Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική εποποιΐα 1940-1941,Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, 4η έκδοση
Ο Άγγελος Τερζάκης από το 1940 και ως τη λήξη του πολέμου υπηρέτησε στο Αλβανικό Μέτωπο.
Έγραψε το βιβλίο αυτό είκοσι χρόνια μετά και σε αυτό εξιστορεί προσωπικές εμπειρίες και συναισθηματικές αντιδράσεις.
" Το
βιβλίο αυτό εδώ προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια όχι
όμως και στην ιστορική πληρότητα. Δεν είναι σύνθεση επιστημονική.
Γραμμένο εξάλλου από άνθρωπο που είχε την τύχη ν' αναπνεύσει τον τραγικό
αέρα του μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε
αδιάκριτη ανάμειξη του μυθιστορηματικού. Η εκστρατεία του 1940 - 41
είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεται τη
συμπλήρωση της σκηνοθεσίας.
Ωστόσο,
αυτή η εκστρατεία, που όλη τη λένε " το Έπος", έχει τούτο το παράδοξο:
πως είναι ένα έπος άγνωστο· Θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές,
στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο ψυχολογικό και ιστορικό απροσδόκητο,
δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα
γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων: Η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα
του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου,
του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθανε να κατακαλύψουν τη στιγμή της
Αλβανίας. Το κεφάλαιο τούτο της ελληνικής Ιστορίας, ένα από τα πιο
σημαντικά, κλείστηκε, σφραγίστηκε και τοποθετήθηκε στο αρχείο προτού
μνημειωθεί.
Όχι
πως δεν υπάρχουν ιστορίες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Υπάρχουν, και
αξιόλογες. Αλλά εκείνο που λείπει είναι ένα βιβλίο δίχως αξιώσεις,
προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον ανειδίκευτο στα στρατιωτικά, στα
διπλωματικά, και που να διαβάζεται άνετα.
Δεν
ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού
αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η
άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία την
συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ' αποχωρίζει: μια σειρά
γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ'
αποκαταστήσεις κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο όχι· χάνεται, πετάει
μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν - όπως και όσο νιώθει
κανένας το παρόν - ακόμα κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο
άνεμος του Χρόνου.
Δεν
ισχυρίζομαι πως μπόρεσα να αιχμαλωτίσω ή ν' ανακαλέσω το άρωμα της
μεγάλης για την πατρίδα μας στιγμής που σημειώθηκε ξαφνικά στο φθινόπωρο
του 1940. Έκαμα μόνον ό,τι μπορούσα για να μάθουν τα παιδιά των
Ελλήνων, οι ερχόμενες γενιές, πως η ελευθερία είναι πάθος ιερό και πως
γι' άλλη μια φορά, καταμεσής στον εικοστό αιώνα, έδωσε τη μάχη της σ'
αυτό εδώ το χώμα, που μας έχει θρέψει." ( Άγγελος Τερζάκης)
Σύμπλεγμα πολυδαίδαλο, τραχύ, από στεγνό βράχο και δασωμένες ρεματιές, πριονωτές ράχες, κυματερά κορφοβούνια και βαθύσκιωτα ρουμάνια, πλαγιές πηγμένες στο έλατο, την οξυά, η Πίνδος έχει πρόσωπο λεβέντικο με πάνω του τη σφραγίδα του μυθικού και του αιώνιου.
Είναι ένα συγκρότημα από βουνά, που ριζώνει κατάσαρκα στον ελληνικό κορμό και κλαδώνεται από τα βορειοδυτικά στα νοτιοανατολικά, κάπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μάκρος. Χταπόδι τεράστιο, κουβάρι από μυώνες, πλοκάμια καβαλικευτά, μπερδεμένα, πλάθει τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής χερσονήσου. Για να κατέβεις βιαστής από τον βορρά, να χτυπήσεις τις πύλες της χώρας, πρέπει τον κόμπο τούτο να τον λύσεις. Δύσκολο πολύ. Κοιτάς τα καταράχια όπου κατρακυλάει το μαύρο έλατο, τις λαγκαδιές που βουίζουν μυστικά μέσα στην άχνα της απεραντοσύνης, και το μάτι σου θολώνει. Τα χωριά σωπαίνουν κουρνιασμένα στις βουνοπλαγιές, σαν όρνια. Ψηλά στα ουρανοθέμελα πυργώνονται απανωτά, άσωστες οι βουνοκορφές. Στις χαρακιές τους ασημίζει σαν κρεμασμένο τέλι η νεροσυρμή, γκρεμίζεται σε σκοτεινά φαράγγια. Σαν έρθει το πρώτο χιόνι, όλος αυτός ο γιγάντιος κόσμος παραχώνεται, γίνεται απέραντος άσπρος τάφος, όλο μυστήριο και σιωπή. Τότε, μήτε η αρκούδα, το αγριογούρουνο ή ο λύκος δεν ξεθαρρεύονται μακριά από τις μονιές τους. Μονάχα ο άνεμος θερίζει δρασκελώντας τα διάσελα, κυρίαρχος σαν Χάρος.
Για να παραβιάσουν την Πίνδο οι Ιταλοί, κι ας μην περίμεναν αποφασισμένη ελληνική αντίσταση, είχαν διαλέξει μια μονάδα τους από τις πιο επίλεκτες: τη Μεραρχία Τζούλια των Αλπίνων. Ήταν ενισχυμένη με ιππικό, Βερσαλλιέρους, σχηματισμούς μελανοχιτώνων κι Αλβανών. Με διοικητή της τον στρατηγό Μάριο Τζιρότι, η Τζούλια, επιστρατευμένη από καιρό, είχε μεταφερθεί στην Αλβανία τον Απρίλη του 1939.Είχε ασκηθεί στον ορεινό πόλεμος, ήταν απόλυτα κατατοπισμένη στη διαμόρφωση και στις συνθήκες του Μετώπου της Πίνδου, ανάλογα συγκροτημένη, λαμπρά εφοδιασμένη.
Η εισβολή της θα γινόταν με πέντε φάλαγγες, πέντε βέλη καλά ζυγιασμένα, έτσι που να χτυπήσουν κατάκαρδα την Ελλάδα: Τη Φάλαγγα Τολμέτσο στο αριστερό της μεραρχίας, στη σειρά ύστερα την Τζεμόνα, την Τσιβιντάλε, τη Βιτσέντσα και τέλος της Ακουίλα στο δεξί.. Ένα άλλο τμήμα της Τζούλια, μοιρασμένο σε τέσσερις ακόμα μικρές φάλαγγες, θα τόξευε στη βόρεια άκρη του τον ελληνικό υποτομέα, ανάμεσα στα υψώματα Κιάφα και Καταφύκι.
Αποστολή της Τζούλια ήτανε να εισχωρήσει ταχύτατα στα ορεινά περάσματα της Πίνδου, να κατέβει στο Μέτσοβο, να τσακίσει στα δύο τη ραχοκοκαλιά του Ελληνικού Μετώπου και ν' αποκόψει τις δυνάμεις της Ηπείρου από της Δυτικής Μακεδονίας.
Απέναντι στον επίφοβο αυτόν εχθρό, η ελληνική άμυνα είχε ν' αντιτάξει ένα σχηματισμό ισχνό: το Απόσπασμα Πίνδου. Διοικητής του ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης. Δύο χιλιάδες άντρες από εδώ, δεκαπέντε χιλιάδες από εκεί. Το Απόσπασμα Πίνδου είχε να καλύψει ένα μέτωπο από τριάντα πέντε χιλιόμετρα φάρδος σ' ευθεία γραμμή. Η άγρια ορεινή διαμόρφωση του εδάφους, αν ευνοούσε την ελληνική άμυνα, πολλαπλασίαζε όμως και το μάκρος του μετώπου που είχε να καλύψει.
Η αμυντική οργάνωση της περιοχής ήταν εντελώς πρόχειρη, καμωμένη βιαστικά μέσα στους τελευταίους μήνες, από τότε που ανέλαβε τη διοίκησή του ο Δαβάκης. Χωρίς πιστώσεις αρκετές στη διάθεσή του, αναγκάστηκε - καθώς στο μέτωπο της VIII ο Μαυρογιάννης - να ζητήσει την εθελοντική εργασία των χωρικών, για να γίνουν κάποια στοιχειώδη οχυρωματικά έργα. Αλλά κι ο οπλισμός, ο ιματισμός, τα πυρομαχικά του αποσπάσματος ήταν ελάχιστα. Διέθετε δύο εν όλω όλμους· τηλεφωνική γραμμή που να συνδέει τα τμήματα μεταξύ τους δεν υπήρχε άλλη από τη μία και μόνη πολιτική γραμμή από Εφταχώρι σε Κόνιτσα, με τις δευτερεύουσες μικροδιακλαδώσεις της· οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν έφεδροι δίχως πείρα. Στο κατώφλι του χειμώνα, που εκεί απάνω είναι από την πρώτη στιγμή απάνθρωπος, με τέτοια δυσαναλογία σ' αριθμό, μέσα, με το βάρος της τεράστιας ευθύνης απέναντι στο σύνολο του μετώπου και στη χώρα, την ανεπιστράτευτη ακόμα, που περίμενε πίσω ακάλυπτη, ο αγώνας που είχε ν' αντιμετωπίσει το Απόσπασμα Πίνδου έπαιρνε τη μορφή αποστολής απελπισμένης.
Η 28η Οκτωβρίου ανέτειλε εκεί απάνω με καιρό κρύο, βροχερό. Στα δύο συντάγματα, 8ο και 9ο, που αποτελούσαν τη Μεραρχία Τζούλια, είχε δοθεί από τον στρατηγό Τζιρότι διαταγή που έλεγε:
" Η πρόθεσις μου είναι να επιτευχθή η προχώρησις μέχρι των θέσεων εις α ευρίσκονται οι εχθρικοί καταυλισμοί, χωρίς να δυνηθώσι τα εχθρικά στοιχεία, τα εγκατεστημένα δια την φρούρησιν των συνόρων, να σημάνωσι συναγερμόν. Όθεν επιβάλλεται όπως η πρώτη ενέργεια δια την δημιουργίαν των ρηγμάτων μελετηθή εκ των προτέρων και οργανωθή μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών.
Ιδιαιτέρως επιβάλλει να καθορισθώσι: Στοιχεία εντεταλμένα την εξουδετέρωσιν των σκοπών. Στοιχεία εντεταλμένα την αποκοπήν των τηλεφωνικών γραμμών.Στοιχεία εντεταλμένα την κατάληψιν των ελληνικών φυλακίων και την σύλληψιν των φρουρών των. Τα διάφορα στοιχεία δέον να εκλεγώσι μεταξύ των ικανωτέρων ανδρών δι' εκάστην αποστολήν. Εν συνόψει, η δράσις εις εκάστην των διεξόδων δέον να διεξαχθή δι' ολίγων δυνάμεων και μετά της μεγίστης ταχύτητος. Ουσιώδης συντελεστής ο αιφνιδιασμός".
Η εισβολή είχε αρχίσει, όπως και στο μέτωπο της VIII Μεραρχίας, προτού φέξει, πριν τελειώσει δηλαδή η διορία που όριζε το τελεσίγραφο. Αν, κατά μέσον όρο, οι ιταλικές φάλαγγες είχαν παραβιάσει τη μεθόριο στις πέντε η ώρα, σε κάποια φυλάκια της Πίνδου οι αιφνιδιασμοί εκδηλώθηκαν πολύ πριν.Το φυλάκιο 22 λόγου χάρη, πάνω από το Ασημοχώρι, χτυπήθηκε γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Οι ακρίτες αυτοί της ελληνικής γης, δεν είχαν προλάβει ακόμα να μάθουν πως αρχίζει πόλεμος, να καταλάβουν τι συμβαίνει. Σημειώνεται εδώ μια αντίφαση που και μόνη της χαρακτηρίζει το ήθος του αντιπάλου. Ενώ η ηγεσία του είχε διακηρύξει πως δεν περίμενε σοβαρή αντίσταση, ενώ μ' αυτήν ακριβώς την πεποίθηση είχε κατηχήσει τα στρατεύματά της, στην πράξη ακολουθούσε μια τακτική, που απέναντι σ' αντίπαλο ανύποπτο δείχνει ψυχολογία δολοφονική.
Άνοιξαν καταπάνω στα φυλάκια φωτιά με πολυβόλα και χειροβομβίδες. Οι φρουρές, ξαφνιασμένες, αμυνόμενες όπως όπως, άρχισαν να συμπτύσσονται προς τη γραμμή αντιστάσεως. Για να κλονίσουν το ηθικό των λιγοστών αυτών ανθρώπων, οι Ιταλοί τους φώναζαν ελληνικά πως τάχα στην Αθήνα έγινε επανάσταση, πως ο Μεταξάς έπεσε, πως η νέα κυβέρνηση συμμάχησε με τον άξονα και να παραδοθούν. Τα καλώδια των τηλεφώνων είχαν φροντίσει να τα κόψουν αποβραδίς κι έτσι οι επικεφαλής των ελληνικών τμημάτων δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τη διοίκησή τους. Ωστόσο, σε πολλά σημεία, η αντίσταση κατόρθωσε ν' αναχαιτίζει τον εχθρό. Το φυλάκιο 25, στα δεξιά του Γράμμου, αμύνεται ως το μεσημέρι και ύστερα αποσύρεται να πάρει θέση στην κύρια γραμμή αντιστάσεως. Στ' αριστερά του κεντρικού υποτομέως, το εκεί ελληνικό τμήμα αγωνίζεται στα υψώματα Καρδάρι και Στενό, ώσπου δίχως πυρομαχικά πια μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθεί, αναγκάζεται να συμπτυχθεί στην Πυρσόγιαννη. Στο κέντρο, όπου εκδηλώνεται η κύρια προσπάθεια των Ιταλών, τα ελληνικά τμήματα συμπτύσσονται προς τη Βούρμπιανη, ενώ άλλα υποχωρούν ανατολικότερα, ως το χωριό Θεοτόκος. Στα υψώματα Σταυρός και Κιάφα, ισχυρές ιταλικές δυνάμεις με πυροβολικό και όλμους πιέζουν τον εκεί ελληνικό λόχο, που αγωνίζεται ως τις δύο μετά το μεσημέρι, ύστερα υποχωρεί στην Αετομηλίτσα κι από εκεί στο ύψωμα Πέτρα Μούκα. Εδώ, η κάμψη ήταν επικίνδυνη. Στην Κιάφα όμως η εκεί διμοιρία δεν λυγίζει, μάχεται ως τη νύχτα, και τότε ανεβαίνει να πιάσει την κορυφή του υψώματος, 2.398 μέτρα. Στον αριστερό υποτομές, όπου οι Ιταλοί εκδηλώθηκαν μόλις στις πέντε τ' απόγευμα, οι δύο ελληνικοί λόχοι της Καστάνιανης και της Μόλιστας κρατάνε τις θέσεις τους ως τη νύχτα.
Στον κεντρικό υποτομέα, ωστόσο, η κατάσταση έπαιρνε μορφή πολύ σοβαρή. Η κατάληψη από τους Ιταλούς του Σταυρού τους άνοιγε τον δρόμο προς την Αετομηλίτσα και τη Λυκόρραχη, ενώ απειλούσε με αποκοπή, στ' αριστερά, τους λόχους της Βούρμπιανης και της Πυρσόγιαννης. Ο Δαβάκης αναγκάστηκε να διατάξει σύμπτυξη σε νέα γραμμή. Ο καιρός ήταν άσχημος πολύ. έπεφτε βροχή βαριά· στην κατασκότεινη μέσα νύχτα οι άντρες των ελληνικών τμημάτων, που είχανε πολεμήσει ολημερίς νηστικοί, βάδιζαν τώρα μουσκεμένοι, ξεθεωμένοι. Στο ποτάμι, τον Σαραντάπορο, το παγωμένο νερό τούς ανέβαινε ως τη μέση. Τα βαρυφορτωμένα με πολυβόλα και πυρομαχικά μουλάρια έχαναν πόδι στις κακοτοπιές, στο σκοτάδι, γλίστραγαν και γκρεμίζονταν κάτω σε βαθιές χαράδρες. Ο Δαβάκης, για να τονώσει το ηθικό των βασανισμένων τμημάτων του, σκέφτηκε να στείλει στους διοικητές τους, νύχτα στις εννιά η ώρα, μια διαταγή που έλεγε πως έρχονται τέσσερα τάγματα αύριο να τους ενισχύσουν κι αυτός θα κάνει αντεπίθεση με τις εφεδρείες. Ούτε τάγματα βρίσκονταν πουθενά ούτε εφεδρείες. Απεναντίας, τα μέσα διαβιβάσεων δεν λειτουργούσαν καλά, πληροφορίες σωστές για τα τμήματα που πολεμούσαν ο Δαβάκης δεν μπορούσε να έχει, με το τμήμα της Αετομηλίτσας κάθε επικοινωνία είχε κιόλας κοπεί, τα πυρομαχικά είχαν τελειώσει. Αναγκάστηκε ο Δαβάκης να μαζέψει όσα βρίσκονταν στους ημιονηγούς, στους μαγείρους και στους γραφείς και τα έστειλε στους λόχους της Πυρσόγιαννης και της Αετομηλίτσας. Ζήτησε κι από τους χωριάτες της Πίνδου να φέρουν τα ζώα τους, για να κουβαλάνε τρόφιμα και πολεμοφόδια στον στρατό.
Τα έφεραν. Ύστερα έπιασαν μόνοι τους, γέροι, γριές, κορίτσια, γυναίκες, παιδιά, να ζαλώνονται τα πολεμοφόδια, όπως σε λίγο θα ζαλωθούν και τους τραυματίες, να σκαρφαλώνουν άκρη άκρη σε γκρεμούς, κάτω από τη βροχή, μέσα στο σκοτάδι.Έτσι θα χαραχτούν στη μνήμη του έθνους, στο θρύλο, θα γίνουν όραμα συμβολικό, λιτανεία που πάει να καταθέσει το βαρύ τάξιμο στο θυσιαστήριο της λευτεριάς....(απόσπασμα).