ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου, η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο, το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα... Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα, ένα λίθινο άλογο που ιππεύει, ο πόντος, οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες, η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος... Οδυσσέα Ελύτη "Άξιον Εστί" |
Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015
Κ α λ έ ς δ ι α κ ο π έ ς !
Πέρασαν κιόλας 41 χρόνια...
Ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974 και το αεροσκάφος του Γάλλου προέδρου
Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν προσγειώνεται στο αεροδρόμιο της Αθήνας
μεταφέροντας από το Παρίσι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Χιλιάδες Ελλήνων υποδέχονται τον Εθνάρχη βλέποντας στο πρόσωπό του τον ηγέτη που θα σπάσει επιτέλους τον «γύψο» της Χούντας.
Στις 04.15 τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκιζόταν πρωθυπουργός, βάζοντας και τυπικά τέλος στο στρατιωτικό καθεστώς των Συνταγματαρχών.
Παρουσία του ανθρώπου της Χούντας, προέδρου Φαίδωνα Γκιζίκη, ο Καραμανλής έδωσε μόνος του το «νενομισμένο όρκο», την ίδια ώρα που οι Αθηναίοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους της πρωτεύουσας πανηγυρίζοντας τη πτώση της χούντας.
Στις 25 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό ζητώντας από τους πολίτες να επιδείξουν πολιτική ωριμότητα τις δύσκολες εκείνες ώρες.
Εκ τότε ο εορτασμός της επετείου της 24ης Ιουλίου 1974, ως ημέρα τερματισμού της από 21ης Απριλίου 1967 πολιτικής ανωμαλίας, έχει καταστεί θεσμός και υπο την έννοια οργανώνονται οι εκδηλώσεις για την συμπλήρωση 40 ετών από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Με τον τρόπο αυτό την Πέμπτη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας θα εγκαινιάσει την έκθεση «Η Δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη, 40 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας» που θα πραγματοποιηθεί στην στην αίθουσα «Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος» του Μεγάρου της Βουλής.
Αξίζει ωστόσο να υπενθυμιστεί πως η επανεδραίωση του Δημοκρατικού πολιτεύματος πραγματοποιήθηκε με επώδυνο τίμημα για το ελληνικό έθνος και τούτο γιατί η ανατροπή της δικτατορίας συντελέσθηκε με τη δραματική δοκιμασία του Ελληνισμού στην Κύπρο.
Το εγκληματικό έργο της δικτατορίας των Αθηνών, το ηθικά οικτρό και πολιτικά ολέθριο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, νόμιμου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, λειτούργησε ως αφορμή για την επέμβαση της Τουρκίας με στρατιωτική εισβολή στην ακριτική ελληνική Μεγαλόνησο.
Τότε, ο Φαίδων Γκιζίκης, διορισμένος από την δικτατορία ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με συναίσθηση της ανεπάρκειας του- αλλά και των υπολοίπων παραγόντων του χουντικού καθεστώτος – να χειριστούν την κρίσιμη κατάσταση αποφάσισε να παραδώσει την κυβερνητική εξουσία.
Υπο αυτό το πρίσμα εύστοχα παρατηρεί ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος πως «Η 24 Ιουλίου 1974 συμβολίζει όχι μόνο το χαρμόσυνο γεγονός της επανισχύος στην Ελλάδα του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και το λυπηρότατο γεγονός της κυπριακής τραγωδίας. Αρα, όχι μόνο εορτασμός, αλλά και πένθος εθνικό ταιριάζει στην ιστορική αυτήν επέτειο».
Ιστορικό
Προτού αναχωρήσει από το Παρίσι για την Αθήνα, η γαλλική τηλεόραση είχε δείξει τον Καραμανλή να δηλώνει προς τους δημοσιογράφους την περίφημη φράση του Αμερικανού προέδρου Τρούμαν «Boys, pray for me» (Παιδιά, προσευχηθείτε για μένα). Μια δήλωση που σήμαινε ότι ο Καραμανλής επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα βάδιζε κατ' αρχάς στο άγνωστο, μη γνωρίζοντας τι τον περιμένει, στην καρδιά ενός δικτατορικού στρατιωτικού καθεστώτος.
Αυτό βέβαια ήταν γενικά σωστό. Ομως ο Καραμανλής δεν επέστρεφε στην Ελλάδα χωρίς να έχει κάποιες διαβεβαιώσεις για την απόφαση, της τελευταίας στιγμής, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων να αποδεχτεί, κάτω από το βάρος της τραγωδίας της Κύπρου, μια πολιτική λύση. Στις 15 Ιουλίου 1974 είχε εκδηλωθεί το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και στις 20 Ιουλίου είχε αρχίσει η αποβατική επιχείρηση των Τούρκων στην Κύπρο.
Ομως, όπως όλα δείχνουν, και πριν ακόμα από την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, ο Καραμανλής είχε σαφείς πληροφορίες ότι εντός των Ενόπλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα στο Πολεμικό Ναυτικό υπήρχαν δυνάμεις που πρόσβλεπαν στην επιστροφή στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας, υπό την ηγεσία του. Ιδιαίτερα ο αρχηγός του Ναυτικού κατά την τελευταία περίοδο της δικτατορίας, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης είχε επικοινωνία μαζί του.
Ο Μανώλης Κεφαλογιάννης, παλιός υπουργός της ΕΡΕ και της Ν.Δ., σε επιστολή του προς τον Αραπάκη (27.6.1996) έγραψε ότι «θυμούμαι πολύ καλά τη συνάντηση την οποία είχαμε την 31η Ιανουαρίου του 1974, όταν με καλέσατε ως αρχηγός Ναυτικού για να μου εκφράσετε την επιθυμίαν σας να μεταφέρω εις τον κ. Κωνσταντίνο Καραμανλή τις προθέσεις σας για πολιτική αλλαγή. Ζωντανή παραμένει εις την μνήμη μου η συζήτηση την οποίαν είχαμε τότε.
Συγκεκριμένα, μου είπατε: "Η πρόθεσίς μου είναι να προχωρήσω σε πολιτική αλλαγή, για να αποκαταστήσω τη Δημοκρατία, αλλά χρειάζεται προσοχή. Η αλλαγή πρέπει να γίνει διά των Ενόπλων Δυνάμεων, για να μη χυθεί αίμα". Αμέσως σας απάντησα: "Αυτό θέλουμε και εμείς, και προπαντός να μη χυθεί αίμα"».
Ο Καραμανλής είχε δεχτεί με θετικό τρόπο τις προθέσεις του Αραπάκη, γι' αυτό στις 16 Ιουλίου, μία μέρα μετά την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Κύπρο, απευθύνθηκε με φιλικό τρόπο «προς τας Ενόπλους Δυνάμεις της χώρας», τονίζοντας ότι επιβαλλόταν «η αποκατάστασις της δημοκρατικής ομαλότητος» στην Ελλάδα και την Κύπρο και γι' αυτόν τον σκοπό ετίθετο «εις την διάθεσιν της χώρας».
Ο Καραμανλής κατέληξε λέγοντας: «Η Ιστορία διδάσκει ότι αι εθνικαί κρίσεις οδηγούν συνήθως σε συμφορές. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που μια εθνική κρίσις ημπορεί να αφυπνίσει τας συνειδήσεις και να γίνει αφετηρία μιας πολιτικής και ηθικής αναγεννήσεως ενός λαού. Εύχομαι και ελπίζω ότι κατά τον ευλογημένον αυτόν τρόπο θα τερματισθεί η σημερινή περιπέτεια του Εθνους».
Την Τρίτη 23 Ιουλίου, το πρωί, η πρόταση του Αραπάκη για σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης έγινε αποδεκτή από τους στρατηγούς Μπονάνο, Γαλατσάνο και τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Φ. Γκιζίκη, όπως και από τον πτέραρχο Παπανικολάου.
Αλλά την πραγματική δύναμη στο στρατό ξηράς διέθετε ο ταξίαρχος Ιωαννίδης. Γι' αυτό ο Γκιζίκης κάλεσε και τον Ιωαννίδη, στον οποίο ανακοίνωσε τις αποφάσεις των στρατιωτικών αρχηγών. Εκείνος απάντησε:
«Κύριοι, εγώ δεν συμφωνώ, έχω διαφορετικές αντιλήψεις, αφού όμως και οι πέντε συμφωνείτε, εγώ αποσύρομαι και ζητώ διήμερη άδεια από τον αρχηγό Στρατού». Αλλά το ίδιο είχε κάνει και επί Παπαδόπουλου, είχε ζητήσει άδεια πριν σχεδιάσει την ανατροπή του. Οι παριστάμενοι στη συνάντηση στρατηγοί ζήτησαν από τον Ιωαννίδη να υποσχεθεί ότι δεν θα αντιδράσει στην αλλαγή. «Καλά, σας το υπόσχομαι» .Την ίδια μέρα, το μεσημέρι, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη με τη συμμετοχή ορισμένων πολιτικών προσωπικοτήτων, στη διάρκεια της οποίας στρατιωτικοί και πολιτικοί συμφώνησαν να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που, όντας πρωθυπουργός της χώρας την 21η Απριλίου 1967, είχε ανατραπεί και συλληφθεί από τους συνταγματάρχες. Αλλά τελικά ο ναύαρχος Αραπάκης, όπως έγραψε, πρωτοστάτησε για τη λύση Καραμανλή, πράγμα που πέτυχε τελικά. Παρά τη βαθιά εκτίμηση που έτρεφε για τον Κανελλόπουλο, «η δυναμική και σοβαρή προσωπικότητα του Καραμανλή ήταν απαραίτητη», τόνιζε ο ναύαρχος Αραπάκης. «Η κατάσταση ήταν ασταθής, εύθραυστη και επικίνδυνη.
Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια μέχρις ότου σταθεροποιηθεί και εδραιωθεί η μεταπολιτευτική κυβέρνηση». Ο Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός λίγο μετά την άφιξή του στην Αθήνα, καθώς στην ουσία δεν υπήρχε κυβέρνηση. Ο ίδιος θα αναφέρει δέκα χρόνια αργότερα: «Η 24η Ιουλίου 1974 είναι ημέρα ιστορική και σαν τέτοια θα πρέπει να τη γιορτάζουν όλοι οι Ελληνες. Και είναι ιστορική, γιατί την ημέραν εκείνην για να αποκατασταθεί η Δημοκρατία χρειάστηκε να αποτραπούν σοβαροί κίνδυνοι, εσωτερικοί και εξωτερικοί. Οπως γνωρίζετε, η Δικτατορία δεν ανετράπη από μια οποιαδήποτε οργανωμένη δύναμη, που θα έθετε υπό τον έλεγχό της την κατάστασιν και θα εξασφάλιζε την έννομον τάξιν. Η Τυραννία κατέρρευσε κάτω από το βάρος του εγκληματικού πραξικοπήματός της κατά του Μακαρίου. Και η κατάρρευσίς της δημιούργησε απόλυτο κενό εξουσίας».
Πηγή: protothema.gr
Χιλιάδες Ελλήνων υποδέχονται τον Εθνάρχη βλέποντας στο πρόσωπό του τον ηγέτη που θα σπάσει επιτέλους τον «γύψο» της Χούντας.
Στις 04.15 τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκιζόταν πρωθυπουργός, βάζοντας και τυπικά τέλος στο στρατιωτικό καθεστώς των Συνταγματαρχών.
Παρουσία του ανθρώπου της Χούντας, προέδρου Φαίδωνα Γκιζίκη, ο Καραμανλής έδωσε μόνος του το «νενομισμένο όρκο», την ίδια ώρα που οι Αθηναίοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους της πρωτεύουσας πανηγυρίζοντας τη πτώση της χούντας.
Στις 25 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό ζητώντας από τους πολίτες να επιδείξουν πολιτική ωριμότητα τις δύσκολες εκείνες ώρες.
Εκ τότε ο εορτασμός της επετείου της 24ης Ιουλίου 1974, ως ημέρα τερματισμού της από 21ης Απριλίου 1967 πολιτικής ανωμαλίας, έχει καταστεί θεσμός και υπο την έννοια οργανώνονται οι εκδηλώσεις για την συμπλήρωση 40 ετών από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Με τον τρόπο αυτό την Πέμπτη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας θα εγκαινιάσει την έκθεση «Η Δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη, 40 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας» που θα πραγματοποιηθεί στην στην αίθουσα «Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος» του Μεγάρου της Βουλής.
Αξίζει ωστόσο να υπενθυμιστεί πως η επανεδραίωση του Δημοκρατικού πολιτεύματος πραγματοποιήθηκε με επώδυνο τίμημα για το ελληνικό έθνος και τούτο γιατί η ανατροπή της δικτατορίας συντελέσθηκε με τη δραματική δοκιμασία του Ελληνισμού στην Κύπρο.
Το εγκληματικό έργο της δικτατορίας των Αθηνών, το ηθικά οικτρό και πολιτικά ολέθριο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, νόμιμου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, λειτούργησε ως αφορμή για την επέμβαση της Τουρκίας με στρατιωτική εισβολή στην ακριτική ελληνική Μεγαλόνησο.
Τότε, ο Φαίδων Γκιζίκης, διορισμένος από την δικτατορία ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με συναίσθηση της ανεπάρκειας του- αλλά και των υπολοίπων παραγόντων του χουντικού καθεστώτος – να χειριστούν την κρίσιμη κατάσταση αποφάσισε να παραδώσει την κυβερνητική εξουσία.
Υπο αυτό το πρίσμα εύστοχα παρατηρεί ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος πως «Η 24 Ιουλίου 1974 συμβολίζει όχι μόνο το χαρμόσυνο γεγονός της επανισχύος στην Ελλάδα του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και το λυπηρότατο γεγονός της κυπριακής τραγωδίας. Αρα, όχι μόνο εορτασμός, αλλά και πένθος εθνικό ταιριάζει στην ιστορική αυτήν επέτειο».
Ιστορικό
Προτού αναχωρήσει από το Παρίσι για την Αθήνα, η γαλλική τηλεόραση είχε δείξει τον Καραμανλή να δηλώνει προς τους δημοσιογράφους την περίφημη φράση του Αμερικανού προέδρου Τρούμαν «Boys, pray for me» (Παιδιά, προσευχηθείτε για μένα). Μια δήλωση που σήμαινε ότι ο Καραμανλής επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα βάδιζε κατ' αρχάς στο άγνωστο, μη γνωρίζοντας τι τον περιμένει, στην καρδιά ενός δικτατορικού στρατιωτικού καθεστώτος.
Αυτό βέβαια ήταν γενικά σωστό. Ομως ο Καραμανλής δεν επέστρεφε στην Ελλάδα χωρίς να έχει κάποιες διαβεβαιώσεις για την απόφαση, της τελευταίας στιγμής, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων να αποδεχτεί, κάτω από το βάρος της τραγωδίας της Κύπρου, μια πολιτική λύση. Στις 15 Ιουλίου 1974 είχε εκδηλωθεί το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και στις 20 Ιουλίου είχε αρχίσει η αποβατική επιχείρηση των Τούρκων στην Κύπρο.
Ομως, όπως όλα δείχνουν, και πριν ακόμα από την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, ο Καραμανλής είχε σαφείς πληροφορίες ότι εντός των Ενόπλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα στο Πολεμικό Ναυτικό υπήρχαν δυνάμεις που πρόσβλεπαν στην επιστροφή στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας, υπό την ηγεσία του. Ιδιαίτερα ο αρχηγός του Ναυτικού κατά την τελευταία περίοδο της δικτατορίας, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης είχε επικοινωνία μαζί του.
Ο Μανώλης Κεφαλογιάννης, παλιός υπουργός της ΕΡΕ και της Ν.Δ., σε επιστολή του προς τον Αραπάκη (27.6.1996) έγραψε ότι «θυμούμαι πολύ καλά τη συνάντηση την οποία είχαμε την 31η Ιανουαρίου του 1974, όταν με καλέσατε ως αρχηγός Ναυτικού για να μου εκφράσετε την επιθυμίαν σας να μεταφέρω εις τον κ. Κωνσταντίνο Καραμανλή τις προθέσεις σας για πολιτική αλλαγή. Ζωντανή παραμένει εις την μνήμη μου η συζήτηση την οποίαν είχαμε τότε.
Συγκεκριμένα, μου είπατε: "Η πρόθεσίς μου είναι να προχωρήσω σε πολιτική αλλαγή, για να αποκαταστήσω τη Δημοκρατία, αλλά χρειάζεται προσοχή. Η αλλαγή πρέπει να γίνει διά των Ενόπλων Δυνάμεων, για να μη χυθεί αίμα". Αμέσως σας απάντησα: "Αυτό θέλουμε και εμείς, και προπαντός να μη χυθεί αίμα"».
Ο Καραμανλής είχε δεχτεί με θετικό τρόπο τις προθέσεις του Αραπάκη, γι' αυτό στις 16 Ιουλίου, μία μέρα μετά την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Κύπρο, απευθύνθηκε με φιλικό τρόπο «προς τας Ενόπλους Δυνάμεις της χώρας», τονίζοντας ότι επιβαλλόταν «η αποκατάστασις της δημοκρατικής ομαλότητος» στην Ελλάδα και την Κύπρο και γι' αυτόν τον σκοπό ετίθετο «εις την διάθεσιν της χώρας».
Ο Καραμανλής κατέληξε λέγοντας: «Η Ιστορία διδάσκει ότι αι εθνικαί κρίσεις οδηγούν συνήθως σε συμφορές. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που μια εθνική κρίσις ημπορεί να αφυπνίσει τας συνειδήσεις και να γίνει αφετηρία μιας πολιτικής και ηθικής αναγεννήσεως ενός λαού. Εύχομαι και ελπίζω ότι κατά τον ευλογημένον αυτόν τρόπο θα τερματισθεί η σημερινή περιπέτεια του Εθνους».
Την Τρίτη 23 Ιουλίου, το πρωί, η πρόταση του Αραπάκη για σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης έγινε αποδεκτή από τους στρατηγούς Μπονάνο, Γαλατσάνο και τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Φ. Γκιζίκη, όπως και από τον πτέραρχο Παπανικολάου.
Αλλά την πραγματική δύναμη στο στρατό ξηράς διέθετε ο ταξίαρχος Ιωαννίδης. Γι' αυτό ο Γκιζίκης κάλεσε και τον Ιωαννίδη, στον οποίο ανακοίνωσε τις αποφάσεις των στρατιωτικών αρχηγών. Εκείνος απάντησε:
«Κύριοι, εγώ δεν συμφωνώ, έχω διαφορετικές αντιλήψεις, αφού όμως και οι πέντε συμφωνείτε, εγώ αποσύρομαι και ζητώ διήμερη άδεια από τον αρχηγό Στρατού». Αλλά το ίδιο είχε κάνει και επί Παπαδόπουλου, είχε ζητήσει άδεια πριν σχεδιάσει την ανατροπή του. Οι παριστάμενοι στη συνάντηση στρατηγοί ζήτησαν από τον Ιωαννίδη να υποσχεθεί ότι δεν θα αντιδράσει στην αλλαγή. «Καλά, σας το υπόσχομαι» .Την ίδια μέρα, το μεσημέρι, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη με τη συμμετοχή ορισμένων πολιτικών προσωπικοτήτων, στη διάρκεια της οποίας στρατιωτικοί και πολιτικοί συμφώνησαν να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που, όντας πρωθυπουργός της χώρας την 21η Απριλίου 1967, είχε ανατραπεί και συλληφθεί από τους συνταγματάρχες. Αλλά τελικά ο ναύαρχος Αραπάκης, όπως έγραψε, πρωτοστάτησε για τη λύση Καραμανλή, πράγμα που πέτυχε τελικά. Παρά τη βαθιά εκτίμηση που έτρεφε για τον Κανελλόπουλο, «η δυναμική και σοβαρή προσωπικότητα του Καραμανλή ήταν απαραίτητη», τόνιζε ο ναύαρχος Αραπάκης. «Η κατάσταση ήταν ασταθής, εύθραυστη και επικίνδυνη.
Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια μέχρις ότου σταθεροποιηθεί και εδραιωθεί η μεταπολιτευτική κυβέρνηση». Ο Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός λίγο μετά την άφιξή του στην Αθήνα, καθώς στην ουσία δεν υπήρχε κυβέρνηση. Ο ίδιος θα αναφέρει δέκα χρόνια αργότερα: «Η 24η Ιουλίου 1974 είναι ημέρα ιστορική και σαν τέτοια θα πρέπει να τη γιορτάζουν όλοι οι Ελληνες. Και είναι ιστορική, γιατί την ημέραν εκείνην για να αποκατασταθεί η Δημοκρατία χρειάστηκε να αποτραπούν σοβαροί κίνδυνοι, εσωτερικοί και εξωτερικοί. Οπως γνωρίζετε, η Δικτατορία δεν ανετράπη από μια οποιαδήποτε οργανωμένη δύναμη, που θα έθετε υπό τον έλεγχό της την κατάστασιν και θα εξασφάλιζε την έννομον τάξιν. Η Τυραννία κατέρρευσε κάτω από το βάρος του εγκληματικού πραξικοπήματός της κατά του Μακαρίου. Και η κατάρρευσίς της δημιούργησε απόλυτο κενό εξουσίας».
Πηγή: protothema.gr
Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015
Στη ροή του χρόνου...
Πού πάει ο καιρός που φεύγει κι όταν φτάνει ξαναφεύγει;
Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών ίσως και οι δύο...
Παρόντες είναι εις χρόνο μέλλοντα
Κι ο μέλλων χρόνος έγκλειστος εις χρόνοπαρελθόντα
Τ.Σ.Έλιοτ
Η έννοια του χρόνου απασχόλησε την ανθρώπινη νόηση σε όλες τις εκφάνσεις της: τη φιλοσοφία, την τέχνη, τη λογοτεχνία. Το μη αντιστρεπτό του, ο σαφής δηλαδή διαχωρισμός του παρελθόντος - που δεν ξαναζεί - από ένα αινιγματικό μέλλον, αποτελεί μια πικρή διαπίστωση που πλούτισε τον πολιτισμό μας με αριστουργήματα. Στις ταινίες του Βισκόντι ή στον Φάουστ του Γκαίτε κυριαρχεί η φθορά και η απόγνωση. Ο Προυστ , αντίθετα, στην αναπότρεπτη ροή χρόνου αντιτάσσει την αναζήτηση του παρελθόντος, τη σημασία της μνήμης και της στιγμής. Έτσι, το " βέλος του χρόνου", όπως ονόμασε εύστοχα τη μονόδρομη φορά του χρόνου ο αστροφυσικός Arthur Eddington, ούτε να αμφισβητηθεί ούτε να αγνοηθεί μπορεί. Και βρίσκει την πιο παραστατική και συνάμα πιο σπαρακτική έκφρασή του στον Κ.Π.Καβάφη.
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ΄εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμμένα-
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,[...]
Δεδομένης
λοιπόν της μονόδρομης φοράς που έχει ο χρόνος στην ανθρώπινη ζωή, ο
αναγνώστης ίσως αιφνιδιαστεί ,από την ουδετερότητά του στην επιστήμη.
Εκεί, στον κόσμο της Φυσικής και των Μαθηματικών, το βέλος του Χρόνου
δεν υπάρχει! Ή, αν υπάρχει , είναι πολύ δύσκολο να εντοπισθεί. Οι
φυσικές διαδικασίες φαίνεται ότι απεχθάνονται την απαγόρευση που θέτει ο
κοινός νους -" το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω"- στη ροή του χρόνου[...]
[...]
ο χρόνος είναι ένα απόλυτο μαθηματικό μέγεθος που ρέει ομοιόμορφα. Το
μέλλον είναι προβλέψιμο, όπως είναι προσιτή και η γνώση για το
παρελθόν[...]
[...]
εύκολα κατανοεί κανείς την επανάσταση που, ανάμεσα σε άλλα, έφερε η
μεγαλοφυΐα του Αϊνστάιν όσον αφορά στην πραγματική φύση του χρόνου. Η
Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας , που διατυπώθηκε όσο ο Αϊνστάιν ήταν
ακόμα υπάλληλος σ΄ένα γραφείο ευρεσιτεχνιών, ενοποιεί, κατ΄ουσίαν, το
χώρο και τον χρόνο. Για τον κοινό άνθρωπο αυτό είναι αδιανόητο. Ο χώρος,
με τις τρεις διαστάσεις του, είναι απόλυτα προσιτός στη νόηση και την
εμπειρία μας. Ο χρόνος , αντίθετα, όχι μόνον είναι δύσκολο να οριστεί,
αλλά έχει και φύση ποιοτικά διάφορη. Ο αταίριαστος εντούτοις αυτός γάμος
του χώρου με τον χρόνο έλυσε - όπως γίνεται και με κάποιους
αταίριαστους γάμους στη ζωή! - πρακτικά αδιέξοδα , ενώ είχε βαθήτατες
συνέπειες στην κατανόησή μας για τον κόσμο. Ο χωροχρόνος, με τον
τρισδιάστο χώρο και τον χρόνο ως τέταρτη διάστασή του, αποτελεί τον
βασικό ιστό του Σύμπαντος. Η ροή του χρόνου " επιβραδύνεται" όσο η
ταχύτητα ενός σώματος πλησιάζει την ταχύτητα του φωτός, που είναι η
ανώτερη που γνωρίζει η φύση[...]
Καιρός
όμως να επιστρέψουμε στην ανθρώπινη πλευρά του χρόνου. Όταν στο ομώνυμο
βιβλίο ο μικρός πρίγκηπας επισκέπτεται τον πέμπτο του πλανήτη,
διαπιστώνει ότι χωρούσε ίσα ίσα ένα φανάρι και έναν φανοκόρο, που είχε
εντολή να ανάβει το βράδυ το φανάρι και να σβήνει το πρωί.
-
Εκεί ακριβώς είναι το δράμα, είπε ο φανοκόρος. Ο πλανήτης από χρονιά σε
χρονιά άρχισε να περιστρέφεται όλο και πιο γρήγορα, κι η εντολή δεν
άλλαξε!
- Και λοιπόν, είπε ο μικρός πρίγκηπας.
- Και λοιπόν, τώρα που κάνει κάθε λεπτό και μια περιστροφή, δεν έχω ούτε στιγμή ανάπαυση. Ανάβω και σβήνω κάθε λεπτό!
''Το
κυνήγι του χρόνου και η αγχωτική ροή του είναι ένα χαρακτηριστικό της
σύγχρονης ζωής. Κατά κάποια έννοια, ο δικός μας πλανήτης περιστρέφεται
όλο και πιο γρήγορα. Κι ενώ αυτό σημαίνει περισσότερα ηλιοβασιλέματα, η
Εντολή έγινε αυστηρότερη και δεν αφήνει το σύγχρονο άνθρωπο να τα χαρεί.''
Ένα
απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Γιώργου Γραμματικάκη , ένας
αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 2012
Ακούστε, τέλος την μουσική κατάθεση των pink floyd για τον χρόνο...
Πηγή: ofisofi.blogspot.gr
Τρίτη 21 Ιουλίου 2015
Το ελληνικό ζήτημα για ενήλικες...
του Adair Turner
Η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι εταίροι της μπορεί να έχουν συμφωνήσει σε
ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης, αλλά το πώς θα τελειώσει η ελληνική
οικονομική τραγωδία στην πραγματικότητα παραμένει άγνωστο. Ένα πράγμα,
ωστόσο, είναι βέβαιο: οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα καταλήξουν στη
διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των δανείων τους προς την Ελλάδα. Η άρνησή
τους να αναγνωρίσουν αυτή την πραγματικότητα έχει αυξήσει τις απώλειες
που θα υποστούν.
Είναι βέβαιο πως η ελληνική κυβέρνηση υπήρξε κατά
καιρούς προκλητική και μη ρεαλιστική, αποτυγχάνοντας να αποδεχθεί, για
παράδειγμα, την ανάγκη για σοβαρή μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού
συστήματος. Αλλά η άρνηση των αρχών της ευρωζώνης να αποδεχθούν την
ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους υπήρξε εξίσου απομακρυσμένη από το
ρεαλισμό. Πριν από τρεις εβδομάδες, η Διευθύντρια του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ κάλεσε σε επανέναρξη των
συνομιλιών «με τους ενήλικες στην αίθουσα». Αυτό σημαίνει να βλέπουμε
κατάματα τα δεδομένα.
Υπ” αυτή την έννοια, η τελευταία ανάλυση
βιωσιμότητας του χρέους του ΔΝΤ, που δημοσιεύθηκε στις 26 Ιουνίου, είναι
ένα «ενήλικο» έγγραφο. Καθιστά σαφές ότι τα χρέη της Ελλάδας δεν θα
είναι βιώσιμα χωρίς περαιτέρω ευνοϊκά δάνεια και παράταση των χρόνων
ωρίμανσης των υφιστάμενων χρεών· ίσως, προτείνει, να χρειαστεί επίσης
μία διαγραφή της τάξης των 50 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αλλά ακόμα κι αυτοί
οι υπολογισμοί βασίζονται σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις.
Οι
προηγούμενες συμφωνίες διάσωσης βασίζονταν στην υπόθεση ότι η Ελλάδα θα
κατέγραφε πρωτογενές πλεόνασμα (προ τόκων) της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ,
λίγο πολύ μόνιμα. Το ΔΝΤ αναθεώρησε επί τα χείρω αυτή την υπόθεση, στο
3,5%. Αλλά αυτό εξακολουθεί να αγνοεί την πραγματικότητα ότι οι Έλληνες
μπορούν να διαφύγουν των χρεών τους – όχι μόνο μεταφορικά, χρεοκοπώντας,
αλλά και κυριολεκτικά, μεταναστεύοντας στη Γερμανία, για παράδειγμα.
Όσο
η Ελλάδα παραμένει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι φορολογούμενοί της
μπορούν να φεύγουν, ακριβώς όπως έκαναν και οι φορολογούμενοι του
Ντιτρόιτ κατά τις δεκαετίες πριν από την πτώχευσή του. Αν η παραμονή
στην Ελλάδα σημαίνει διαβίωση σε μια χώρα όπου οι φόροι είναι πάντα κατά
10% υψηλότεροι από ό,τι οι δημόσιες δαπάνες, πολλοί – ιδιαίτερα οι νέοι
και ταλαντούχοι – θα κάνουν ακριβώς αυτό.
Είναι σαφές εδώ και
πέντε χρόνια ότι τα χρέη της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμα. Υπήρξε επίσης
προφανές ότι η διαγραφή του χρέους του ιδιωτικού τομέα το 2012 θα έπρεπε
να έχει συνοδευτεί και από μία διαγραφή του δημόσιου χρέους. Αλλά οι
αρχές της ευρωζώνης αρνήθηκαν να προσφέρουν ελάφρυνση του χρέους στην
προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση, και αντ΄ αυτού επέβαλαν αυστηρότερη
λιτότητα από ό,τι ήταν απαραίτητο.
Κατά συνέπεια, η ελληνική ύφεση
βάθυνε· το ήδη μη βιώσιμο χρέος της χώρας διογκώθηκε περαιτέρω· και ο
αντίθετος στη λιτότητα ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία. Η παρατεταμένη
αβεβαιότητα οδήγησε τους Έλληνες στην ανάληψη των τραπεζικών τους
καταθέσεων, για τις οποίες τα χρήματα προήλθαν από τα 90 δισεκατομμύρια
ευρώ της έκτακτης ρευστότητας που παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα. Τα χρήματα αυτά θα μετεκφραστούν σε υποτιμημένες νέες δραχμές
αν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ευρωζώνη.
Υποσχόμενη πως η Γερμανία
δεν θα υφίστατο καμία διαγραφή χρεών, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έδωσε
μια υπόσχεση που δεν θα μπορούσε να κρατήσει. Ακόμα χειρότερα,
εμμένοντας στην πεισματική αυτή θέση, οι διαπραγματευτές της ευρωζώνης
έχουν εξασφαλίσει ότι οι επικείμενες διαγραφές θα είναι ακόμα
μεγαλύτερες.
Η διαπραγματευτική αυτή θέση θα μπορούσε και πάλι να
είναι ορθολογική, αν οι μεγαλύτερες διαγραφές του ελληνικού χρέους θα
αντισταθμίζονταν από μειωμένες διαγραφές σε κάποια άλλη χώρα ή κάποια
άλλη χρονική στιγμή. Στο κάτω-κάτω, αν η Ελλάδα λάβει ελάφρυνση χρέους, η
Ιρλανδία ή η Ισπανία θα μπορούσαν να απαιτήσουν το ίδιο, και όλες οι
κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα είχαν ασθενέστερο κίνητρο να τηρήσουν τη
δημοσιονομική πειθαρχία στο μέλλον. Ένας ορθολογικός τραπεζίτης θα
μπορούσε σκόπιμα να προκαλέσει πτώχευση και να υποστεί μεγαλύτερες
διαγραφές από ό,τι είναι απαραίτητο, προκειμένου να δώσει ένα μάθημα και
να δημιουργήσει καλύτερο μελλοντικό κίνητρα.
Αλλά η Ελλάδα δεν
είναι απλώς ένας ακόμα οφειλέτης. Πρόκειται για ένα δυνητικά εύθραυστο
κράτος στην άκρη μιας Ευρώπης που αντιμετωπίζει μία μαζική
μεταναστευτική κρίση και μία επικίνδυνα εθνικιστική ρωσική ηγεσία που
αναζητεί ευκαιρίες να προκαλέσει προβλήματα. Η ευρωζώνη πρέπει να βρει
έναν τρόπο να διασφαλιστεί τη μελλοντική πειθαρχία στο θέμα του χρέους,
χωρίς να προκαλέσει μία ακόμα βαθύτερη κρίση στην Ελλάδα.
Ακόμα
και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας στις
υπο-ομοσπονδιακές οντότητες είναι πολλές φορές δύσκολη. Όσο σαφής κι αν
είναι η αφερεγγυότητά τους, οι χρηματοοικονομικά αγκομαχούσες πόλεις ή
πολιτείες – είτε είναι η Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1970 είτε το Πουέρτο
Ρίκο σήμερα – μπορούν να ασκήσουν σοβαρές πιέσεις στους εθνικές
πολιτικούς ηγέτες προκειμένου να τους προσφερθεί βοήθεια. Στην ευρωζώνη,
οι δεσμοί μεταξύ κυβερνήσεων και εθνικών τραπεζικών συστημάτων
καθιστούν την πειθαρχία της αγοράς ακόμη πιο δυσεπίτευκτη.
Φανταστείτε
να πρότεινε κάποιος οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται στο Ιλλινόις να
υποχρεούνται να διακρατήσουν μεγάλα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων του
Ιλινόις, με τις καταθέσεις τους να διασφαλίζονται βάσει ενός κρατικού
συστήματος αφάλισης του Ιλλινόις, και την πολιτειακή κυβέρνηση του
Ιλινόις να είναι υπεύθυνη για την ανακεφαλαιοποίηση, αν χρειαστεί. Η
πρόταση θα απορρίπτονταν ως οικονομική παραφροσύνη. Σε ένα τέτοιο
σύστημα, η ύφεση θα δημιουργήσει έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο
επιδείνωσης των δημοσίων οικονομικών, εγείροντας φόβους περί
αφερεγγυότητας των τραπεζών, και μειώνοντας την πιστωτική επέκταση. Κι
ωστόσο, αν αντικαταστήσετε το «Ιλλινόις», με την Ιρλανδία, την Ισπανία ή
την Ελλάδα, είναι ακριβώς το πώς λειτουργούν τα πράγματα στην ευρωζώνη.
Το
σύστημα αυτό έχει καταστήσει αδύνατη μία προσέγγιση του ζητήματος της
αντιμετώπισης των μη βιώσιμων χρεών που να βασίζεται στην αγορά. Αντί να
διακινδυνεύσουν τις διαγραφές δημόσιων ή τραπεζικών χρεών, οι
κυβερνήσεις της ευρωζώνης και η ΕΚΤ απορρόφησαν τα χρέη που είχαν αρχικά
επεκταθεί από τον ιδιωτικό τομέα στους κρατικούς ισολογισμών των
κρατών-μελών της ευρωζώνης. Στην Ιρλανδία και την Ισπανία, ο ιδιωτικός
τομέας διέφυγε ατιμώρητος. Στην Ελλάδα, υπήρξε κάποια «συμμετοχή του
ιδιωτικού τομέα»· αλλά πολλοί ανεύθυνοι δανειστές και πάλι κατάφεραν να
περάσουν τα ανοίγματά τους στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης.
Προκειμένου
να διασφαλιστεί η μελλοντική δημοσιονομική πειθαρχία, η ευρωζώνη πρέπει
να διαχωρίσει τις τράπεζές της από τις εθνικές κυβερνήσεις και να
δημιουργήσει μια πραγματική τραπεζική ένωση. Οι υψηλές απαιτήσεις ιδίων
κεφαλαίων ή τα αυστηρά ποσοτικά όρια θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν
προκειμένου να περιορίσουν τις διακρατήσεις εθνικών κρατικών ομολόγων
από τράπεζες· οι τράπεζες θα πρέπει αντ΄ αυτού να διακρατούν ρευστά
περιουσιακά στοιχεία υπό τη μορφή ομολόγων ευρωζώνης, λογαριασμών, ή
ταμειακών αποθεμάτων στην ΕΚΤ. Και το εθνικό δημόσιο χρέος θα πρέπει να
διακρατείται από το μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα, ο οποίος θα πρέπει να
υφίσταται μεγάλες διαγραφές αν το χρέος αυξηθεί σε μη βιώσιμα επίπεδα.
Το επιθυμητό αποτέλεσμα θα ήταν οι κυβερνήσεις να δυσκολεύονται να
συσσωρεύσουν χρέη που δεν θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά.
Αλλά
οι απαραίτητες μελλοντικές μεταρρυθμίσειςς δεν μπορούν να αλλάξουν το
γεγονός ότι σήμερα τα χρέη της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμα. Οι «ενήλικες»
διαπραγματευτές πρέπει να δουν κατάματα δύο πραγματικότητες: το ότι οι
μεγάλες διαγραφές χρέους είναι αναπόφευκτες, και το ότι η περαιτέρω
τιμωρία της Ελλάδας δεν θα θέσει την ευρωζώνη στην πορεία προς τη
χρηματοοικονομική πειθαρχία. Γι΄ αυτό, είναι απαραίτητη η συστημική
μεταρρύθμιση.
* Ο Adair Turner πρώην πρόεδρος
της Αρχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών και πρώην μέλος της Επιτροπής
Χρηματοοικονομικής Πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας , είναι ανώτερος
συνεργάτης στο Ινστιτούτο για τη Νέα Οικονομική Σκέψη
(Institute for New Economic Thinking) και στο Κέντρο Χρηματοοικονομικών Σπουδών (Center for Financial Studies) στη Φρανκφούρτη.
Πηγή: analitis.gr/
Δύο παράξενοι ξένοι, Οδυσσέας- Οιδίπους
Ι.
Η προκείμενη δοκιμή ελέγχεται τριπλά περιοριστική: α) αγνοεί τον όρο μέτοικος −ένα είδος ιδανικού μετανάστη στην ελληνική, ακριβέστερα αθηναϊκή πολιτεία· β) περιορίζεται στα ομηρικά έπη και σε δύο μόνον ομόθεμα δράματα του Σοφοκλή (στον Οιδίποδα Τύραννο και στον Οιδίποδα επί Κολωνώ)· γ) το τυπικό θέμα της ξενίας, με τα συμφραζόμενά του, υποβάλλεται εδώ σε μια ιδιάζουσα εφαρμογή, που φαίνεται να εμπεριέχει στο εσωτερικό της κάτι παράξενο, στο όριο της αντίφασης: τόσο ο Οδυσσέας όσο και ο Οιδίπους κυκλοφορούν ως ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, στοιχείο που τους καθιστά παράξενους ξένους.
Γύρω από αυτόν τον λοξό άξονα περιστρέφεται η προκείμενη πρόταση, υπονοώντας ότι μπορεί κάποιος, έστω κατ’ εξαίρεση, να είναι συνάμα ξένος και δικός, δικός και ξένος. Σ’ αυτόν τον ρόλο φαίνεται να συγκλίνουν ο Οδυσσέας και ο Οιδίπους, δύο ήρωες κατ’ εξοχήν αποκλίνοντες. Το περίεργο είναι ότι η παράξενη αντίφαση για την οποία γίνεται λόγος εδώ, υπόκειται ήδη στη σύνθετη ομηρική λέξη φιλόξεινος, που απαντά δύο τουλάχιστον φορές στην Οδύσσεια (ζ 121 και ν 202).
Αν λάβουμε υπόψη ότι το πρώτο συνθετικό της, η λέξη φίλος, συχνά πυκνά σημαίνει στα ομηρικά έπη δικός, τότε φιλόξεινος κρίνεται εκείνος που κάνει τον ξένο δικό, αφήνοντας όμως περιθώριο και για το αντίστροφο. Κάτι που φαίνεται να ισχύει τόσο στην περίπτωση του Οδυσσέα όσο και στην περίπτωση του Οιδίποδα. Στον κύκλο πάντως της γενικότερης γλωσσικής αμφισημίας, που περιβάλλει το θέμα μας, ανήκει και το επίθετο παράξενος, που ακούγεται, αλλά δεν είναι, μεταγενέστερο ή νεοελληνικό, όπως χαρακτηρίζεται σε κάποια έγκυρα κατά τα άλλα λεξικά.
Τελικώς πρόκειται για αρχαία λέξη, που απαντά, σε ουδετέρο γένος και πληθυντικό αριθμό, ήδη στους Αχαρνής του Αριστοφάνη (στ. 518) με τη σημασία του «ημίξενου, κίβδηλου πολίτη», ως κατηγορούμενο της λέξης ἀνδράρια, συνταγμένο μάλιστα μαζί με τρία άλλα κατηγορούμενα: μοχθηρά, ἄτιμα και παράσημα. Πότε και πώς το επίθετο παράξενος αποφορτίστηκε προοδευτικά από την αρνητική του σημασία, για να καταλήξει στις μέρες μας δηλωτικό για την κάπως παραβατική, συμπαθητική όμως όψη και συμπεριφορά, είναι ζητούμενο που διαφεύγει από τον κεντρικό στόχο της προκείμενης μελέτης.
Στο κέντρο της πάντως βρίσκεται η λέξη ξένος με τα παράγωγα και τα σύνθετά της, τα οποία στα ομηρικά έπη εύκολα εντοπίζονται: ξεῖνος, ξενίη, ξεινοσύνη, ξένιος, ξένιον, ξεινίζω ξεινοδόκος. Αργότερα (από τα αρχαϊκά έως και τα όψιμα ελληνιστικά και ελληνορωμαϊκά χρόνια) τα σύνθετα (ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα) πολλαπλασιάζονται. Παραδείγματα σε αλφαβητική σειρά: ξενοβόρος, ξενοδάϊκτος, ξενοδίκης και ξενόδικος, ξενοδοχέω και ξενοδοχεῖο, ξενοπαθέω, ξενοπρεπής, ξεναγῶ, ξεναγός και ξενάγησις, ξενηλασία και ξενηλατέω, ξενισμός, ξενιτεύω.
Προσθετέα στον, ενδεικτικό, έτσι κι αλλιώς, αυτόν κατάλογο είναι και εκείνα όπου ο ξένος επέχει θέση δεύτερου συνθετικού, όπως: δορύξενος, πρόξενος, ιδιόξενος. Τούτο σημαίνει ότι υπάρχει πυκνό και φιλόξενο λεξιλόγιο στην ελληνική αρχαιότητα, που υποδείχνει, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί σε ειδικότερες μελέτες, τη γλωσσική, γραμματολογική, κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική βαρύτητα της ξενίας. Σ’ αυτό πάντως το πολύτυπο πλέγμα εντάσσονται και ξεχωρίζουν οι δύο παράξενοι ξένοι της προκείμενης μελέτης.
ΙΙ.
Με αυτή την τυπολογική ταυτότητα οπλισμένη η ξενία δεν κυκλοφορεί απομονωμένη: συχνά (για να μην πω: πάντα) ζευγαρώνει με άλλα συγγενικά τυπικά θέματα, δείχνοντας έτσι την εντυπωσιακή λειτουργική της εμβέλεια. Διαθέτουμε ήδη μια εξαιρετικής ακρίβειας και ευστοχίας σχετική μελέτη του Λάμπρου Πόλκα, που φέρει τον τίτλο «Ξενία-ικεσία-φιλότης στα ομηρικά έπη», όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Αντιγράφω την προοιμιακή της παράγραφο, επειδή φωτίζει καλά το τυπολογικό πλαίσιο του θέματός μας:
«Ξενία και ικεσία συνιστούν δυνάμει αφορμές για συναισθητική σύγκλιση ανάμεσα στον ξένο/ικέτη και στον ξενιστή/ικετευόμενο − σχέση που δηλώνεται με τον γενικό όρο φιλότης (η λέξη είναι ήδη ομηρική) και τις αλλόμορφες τροπές των λέξεων φίλος και φιλεῖν. Η φιλότης υπολογίζεται στη συγκεκριμένη πρίπτωση ως περιέχουσα επική συνθήκη, ενώ η ξενία και η ικεσία ως περιεχόμενα θέματά της».
Ο συνειρμός αυτός της ξενίας με την ικεσία και τη φιλότητα, που θεωρείται δεδομένος, ευνοεί την επόμενη διερεύνηση και διεύρυνσή του. Πρόκειται τώρα για τυπικά πάλι θέματα ή μοτίβα συμπληρωματικά της ξενίας, που μπορούν να μοιραστούν καταρχήν σε αντιθετικά ή θετικά, με την έννοια ότι ή προάγουν ή δυσχεραίνουν, αν δεν ακυρώνουν, την πραγματοποίηση της ξενίας. Στα αντιθετικά ανήκουν ο φόνος και η σωματική παραμόρφωση. Στα θετικά ο εξωραϊσμός, ο αναγνωρισμός, ο καθαρμός και η εξιλέωση. Στο ενδιάμεσο κινείται το ζεύγος πάθος-συμπάθεια. Δυο λόγια για την κάθε περίπτωση.
Ο φόνος βρίσκεται προφανώς στους αντίποδες της ξενίας, όταν ασκείται ως προγραμματική εξόντωση ενός ανεπιθύμητου ξένου. Αν ωστόσο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο φόνος αποτραπεί, επιβάλλει τον καθαρμό και την εξιλέωση του ικέτη, όταν μάλιστα συμβαίνει ο ικέτης να επιβαρύνεται ο ίδιος από κάποιον, εκούσιο ή ακούσιο, φόνο. Η σωματική παραμόρφωση, σκόπιμη ή παρεπόμενη της ενδιάμεσης ταλαιπωρίας του ξένου, εμποδίζει καταρχήν την αιτούμενη φιλοξενία του. Για να ξεπεραστεί το συγκεκριμένο εμπόδιο, επιστρατεύεται συνήθως το μοτίβο του αυτόματου ή διαμεσολαβημένου εξωραϊσμού, ο οποίος ευοδώνει τον φιλόξενο αναγνωρισμό. Τέλος τα πάθη ενός ξένου, γνωστά εξ ακοής ή εξ επαφής, άλλοτε προκαλούν απώθηση και απέχθεια, άλλοτε τη συμπάθεια του ξενιστή.
Με τους όρους αυτούς επιχειρείται εφεξής η συνοπτική κατ’ ανάγκην σύνταξη ξενικού μητρώου πρώτα του Οδυσσέα και μετά του Οιδίποδα, ώστε να φανούν τόσο οι αναλογικές ομοιότητες όσο και οι, αναλογικές πάντα, διαφορές τους. Προϋποτίθεται πάντως ότι και στις δύο αυτές παράξενες περιπτώσεις κοινός, ειρωνικός ή δραματικός, παρονομαστής παραμένει η σύγχυση των ορίων μεταξύ ξένου και δικού, η ταλάντευση επομένως των ηρώων στο ριψοκίνδυνο μεταίχμιο των δύο αυτών όρων ζωής και μοίρας.
ΙΙΙ.
Το ξενικό μητρώο του Οδυσσέα μοιράζεται χωρικά και χρονικά στα δύο: εκτός και εντός Ιθάκης· ανήκει δηλαδή στα συμφραζόμενα του εξωτερικού και του εσωτερικού νόστου του ήρωα. Στην εξωτερική περιφέρεια ο Οδυσσέας, κατά αφηγηματική σειρά, ξενίζεται, ή και αντιξενίζεται, από: την Καλυψώ, τον Κύκλωπα, τον Αίολο, την Κίρκη, το ζεύγος Αλκινόου και Αρήτης με την κόρη τους Ναυσικά. Στην εσωτερική τροχιά από τον Εύμαιο, τον Τηλέμαχο, τους μνηστήρες και τελικώς την Πηνελόπη. Χοντρικά η ξένιση του Οδυσσέα στην εξωτερική περιφέρεια του νόστου του είναι εξαρχής ή εξελίσσεται καθ’ οδόν σε θετική και ευάγωγη· ενώ στο εσωτερικό περιβάλλον της Ιθάκης αποδείχνεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προβληματική και τελικώς διχάζεται ανάμεσα στη φονική επιχείρηση και στην ένθερμη αποδοχή. Αυτά σχηματικά και εξ αποστάσεως· εξ επαφής όμως τα πράγματα ελέγχονται πιο περίπλοκα, κάποτε και αντιφατικά. Συγκεκριμένα:
Η προσφερόμενη ξενία της Καλυψώς, που διαρκεί κοντά οκτώ χρόνια, εξελίσσεται σε εκβιαστική, οδηγώντας τον ξενιζόμενο ήρωα σε νοσταλγικό αδιέξοδο. Μετά όμως την επίσκεψη του Ερμή, η κατάσταση και η διάθεση αντιστρέφονται: η ξενία εκβάλλει τώρα σε αίσιο τέλος, σφραγίζεται από αμοιβαίο έρωτα και προάγεται σε αναχώρηση του ήρωα με τη συνεργατική κατασκευή μιας σχεδίας.
Στην περίπτωση της «Κυκλώπειας» το ζητούμενο της ξενίας προκύπτει από φιλοπερίεργη πρόκληση του Οδυσσέα: ο οποίος επιμένει στην απολίτιστη φύση και συμπεριφορά του τερατικού Πολύφημου, χαρακτηριστό σήμα της οποίας είναι και η άγνοια της φιλοξενίας. Τελικώς ο αφιλόξενος Κύκλωπας, τυφλωμένος από τον Οδυσσέα, επικαλείται και επιτυγχάνει την εκδίκηση του Ποσειδώνα, ο οποίος εμποδίζει για πολλά χρόνια την επιστροφή του ήρωα στην Ιθάκη, που έχει χάσει στο μεταξύ όλους τους εταίρους του.
Η φιλοξενία του Οδυσσέα από τον Αίολο αρχίζει με καλούς όρους: προσφέρει άμεσο νόστο στον ήρωα, ο οποίος όμως καθ’ οδόν ματαιώνεται εξαιτίας της νήπιας συμπεριφοράς των εταίρων του. Στα καλά της πάντως ανήκει και η διήγηση της τρωικής και μετατρωικής περιπέτειας του Οδυσσέα στον πρόθυμο ακροατή Αίολο, που συμπυκνώνεται όμως εδώ μόλις σε ένα δίστιχο.
Αμφίθυμη αποδείχνεται η ξενία του ήρωα και από την Κίρκη: η αρχική όρεξη της δαιμονικής μάγισσας είναι ηδονοθηρική και σκοπεύει στον ζωώδη υποβιβασμό των ξενιζομένων, που εφαρμόζεται για λίγο στους μισούς εταίρους. Στην περίπτωση όμως του Οδυσσέα, με την παρέμβαση και του Ερμή, η αρνητική πρόθεση της Κίρκης γυρίζει σε θετική· μετά από ενιαύσια ερωτική χαλάρωση του Οδυσσέα στην αγκαλιά της, συναποφασίζεται η συνέχιση του νόστου του ήρωα, ο οποίος όμως προηγουμένως δοκιμάζεται πρώτα στον κάτω κόσμο.
Διεξοδική και τελέσφορη αποδείχνεται η προσφερόμενη φιλοξενία του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων και στο παλάτι του Αλκινόου. Διαβαθμίζεται στην παραποτάμια συνάντηση του ήρωα με τη Ναυσικά· στην υπόσχεση προαγωγής του νόστου του από τον Αρήτη, τον Αλκίνοο και τους Φαίακες· στην εξασφάλιση ξενικών δώρων· και κυρίως στους ένθετους Απολόγους, όπου ο ξένος αποκαλύπτει την ταυτότητά του και αφηγείται με εξαιρετική μαεστρία τα μετατρωικά έργα και πάθη του σε τέσσερις ολόκληρες ραψωδίες, κερδίζοντας έτσι τον θαυμασμό και τη συμπάθεια των ακροατών του.
Τα πράγματα δυσκολεύουν, μόλις ο Οδυσσέας φτάνει ενύπνιος στην Ιθάκη, οπότε τον ρόλο του αποτελεσματικού ξεναγού αναλαμβάνει η θεά Αθηνά. Η οποία προτείνει καταρχήν αμυντική απομόνωση του ήρωα στο απόμερο καλύβι του Εύμαιου· συνάμα πραγματοποιεί την παραμόρφωσή του σε αξιοθρήνητο και κακάσχημο επαίτη, προκειμένου να μην αναγνωριστεί πρόωρα τόσο από τους εχθρικούς μνηστήρες όσο και από τους φιλικούς οικείους, της Πηνελόπης συμπεριλαμβανομένης. Στόχος της υποκριτικής παραμόρφωσης, που εμφανίζει τον ήρωα άβολο ξένο στο πατρικό νησί και μέσα στο σπίτι του, είναι να πετύχει ο ίδιος εκ του ασφαλούς τη φονική εξόντωση των ατάσθαλων μνηστήρων, για να ανακτήσει ανεμπόδιστος τη βασιλική εξουσία και τη συζυγική του κλίνη. Στο μεταξύ μεσολαβούν διάδοχοι αναγνωρισμοί, πριν και μετά τη μνηστηροφονία. Η ενδιάμεση απόκρυψη της πραγματικής ταυτότητας του ήρωα συμπληρώνεται με τις ενδιάμεσες πλαστές διηγήσεις του, που επιβεβαιώνουν την αφηγηματική του αξιοσύνη, με την οποία εξασφαλίζει τη συμπάθεια των ακροατών του για τα πάθη του.
Συμψηφίζοντας συμπεραίνω: πέρα από τα βασικά θέματα της ικεσίας και της φιλότητας, προκύπτουν εδώ και πρόσθετα μοτίβα, τα οποία συστήνουν και υπογραμμίζουν τον παράξενο χαρακτήρα της συγκεκριμένης ξενίας. Καταλυτική αποδείχνεται η επιβάρυνσή της με το θέμα του φόνου· τόσο ως φονική πρόθεση όσων απωθούν την παρουσία του ξένου στο νησί και στο παλάτι· όσο και ως φονική εκδικητική πράξη, με την οποία ο ξενιτεμένος ανακτά τα νόμιμα δικαιώματά του. Στην έξοδο της οδυσσειακής αυτής περιπέτειας πραγματοποιείται συμβολικός καθαρμός ως εξιλέωση για το χυμένο αίμα και συνάμα αποτρέπεται, με την παρέμβαση της Αθηνάς και του Δία, η εμφύλια αιματοχυσία. Καιρός όμως να περάσω στο ξενικό μητρώο του Οιδίποδα.
IV.
Το μυθολογικό μητρώο του Οιδίποδα είναι, εμμέσως ή αμέσως, πασίγνωστο. Τα πρωιμότερα ίχνη του αναγνωρίζονται ήδη στην ομηρική Οδύσσεια, ειδικότερα στον κατάλογο των ηρωίδων που μεσολαβεί ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος της Νέκυιας: όπου εξονομάζονται ο Οιδίπους και η Επικάστη ως ζεύγος ερωτικής ένωσης μάνας και γιου, η οποία τελικώς αποκαλύπτεται από τους θεούς και γίνεται εφεξής διαβόητη. Στο πλαίσιο του μεταγενέστερου επικού κύκλου σώθηκαν, περισσότερο ως τίτλοι, η Οιδιπόδεια και η Θηβαΐς, ενώ στη συγκρότηση του μύθου φαίνεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο ο Στησίχορος. Στα σωζόμενα πάντως δράματα των τριών τραγικών εξέχουν ως ομόθεμα: οι Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, η Αντιγόνη, ο Οιδίπους Τύραννος και ο Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή και οι Φοίνισσες του Ευριπίδη. Εδώ ενδιαφέρουν κυρίως οι δύο ακραίες σοφόκλειες τραγωδίες: ο Οιδίπους Τύραννος και ο Οιδίπους επί Κολωνώ.
΄Οπου το ξενικό μητρώο του Οιδίποδα, διασταυρώνεται με το μυθολογικό μητρώο του σε όλα σχεδόν τα κομβικά σημεία. Μετακινείται και αυτό, όπως εκείνο, από τη Θήβα στην Κόρινθο, από την Κόρινθο στη Θήβα, και από τη Θήβα στον Κολωνό της Αττικής, με ενδιάμεσο και καθοριστικό σταθμό τους Δελφούς. Οι εναλλασσόμενοι εξάλλου τρεις τόποι, που ξενίζουν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, τον μοιραίο ήρωα, αντιστοιχούν στη βρεφική έως νεανική ηλικία του (Κόρινθος), στην ακμαία ηλικία (Θήβα), και στην όψιμη γεροντική ηλικία (Αττική). Τα κύρια, τέλος, πρόσωπα του δράματος παραμένουν τα ίδια τόσο στο μυθολογικό όσο και στο ξενικό μητρώο του Οιδίποδα: ο Λάιος και η Ιοκάστη στη Θήβα, ο Πόλυβος και η Μερόπη στην Κόρινθο, η Αντιγόνη και ο Θησέας, η Ισμήνη και ο Πολυνείκης στον Κολωνό.
Σωσίβια αποδείχνεται και ανομολόγητη η πρώτη ξενία του Οιδίποδα στην Κόρινθο από τον Πόλυβο και τη Μερόπη. Σωσιθάνατη η τελευταία φιλοξενία του γέροντα Οιδίποδα στον αττικό Κολωνό από τον Θησέα. Ένθερμη στην αρχή αλλά αποτρόπαιη στο τέλος η μεσαία ξενία του ήρωα στη Θήβα. Και στους τρεις πάντως αυτούς σταθμούς το θέμα του φόνου επισκιάζει την μετακινούμενη και εξελισσόμενη ξενία. Συγκεκριμένα:
Δυσοίωνος δελφικός χρησμός στον Λάιο καθιστά εξαρχής ανεπιθύμητη τη γέννηση παιδιού. Μόλις παρά ταύτα το παιδί γεννιέται, σκηνοθετείται από τον πατέρα του ο θάνατός του, ο οποίος αποτρέπεται χάρη στην ευσπλαχνία δύο βοσκών: εκείνου που πήρε τη θανάσιμη εντολή, αλλά τελικώς την αθέτησε, και του άλλου που συμμάζεψε το έκθετο βρέφος και το μετέφερε στο βασιλικό παλάτι της Κορίνθου. ΄Οπου σώζεται, ξενίζεται και ανατρέφεται, αγνοώντας πως ο Πόλυβος και η Μερόπη δεν είναι οι πραγματικοί γονείς του. Όταν κατά τύχη η φήμη αυτή φτάνει στα αυτιά του, προσφεύγει στους Δελφούς, για να ξεκαθαρίσει την εγκυρότητά της. Εκεί παίρνει αινιγματικό χρησμό που τον προειδοποιεί πως θα σκοτώσει τον πατέρα του. Οπότε εγκαταλείπει κάθε ιδέα επιστροφής στη φιλόξενη Κόρινθο, τραβώντας τώρα για τη Θήβα. Μέχρι στιγμής το θέμα του φόνου αιωρείται: την πρώτη φορά ως ανεκπλήρωτη πρόθεση· τη δεύτερη ως επικείμενη μοίρα. Την πρώτη φορά ως εντελλόμενο πάθος τη δεύτερη ως μελλοντικό ενέργημα.
Στο μεταξύ, οδεύοντας ο Οιδίπους προς Θήβα, πέφτει απάνω στον Λάιο και φιλονικώντας μαζί του τον σκοτώνει, χωρίς να ξέρει πως είναι ο πραγματικός του πατέρας. ΄Ετσι μοιράζονται τον φόνο μεταξύ τους γιος και πατέρας: ο πρώτος ως ανεκτέλεστη εκούσια παιδοκτονία· ο δεύτερος ως εκτελεσμένη ακούσια πατροκτονία.
Στη Θήβα εισέρχεται ο Οιδίπους ως εύφημος ξένος, ύστερα από την εξόντωση της Σφίγγας με τη λύση του ανθρωπογνωστικού της αινίγματος. Η ξενία του μεταφράζεται τώρα σε προσφορά της τυραννικής αρχής και σε γάμο με τη βασίλισσα Ιοκάστη, από όπου γεννιούνται δύο ζεύγη παιδιών. Όλα αυτά εν αγνοία του ήρωα για την πραγματική του ταυτότητα. Που όταν αποκαλύπτεται, οδηγεί στην αυτοκτονία της μάνας-γυναίκας, στην αυτοτύφλωση, και στην αυτοεξορία του Οιδίποδα, που θα τον φέρει στον Κολωνό της Αττικής, συνοδευμένο από την Αντιγόνη.
Αποξενωμένος για δεύτερη τώρα φορά ο Οιδίπους από τη γενέθλια Θήβα, αναζητεί φιλόξενο τόπο τελευτής και ταφής του, σύμφωνα πάλι με χρησμό του Απόλλωνα, στον Κολωνό της Αττικής, στο ιερό άλσος των Ευμενίδων, το οποίο εν αγνοία του ο τυφλός ξένος καταπατεί, γεγονός που επιβάλλει πράξη καθαρμού και εξιλέωσης. Πρόθυμος ξενιστής του μοιραίου ήρωα αναδεικνύεται εδώ ο βασιλιάς της Αθήνας Θησέας, που γίνεται και ο μοναδικός μάρτυρας του εμβρόντητου τέλους του: η γη ανοίγει και υποδέχεται στο χάσμα της τον Οιδίποδα.
Κάπου εδώ κλείνει ο κύκλος του ξενικού του μητρώου, στο εσωτερικό του οποίου αναγνωρίζονται όλα σχεδόν τα συμπληρωματικά θέματα και μοτίβα μιας παράξενης ξενίας και αποξένωσης. ΄Επονται συνοπτικά σχόλια για τις συμπτώσεις και τις διαφορές ανάμεσα στους δύο ξενικούς μας ήρωες.
V.
Και στις δύο περιπτώσεις το θέμα της ξενίας μοιράζεται εντός και εκτός του γενέθλιου χώρου, που είναι για τον Οδυσσέα η Ιθάκη, για τον Οιδίποδα η Θήβα. Οι εκτός χώροι στην περίπτωση του Οδυσσέα αναγνωρίζονται σε τέσσερα νησιά: του Αιόλου, της Κίρκης, της Καλυψώς, της Ναυσικάς. Στην περίπτωση του Οιδίποδα σε δύο πόλεις: στην Κόρινθο και στην Αθήνα.
Και στις δύο περιπτώσεις η περιφερειακή ξενία είναι γνήσια, η κεντρική αποβαίνει πλαστή· η περιφερειακή ξενία είναι εξαρχής θετική ή εξελίσσεται σε θετική· η κεντρική αποδείχνεται από προβληματική (Ιθάκη) έως αδιέξοδη (Θήβα).
Στην οδυσσειακή ξενία γνησιότητα και πλαστότητα εναλλάσσονται καθ’ οδόν και εντέλει συμπίπτουν σε αίσιο τέλος. Αντίθετα, η ξενία του Οιδίποδα στιγματίζεται από ανεξίτηλα πάθη (αιμομειξία, τύφλωση, αυτοκτονία, εξορία,), τα οποία δεν αίρονται ούτε στην εξοδική ξενία του Κολωνού. Ακόμη και η θεόπεμπτη τελευτή του μοιραίου ήρωα δεν συνεπάγεται την απόσβεσή τους, τουλάχιστον για τους απογόνους: αδελφοκτόνοι προβλέπονται ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, ο θάνατος του οποίου αποφέρει τον θάνατο και της Αντιγόνης.
Τα προηγούμενα πάθη του ξενιζόμενου Οδυσσέα στη Σχερία μεταφράζονται σε συναρπαστικούς Απολόγους, μέσα από τους οποίους τελικώς αναδεικνύεται η θαυμαστή αφηγηματική ικανότητα του ήρωα, που τον καθιστά είδωλο του ποιητή. Τα θηβαϊκά πάθη του ξενικού Οιδίποδα είναι τόσο φριχτά που δεν λέγονται· όταν στον Οιδίποδα επί Κολωνώ ο Χορός επιμένει να τα ακούσει από το στόμα του σακατεμένου ήρωα, ο τυφλός ξένος αντιδρά βίαια, και μόνο υπό πίεση ομολογεί τη μοίρα του με σπαραγμένες και σπαρακτικές λέξεις.
Η σωματική παραμόρφωση του Οδυσσέα ελέγχεται τελικώς προσωρινή. Αυτό ισχύει τόσο στην ανοιχτή περιπέτεια του εξωτερικού νόστου όσο και στον απειλητικό κλοιό του εσωτερικού νόστου. Η σωματική εξαγρίωση λόγου χάριν του ήρωα από το συντριπτικό του ναυάγιο στην πέμπτη ραψωδία, καταλήγει γρήγορα στον γοητευτικό του εξωραϊσμό από την Αθηνά, που αφήνει έκθαμβη τη Ναυσικά. Αλλά και η ιθακήσια παραμόρφωσή του, από την Αθηνά πάλι, σε ρακένδυτο και καραφλό επαίτη, εξαφανίζεται, μόλις ο ήρωας πετά τα κουρέλια από πάνω του και επιδίδεται στη μνηστηροφονία με το διάσημο τόξο του.
Αντίθετα η σωματική εξαθλίωση του τυφλού Οιδίποδα παραμένει ανυποχώρητη. Την περιγράφει o ίδιος με τρόπο συνταρακτικό στην προλογική προσευχή του στις Σεμνές. Παραθέτω τους οικείους στίχους σε δική μου μετάφραση:
Αλλά θεές, το πέρας και το πέρασμα
που ο Απόλλωνας προφήτηψε, χαρίσετε σ’ εμένα −μια τέτοια
τελευτή. Εκτός κι αν κάπως φαίνομαι λειψός,
υπόδουλος εγώ σε βάσανα ανυπέρβλητα για τους βροτούς.
Ελάτε τώρα, μειλίχιες κόρες του αρχαίου Σκότου, […]
σπλαχνιστείτε αυτή την άθλια σκιά / του Οιδίποδα,
γιατί δεν είμαι πια εκείνο το παλιό γερό σκαρί.
Κι όταν λίγο πιο λίγο πιο κάτω αντικρίζει ο χορός τον διαβόητο ήρωα, φωνάζει με φρίκη:
φριχτός αλίμονο να βλέπεσαι
φριχτός αλίμονο να ακούγεσαι.
Μίλησα για δυο παράξενους ξένους, που μοιάζουν και δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Ο ένας, ο Οδυσσέας, τα βγάζει πέρα με τα βάσανά του. Στην Ιθάκη υποδύεται τον ξένο, για να επιζήσει και να εκδικηθεί, όσους τον επιβουλεύτηκαν στα χρόνια της απουσίας του. Γενικότερα, ξέρει να μιλά και να πολιτεύεται. Ο άλλος έχει οριστικά σακατευτεί και η έσχατη ξενία του στον Κολωνό απολήγει στο αποφασισμένο ξόδι του. Από μωρό σημαδεμένος γίνεται άντρας με χαμένη την προσωπική του ταυτότητα: ξένος στο σπίτι του και δικός στα ξένα, βαδίζει τυφλός με ένα ραβδί στο χέρι από τη γνώση στην αυτογνωσία. Κάτι ήξερε η Σφίγγα.
Ιούνιος 2009
Η προκείμενη δοκιμή ελέγχεται τριπλά περιοριστική: α) αγνοεί τον όρο μέτοικος −ένα είδος ιδανικού μετανάστη στην ελληνική, ακριβέστερα αθηναϊκή πολιτεία· β) περιορίζεται στα ομηρικά έπη και σε δύο μόνον ομόθεμα δράματα του Σοφοκλή (στον Οιδίποδα Τύραννο και στον Οιδίποδα επί Κολωνώ)· γ) το τυπικό θέμα της ξενίας, με τα συμφραζόμενά του, υποβάλλεται εδώ σε μια ιδιάζουσα εφαρμογή, που φαίνεται να εμπεριέχει στο εσωτερικό της κάτι παράξενο, στο όριο της αντίφασης: τόσο ο Οδυσσέας όσο και ο Οιδίπους κυκλοφορούν ως ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, στοιχείο που τους καθιστά παράξενους ξένους.
Γύρω από αυτόν τον λοξό άξονα περιστρέφεται η προκείμενη πρόταση, υπονοώντας ότι μπορεί κάποιος, έστω κατ’ εξαίρεση, να είναι συνάμα ξένος και δικός, δικός και ξένος. Σ’ αυτόν τον ρόλο φαίνεται να συγκλίνουν ο Οδυσσέας και ο Οιδίπους, δύο ήρωες κατ’ εξοχήν αποκλίνοντες. Το περίεργο είναι ότι η παράξενη αντίφαση για την οποία γίνεται λόγος εδώ, υπόκειται ήδη στη σύνθετη ομηρική λέξη φιλόξεινος, που απαντά δύο τουλάχιστον φορές στην Οδύσσεια (ζ 121 και ν 202).
Αν λάβουμε υπόψη ότι το πρώτο συνθετικό της, η λέξη φίλος, συχνά πυκνά σημαίνει στα ομηρικά έπη δικός, τότε φιλόξεινος κρίνεται εκείνος που κάνει τον ξένο δικό, αφήνοντας όμως περιθώριο και για το αντίστροφο. Κάτι που φαίνεται να ισχύει τόσο στην περίπτωση του Οδυσσέα όσο και στην περίπτωση του Οιδίποδα. Στον κύκλο πάντως της γενικότερης γλωσσικής αμφισημίας, που περιβάλλει το θέμα μας, ανήκει και το επίθετο παράξενος, που ακούγεται, αλλά δεν είναι, μεταγενέστερο ή νεοελληνικό, όπως χαρακτηρίζεται σε κάποια έγκυρα κατά τα άλλα λεξικά.
Τελικώς πρόκειται για αρχαία λέξη, που απαντά, σε ουδετέρο γένος και πληθυντικό αριθμό, ήδη στους Αχαρνής του Αριστοφάνη (στ. 518) με τη σημασία του «ημίξενου, κίβδηλου πολίτη», ως κατηγορούμενο της λέξης ἀνδράρια, συνταγμένο μάλιστα μαζί με τρία άλλα κατηγορούμενα: μοχθηρά, ἄτιμα και παράσημα. Πότε και πώς το επίθετο παράξενος αποφορτίστηκε προοδευτικά από την αρνητική του σημασία, για να καταλήξει στις μέρες μας δηλωτικό για την κάπως παραβατική, συμπαθητική όμως όψη και συμπεριφορά, είναι ζητούμενο που διαφεύγει από τον κεντρικό στόχο της προκείμενης μελέτης.
Στο κέντρο της πάντως βρίσκεται η λέξη ξένος με τα παράγωγα και τα σύνθετά της, τα οποία στα ομηρικά έπη εύκολα εντοπίζονται: ξεῖνος, ξενίη, ξεινοσύνη, ξένιος, ξένιον, ξεινίζω ξεινοδόκος. Αργότερα (από τα αρχαϊκά έως και τα όψιμα ελληνιστικά και ελληνορωμαϊκά χρόνια) τα σύνθετα (ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα) πολλαπλασιάζονται. Παραδείγματα σε αλφαβητική σειρά: ξενοβόρος, ξενοδάϊκτος, ξενοδίκης και ξενόδικος, ξενοδοχέω και ξενοδοχεῖο, ξενοπαθέω, ξενοπρεπής, ξεναγῶ, ξεναγός και ξενάγησις, ξενηλασία και ξενηλατέω, ξενισμός, ξενιτεύω.
Προσθετέα στον, ενδεικτικό, έτσι κι αλλιώς, αυτόν κατάλογο είναι και εκείνα όπου ο ξένος επέχει θέση δεύτερου συνθετικού, όπως: δορύξενος, πρόξενος, ιδιόξενος. Τούτο σημαίνει ότι υπάρχει πυκνό και φιλόξενο λεξιλόγιο στην ελληνική αρχαιότητα, που υποδείχνει, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί σε ειδικότερες μελέτες, τη γλωσσική, γραμματολογική, κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική βαρύτητα της ξενίας. Σ’ αυτό πάντως το πολύτυπο πλέγμα εντάσσονται και ξεχωρίζουν οι δύο παράξενοι ξένοι της προκείμενης μελέτης.
ΙΙ.
Με αυτή την τυπολογική ταυτότητα οπλισμένη η ξενία δεν κυκλοφορεί απομονωμένη: συχνά (για να μην πω: πάντα) ζευγαρώνει με άλλα συγγενικά τυπικά θέματα, δείχνοντας έτσι την εντυπωσιακή λειτουργική της εμβέλεια. Διαθέτουμε ήδη μια εξαιρετικής ακρίβειας και ευστοχίας σχετική μελέτη του Λάμπρου Πόλκα, που φέρει τον τίτλο «Ξενία-ικεσία-φιλότης στα ομηρικά έπη», όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Αντιγράφω την προοιμιακή της παράγραφο, επειδή φωτίζει καλά το τυπολογικό πλαίσιο του θέματός μας:
«Ξενία και ικεσία συνιστούν δυνάμει αφορμές για συναισθητική σύγκλιση ανάμεσα στον ξένο/ικέτη και στον ξενιστή/ικετευόμενο − σχέση που δηλώνεται με τον γενικό όρο φιλότης (η λέξη είναι ήδη ομηρική) και τις αλλόμορφες τροπές των λέξεων φίλος και φιλεῖν. Η φιλότης υπολογίζεται στη συγκεκριμένη πρίπτωση ως περιέχουσα επική συνθήκη, ενώ η ξενία και η ικεσία ως περιεχόμενα θέματά της».
Ο συνειρμός αυτός της ξενίας με την ικεσία και τη φιλότητα, που θεωρείται δεδομένος, ευνοεί την επόμενη διερεύνηση και διεύρυνσή του. Πρόκειται τώρα για τυπικά πάλι θέματα ή μοτίβα συμπληρωματικά της ξενίας, που μπορούν να μοιραστούν καταρχήν σε αντιθετικά ή θετικά, με την έννοια ότι ή προάγουν ή δυσχεραίνουν, αν δεν ακυρώνουν, την πραγματοποίηση της ξενίας. Στα αντιθετικά ανήκουν ο φόνος και η σωματική παραμόρφωση. Στα θετικά ο εξωραϊσμός, ο αναγνωρισμός, ο καθαρμός και η εξιλέωση. Στο ενδιάμεσο κινείται το ζεύγος πάθος-συμπάθεια. Δυο λόγια για την κάθε περίπτωση.
Ο φόνος βρίσκεται προφανώς στους αντίποδες της ξενίας, όταν ασκείται ως προγραμματική εξόντωση ενός ανεπιθύμητου ξένου. Αν ωστόσο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο φόνος αποτραπεί, επιβάλλει τον καθαρμό και την εξιλέωση του ικέτη, όταν μάλιστα συμβαίνει ο ικέτης να επιβαρύνεται ο ίδιος από κάποιον, εκούσιο ή ακούσιο, φόνο. Η σωματική παραμόρφωση, σκόπιμη ή παρεπόμενη της ενδιάμεσης ταλαιπωρίας του ξένου, εμποδίζει καταρχήν την αιτούμενη φιλοξενία του. Για να ξεπεραστεί το συγκεκριμένο εμπόδιο, επιστρατεύεται συνήθως το μοτίβο του αυτόματου ή διαμεσολαβημένου εξωραϊσμού, ο οποίος ευοδώνει τον φιλόξενο αναγνωρισμό. Τέλος τα πάθη ενός ξένου, γνωστά εξ ακοής ή εξ επαφής, άλλοτε προκαλούν απώθηση και απέχθεια, άλλοτε τη συμπάθεια του ξενιστή.
Με τους όρους αυτούς επιχειρείται εφεξής η συνοπτική κατ’ ανάγκην σύνταξη ξενικού μητρώου πρώτα του Οδυσσέα και μετά του Οιδίποδα, ώστε να φανούν τόσο οι αναλογικές ομοιότητες όσο και οι, αναλογικές πάντα, διαφορές τους. Προϋποτίθεται πάντως ότι και στις δύο αυτές παράξενες περιπτώσεις κοινός, ειρωνικός ή δραματικός, παρονομαστής παραμένει η σύγχυση των ορίων μεταξύ ξένου και δικού, η ταλάντευση επομένως των ηρώων στο ριψοκίνδυνο μεταίχμιο των δύο αυτών όρων ζωής και μοίρας.
ΙΙΙ.
Το ξενικό μητρώο του Οδυσσέα μοιράζεται χωρικά και χρονικά στα δύο: εκτός και εντός Ιθάκης· ανήκει δηλαδή στα συμφραζόμενα του εξωτερικού και του εσωτερικού νόστου του ήρωα. Στην εξωτερική περιφέρεια ο Οδυσσέας, κατά αφηγηματική σειρά, ξενίζεται, ή και αντιξενίζεται, από: την Καλυψώ, τον Κύκλωπα, τον Αίολο, την Κίρκη, το ζεύγος Αλκινόου και Αρήτης με την κόρη τους Ναυσικά. Στην εσωτερική τροχιά από τον Εύμαιο, τον Τηλέμαχο, τους μνηστήρες και τελικώς την Πηνελόπη. Χοντρικά η ξένιση του Οδυσσέα στην εξωτερική περιφέρεια του νόστου του είναι εξαρχής ή εξελίσσεται καθ’ οδόν σε θετική και ευάγωγη· ενώ στο εσωτερικό περιβάλλον της Ιθάκης αποδείχνεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προβληματική και τελικώς διχάζεται ανάμεσα στη φονική επιχείρηση και στην ένθερμη αποδοχή. Αυτά σχηματικά και εξ αποστάσεως· εξ επαφής όμως τα πράγματα ελέγχονται πιο περίπλοκα, κάποτε και αντιφατικά. Συγκεκριμένα:
Η προσφερόμενη ξενία της Καλυψώς, που διαρκεί κοντά οκτώ χρόνια, εξελίσσεται σε εκβιαστική, οδηγώντας τον ξενιζόμενο ήρωα σε νοσταλγικό αδιέξοδο. Μετά όμως την επίσκεψη του Ερμή, η κατάσταση και η διάθεση αντιστρέφονται: η ξενία εκβάλλει τώρα σε αίσιο τέλος, σφραγίζεται από αμοιβαίο έρωτα και προάγεται σε αναχώρηση του ήρωα με τη συνεργατική κατασκευή μιας σχεδίας.
Στην περίπτωση της «Κυκλώπειας» το ζητούμενο της ξενίας προκύπτει από φιλοπερίεργη πρόκληση του Οδυσσέα: ο οποίος επιμένει στην απολίτιστη φύση και συμπεριφορά του τερατικού Πολύφημου, χαρακτηριστό σήμα της οποίας είναι και η άγνοια της φιλοξενίας. Τελικώς ο αφιλόξενος Κύκλωπας, τυφλωμένος από τον Οδυσσέα, επικαλείται και επιτυγχάνει την εκδίκηση του Ποσειδώνα, ο οποίος εμποδίζει για πολλά χρόνια την επιστροφή του ήρωα στην Ιθάκη, που έχει χάσει στο μεταξύ όλους τους εταίρους του.
Η φιλοξενία του Οδυσσέα από τον Αίολο αρχίζει με καλούς όρους: προσφέρει άμεσο νόστο στον ήρωα, ο οποίος όμως καθ’ οδόν ματαιώνεται εξαιτίας της νήπιας συμπεριφοράς των εταίρων του. Στα καλά της πάντως ανήκει και η διήγηση της τρωικής και μετατρωικής περιπέτειας του Οδυσσέα στον πρόθυμο ακροατή Αίολο, που συμπυκνώνεται όμως εδώ μόλις σε ένα δίστιχο.
Αμφίθυμη αποδείχνεται η ξενία του ήρωα και από την Κίρκη: η αρχική όρεξη της δαιμονικής μάγισσας είναι ηδονοθηρική και σκοπεύει στον ζωώδη υποβιβασμό των ξενιζομένων, που εφαρμόζεται για λίγο στους μισούς εταίρους. Στην περίπτωση όμως του Οδυσσέα, με την παρέμβαση και του Ερμή, η αρνητική πρόθεση της Κίρκης γυρίζει σε θετική· μετά από ενιαύσια ερωτική χαλάρωση του Οδυσσέα στην αγκαλιά της, συναποφασίζεται η συνέχιση του νόστου του ήρωα, ο οποίος όμως προηγουμένως δοκιμάζεται πρώτα στον κάτω κόσμο.
Διεξοδική και τελέσφορη αποδείχνεται η προσφερόμενη φιλοξενία του Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων και στο παλάτι του Αλκινόου. Διαβαθμίζεται στην παραποτάμια συνάντηση του ήρωα με τη Ναυσικά· στην υπόσχεση προαγωγής του νόστου του από τον Αρήτη, τον Αλκίνοο και τους Φαίακες· στην εξασφάλιση ξενικών δώρων· και κυρίως στους ένθετους Απολόγους, όπου ο ξένος αποκαλύπτει την ταυτότητά του και αφηγείται με εξαιρετική μαεστρία τα μετατρωικά έργα και πάθη του σε τέσσερις ολόκληρες ραψωδίες, κερδίζοντας έτσι τον θαυμασμό και τη συμπάθεια των ακροατών του.
Τα πράγματα δυσκολεύουν, μόλις ο Οδυσσέας φτάνει ενύπνιος στην Ιθάκη, οπότε τον ρόλο του αποτελεσματικού ξεναγού αναλαμβάνει η θεά Αθηνά. Η οποία προτείνει καταρχήν αμυντική απομόνωση του ήρωα στο απόμερο καλύβι του Εύμαιου· συνάμα πραγματοποιεί την παραμόρφωσή του σε αξιοθρήνητο και κακάσχημο επαίτη, προκειμένου να μην αναγνωριστεί πρόωρα τόσο από τους εχθρικούς μνηστήρες όσο και από τους φιλικούς οικείους, της Πηνελόπης συμπεριλαμβανομένης. Στόχος της υποκριτικής παραμόρφωσης, που εμφανίζει τον ήρωα άβολο ξένο στο πατρικό νησί και μέσα στο σπίτι του, είναι να πετύχει ο ίδιος εκ του ασφαλούς τη φονική εξόντωση των ατάσθαλων μνηστήρων, για να ανακτήσει ανεμπόδιστος τη βασιλική εξουσία και τη συζυγική του κλίνη. Στο μεταξύ μεσολαβούν διάδοχοι αναγνωρισμοί, πριν και μετά τη μνηστηροφονία. Η ενδιάμεση απόκρυψη της πραγματικής ταυτότητας του ήρωα συμπληρώνεται με τις ενδιάμεσες πλαστές διηγήσεις του, που επιβεβαιώνουν την αφηγηματική του αξιοσύνη, με την οποία εξασφαλίζει τη συμπάθεια των ακροατών του για τα πάθη του.
Συμψηφίζοντας συμπεραίνω: πέρα από τα βασικά θέματα της ικεσίας και της φιλότητας, προκύπτουν εδώ και πρόσθετα μοτίβα, τα οποία συστήνουν και υπογραμμίζουν τον παράξενο χαρακτήρα της συγκεκριμένης ξενίας. Καταλυτική αποδείχνεται η επιβάρυνσή της με το θέμα του φόνου· τόσο ως φονική πρόθεση όσων απωθούν την παρουσία του ξένου στο νησί και στο παλάτι· όσο και ως φονική εκδικητική πράξη, με την οποία ο ξενιτεμένος ανακτά τα νόμιμα δικαιώματά του. Στην έξοδο της οδυσσειακής αυτής περιπέτειας πραγματοποιείται συμβολικός καθαρμός ως εξιλέωση για το χυμένο αίμα και συνάμα αποτρέπεται, με την παρέμβαση της Αθηνάς και του Δία, η εμφύλια αιματοχυσία. Καιρός όμως να περάσω στο ξενικό μητρώο του Οιδίποδα.
IV.
Το μυθολογικό μητρώο του Οιδίποδα είναι, εμμέσως ή αμέσως, πασίγνωστο. Τα πρωιμότερα ίχνη του αναγνωρίζονται ήδη στην ομηρική Οδύσσεια, ειδικότερα στον κατάλογο των ηρωίδων που μεσολαβεί ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος της Νέκυιας: όπου εξονομάζονται ο Οιδίπους και η Επικάστη ως ζεύγος ερωτικής ένωσης μάνας και γιου, η οποία τελικώς αποκαλύπτεται από τους θεούς και γίνεται εφεξής διαβόητη. Στο πλαίσιο του μεταγενέστερου επικού κύκλου σώθηκαν, περισσότερο ως τίτλοι, η Οιδιπόδεια και η Θηβαΐς, ενώ στη συγκρότηση του μύθου φαίνεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο ο Στησίχορος. Στα σωζόμενα πάντως δράματα των τριών τραγικών εξέχουν ως ομόθεμα: οι Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, η Αντιγόνη, ο Οιδίπους Τύραννος και ο Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή και οι Φοίνισσες του Ευριπίδη. Εδώ ενδιαφέρουν κυρίως οι δύο ακραίες σοφόκλειες τραγωδίες: ο Οιδίπους Τύραννος και ο Οιδίπους επί Κολωνώ.
΄Οπου το ξενικό μητρώο του Οιδίποδα, διασταυρώνεται με το μυθολογικό μητρώο του σε όλα σχεδόν τα κομβικά σημεία. Μετακινείται και αυτό, όπως εκείνο, από τη Θήβα στην Κόρινθο, από την Κόρινθο στη Θήβα, και από τη Θήβα στον Κολωνό της Αττικής, με ενδιάμεσο και καθοριστικό σταθμό τους Δελφούς. Οι εναλλασσόμενοι εξάλλου τρεις τόποι, που ξενίζουν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, τον μοιραίο ήρωα, αντιστοιχούν στη βρεφική έως νεανική ηλικία του (Κόρινθος), στην ακμαία ηλικία (Θήβα), και στην όψιμη γεροντική ηλικία (Αττική). Τα κύρια, τέλος, πρόσωπα του δράματος παραμένουν τα ίδια τόσο στο μυθολογικό όσο και στο ξενικό μητρώο του Οιδίποδα: ο Λάιος και η Ιοκάστη στη Θήβα, ο Πόλυβος και η Μερόπη στην Κόρινθο, η Αντιγόνη και ο Θησέας, η Ισμήνη και ο Πολυνείκης στον Κολωνό.
Σωσίβια αποδείχνεται και ανομολόγητη η πρώτη ξενία του Οιδίποδα στην Κόρινθο από τον Πόλυβο και τη Μερόπη. Σωσιθάνατη η τελευταία φιλοξενία του γέροντα Οιδίποδα στον αττικό Κολωνό από τον Θησέα. Ένθερμη στην αρχή αλλά αποτρόπαιη στο τέλος η μεσαία ξενία του ήρωα στη Θήβα. Και στους τρεις πάντως αυτούς σταθμούς το θέμα του φόνου επισκιάζει την μετακινούμενη και εξελισσόμενη ξενία. Συγκεκριμένα:
Δυσοίωνος δελφικός χρησμός στον Λάιο καθιστά εξαρχής ανεπιθύμητη τη γέννηση παιδιού. Μόλις παρά ταύτα το παιδί γεννιέται, σκηνοθετείται από τον πατέρα του ο θάνατός του, ο οποίος αποτρέπεται χάρη στην ευσπλαχνία δύο βοσκών: εκείνου που πήρε τη θανάσιμη εντολή, αλλά τελικώς την αθέτησε, και του άλλου που συμμάζεψε το έκθετο βρέφος και το μετέφερε στο βασιλικό παλάτι της Κορίνθου. ΄Οπου σώζεται, ξενίζεται και ανατρέφεται, αγνοώντας πως ο Πόλυβος και η Μερόπη δεν είναι οι πραγματικοί γονείς του. Όταν κατά τύχη η φήμη αυτή φτάνει στα αυτιά του, προσφεύγει στους Δελφούς, για να ξεκαθαρίσει την εγκυρότητά της. Εκεί παίρνει αινιγματικό χρησμό που τον προειδοποιεί πως θα σκοτώσει τον πατέρα του. Οπότε εγκαταλείπει κάθε ιδέα επιστροφής στη φιλόξενη Κόρινθο, τραβώντας τώρα για τη Θήβα. Μέχρι στιγμής το θέμα του φόνου αιωρείται: την πρώτη φορά ως ανεκπλήρωτη πρόθεση· τη δεύτερη ως επικείμενη μοίρα. Την πρώτη φορά ως εντελλόμενο πάθος τη δεύτερη ως μελλοντικό ενέργημα.
Στο μεταξύ, οδεύοντας ο Οιδίπους προς Θήβα, πέφτει απάνω στον Λάιο και φιλονικώντας μαζί του τον σκοτώνει, χωρίς να ξέρει πως είναι ο πραγματικός του πατέρας. ΄Ετσι μοιράζονται τον φόνο μεταξύ τους γιος και πατέρας: ο πρώτος ως ανεκτέλεστη εκούσια παιδοκτονία· ο δεύτερος ως εκτελεσμένη ακούσια πατροκτονία.
Στη Θήβα εισέρχεται ο Οιδίπους ως εύφημος ξένος, ύστερα από την εξόντωση της Σφίγγας με τη λύση του ανθρωπογνωστικού της αινίγματος. Η ξενία του μεταφράζεται τώρα σε προσφορά της τυραννικής αρχής και σε γάμο με τη βασίλισσα Ιοκάστη, από όπου γεννιούνται δύο ζεύγη παιδιών. Όλα αυτά εν αγνοία του ήρωα για την πραγματική του ταυτότητα. Που όταν αποκαλύπτεται, οδηγεί στην αυτοκτονία της μάνας-γυναίκας, στην αυτοτύφλωση, και στην αυτοεξορία του Οιδίποδα, που θα τον φέρει στον Κολωνό της Αττικής, συνοδευμένο από την Αντιγόνη.
Αποξενωμένος για δεύτερη τώρα φορά ο Οιδίπους από τη γενέθλια Θήβα, αναζητεί φιλόξενο τόπο τελευτής και ταφής του, σύμφωνα πάλι με χρησμό του Απόλλωνα, στον Κολωνό της Αττικής, στο ιερό άλσος των Ευμενίδων, το οποίο εν αγνοία του ο τυφλός ξένος καταπατεί, γεγονός που επιβάλλει πράξη καθαρμού και εξιλέωσης. Πρόθυμος ξενιστής του μοιραίου ήρωα αναδεικνύεται εδώ ο βασιλιάς της Αθήνας Θησέας, που γίνεται και ο μοναδικός μάρτυρας του εμβρόντητου τέλους του: η γη ανοίγει και υποδέχεται στο χάσμα της τον Οιδίποδα.
Κάπου εδώ κλείνει ο κύκλος του ξενικού του μητρώου, στο εσωτερικό του οποίου αναγνωρίζονται όλα σχεδόν τα συμπληρωματικά θέματα και μοτίβα μιας παράξενης ξενίας και αποξένωσης. ΄Επονται συνοπτικά σχόλια για τις συμπτώσεις και τις διαφορές ανάμεσα στους δύο ξενικούς μας ήρωες.
V.
Και στις δύο περιπτώσεις το θέμα της ξενίας μοιράζεται εντός και εκτός του γενέθλιου χώρου, που είναι για τον Οδυσσέα η Ιθάκη, για τον Οιδίποδα η Θήβα. Οι εκτός χώροι στην περίπτωση του Οδυσσέα αναγνωρίζονται σε τέσσερα νησιά: του Αιόλου, της Κίρκης, της Καλυψώς, της Ναυσικάς. Στην περίπτωση του Οιδίποδα σε δύο πόλεις: στην Κόρινθο και στην Αθήνα.
Και στις δύο περιπτώσεις η περιφερειακή ξενία είναι γνήσια, η κεντρική αποβαίνει πλαστή· η περιφερειακή ξενία είναι εξαρχής θετική ή εξελίσσεται σε θετική· η κεντρική αποδείχνεται από προβληματική (Ιθάκη) έως αδιέξοδη (Θήβα).
Στην οδυσσειακή ξενία γνησιότητα και πλαστότητα εναλλάσσονται καθ’ οδόν και εντέλει συμπίπτουν σε αίσιο τέλος. Αντίθετα, η ξενία του Οιδίποδα στιγματίζεται από ανεξίτηλα πάθη (αιμομειξία, τύφλωση, αυτοκτονία, εξορία,), τα οποία δεν αίρονται ούτε στην εξοδική ξενία του Κολωνού. Ακόμη και η θεόπεμπτη τελευτή του μοιραίου ήρωα δεν συνεπάγεται την απόσβεσή τους, τουλάχιστον για τους απογόνους: αδελφοκτόνοι προβλέπονται ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, ο θάνατος του οποίου αποφέρει τον θάνατο και της Αντιγόνης.
Τα προηγούμενα πάθη του ξενιζόμενου Οδυσσέα στη Σχερία μεταφράζονται σε συναρπαστικούς Απολόγους, μέσα από τους οποίους τελικώς αναδεικνύεται η θαυμαστή αφηγηματική ικανότητα του ήρωα, που τον καθιστά είδωλο του ποιητή. Τα θηβαϊκά πάθη του ξενικού Οιδίποδα είναι τόσο φριχτά που δεν λέγονται· όταν στον Οιδίποδα επί Κολωνώ ο Χορός επιμένει να τα ακούσει από το στόμα του σακατεμένου ήρωα, ο τυφλός ξένος αντιδρά βίαια, και μόνο υπό πίεση ομολογεί τη μοίρα του με σπαραγμένες και σπαρακτικές λέξεις.
Η σωματική παραμόρφωση του Οδυσσέα ελέγχεται τελικώς προσωρινή. Αυτό ισχύει τόσο στην ανοιχτή περιπέτεια του εξωτερικού νόστου όσο και στον απειλητικό κλοιό του εσωτερικού νόστου. Η σωματική εξαγρίωση λόγου χάριν του ήρωα από το συντριπτικό του ναυάγιο στην πέμπτη ραψωδία, καταλήγει γρήγορα στον γοητευτικό του εξωραϊσμό από την Αθηνά, που αφήνει έκθαμβη τη Ναυσικά. Αλλά και η ιθακήσια παραμόρφωσή του, από την Αθηνά πάλι, σε ρακένδυτο και καραφλό επαίτη, εξαφανίζεται, μόλις ο ήρωας πετά τα κουρέλια από πάνω του και επιδίδεται στη μνηστηροφονία με το διάσημο τόξο του.
Αντίθετα η σωματική εξαθλίωση του τυφλού Οιδίποδα παραμένει ανυποχώρητη. Την περιγράφει o ίδιος με τρόπο συνταρακτικό στην προλογική προσευχή του στις Σεμνές. Παραθέτω τους οικείους στίχους σε δική μου μετάφραση:
Αλλά θεές, το πέρας και το πέρασμα
που ο Απόλλωνας προφήτηψε, χαρίσετε σ’ εμένα −μια τέτοια
τελευτή. Εκτός κι αν κάπως φαίνομαι λειψός,
υπόδουλος εγώ σε βάσανα ανυπέρβλητα για τους βροτούς.
Ελάτε τώρα, μειλίχιες κόρες του αρχαίου Σκότου, […]
σπλαχνιστείτε αυτή την άθλια σκιά / του Οιδίποδα,
γιατί δεν είμαι πια εκείνο το παλιό γερό σκαρί.
Κι όταν λίγο πιο λίγο πιο κάτω αντικρίζει ο χορός τον διαβόητο ήρωα, φωνάζει με φρίκη:
φριχτός αλίμονο να βλέπεσαι
φριχτός αλίμονο να ακούγεσαι.
Μίλησα για δυο παράξενους ξένους, που μοιάζουν και δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Ο ένας, ο Οδυσσέας, τα βγάζει πέρα με τα βάσανά του. Στην Ιθάκη υποδύεται τον ξένο, για να επιζήσει και να εκδικηθεί, όσους τον επιβουλεύτηκαν στα χρόνια της απουσίας του. Γενικότερα, ξέρει να μιλά και να πολιτεύεται. Ο άλλος έχει οριστικά σακατευτεί και η έσχατη ξενία του στον Κολωνό απολήγει στο αποφασισμένο ξόδι του. Από μωρό σημαδεμένος γίνεται άντρας με χαμένη την προσωπική του ταυτότητα: ξένος στο σπίτι του και δικός στα ξένα, βαδίζει τυφλός με ένα ραβδί στο χέρι από τη γνώση στην αυτογνωσία. Κάτι ήξερε η Σφίγγα.
Ιούνιος 2009
Διαβάζουμε εφημερίδες;
Η ανάγνωση εφημερίδων δεν εντάσσεται στις ευγενείς και απαιτητικές
αναγνώσεις αλλά στις ταπεινές, καθημερινές ασχολίες ανθρώπων όλων των
κοινωνικών τάξεων και των μορφωτικών επιπέδων. Χρησιμοποιώ, καταχρηστικά
και αυθαίρετα, ενεστώτα τη στιγμή που όλοι ξέρουμε πως σήμερα η
ανάγνωση εφημερίδων έχει περιοριστεί πολύ, η ηλεκτρονική δημοσιογραφία,
οι διαδικτυακοί ενημερωτικοί ιστότοποι, τα μπλογκς αποτελούν τη βασική
πηγή ενημέρωσης, μαζί με την τηλεόραση βέβαια, για εκατομμύρια
ανθρώπους. Παρόλα αυτά, εφημερίδες υπάρχουν ακόμη, σε έντυπη και
ψηφιοποιημένη (πανομοιότυπη με την έντυπη) μορφή, και σήμερα θα ήθελα να
μιλήσω γι αυτές.
Διαβάζω εφημερίδα συστηματικά από δεκατεσσάρων χρονών. Η ανακάλυψή
της συνόδευε στην ουσία την ανακάλυψη του κόσμου, της κοινωνίας και της
πολιτικής σε μια πορεία προς την ενηλικίωση. Την ξεκοκάλιζα (να ένα ρήμα
που χρησιμοποιείται μόνο για την ανάγνωση εφημερίδων!) διατρέχοντας τα
πάντα, το πολιτικό ρεπορτάζ, τις επιφυλλίδες, τις γελοιογραφίες, το
πολιτικό κους κους, τα πολιτιστικά, κυρίως θέατρο, σινεμά, βιβλίο, τα
κοινωνικά, τις συνεντεύξεις. Μόνο τα οικονομικά δεν διάβαζα έως την
κρίση, ώσπου κατέληξα σήμερα να διαβάζω μέχρι και τα νέα των
επιχειρήσεων. Τι μου έδινε αυτή η ανάγνωση που είχε γίνει οπωσδήποτε
εθισμός; Μα μια αίσθηση της ζωντανής πραγματικότητας, την αίσθηση της
συμμετοχής στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Με βοηθούσε να
διαμορφώσω απόψεις, ενώ μια εξίσου ισχυρή αποκάλυψη ήταν όταν διαπίστωσα
ότι μία μόνο εφημερίδα δεν αρκεί διότι δίνει μια όψη της
πραγματικότητας, από ορισμένη οπτική γωνία. Κυρίως η εφημερίδα με
βοηθούσε να κάνω επιλογές: ποια ταινία να δω, ποιο βιβλίο να διαβάσω, σε
ποια θεατρική παράσταση να πάω, κανένας δε μπορούσε να με επηρεάσει
περισσότερο στις επιλογές από τις κριτικές στήλες που εμπιστευόμουν. Η
ανάγνωση της εφημερίδας, για μένα και άλλους ανθρώπους της γενιάς μου,
ήταν βασικός μοχλός της ανάγνωσης συνολικά, καθώς μας οδηγούσε σε άλλες
αναγνώσεις.Ποια είναι σήμερα η σχέση των νέων με τις εφημερίδες; Όταν μιλούμε στο μάθημα για το πώς μπορούν να ενημερώνονται για βιβλία οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί, διαπιστώνω ότι δεν γνωρίζουν καν ότι οι εφημερίδες έχουν ένθετα για το βιβλίο. Όταν μιλούμε για άλλα αναγνωστικά υλικά που χρειάζεται ένα σύγχρονο μάθημα (που δε μπορεί να εξαντλείται μόνο στο σχολικό βιβλίο) διαπιστώνω ότι δεν γνωρίζουν τη δομή μιας εφημερίδας, τα είδη των κειμένων που περιλαμβάνει. Είναι μεγάλη απώλεια για την καλλιέργεια του γραμματισμού το γεγονός ότι ποτέ δεν μπήκαν οι εφημερίδες στο σχολείο. Μα πώς να μπουν; Αφού ήταν συνυφασμένες με την πολιτική, η κάθε μία με συγκεκριμένη πολιτική παράταξη, θα μόλυναν την υποτιθέμενη πολιτική ανεξιθρησκεία του σχολείου. Κι όμως, οι εφημερίδες είναι ένα πολύ προσιτό υλικό για να γνωρίσει ο μαθητής τι σημαίνει διαφορετική άποψη πάνω στα ίδια γεγονότα, πόση σημασία έχει η διατύπωση μιας είδησης, η επιλογή των λέξεων, το πολιτικό σύνθημα. Γίνεται κοινωνική και πολιτική αγωγή (μάθημα που υπάρχει στο σχολείο) χωρίς εφημερίδες; Ο φόβος μας για τις (πολλές και διαφορετικές) εφημερίδες στο σχολείο, αν όντως υπάρχει ακόμη, δείχνει και το επίπεδο του γραμματισμού μας: φοβόμαστε τις διαφορετικές πολιτικές, με την ευρεία έννοια, απόψεις διότι δεν είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε κριτικά, διότι δεν κατέχουμε τις στρατηγικές να τις διαπραγματευτούμε απροκατάληπτα μέσα στην τάξη. ΄Ετσι λοιπόν, αρκούμαστε στις διαχρονικές αξίες, στους κοινούς τόπους, σε ό,τι είναι γενικά παραδεκτό και δεν προκαλεί, αφήνοντας τα πραγματικά διακυβεύματα του σήμερα να τα ανακαλύψουν τα παιδιά εκτός του σχολείου, με όποιον τρόπο μπορέσουν, αν μπορέσουν.
Ίσως τώρα πια να είναι αργά για όλα αυτά. Τώρα είναι επείγον να καλλιεργηθεί ο ψηφιακός γραμματισμός. Ωστόσο, αν ενδιαφερόμαστε να καταστήσουμε την ανάγνωση κρίσιμη, πρέπει να δοκιμάσουμε όλους τους δρόμους και η ανάγνωση των εφημερίδων, όχι μόνο δεν είναι άσχετη με τη φιλαναγνωσία, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε αυτήν.
Βενετία Αποστολίδου / oanagnostis.gr
Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015
41 χρόνια πριν...στην Κύπρο...
Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Τούρκοι αλεξιπτωτιστές
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων αρχίζει να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Κηρύσσει γενική επιστράτευση, η οποία εξελίσσεται σε φιάσκο, δείχνοντας την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός. Και να σκεφθεί κανείς ότι την Ελλάδα κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί και ο Στρατός αν μη τι άλλο θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο.
Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, που βρίσκεται και πάλι στην Αθήνα ως εντολοδόχος του Κίσινγκερ, συναντάται στο Πεντάγωνο με το αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο. Ο παριστάμενος Δημήτριος Ιωαννίδης σε οργίλος ύφος απευθύνεται προς τον Σίσκο «Μας εξαπατήσατε... Ημείς θα κηρύξωμεν πόλεμον!» και αποχωρεί από τη σύσκεψη. Έκτοτε, τα ίχνη του αόρατου δικτάτορα χάνονται. Ο Σίσκο στη διάρκεια της ημέρας μάταια αναζητεί αρμόδιο για συνομιλίες.
Αργά το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων επείγεται να εφαρμόσει πλήρως τα σχέδια της. Γενικά, η διεθνής αντίδραση κατά του «Αττίλα» είναι χλιαρή.
Την επομένη, 21 Ιουλίου, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμούς τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Την ίδια μέρα, σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο, που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί, καθώς όλοι οι αρμόδιοι έχουν εξαφανιστεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου.
Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας.
Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του Κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
"Coda" με θέμα τη ζωή και το θάνατο...
Το «Coda» είναι το μικρού μήκους animation που είχε προταθεί για βραβείο Όσκαρ στην 87η τελετή που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, ενώ μέχρι και σήμερα έχει κερδίσει μια πλειάδα σημαντικών βραβείων. Εδώ και λίγες μέρες είναι διαθέσιμο στο Vimeo για όλους.
Η σύλληψη και η δημιουργία του ανήκουν στους ταλαντούχους σχεδιαστές του And Maps And Plans animation studio που έχει ως βάση το Δουβλίνο.
Πηγή: http://angelaspinkyworld.blogspot.gr
Παίζοντας σκάκι στο δρόμο και διαβάζοντας ποίηση γιά τον δρόμο...
Εικόνες σε άσπρο και σε μαύρο, παλιές, καινούργιες, απεικονίζουν το
παιχνίδι του σκακιού στο δρόμο. Και μαζί η ποίηση γιά τον κάθε λογής
δρόμο που παίρνουμε ή που αφήνουμε. Γιά δρόμους αδιάβατους και γιά
δρόμους χιλιοπερπατημένους, δρόμους πραγματικούς μα και δρόμους της
καρδιάς, του ονείρου, του φόβου, της ελπίδας, της μοναξιάς, του έρωτα,
του θανάτου μα και της ανάστασης! Και σαν να ακούω σε μιά γωνιά του
δρόμου την Κατερίνα Γώγου να μονολογεί: "Πάνω κάτω η Πατησίων"...
Βραδυνοί σκακιστές στους δρόμους της Καλκούτα στην Ινδία. Φωτογραφία του Manjit Singh Hoonjan.
Ο δρόμος
Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.
Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω
και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές και ξερά φύλλα
και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:
αν σταματήσω, σταματάει.
Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.
Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα βγάζουνε στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που σηκώνεται
και λέει βλέποντας- με: κανείς.
Οκτάβιο Παζ
Παίζοντας σκάκι με τους "masters" στην Market Street του Σαν Φρανσίσκο.
Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμε.ς
(Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε.)
Μανώλης Αναγνωστάκης
Παρτίδα σκάκι σε κάποιον δρόμο του Μπαλί.
Ο Δρόμος Που Δεν Πήρα
Ήταν δυο δρόμοι που αποκλίναν μες στο δάσος.
Μα δεν μπορούσα να τους πάρω και τους δύο
Χωρίς να γίνω ο ίδιος δύο∙ λυπημένα
Ακολουθούσα με το βλέμμα μου τον ένα
Για να τον χάσω μες στη χλόη σ’ ένα σημείο.
Πήρα τον άλλον κι έμοιαζε καλά να κάνω∙
Ίσως και να ’χε ένα δικαίωμα παραπάνω
Όντας πιο θαλερός, λιγότερο φθαρμένος,
Μ’ όλο που ως προς αυτό σχεδόν δεν διαφέραν∙
Ήταν κι αυτός περίπου εξίσου πατημένος.
Κι οι δυο ξετυλιγόνταν σκεπασμένοι ακόμη
Φύλλα πρωινά, ίδιοι απαράλλαχτοι, όμως
Κράτησα εγώ τον πρώτο για μιαν άλλη μέρα∙
Αν κι οδηγώντας σ’ άλλους δρόμους κάθε δρόμος
Επιστροφή δεν έχουν όσο ξέρω οι δρόμοι.
Θα λέω με στεναγμό σαν θα ’μαι πολύ γέρος,
Βρήκα δυο δρόμους που αποκλίναν σ’ ένα μέρος
Και πήρα αυτόν που ’χε περπατηθεί πιο λίγο
(χωρίς να θέλω και τον άλλον ν’ αποφύγω)∙
Κι άλλαξε αυτό για πάντα τη ζωή μου.
Ρόμπερτ Φροστ
Παίζοντας σκάκι στο Hyde Park του Λονδίνου το 1952.
Στο δρόμο της μεσημβρίας
Είχαν περάσει εκείνες οι νύχτες
που έκανα παρέα
με τη βροχή κι ένα τσιγάρο.
Έλεγα πως ήταν πια
κάτι από εφιαλτικό παραμύθι.
Επέστρεψαν πιο άγριες,
δείχνουν τα κοφτερά τους δόντια
Χτυπάει το νερό πάνω στις τέντες
μαζί με την οργισμένη φωνή
της κατάθλιψης
που επιστρέφει νικήτρια
να καθίσει στο θρόνο της.
Δεν είναι ο φόβος
μηδέ η απειλή του θανάτου,
είναι ο πόνος
για το έργο που κάθε βράδυ
παίζεται σ' επανάληψη
μέχρι ~ ματωμένος ~
κι ανεπίγνωστα θανατωμένος για καιρό
να σηκώσεις κεφάλι
πάνω απ' τα σύννεφα
-που καμία σχέση δεν έχουν
με το Χαμόγελο της Τζοκόντα
ή την Κοντέσσα Εστερχάζυ-
να δεις το γαλάζιο τ' Ουρανού.
Μη μου μιλάς εμένα
για υψίστης ασφαλείας σίδερα
γιατί ξέρω από υψίστης καταδίκης μαύρες ώρες
δίχως διέξοδο,
Κι όσοι με χαμόγελο εστέτ
[ή ακριβά πληρωμένο
ή με συμβόλαιο ιερατικό
ή γνώση των νόμων κίνησης των Συμπάντων]
συναντήθηκαν κι απρεπώς επράξαν
- ελαφρά τη καρδία -
ό,τι επράξαν...
Ας προχωράνε στο δικό τους Φως.
Στα σκοτάδια ο πόνος βράζει με το αίμα
και τη σεροτονίνη με τις ενδορφίνες
να κυνηγάνε τη ζωή και το θρόϊσμα του θανάτου....
Ελένη Ζάχαρη
Παρτίδα σκακιού στο πάρκο Kalmegdan του Βελιγραδίου.
Όταν στους δρόμους
Όταν στους δρόμους βροντούσαν τα τύμπανα
Οι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες
Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδι
Και προχωρώ
Εσύ και δυο άστρα που επιζήσαν
Οι μόνοι μου συνοδοί
Τα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξω
Κι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμα
Σημαδεύουν την αρνητική πορεία
Δεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμπο
Και ν’ αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψες
Αυτοί που μας αγάπησαν πεθάναν πριν μας μισήσουν
Αυτούς που θ΄αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική
Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέ
Έφηβοι δεν κλάψαμε
Σαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιο
Πώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε
Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζες
Κι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ’ τις σχισμές των ματιών σου
Έχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους διάβασα στα βιβλία
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόση
Άλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκαν
Ζούμε στη βασιλεία της διασποράς
Η κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκταση
Κάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιές
Κάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμού
Κι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειες
Διασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκες
Υποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεση
Και τέλος φεύγει από κοντά μας
Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπανα
Θα ξεριζώσω τη φωνή μου
Και θ’ αγαπήσω δυο φορές το σχήμα της σιωπής σου.
Κλείτος Κύρου
Δύο ηλικιωμένοι παίζουν σκάκι στο Clarmont της Καλιφόρνια στα 1952. Φωτογραφία του Ed Clark.
Ο δρόμος βάφτηκε
Ο μικρός Πιερότος
όταν την Κολομπίνα αγάπησε
έστυψε τη στολή του
πλημμύρισε το δρόμο χρώματα
κι ύστερα
σαν το κεράκι κάηκε
Δημήτρης Λιοσάτος
Μία παρτίδα σκακιού σε πάρκο της πόλης Lviv της Ουκρανίας. Φωτογραφία του Thomas Alboth.
Ο Δρόμος
Τώρα μακραίνουνε
πύργοι,παλάτια
κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει,
μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
Μ`είδαν,προσπέρασαν
όσοι αγαπάω,
μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
Πόσο τ`ανέβασμα
του άχαρου δρόμου !
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ`όνειρό μου.
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες,
τ`άνθη,χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια,
ήλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ`αστέρια.
Είναι και ανάμεσα
σ`όλα η αγάπη,
στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπει.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι,παλάτια
κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια...
Κώστας Καρυωτάκης
Παίζοντας σκάκι στην οδό Claremont Road το 1994 στο Λονδίνο. Με κομμάτια αποτελούμενα από διάφορα αντικείμενα σε μία υπαίθρια σκακιέρα κατά την διάρκεια της κατάληψης διαμαρτυρίας ενάντια στα σχέδια της Βρετανικής κυβέρνησης αναφορικά με την κατασκευή δρόμου που θα επέφερε δυσμενείς επιπτώσεις αλλά και ξεσπίτωμα πολλών κατοίκων της περιοχής. Φωτογραφία του Gideon Mendel.
Κρασί στους αλήτικους δρόμους
Θα μποϱούσα να ϰάνω ϰάτι xειϱότεϱο
απ’ το να ϰάϑομαι στους αλήτιϰους δϱόμους
πίνοντας ϰϱασί,
απ’ το να ƶέϱω πως τίποτα δεν έxει σημασία τελιϰά
να ƶέϱω πως δεν υπάϱxει πϱαɣματιϰή διαφοϱά
ανάμεσα σε πλούσιους ϰαι φτωxούς
να ƶέϱω πως η αιωνιότητα δεν είναι ούτε
νηφάλια ούτε μεϑυσμένη,
να ƶέϱω όλα τούτα, νέος
ϰαι να ‘μαι ποιητής,
Θα μποϱούσα να ήμουν επιxειϱηματίας ϰαι να λέω
τϱομεϱές ϐλαϰείες ϰαι να πιστεύω πως ο Θεός
νοιάzεται ɣια μένα,
αντί ɣι’ αυτό έϰατσα σταυϱοπόδι σε μοναxιϰές
παϱόδους ϰαι ϰανείς δεν με είδε, μόνο το μπουϰάλι
είδαν ϰι αυτό είxε αδειάσει
ϰι έϰανα έϱωτα σε ϰαλαμποϰοxώϱαφα
ϰαι σε νεϰϱοταφεία
ɣια να μάϑω πως οι νεϰϱοί δεν ϰάνουν φασαϱία
ɣια να μάϑω πως τα ϰαλαμπόϰια μιλάνε
(το ’να στ’ άλλο με xέϱια ɣέϱιϰα ƶεϱά)
έϰατσα στα σοϰάϰια νιώϑοντας τα φώτα του νέον
ϰαι ϰοιτώντας τους επιστάτες της μητϱόπολης
να στύϐουν τις πατσαϐούϱες τους ϰάτω στα
σϰαλιά της εϰϰλησίας.
Κάϑομαι πίνω ϰϱασί
ϰαι αɣιάzω στις ɣϱαμμές του τϱένου
απ’ το να είμαι εϰατομμυϱιούxος ϰαι πάλι πϱοτιμώ
να σωϱιάzομαι με ϰάποιον άμοιϱο ϰαι φτηνό ουίσϰι
στην πόϱτα μιας αποϑήϰης, με ϑέα μεɣάλα ηλιοϐασιλέματα
σε xοϱταϱιασμένους αɣϱούς του σιδηϱοδϱόμου
να ƶέϱω πως όσοι ϰοιμούνται στο ποτάμι
έxουν μάταια όνειϱα, να ‘μαι σταυϱοπόδι
μες στη νύxτα ϰαι να ɣνωϱίzω τα πάντα
να ‘μαι μοναxιϰός σϰοτεινός
με το οπτιϰό νεύϱο παϱατηϱητής
του διαμαντιού του ϰόσμου
που στϱοϐιλίzεται.
Τζακ Κέρουακ
Δύο υπερήλικες παίζουν σκάκι σε ένα παγκάκι του Central Park στην πόλη της Νέας Υόρκης τον Μάϊο του 1946.
Ο Δρόμος
Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.
O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά – Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ’ από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ’ από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές – εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: “Στον τόπο !” που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη – έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ’ από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: “Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων”.
Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ’ ένα Kανάλε Γκράντε – όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός – μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: “Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε.” Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.
Aνδρέας Εμπειρίκος
Πηγή: skakistiko-kafeneio.blogspot.gr
Βραδυνοί σκακιστές στους δρόμους της Καλκούτα στην Ινδία. Φωτογραφία του Manjit Singh Hoonjan.
Ο δρόμος
Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.
Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω
και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές και ξερά φύλλα
και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:
αν σταματήσω, σταματάει.
Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.
Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα βγάζουνε στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που σηκώνεται
και λέει βλέποντας- με: κανείς.
Οκτάβιο Παζ
Παίζοντας σκάκι με τους "masters" στην Market Street του Σαν Φρανσίσκο.
Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμε.ς
(Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε.)
Μανώλης Αναγνωστάκης
Παρτίδα σκάκι σε κάποιον δρόμο του Μπαλί.
Ο Δρόμος Που Δεν Πήρα
Ήταν δυο δρόμοι που αποκλίναν μες στο δάσος.
Μα δεν μπορούσα να τους πάρω και τους δύο
Χωρίς να γίνω ο ίδιος δύο∙ λυπημένα
Ακολουθούσα με το βλέμμα μου τον ένα
Για να τον χάσω μες στη χλόη σ’ ένα σημείο.
Πήρα τον άλλον κι έμοιαζε καλά να κάνω∙
Ίσως και να ’χε ένα δικαίωμα παραπάνω
Όντας πιο θαλερός, λιγότερο φθαρμένος,
Μ’ όλο που ως προς αυτό σχεδόν δεν διαφέραν∙
Ήταν κι αυτός περίπου εξίσου πατημένος.
Κι οι δυο ξετυλιγόνταν σκεπασμένοι ακόμη
Φύλλα πρωινά, ίδιοι απαράλλαχτοι, όμως
Κράτησα εγώ τον πρώτο για μιαν άλλη μέρα∙
Αν κι οδηγώντας σ’ άλλους δρόμους κάθε δρόμος
Επιστροφή δεν έχουν όσο ξέρω οι δρόμοι.
Θα λέω με στεναγμό σαν θα ’μαι πολύ γέρος,
Βρήκα δυο δρόμους που αποκλίναν σ’ ένα μέρος
Και πήρα αυτόν που ’χε περπατηθεί πιο λίγο
(χωρίς να θέλω και τον άλλον ν’ αποφύγω)∙
Κι άλλαξε αυτό για πάντα τη ζωή μου.
Ρόμπερτ Φροστ
Παίζοντας σκάκι στο Hyde Park του Λονδίνου το 1952.
Στο δρόμο της μεσημβρίας
Είχαν περάσει εκείνες οι νύχτες
που έκανα παρέα
με τη βροχή κι ένα τσιγάρο.
Έλεγα πως ήταν πια
κάτι από εφιαλτικό παραμύθι.
Επέστρεψαν πιο άγριες,
δείχνουν τα κοφτερά τους δόντια
Χτυπάει το νερό πάνω στις τέντες
μαζί με την οργισμένη φωνή
της κατάθλιψης
που επιστρέφει νικήτρια
να καθίσει στο θρόνο της.
Δεν είναι ο φόβος
μηδέ η απειλή του θανάτου,
είναι ο πόνος
για το έργο που κάθε βράδυ
παίζεται σ' επανάληψη
μέχρι ~ ματωμένος ~
κι ανεπίγνωστα θανατωμένος για καιρό
να σηκώσεις κεφάλι
πάνω απ' τα σύννεφα
-που καμία σχέση δεν έχουν
με το Χαμόγελο της Τζοκόντα
ή την Κοντέσσα Εστερχάζυ-
να δεις το γαλάζιο τ' Ουρανού.
Μη μου μιλάς εμένα
για υψίστης ασφαλείας σίδερα
γιατί ξέρω από υψίστης καταδίκης μαύρες ώρες
δίχως διέξοδο,
Κι όσοι με χαμόγελο εστέτ
[ή ακριβά πληρωμένο
ή με συμβόλαιο ιερατικό
ή γνώση των νόμων κίνησης των Συμπάντων]
συναντήθηκαν κι απρεπώς επράξαν
- ελαφρά τη καρδία -
ό,τι επράξαν...
Ας προχωράνε στο δικό τους Φως.
Στα σκοτάδια ο πόνος βράζει με το αίμα
και τη σεροτονίνη με τις ενδορφίνες
να κυνηγάνε τη ζωή και το θρόϊσμα του θανάτου....
Ελένη Ζάχαρη
Παρτίδα σκακιού στο πάρκο Kalmegdan του Βελιγραδίου.
Όταν στους δρόμους
Όταν στους δρόμους βροντούσαν τα τύμπανα
Οι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες
Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδι
Και προχωρώ
Εσύ και δυο άστρα που επιζήσαν
Οι μόνοι μου συνοδοί
Τα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξω
Κι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμα
Σημαδεύουν την αρνητική πορεία
Δεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμπο
Και ν’ αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψες
Αυτοί που μας αγάπησαν πεθάναν πριν μας μισήσουν
Αυτούς που θ΄αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική
Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέ
Έφηβοι δεν κλάψαμε
Σαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιο
Πώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε
Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζες
Κι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ’ τις σχισμές των ματιών σου
Έχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους διάβασα στα βιβλία
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και με διάκριση τόση
Άλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκαν
Ζούμε στη βασιλεία της διασποράς
Η κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκταση
Κάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιές
Κάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός γυρισμού
Κι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειες
Διασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκες
Υποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεση
Και τέλος φεύγει από κοντά μας
Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπανα
Θα ξεριζώσω τη φωνή μου
Και θ’ αγαπήσω δυο φορές το σχήμα της σιωπής σου.
Κλείτος Κύρου
Δύο ηλικιωμένοι παίζουν σκάκι στο Clarmont της Καλιφόρνια στα 1952. Φωτογραφία του Ed Clark.
Ο δρόμος βάφτηκε
Ο μικρός Πιερότος
όταν την Κολομπίνα αγάπησε
έστυψε τη στολή του
πλημμύρισε το δρόμο χρώματα
κι ύστερα
σαν το κεράκι κάηκε
Δημήτρης Λιοσάτος
Μία παρτίδα σκακιού σε πάρκο της πόλης Lviv της Ουκρανίας. Φωτογραφία του Thomas Alboth.
Ο Δρόμος
Τώρα μακραίνουνε
πύργοι,παλάτια
κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει,
μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
Μ`είδαν,προσπέρασαν
όσοι αγαπάω,
μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
Πόσο τ`ανέβασμα
του άχαρου δρόμου !
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ`όνειρό μου.
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες,
τ`άνθη,χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια,
ήλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ`αστέρια.
Είναι και ανάμεσα
σ`όλα η αγάπη,
στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπει.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι,παλάτια
κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια...
Κώστας Καρυωτάκης
Παίζοντας σκάκι στην οδό Claremont Road το 1994 στο Λονδίνο. Με κομμάτια αποτελούμενα από διάφορα αντικείμενα σε μία υπαίθρια σκακιέρα κατά την διάρκεια της κατάληψης διαμαρτυρίας ενάντια στα σχέδια της Βρετανικής κυβέρνησης αναφορικά με την κατασκευή δρόμου που θα επέφερε δυσμενείς επιπτώσεις αλλά και ξεσπίτωμα πολλών κατοίκων της περιοχής. Φωτογραφία του Gideon Mendel.
Κρασί στους αλήτικους δρόμους
Θα μποϱούσα να ϰάνω ϰάτι xειϱότεϱο
απ’ το να ϰάϑομαι στους αλήτιϰους δϱόμους
πίνοντας ϰϱασί,
απ’ το να ƶέϱω πως τίποτα δεν έxει σημασία τελιϰά
να ƶέϱω πως δεν υπάϱxει πϱαɣματιϰή διαφοϱά
ανάμεσα σε πλούσιους ϰαι φτωxούς
να ƶέϱω πως η αιωνιότητα δεν είναι ούτε
νηφάλια ούτε μεϑυσμένη,
να ƶέϱω όλα τούτα, νέος
ϰαι να ‘μαι ποιητής,
Θα μποϱούσα να ήμουν επιxειϱηματίας ϰαι να λέω
τϱομεϱές ϐλαϰείες ϰαι να πιστεύω πως ο Θεός
νοιάzεται ɣια μένα,
αντί ɣι’ αυτό έϰατσα σταυϱοπόδι σε μοναxιϰές
παϱόδους ϰαι ϰανείς δεν με είδε, μόνο το μπουϰάλι
είδαν ϰι αυτό είxε αδειάσει
ϰι έϰανα έϱωτα σε ϰαλαμποϰοxώϱαφα
ϰαι σε νεϰϱοταφεία
ɣια να μάϑω πως οι νεϰϱοί δεν ϰάνουν φασαϱία
ɣια να μάϑω πως τα ϰαλαμπόϰια μιλάνε
(το ’να στ’ άλλο με xέϱια ɣέϱιϰα ƶεϱά)
έϰατσα στα σοϰάϰια νιώϑοντας τα φώτα του νέον
ϰαι ϰοιτώντας τους επιστάτες της μητϱόπολης
να στύϐουν τις πατσαϐούϱες τους ϰάτω στα
σϰαλιά της εϰϰλησίας.
Κάϑομαι πίνω ϰϱασί
ϰαι αɣιάzω στις ɣϱαμμές του τϱένου
απ’ το να είμαι εϰατομμυϱιούxος ϰαι πάλι πϱοτιμώ
να σωϱιάzομαι με ϰάποιον άμοιϱο ϰαι φτηνό ουίσϰι
στην πόϱτα μιας αποϑήϰης, με ϑέα μεɣάλα ηλιοϐασιλέματα
σε xοϱταϱιασμένους αɣϱούς του σιδηϱοδϱόμου
να ƶέϱω πως όσοι ϰοιμούνται στο ποτάμι
έxουν μάταια όνειϱα, να ‘μαι σταυϱοπόδι
μες στη νύxτα ϰαι να ɣνωϱίzω τα πάντα
να ‘μαι μοναxιϰός σϰοτεινός
με το οπτιϰό νεύϱο παϱατηϱητής
του διαμαντιού του ϰόσμου
που στϱοϐιλίzεται.
Τζακ Κέρουακ
Δύο υπερήλικες παίζουν σκάκι σε ένα παγκάκι του Central Park στην πόλη της Νέας Υόρκης τον Μάϊο του 1946.
Ο Δρόμος
Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.
O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά – Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ’ από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ’ από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές – εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: “Στον τόπο !” που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη – έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ’ από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: “Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων”.
Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ’ ένα Kανάλε Γκράντε – όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός – μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: “Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε.” Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.
Aνδρέας Εμπειρίκος
Πηγή: skakistiko-kafeneio.blogspot.gr
Κυριακή 19 Ιουλίου 2015
Κυριακάτικο σινεμά: "ΆΓΡΙΕΣ ΦΡΑΟΥΛΕΣ" (1957) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Το
μεγάλο αριστούργημα του Σουηδού σκηνοθέτη αυτής της περιόδου (μαζί με
την «Έβδομη Σφραγίδα»). Ένας ηλικιωμένος ακαδημαϊκός καθηγητής ταξιδεύει
από την Στοκχόλμη στη Λουντ με το αυτοκίνητο του για να παραλάβει ένα
τιμητικό βραβείο για τα 50 χρόνια προσφοράς του, παρέα με τη νύφη του.
Στη διαδρομή όμως θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα που συνειρμικά θα τον
φέρουν αντιμέτωπο με όνειρα του παρελθόντος, μνήμες μιας ζωής που έχει
μείνει πίσω. Με αφορμή τα ηθικά διλήμματα των ανθρώπων αυτών, ο ίδιος
αναπολεί τη δική του ζωή, τις δικές του χαμένες ευκαιρίες, τα δικά του
όνειρα και τη δική του οικογένεια. Έτσι το
ταξίδι του μετατρέπεται σε ένα πνευματικό ταξίδι συμφιλίωσης με το
παρελθόν και τους οικείους του, ένα ταξίδι ενδοσκόπησης και αναζήτησης
του πρωταγωνιστή, του σκηνοθέτη αλλά και του θεατή με προορισμό την
ψηλάφηση (και όχι την λύση) ερωτημάτων που βασανίζουν τον άνθρωπο αέναα.
Ένας απολογισμός μιας ζωής θωρακισμένης από τα περίκλειστα τείχη του
εγωκεντρισμού.
Τα πρόσωπα μοιάζουν να υπερπηδούν με ευκολία τα χάσματα
του χρόνου και να συνυπάρχουν ταυτόχρονα στο τώρα και το κάποτε – η
ευρηματική διανομή διπλών ρόλων, προσώπων της σκέψης και της πλοκής,
ενδυναμώνει άλλωστε αυτή την αίσθηση. Η λυρική απόδοση των στιγμών του
παρελθόντος σε συνδυασμό με την κοφτή, μετρημένη απεικόνιση του
παρόντος, προδίδουν μία νοσταλγική μελαγχολία για τις χαρές, αλλά και
τις λύπες που συναντιόνται μονάχα στο σύμπαν των θαμπών αναμνήσεων.
Στο
κατώφλι του οριστικού τέλους, ο Bergman παραδίδει ένα σπουδαίο
οδοιπορικό, που διατρέχει την ίδια στιγμή τη Σουηδία, τον παρελθόντα
χρόνο αλλά και τον φαντασιακό κόσμο του πρωταγωνιστή. Εν προκειμένω η
υπερβάλλουσα μεταφυσική ανησυχία απορρίπτεται, ώστε η πλάστιγγα να
γείρει προς την πλευρά της ενδοσκόπησης. Η ερημιά του εγωισμού
ισοδυναμεί με μια αποτυχημένη ζωή, ακόμα και αν οι συνάδελφοι αποτίουν
φόρο τιμής, σε μια έξοχη πανεπιστημιακή καριέρα. Συγκλονιστική η
ερμηνεία του Victor Sjostrom (του σημαντικότερου Σουηδού σκηνοθέτη της
εποχής του βωβού) στον ρόλο του ηλικιωμένου εγωπαθούς γιατρού. Τούτη την
ιστορία της ζωής που καταστράφηκε από υπερβολικό εγωισμό, ο Bergman την
αφηγείται αναμιγνύοντας, είδη και τεχνοτροπίες, με την πιο μεγάλη
ελευθερία. Την ντοκιμανταιρίστικη ακρίβεια της πρώτης σεκάνς, διαδέχεται
ένας εξπρεσιονιστικός εφιάλτης σαν φόρος τιμής στην τέχνη του Sjostrom
και την «Άμαξα φάντασμα». Η αναπόληση του παρελθόντος γίνεται με
μερικούς ιμπρεσιονιστικούς πίνακες πλημμυρισμένους από φως. Είναι το φως
που δημιουργεί το διάκοσμο στην αναβίωση της νοσταλγίας της χαμένης
νιότης, μ’ αυτό το ωραίο εύρημα όπου ο γέρο – Ισαάκ παρίσταται στον
κόσμο της παιδικής του ηλικίας, ως μοναδική σκοτεινή σιλουέτα, μέσα στη
φωτεινή απόχρωση των υπολοίπων προσώπων. Στο ρεαλισμό του ταξιδιού,
αντιπαραθέτει μια ονειρική σουρεαλιστική σεκάνς φωτισμένη με κοντράστ.
Αυτό που πάνω απ’ όλα όμως αναγάγει τις «Άγριες Φράουλες» σε ένα
αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου είναι το γεγονός ότι αγγίζει
προσεκτικά μία από τις εντονότερες ανησυχίες του ανθρώπου -καλλιτέχνη ή
μη: τι συμβαίνει, δηλαδή, όταν έχει πια γραφτεί το μεγαλύτερο μέρος της
μικρής, προσωπικής μας ιστορίας και το μόνο που απομένει είναι κάποιες
μετρημένες στιγμές, αναπόφευκτα στραμμένες στην αξιολόγηση της
χαραγμένης μας πορείας.]
Πηγή: the100bestmovies.blogspot.gr
Κ α λ ή Κ υ ρ ι α κ ή !
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)