Οι περισσότερες αναφορές αρχίζουν ως εξής: νέος, ωραίος και Ολυμπιονίκης. Μετά αλλάζουν τα πράγματα. Οι ιστορικοί, που κάνουν στην «Κ» μια σύντομη αποτίμηση του ρόλου που έπαιξε ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος στην ελληνική Ιστορία κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του, παρατηρούν την αντίθεση ανάμεσα στην ακτινοβολία του προσώπου με τις πράξεις και τις επιλογές του μονάρχη, σε μια περίοδο μεγάλης πολιτικής αστάθειας για τη χώρα, συγκρούσεων και διχασμών. Πού θα τοποθετήσει τον Κωνσταντίνο η Ιστορία; Πέντε ιστορικοί απαντούν στην «Κ».
Σάκης Ιωαννίδης
Προσωπικότητα χωρίς ειδικό βάρος
Κέβιν Φέδερστοουν
Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής LSE
Σε μια εβδοµάδα γεμάτη με ειδήσεις για τα απομνημονεύματα «σαπουνόπερας» του πρίγκιπα Χάρι, είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε τον ρόλο που είχε και την επιρροή ενός βασιλιά της Ελλάδας σε μια βαθιά προβληματική πολιτική περίοδο. Εδειξε ο Κωνσταντίνος Β΄ την αξία της μοναρχίας, κάνοντας τη διαφορά; Νομίζω ότι οι ιστορικοί θα κατατάξουν τον Κωνσταντίνο ως μια φιγούρα «ελαφρών βαρών».
Σε μια πραγματικά κρίσιμη στιγμή διάλεξε να παρέχει νομιμοποίηση στο πραξικόπημα των συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967, διευκολύνοντας την επικράτηση μιας σκοτεινής περιόδου στην ιστορία της χώρας. Αντιθέτως, ο Χουάν Κάρλος βγήκε στην τηλεόραση ως βασιλιάς της Ισπανίας και αποκήρυξε την απόπειρα πραξικοπήματος του 1981. Το μετέπειτα αντικίνημα του Κωνσταντίνου αποδείχθηκε άτοπο και απέτυχε: σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ξεκάθαρο τι είδους πολιτικές μπορεί να έχει ενεργοποιήσει.
Τη χρονιά της πραγματικής αλλαγής, το 1974, η χώρα στράφηκε εναντίον του. Ταυτίστηκε με ένα ιστορικό παρελθόν που είχε καταστρέψει την Ελλάδα. Ο Καραμανλής κράτησε μια εκκωφαντική σιωπή κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος τον Δεκέμβριο του 1974 και σχολίασε αργότερα, όπως έχει γραφτεί, ότι ο ελληνικός λαός απέκοψε ένα «καρκίνωμα» από το σώμα της χώρας. Πράγματι, για δεκαετίες η μοναρχία είχε συμβάλει ώστε οι πολιτικές ταυτότητες να ορίζονται με έναν άκαμπτο και δυαδικό τρόπο – μια ένδειξη ότι η νομιμοποίηση που έδινε στο ελληνικό κράτος δεν ήταν παρά υπονομευμένη.
Ο Κωνσταντίνος ήταν προορισμένος για να βασιλέψει σε «καλούς» καιρούς. Ηταν Ολυμπιονίκης στους αγώνες της Ρώμης του 1960 και η δημόσια εικόνα του εξέπεμπε μια νέα, πιο μοντέρνα παρουσία στη χώρα και διεθνώς. Το πόσο καλά καταλάβαινε τις πολιτικές αλλαγές στην πατρίδα του και πόσο δημοκρατικά ήταν τα πιστεύω του είναι κάτι που ακόμη ερευνάται.
Οταν πήρα για πρώτη φορά την έδρα Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών «Ελευθέριος Βενιζέλος» στο LSE το 2002, πρότεινα να προσκαλέσουμε τον Κωνσταντίνο για μια ανοιχτή συζήτηση και σίγουρα θα γινόμασταν πρώτο θέμα στις εφημερίδες. Ενας συνάδελφος σχολίασε κάτι σαν, «και ποιο είναι το νόημα;». Και αυτό φαίνεται σαν μια λογική αντανάκλαση της επίδρασης που είχε ο Κωνσταντίνος στην ελληνική Ιστορία. Ηταν η τελευταία προσωπικότητα από την περίοδο της χούντας. Σήμερα οι Ελληνες μπορούν να κάνουν μια πιο αμερόληπτη, λιγότερο συναισθηματική εκτίμηση της συνεισφοράς του στη χώρα. Αμφιβάλω όμως ότι θα καταγραφεί ως μια προσωπικότητα με ειδικό βάρος.
Δεν είχε την εμπειρία για τα δύσκολα
Σερ Μάικλ Λιουέλιν Σµιθ
Ιστορικός, πρώην πρέσβης της Βρετανίας στην Αθήνα
Κατά τα φαινόμενα ο Κωνσταντίνος, που ενθρονίστηκε τον Μάρτιο του 1964, ήταν «ευλογημένος» από την καλή νεράιδα. Ηταν νέος, ωραίος, με εφόδια για τη βασιλεία του και συγγενικούς δεσμούς με την παλαιότερη βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Παντρεύτηκε με μια ελκυστική Δανέζα πριγκίπισσα. Είχε κάθε οικογενειακό και εκπαιδευτικό προνόμιο. Εκτός αυτών των πλεονεκτημάτων, κατέγραψε και ένα προσωπικό επίτευγμα, ως ικανός και πετυχημένος αθλητής, ένα Ολυμπιακό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα στους Αγώνες του 1960 (Ρώμη, 3 άτομα dragon class). Τι μπορούσε να πάει λάθος; Αλλά η καλή νεράιδα που του έδωσε όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, του άφησε και ένα πρόβλημα που δεν ήταν ικανός να λύσει: τους ιστορικούς πολιτικούς διχασμούς της Ελλάδας, στη μορφή έντονα ανταγωνιστικών πολιτικών κομμάτων και ορισμένους ανώτερους αξιωματικούς του στρατού αποφασισμένους να πάρουν τα ηνία της διακυβέρνησης στα χέρια τους, με την αμφίβολη αφορμή μιας υποτιθέμενης κομμουνιστικής απειλής. Δεν είχε την εμπειρία για να το αντιμετωπίσει αυτό με επιτυχία. Δεν βοήθησε που το Στέμμα το ίδιο ήταν ένας παράγοντας διχασμού στην ελληνική Ιστορία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Κωνσταντίνος ήταν άτυχος. Αλλά οι βασιλείς δεν διαλέγουν τις συνθήκες: η δουλειά τους είναι να κυβερνούν.
Ο Κωνσταντίνος δεν είχε τον χρόνο να δείξει τον χαρακτήρα του στη διεθνή σκηνή. Η Βρετανία, εκεί που ήταν οι πιο στενές του συνδέσεις, είχε κάνει ένα βήμα πίσω μπροστά στην παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε κάθε περίπτωση αυτό που είχε σημασία και κυριάρχησε στη σύντομη βασιλεία του ήταν η πολιτικοποίηση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ηταν στριμωγμένος από τον στρατό. Χρειαζόταν η σοφία ενός σοβαρού πολιτικού, όπως του Κωνσταντίνου Καραμανλή, για να αποκατασταθεί η ορθή διακυβέρνηση και να επουλωθούν τα δηλητηριώδη ρήγματα στο πολιτικό σώμα.
Ημουν στην Αθήνα για ακαδημαϊκές εργασίες, αλλά δεν γνώριζα τον Κωνσταντίνο την κρίσιμη περίοδο. Ενα πρωινό του Δεκεμβρίου 1967 ειδοποιηθήκαμε από φίλους ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Καταφέραμε να παρακολουθήσουμε μέσα από ένα μικρό ραδιόφωνο τη σπασμωδική εξέλιξη αυτού που έγινε γνωστό ως το «αντικίνημα» του Κωνσταντίνου, καθώς προσπάθησε να συγκεντρώσει ανώτερα στρατιωτικά στελέχη στη βόρεια Ελλάδα. Προσπάθησε να αποκαταστήσει τη συνταγματική κυβέρνηση, αλλά η προσπάθεια ήρθε πολύ αργά και ήταν αναποτελεσματική. Οταν είδε ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει και πέταξε από την Ελλάδα στη Ρώμη, δεν ήξερε ότι αυτό θα ήταν και το τέλος της βασιλείας του. Τον γνώρισα στα χρόνια της εξορίας που ακολούθησαν στο Λονδίνο μαζί με τη βασίλισσα Αννα-Μαρία, το σταθερό του στήριγμα. Εκανε το καλύτερο που μπορούσε, αλλά δεν ήταν αρκετό.
Ευθύνες του πολιτικού προσωπικού
Χρήστος Χρηστίδης
∆ιδάκτωρ Ιστορίας, διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο
«Για τον Ελληνα κάθε γεγονός, όσο παλιό ή ξεπερασμένο, είναι πάντα ξεχωριστό. Κάνει πάντα το ίδιο πράγμα για πρώτη φορά», γράφει ο Χένρι Μίλερ στον «Κολοσσό του Αμαρουσίου». Στα σχεδόν εξήντα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην έκρηξη του Εθνικού Διχασμού και τη Μεταπολίτευση (1915-1974), κοινωνία, πολιτικές ηγεσίες, Στέμμα και παράγοντες (θεσμικοί και μη), έδειξαν πολύ συχνά να επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση. Κατά τη μακρά αυτή περίοδο των κρίσεων η χώρα παρέμενε σε μία δίνη συγκρούσεων και διχασμών, που εναλλάσσονταν με περιόδους συνταγματικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας. Οι ευθύνες του Στέμματος για αυτή την ιδιότυπη περιδίνηση δεν μπορούν και δεν πρέπει να παραγραφούν. Αρκεί όμως αυτό;
Ο Κωνσταντίνος διαδέχθηκε τον πατέρα του Παύλο ως βασιλιάς των Ελλήνων σε μία περίοδο εξαιρετικά κρίσιμη για την πορεία του τόπου. Στις αρχές του 1964 η ελληνική κοινωνία έδειχνε να αισιοδοξεί ότι το τέλμα, στο οποίο είχε περιέλθει το πολιτικό σκηνικό, θα μπορούσε επιτέλους να ξεπεραστεί. Πολύ σύντομα, όμως, οι προσδοκίες θα διαψεύδονταν. Το πολιτικό προσωπικό και το Στέμμα είχαν ήδη διαμορφώσει ένα πλαίσιο αλληλεξάρτησης, που επέτρεπε και στις δύο πλευρές να επιβιώνουν. Οταν κάποιος αντιδρούσε ή ζητούσε θεσμικά αντίβαρα που θα επέτρεπαν τον έλεγχο επί του συστήματος αυτού, απλά απομακρυνόταν. Αλλωστε, για το Στέμμα οι πολιτικοί «όφειλαν» στον θεσμό και ως εκ τούτου έπρεπε να αξιολογούν τις επιθυμίες του, ακόμη κι αν αυτές ξέφευγαν από το όριο των αρμοδιοτήτων του.
Εδώ ακριβώς εντοπίζονται και οι ευθύνες του πολιτικού προσωπικού, που δεν φρόντισε να κινηθεί συντεταγμένα προκειμένου να αποτρέψει περαιτέρω παρεμβάσεις του Στέμματος – άλλωστε, όχι σπάνια αυτές αποτελούσαν και δικά του αιτήματα. Ετσι επέτρεψε τελικά στον απολύτως ανεπαρκή και άπειρο Κωνσταντίνο να προχωρήσει σε κινήσεις που όξυναν τα πάθη, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα σύγκλισης και διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον σύγκρουσης, που τελικά οδήγησε στην εκτροπή του πολιτεύματος. Επρόκειτο όμως για μια κατάληξη που ήταν νομοτελειακή; Αναμφισβήτητα όχι. Το θεσμικό πλαίσιο διέθετε δικλίδες ασφαλείας, τις οποίες θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί το πολιτικό προσωπικό προκειμένου να διασώσει τη δημοκρατία, ακόμη κι αν το Στέμμα δεν επικουρούσε. Η δικτατορία όμως δεν αποτράπηκε και η χώρα βίωσε την επταετία και τις τραγικές συνέπειές της. Ο ιστορικός αυτός κύκλος έκλεισε πριν από περίπου πενήντα χρόνια και ο Κωνσταντίνος, όπως και οι υπόλοιποι δρώντες της περιόδου, βρίσκονται πλέον στην κρίση της Ιστορίας.
Υπό το πρίσμα της εποχής του και των συνθηκών
Μόγκενς Πελτ
Καθηγητής, Πανεπιστήµιο Κοπεγχάγης, διευθυντής Ινστιτούτου της ∆ανίας στην Αθήνα
O θάνατος του Κωνσταντίνου Β΄, τέως βασιλιά της Ελλάδας, μας προτρέπει για μια αξιολόγηση του ρόλου του στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Η πιο απτή και δραματική επίδραση χρονολογείται στη σύντομη περίοδο από τη στέψη του ως βασιλιά της Ελλάδας το 1964 έως την εξορία του το 1967.
Πήρε το μέρος του στρατού στην αντίστασή του κατά των προσπαθειών του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου να πάρει τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων, κάτι που οδήγησε στον Ιούλιο του 1965 όταν ο πρωθυπουργός παραιτήθηκε έπειτα από πίεση του βασιλιά. Αν και ο Κωνσταντίνος κατάφερε να δημιουργήσει μια σειρά βραχύβιων κυβερνήσεων, ο φόβος για μια επιστροφή του Παπανδρέου στις εκλογές του 1967 επιτάχυνε τη συνωμοσία στις Ενοπλες Δυνάμεις, με αποκορύφωμα το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 από τους συνταγματάρχες. Αν και οι συνταγματάρχες πήραν τον Κωνσταντίνο με το μέρος τους, η σχέση είχε τον χαρακτήρα μιας μάχης για την εξουσία την οποία έχανε ο βασιλιάς. Σε αυτό το πρίσμα θα πρέπει να καταλάβουμε το αντιπραξικόπημά του στις 13 Δεκεμβρίου 1967, που σήμανε το τέλος της παρουσίας του στην Ελλάδα και την αρχή της εξορίας του – ως μια προσπάθεια να σώσει το στέμμα του για το μέλλον. Αλλά εις μάτην: το 1974 ένα δημοψήφισμα αποφάσισε την κατάργηση της μοναρχίας.
Ο Κωνσταντίνος ακολούθησε την παράδοση που είχε η ελληνική μοναρχία να ανακατεύεται στα πολιτικά, αλλά το έκανε σε μια περίοδο αλλαγών και μεγάλης πολιτικής αστάθειας. Με αυτόν τον τρόπο οι παρεμβάσεις του έγιναν μέρος μιας διαδικασίας που είχε ραγδαίες και μακροπρόθεσμες συνέπειες, όχι μόνο στην περίοδο 1964-1967 αλλά και στις επόμενες δεκαετίες, καθώς την πτώση της χούντας ακολούθησε μια αλλαγή καθεστώτος. Αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν μόνο οι πράξεις του Κωνσταντίνου καθ’ αυτές αλλά και η περίοδος μέσα στην οποία έδρασε που κάνουν τη βασιλεία του να ξεχωρίζει.
Ευπροσήγορος, αλλά αναβλητικός, αναποφάσιστος
Θανάσης Χρήστου
Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας, Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου
Είναι κοινός τόπος ότι οι δύο βασιλικές δυναστείες που γνώρισε το ελληνικό κράτος από τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του (1830) έως τη δεκαετία του 1970 δεν είχαν εσωτερικές ρίζες και αφετηρίες και τούτο διότι δεν υπήρχε εδώ κάποια ομόλογη αριστοκρατία με καταβολές στον μεσαίωνα ή στα νεότερα χρόνια, που να ανέδειξε από τη μήτρα της το πολίτευμα της βασιλείας. Και φυσικά ο θάνατος ενός ανθρώπου, εν προκειμένω του Κωνσταντίνου, γεννάει αισθήματα αναστοχασμού, περισυλλογής και σεβασμού· μία διαχρονική στάση, όχι μόνον των Ελλήνων αλλά και του παγκόσμιου πολιτισμού.
Ο Κωνσταντίνος Β΄ ήταν 24 ετών όταν το 1964, διαδεχόμενος τον πατέρα του, ανέλαβε τον επίζηλο θώκο του ρυθμιστή του πολιτεύματος. Ως διάδοχος του στέμματος ήταν συμπαθής, ευπροσήγορος με τα διάσημα του Ολυμπιονίκη και του κοσμοπολίτη. Η παρορμητική ανεμελιά του δεν είχε ακόμη προσπελασθεί ως ανεύθυνη επιπολαιότητα και κανείς δεν μπορούσε να προϊδεασθεί το ανάπτυγμα της επιδερμικότητας και της ρηχής ανάγνωσης της πραγματικότητας. Με μιας, όμως, το σκηνικό άλλαξε άρδην και τα βλέμματα όλων στράφηκαν στο φωτογενές πρόσωπο του νεαρού βασιλιά και όλοι, μη εξαιρουμένης και της Αριστεράς, προσδοκούσαν ότι ο νέος βλαστός θα διαπνεόταν από σύγχρονες πολιτειακές αντιλήψεις.
Δυστυχώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της πυκνής και αργής δεκαετίας του 1960 απέδειξε περίτρανα ότι ο νέος ανώτατος πολιτειακός άρχοντας διακρινόταν από ευθυνοφοβία, αναβλητικότητα και αναποφασιστικότητα.
Το περιβάλλον του άνακτος με καθαρόαιμα χαρακτηριστικά προσκόλλησης σε ένα παρωχημένο μεσαιωνικό μοντέλο διακυβέρνησης, όπου πρωταγωνιστούσε η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη, ο νεόκοπος ταγματάρχης Αρναούτης και ο γηραιός στρατηγός Δόβας, συγκροτούσαν τη λυδία λίθο της αποτυχημένης διαχείρισης του έμπειρου και στοχαστικού πολιτικού Γεωργίου Παπανδρέου, του πρωθυπουργού με τη λαϊκή ετυμηγορία του 54% του ελληνικού λαού. Και οι Ελληνες τον έκριναν νηφάλια και ψύχραιμα στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 και η Ιστορία απομένει ακόμη να τον κρίνει.
Πηγή: kathimerini.gr