΑ στις δύο
ελληνικές εκλογές του 2012, και του Κινήματος Πέντε Αστέρων στις
ιταλικές εκλογές του 2013.
ΟΙ ΑΛΟΓΙΣΤΟΙ, ΟΙ ΑΝΙΣΧΥΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΘΩΟΙ
Οι πιστωτές έχουν την τάση να θεωρούνται
ως «άγιοι», οι οφειλέτες ως «αμαρτωλοί». Η αρετή είναι συνδεδεμένη με
τους πρώτους (σύνεση, σκληρή δουλειά), και η κακία στους δεύτερους
(απερισκεψία, τεμπελιά). Αυτό το είδος της γλώσσας θέτει σε κίνδυνο την
αξιοπρέπεια, την τιμή και τον αμοιβαίο σεβασμό. Προκαλεί τα βασικά καθώς
και τα ευγενή συναισθήματα, συμπεριλαμβανομένων της δυσαρέσκειας, του
παράπονου και της οργής. Οι ηθικές και συναισθηματικές διαστάσεις του
χρέους είναι στενά συνυφασμένες.
Για να είναι αποτελεσματικές, οι εν λόγω κρίσεις διαχείρισης δημοσίου χρέους πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε αυτήν την ισχυρή ψυχολογική διάσταση. Σε αντίθετη περίπτωση, εκείνοι που θα υποστούν τις τιμωρητικές προσαρμογές θα κινητοποιηθούν για να εκφράσουν την οργή τους. Η οικοδόμηση της αξιοπιστίας στις αγορές κρατικών ομολόγων έγινε μόδα στην μακροοικονομική θεωρία μετά την δεκαετία του 1970: Αυτό που είχε σημασία για την κρατική πιστοληπτική ικανότητα ήταν η διαχείριση των προσδοκιών της αγοράς [12], ένα βασικό στοιχείο των οποίων ήταν η ψυχολογία της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Τα κράτη όφειλαν να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία τους με αυξήσεις φόρων, μείωση των θέσεων απασχόλησης και των μισθών του δημόσιου τομέα, και περικοπές των παροχών. Έπρεπε να ευθυγραμμιστούν με τα τεχνοκρατικά γιατροσόφια των μη εκλεγμένων φορέων: Κεντρικών τραπεζών, διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, και λόμπι των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Για να είναι αποτελεσματικές, οι εν λόγω κρίσεις διαχείρισης δημοσίου χρέους πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε αυτήν την ισχυρή ψυχολογική διάσταση. Σε αντίθετη περίπτωση, εκείνοι που θα υποστούν τις τιμωρητικές προσαρμογές θα κινητοποιηθούν για να εκφράσουν την οργή τους. Η οικοδόμηση της αξιοπιστίας στις αγορές κρατικών ομολόγων έγινε μόδα στην μακροοικονομική θεωρία μετά την δεκαετία του 1970: Αυτό που είχε σημασία για την κρατική πιστοληπτική ικανότητα ήταν η διαχείριση των προσδοκιών της αγοράς [12], ένα βασικό στοιχείο των οποίων ήταν η ψυχολογία της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Τα κράτη όφειλαν να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία τους με αυξήσεις φόρων, μείωση των θέσεων απασχόλησης και των μισθών του δημόσιου τομέα, και περικοπές των παροχών. Έπρεπε να ευθυγραμμιστούν με τα τεχνοκρατικά γιατροσόφια των μη εκλεγμένων φορέων: Κεντρικών τραπεζών, διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, και λόμπι των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ωστόσο, η αξιοπιστία με αυτή την στενή
έννοια του όρου είναι μόνο ένα τμήμα μιας πολύ μεγαλύτερης και πιο
περίπλοκης πολιτικής ιστορίας για το πώς τα κράτη μπορούν να διατηρήσουν
καλύτερα την φήμη και την ισχύ τους. Οι πολιτικές της κρατικής
πιστοληπτικής ικανότητας αφορούν την ικανότητα να διακρίνεται το νομικό
συμβόλαιο που διέπει τις σχέσεις πιστωτή-οφειλέτη από το ευρύτερο
κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο υποτίθεται ότι βασίζεται η διακυβέρνηση.
Οι δείκτες της απώλειας της εμπιστοσύνης των πιστωτών είναι τα υψηλότερα
επιτόκια για το χρέος. Οι δείκτες της απώλειας της δημόσιας
εμπιστοσύνης είναι η κοινωνική διαμαρτυρία, τα εκλογικά κέρδη των
εξτρεμιστικών κομμάτων και η μετατόπιση των κεντρώων κομμάτων προς τον
εναγκαλισμό εξτρεμιστικών θέσεων.
Το να γίνονται συζητήσεις για τους
πιστωτές και τους οφειλέτες χωρίς να υπάρχουν υπονοούμενες κριτικές περί
ηθικής αξίας είναι κάτι πολύ δύσκολο -αλλά είναι καιρός να γίνει.
Σύνδεσμοι:
Kenneth Dyson / foreignaffairs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου