Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Αντόν Τσέχωφ: 111 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου δραματουργού...



Ο Άντον Τσέχωφ γεννήθηκε το 1860 στο Ταγκανρόκ της Αζοφικής. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ήταν αναγκασμένος να δουλεύει στο μαγαζί του πατέρα του, παράλληλα με το σχολείο. Παρόλα τα οικονομικά προβλήματα κατάφερε να σπουδάσει Ιατρική στη Μόσχα. Ένα χρόνο πριν πάρει το πτυχίο του εκδίδει και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Παραμύθια της Μελπομένης.
Έως τότε, δημοσίευε κείμενα του σε περιοδικά και εφημερίδες της Μόσχας και της Πετρούπολης. Βέβαια, κατά την διάρκεια της συγγραφικής του καριέρας συνεργαζόταν αρκετά συχνά με λογοτεχνικά περιοδικά. Ο Τσέχωφ στη ζωή του είχε δύο αγάπες. Όπως έλεγε κι ο ίδιος, την «ερωμένη» του (λογοτεχνία) και τη «νόμιμη γυναίκα» του (Ιατρική).

Ασχολήθηκε και με τα δύο με εξαιρετική επιτυχία, με αληθινή αγάπη και υπευθυνότητα. Ως γιατρός βοηθούσε τους ανήμπορους, νοιαζόταν πραγματικά γιά εκείνους που υπέφεραν και έκανε ότι μπορούσε γιά να τους γιατρέψει. Βαθιά ανθρωπιστής και παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε (είχε προσβληθεί από φυματίωση), δεν δίστασε να ταξιδέψει έως την Σιβηρία γιά να παρακολουθήσει τις συνθήκες επιβίωσης των φυλακισμένων στο νησί Σαχαλίνη.

Σταθερός στις αξίες και τα «Πιστεύω» του πολεμούσε κάθε μορφής αδικία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η παραίτηση του από μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας ως ένδειξη διαμαρτυρίας γιά την ακύρωση της εκλογής του φίλου του Γκόργκι από τον τσάρο Νικόλαο Β ΄. Στη λογοτεχνία, άρχισε να ξεχωρίζει όταν δημοσίευσε σε λογοτεχνικό περιοδικό το έργο του Θάλαμος 6, που συγκλόνισε το αναγνωστικό κοινό. Το 1898 ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης το έργο του Ο Γλάρος, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία και προσφέροντας την αναγνώριση στο συγγραφέα. Το Θέατρο Τέχνης υπήρξε σταθμός στη καριέρα του Τσέχωφ. Μετά την παράσταση του Γλάρου ανεβαίνει Ο θείος Βάνιας, ενώ το 1901 παίζονται Οι Τρεις Αδερφές και τρία χρόνια αργότερα Ο Βυσσινόκηπος. Όλα γνωρίζουν τον θρίαμβο. Πέρα, όμως από τα θεατρικά ο Τσέχωφ έγραψε και διηγήματα.

Μερικά από τα γνωστά έργα του είναι: Στο σούρουπο (Βραβείο Πούσκιν), Η στέπα, Η κυρία με το σκυλάκι, Στο φαράγγι, Ο επίσκοπος, Η αρραβωνιαστικά, κ.α. Τα έργα του Τσέχωφ έχουν ιδιαίτερα αγαπηθεί και στη χώρα μας. Πολλές φορές έχουν μεταφραστεί και διασκευαστεί γιά την ελληνική σκηνή και μεγάλοι έλληνες ηθοποιοί τα έχουν ερμηνεύσει μοναδικά.
Ο Άντον Τσέχωφ πέθανε το 1953 σε ηλικία μόλις 44 ετών.


Απόσπασμα από ένα γράμμα του στον αδερφό του Νικολάι.

 "Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι' αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί.

Δεν χαλούν τον κόσμο για το σφυρί ή για τη γομολάστιχα που χάθηκαν. Δεν αγανακτούν για τους θορύβους ή το κρύο. Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους. Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι.

Είναι ντόμπροι και φοβούνται το ψέμα σαν τη φωτιά. Δεν λένε ψέματα ακόμα και για τιποτένια πράγματα. Το ψέμα προσβάλλει εκείνους που το ακούνε και ταπεινώνει στα μάτια τους εκείνους που το λένε. Δεν παίρνουν ποτέ πόζα, στο δρόμο είναι όπως και στο σπίτι τους, δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερου τους.

Δεν είναι φλύαροι και δεν αναγκάζουν τον άλλο να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους όταν δεν τους ρωτάει. Δεν ταπεινώνονται για να κεντήσουν τη συμπόνια του διπλανού. Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων για να κερδίζουν σαν αντάλλαγμα αναστεναγμούς και χάδια.

Δεν λένε "εμένα κανείς δεν με καταλαβαίνει", ούτε "πουλήθηκα για πέντε δεκάρες", γιατί αυτά δείχνουν πως αποζητάν τις φτηνές εντυπώσεις. Είναι πρόστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ψεύτικα. Δεν είναι ματαιόδοξοι. Δεν τους απασχολούν τέτοια ψεύτικα διαμάντια όπως οι γνωριμίες με εξοχότητες.

Όταν κάνουν δουλειά που δεν αξίζει ένα καπίκι, δεν γυρίζουν με χαρτοφύλακα των εκατό ρουβλιών και δεν καμαρώνουν πως τάχα τους άφησαν να μπουν εκεί που δεν επιτρέπουν στους άλλους. Κι ο Κριλώφ ακόμα λέει πως το άδειο βαρέλι ακούγεται πιο πολύ από το γεμάτο.

Αν έχουν ταλέντο, το σέβονται. Θυσιάζουν γι' αυτό την ησυχία τους, τις γυναίκες, το κρασί, την κοσμική ματαιότητα. Είναι περήφανοι για την αξία τους και έχουν συνείδηση της αποστολής τους. Αηδιάζουν από την ασχήμια και καλλιεργούν μέσα τους την ομορφιά.

Δεν μπορούν να κοιμηθούν με τα ρούχα, δεν μπορούν να βλέπουν στο τοίχο κοριούς, να πατούν σε φτυσιές. Δαμάζουν όσα μπορούν και εξευγενίζουν το ερωτικό ένστικτο. Δεν κατεβάζουν βότκα όπου βρεθούν. Πίνουν μονάχα όταν είναι ελεύθεροι και τους δίνεται ευκαιρία. Γιατί τους χρειάζεται "γερό μυαλό σε γερό κορμί".


Το Στοίχημα (διήγημα)

     Ήτανε μια σκοτεινή φθινοπωρινή νύχτα. Ο γέροντας τραπεζίτης βημάτιζε στο γραφείο του από τη μια γωνιά ως την άλλη και θυμότανε που δεκαπέντε χρόνια πριν, ένα επίσης φθινοπωρινό βράδι σαν κι αυτό, είχε στο σπίτι του καλεσμένους.
    Σε κείνη τη συγκέντρωση ήταν πολλοί γνωστικοί άνθρωποι κι έγιναν ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Μεταξύ άλλων μιλήσανε και για τη θανατική ποινή. Οι επισκέπτες, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν αρκετοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι, στη πλειοψηφία τους τάχτηκαν αρνητικά, σχετικά με τη ποινή του θανάτου. Βρίσκανε ξεπερασμένο αυτό τον τρόπο τιμωρίας, ανάρμοστο κι ανήθικο για χριστιανικές κυβερνήσεις. Ορισμένοι υποστήριζαν ότι η θανατική ποινή θα ‘πρεπε ν’ αντικατασταθεί με τα ισόβια δεσμά.
Εγώ δε συμφωνώ μαζί σας«, είπεν ο οικοδεσπότης. «Δε δοκίμασα μήτε τονα μήτε τ’ άλλο, αλλά αν μπορεί κανείς να κρίνει a priori τότε, κατά τη γνώμη μου, η θανατική ποινή είναι ηθικότερη και πιο

  ανθρωπιστική από τα ισόβια. Η εκτέλεση σκοτώνει αμέσως, μα τα ισόβια σκοτώνουνε σιγά-σιγά. Ποιός δήμιος απ’ τους δυο είναι πιο ανθρωπιστικός; Αυτός που σκοτώνει μέσα σε λίγα λεπτά ή αυτός που σκοτώνει λίγο-λίγο τη ζωή για πολλά χρόνια«;
Και το ένα και το άλλο είναι το ίδιο ανήθικα» παρατήρησε κάποιος από τους επισκέπτες, «επειδή έχουν ένα και τον αυτό σκοπό: την αφαίρεση ζωής. Η κυβέρνηση δεν είναι Θεός. Δεν έχει το δικαίωμα ν’ αφαιρέσει κείνο που δε μπορεί να δώσει πίσω, αν το θελήσει«.
    Μεταξύ των επισκεπτών ήταν κι ένας νομικός, νέος άνθρωπος γύρω στα εικοσιπέντε. Όταν του ζητήσανε τη γνώμη, είπε:
Κι η ποινή του θανάτου και τα ισόβια είναι το ίδιον ανήθικα, αλλά αν μου πρότειναν να διαλέξω εν από τα δυο, θα διάλεγα βέβαια το δεύτερο. Να ζεις με κάποιο τρόπο, είναι καλύτερα από το να μη ζεις«.
    Η συζήτηση άναψε για τα καλά. Ο τραπεζίτης, που τότε ήταν νεώτερος και πιο νευρώδης, έγινε ξαφνικά έξω φρενών, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι κι απευθυνόμενος στον νεαρό νομκό, φώναξε:
Δεν είναι αλήθεια! Βάζω στοίχημα δυο εκατομμύρια πως δε θα μείνετε σε κελί μήτε πέντε χρόνια«.
Αν το λέτε σοβαρά«, απάντησεν ο νεαρός, «βάζω στοίχημα πως θα μείνω όχι πέντε, μα δεκαπέντε χρόνια«!
    Κι αυτό λοιπόν το ανήκουστο κι ανόητο στοίχημα μπήκε! Ο τραπεζίτης μη ξέροντας τότε, μήτε κι ο ίδιος πόσα εκατομμύρια είχε, κακομαθημένος κι απερίσκεπτος, ήταν ενθουσιασμένος με το στοίχημα. Στο δείπνο πείραζε τον νομικό κι έλεγε:
Βάλτε λίγο μυαλό νεαρέ μου, πριν ακόμα είναι αργά. Για μένα δυο εκατομμύρια δεν είναι τίποτα, σεις όμως κινδυνεύετε να χάσετε τρία-τέσσερα από τα καλύτερά σας χρόνια. Λέω τρία-τέσσερα, γιατί δε θα μείνετε περισσότερο. Επίσης, μη ξεχνάτε πως η εθελοντική φυλάκιση είναι πολύ πιο βαριά από την υποχρεωτική. Η σκέψη πως οποιαδήποτε στιγμή έχετε το δικαίωμα να βγείτε λεύτερος έξω, θα δηλητηριάζει όλη σας την ύπαρξη μες στο κελί. Σας λυπάμαι«!
    Ο τραπεζίτης τώρα, βηματίζοντας πέρα-δώθε, θυμόταν όλ’ αυτά κι αναρωτιόταν: «Γιατί μπήκε αυτό το στοίχημα; Ποιό τ’ όφελος που ο νομικός έχασε δεκαπέντε χρόνια ζωής κι εγώ πετάω δυο εκατομμύρια; Μπορεί αυτό ν’ αποδείξει στους ανθρώπους πως η θανατική καταδίκη είναι χειρότερη από τα ισόβια; Όχι βέβαια. Μωρολογίες κι ανοησίες. Από τη δική μου πλευρά ήταν μια παραξενιά ανθρώπου που ‘ναι χορτάτος κι από τη πλευρά του νομικού, απληστία για λεφτά…» Θυμήθηκεν επίσης αυτά που γίναν ύστερα από το βράδυ κείνο.
    Αποφάσισαν ο νομικός να εκτίσει την εθελοντική ποινή του κάτω από την αυστηρότερην επίβλεψη, σε μιαν από τις πτέρυγες κοντά στο σπίτι του τραπεζίτη. Συμφωνήσαν ότι στη διάρκεια των δεκαπέντε ετών δε θα ‘χε το δικαίωμα να περάσει το κατώφλι της πτέρυγας, να βλέπει ανθρώπους ζωντανούς, ν’ ακούει ανθρώπινες φωνές και να παίρνει γράμματα ή εφημερίδες. Του επιτρεπόταν να ‘χει μουσικό όργανο, να διαβάζει βιβλία, να γράφει, να πίνει κρασί και να καπνίζει. Με τον έξω κόσμο, σύμφωνα μ’ ειδικόν όρο, μπορούσε να επικοινωνεί μόνο χωρίς να μιλά, μες από ‘να μικρό παράθυρο φτιαγμένο ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Η συμφωνία πρόβλεπε ακόμα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, ώστε να υπάρχει αυστηρή απομόνωση κι υποχρέωνε τον νομικό να μείνει στη φυλακή ακριβώς δεκαπέντε χρόνια: από τις δώδεκα το μεσημέρι της δεκάτης τετάρτης Νοέμβρη 1870, έως και τις δώδεκα το μεσημέρι της δεκάτης τετάρτης Νοέμβρη του 1885. Η παραμικρή απόπειρα από τον νομικό να παραβεί τους όρους, έστω και δυο λεπτά πριν από το τέλος της συμφωνίας, απελευθέρωνε τον τραπεζίτη από την υποχρέωση να του πληρώσει τα δυο εκατομμύρια.
    Τον πρώτο χρόνο φυλακής κι όσο μπορεί να κρίνει κανείς από τα σύντομα σημειώματα, υπέφερε πολύ από μοναξιά και πλήξη. Από τη πτέρυγα, νύχτα και μέρα, ακουγότανε συνεχώς το πιάνο. Το κρασί, έγραφε, διεγείρει τις επιθυμίες, που ‘ναι εχθροί του φυλακισμένου. ‘Αλλωστε να πίνεις ωραίο κρασί και να μη βλέπεις κανένα, δεν υπάρχει τίποτα πιο πληκτικό. Όσο για τον καπνό, βρωμίζει τον αέρα στο δωμάτιό του. Τον πρώτο χρόνο του στέλνανε βιβλία κυρίως ελαφρού περιεχομένου. Περιοδικά, ερωτικα μυθιστορήματα, διηγήματα μ’ εγκληματικό και φανταστικό περιεχόμενο, κωμωδίες κι άλλα.
    Τη δεύτερη χρονιά η μουσική σίγησε στη πτέρυγα κι ο νομικός ζητούσε στα σημειώματά του μόνο κλασικούς. Τον πέμπτο χρόνο ακούστηκε πάλι μουσική κι ο έγκλειστος παρακάλεσε για κρασί. Εκείνοι που τονε παρακολουθούσαν από το παράθυρο λέγανε πως ολόκληρη κείνη τη χρονιά μόνον έτρωγε, έπινε και ξάπλωνε στο στρώμα, συχνά χασμουριότανε και μιλούσε θυμωμένα με τον εαυτό του. Βιβλία δε διάβαζε. Μερικές φορές, καθότανε τις νύχτες να γράφει. Έγραφε για πολλήν ώρα και κοντά στα ξημερώματα έσκιζε σε μικρά κομμάτια, όλα όσα είχε γράψει. ‘Αλλες φορές τον ακούγανε να κλαίει.
    Στο δεύτερο μισό του έκτου χρόνου, ασχολήθηκεν επίμονα με τη μελέτη γλωσσών, φιλοσοφίας κι ιστορίας. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη αυτών των επιστημών, τόσο, που ο τραπεζίτης μόλις πρόφταινε να του στέλνει βιβλία. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ζήτησε και του στείλανε, γύρω στους εξακόσιους τόμους. Κατά τη περίοδο αυτής της μανίας, ο τραπεζίτης, μεταξύ άλλων, έλαβε από τον κατάδικό του το εξής γράμμα:
  «Αγαπητέ μου δεσμοφύλακα! Σας γράφω αυτές τις γραμμές σ’ έξι γλώσσες. Δείξτε τες στους ειδικούς να τις διαβάσουν. Αν δε βρούνε κανένα λάθος, τότε πολύ θα σας παρακαλούσα, προστάξτε να πυροβολήσουνε στον κήπο με το ντουφέκι κι αυτό θα μου πει πως οι προσπάθειές μου δε πήγανε χαμένες. Οι μεγαλοφυίες όλων των εποχών κι όλων των χωρών του κόσμου μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες, αλλά μέσα σ’ όλους καίει μια και μόνη φλόγα. Ω αν ξέρατε ποια ουράνια ευτυχία δοκιμάζει τώρα η ψυχή μου, που ξέρω πως να τους καταλάβω«.
    Η επιθυμία του καταδίκου εκπληρώθηκε. Ο τραπεζίτης πρόσταξε να πυροβολήσουνε στον κήπο δυο φορές. Στη συνέχεια, μετά τον δέκατο χρόνο, ο νομικός καθόταν ακίνητος στο τραπέζι και διάβαζε μόνο το Ευαγγέλιο. Στον τραπεζίτη φαινότανε παράξενο που ένας άνθρωπος που κατάφερε να διαβάσει σε τέσσερα χρόνια εξακόσιους δύσκολους τόμους, χρειάστηκε ένα σχεδόν χρόνο για να διαβάσει έν ευκολόητο κι όχι βιβλίο. Μετά το Ευαγγέλιο, πήρανε σειρά η ιστορία των θρησκειών κι η θεολογία.
   Τα τελευταία δυο χρόνια της φυλάκισης, ο κατάδικος διάβαζεν υπερβολικά πολύ, χωρίς καμμιά διάκριση. Τη μια φορά μελετούσε φυσικές επιστήμες, την άλλη ζητούσε Μπάιρον ή Σέξπιρ. Σε μερικά σημειώματά του παρακαλούσε να του στείλουνε ταυτόχρονα, χημεία, εγχειρίδιο ιατρικής, κάποιο μυθιστόρημα και κάποια φιλοσοφική ή θεολογική πραγματεία. Μ’ όλα τούτα τα διαβάσματα που ‘κανε, έμοιαζε σε να κολυμπούσε στη θάλασσα, ανάμεσα στα συντρίμμια κάποιου καραβιού κι επιθυμώντας να σωθεί πιανόταν άπληστα πότε από το ‘να συντρίμμι και πότε απ’ τ΄άλλο.
    Ο τραπεζίτης θυμόταν όλ’ αυτά τα χρόνια και σκεπτόταν: «Αύριο το μεσημέρι στις δώδεκα, θα ‘ναι λεύτερος. Κατά τη συμφωνία, υποχρεώνομαι να του πληρώσω δυο εκατομμύρια. Αν το κάνω, θα χρεωκοπήσω οριστικά…». Πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν ήξερε μήτε κι ο ίδιος πόσα είχε, μα τώρα φοβόταν να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα: Τα λεφτά που είχε ή τα χρέη του ήτανε πιότερα; Το ριψοκίνδυνο χρηματιστηριακό παιγνίδι, οι τολμηρές κερδοσκοπίες και το θερμόαιμο του χαρακτήρα του, από τον οποίο δε μπορούσε ν’ απαλλαγεί ακόμα και στα γεράματα, οδήγησαν λίγο-λίγο τις δουλειές του σε παρακμή κι ο απαθής, ο επηρμένος, ο περήφανος ζάπλουτος μεταμορφώθηκε σ’ ένα κοινό και μέτριο τραπεζίτη που τρέμει σε κάθε άνοδο και κάθοδο στις αξίες που παίρνανε τα χρεώγραφα.
   «Καταραμένο στοίχημα!» μουρμούριζεν ο γέρος πιάνοντας μ’ απόγνωση το κεφάλι του. «Γιατί άντεξε; Γιατί δε πέθανε αυτός ο άνθρωπος; Είναι ακόμα σαράντα ετών. Θα μου πάρει ό,τι έχω και δεν έχω, θα παντρευτεί, θα απολάυσει τη ζωή, θα παίζει στο χρηματιστήριο κι εγώ σα ζητιάνος, θα βλέπω με ζήλεια και θ’ ακούω κάθε μέρα να μου λέει τα ίδια λόγια: ‘Μένω υπόχρεως απέναντί σας για την ευτυχία μου, επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω!’ Ε όχι, αυτό πάει πολύ! Η μοναδική σωτηρία από τη χρεωκοπία και τη ντροπή, είναι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου«!

     Χτύπησεν η ώρα τρεις. Ο τραπεζίτης έβαλε τ’ αφτί του ν’ αφουγκραστεί. Στο σπίτι , όλοι κοιμόντουσαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν οθόρυβος έξω από τα παράθυρα που κάνανε τα παγωμένα από το κρύο δέντρα, να γέρνουν ακατάπαυστα από ‘δω κι από κει. Προσπαθώντας να μη βγάλει μήτε άχνα, πήρε από το χρηματοκιβώτιο το κλειδί της φυλακής, που επί δεκαπέντε χρόνια δεν άνοιξε ποτέ, φόρεσε το παλτό του και βγήκεν από το σπίτι.
    Έξω ήτανε σκοτεινιά κι έκανε κρύο. Έβρεχε. Στο αλσύλλιο φυσούσε με βουή, δυνατός, υγρός αγέρας. Ο τραπεζίτης προσπαθούσε να εντείνει την όρασή του, αλλά δεν έβλεπε μήτε γη, μήτε τα λευκά αγάλματα, μήτε τα δέντρα, μήτε τη πτέρυγα. Πλησιάζοντας προς το μέρος της, φώναξε δυο-τρεις φορές τον φύλακα. Απάντηση καμμιά. Ήτανε φανερό πως είχε πάει να καλυφθεί από τη κακοκαιρία και τώρα θα κοιμότανε κάπου στη κουζίνα ή στο θερμοκήπιο.
   «Αν έχω το κουράγιο να κάμω αυτό που σκοπεύω«, σκέφτηκεν ο γέρος, «οι υποψίες θα πέσουνε πρώτα απ’ όλα στον φύλακα«. Και ψηλαφώντας στο σκοτάδι τα σκαλοπάτια και τη πόρτα, μπήκε στον προθάλαμο της πτέρυγας. Προχώρησε λίγο χωρίς να βλέπει και βρέθηκε σ’ ένα μικρό δωμάτιο. ‘Αναψε ένα σπίρτο. Δεν υπήρχε ψυχή. Είδε μόνο το κρεβάτι χωρίς στρώμα, ενώ στη γωνιά μαύριζε μια μαντεμένια σόμπα. Οι σφραγίδες στη πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του φυλακισμένου, ήταν άθικτες. Όταν έσβησε το σπίρτο, ο γέρος, τρέμοντας από τη ταραχή, κοίταξε στο παραθυράκι.
    Μες στο δωμάτιο φώτιζεν αμυδρά ένα κερί. Ο ίδιος ο φυλακισμένος καθότανε κοντά στο τραπέζι. Φαινόταν μόνον η ράχη του, τα μαλλιά και τα πόδια. Πάνω στο τραπέζι, στα δυο καθίσματα και στο χαλί κοντά στο τραπέζι, βρίσκονταν ανοιχτά βιβλία. Πέρασαν πέντε λεπτά κι ο φυλακισμένος δε κουνήθηκε διόλου. Τα δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή τονε δίδαξαν να κάθεται ακίνητος. Ο τραπεζίτης χτύπησε με το δάχτυλο στο παράθυρο, αλλά ο φυλακισμένος δεν απάντησε στο χτύπο, μήτε με μια κίνηση. Ο τραπεζίτης τότε έβγαλε προσεχτικά τις σφραγίδες από τη πόρτακι έβαλε το κλειδί στη κλειδωνιά. Από τη σκουριασμένη κλειδαριά ακούστηκε ένας βραχνός ήχος κι η πόρτα άνοιξε. Ο τραπεζίτης περίμενε πως θ’ ακουστεί αμέσως κραυγή έκπληξης και βήματα, μα περάσανε δυο-τρία λεπτά και μέσα ήταν ησυχία όπως πριν. Αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο.
    Στο τραπέζι καθόταν ακίνητος ένας άνθρωπος που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους. Ήτανε σκελετός τυλιγμένος εφαρμοστά με δέρμα, είχε μακρυά σγουρά μαλλιά όπως οι γυναίκες και τραχύμαλλη γενειάδα. Το χρώμα στο πρόσωπό του ήτανε κίτρινο μ απόχρωση χωματένια, τα μάγουλα βαθουλωτά, η ράχη μακρουλή και στενή και το χέρι που κρατούσε το μαλλιαρό κεφάλι ήτανε τόσο λεπτό κι αδύνατο, που, όταν το κοίταζες ένιωθες φρίκη. Τα μαλλιά του λάμπανε σαν ασήμι και κοιτάζοντας το γεροντικό κι εξαντλημένο πρόσωπο, κανείς δε θα πίστευε πως ήταν μόνο σαράντα ετών. Κοιμόταν… Μπροστά στο γερμένο κεφάλι του, πάνω στο τραπέζι, ήταν ένα φύλλο χαρτιού, που ‘χε κάτι γραμμένο με ψιλά γράμματα.
   «Απαίσιος άνθρωπος!» σκέφτηκεν ο τραπεζίτης. «Κοιμάται και στα όνειρά του ίσως βλέπει εκατομμύρια! Αρκεί να πάρω αυτό τον μισοπεθαμένο, να τονε πετάξω στο κρεβάτι και να τονε πνίξω απλά με το μαξιλάρι. Ακόμα κι η πιο ευσυνείηδητη πραγματογνωμοσύνη δε πρόκειται να βρει σημάδια βίαιου θανάτου. αλλά για να δούμε τι γράφει εδώ…» ‘Απλωσε το χέρι, πήρε από το τραπέζι το χαρτί και διάβασε τα εξής:
   «Αύριο στις δώδεκα το μεσημέρι, παίρνω την ελευθερία μου και το δικαίωμα να επικοινωνώ με τους ανθρώπους ξανά. Προτού όμως αφήσω τούτο το δωμάτιο και προτού δω τον ήλιο, θεωρώ αναγκαίο να σας πω λίγα λόγια. Με καθαρή τη συνείδηση μπρος στον Θεό που με βλέπει, σας δηλώνω πως περιφρονώ και την ελευθερία και τη ζωή και την υγεία κι όλα όσα ονομάζονται στα βιβλία σας αγαθά του κόσμου.
    Επί δεκαπέντε χρόνια σπούδασα προσεχτικά τη ζωή. Είναι αλήθεια πως δεν είδα γη κι ανθρώπους, αλλά διαβάζοντας τα βιβλία σας, γεύτηκα το αρωματικό κρασί, τραγούδησα τραγούδια, κυνήγησα ελάφια κι αγριογούρουνα, αγάπησα γυναίκες… Αιθέριες καλλονές, πλασμένες με τη μαγεία που τους εμφύσησε η μεγαλοφυία των ποιητών σας, μ’ επισκέπτονταν τα βράδια σα πανάλαφρο νέφος και μου ‘λεγαν ψιθυριστά, θαυμάσια παραμύθια, που μεθούσανε το νου μου. Μες από τα βιβλία σας σκαρφάλωνα στις κορφές του Έλμπορους και του Μονμπλάν, απ’ όπου τα πρωινά έβλεπα τον ήλιο ν’ ανατέλλει και τα δειλινά να πλημμυρίζει τον ουρανό και τις κορφές των βουνών με το πορφυρό του χρυσάφι. Από κει ψηλά, έβλεπα πως λάμπαν οι αστραπές, όταν πάνω από το κεφάλι μου χαράκωναν εκτυφλωτικά τα νέφη. Έβλεπα πράσινα δάση, λιβάδια, ποτάμια, λίμνες, πόλεις, άκουγα τις Σειρήνες να τραγουδάνε και τους βοσκούς να παίζουνε τις φλογέρες τους, ψηλάφιζα τα φτερά εξαίσιων διαβόλων που ‘ρχονταν πετώντας να μιλήσουμε για τον Θεό… Ριχνόμουν μες στην απύθμενην άβυσσο των βιβλίων σας, έκανα θαύματα, σκότωνα, έκαιγα πόλεις, έκανα κηρύγματα νέων θρησκειών, κατακτούσα ολάκερα βασίλεια…
    Τα βιβλία σας μου δώσανε σοφία. Όλα τούτα που για αιώνες δημιουργούσεν η ακούραστη ανθρώπινη σκέψη, στριμωχτήκαν μες στο νου μου, σ’  ένα μικρό σβώλο. Ξέρω πως είμαι πιο γνωστικός απ’ όλους σας. Περιφρονώ τα βιβλία σας κι όλα τα καλά του κόσμου, περιφρονώ τη σύνεση και τη σοφία. Είν’ όλα εφήμερα, ασήμαντα, πλασματικά κι απατηλά. Είναι αρρωστημένη φαντασία. Είστε σοφοί και περήφανοι, αλλά ο θάνατος θα σας εξαφανίσει από προσώπου γης, ακριβώς όπως θα κάνει και με τα ποντίκια, που ‘ναι κάτω από το πάτωμα. Όσο για τους απογόνους σας, την ιστορία, την αθανασία των μεγαλοφυών ανθρώπων σας, θα παγώσουν όλα ή θα καούν κι αυτά μαζί με τη γήινη σφαίρα.
    Έχετε χάσει τα λογικά σας και δε βαδίζετε στο σωστό δρόμο. Το ψέμμα το δέχεστε σαν αλήθεια και την ασχήμια για ομορφιά. Θα σας έκανεν έκπληξη αν σαν αποτέλεσμα κάποιων συνθηκών, στις μηλιές και στις πορτοκαλιές μεγαλώνανε ξαφνικά αντί καρποί, βατράχια και σαύρες ή αν τα τριαντάφυλλα αρχίζανε ν’ αναδίδουν μυρωδιά ιδρωμένων αλόγων. Εκπλήσσομαι λοιπόν, με σας που ανταλλάξατε τον ουρανό με τη γη. Δε θέλω να σας καταλάβω.
    Για να σας αποδείξω στη πράξη τη περιφρόνησή μου σε κάτι με τ’ οποίο εσείς ζείτε, αρνούμαι να πάρω τα δυο εκατομμύρια που κάποτε ονειρευόμουνα σα να ‘ταν ο παράδεισος και που τώρα καταφρονώ. Για ν’ αφαιρέσω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα φύγω από δω πέντε ώρες πριν από τον προσυμφωνημένο χρόνο και με τον τρόπον αυτό, θα καταπατήσω τη συμφωνία«.
    Αφού τα διάβασεν αυτά ο τραπεζίτης, άφησε το χαρτί στο τραπέζι, φίλησε τον παράξενον αυτόν άνθρωπο στο κεφάλι, άρχισε να κλαίει και βγήκε από τη πτέρυγα. Ποτέ άλλη φορά, ακόμα κι ύστερα από μεγάλες χασούρες στο χρηματιστήριο, δεν αισθανόταν τέτοια καταφρόνεση για τον εαυτό του, όπως τώρα δα. Όταν έφτασε στο σπίτι, ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά η συγκίνηση και τα κλάματα δε τον αφήναν να κοιμηθεί για πολλήν ώρα.
    Την άλλη μέρα το πρωί, τρέξανε χλωμοί οι φύλακες και του ανακοινώσανε πως ο άνθρωπος που ‘μενε στη πτέρυγα, βγήκεν από το παράθυρο στον κήπο, πήγε στην εξώπορτα κι ύστερα κάπου εξαφανίστηκε. Ο τραπεζίτης μαζί με τους υπηρέτες πήγεν αμέσως στη πτέρυγα και διαπίστωσε την απόδραση του φυλακισμένου του. Για να μη προκληθούνε περιττές διαδόσεις, πήρε από το τραπέζι το χαρτί με την απάρνηση κι επιστρέφοντας στο σπίτι του, το κλείδωσε μες στο χρηματοκιβώτιο.



Το αφιέρωμα στον μεγάλο Ρώσο δραματουργό κλείνει με μια εξαιρετική παράσταση, αντάξια του διαμετρήματός του από το πάντα ποιοτικό "Θέατρο του Νέου Κόσμου"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου