Αναδημοσιεύουμε το κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη από το Βήμα (23/12/1975) για τον «Κινηματογραφιστή» (The cameraman, 1928) με αφορμή την επέτειο του θανάτου του Buster Keaton (1/2/1966).
«Ο κινηματογραφιστής», του Βασίλη Ραφαηλίδη
Ο Μπάστερ Κίτον μπροστά από την κάμερα του συν-σκηνοθέτη Έντουαρντ Σέντγουϊκ δίνει μια από τις ξεκαρδιστικότερες παραστάσεις του. Όταν ήρθε η εποχή που ο κινηματογράφος απέκτησε φωνή, ο Μπάστερ Κίτον άρχισε να σιωπά… Αυτός που πρόσφερε τόσα στο σινεμά πέθανε φτωχός και ξεχασμένος.
Ο Μπάστερ Κίτον δεν είναι ούτε ιδιαίτερα γνωστός ούτε ιδιαίτερα αγαπητός στο πλατύ κοινό, παρά την έξω από κάθε αμφισβήτηση αξία του ως του πιο πηγαίου και του πιο κινηματογραφικού κωμικού του κινηματογράφου: η σύγκριση με τον ομότεχνό του Τσάρλι Τσάπλιν απέβαινε σχεδόν σχεδόν πάντα εις βάρος του, μέχρι το 1960 περίπου, όταν άρχισε μια προσεκτικότερη και συστηματικότερη μελέτη του πρωτότυπου στιλ του και της σύνθετης προβληματικής του — μελέτη που αντέστρεψε την αξιολόγηση: σήμερα σχεδόν κανείς μελετητής του κινηματογράφου δεν αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία του Μπάστερ Κίτον.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του κωμικού του Κίτον είναι μια απίστευτης ακρίβειας σύνθετη και πολύπλοκη κίνησή του μέσα σ’ ένα χώρο αδρανών γεωμετρικών σχημάτων, γεμάτο ετεροκλήσεις, άμορφες και, κυρίως, τυχαίες κινήσεις. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως ο Κίτον είναι είδος μανιακού γεωμέτρη που προσπαθεί να επιβάλει τους νόμους της δικής του πολυδιάστατης γεωμετρίας μέσα στο απειροδιάστατο χάος που τον περιβάλλει.
Αμετάθετος στόχος της κίνησης του Κίτον μέσα στο χώρο είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, η κατάργηση των φυσικών νόμων — αλλά οι νόμοι αυτοί τελικά επιβάλλονται, χωρίς ωστόσο να εξουδετερώνουν τον μόνιμα εξεγερμένο κοντό ανθρωπάκο που βγαίνει θριαμβευτής μέσα από κάθε σύγκρουση.
Σε τελική ανάλυση, οι κινήσεις του Κίτον είναι κινήσεις εκκρεμούς που περνάει μόνιμα από μια σταθερή κατάσταση ισορροπίας σε μια πρόσκαιρη κατάσταη ανισορροπίας. Τούτο ακριβώς το συνεχές πέρασμα από την ισορροπία στην ανισορροπία —και αντίστροφα— δημιουργεί στον θεατή μια κατάσταση ευφορίας που καταλήγει σε τρανταχτό γέλιο.
Ένα τέτοιο στιλ μαθηματικού, θα λέγαμε, κωμικού είναι πάρα πολύ απομακρυσμένο τόσο από τον παραδοσιακό ουμανισμό που επικαλείται συνεχώς την συμπάθεια του θεατή για τον «πάσχοντα» κωμικό όσο και από την κοινωνιολογία, την ψυχολογία και, βέβαια, τη μεταφυσική που, που εντούτοις, δεν το εμποδίζει να βάζει σε λειτουργία όλα τα παραπάνω, λειτουργώντας ως καταλύτης.
Όντας πολυεπίπεδο και αρμονικό, το κωμικό του Κίτον είναι, πριν από κάθε τι, όμορφο. Και όπως είναι γνωστό, η ομορφιά, η χάρις και η κομψότητα δύσκολα συμβιβάζονται με το γκροτέσκο και το χιουμοριστικό. Εντούτοις, ο μεγάλος Κίτον παραμένει ξεκαρδιστικά κωμικός παρά την υπέρτατη κομψότητα της κάθε του κίνηση. Κάτι ανάλογο, κανείς κωμικός δεν το πέτυχε ποτέ.
Για να αποφύγει ο Κίτον το γκροτέσκο ή φαρσικό κωμικό που γίνεται φανερό κυρίως με την έκφραση του προσώπου, κρατάει το δικό του πρόσωπο απολύτως ασύσπαστο, αχρηστεύοντας έτσι το βασικότερο «εργαλείο» έκφρασης κάθε ηθοποιού. Τούτη η μαρμάρηνη παγερότητα του προσώπου του ήταν η αιτία να του κολλήσουν εντελώς άστοχα το παρατσούκλι «ο αγέλαστος κωμικός».
Γιατί αυτός αυτό που θέλει να αποφύγει ο Κίτον, δεν είναι το γέλιο ή το χαμόγελο, αλλά η έκφραση συναισθημάτων — μια έκφραση που θα τον οδηγούσε κατευθείαν στον ψυχολογισμό, ο οποίος του είναι εντελώς ξένος και άχρηστος.
Ωστόσο, σ’ αυτό το απόλυτα ασύσπαστο πρόσωπο κινούνται δαιμονικά δύο πελώρια μάτια που, ως περισκόπιο, ερευνούν ακατάπαυστα τον γύρω κόσμο, ο οποίος δεν είναι ούτε εχθρικός ούτε φιλικός. Ή, καλύτερα που είναι και τα δύο, είτε ταυτόχρονα είτε σε μια γρήγορη αλληλοδιαδοχή.
Εδώ ακριβώς έχει την ρίζα του και το περιβόητο «διπλό γκαγκ» του Κίτον, που δεν το πέτυχε τόσο σωστά κανείς άλλος κωμικός και που μοιάζει με τη διπλή του ακροβάτη: το οπτικό κωμικό εύρημα —στην κινηματογραφική ορολογία το λέμε γκαγκ— πριν καν εξαντληθεί, ακολουθείται αλυσιδωτά από έναν δεύτερο, ριζικά διαφορετικής έννοιας από το πρώτο. Έτσι, ό,τι καταστρέφεται στο πρώτο, αποκαθίσταται στο δεύτερο — και το αντίστροφο. Είναι εκπληκτικό να διαπιστώνει κανείς στον Κίτον μια εμπειρική μεν, αλλά τόσο σωστή γνώση βασικών εννοιών της διαλεκτικής.
«Ο κάμεραμαν» (ελληνικός τίτλος: «Ο κινηματογραφιστής»), ταινία γυρισμένη το 1928, παραμένει μια απάτητη κορυφή του κινηματογραφικού κωμικού. Στη βάση ενός στοιχειώδους θέματος —ένας κοινός φωτογράφος που γίνεται καμεραμάν κατά λάθος, χάρις στον έρωτά του για μια γραμματέα κινηματογραφικής εταιρείας—, ο Κίτον στήνει έναν πύργο ιδιοφυών ευρημάτων που διαδέχεται το ένα τ’ άλλο με καλπαστικό ρυθμό, και κρατάει το θεατή σε μια κατάσταση συνεχούς ευφορίας: μέχρι που να προλάβει να γελάσει, ένα δεύτερο εύρημα έρχεται να εξουδετερώσει το πρώτο, ένα τρίτο το δεύτερο και έτσι μέχρι το τέλος. Κι όλα αυτά χωρίς την επικουρία του λόγου και χωρίς την ευκολία της επίκλησης των συναισθημάτων του θεατή, όπως στον Τσάπλιν.
Πηγή:http://dimartblog.com