Ανώγεια, 7 Ιουλίου, κάπου στο τέλος της δεκαετίας του ’30. Στο σπίτι του Γιώργη του Ξυλούρη του καφετζή έχουν πανηγύρι. Η Ελευθερία, η γυναίκα του, μετά από τρεις «θηλυκές» γέννες φέρνει στον κόσμο το πρώτο αρσενικό της φαμίλιας, τον Νικόλα.
Γειτόνισσες, συγγένισσες κι η θεια που ‘χει καημό με την «ατυχία» τ’ αδερφού τση με τσι κόρες, όλες σκυμμένες πάνω απ’ την κούνια του μωρού, δίνουν ευχές, ασημώνουν και κάνουν προγνωστικά για το μέλλον του.
«Για δε το κούτελο φαρδύ που ‘ναι. Μια μέρα θα γενεί σπουδαίος».
Καλοκαίρι του ’80 […] Δυο τσικουδιές είν’ αρκετές για να ξαναγυρίσω τον Αντρέα Ξυλούρη, ξάδερφο της οικογένειας, πίσω στη μέρα που ο Ψαρογιώργης ο καφετζής ρίχνει μπαλωθιές στον αέρα για τη γέννηση του γιου του.
«Του ‘χαμε κολλήσει το παρατσούκλι “Ψαράκης”, γιατί, καταπώς λέγαν οι παλιοί, ο πατερας του εσκότωνε τσι Τούρκους σαν τα ψάρια.
Τη μέρα που ‘ρθε ο Νικόλας στον κόσμο έγινε μεγάλο πανηγύρι. Μια βδομάδα κέρναγε ο Γιώργης, κι εμείς πίναμε στην υγεία και στην τύχη του νεογέννητου που μας ετίμησε όσο δεν παίρνει.
Ντερβισόπαιδο, ψυχή διαμάντι. Από μικρός κέρδισε την αγάπη μας».
[…]
Χρόνια δύσκολα για τους Ανωγιανούς εκείνα του ’30. Λίγο το λάδι, λίγο το ψωμί. Χρήματα δεν υπάρχουν. Ο τόπος ξερός για να φυτέψεις, να ποτίσεις, να ζήσεις.
Σ’ αυτή τη γωνιά της γης ο Νίκος κάνει τα πρώτα του βήματα. Τις νύχτες νανουρίζεται με τους ήχους της λύρας που παίζει γι’ αυτόν ο παππούς του, πρώτος λυράρης στο χωριό, και τις μαντινάδες που του τραγουδά η μάνα του.
Η λάλη του τον μεταφέρει με τα παραμύθια της σε τόπους μακρινούς, σε πύργους και παλάτια με στοιχειωμένους βασιλιάδες. Του μιλά γι’ αντριωμένους ιππότες, γι’ άρματα, και του μαθαίνει ν’ αψηφά τον κίνδυνο, σκιά να μη φοβάται.
Τη φτώχεια τη νιώθει κιόλας από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, όπως όλα τα παιδιά του χωριού. Μα δεν τον πειράζει. Δυο ελιές κι ένα κομμάτι ψωμί είναι αρκετά να τον χορτάσουν. Δυο δοξαριές της λύρας φτάνουν για να φουντώσουν την παιδική του φαντασία.
Παιδί αδύνατο, ευαίσθητο από τα μικρά του χρόνια ο Νίκος, γίνεται ο καημός του πατέρα και της μάνας.
«Ούτε ξύλα δε μπόραγε να κουβαλήσει», λένε οι φίλοι του. «Μόνο τα πρόβατα του άρεσαν. Να τα παίρνει ψηλά στα Πετροδολάκια που ‘ταν τα βοσκοτόπια των Ξυλούρηδων και να κάθεται όλη μέρα μαζί τους αγναντεύοντας τον ορίζοντα. Όταν δεν ήταν με τα ζωντανά έκανε σκανταλιές. Κανέναν δεν άφηνε απείραχτο. Έτσι έγινε από μικρός ο αρχηγός στα παιχνίδια μας και μετά, σαν μεγαλώσαμε, αρχηγός της παρέας στις καντάδες και στα γλέντια».
Μόνο η λύρα και το τραγούδι μέρευε τον Ψαρονίκο. Ένα βράδυ κατέβηκε από το βουνό κρατώντας στα χέρια του δυο βέργες κι έκανε πως έπαιζε.
«Εγώ θα γίνω λυράρης», τους είπε.
«Και ποιος, μωρέ, σε παίρνει εσένα στη δούλεψή του τόσο μικρός που ‘σαι;»
Τα μικρότερα παιδιά τον λατρεύουν γιατί είναι ο μόνος που δεν τ’ αποδιώχνει. Τους δίνει ό,τι έχει και τα βάζει να τραγουδούν μαζί του. Μόλις βγει από την πόρτα τον παίρνουν το κατόπι.
«Έτσι του κολλήσαμε το παρατσούκλι “η κλωσσού’. Και του ‘μεινε μέχρι που μεγάλωσε. Ακόμα και τώρα, φτασμένος πια, όταν ερχόταν να μας δει, έτσι τον φωνάζαμε».
[…]
Στο ζαχαροπλαστείο της Κηφισιάς, εκείνο το πρωινό του ’71, ο Νίκος συνεχίζει να μου μιλά για τον τόπο του, για τους δικούς του.
«Εκεί δεν κατέχουμε από μπαμπεσιές. Είμαστε ντρέτοι. Ξέρεις, οι γονιοί μου δεν το ‘θελαν να ‘ρθω στην Αθήνα, ούτε η Ουρανία. Μα ‘γω θαρρώ πως ο άνθρωπος πρέπει όλα να τα βλέπει, όλα να τα γνωρίζει. Έπειτα είναι και τ’ αδέρφια, ο Γιάννης, ο Ζαχάρης. Γιατί να μη δουλέψουν καλύτερα; Καμιά φορά να έρθεις στο χωριό μου. Πάρε την οικογένεια κι ελάτε».
Στη θύμηση των εδικών του ξεχνά τα προβλήματα της πρωτεύουσας. Δεν είναι η δόξα που τον έφερε εδώ. Ούτε τα χρήματα, αυτά μάλιστα ήταν πάντα λιγότερα από την πατρίδα του. Είναι η αγάπη και μόνο για το τραγούδι. Να πει αυτό που θέλει και σ’ άλλους τόπους, σ’ άλλους ανθρώπους.
[Η πορεία του είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους. Δίσκοι, συναυλίες, «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», η “Ξαστεριά” στα κάγκελα του Πολυτεχνείου μαζί με τους φοιτητές. Και μετά, η αρρώστια που τον πήρε τόσο νέο. Σαν σήμερα, Τσικνοπέμπτη βράδυ ήταν, ξημερώματα Παρασκευής 8 Φλεβάρη του 1980. Λίγο παραπάνω από 40 χρονών. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω. Η πρώτη μεγάλη απώλεια της ζωής μου, η πρώτη πίκρα, ο πρώτος αγαπημένος που χάθηκε.]
Μην κλάψετε για το χαμό του. Μόνο τραγούδια και περηφάνια τού πρέπουν.
Λόγια γραμμένα από χέρι νεανικό που φθάνουν από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, για να απαλύνουν τον πόνο και να δώσουν κουράγιο σ’ αυτούς που τον κλαίνε.
9 Φεβρουαρίου 1980. Χειμωνιάτικο πρωινό, παγωμένος ήλιος. Υγρή η γης κάτω απ’ τα πόδια μας. Κι εσύ, κλεισμένος μέσα στο ξύλινο φερετρό σου, κοιμάσαι. Δεν ακούς, δε βλέπεις κάτω τη σκηνή. Δεν τραγουδάς.
Χιλιάδες ο κόσμος που ήρθε να σ’ αποχαιρετήσει, φίλε μου.
Είναι οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι που σε χειροκρότησαν. Που ξαφνιάστηκαν από το μαντάτο του χαμού σου κι ακόμα και τώρα δεν το πιστεύουν.
Είμαστε όλοι εμείς που σ’ αγαπήσαμε. Νέοι, γέροι, παιδιά αμούστακα, μαθήτριες με τις μπλε ποδιές και τις τσάντες στα χέρια. Ήρθαμε. Μ’ ένα λουλούδι σφιχτά κρατημένο στις παλάμες. Μ’ ένα δάκρυ που στέκει πεισματικά στις άκρες των ματιών και δε λέει να κυλήσει. Πόση χαρά θα ‘νιωθες αν μπορούσες να μας δεις.
Η καμπάνα του νεκροταφείου χτυπά. Ώρα έντεκα. Η στιγμή της κηδείας έφτασε. Μιας κηδείας που μοιάζει με γλέντι αγγέλων, έτσι καθώς η φωνή σου ενώνεται με τις ψαλμωδίες των παπάδων
Κι ο κόσμος πληθαίνει γύρω μας, σκαρφαλώνει στους τάφους, στα δέντρα, χάνεται στην απεραντοσύνη του νεκροταφείου.
«Νίκο Ξυλούρη, εμείς οι συχωριανοί σου, που τόση περηφάνια νιώσαμε από το ανέβασμά σου, σκύβουμε σήμερα το κεφάλι, ανήμποροι να σε ξαναφέρουμε στη ζωή, ανήμποροι να σε βοηθήσουμε. Το μόνο που μένει να κάνουμε είναι να μιλάμε σ’ τσι γενιές που θα ‘ρθουν για την πρεπιά και την καλοσύνη σου».
Εκείνοι μιλούν, μιλούν κι εσύ με κλεισμένα τα μάτια χαμογελάς ακόμη. Δίπλα η Ουρανία, ο Γιώργης, η Ρηνιώ, ο Γιάννης, το μικρότερο τ’ αδέλφι που είχες πάντα κοντά σου, ο Αντώνης, οι αδελφάδες σου που δεν σταματάνε τα μοιρολόγια.
[…] Ένα τελευταίο κοίταγμα στο χλομό πρόσωπό σου. Δυο άνθη λεμονιάς πριν πέσει το χώμα κι ύστερα φτυαριές, σίγουρες μηχανικές κινήσεις, ώσπου να χαθείς για πάντα στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι που δεν θα καταφέρει ποτέ να σε σβήσει από τη μνήμη μας.
Εκεί, στην άκρη του νεκροταφείου σ’ αφήσαμε, μεσημέρι πια, παρέα με τα πουλιά, τα κυπαρίσσια, με τη μυρωδιά της άνοιξης που φτάνει και το χάρο να τραγουδά μετανιωμένος.
Για ιδές κρίματα που ‘κανα
κι άδικα που τα κάνω
για ιδέ σπίθια που ρήμαξα
για ιδέ κορμιά που πήρα.
Με πορτοκαλί στοιχεία και σε αγκύλες, το κείμενο της Νατάσσας Συλλιγνάκη, που επιμελήθηκε το αφιέρωμα και επέλεξε αποσπάσματα από το βιβλίο Νίκος Ξυλούρης της Νίτσας Λουλέ, Διάπλαση 2010.
κι άδικα που τα κάνω
για ιδέ σπίθια που ρήμαξα
για ιδέ κορμιά που πήρα.
Με πορτοκαλί στοιχεία και σε αγκύλες, το κείμενο της Νατάσσας Συλλιγνάκη, που επιμελήθηκε το αφιέρωμα και επέλεξε αποσπάσματα από το βιβλίο Νίκος Ξυλούρης της Νίτσας Λουλέ, Διάπλαση 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου